Ιωαννίδης Ησαΐας και Άλλη ν. Chada Ιωαννίδη και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1446

(2002) 1 ΑΑΔ 1446

[*1446]30 Σεπτεμβρίου, 2002

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Έφεση Αρ. 129)

ΗΣΑΪΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

CHADA ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Έφεση Αρ. 130)

CHADA ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

ν.

ΗΣΑΪΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Εφέσεις Αρ. 129, 130)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Γονική μέριμνα ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας ― Κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα αποτελεί το συμφέρον του τέκνου ― Επιθυμία ανηλίκου τέκνου ― Υπό ποίες προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη ― Κατά πόσο το επανάνοιγμα της υπόθεσης προς  αναζήτηση της γνώμης ανηλίκου τέκνου μετά το πέρας της μαρτυρίας και των αγορεύσεων των γονέων του, κάθε ένας από τους οποίους διεκδικούσε τη φύλαξή του, επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία.

Η υπόθεση αυτή αφορά τη φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων η οποία με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού είχε ανατεθεί στη μητέρα του και καθόρισε ως τόπο δια[*1447]μονής του τον τόπο διαμονής της μητέρας του στη Λευκωσία.  Το Δικαστήριο ρύθμισε επίσης την επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα πιο πάνω, είναι το αντικείμενο έφεσης και αντέφεσης που καταχώρησαν αντίστοιχα ο πατέρας και η μητέρα του παιδιού.

Το παιδί γεννήθηκε το Φεβρουάριο 1994 και ζούσε με τους γονείς του στη Λεμεσό μέχρι τον κλονισμό της συζυγικής σχέσης και την επελθούσα διάσταση των διαδίκων.  Η φύλαξή του διεκδικείτο και από τους δύο γονείς και υπήρχε μεγάλη ένταση σε σχέση με αυτό το θέμα και από τους δύο γονείς.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γονείς, είναι πρόσωπα κατάλληλα και ικανά για να αναλάβουν τη φύλαξη του ανηλίκου.  Τελικά η φύλαξη του παιδιού δόθηκε στη μητέρα η οποία το μετέφερε στη Λευκωσία που κατοικούσε η ίδια, αφού λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες και κρίθηκε ότι το συμφέρον του παιδιού αυτό επέβαλλε.

Μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και αφού παρήλθαν τέσσερις περίπου μήνες από την ημερομηνία που επιφυλάχθηκε η απόφαση, η Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση, την επανάνοιξε, για να ζητήσει τη γνώμη του ανηλίκου εφαρμόζοντας το Άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, (Ν. 216/90).

Ο πατέρας, εφεσείων στην έφεση υπ’ αρ. 129, εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επανανοίξει την υπόθεση.

2) Η μέθοδος που ακολούθησε το Δικαστήριο για να διαγνώσει την ωριμότητά του ανηλίκου και να πάρει τη γνώμη του ήταν εσφαλμένη.

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι η πρωτόδικος Δικαστής παρέλειψε να αποφανθεί εκ των προτέρων για την ωριμότητα του ανηλίκου, και αφού προχώρησε και άκουσε τη γνώμη του, κήρυξε εκ των υστέρων τον ανήλικο ως ανώριμο αναφέροντας τα εξής «.....όμως είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν έχει την ωριμότητα, λόγω της τρυφερής του ηλικίας να αντιληφθεί τις συνέπειες της μόνιμης εγκατάστασής του είτε στη Λεμεσό είτε στη Λευκωσία.»

Η μητέρα άσκησε αντέφεση η οποία στρέφεται στη ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί.

[*1448]Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Έφεση

1.  Αναμφίβολα η γνώμη του παιδιού σε υποθέσεις γονικής μέριμνας ενέχει βαρύνουσα σημασία στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου.

2.  Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων.  Η διαδικασία έχει εξεταστικό χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου.  Στα Άρθρα 6 και 14 του Νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου.

3.  Η επανάνοιξη της υπόθεσης δεν έχει την υφή που έχει η περίπτωση επανανοίγματος σε άλλες υποθέσεις αστικού δικαίου.

4.  Η διακρίβωση του βαθμού ωριμότητας ανηλίκου προκειμένου να κριθεί κατά πόσο η γνώμη του μπορεί να ληφθεί υπόψη για να συνεκτιμηθεί με άλλα στοιχεία μαρτυρίας συνήθως γίνεται μέσω συνομιλίας του Δικαστή με τον ανήλικο που έχει ακριβώς αυτό το στόχο.  Δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι κανόνες οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της συνομιλίας.  Το τρυφερής ηλικίας παιδί διακατεχόμενο από ποικίλα και εν πολλοίς συγκρουόμενα συναισθήματα διαδραματίζει το δικό του ρόλο.  Αυτός ο παράγοντας δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζεται. Εάν ο Δικαστής κρίνει ότι το παιδί είναι εντελώς ανώριμο και συνεπώς η γνώμη του ούτως ή άλλως δεν θα έχει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία αναφορικά με την επίλυση των επίδικων θεμάτων, δεν θα πρέπει να συνεχίσει τη συνομιλία.  Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει στο τέλος τη γνώμη του ανηλίκου και να αποφασίσει κατά πόσο θα της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία και ανάλογα με την περίπτωση να εντάξει το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας στο υπόλοιπο υλικό προς συνεκτίμηση.

Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι χειρισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι πλέον ενδεδειγμένοι υπό τις περιστάσεις.  Τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, συνάδουν με τη μαρτυρία η οποία έτυχε σωστής αξιολόγησης.

Β. Αντέφεση

Δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση προς [*1449]ανατροπή των ρυθμίσεων που όρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση και αντέφεση απορρίφθηκαν. Εκδόθηκε διαταγή όπως ο κάθε διάδικος επωμισθεί τα έξοδά του.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130,

Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1108.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/7/00 (Αρ. Αγωγής 172/97) με την οποία έδωσε τη φύλαξη του ανήλικου παιδιού του, μετά την επελθούσα διάστασή του με την καθ’ ης η αίτηση σύζυγό του, σ’ αυτή και καθόρισε ως τόπο διαμονής του αυτόν της συζύγου του και με την οποία επανάνοιξε την υπόθεση προς αναζήτηση της βούλησης του ανηλίκου και αντέφεση από την καθ’ ης η αίτηση όσον αφορά τη ρύθμιση της επικοινωνίας του παιδιού με τον πατέρα του.

Η. Στεφάνου για Μ. Ηλία, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 129 και για τον Εφεσίβλητο στην Έφεση Αρ. 130.

Στ. Στυλιανού για Αργ. Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 129 και για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. 130.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού (Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας) ανέθεσε τη φύλαξη και φροντίδα του ανήλικου τέκνου των διαδίκων Ηλία, στη μητέρα του παιδιού, κα Chada Ιωαννίδη και καθόρισε ως τόπο διαμονής του, τον τόπο διαμονής της μητέρας στη Λευκωσία.  Σε ό,τι αφορά τις λοιπές πτυχές της γονικής μέριμνας, ορίστηκε ότι αυτές θα ασκούνται από τους γονείς από κοινού.  Το Δικαστήριο, ρύθμισε επίσης την επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο καθώς και την προσωρινή διαμονή του παιδιού κατά την περίοδο των θερινών διακοπών με τον πατέρα και [*1450]τη μητέρα αντίστοιχα.  Τέλος, απαγόρευσε τη μεταφορά του ανήλικου στο εξωτερικό χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του γονέα με τον οποίο δεν θα ταξιδεύει το παιδί.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα πιο πάνω, είναι το αντικείμενο έφεσης και αντέφεσης που αντίστοιχα καταχώρισαν ο πατέρας και η μητέρα του παιδιού.

Το παιδί γεννήθηκε το Φεβρουάριο 1994.  Ζούσε με τους γονείς του στη Λεμεσό μέχρι τον κλονισμό της συζυγικής σχέσης και την επελθούσα διάσταση των διαδίκων.  Μετά από αυτό το γεγονός, το παιδί ζούσε πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο γονιό.  Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι φορές που το παιδί έμεινε και σε τρίτους του φιλικού ή συγγενικού περιβάλλοντος του ενός ή του άλλου γονιού ανάλογα με τις διευθετήσεις που γίνονταν περιστασιακά.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε μεγάλη ένταση σε σχέση με το παιδί.  Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι ότι οι γονείς, είναι πρόσωπα κατάλληλα και ικανά για να αναλάβουν τη φύλαξη του παιδιού τους.  Κανένας δεν αμφισβήτησε την αγάπη και τη φροντίδα του άλλου  προς το παιδί και το Δικαστήριο, κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι διάδικοι είναι άτομα συγκροτημένα, σοβαρά, έξυπνα και με πλήρη επίγνωση του καθήκοντος έναντι του παιδιού τους το οποίο, υπεραγαπούν και είναι σ’ αυτό αφοσιωμένοι. 

Κατόπιν των πιο πάνω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα που το ίδιο έθεσε, ποιος από τους ικανούς γονείς θα αναλάβει τη φύλαξη του ανηλίκου, έχοντας συνάμα υπόψη τη θέση της μητέρας ότι σε περίπτωση που αυτή θα έπαιρνε τη φύλαξη θα μετέφερε το παιδί στη Λευκωσία όπου εργάζεται και διαμένει.  Καθώς έχει προαναφερθεί, η φύλαξη του παιδιού τελικά δόθηκε στη μητέρα αφού λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο οι πιο κάτω παράγοντες:

(α)   ότι ο διαθέσιμος χρόνος της μητέρας για να ασχοληθεί προσωπικά με τη μέριμνα του παιδιού ήταν περισσότερος του χρόνου που διέθετε ο πατέρας για τον ίδιο σκοπό.

(β)   ότι η διαμονή του παιδιού με τη μητέρα στη Λευκωσία δεν θα επηρέαζε ουσιαστικά το θέμα της επικοινωνίας του με την ευρύτερη οικογένεια του πατέρα εφόσον  ποτέ δεν υπήρχε μεταξύ τους  καθημερινή επικοινωνία.  Αλλά ούτε το θέμα της επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί θα μεταβαλλόταν ουσια[*1451]στικά εφόσον ο πατέρας δεν έβλεπε καθημερινά το παιδί τα τελευταία 2½ περίπου  χρόνια.

(γ)   ότι το περιβάλλον στη Λευκωσία δεν  ήταν εντελώς άγνωστο για τον ανήλικο ο οποίος, αναγνώρισε ότι το σπίτι της μητέρας του στη Λευκωσία είναι και δικό του και ότι έχει και στη Λευκωσία μερικούς φίλους. 

(δ)   ότι ο χρόνος της μεταβολής των συνθηκών, συνέπιπτε με την αλλαγή του σχολείου του παιδιού.  Το παιδί θα φοιτούσε για πρώτη φορά στο δημοτικό, αλλαγή που θα γινόταν εν πάση περιπτώσει είτε το παιδί βρισκόταν στη Λεμεσό είτε στη Λευκωσία.  Εκ των πραγμάτων, ήταν θέμα προσαρμογής του παιδιού στο σχολείο. 

(ε) ότι οι διευθετήσεις που έκανε η μητέρα στο σπίτι που θα κατοικήσει με το παιδί αν θα της διδόταν η φύλαξη, κρίθηκαν ικανοποιητικές. Λογικές και εύκολα εφαρμόσιμες, κρίθηκαν και οι διευθετήσεις στις οποίες προέβη η μητέρα για τη φροντίδα του παιδιού από την ώρα που θα έφευγε από το σχολείο μέχρι την ώρα που αυτή  θα επέστρεφε από την εργασία της και θα είχε μαζί της το παιδί.

Μετά τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και αφού παρήλθαν τέσσερις περίπου μήνες από την ημερομηνία που επιφυλάχθηκε η απόφαση, η Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση έκρινε σκόπιμο να επανανοίξει την υπόθεση για να ζητήσει τη γνώμη του ανηλίκου εφαρμόζοντας εν προκειμένω το άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90 που προνοεί ότι:

«Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.»

Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, πως κρίθηκε αναγκαία η διερεύνηση της ωριμότητας του παιδιού και η αναζήτηση της γνώμης του αφότου  διαπιστώθηκε, κατά τη μελέτη της υπόθεσης προς το σκοπό συγγραφής της απόφασης ότι το παιδί είναι 6 χρόνων και 5 μηνών περίπου ενώ όταν άρχισε η ακρόαση ήταν 5 χρόνων και 4 μηνών περίπου.

Ο εφεσείων, ισχυρίζεται (πρώτος λόγος έφεσης) ότι «.......... το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντικανονικά και/ή χω[*1452]ρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού που να του παρέχει τέτοια εξουσία επανάνοιξε την υπόθεση μετά που παρήλθαν τέσσερις και πλέον μήνες από την ημερομηνία που επιφύλαξε την απόφασή του.»  Εδώ πρέπει να παρεμβάλουμε ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά την αγόρευσή του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στη χρησιμότητα της γνώμης του ανηλίκου και της συνεκτίμησης της μαζί με άλλα στοιχεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο και επισήμανε ότι αυτή η δυνατότητα, παρέχεται στο Δικαστήριο  από το νόμο.

Αναμφίβολα, η γνώμη του παιδιού σε υποθέσεις όπως η παρούσα όπου εξετάζονται θέματα γονικής μέριμνας ενέχει βαρύνουσα σημασία στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου.  Στην Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130 ειπώθηκαν τα εξής:

«Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το Άρθρο 6(3) του Ν. 216/90 και ενέχει βαρύνουσα σημασία ως αποκαλυπτική της δικής του βούλησης για την ευτυχία και πρόοδο του. Όπως εξηγείται στην Gillick (ανωτέρω), όσο μεγαλώνει το παιδί και ανεξαρτητοποιείται ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται και η γνώμη του για την επιμέλεια του ατόμου του.»

Στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, ο τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου.  Στα άρθρα 6 και 14 του νόμου, αναφέρεται ότι το κύριο κριτήριο για τη γονική μέριμνα είναι το συμφέρον του τέκνου. Πρόκειται για αρχή η οποία  επαναλαμβάνεται συχνά στη νομολογία.  Βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (ανωτέρω) και Ιακωβίδης ν. Ιακωβίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 1108, από την οποία και η πιο κάτω  επιγραμματική διατύπωση της αρχής:

«Η ύψιστη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει πάντα να έχει υπόψιν σε τέτοιες υποθέσεις είναι η ευημερία του ανηλίκου.»

Η αναζήτηση της γνώμης του παιδιού μετά το πέρας της μαρτυρίας και των αγορεύσεων των διαδίκων,  δεν επηρέασε ούτε μπορούσε να επηρεάσει τη διαδικασία.  Ο ανήλικος δεν είναι μάρτυρας  του ενός ή του άλλου διαδίκου αλλά ούτε και τίθεται θέμα επηρεασμού ενός εξ αυτών.  Επομένως, το ζήτημα δεν έχει την  υφή που [*1453]έχει η περίπτωση επανανοίγματος υπόθεσης σε άλλες υποθέσεις αστικού δικαίου.  Χωρίς να παρίσταται ανάγκη σχολιασμού των επί μέρους ισχυρισμών και επιχειρημάτων που έχουν αναπτυχθεί από πλευράς εφεσείοντα επί του θέματος, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά υπό τις περιστάσεις, αναζήτησε τη γνώμη του ανηλίκου, διακριβώνοντας συγχρόνως και το βαθμό ωριμότητας του παιδιού για σκοπούς απόδοσης της δέουσας βαρύτητας σε ό,τι το παιδί ανέφερε.  Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνουμε ότι είναι ανεδαφικός και συνεπώς απορριπτέος.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης εμφανίζεται να διαπλέκεται με τον πρώτο. Εδώ τα βέλη στρέφονται ενάντια στη μέθοδο που ακολούθησε το Δικαστήριο κατά τη συνομιλία που είχε με τον ανήλικο προκειμένου να διαγνώσει την ωριμότητα του και να πάρει τη γνώμη του.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικος Δικαστής, κατ’ αντίθεση με ό,τι αναφέρεται σε ελληνικά συγγράμματα οικογενειακού δικαίου, παρέλειψε να αποφανθεί εκ των προτέρων για την ωριμότητα του ανηλίκου, και αφού προχώρησε και άκουσε τη γνώμη του, κήρυξε εκ των υστέρων τον ανήλικο  ως ανώριμο αναφέροντας (στην εκκαλούμενη απόφαση) τα εξής:  «........ όμως είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν έχει την ωριμότητα, λόγω της τρυφερής του ηλικίας να αντιληφθεί τις συνέπειες της μόνιμης εγκατάστασής του είτε στη Λεμεσό είτε στη Λευκωσία.»

Η διακρίβωση του βαθμού ωριμότητας ενός ανηλίκου προκειμένου να κριθεί κατά πόσο  η γνώμη του μπορεί να ληφθεί υπόψη για να συνεκτιμηθεί μαζί με άλλα στοιχεία μαρτυρίας συνήθως γίνεται μέσω συνομιλίας του Δικαστή με τον ανήλικο που έχει ακριβώς αυτό το στόχο. Δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι κανόνες οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της συνομιλίας.  Αυτή γίνεται με βάση τη λογική και με σαφή επίγνωση του αντικειμένου.  Το τρυφερής ηλικίας παιδί διακατεχόμενο από ποικίλα και εν πολλοίς συγκρουόμενα συναισθήματα διαδραματίζει το δικό του ρόλο.  Αυτός ο παράγοντας δεν πρέπει ποτέ να  παραγνωρίζεται. Έτσι, η συνομιλία πρέπει να διεξάγεται μέσα σε ήρεμο κλίμα υπό συνθήκες άνεσης, ασφάλειας και εμπιστοσύνης του παιδιού για τα δρώμενα χωρίς εξωγενείς επιδράσεις και προσπάθεια επηρεασμού του ανηλίκου. Είναι αυτονόητο ότι η συνομιλία με το παιδί θα σταματήσει, σε περίπτωση που ο Δικαστής θα κρίνει ότι το παιδί είναι εντελώς ανώριμο και συνεπώς η γνώμη του ούτως ή άλλως δεν θα έχει οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία σε ό,τι αφορά την επίλυση των επίδικων θεμάτων.  Όμως, σε περίπτωση που θα κριθεί ότι χαρακτηρίζει το παιδί κάποια [*1454]ωριμότητα, η συνομιλία συνεχίζεται προς αναζήτηση της γνώμης του είτε με ερωτήσεις υποβαλλόμενες ευθέως είτε καταβάλλοντας προσπάθεια ανίχνευσης της γνώμης μέσω της συνομιλίας.  Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αξιολογήσει στο τέλος τη γνώμη του ανηλίκου και να αποφασίσει κατά πόσο θα της προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα  ή αξία και ανάλογα με την περίπτωση να εντάξει το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας στο υπόλοιπο υλικό προς συνεκτίμηση.

Στην  περίπτωση που εξετάζουμε, οι χειρισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι πλέον ενδεδειγμένοι υπό τις περιστάσεις. Τα συμπεράσματα και διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, συνάδουν με τη μαρτυρία η οποία έτυχε σωστής αξιολόγησης. Ο καθορισμός του τόπου της διαμονής του ανηλίκου έγινε με γνώμονα την ευημερία και την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του παιδιού και αφού  συνεκτιμήθηκαν όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του.  Με αυτή τη διαπίστωση, κρίνουμε ως απορριπτέο και τον τρίτο λόγο της έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αυθαίρετα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δίδοντας τη φύλαξη του ανηλίκου στη μητέρα  και καθόρισε ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο διαμονής της μητέρας στη Λευκωσία.

Η αντέφεση στρέφεται, καθώς έχουμε αναφέρει, στη ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί.  Δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει  επέμβαση προς ανατροπή των ρυθμίσεων που όρισε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  Πρόκειται για ισοζυγισμένες και λεπτομερείς ρυθμίσεις οι οποίες λογικά ικανοποιούν κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό το συμφέρον και την ευημερία του παιδιού, τις συναισθηματικές του ανάγκες καθώς και τις συναισθηματικές ανάγκες  των γονέων του.

Κατόπιν των ανωτέρω η έφεση και αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.  Ο κάθε διάδικος να επωμισθεί τα δικά του έξοδα.

Η�έφεση και αντέφεση απορρίπτονται. Εκδίδεται διαταγή όπως ο κάθε διάδικος επωμισθεί τα έξοδά του.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο