Φώτος Φωτιάδης Ζυθοβιομηχανία Λτδ ν. Γρηγόρη Αντωνιάδη και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1490

(2002) 1 ΑΑΔ 1490

[*1490]4 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΩΤΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΖΥΘΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Καθ’ων η αίτηση 2,

ν.

1. ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση 1.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11040)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Αποζημιώσεις εναντίον εργοδότη και Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού στη βάση του Άρθρου 3(2) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο (α) η σχετική αίτηση η οποία έφερε μόνο την υπογραφή του δικηγόρου του αιτητή ήταν εξ υπαρχής άκυρη (β) το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εργοδότης δεν είχε αποδείξει ότι υπήρχε πλεονασμός ήταν ορθό (γ) οι αποζημιώσεις ήταν ή όχι αιτιολογημένες και (δ) έπρεπε να είχαν εκδοθεί δύο αποφάσεις, η μία εναντίον του εργοδότη και η άλλη εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας ποσό £25.880 με τόκο 8% από 15.3.99 και £700 έξοδα για τερματισμό της απασχόλησής του.  Το Δικαστήριο απέρριψε τη διαζευκτική αξίωση του εφεσείοντος για αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού από το Ταμείο για το Πλεονάζον Προσωπικό.  Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18(γ)(i) του Νόμου 24/67, όπως είχε τροποποιηθεί.

Η εφεσείουσα άσκησε έφεση και ισχυρίσθηκε ότι η διαδικασία ήταν εξ υπαρχής άκυρη, ότι με τη μαρτυρία που προσάχθηκε αποδεικνύετο ο πλεονασμός, ότι οι αποζημιώσεις δεν ήταν αιτιολογημένες [*1491]και ότι έπρεπε να εκδοθεί ξεχωριστή απόφαση για το ποσό που είχε επιδικαστεί εναντίον του Ταμείου και της εφεσείουσας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αίτηση που καταχωρήθηκε υπογεγραμμένη από το δικηγόρο του εφεσιβλήτου και όχι από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ήταν καθόλα νόμιμη, αφού ο δικηγόρος εκπροσωπούσε τον εφεσίβλητο μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης του να προωθήσει την απαίτηση του εναντίον της εφεσείουσας και του Ταμείου για το Πλεονάζον Προσωπικό.

2.  Οι υπηρεσίες του εφεσίβλητου τερματίστηκαν το 1997 και το σύστημα μηχανοποίησης άρχισε να εφαρμόζεται στο τμήμα του εφεσίβλητου το 1999.  Επίσης ο εφεσίβλητος μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών του εργαζόταν υπερωρίες γεγονός που υποδηλούσε ότι όχι μόνο δεν είχε μειωθεί ο όγκος της εργασίας του τμήματός του αλλά αντιθέτως υπήρχε εργασία που για να τη διεκπεραιώσει θα έπρεπε να απασχολείται και εκτός του συνηθισμένου ωραρίου.

     Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι η απόλυση οφειλόταν σε πλεονασμό.

3.  Ο καθορισμός του ποσού των αποζημιώσεων ήταν το αποτέλεσμα ορθής προσέγγισης και αξιολόγησης των παραγόντων που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.

4.  Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι θα έπρεπε να εκδοθούν δύο ξεχωριστές αποφάσεις η μια εναντίον της εφεσείουσας και η άλλη εναντίον του Ταμείου έχει μάλλον ακαδημαϊκό χαρακτήρα γιατί το Ταμείο έχει ήδη καταβάλει το ποσό το οποίο είχε υποχρέωση να καταβάλει, στη βάση του Άρθρου 3(2) του Νόμου 24/67.

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη σε παρόμοιες περιπτώσεις επιδίκασης αποζημιώσεων που θα πρέπει να καταβληθούν τόσο από το Ταμείο όσο και από τον εργοδότη, οι σκοποί της δικαιοσύνης θα εξυπηρετούνται καλύτερα αν υπάρχει καταμερισμός του επιδικαζόμενου ποσού στη σχετική απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση-εταιρεία κατά της απόφασης [*1492]του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 19/1/01 (Αρ. Αίτησης 207/99) με την οποία αποδέκτηκε την αίτηση του αιτητή, υπαλλήλου της καθ’ ης η αίτηση, και αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησής του δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18(γ)(i)(γ) του Νόμου 24/67 και επιδίκασε προς όφελος του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας και των καθ’ ων η αίτηση 1 ποσό Λ.Κ. 25.880 ως αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού πλέον Λ.Κ.700 έξοδα.

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Αλ. Ταλιαδώρος, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο Γρηγόρης Αντωνιάδης (εφεσίβλητος) προσλήφθηκε αρχικά ως υπάλληλος Λογιστηρίου στην εταιρεία “Φώτος Φωτιάδης Ζυθοβιομηχανία Λτδ” (εφεσείουσας) το 1971. Το 1986 προάχθηκε στη θέση του υπεύθυνου του Λογιστηρίου και το 1991 του προτάθηκε η θέση του Υπεύθυνου Αποθηκάριου Μπύρας, την οποία απέρριψε.  Ακολούθως ως αποτέλεσμα Διαιτητικής απόφασης, ο εφεσίβλητος μετατέθηκε στην Αποθήκη Κινήσεως και το 1996 στο νεοϊδρυθέν πρατήριο διανομής της εφεσείουσας, όπου εργαζόταν ως γραφέας με υποχρεώσεις τήρησης του ταμείου που συμπεριλάμβαναν εισπράξεις, πληρωμές και καταθέσεις στην Τράπεζα.  Επιπρόσθετα ήταν υπεύθυνος για τον έλεγχο των πωλητών και αναπληρούσε τον αποθηκάριο όταν ο τελευταίος απουσίαζε.

Στις 26/9/97 η εφεσείουσα ειδοποίησε εγγράφως τον εφεσίβλητο ότι οι υπηρεσίες του τερματίζονταν από τις 23/11/97 λόγω εκσυγχρονισμού, μηχανοποίησης και αλλαγής στις μεθόδους οργάνωσης της εταιρείας.  Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ζητώντας αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού από το Ταμείο για το Πλεονάζον Προσωπικό και διαζευκτικά αποζημιώσεις από την εφεσείουσα για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, όπως έχει τροποποιηθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία του Προ[*1493]σωπάρχη της εφεσείουσας και του εφεσιβλήτου και των δύο μαρτύρων που είχε καλέσει ο εφεσίβλητος προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, που ήταν υπάλληλοι της εφεσείουσας, αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(γ)(i)(γ) του Νόμου 24/67 και επιδίκασε προς όφελος του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας ποσό £25.880 πλέον £700 για έξοδα.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης για συγκεκριμένους λόγους που συμπεριλαμβάνουν ισχυρισμούς ότι η διαδικασία ήταν εξ υπαρχής ανύπαρκτη, ότι είχε προσκομισθεί ικανοποιητική μαρτυρία που απεδείκνυε τον πλεονασμό, ότι οι αποζημιώσεις δεν ήταν αιτιολογημένες και ότι έπρεπε να εκδοθεί ξεχωριστή απόφαση για το ποσό που είχε επιδικασθεί εναντίον του Ταμείου και της εφεσείουσας.

(i) Η έλλειψη υπογραφής του αιτητή (εφεσίβλητου) στην αίτηση

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την εισήγηση της ότι η αίτηση που δεν έφερε την υπογραφή του εφεσιβλήτου συνιστά ανύπαρκτο δικονομικό μέτρο και κατά συνέπεια η όλη διαδικασία είναι εξ υπαρχής άκυρη και ανυπόστατη, είναι λανθασμένη.

Σύμφωνα με το άρθρο 2(1) των Δικονομικών Κανόνων του 1968 που ίσχυαν κατά το χρόνο της καταχώρισης της αίτησης,

“Η διαδικασία της διαιτησίας εν τω Διαιτητικώ Δικαστηρίω άρχεται υπό του αιτητού, διά καταθέσεως αιτήσεως διαιτησίας παρά τω Πρωτοκολλητή.  Η αίτησις διαιτησίας δέον όπως εν πάση ουσιώδη λεπτομέρεια συντάσσηται συμφώνως τω Τύπω Ι και εκθέτη τους λόγους εφ’ ών εδράζεται η αίτησις.”

Η αίτηση φαίνεται ότι έχει υπογραφεί από το δικηγόρο του εφεσιβλήτου και όχι από τον ίδιο τον εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υπογραφή από το δικηγόρο “αποτελεί έγκυρο δικονομικό μέτρο”.

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη αφού αίτηση που υπογράφεται από το δικηγόρο του εφεσιβλήτου δεν μπορεί να αποτελεί έγκυρο δικονομικό μέτρο και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εγερθεί οποιαδήποτε διαδικασία ή εργατική διαφορά από τη στιγμή που δεν υπάρχει στο [*1494]φάκελο του Δικαστηρίου αίτηση υπογεγραμμένη από τον εφεσίβλητο.

Έχουμε εξετάσει τη σχετική εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Πριν από την τροποποίηση των Δικονομικών Κανόνων του 1968, οι αιτήσεις που καταχωρούνταν στο Δικαστήριο έπρεπε να υπογράφονται από τον αιτητή.  Όμως αιτήσεις θα μπορούσαν να καταχωρηθούν και από το δικηγόρο του αιτητή αφού δεν υπήρχε δικονομική πρόνοια που απαιτούσε την καταχώριση τύπου διορισμού δικηγόρου από το δικηγόρο του αιτητή ταυτόχρονα με την καταχώριση της αίτησης. Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση που καταχωρήθηκε υπογεγραμμένη από το δικηγόρο του εφεσιβλήτου και όχι από τον ίδιο τον εφεσίβλητο ήταν καθόλα νόμιμη, αφού ο δικηγόρος εκπροσωπούσε τον εφεσίβλητο μέσα στα πλαίσια της εξουσιοδότησης του να προωθήσει την απαίτηση του εναντίον της εφεσείουσας και του Ταμείου για το Πλεονάζον Προσωπικό.

(ii)   Το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε πλεονασμό  είναι λανθασμένο

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδείξει ότι υπήρχε πλεονασμός είναι λανθασμένο γιατί το άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου 24/67 δεν προνοεί ότι ο τερματισμός λόγω πλεονασμού θα πρέπει να γίνει μετά τη συμπλήρωση της διαδικασίας εκσυγχρονισμού της μηχανοποίησης.

Το άρθρο 18(γ)(i) του Νόμου 24/67 προνοεί ότι,

“Δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη -

(α)   .......................................................................................................

(β)   .......................................................................................................

(γ)   ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως:

(i) εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων

 (ii)  ................................................................................................

[*1495](iii)  ................................................................................................

(iv)  ................................................................................................

 (v)  ................................................................................................

(vi)  ................................................................................................

(vii)  .............................................................................................”

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν από την εφεσείουσα πρωτόδικα, η εταιρεία αποφάσισε να εισαγάγει το σύστημα εκσυγχρονισμού “SAP” που αποσκοπούσε στην αλλαγή ολόκληρου του λογισμικού συστήματος της εταιρείας. Η εγκατάσταση του πιο πάνω συστήματος άρχισε στα μέσα του 1996 και θα συμπληρωνόταν μέσα σε 14 μήνες.  Με την υιοθέτηση του πιο πάνω συστήματος η καταγραφή των αγορών θα γινόταν με μικρούς υπολογιστές που θα είχαν μαζί τους οι πωλητές και έτσι μια εργασία που απαιτούσε τέσσερις κινήσεις προηγουμένως θα μπορούσε να γίνεται αυτόματα.

Στη σχετική απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι υπηρεσίες του εφεσιβλήτου τερματίστηκαν στις 23/11/1997 και ότι οι υπάλληλοι της εφεσείουσας κλήθηκαν τον Απρίλιο του 1998 για να ενημερωθούν για την υιοθέτηση του συστήματος “SAP”, το οποίο θα ετίθετο σε λειτουργία τις αρχές του 1999.  Ακολούθησε μεταξύ  26-30/10/98 εκπαίδευση των υπαλλήλων στο πρόγραμμα “εισαγωγή στα windows”. Μέχρι την ημερομηνία απόλυσης του εφεσιβλήτου στις 23/11/97 δεν είχε εκπαιδευθεί προσωπικό του τμήματος του εφεσιβλήτου στο σύστημα “SAP”.  Το σύστημα, σύμφωνα και με ανακοίνωση της εφεσείουσας, άρχισε να εφαρμόζεται στο τμήμα του εφεσιβλήτου το 1999.  Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι μέχρι τον τερματισμό των υπηρεσιών του, ο εφεσίβλητος εργαζόταν υπερωρίες γεγονός που υποδηλούσε ότι όχι μόνο δεν είχε μειωθεί ο όγκος της εργασίας του τμήματος του αλλά αντιθέτως υπήρχε εργασία που για τη διεκπεραίωση της θα έπρεπε να απασχολείται και εκτός του συνηθισμένου ωραρίου. 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι η απόλυση οφειλόταν σε πλεονασμό.

Η πιο πάνω απόφαση είναι ορθή.  Τα στοιχεία που είχαν ληφθεί υπόψη υποδηλούσαν ότι η διαδικασία της μηχανοποίησης δεν είχε ακόμα αρχίσει στο τμήμα που απασχολείτο ο εφεσίβλητος.  Επισημαίνουμε ότι από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι δεν είχε δοθεί οποιαδήποτε ειδοποίηση στον εφεσίβλητο για την εκμάθηση του συστήματος “SAP” και ότι η εκπαίδευση των υπαλλήλων της [*1496]εφεσείουσας στο σύστημα “SAP” έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1998, αρκετούς μήνες μετά την απόλυση του εφεσιβλήτου.

(iii)       Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη ως προς το θέμα των αποζημιώσεων

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο ως αποζημιώσεις μισθούς 75.5 εβδομάδων.  Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αιτιολογήσει την επιδίκαση αποζημιώσεων με βάση τις 75.5 εβδομάδες, λαμβάνοντας υπόψη (α) τα ημερομίσθια και άλλες απολαβές, (β) τη διάρκεια της υπηρεσίας, (γ) την απώλεια προοπτικής, (δ) τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού και (ε) την ηλικία του εργοδοτουμένου.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Από τα πρακτικά της διαδικασίας φαίνεται ότι είχε δηλωθεί από κοινού από τους δικηγόρους των διαδίκων ότι η απασχόληση του εφεσιβλήτου ανερχόταν σε 26 και πλέον έτη (από 18/5/1971 μέχρι 23/11/1997) και ότι ο εβδομαδιαίος μισθός του ανερχόταν σε £342.80 ενώ για σκοπούς πλεονασμού το μέγιστο του εβδομαδιαίου μισθού ήταν £220.40.  Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται αναφορά στη 2η παράγραφο του Πρώτου Πίνακα του Νόμου 24/67 (που προνοεί ότι οι αποζημιώσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερες από το ποσό που ο εργοδοτούμενος θα λάμβανε αν είχε κηρυχθεί από τον εργοδότη ως πλεονάζων), στην 3η παράγραφο (που προνοεί ότι οι αποζημιώσεις δεν θα υπερέβαιναν τα ημερομίσθια δύο χρόνων) και στα προσωπικά περιστατικά του εφεσιβλήτου (τη διάρκεια της υπηρεσίας του, την εργοδότηση για κάποιο χρονικό διάστημα μετά την απόλυση του με £500 το μήνα, όπως επίσης την ηλικία του και τα οικογενειακά του περιστατικά όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα).

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο καθορισμός του ποσού των αποζημιώσεων ήταν το αποτέλεσμα ορθής προσέγγισης και αξιολόγησης των παραγόντων που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.

(iii)       Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να εκδώσει και απόφαση εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα όπως καταβάλει στον εφεσίβλητο ποσό £25.880 με 8% τόκο από 15/3/99 και £700 για έξοδα.

Το άρθρο 3(2) του Νόμου 24/67 προνοεί ότι,

[*1497]“Η αποζημίωσις εις την οποίαν δικαιούται ο εργοδοτούμενος συμφώνως προς το εδάφιον (1) καταβάλλεται υπό του εργοδότου καθ’ον ποσόν αύτη δεν υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι’ εν έτος, και εκ του Ταμείου καθ’ον ποσόν αύτη υπερβαίνει τα ημερομίσθια του εργοδοτουμένου δι’ εν έτος.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι θα έπρεπε να εκδοθούν δύο ξεχωριστές αποφάσεις, η μια εναντίον της εφεσείουσας και η άλλη εναντίον του Ταμείου για να γνωρίζει ο εξ’ αποφάσεως χρεώστης ποιό είναι το πραγματικό ποσό το οποίο οφείλει.

Η εισήγηση στην παρούσα περίπτωση έχει μάλλον ακαδημαϊκό χαρακτήρα γιατί το Ταμείο έχει ήδη καταβάλει το ποσό το οποίο είχε υποχρέωση να πληρώσει (δηλ. £9.320,15 έναντι £17.825,60 που έπρεπε να καταβάλει η εφεσείουσα).

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη επισημαίνεται ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις επιδίκασης αποζημιώσεων που θα πρέπει να καταβληθούν τόσο από το Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό όσο και από τον εργοδότη, οι σκοποί της δικαιοσύνης θα εξυπηρετούνται καλύτερα αν υπάρχει καταμερισμός του επιδικαζόμενου ποσού στη σχετική απόφαση.  Ο διαχωρισμός του ποσού θα καθορίζει τις ακριβείς υποχρεώσεις των δύο οφειλετών και θα αποτρέπει τη δημιουργία οποιωνδήποτε προβλημάτων που πιθανόν να προκύψουν από μια συνολική επιδίκαση αποζημιώσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο