Γεωργιάδης Δώρος (Αρ. 3) (2002) 1 ΑΑΔ 1455

(2002) 1 ΑΑΔ 1455

[*1455]3 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ (ΑΡ. 3) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 33, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΗΜΕΡ. 7.1.2002 ΚΑΙ 9.1.2002 ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ

ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 18095/01.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11355)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την αποφυλάκιση του αιτητή ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και ο οποίος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει έφεση αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου ― Απόρριψη αίτησης ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση ― Το προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και παρέχεται ex debito justitiae, αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Ανθρώπινα δικαιώματα ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης από την μη απαγγελία δημοσίως καταδικαστικής απόφασης και επιβολής της ποινής σε ποινική υπόθεση που είχε διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών ενώπιον του Κακουργιοδικείου με τη συναίνεση του κατηγο[*1456]ρουμένου.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς άμεση αποφυλάκιση του αιτητή-εφεσείοντος από νόμιμη κράτηση μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο σε διαδοχικές ποινές φυλάκισης ανερχόμενες σε 2.5 χρόνια.  Οι κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων σχετίζονταν με σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου και άσεμνες επιθέσεις εναντίον ανήλικων γυναικών και η δίκη είχε διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών μετά από εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής με την οποία συμφώνησε και ο δικηγόρος του εφεσείοντος.  Το Κακουργιοδικείο έδωσε στον εφεσείοντα τα κείμενα όλων των αποφάσεών του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τους ακόλουθους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εκ μερους του εφεσείοντος:

Η κράτηση ήταν παράνομη γιατί διατάχθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχει κυρωθεί με το Ν. 39/62 (η Σύμβαση).  Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε επίσης πως η παράβαση συντελέστηκε από το γεγονός πως η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις ακόλουθες προκαταρκτικές ενστάσεις:

α) Δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο.

β) Το επίδικο διάβημα συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου γιατί ο εφεσείων άσκησε και έφεση εναντίον της καταδίκης του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αποδεχόμενο τις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις.  Προχώρησε όμως και στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Έκρινε δε ότι δεν προκύπτει από τη νομολο[*1457]γία ότι η έκδοση της απόφασης διακρίνεται από την ακροαματική διαδικασία και πρέπει απαραιτήτως να απαγγέλλεται δημοσίως στην περίπτωση που η δίκη γίνει κεκλεισμένων των θυρών.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη συναίνεσή του υπέδειξε πως τούτο ήταν και προς το συμφέρον του.  Σημείωσε πως υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης δημοσίως μπορεί να παραμεριστεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

Στην έφεση διατυπώθηκαν λόγοι σε σχέση τόσο με την απόρριψη της αίτησης λόγω της αποδοχής των προδικαστικών ενστάσεων όσο και σε σχέση με τα όσα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της αίτησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε πως τα όσα λέχθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της αίτησης λέχθηκαν ως εκ περισσού και ότι δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ομόφωνη απόφαση.  Με το σκεπτικό της πρώτης απόφασης η οποία εκδόθηκε από τον Καλλή, Δ. ταυτίστηκαν όλοι οι Δικαστές εκτός από τον Πική, Π. ο οποίος εξέδωσε τη δεύτερη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντων και των Αρτέμη, Δ., Νικολάου, Δ., και Κρονίδη, Δ.:

1.  Τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2.  Η δημόσια απαγγελία της απόφασης θα εξουδετέρωνε σε μεγάλο βαθμό το σκοπό για τον οποίο είχε διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και επίσης τον πρωταρχικό σκοπό του Άρθρου 6.1 της Σύμβασης το οποίο αποβλέπει στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης.

3.  Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη συναίνεση του εφεσείοντα υποστηρίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

[*1458]4.    Το ένταλμα Habeas Corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου.  Και δεν χορηγείται για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση.

5.  Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που εκτίει ο εφεσείων έχει επιβληθεί από αρμόδιο δικαστήριο.  Η νομιμότητά της μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης.  Έπεται ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος και η σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

Υπό Πική, Π.:

1.  Η δυνατότητα παραίτησης από ή απεμπόλισης θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου δεν πρέπει να παραγνωρίζει την περί του αντιθέτου απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία γίνεται παραπομπή από την πλειοψηφία, στην υπόθεση Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A,: Judgments and Decisions Vol. 171, σελ. 6,20.

2.  Περιορισμοί στα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα δικαιώματα του ατόμου χωρούν μόνο για λόγους που προσδιορίζονται στο Σύνταγμα και υπό την αίρεση τήρησης των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει το Άρθρο 33 του Συντάγματος και αναγνωρίζει ως εγγενείς η νομολογία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Pretto a.o. v. Italy 8.12.83 Series A: Judgments and Decisions, Vol. 71 (Publications of the European Court of Human Rights),

Campbell and Fell v. UK A 80 [1984],

Axen v. FRG A 72 [1983],

Sutter v. Switzerland A 74 [1984],

Werner v. Austria 24.11.97,

[*1459]Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132,

Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110,

Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 873,

Cases of B. v. The United Kingdom and P. v. The United Kingdom (Application Nos. 36337/97 and 35974/97) Judgment Strasbourg 24 April 2001,

Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 171, σελ. 6, 20,

Case of Zumtobel v. Austria Judgment of 21 September 1993, Series A: Judgments and Decisions Vol. 265, p. 5, 21,

Case of Schuler Zgraggen v. Switzerland Judgment of 24 June 1993 Series A: Judgments and Decisions Vol. 263, p. 7, 19,

Featherstore 37 Cr. App. R. 146,

Philpot [1960] 1 All E.R. 165,

Re Wring. Re Cook [1960] 1 All E.R. 536,

Corke [1954] 2 All E.R. 440,

Φενερίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101,

Κλεάνθους κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534,

Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε στις 17/4/02 (Αρ. Αίτησης 19/02) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση εντάλματος της φύσεως [*1460]Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση απόλυσή του ως αποτέλεσμα της απόφασης του μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας με την οποία στις 7/1/2002 κρίθηκε ένοχος στις πέντε κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα και καταδικάστηκε, στις 9/1/2002, σε διαδοχικές ποινές φυλάκισης δυόμισυ χρόνων.

Ε. Πουργουρίδης με Χ. Ιωάννου, για τον Αιτητή.

Λ. Παντελή, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Είμεθα σύμφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου με το σκεπτικό της οποίας ταυτίζονται όλοι οι Δικαστές εκτός από εμένα θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..  Η δεύτερη απόφαση θα δοθεί από εμένα.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οπoία είχε απορριφθεί το αίτημα του εφεσείοντος για «έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η προσαγωγή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησής του και να διαταχθεί η άμεση  απόλυσή του».

Καταγράφουμε τα γεγονότα όπως έχουν παρατεθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

Ο εφεσείων δικάστηκε από το μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, ενώπιον του οποίου αντιμετώπιζε αρχικά 8 κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα.  Σε μια απ’ αυτές τις κατηγορίες ανεστάλη η ποινική δίωξη, ενώ σε άλλη αθωώθηκε και απηλλάγη μετά που αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή, όταν διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία για τη στοιχειοθέτησή της.  Ο εφεσείων αθωώθηκε επίσης σε μια από τις 6 κατηγορίες, που τελικά παρέμειναν στο κατηγορητήριο.  Κρίθηκε όμως ένοχος στις 5, με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 7.1.2002. Του επιβλήθηκε ποινή δυο ημέρες αργότερα, 9.1.2002. Καταδικάστηκε σε διαδοχικές ποινές φυλάκισης, με αποτέλεσμα ο χρόνος που θα εκτίσει στη φυλακή να ανέρχεται σε 2.5 χρόνια.

Στις 8.10.2001, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε στο [*1461]Δικαστήριο όπως ολόκληρη η διαδικασία διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.  Το αίτημα αιτιολογήθηκε με αναφορά στο είδος των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και στις λεπτομέρειες των γεγονότων τους.  Οι κατηγορίες σχετίζονταν με σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου και άσεμνες επιθέσεις εναντίον γυναικών, που κατονομάζονταν στο κατηγορητήριο, και διδόταν περιγραφή των πράξεων που αποδίδονταν στον εφεσείοντα. Οι παραπονούμενες ήσαν ανήλικες. Ήταν επομένως φυσικό η δημοσιοποίηση των ονομάτων τους, σε συνδυασμό με την περιγραφή των σεξουαλικών σε βάρος τους πράξεων, να επηρεάσουν την ιδιωτική τους ζωή και το μέλλον τους στην κοινωνία.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα όχι μόνο συμφώνησε με το αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας αλλά και πλειοδότησε, επ’ αυτού.  Είπε τα εξής όπως καταγράφεται στο πρακτικό του Δικαστηρίου:

«κ. Πουργουρίδης:

κ. Πρόεδρε συμφωνώ με τα όσα λέχθηκαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής. Παρ’ ότι το δικαίωμα για δημόσια δίκη είναι πράγματι Συνταγματικά κατοχυρωμένο εντούτοις υπό τις περιστάσεις, λόγω ακριβώς της φύσεως των ισχυριζομένων αδικημάτων, και για να μην υπάρχει οποιαδήποτε περαιτέρω μομφή στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, και αυτό το λέω γιατί όπως πολύ καλά γνωρίζει η Εντιμότητα σας η υπόθεση αυτή δικάστηκε από την κοινή γνώμη από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.  Για να μην υπάρξει άλλη μομφή στον τρόπο που θα διεξαχθεί η δίκη, και ειδικότερα να μη γίνουν μνείες και αναφορές ότι οι μάρτυρες κωλύονται να καταθέσουν ή ότι ένοιωθαν άβολα να καταθέσουν σε δημόσια διαδικασία, η υπεράσπιση συγκατατίθεται στο να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών η διαδικασία.»

Το Κακουργιοδικείο, αφού αιτιολόγησε την απόφασή του, αποδέχθηκε το αίτημα.

Μεταφέρουμε την απόφασή του:

«Προτού ο κατηγορούμενος απαντήσει στις κατηγορίες η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας  Αρχής ζήτησε από το Δικαστήριο όπως εκδώσει διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.  Στήριξε το αίτημα της στη φύση των κατηγοριών, στο γεγονός ότι υπάρχει μία ανήλικη παραπονούμενη, στο ότι οι υπόλοιπες παραπονούμενες είναι νεαράς ηλικίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής.  Παρά το γεγονός αυτό θα πρέπει να ασκήσουμε την διακριτική μας ευχέρεια ώστε να βεβαιωθούμε ότι το αίτημα ευσταθεί.

Πράγματι το Άρθρο 30.2* του Συντάγματος είναι, όπως ανέφερε η κα Κλεόπα, εκείνο που δίδει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να τύχει ανεπηρέαστης και δημόσιας διαδικασίας εντός εύλογου χρόνου.  Εκτός βεβαίως όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι όπου υπάρχουν ανήλικοι, το συμφέρον του ανήλικου αλλά και η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, για παράδειγμα του κατηγορουμένου, συνηγορεί υπέρ της διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.

Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη την φύση των κατηγοριών, το γεγονός ότι υπάρχει μία ανήλικη παραπονουμένη, αλλά και την υπέρμετρη δημοσιότητα που έχει ήδη δοθεί στην υπόθεση, σε συνάρτηση με το ενδεχόμενο δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων της δικαιοσύνης και την προστασία της ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία θα πρέπει να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Επομένως εκδίδουμε διάταγμα όπως η διαδικασία στην παρούσα υπόθεση από τώρα και στο εξής διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Δεύτερο για να διατηρηθεί η εμπιστευτικότητα εκδίδουμε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε άλλης απόφασης εκδοθεί.

Επίσης απαγορεύουμε την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης και οποιουδήποτε άλλου υλικού κατατεθεί στα πλαίσια της υπόθεσης χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

[*1463]

Για ενημέρωση του κοινού το Κακουργιοδικείο θα εκδίδει κατά διαστήματα και όποτε κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο ανακοινωθέντα μέσω του Πρωτοκολλητή μέσω των οποίων θα ενημερώνει την κοινή γνώμη για την πορεία της υπόθεσης.

Παρακαλώ να εκκενωθεί η αίθουσα του Δικαστηρίου.»

Συνεχίζουμε με την παράθεση των γεγονότων:

Η δίκη, η έκδοση της απόφασης και η επιβολή της ποινής έγιναν, σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου, κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή απεκλείσθησαν από την αίθουσα ο τύπος και το κοινό.  Το Δικαστήριο απαγόρευσε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε απόφασης θα εκδιδόταν, καθώς και την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης, χωρίς προηγούμενη άδεια του.  Το Δικαστήριο εξέδιδε όμως περιοδικά ανακοινωθέντα, μέσω του πρωτοκολλητή, με τα οποία ενημερωνόταν το κοινό για την πορεία της υπόθεσης.

Μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, το Κακουργιοδικείο, εξέδωσε μέσω του πρωτοκολλητείου εκτεταμένο ανακοινωθέν στο οποίο περιέχονται πλήρεις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου που αντιμετώπιζε ο αιτητής και ο αριθμός μαρτύρων που κατέθεσαν στη δίκη.  Αναφέρεται επίσης πως ο ίδιος κατέθεσε ενόρκως και ο ισχυρισμός που πρόβαλε.  Ακολούθως, σημειώνεται, πως το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, και μάλιστα γίνεται μνεία σεξουαλικής πράξης που έγινε από τον αιτητή εις βάρος μιας από αυτές.  Συνοψίζονται επίσης οι εισηγήσεις της υπεράσπισης, και η κρίση του Δικαστηρίου πάνω σ΄ αυτές.  Το Κακουργιοδικείο εξέδωσε στη συνέχεια ανακοινωθέν σε σχέση με την ποινή που επέβαλε στον αιτητή, σημειώνοντας πως πριν από την απόφαση του άκουσε το δικηγόρο του για μετριασμό της ποινής.  Τα κείμενα όλων των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου δόθηκαν στον εφεσείοντα.

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο κ. Πουργουρίδης εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε πως η κράτηση του εφεσείοντα είναι παράνομη γιατί διατάχθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία παραβιάστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του αντίστοιχου 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχει κυρωθεί με το Ν.39/62 (η Σύμβαση).  Υποστήριξε επίσης πως η παράβαση συντελέστηκε από το γεγονός πως η καταδικαστική απόφαση και η επιβολή της ποινής δεν απαγγέλθηκαν σε δημόσια συνεδρία του Δικαστηρίου αλλά κεκλεισμένων των θυρών. Συγκεκριμένα, πρόβαλε τον ισχυρισμό πως, σύμφωνα με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου  διακρίνεται το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας σε μια δίκη απ΄ αυτό της έκδοσης της απόφασης.  Και ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6.1 της Σύμβασης και το αντίστοιχο άρθρο 30.2 του Συντάγματος μας, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η δίκη ή μέρος της γίνει κεκλεισμένων των θυρών, τέτοια διαταγή αφορά μόνο στην ακροαματική διαδικασία, όχι και στην έκδοση της απόφασης, η οποία απαραιτήτως πρέπει να απαγγέλλεται δημοσίως.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας πρόβαλε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ορισμένες προκαταρκτικές ενστάσεις.  Σύμφωνα με μια από αυτές «δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, γιατί ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο».  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή την πιο πάνω ένσταση και απέρριψε την αίτηση.  Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή.  Η νομολογία μας ακολουθεί την αγγλική πάνω στο ζήτημα, όπως συνοψίζεται στις παραγράφους 1472 και 1473 του 11ου τόμου της 4ης έκδοσης Halsbury’s Laws of England, όπου διαβάζουμε τα εξής:

‘The writ will not in general be granted ... to persons convicted or in execution under legal process, including persons in, execution of a legal sentence after conviction on indictment.’*

Ενώ στην παράγραφο 1473 σημειώνεται ότι:

‘«The writ of habeas corpus will not be granted where the effect of it would be to review the judgment of one of the superior courts which might have been reviewed on appeal or to question the decision of an inferior court or tribunal on a matter within its jurisdiction, or where it would falsify the record of a court which shows jurisdiction on the face of it....’»*

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε δεκτή και δεύτερη προδικαστική ένσταση του δικηγόρου της Δημοκρατίας:  Ότι το επίδικο ένδικο διάβημα συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου γιατί ο εφεσείων άσκησε και έφεση εναντίον της καταδίκης του.  Έρεισμα της απόφασης του ήταν η απόφαση στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217** (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα απέσυρε το λόγο έφεσης που περιλάμβανε την θεραπεία που επιδιώκεται με την παρούσα διαδικασία.

Παρά την απόρριψη της αίτησης λόγω της υιοθέτησης των πιο πάνω δύο προδικαστικών ενστάσεων του δικηγόρου της Δημοκρατίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση και της ουσίας της υπόθεσης. Έκαμε αναφορά σε αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (βλ. Pretto and others v. Italy 8.12.83 Series A: Judgments and Decisions, Vol. 71 (Publications of the European Court of Human Rights) Campbell and Fell v. UK A 80 [1984], Axen v. FRG A 72 [1983] and Sutter v. Switzerland A 74 [1984], Werner v. Austria 24.11.97.)

Έκρινε ότι από τις πιο πάνω αυθεντίες δεν προκύπτει η διάκριση μεταξύ ακροαματικής διαδικασίας και απαγγελίας της απόφασης που είχε προτείνει ο δικηγόρος του εφεσείοντα. (βλ. σελ. 1464 πιο πάνω).

[*1466]Παρατήρησε, επίσης, ότι ο εφεσείων όχι μόνο δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της δικηγόρου της Δημοκρατίας για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, αλλά με τη συναίνεση του υπέδειξε πως τούτο ήταν και προς το συμφέρον του. Σημείωσε πως υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης δημοσίως μπορεί να παραμεριστεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. (Βλ. Theory and Practice of the European Convention on Human Rights των P. Van Dijk και G.J.H. van Hoof σελ. 235.)

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα πιο πάνω ανακοινωθέντα (βλ. σελ. 1463 πιο πάνω), τα οποία είχαν εκδοθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατήρησε πως το περιεχόμενο τους είναι τόσο λεπτομερειακό που ίσως σε άλλα συστήματα απονομής της δικαιοσύνης να θεωρηθούν ως το πλήρες σκεπτικό και η αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου.  Διευκρίνισε πως όλα τα κείμενα των αποφάσεων δόθηκαν στον εφεσείοντα.

Η έφεση

Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης σε σχέση  τόσο με την απόρριψη της αίτησης λόγω της αποδοχής των προδικαστικών ενστάσεων όσο και σε σχέση με τα όσα παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της αίτησης.  Δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με το θέμα της συναίνεσης του εφεσείοντα για τη διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών.

Παρατηρούμε πως τα όσα λέχθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της αίτησης λέχθηκαν ως εκ περισσού.  Δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης.  (Βλ. Flower v. Ebbw Vale Steel, Iron & Coal Co. Ltd [1934] 2 K.B. 132, 134:  “If a judge thinks it desirable to give his opinion on some point which is not necessary for the decision of the case, that of course has not the binding weight of the decision of the case, and the reasons for the decision”. 

Σε μετάφραση: 

«Αν ένας δικαστής το θεωρεί επιθυμητό να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε ένα σημείο το οποίο δεν είναι αναγκαίο για να αποφασισθεί η υπόθεση, αυτό βέβαια δεν φέρει το δεσμευτικό βάρος της απόφασης της υπόθεσης και των λόγων για την απόφαση».

Βλ. επίσης Paphos Stone C. Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110 και Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.ά. [*1467](2002) 1 Α.Α.Δ. 873.

Παρά την πιο πάνω παρατήρησή μας θα λέγαμε ότι τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην παρούσα υπόθεση για τους λόγους που εξέθεσε στην απόφασή του (βλ. σελ. 1461-1462 πιο πάνω) το Κακουργιοδικείο διέταξε όπως η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών και απαγόρευσε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και οποιασδήποτε άλλης απόφασης εκδοθεί.

Ενόψει λοιπόν της απόφασης του Κακουργιοδικείου η δημόσια απαγγελία της απόφασης θα εξουδετέρωνε σε μεγάλο βαθμό το σκοπό για τον οποίο είχε διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών και θα εξουδετέρωνε επίσης τον πρωταρχικό σκοπό του άρ. 6.1 της Σύμβασης το οποίο αποβλέπει στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Βλ. Cases of B. v. The United Kingdom and P. v. The United Kingdom (Application Nos. 36337/97 and 35974/97) Judgment Strasbourg 24 April 2001:

“46. The Court further recalls its above finding that, in view of the type of issues requiring to be examined in cases concerning the  residence of children, the domestic authorities were justified in conducting these proceedings in chambers in order to protect the privacy of the children and the parties and to avoid prejudicing the interests of justice. It agrees with the Government that to pronounce the judgment in public would, to a large extent, frustrate these aims.”

“48. Having regard to the nature of the proceedings and the form of publicity applied by the national law, the Court considers that a literal interpretation of the terms of Article 6 § 1 concerning the pronouncement of judgments would not only be unnecessary for the purposes of public strutiny but might even frustrate the primary aim of Article 6 § 1, which is to secure a fair hearing.”

 

Σε μετάφραση:

«46. Το Δικαστήριο περαιτέρω επαναφέρει το πιο πάνω εύρημά του ότι, εν όψει του είδους των θεμάτων που πρέπει να εξετάζο[*1468]νται σε υποθέσεις που αφορούν την διαμονή παιδιών, οι εσωτερικές αρχές εδικαιολογούντο να διεξαγάγουν αυτή τη διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών για να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή των παιδιών και των μερών και για να αποφύγουν δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης.  Συμφωνεί με την Κυβέρνηση ότι η δημόσια απαγγελία της απόφασης θα εξουδετέρωνε, σε μεγάλο βαθμό, αυτούς τους σκοπούς.

48.  Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της διαδικασίας και του τύπου της δημοσιότητας που εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο το Δικαστήριο θεωρεί ότι μια γραμματική ερμηνεία των προνοιών του άρ. 6.1 που αφορά την απαγγελία των αποφάσεων όχι μόνο θα ήταν αχρείαστη για σκοπούς δημόσιας διερεύνησης αλλά και θα εξουδετέρωνε τον πρωταρχικό σκοπό του άρ. 6.1 που αποβλέπει στη διασφάλιση δίκαιης δίκης (βλ., κατ’ αναλογία την πιο πάνω απόφαση στη Sutter, παραγρ. 34.)

Προσθέτουμε ότι λαμβανομένου υπόψη του τρόπου συγγραφής της απόφασης από τα Κακουργιοδικεία, ο οποίος προϋποθέτει εκτενή παράθεση της μαρτυρίας μαζί με τα ονόματα των μαρτύρων/παραπονουμένων, η δημοσιοποίηση της απόφασης θα ισοδυναμούσε περίπου με δημοσιοποίηση των πρακτικών της δίκης και θα οδηγούσε χωρίς αμφιβολία στην καταστρατήγηση του σκοπού για τον οποίο είχε διαταχθεί όπως η δίκη διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.

Θα λέγαμε, επίσης, ότι και η παρατήρηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την συναίνεση του εφεσείοντα υποστηρίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Βλ. Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 171, σελ. 6, 20.

«66. The public character of court hearings constitutes a fundamental principle enshrined in paragraph 1 of Article 6.  Admittedly neither the letter nor the spirit of this provision prevents a person from waiving of his own free will, either expressly or tacitly, the entitlement to have his case heard in public (see, inter alia, the Le Compte, Van Leuven and De Meyere judgment of 23 June 1981, Series A no. 43, p. 25 § 59, and the H. v. Belgium judgment of 30 November 1987, Series A no. 127 p. 36 § 54). However, a waiver must be made in an unequivocal manner, and must not run counter to any important public interest.”

[*1469]

Σε μετάφραση:

«Ο δημόσιος χαρακτήρας των συνεδριάσεων του δικαστηρίου συνιστά θεμελιώδη αρχή η οποία διαφυλάσσεται από την παραγρ. 1 του άρ. 6. Ομολογουμένως ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα αυτής της διάταξης εμποδίζει κάποιον από του να παραιτηθεί με δική του ελεύθερη βούληση, είτε ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά του να ακουστεί δημόσια η υπόθεσή του.  (βλ. μεταξύ άλλων τις υποθέσεις the Le Compte, Van Leuven and De Meyere απόφαση ημερ. 23.6.1981, Series A no. 43, σελ. 25 παραγρ. 59, και H. v. Belgium απόφαση ημερ. 30.11.1987, Series A no. 127, σελ. 36 παράγρ. 54).  Ωστόσο η παραίτηση πρέπει να γίνεται με ξεκάθαρο τρόπο και να μη συγκρούεται προς οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον.»

Βλ. και Case of Zumtobel v. Austria Judgment of 21 September 1993, Series A:  Judgments and Decisions Vol. 265, p. 5, 21, Case of Schuler Zgraggen v. Switzerland Judgment of 24 June 1993 Series A: Judgments and Decisions Vol. 263, p. 7, 19 και H. v. Belgium (πιο πάνω).

Εδώ η συναίνεση του εφεσείοντα έγινε με την ελεύθερή του βούληση και ήταν κατηγορηματική και ξεκάθαρη.  Ούτε και συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον.

Και τώρα στους λόγους της έφεσης.

Ο κ. Πουργουρίδης υπεβαλε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα και ως εκ τούτου δεν χωρεί η έκδοση εντάλματος Habeas Corpus είναι εσφαλμένο.  Υποστήριξε πως η καταδίκη και ποινή του εφεσείοντα δεν επιβλήθηκαν σε αυτόν νόμιμα ήτοι στο πλαίσιο των προσταγών του Συντάγματος και/ή του άρ. 6(1) της Σύμβασης.  Θεωρώντας ως δεδομένο το ότι υπήρξε παραβίαση του Αρ. 30.2 του Συντάγματος και του Αρ. 6(1) της Σύμβασης, και πως ο εφεσείων στερήθηκε της ελευθερίας του παράνομα και/ή αντισυνταγματικά και στο πλαίσιο μιας εξ ολοκλήρου άκυρης διαδικασίας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Πουργουρίδης - δεν έπρεπε καν να ασχοληθεί με τα «προδικαστικά» που προέβαλε η άλλη πλευρά.  Εκείνο που προέχει – κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης - είναι η διαπίστωση της νομιμότητας της κράτησης και η απόλυση του εφεσείοντα αν η κράτηση του δεν είναι νόμιμη.  Η όποια αντίθετη προσέγγιση, θα παραβίαζε κάθετα τις πρόνοιες του Αρ.11.7 του Συντάγματος αν όχι και του Αρ.13 της Σύμβασης.

Η εκκαλούμενη κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει σαν έρεισμα τις πιο πάνω παραγρ. 1472 και 1473 από τους Halsbury’s Laws of England (πιο πάνω) σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ άλλων,  το ένταλμα habeas corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου.  Και δεν χορηγείται  για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση. Οι αρχές που διατυπώνονται στους Halsbury’s υποστηρίζονται από την Αγγλική Νομολογία.

Στην Featherstore 37 Cr. App. R. 146 ο Goddard L.C.J. διακήρυξε ότι το Δικαστήριο δεν χορηγεί και δεν μπορεί να χορηγήσει εντάλματα habeas corpus σε πρόσωπα που εκτίουν ποινές που τους επιβλήθηκαν από αρμόδια δικαστήρια*.  H Featherstore πιο πάνω, έχει υιοθετηθεί στην Re Philpot [1960] 1 All E.R. 165, 166.   Έχει επίσης υιοθετηθεί στην Re Wring. Re Cook [1960] 1 All E.R. 536, 537 στην οποία λέχθηκε επίσης ότι το habeas corpus δεν πρέπει να θεωρείται σαν μέτρο έφεσης κατά της καταδίκης και ποινής. Κατά συνέπεια καταδικασθείς ο οποίος επιθυμεί να αμφισβητήσει την καταδίκη του ή την ποινή του πρέπει να αποτείνεται στο Ποινικό Εφετείο ή στα Quarter Sessions**.

Στην ex parte Corke [1954] 2 All E.R. 440 το θέμα τέθηκε ως εξής:

«....Persons serving sentences passed on them by a competent court of summary jurisdiction should understand that habeas corpus is not a means of appeal.  If they complain that they are wrongly convicted, they should appeal to Quarter Sessions. A person convicted by a competent court of summary jurisdiction cannot apply for a writ of habeas corpus.”

Σε μετάφραση:

[*1471]

“Πρόσωπα που εκτίουν ποινές που τους επιβλήθηκαν από αρμόδιο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας πρέπει να αντιληφθούν ότι το habeas corpus δεν είναι μέσο έφεσης.  Αν παραπονούνται ότι εσφαλμένα καταδικάστηκαν πρέπει να ασκήσουν έφεση στα Quarter Sessions. Πρόσωπα που καταδικάζονται από αρμόδιο δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας δεν μπορούν να αποταθούν για ένταλμα habeas corpus.”

Παραπέμπουμε επίσης στο The Supreme Court Practice 1999, vol. 1, σελ. 927:

“The writ of habeas corpus ad subjiciendum is a writ of right and granted  ex debito justitiae, but not of course (see e.g. Re Corke [1954] 1 W.L.R. 899, [1954] 2 All E.R. 440) and may be refused where another remedy lies whereby the validity of the restraint can be effectively questioned.”

Σε μετάφραση:

«Το ένταλμα habeas corpus ad subjiciendum είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και χορηγείται ex debito justitiae, αλλά  όχι σαν θέμα ρουτίνας (βλ. π.χ. Re Corke [1954] 1 W.L.R. 899, [1954] 2 All E.R. 440) και μπορεί να μη χορηγηθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία στην οποία η εγκυρότητα του περιορισμού μπορεί αποτελεσματικά να αμφισβητηθεί.»

Η παράθεση της νομολογίας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν εκάμναμε αναφορά στην Re Φενερίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101 (απόφαση Νικολαΐδη, Δ.):

«Το προνομιακό ένταλμα habeas corpus είναι ένταλμα που εκδίδεται δικαιωματικά και παρέχεται ex debito justitiae, αλλά όχι σαν θέμα ρουτίνας (Εx parte Corke [1954] 2 All E.R. 440, Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479).  Σχετική αίτηση μπορεί να απορριφθεί όπου υπάρχει άλλη θεραπεία με την οποία η εγκυρότητα της κράτησης μπορεί να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά.

Έχει λεχθεί επανειλημμένα ότι η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν υποκαθιστά το ένδικο μέσο της έφεσης.  Τα Δικαστήρια επανειλημμένα στο παρελθόν απέρριψαν αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων γι’ αυτό ακριβώς το λόγο.  Η αίτηση για έκδοση habeas corpus δεν μπορεί γενικά να [*1472]απορριφθεί απλώς και μόνο γιατί υπάρχει άλλη εναλλακτική διαδικασία με την οποία μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα της κράτησης (R. v. Secretary of State for the Home Department, ex parte Munghal [1973] 3 All E.R. 796, C.A.).  Παρά ταύτα το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει όπως η διαδικασία του habeas corpus χρησιμοποιηθεί για αμφισβήτηση της ορθότητας απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου, όπου είναι διαθέσιμη η εναλλακτική λύση της έφεσης (R. v. Commanding Offices of Morn Hill Camp, ex parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176, 179 D.C.  Βλέπε επίσης ex parte Corke, ανωτέρω).»

Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που εκτίει ο εφεσείων έχει επιβληθεί από αρμόδιο δικαστήριο.  Η νομιμότητά της μπορούσε να αμφισβητηθεί αποτελεσματικά με το ένδικο μέσο της έφεσης.  Όπως έχουμε ήδη τονίσει η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στην Αγγλική Νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η κατάληξή μας αυτή σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης και δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε με το λόγο της έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Θα λέγαμε, ωστόσο ότι τόσο η έφεση όσο και η παρούσα διαδικασία επιδιώκουν όμοιο σκοπό, την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης η οποία θα οδηγήσει στην απελευθέρωση του εφεσείοντα.  Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων συνιστά, καθώς έχει νομολογηθεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Περέλλα ανωτέρω).

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Συμφωνώ ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Σύμφωνα με την απόφαση του Καλλή, Δ., με την οποία ταυτίζονται και οι άλλοι Δικαστές, κρίνονται παραδεκτοί, σε γενικές γραμμές, και οι τρεις λόγοι, για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντος για την έκδοση διατάγματος habeas corpus.  Οι δύο από τους λόγους αυτούς αφορούν το παραδεκτό της αίτησης στο πλαίσιο των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης και ο τρίτος αφορά την ουσία. 

Ο πρώτος λόγος έχει ως βάση το απαράδεκτο αίτησης habeas [*1473]corpus, η οποία έχει ως αντικείμενο τη θεώρηση της ορθότητας καταδικαστικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου (του Κακουργιοδικείου), εφόσον παρέχεται δικαίωμα έφεσης για την αμφισβήτηση της ετυμηγορίας του.

Στην παρούσα υπόθεση, όχι μόνο παρεχόταν δικαίωμα έφεσης αλλά και ασκήθηκε έφεση, στην οποία μάλιστα προβλήθηκαν επάλληλοι λόγοι προς τους προβληθέντες στην αίτηση habeas corpus, για την ακύρωση της καταδίκης και, συνακόλουθα, την απελευθέρωση του εφεσείοντος.  Το ότι οι λόγοι αυτοί αποσύρθηκαν ως λόγοι έφεσης, προφανώς για να αρθούν εμπόδια στην πορεία της εκδίκασης της αίτησης για την παροχή εντάλματος habeas corpus, δε μετακινεί το κώλυμα.

Δε θα αναφερθώ στη σχετική με το θέμα αυτό νομολογία, η οποία μνημονεύεται στην απόφαση του Καλλή, Δ.  Σημειώνω ότι συμφωνώ με τις διαπιστώσεις που γίνονται και την κατάληξη στην οποία οδηγούν. 

Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η αίτηση habeas corpus κρίθηκε απαράδεκτη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και, ως διαφαίνεται από την απόφαση του Καλλή, Δ., γίνεται επίσης δεκτός, περιθωριακά έστω, είναι ότι η αίτηση habeas corpus συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, σύμφωνα με τις καθιερωμένες επί του θέματος αρχές της νομολογίας και, όλως ιδιαίτερα, της απόφασης στη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.   Τοσούτο μάλλον, εφόσον το φυσιολογικό πλαίσιο αναθεώρησης της ορθότητας καταδικαστικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι η έφεση. 

Εφόσον η έφεση κρίνεται απορριπτέα, δεν το θεωρώ απαραίτητο το Δικαστήριο να επιληφθεί και των λόγων ουσίας, για τους οποίους απορρίπτεται η έφεση, δηλαδή αν ο αποκλεισμός του κοινού και του τύπου από τη δίκη, βάσει των προνοιών του δεύτερου μέρους της παραγράφου 2 του Άρθρου 30 του Συντάγματος, περιλαμβάνει και την απαγγελία της απόφασης – (βλ., επίσης, Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών). 

Η απάντηση εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τη σημασία που ενέχει ο όρος «δίκη» στο πλαίσιο του σχετικού Άρθρου του Συντάγματος. 

Θέλω, όμως, να διατυπώσω τη διαφωνία μου με τη θέση η οποία [*1474]υιοθετείται στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφορικά με τη δυνατότητα παραίτησης από ή απεμπόλησης θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου, χωρίς να παραγνωρίζω την περί του αντιθέτου απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία γίνεται παραπομπή από την πλειοψηφία, στην υπόθεση Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 171, σελ. 6, 20.  

Στην Κλεάνθους κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971, διατύπωσα τη θέση ότι «Δε χωρεί συμβιβασμός με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου, είτε από το ίδιο το άτομο, ή από αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας.» (σελ. 2978).  Η θέση μου επί του θέματος, η οποία διατυπώνεται στην Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, αντανακλάται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση εκείνη:- (σελ. 63)

“On a consideration of the objects of Part II of the Constitution, the character of the rights entrenched therein and, the background thereto, outlined in this judgment, I am of the opinion that the basic rights safeguarded in this part of the Constitution, those referring to fundamental freedoms and liberties, are inalienable and inhere in man at all times, to be enjoyed and exercised under constitutional protection.”          

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Αναλογιζόμενοι τους σκοπούς του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, το χαρακτήρα των δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται από τις διατάξεις του και την προϊστορία τους, η οποία διαγράφεται σ’ αυτή την απόφαση, είμαι της γνώμης ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία διασφαλίζονται σ’ αυτό το Μέρος του Συντάγματος, εκείνα που αναφέρονται στις θεμελιώδεις ελευθερίες, είναι αναπαλλοτρίωτα και ενυπάρχουν στον άνθρωπο, κατά πάντα χρόνο, για να απολαμβάνονται και να ασκούνται κάτω από συνταγματική προστασία.»)

Η άνευ όρων διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος επιβάλλεται από τις διατάξεις του Άρθρου 35 του Συντάγματος.  Περιορισμοί στα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα δικαιώματα του ατόμου, όπως επαναλαμβάνεται και στην πρόσφατη απόφασή μας της Ολομέλειας (Απόφαση πλειοψηφίας) στη Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, χωρούν μόνο για λόγους που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και υπό την αίρεση τήρησης των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει το Άρθρο 33 του Συντάγματος και ανα[*1475]γνωρίζει ως εγγενείς η νομολογία – (βλ., επίσης, Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63). 

Η�έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο