(2002) 1 ΑΑΔ 1527
[*1527]10 Οκτωβρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. FREDERICKOU SCHOOLS CO. LTD,
2. NELPCO (CYPRUS) LTD,
3. MΙΧΑΗΛ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ACUAC INC.,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 8266, 8530)
Συμβάσεις ― Ερμηνεία όρων σύμβασης ― Η αποκάλυψη της κοινής πρόθεσης των μερών μιας συμφωνίας είναι εφικτή από τη θεώρησή της ως συνόλου.
Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων ― Αντεξέταση ― Ποία η σημασία της αντεξέτασης των μαρτύρων στη διεξαγωγή της δίκης ― Κανόνες πρακτικής οι οποίοι έχουν εμπεδωθεί στα δικαστήρια μας και οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται.
Συμβάσεις ― Ματαίωση σύμβασης ― Άρθρο 56 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Καλύπτει σχετικά ευρύ φάσμα υποθέσεων.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα επίδικα θέματα.
Συμβάσεις ― Δόλος ― Απάτη ― Οι λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης πρέπει να δικογραφούνται επαρκώς από τον διάδικο ο οποίος τις επικαλείται ― Κατά πόσο η ενεργός απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινού γεγονότος το οποίο γνωρίζει ο διάδικος συνιστά μορφή απάτης ― Άρθρο 17(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Θεραπείες Δικαστηρίου ― Διάταγμα κατάθεσης λογαριασμών και επαλήθευσή τους με ένορκη δήλωση ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τις [*1528]εξουσίες του Δικαστηρίου για παροχή της εν λόγω θεραπείας.
Έξοδα ― Πραγματικά έξοδα ― Έφεση εναντίον διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο εγκρίθηκαν πραγματικά έξοδα εναντίον των εφεσειόντων όπως υπολογίσθηκαν από τον πρωτοκολλητή.
Οι εφεσείοντες συνήψαν με την εφεσίβλητη, αλλοδαπή εταιρεία με έδρα την Νέα Υόρκη, που είχε κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε εκπαιδευτικά ζητήματα, γραπτή συμφωνία, τεκμ. 2, ημερ. 30.12.81, με την οποία η εφεσίβλητη ανέλαβε να προσφέρει υπηρεσίες με στόχο τη σύνδεση (association) του κολλεγίου των εφεσειόντων με αμερικανικά πανεπιστήμια και με affiliation σε επόμενο στάδιο, με επιστέγασμα το επίπεδο accreditation.
Σύμφωνα με την παραγρ. 3, η αμοιβή της εφεσίβλητης προσδιορίζετο στη βάση των διδάκτρων, στο σύνολο τους, που εισέπρατταν οι εφεσείοντες από όλους τους φοιτητές τους που παρακολουθούσαν κλάδους σπουδών που αναγνωρίζονται από τα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Μεταξύ των συμβαλλομένων προέκυψε διαφορά για την περίοδο από 1.9.85 μέχρι και 30.5.86, όταν οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προμηθεύσουν τους λογαριασμούς ή τα στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να υπολογισθεί η αμοιβή της εφεσίβλητης για την πιο πάνω περίοδο.
Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων, οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ότι εξαπατήθηκαν από το διευθυντή της εφεσίβλητης Μ.Ε. 1, που με γνώση του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά ή απέκρυψε αληθινά γεγονότα με αποτέλεσμα να παραπλανήσει τους εφεσείοντες. Τα γεγονότα τα οποία κατ’ ισχυρισμόν απεκρύβησαν ήταν μία συμφωνία της εφεσίβλητης με το Grammar School Γρηγορίου, που αποτελούσε κοινό έδαφος, ότι έγινε το Δεκέμβριο του 1981 πριν υπογραφεί τον ίδιο μήνα το τεκμ. 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πρώτα ότι ο Μ.Ε. 1, μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της εφεσίβλητης, κατέθεσε ότι η εταιρεία του συμμορφώθηκε με τις ειλημμένες υποχρεώσεις της. Και κατονόμασε τα πανεπιστήμια με τα οποία η σχολή των εφεσειόντων συνδέθηκε ακαδημαϊκά λόγω της μεσολάβησης και των προσπαθειών της. Επισήμανε στη συνέχεια ότι η εκδοχή των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη δεν κατόρθωσε να επιφέρει την οποιαδήποτε σύνδεση με αναγνωρισμένα (accredited) πανεπιστήμια δεν τέθηκε στον Μ.Ε. 1 κατά την αντεξέταση του και ότι “ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν ήγειραν (οι εφεσείοντες) τέτοιο ισχυρισμό ή παράπονο”.
[*1529]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεύοντας το τεκμ. 2 έκρινε ότι η πρόνοια για καταβολή ολόκληρης της αμοιβής της εφεσίβλητης παρέμεινε ισχύουσα έστω και αν η εφεσίβλητη δεν πρόσφερε τις υπηρεσίες της για accreditation. Η αγωγή είχε επιτυχή έκβαση και το δικαστήριο διέταξε τους εφεσείοντες να δώσουν λογαριασμούς για την πιο πάνω περίοδο και να τους επαληθεύσουν με ένορκη δήλωση.
Οι εφεσείοντες, με την έφεση υπ’ αρ. 8266 εγείρουν θέματα που αφορούν τη νομική υπόσταση και κυρίως την ερμηνεία της συμφωνίας τεκμ. 2, τα οποία είχαν εξεταστεί και πρωτοδίκως. Υποστηρίζουν επίσης πως η εφεσίβλητη δεν κατόρθωσε να επιφέρει την οποιαδήποτε σύνδεση με αναγνωρισμένα (accredited) πανεπιστήμια με αποτέλεσμα τη διάρρηξη της συμφωνίας από αυτήν. Η έφεση υπ’ αρ. 8530 με την οποία συνεκδικάστηκε, σχετίζεται με τα έξοδα της ίδιας αγωγής. Η έφεση αυτή προσβάλλει το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο είχε εγκρίνει τα πραγματικά έξοδα, που επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσειόντων, όπως τα υπολόγισε αρμόδιος πρωτοκολλητής του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας σε συνολικό ποσό £5.593.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η πιο πάνω μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ήταν γενική και αόριστη και επομένως ανεπαρκής. Εισηγήθηκαν επίσης ότι ούτε η καταβολή της αμοιβής στο αναμεταξύ, μέχρι την προφορική καταγγελία της συμφωνίας από τον εφεσείοντα 3 (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος του 1985), μπορούσε να στηρίξει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη απέδειξε την υπόθεσή της με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αφού οι πληρωμές έγιναν εκ λάθους ή πλάνης. Και εν πάση περιπτώσει, δεν προσκομίστηκε γραπτή συμφωνία όπως συμφωνήθηκε. Ως προς την αντεξέταση, οι εφεσείοντες δεν είχαν τέτοια υποχρέωση γιατί θα συμπληρωνόταν έτσι το κενό που άφησε η κύρια εξέταση του Μ.Ε. 1.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση υπ’ αρ. 8266.
1. Η παράλειψη αντεξέτασης ήταν καθοριστική και σημαίνει το τέλος του ζητήματος.
2. Υπήρχε πλούσιο υλικό που δικαιολογούσε το δικαστήριο να καταλήξει ότι, με την εξαίρεση του affiliation και accreditation οι εφεσίβλητοι “εκτέλεσαν πιστά” τις υποχρεώσεις τους και ότι οι ενέργειές τους τελεσφόρησαν προς ουσιαστικό όφελος των εφεσειόντων.
[*1530]3. Σύμφωνα με την ερμηνεία του δικαστηρίου η οποία και επικυρώνεται, η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η υπόθεση αυτή είναι δυνατό να υπαχθεί στις διατάξεις του Άρθρου 56 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, δεν ευσταθεί. Η αναφορά στο εν λόγω άρθρο υπήρξε γενική και αόριστη και δύσκολα επιδέχεται δικαστικής εκτίμησης. Εκτός αυτού όμως το ζήτημα αδυναμίας εκτέλεσης της συμφωνίας, δεν τέθηκε με το δικόγραφο και ως εκ τούτου το δικαστήριο δεν μπορούσε να το λάβει υπόψη και να δώσει θεραπεία.
4. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έγινε ψευδής παράσταση, είτε ηθελημένα ή αθέλητα, ή υπήρξε ενεργός απόκρυψη γεγονότος είναι ορθή.
Η ενεργός απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινού γεγονότος από πρόσωπο που το γνωρίζει συνιστά, κατά το Άρθρο 17(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, μορφή απάτης και ελκύει τις συνέπειες του Άρθρου 19. Όμως η απλή σιωπή, κατά το ίδιο άρθρο, δεν αρκεί, εκτός αν οι περιστάσεις επιβάλλουν στο πρόσωπο αυτό να δηλώσει το γεγονός ή αν η σιωπή του μπορεί από μόνη της να εκληφθεί ως δήλωση ή αν ισοδυναμεί με δήλωση. Αποδίδοντας στο επίθετο “ενεργός” τη φυσική του σημασία, για να είναι νομικά επιλήψιμη ή απόκρυψη, πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένη πράξη, συμπεριφορά ή στάση.
Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά αν επρόκειτο για σύμβαση εμπιστευτικής φύσεως όπως, λ.χ., σύμβαση ασφάλισης που επιβάλλει ορισμένα καθήκοντα για αποκάλυψη γεγονότων.
Σχετικό είναι και το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, όταν έμαθαν για τη συμφωνία της εφεσίβλητης με το Grammar School Γρηγορίου, δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια. Αντίθετα συνέχισαν να καταβάλλουν την αμοιβή της εφεσίβλητης, όπως συμφωνήθηκε.
5. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου με την απόφαση του για την απόδοση λογαριασμών, δεν μπορεί να υποστηριχτεί, αν ληφθούν υπόψη οι ευρείες εξουσίες του δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 όπως τροποποιήθηκε και τη Δ.2, θ.8 του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας.
Εξάλλου η αναγκαιότητα της απόδοσης λογαριασμών προκύπτει και από την ίδια τη συμφωνία. Στην Αγγλία η επαλήθευση λογαριασμών με ένορκη δήλωση ρυθμίζεται από το διαδικαστικό κανονισμό βλ. Ο.3, r.8, O.33, r.3 και 4 και είναι κοινή δικαστηριακή πρακτική.
Δεν υπάρχει λόγος γιατί να μην ακολουθείται και εδώ η ίδια πρακτική έστω και αν δεν ρυθμίζεται ειδικά από το διαδικαστικό μας [*1531]κανονισμό, ο οποίος εν πάση περιπτώσει αναφέρεται με τη Δ.2, θ.8 στη θεραπεία αυτή.
Β. Έφεση υπ’ αρ. 8530
Τα δικαιολογητικά των πραγματικών εξόδων είχαν προσκομιστεί στον Πρωτοκολλητή και είναι ακόμη στο φάκελο. Τα εν λόγω έξοδα αφορούν την αξία των αεροπορικών εισητηρίων από Νέα Υόρκη στη Λάρνακα μετ’ επιστροφής και τα έξοδα διαμονής του Μ.Ε. 1 στο ξενοδοχείο. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων στην κύρια έφεση μόνο.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (1994) 1 A.A.Δ. 656,
G.I.P. Constructions v. Assiotis (1982) 1 C.L.R. 535,
Ex p. Dawes, In re Moon [1886] 17 Q.B.D. 275,
White v. Supple [1842] 2 Dr. and War. 471,
Mechanical and General Inventions Co. Ltd and Lehwess v. Austin and the Austin Motor Co. [1935] A.C. 346,
Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,
Kennedy Hotels Ltd v. Indjrdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,
Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156,
Laidlaw v. Organ [1817] Wheat 178,
Mavrides v. American Life (1984) 1 C.L.R. 611.
Εφέσεις.
[*1532]Εφέσεις, από τους εναγόμενους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 29/9/90 (Αρ. Αγωγής 4609/86) με την οποία διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη, ιδρυθείσα με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε εκπαιδευτικά ζητήματα, εκτέλεσε πιστά τις συμβατικές της υποχρεώσεις και μεσολάβησε αποτελεσματικά στην ακαδημαϊκή σύνδεση της Σχολής των εναγομένων - εναγόμενης 3 - με αναγνωρισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού, μέχρι την καταγγελία της σύμβασης ημερ. 30/12/81, το 1985, από τους εναγόμενους, διέταξε την κατάθεση των λογαριασμών της Σχολής των εναγομένων για την επίδικη περίοδο ώστε να πιστοποιηθεί το οφειλόμενο προς την ενάγουσα ποσό και καταδίκασε τους εναγόμενους στα έξοδα της αγωγής (Έφεση 8530).
Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Τριανταφυλλίδης με Μ. Σπανού, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ας αρχίσουμε με την περιγραφή των διαδίκων μερών. Η εφεσίβλητη είναι αλλοδαπή εταιρεία. Έδρα της ήταν η Νέα Υόρκη από τις 10.7.1981, που ιδρύθηκε. Μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της ήταν ο Νεοπτόλεμος Κλεόπας. Φαίνεται πως ο τελευταίος είχε μεταναστεύσει από την Κύπρο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής γύρω στο 1960. Και σταδιοδρόμησε εκεί ως καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια. Τα ακαδημαϊκά του προσόντα αφορούν στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες.
Κύριος σκοπός της εταιρείας του ήταν η παροχή υπηρεσιών σε εκπαιδευτικά ζητήματα, με τα οποία φαίνεται πως ασχολήθηκε και πριν από τη σύσταση της εταιρείας του. Πιο αναλυτικά, όπως είχε προκύψει από το καταστατικό της εταιρείας, τεκμ. 1, οι σκοποί ήταν, μεταξύ άλλων, η τοποθέτηση φοιτητών σε σχολεία, κολλέγια, πανεπιστήμια και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα καθώς και η ετοιμασία - και αναθεώρηση - καταλόγων αξιολόγησης τέτοιων εκπαιδευτηρίων. Η εργασία αυτή θα αποτελούσε τη βάση για εισηγήσεις ή συμβουλές προς φοιτητές του κατάλληλου για τον καθένα ιδρύματος, που θα ικανοποιούσε τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες.
Ήταν επίσης ανάμεσα στους στόχους, η παροχή βοήθειας και συμβουλών για την πετυχεμένη ένταξη των φοιτητών σε αυτά. Απο[*1533]τέλεσε ακόμη βασικό σκοπό η διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας σε διεθνές επίπεδο έτσι ώστε τέτοια εκπαιδευτήρια, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σ’ άλλες χώρες, να μπορούν to be listed or serviced εκ μέρους δασκάλων, εκπαιδευτών, καθηγητών και άλλων εκπαιδευτικών, που έχουν ανάγκη ή κάμνουν χρήση εκπαιδευτικών διευκολύνσεων.
Μέσα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών, που διέγραφε το καταστατικό της, η εφεσίβλητη συνήψε με τους εφεσείοντες τη γραπτή συμφωνία, τεκμ. 2, ημερ. 30/12/81. Οι εφεσείουσες 1 και 2, τοπικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, είναι ιδιοκτήτριες κολλεγίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Μας έχει λεχθεί ότι η εφεσείουσα 2 είναι ανενεργός, που σημαίνει για μας πως δεν έχει δραστηριότητες. Αυτό φυσικά δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Οι ίδιες εταιρείες ή τουλάχιστο η εφεσείουσα 1, έχουν την ευθύνη λειτουργίας και διαχείρισης του κολλεγίου αυτού. Ο εφεσείων 3 είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου και των δύο.
Η παραπάνω συμφωνία αποτέλεσε το πεδίο της δικαστικής αντιπαράθεσης των συμβαλλόμενων σ’ αυτή μερών. Πρέπει να λεχθεί ότι η συμφωνία λειτούργησε χωρίς προβλήματα κατά τα τρία πρώτα χρόνια της ισχύος της. Η διαφορά ανεφύη για την περίοδο από 1/9/85 μέχρι και 30/5/86, όταν οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προμηθεύσουν τους λογαριασμούς ή τα στοιχεία, στη βάση των οποίων θα μπορούσε να υπολογισθεί η αμοιβή της εφεσίβλητης για την παραπάνω περίοδο.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εξαπατήθηκαν από το διευθυντή της εφεσίβλητης που με γνώση του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά ή αθέμιτα παρασιώπησε ή απέκρυψε τα αληθινά με αποτέλεσμα να προκαλέσει πλάνη και να παραπείσει τους εφεσείοντες. Περαιτέρω, ισχυρίστηκαν πως η εφεσίβλητη δεν ανταποκρίθηκε προς τις υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε. Επισημαίνεται ότι η ερμηνεία που έδωσε στο τεκμ. 2, το πλήρες (τότε) Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήταν ένα από τα κυριώτερα θέματα που είχαν θιγεί πρωτοδίκως. Η αντιμαχία για τα ίδια βασικά συνεχίστηκε με την κρινόμενη έφεση μετά την επιτυχή έκβαση της αγωγής της εφεσίβλητης.
Οι εφεσείοντες (εναγόμενοι) διατάχθηκαν να δώσουν λογαριασμούς που να περιέχουν τις λεπτομέρειες που καθόρισε το πρωτόδικο δικαστήριο (δικαστήριο) για την εν λόγω περίοδο και να τους επαληθεύσουν με ένορκη δήλωση. Και ορίστηκε από το δικαστήριο ημερομηνία για να εξεταστούν οι λογαριασμοί και να πιστοποιηθεί [*1534]το οφειλόμενο ποσό που η πρωτόδικη απόφαση έκρινε πληρωτέο.
Ας διευκρινιστεί εδώ ότι οι εφέσεις έχουν μία προϊστορία, που συνέτεινε στην υπέρμετρη επιβράδυνση της ακρόασης της ουσίας. Θα σταθούμε στα κύρια. Απασχόλησε πρώτα το Εφετείο (με διαφορετική σύνθεση) αίτηση του κ. Κ. Μιχαηλίδη, όταν ανέλαβε την υπόθεση από το συνάδελφο του που τη χειρίστηκε πρωτοδίκως. Με πληθώρα αιτημάτων θεραπείας μέχρι και αίτημα για επανεκδίκαση από δικαστήριο με άλλη σύνθεση. Απορρίφθηκε στις 20/10/94: βλ. Frederickou Schools Co. Ltd. κ.ά. ν. Acuac Inc. (1994) 1 Α.Α.Δ. 656.
Στο στάδιο της προδικασίας και μετά από παρατήρηση του δικαστηρίου πως οι λόγοι έφεσης (στην έφεση με αρ. 8266) δεν ήταν αιτιολογημένοι, σύμφωνα με το σχετικό διαδικαστικό κανονισμό, υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες υπόμνημα προς πλήρωση του κενού. Η αίτηση για τροποποίηση, σύμφωνα με το υπόμνημα, δεν έγινε δεκτή (βλ. το σκεπτικό της απόφασης ημερ. 28/1/98). Το Εφετείο ωστόσο άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο κατάθεσης κανονικής αίτησης, αφού είχε τεθεί ζήτημα επαναδιατύπωσης των λόγων έφεσης, η οποία και ακολούθησε.
Με ενδιάμεση απόφαση του Εφετείου ημερ. 21/4/00 απορρίφθηκε αίτημα για διαγραφή της γραπτής ένστασης της εφεσίβλητης στην εν λόγω αίτηση για το λόγο ότι η τελευταία διαλύθηκε με προκήρυξη, σύμφωνα με το ξένο δίκαιο. Και τούτο διότι το σχετικό αλλοδαπό διάταγμα ανακλήθηκε και η εφεσίβλητη ανέκτησε την υπόσταση της στο νομικό χώρο. Στις 22/8/00 επιτράπηκε, με νέα απόφαση του Εφετείου, η τροποποίηση του εφετηρίου, που πήρε τη σημερινή του μορφή, αφού κρίθηκε ότι η πολύχρονη καθυστέρηση μέχρι να κατατεθεί το διάβημα τροποποίησης ήταν, ενόψει των στοιχείων του φακέλου, αιτιολογημένη.
Χρειάζεται ακόμη μια αποσαφήνιση. Η παραπάνω τροποποίηση αφορά μόνο την έφεση με αρ. 8266. Η έφεση αρ. 8530, με την οποία συνεκδικάστηκε, σχετίζεται με τα έξοδα της ίδιας αγωγής. Η έφεση αυτή προσβάλλει το διάταγμα του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο είχε εγκρίνει τα πραγματικά έξοδα, που επιδικάστηκαν εναντίον των εφεσειόντων, όπως τα υπολόγισε αρμόδιος πρωτοκολλητής του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας σε συνολικό ποσό £5.593. Δε ζητήθηκε γιαυτή οποιαδήποτε μεταβολή του εφετηρίου. Παραμένει και θα εξετασθεί όπως είχε, όταν καταχωρήθηκε αρχικά.
[*1535]Οι λόγοι έφεσης στην Π.Ε. 8266 είναι δέκα. Παρατηρούμε ωστόσο ότι υφίσταται ενότης μεταξύ των θιγόμενων θεμάτων, που σε μερικές περιπτώσεις, είναι επάλληλα. Ο πρώτος λόγος έφεσης έθετε ζήτημα ότι η συμφωνία, τεκμ. 2, υπογράφτηκε από την εφεσίβλητη, ενώ το καταστατικό της δεν επέτρεπε τη σύναψη τέτοιας συμφωνίας. Με άλλα λόγια η συμφωνία ήταν, κατά την λατινική έκφραση, ultra vires του καταστατικού, δηλαδή, εκτός των ορίων που εξουσιοδοτούν οι δεδηλωμένοι σκοποί της εταιρείας, όπως είναι καταχωρημένοι σ’ αυτή. Το δικαστήριο έκρινε πως η εφεσίβλητη δεν ξέφυγε από τους σκοπούς και τις εξουσίες που της παρείχαν οι καταστατικές της διατάξεις. Οι λόγος αυτός έχει αποσυρθεί και απορριφθεί. Δε θα τύχει επομένως εξέτασης.
Ο δεύτερος λόγος έθιξε ένα ζωτικό για την τύχη της όλης υπόθεσης ζήτημα. Την ερμηνεία που δόθηκε σε ορισμένους όρους της συμφωνίας. Και ιδιαίτερα την παράγρ. 1 που αναφέρεται στις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν έναντι των εφεσειόντων. Επιβάλλεται να τη διαβάσουμε. Ας σημειωθεί ότι είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα:
“(1) Engagement - Principal hereby engages the services of Agent and Agent hereby accepts such engagement to perform the following services:
(2)(a) Initiate discussions with responsible persons with the objectives of:
(I) Establishing an assocation with the American University under which the American University will recognize one or more courses taught and credits earned at College and consider them transferable to its own University and applicable toward degree(s) granted by the American University.
(ii) Securing an affiliation and/or accreditation for College from the Accrediting Organization.
(b) Provide a continuing exchange of information and assistance with respect to and evaluation of existing and future educational programs in the United States and at College with the objective of maintaining the association or affiliation or accreditation described in sub-paragraph (1)(a) hereof. To this effect the preparation of the course curricula will be undertaken by the Agent. Agent will also make reasonable efforts to secure the services of lecturers to work at College, if mutually agreed by the [*1536]parties hereto that they are needed to accomplish the purposes of this agreement. Agent, however, will not be responsible for compensating such lecturers for their services.
(c) Provide assistance to individual students in College to gain admission or transfer to and apply credits earned at College toward a degree or degrees granted by the American University, at rates generally charged at the time by Agent for similar services.”
Άμεση σχέση με το ερμηνευτικό θέμα έχει και η παράγρ. 3. Ορίζει το ύψος της αμοιβής της εφεσίβλητης, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να κερδηθεί. Συμφωνήθηκε λοιπόν ότι για τις υπηρεσίες που ανέλαβε να προσφέρει, για τα τρία πρώτα χρόνια, θα λάμβανε 5% και μετέπειτα 7%. Το ποσοστό αυτό θα υπολογιζόταν με βάση το σύνολο όλων των διδάκτρων που θα είσπρατταν οι εφεσείοντες από όλους τους φοιτητές, και όπως καθορίζει στη συνέχεια η παράγρ. 3:
“.....from all students following courses recognized by the American University who attend College (and or the Associate’s recognized program) for a post-secondary school program after a written agreement is made for the association or the affiliation or accreditation described in subparagraph (1) (a) hereof. The preceding sentence shall apply to the Associate’s tuition fees only if the Associate derives any benefit from such association or affiliation or accreditation agreement.”
H ουσία του επιχειρήματος είναι ότι οι υπηρεσίες της εφεσίβλητης έπρεπε να ολοκληρωθούν όπως, ορθά ερμηνευόμενη, προβλέπει η παραγρ. 1, προτού κερδίσει την αμοιβή της. Αυτό θα συνέβαινε εφόσο η εφεσίβλητη θα πετύχαινε, εκτός από τη σύνδεση (association) με τα αμερικανικά πανεπιστήμια, που όντως πραγματώθηκε, και με affiliation σε επόμενο στάδιο, με επιστέγασμα το επίπεδο accreditation. Παρενθετικά, έχει λεχθεί ότι ο Μ.Ε.1 (κ. Κλεόπας) ούτε καν μπόρεσε να εξηγήσει τη σημασία των δύο τελευταίων όρων. Αυτό δεν είναι σωστό. Η ουσία της μαρτυρίας του είναι ότι η αναγνώριση επιπέδου accreditation, που παρέχουν ορισμένοι ειδικοί οργανισμοί αξιολόγησης των αμερικανικών πανεπιστημίων, αναβαθμίζει τέτοιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αναγνωρίζοντας την ακαδημαϊκή καταξίωση και υπεροχή.
Ο Μ.Ε.1 είπε σχετικά πως κατάρτισε προγράμματα και προέβη σε διάφορες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά προϋπέθεταν την πιστή εφαρμογή τους από τους εφεσείοντες. Ας σημειωθεί εδώ [*1537]ότι η μαρτυρία του καθηγητή Kenneth Abrams (Μ.Υ.1), αναφορικά με τους τρόπους σύνδεσης ξένων σχολών με αμερικανικά πανεπιστήμια, δεν αμφισβητήθηκε και όπως συνοψίζεται το αποτέλεσμα της “τουλάχιστο όπως είναι σήμερα, το κολλέγιο των εναγομένων δεν θα μπορούσε να επιτύχει “affiliation” και “accreditation”.
Στην αναζήτηση της λύσης, το δικαστήριο προσέφυγε στους βασικούς κανόνες ερμηνείας εγγράφων, όπως εκτίθενται στα δύο συγγράμματα που αναφέρει. Επίσης παρέπεμψε στην G.I.P. Constructions v. Assiotis (1982) 1 C.L.R. 535, σε σχέση με τον τρόπο εξεύρεσης της πρόθεσης των μερών μιας συμφωνίας. Απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι:
“Προκύπτει έτσι σαφέστατα από τη χρήση της φράσης “and/or” η πρόθεση των συμβαλλομένων, και ιδιαιτέρως των εναγομένων, πως η επίτευξη των σχέσεων του κολλεγίου τους με τα Αμερικανικά πανεπιστήμια θα ικανοποιείτο όχι μόνο συσσωρευτικά αλλά και διαζευκτικά, δηλαδή, με απλή σύνδεση “association” ή με “affiliation” ή με “accreditation”.”
Το παραπάνω ερμηνευτικό συμπέρασμα, κατά τους εφεσείοντες, είναι λανθασμένο. Το δικαστήριο, όπως εισηγούνται, έδωσε υπέρμετρη σημασία στη διαζευκτική διατύπωση της παραγρ. 3, ανωτέρω. Όμως, ο όρος αυτός καθορίζει την αμοιβή. Καθοριστική ήταν η παραγρ. 1, που ορίζει τις υπηρεσίες που θα παρέσχε η εφεσίβλητη. Μεταξύ δεν των υποπαραγράφων (1)(α)(i) και (1)(α)(ii) δεν υπάρχει ο διαζευκτικός σύνδεσμος “or”. Γιαυτό και η ίδια λέξη στην παράγρ. 3 πρέπει να αναγνωσθεί ως “and”. Δεν ήταν καθόλου λογικό να συμφωνηθεί αμοιβή μόνο για “association” και να αναφερθούν στη συμφωνία εκ του περισσού η σχέση affiliation και accreditation, δοθέντος ότι δεν προβλέφθηκε γιαυτές πρόσθετη αμοιβή.
Η αποκάλυψη της κοινής πρόθεσης των μερών μιας συμφωνίας είναι εφικτή από τη θεώρηση της ως συνόλου. Αυτό είναι το πνεύμα της υπόθεσης G.I.P. Constructions Ltd., ανωτέρω, καθώς και άλλων αυθεντιών επί του ιδίου θέματος. Μπορεί να φανερωθεί με αυτή τη μέθοδο η συνάφεια, η αλληλουχία, καθώς και η ενότητα μεταξύ των όρων της και των λέξεων που χρησιμοποιούνται. Περαιτέρω, ο σκοπός της συμφωνίας είναι βασικό στοιχείο που συντείνει στη νοηματοδότηση της. Φυσικά η λεκτική διατύπωση οριοθετεί την ερμηνευτική προσπάθεια. Διαφορετικά ο ερμηνευτής θα υποκαθιστούσε με τη δική του υποκειμενική κρίση τη βούληση των μερών.
[*1538]Με αυτές τις σκέψεις, ας θυμίσουμε εδώ ότι η συμφωνία ξεκινά με ένα προοίμιο αποτελούμενο από αριθμό δηλώσεων (των γνωστών ως recitals στην αγγλική ορολογία), που φωτίζει το σκοπό της συμφωνίας. Κυριαρχεί σε αυτή τόσο η σώρευση όσο και η διάζευξη με τη συνεχή χρήση των συνδέσμων and/or. Καλύτερα να την αντιγράψουμε για να φανεί εντονότερα αυτό που συζητούμε:
“WHEREAS, Principal (εφεσείοντες) ............. wishes to (a) establish an assocation with one or more accredited universities in the United States and/or (b) establish an affiliation between and/or gain accreditation of College......”
Toνίζουμε το ρήμα “wishes” που είναι αποκαλυπτικό της κοινής βούλησης καθώς και τον σωρευτικό ή διαζευκτικό χαρακτήρα των υπηρεσιών με τη χρήση των συνδέσμων and/or. Είναι ορθό ότι δεν υπάρχει “or” μεταξύ των υποπαραγράφων 1(a)(i) και 1(a)(ii) της παραγρ. 1. Είναι όμως εξίσου ορθό ότι απουσιάζει το and. Περαιτέρω, εκτός από το προοίμιο η παραγρ. 3, κάμνοντας ρητή αναφορά στην παράγρ. 1, προνοεί ότι η αμοιβή θα καταβάλλεται μόνο μετά από γραπτή συμφωνία “for the association or affiliation or accreditation described in sub-paragraph 1(a) hereof”. Η ίδια διαζευκτική πρόταση αναφέρεται αμέσως μετά για να ρυθμίσει τη σχέση με τον Associate, που προσδιορίζεται ως το πρόσωπο ή οντότητα που παρέχει του ίδιου επιπέδου με τους εφεσείοντες εκπαιδευτικά προγράμματα, στην οποία οι τελευταίοι έχουν συμφέρον. Η ίδια φράση με το διαζευκτικό “or” χρησιμοποιείται για παρεμφερή προς την πληρωμή θέματα [(βλ. υποπαραγράφους 3(a)(c) και (d)].
Ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέθεσε την υπόθεση Ex p. Dawes, In re Moon [1886] 17 Q.B.D. 275. Στη σελ. 286 ο Lord Esher M.R. εξηγεί τους κανόνες ερμηνείας των δηλώσεων (recitals) στο προοΐμιο. Και υπέβαλε ότι το λειτουργικό μέρος της συμφωνίας [(βλ. παράγρ. 1(a)] δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης ότι πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά τρόπο σωρευτικό. Στηρίχθηκε και στην White v. Supple [1842] 2 Dr. and War. 471 ότι το Δικαστήριο μπορεί, χάριν της σαφούς, εκπεφρασμένης πρόθεσης, να διαβάσει σε ένα έγγραφο το “or” ως “and” και αντίστροφα. Φυσικά το ένα δε σημαίνει το άλλο.
Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις που τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι το ή/or χρησιμοποιήθηκε κατά λάθος αντί και/and. Είναι δηλαδή δυνατό με τη συνδρομή της ερμηνείας η λανθασμένη λέξη να αντικατασταθεί έτσι ώστε η πραγματική πρόθεση των μερών να τεθεί πάνω από τη λεκτική διατύπωση του κειμένου. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί στις καθαρότερες των περιπτώσεων.
[*1539]
Δεν είναι όμως αυτής της φύσεως η παρούσα περίπτωση. Ο ερμηνευτής της συμφωνίας δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη σαφή δήλωση του προοϊμίου. Ούτε τις επανειλημμένες αναφορές της παραγράφου 3, η οποία αναφέρεται μεν στην αμοιβή, αλλά με τρόπο άμεσα συσχετιζόμενο με τις υπηρεσίες της παραγρ. 1(a). Εξάλλου όπως επισημάναμε δεν υφίσταται η λέξη and στο κρίσιμο σημείο. Αίρεται όμως κάθε πιθανή αμφιβολία ως προς το αληθινό νόημα του όρου αν διαβασθεί η κατακλείδα της παραγρ. 3(d):
“............Principal shall be obligated to make the payments required by this paragraph (3), even if Agent does not perform the service described in subparagraphs (1)(a)(ii) (to secure accreditation), and even if the ownership, management or name of Agent or Principal changes.”
Eίναι έτσι απόλυτα σαφής ο διαχωρισμός των υπηρεσιών. Παραμένει ισχύουσα η πρόνοια για καταβολή ολοκλήρου της αμοιβής έστω και αν η εφεσίβλητη δεν προσφέρει τις υπηρεσίες για accreditation. Η ερμηνεία του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή. Συνεπικουρείται δε και από το παραπάνω απόσπασμα της συμφωνίας. Και δεν είναι επιτρεπτή η υπέρβαση του γράμματος της συμφωνίας.
Το ερμηνευτικό ζήτημα συνάπτεται με εκείνο της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης κάτω από τη συμφωνία και με τον ευρύτερο ισχυρισμό των εφεσειόντων για μη τήρηση αυτών των υποχρεώσεων και συνακόλουθα τη διάρρηξη της συμφωνίας από την εφεσίβλητη. Έχουμε ήδη εξετάσει και αποφασίσει το στενότερο θέμα της ερμηνείας. Το επιχείρημα όμως είχε δύο πόλους. Η διπολικότητα του έγκειται στο ότι προβλήθηκε και ο ισχυρισμός πως η εφεσίβλητη δεν κατόρθωσε να επιφέρει την οποιαδήποτε σύνδεση με αναγνωρισμένα (accredited) πανεπιστήμια. Το θέμα επανατοποθετείται με τους λόγους έφεσης 5, 6 και 7, που θα συνεξετασθούν.
Τα σχετικά παράπονα κατά της απόφασης είναι ότι έσφαλε το δικαστήριο συμπεραίνοντας, ελλείψει σχετικής μαρτυρίας από την εφεσίβλητη, ότι η όποια πανεπιστημιακή σχέση που δημιουργήθηκε ήταν με αναγνωρισμένα πανεπιστήμια, όπως προβλέφθηκε με τη συμφωνία· και ότι η κρίση του Δικαστηρίου πως οι πληρωμές των εφεσειόντων στο αναμεταξύ, μέχρι την προφορική καταγγελία της συμφωνίας από τον εφεσείοντα 3 (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος του 1985), ισοδυναμούσαν με παραδοχή του καθεστώτος των πανεπι[*1540]στημίων με τα οποία επήλθε σύνδεση (ότι δηλαδή ήταν accredited), ήταν επίσης λανθασμένη (λόγος 7).
Το δικαστήριο σημείωσε πρώτα ότι ο Μ.Ε.1 κατέθεσε ότι η εταιρεία του συμμορφώθηκε με τις ειλημμένες υποχρεώσεις της. Και κατονόμασε τα πανεπιστήμια με τα οποία η σχολή των εφεσειόντων συνδέθηκε ακαδημαϊκά λόγω της μεσολάβησης και των προσπαθειών της (που περιέγραψε εκτενώς). Επισήμανε στη συνέχεια ότι η επίμαχη εκδοχή δεν τέθηκε στον Μ.Ε.1 κατά την αντεξέταση του και ότι “ουδέποτε μέχρι σήμερα δεν ήγειραν (οι εφεσείοντες) τέτοιο ισχυρισμό ή παράπονο”. Θεώρησε, τέλος, πως ήταν άσχετο ότι η σύνδεση έγινε μόνο με ορισμένες πανεπιστημιακές σχολές, όπως πάλιν λέγει η απόφαση “για αναγνώριση ορισμένων κύκλων σπουδών του κολλεγίου (των εφεσειόντων)”.
Η εισήγηση των εφεσειόντων ήταν ότι η παραπάνω μαρτυρία ήταν γενική και αόριστη. Και επομένως ανεπαρκής. Χρειαζόταν “θετική μαρτυρία”, κατά την έκφραση του κ. Μιχαηλίδη, ότι η εφεσίβλητη πέτυχε σύνδεση του κολλεγίου με accredited πανεπιστήμια, ιδιαίτερα εφόσο με την παράγρ. 11 του δικογράφου της υπεράσπισης δεν παραδέχθηκαν ότι έγινε τέτοια σύνδεση. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε η υπόθεση της ενάγουσας-εφεσίβλητης “με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων”, στην πραγματικότητα δε βρίσκει έρεισμα στην παραπάνω μαρτυρία. Ούτε η καταβολή της αμοιβής στο μεσοδιάστημα μπορούσε να παράσχει τέτοιο έρεισμα, αφού οι πληρωμές, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, έγιναν εκ λάθους ή πλάνης. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν προσκομίστηκε γραπτή συμφωνία όπως συμφωνήθηκε. Ως προς την αντεξέταση, οι εφεσείοντες δεν είχαν τέτοια υποχρέωση γιατί θα συμπληρωνόταν έτσι το κενό που άφησε η κύρια εξέταση του Μ.Ε.1.
Εκκινώντας από αυτό το τελευταίο, θα ήταν χρήσιμο ένα σύντομο σχόλιο. Η αντεξέταση των μαρτύρων είναι σημαντικό όπλο στη διεξαγωγή μιας δίκης. Από τη δικανική σκοπιά - και όχι την ηθική που στόχος είναι βασικά η εύρεση της αλήθειας και η αποκάλυψη του ψεύδους - πρωταρχικό αντικείμενο της είναι η αποδυνάμωση ή εκμηδένιση των δηλώσεων ενός μάρτυρα κατά την κύρια εξέταση, που στηρίζουν ή βοηθούν την υπόθεση του αντιδίκου. Είναι σχετική η ρήση του Lord Hanworth, M.R., την οποία αναφέρει, επιδοκιμάζοντας την, ο Sankey L.C., στην υπόθεση Mechanical and General Inventions Co. Ltd. and Lehwess v. Austin and the Austin Motor Co. [1935] A.C. 346 στη σελ. 359:
“Cross-examination is a powerful and valuable weapon for the [*1541]purpose of testing the veracity of a witness and the accuracy and completeness of his story.”
Yπάρχουν ωστόσο δύο κανόνες πρακτικής, που έχουν εμπεδωθεί προ πολλού στα δικαστήρια μας, οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται. Ο πρώτος είναι ότι ο μάρτυρας πρέπει να αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται. Διαφορετικά το δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε. Ο δεύτερος είναι ότι, κατά την αντεξέταση, τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο. Τέτοια αντεξέταση είναι προϋπόθεση για να κληθεί μαρτυρία που αντικρούει το μάρτυρα.
Σχετική είναι η υπόθεση Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 384:
“Failure to put forward a pertinent aspect of the defence case to witnesses for the plaintiff is not necessarily fatal to its validity, but in the absence of a proper explanation of the omission, the Court may disregard it, because of the denial of a proper opportunity to the plaintiff to controvert it.”
Οι εφεσείοντες δεν έθεσαν, ούτε και έθιξαν, την πτυχή αυτή της υπεράσπισης τους κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.1. Δε θεωρούμε την εξήγηση της παράλειψης, που καταγράψαμε πριν από λίγο, ικανοποιητική. Όπως εκτέθηκε ήδη παραπάνω, υπήρχε μαρτυρία που το δικαστήριο θεώρησε επαρκή και έδειχνε πως τα πανεπιστήμια ήταν accredited. Δεν είναι επομένως ανατρέψιμο το συμπέρασμα του. Η παραγρ. 11 της γραπτής υπεράσπισης τους αναφέρει απλώς ότι οι συμφωνίες με τα τρία πανεπιστήμια που αυτή μνημονεύει δεν τηρήθηκαν. Το δικόγραφο αναφέρει επί λέξει “......................did not comply with and were not within the terms and conditions of the agreement........” Ο ισχυρισμός δεν τέθηκε στην υπεράσπιση, όπως τώρα εγείρεται. Η παράλειψη αντεξέτασης ήταν καθοριστική και σημαίνει το τέλος του ζητήματος.
Πέρα όμως από αυτό, όπως διαπίστωσε το δικαστήριο:
“οι ενάγοντες αναγνώρισαν τη σύνδεση με τα πανεπιστήμια αυτά, τα διαφήμιζαν και τα χρησιμοποιούσαν και πλήρωναν και την αμοιβή των εναγόντων μέχρι το καλοκαίρι του 1985.”
Σταματούμε για να υποδείξουμε ότι το δικαστήριο δεν κατέληξε στην κρίση του από το γεγονός των πληρωμών. Είναι φανερό πως ήταν όντως ένας από τους παράγοντες που μπορούσε να λάβει [*1542]υπόψη, αφού η συμφωνία λειτούργησε ομαλά για τρία χρόνια και η επιχείρηση των εφεσειόντων πλήρωσε μέχρι τότε ένα σεβαστό ποσό. Ο ισχυρισμός ότι οι πληρωμές έγιναν υπό καθεστώς πλάνης δε συζητήθηκε είτε κάτω από το άρθρ. 21 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (αμφοτερόπλευρη πλάνη) ή το άρθρ. 22 (μονομερής πλάνη). Έχουμε την άποψη ότι το δικαστήριο μπορούσε, αφού είχε απορρίψει την ερμηνεία του όρου 1 που προώθησαν οι εφεσείοντες, να συσταθμίσει και τον παράγοντα των πληρωμών που διενεργήθηκαν, αδιαμαρτύρητα, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Υπάρχει σε κάποιο βαθμό αμφισβήτηση αναφορικά με τις υπηρεσίες που πρόσφερε η εφεσίβλητη και την αποτελεσματικότητα τους σε σχέση και με τη σύνδεση. Στην πραγματικότητα στην παραγρ. 18 της γραπτής υπεράσπισης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι καμιά από τις υπηρεσίες, όπως απαριθμούνται στην παράγρ. 1 της συμφωνίας δεν παρασχέθηκε ούτε προσφέρθηκε οποιαδήποτε βελτίωση ή βοήθεια. Το δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις αυτές, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 και τα πολυάριθμα τεκμήρια που την υποστηρίζουν. Ακόμη και στη μαρτυρία του Μ.Υ.2, εκτελεστικού διευθυντή της Σχολής και συγκεκριμένα στην επιστολή τεκ. 28, που έγραψε ο μάρτυς αυτός, αποδεχόμενος την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων που κατάρτισε η εφεσίβλητη για τον παραπάνω σκοπό. Υπήρχε πλούσιο υλικό που δικαιολογούσε το δικαστήριο να καταλήξει ότι, με την εξαίρεση του affiliation και accreditation, οι εφεσίβλητοι “εκτέλεσαν πιστά” τις υποχρεώσεις τους και ότι οι ενέργειες τους τελεσφόρησαν προς ουσιαστικό όφελος των εφεσειόντων.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να μην εξετάσουμε τον ισχυρισμό αναφορικά με την έκταση της σύνδεσης γιατί δεν καλύπτεται από τους λόγους 5 και 6. Προστέθηκε στην αιτιολογία μετά την τροποποίηση τους. Από τη στιγμή όμως που περιλήφθηκε στις τροποποιήσεις και εγκρίθηκε από την παραπάνω εφετειακή απόφαση δεν είναι νοητό να προβούμε σε αναθεώρηση του. Ας σημειωθεί ότι το εγερθέν ζήτημα δε διευκρινίζεται από το τεκμ. 2. Όμως η σύνδεση, με τον τρόπο που έγινε, εμπίπτει στο γράμμα και το πνεύμα του τεκμ. 2, όπου αναφέρεται στην παράγρ. 1(a)(i):
“Establishing an association with the American University under which the American University will recognize one or more courses taught and credits earned at College and consider them transferable to its own University and applicable toward degree(s) granted by the American University.”
[*1543]
Ουδέποτε εξάλλου υπήρξε διαμαρτυρία πως η σύνδεση ήταν ελλιπής.
Μας ζητήθηκε περαιτέρω να μην εξετάσουμε τον ισχυρισμό ότι δεν προσκομίστηκε συμφωνία για association κ.λ.π. Είναι σωστό ότι δεν περιλήφθηκε στους λόγους έφεσης είτε τη βάση είτε την αιτιολογία τους. Και συνεπώς δεν είναι εξεταστέος, παρόλο που το δικαστήριο, όπως έχει ήδη φανεί, τον εξέτασε, αλλά τον απέρριψε.
Θα προχωρήσουμε στο λόγο 8. Ακολουθούμε τη σειρά ανάπτυξης και όχι την αριθμητική σειρά του εφετηρίου. Μπορεί να μην υπάρχει σ’ αυτό αυστηρή αλληλουχία των θεμάτων. Θα είναι όμως, μια και προδιαγράφηκε κάποια σειρά, πιο βολικό. Προσβάλλεται σ’ αυτή την περίπτωση το συμπέρασμα ότι η αμοιβή (7% κατά τον κρίσιμο χρόνο) ήταν καταβλητέα επί του συνόλου των διδάκτρων όλων των φοιτητών, δηλαδή, και εκείνων που ακολουθούσαν το αγγλικό σύστημα. Έχει λεχθεί γενικά ότι το συμπέρασμα δεν υποστηρίζεται τόσο από τη μαρτυρία όσο και από τη συμφωνία, ορθά ερμηνευόμενη.
Θα θυμίσουμε εδώ ότι, σύμφωνα με την παράγρ. 3, η αμοιβή προσδιορίζεται στη βάση των διδάκτρων, στο σύνολο τους, που εισπράττουν οι εφεσείοντες από όλους τους φοιτητές τους που παρακολουθούν κλάδους σπουδών που αναγνωρίζονται από τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η παράγρ. 3 κυριαρχείται από τη φράση of the total tuition fees received............from all students following courses recognised by the American University. Επομένως η εξαίρεση σπουδών του αγγλικού συστήματος δε θα ήταν δικαιολογημένη. Θα αποτελούσε υπέρβαση της γλωσσικής διατύπωσης.
Το δικαστήριο αναφέρθηκε και στη μαρτυρία, που ενισχύει το ερμηνευτικό του συμπέρασμα. Λέγει:
“Από τη μαρτυρία που έχουμε ενώπιον μας (δέστε και Μ.Ε.2 του οποίου τη μαρτυρία αποδεχόμαστε), προκύπτει σαφώς πως τα Αμερικανικά πανεπιστήμια αναγνώριζαν τόσο κύκλους σπουδών Αγγλικού όσο και Αμερικανικού συστήματος του κολλεγίου. Κατ΄ακρίβεια, οι φοιτητές του Αγγλικού συστήματος μπορούσαν να έχουν εκλογή για συνέχιση των σπουδών τους είτε στην Αγγλία είτε στην Αμερική, και αποδεχόμαστε τούτο ως γεγονός. Ως εκ τούτου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η υποχρέωση των εναγομένων ήταν να πληρώνουν την αμοιβή με βάση το 7% των διδάκτρων όλων των φοιτητών τους. Όπως φαί[*1544]νεται δε και από τα ενώπιον μας στοιχεία, αυτό ήταν που γινόταν και μέχρι της στιγμής που οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να πληρώνουν και σταμάτησαν τις πληρωμές.”
Είναι αξιοσημείωτο και το σχόλιο που αφορά τον ισχυρισμό ότι οι προηγούμενες πληρωμές έγιναν υπό καθεστώς πλάνης ως προς τους φοιτητές του αγγλικού συστήματος:
“Ο ισχυρισμός τους πως οι πληρωμές αυτές είχαν γίνει κάτω από πλάνη, που αφορούσε την ερμηνεία της σύμβασης αναφορικά με το για ποιούς φοιτητές θα έπρεπε να πληρώνεται αμοιβή, δεν μπορεί να ευσταθήσει, γιατί, όπως προκύπτει από τα ευρήματα μας, η πραγματική τους υποχρέωση ήταν εκείνη την οποία μέχρι τότε εκτελούσαν, δηλαδή η πληρωμή αμοιβής στους ενάγοντες σε σχέση με το σύνολο των διδάκτρων όλων των φοιτητών του κολλεγίου.”
Λόγος 3(β)
Ο λόγος αυτός στρέφεται γύρω από τη μαρτυρία του κ. Abrams. Το παράπονο είναι ότι δε λήφθηκε υπόψη παρόλο που δεν αμφισβητήθηκε και είχε γίνει δεκτή από το δικαστήριο ότι, δηλαδή, η εφεσίβλητη δε θα μπορούσε, για τους λόγους που έδωσε ο μάρτυρας, να εξασφαλίσει είτε affiliation είτε accreditation της σχολής των εφεσειόντων. Το δε σχετικό σκεπτικό του δικαστηρίου για την παραγνώριση δεν ευσταθεί.
Η απόφαση στο προκείμενο ήταν ότι η μαρτυρία αυτή “χάνει βασικά τη σημασία της” ενόψει της κρίσης του σε σχέση με τη σωρευτικότητα ή τη διαζευκτικότητα των σχετικών όρων της παραγρ. 1. Πρόσθεσε ότι η μαρτυρία θα ήταν ζωτική μόνο σε περίπτωση που το ζήτημα είχε περιληφθεί στη δικογραφία και είχε πλαισιωθεί από τους κατάλληλους ισχυρισμούς, πράγμα που δεν έγινε. Και, περαιτέρω, είχε ζητηθεί θεραπεία βασιζόμενη σε τέτοιους ισχυρισμούς. Το δικαστήριο συμπέρανε ότι δεν μπορούσε να εκφέρει άποψη, αφού το θέμα δεν είχε στοιχειοθετηθεί στη δικογραφία.
Επικρίθηκε η παραπάνω γνώμη διότι από τη δικονομική του σκοπιά το θέμα τέθηκε με την παραγρ. 18 της έκθεσης απαίτησης. Το ότι οι εφεσείοντες θεωρούσαν ουσιώδη την αναγνώριση της σχολής τους με τη μορφή affiliation και accredidation προκύπτει από το ότι οι όροι αυτοί αναφέρονται επανειλημμένα στο τεκμ. 2. Υπήρξε αδυναμία εκτέλεσης της συμφωνίας και το δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός και να δώσει θεραπεία έστω και αν δεν εξειδικεύθηκε, όπως συνέβη και στην υπόθεση Kennedy Hotels [*1545]Ltd. v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400.
Έγινε επίκληση στο άρθρ. 56 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Δεν προσδιορίστηκε ωστόσο σε ποιά ή ποιές από τις διατάξεις του μπορεί να ενταχθεί η υπόθεση των εφεσειόντων. Το άρθρο, παρόλο που δεν ταυτίζεται πλήρως με τις αγγλικές θεωρίες περί ματαίωσης σύμβασης (βλ. πρόσφατη υπόθεση Maison Jenny Ltd. v. Krashias Footwear Industry Ltd. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156 καλύπτει σχετικά ευρύ φάσμα υποθέσεων. Δε θα προβούμε φυσικά σε ανάλυση των διατάξεων του. Η αναφορά στο άρθρ. 56 υπήρξε γενική και αόριστη και δύσκολα επιδέχεται δικαστικής εκτίμησης. Είναι αρκετό να λεχθεί ότι σύμφωνα με την ερμηνεία του δικαστηρίου που έχουμε επικυρώσει η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της. Η υπόθεση αυτή δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρ. 56.
Πέραν τούτου, συμφωνούμε πως δεν τέθηκε με το δικόγραφο το ζήτημα και οι περιστάσεις που το περιστοιχίζουν. Ελλείπει ολότελα η δικονομική βάση. Η παραγρ. 18 της έκθεσης απαίτησης είναι απλή αντιγραφή της παραγρ. 1, του τεκμ. 2. Δεν είναι αρκετό να λέγει ένας ότι το ζήτημα είναι νομικό και μπορεί να το εγείρει. Ούτε καν νύξη του ζητήματος γίνεται. Ανακινείται εκ των υστέρων. Στην υπόθεση Kennedy Hotels, ανωτέρω, το δικόγραφο κάλυπτε πλήρως το πραγματικό υπόστρωμα της υπόθεσης. Χωρίς αυτό, το δικαστήριο δε διακινδυνεύει τη χορήγηση θεραπείας που δεν περιλήφθηκε στο αιτητικό γιατί θα αντιστρατευόταν έτσι βασικό δικονομικό αξίωμα.
Λόγοι 3(γ) και 4
Στο επίκεντρο των λόγων αυτών βρίσκεται η παράγρ. 2 του τεκμ. 2. Στην ουσία συμφωνήθηκε ότι η εφεσίβλητη θα μπορούσε να κάμει ακόμη μια συμφωνία για την παροχή των ιδίων υπηρεσιών με άλλο πρόσωπο ή οντότητα στην Κύπρο για την παροχή των ιδίων υπηρεσίων νοουμένου ότι τέτοια συμφωνία θα υπογραφόταν την ή προ της 1/6/83. Να τι ακριβώς προνοούσε:
“During the term of this Agreement (or any renewal hereof), Agent hereby agrees to enter into no more than one other agreement (hereinafter referred to as “Other Agreement”) with any other person or entity in Cyprus for the purpose of rendering all or any of the services agreed to be rendered to Principal by Agent under subparagraphs (1)(a) and (b) of this Agreement, provided that if Agent shall not have entered into such Other [*1546]Agreement for a person or entity in Cyprus on or before June 1, 1983, Agent shall not be permitted by this paragraph (2) to enter into such other Agreement for a person or entity in Cyprus for the balance of the term of this Agreement (or any renewal hereof).”
Αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η συμφωνία της εφεσίβλητης με τρίτο (Grammar School Γρηγορίου) έγινε το Δεκέμβριο του 1981 πριν υπογραφεί τον ίδιο μήνα το τεκμ. 2. Στην υπεράσπιση [(παραγρ. 16(α)], οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι συνήψαν τη συμφωνία, τεκμ. 2, ως αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων ή απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων. Η ουσία της υπεράσπισης ήταν ότι ο κ. Κλεόπας εν γνώσει του και ψευδώς παρέστησε κατά το χρόνο της υπογραφής του τεκμ. 2 ότι η εφεσίβλητη δεν είχε συνάψει τέτοια συμφωνία με άλλη σχολή και/ή απέκρυψε το γεγονός αυτό.
Το δικαστήριο βρήκε ότι όντως δεν αναφέρθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο στους εφεσείοντες ότι η εφεσίβλητη είχε συνάψει με τη σχολή Γρηγορίου τη συμφωνία, τεκμ. 24, παροχής των ίδιων ή όμοιων υπηρεσιών. Ωστόσο απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι ο Μ.Ε. 1 έκαμε την παραπάνω ψευδή παράσταση πως δε συνομολογήθηκε άλλη συμφωνία. Το δικαστήριο συζήτησε την υπόθεση υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρ. 17 και 18 του περί Συμβάσεων Νόμου, που πραγματεύονται και παρέχουν ορισμό των νομικών εννοιών “απάτη” και “ψευδής παράσταση” αντίστοιχα. Διαπίστωσε ότι η μόνη πρόνοια που θα μπορούσε να συσχετισθεί με την περίπτωση είναι εκείνη του άρθρ. 17(1)(β), σύμφωνα με την οποία συνιστά μορφή απάτης η “ενεργός απόκρυψη” αληθινού γεγονότος από πρόσωπο που το γνωρίζει.
Το δικαστήριο ανέτρεξε για βοήθεια και καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων το γνωστό σύγγραμμα των Pollock & Mulla “Indian Contract and Specific Relief Acts, 10η έκδοση (σελ. 178 και επ.), αφού οι παραπάνω πρόνοιες είναι ταυτόσημες με εκείνες της ινδικής νομοθεσίας. Έκρινε τελικά ότι δεν έγινε ψευδής παράσταση, είτε ηθελημένα ή αθέλητα, ή υπήρξε ενεργός απόκρυψη γεγονότος. Κατ’ ακολουθία η εφεσίβλητη δεν είχε δικαίωμα αποκήρυξης των συμφωνιών. Η γνώση ή άγνοια της συμφωνίας, τεκμ. 24, παρατήρησε το δικαστήριο, δε θα μπορούσε να επηρεάσει τις προθέσεις των εφεσειόντων να συμβληθούν με την εφεσίβλητη, εφόσο το τεκμ. 2 επέτρεπε τη συνομολόγηση ακόμη μιας σύμβασης πριν από την 1/6/83. Έτσι, αφού η εφεσίβλητη δε δεσμεύτηκε με άλλη σύμβαση, η ύπαρξη του τεκμ. 24 “ήταν εντελώς άσχετη και με κανένα τρόπο δεν ήταν δυνατό να επηρεάσει την απόφαση των εναγομένων να υπογράψουν το τεκμ. 2.
[*1547]
Η άλλη όψη της ίδιας υπεράσπισης, όπως διαγράφεται από την παράγρ. 16(β), ήταν ότι η εφεσίβλητη ψευδώς παρέστησε ότι διεξήγε την εργασία εκτίμησης προγραμμάτων σπουδών πανεπιστημίου εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών (Η.Π.) και ότι βοηθούσε φοιτητές εκτός Η.Π. να μεταφέρουν τα αποτελέσματα τών εκτός Η.Π. σπουδών τους έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη για απονομή πτυχίων στις Η.Π., ενώ στην πραγματικότητα δεν διεξήγαγε τέτοιες εργασίες.
Το δικαστήριο συμπέρανε ότι τόσο από τους σκοπούς της εφεσίβλητης όσο και την μαρτυρία Κλεόπα είχε προκύψει με καθαρότητα ότι αυτή διεξήγε τις εργασίες στις οποίες αναφέρονται οι λεπτομέρειες του δόλου της παραγρ. 16(β) χωρίς η μαρτυρία αυτή να αντικρουσθεί ή να τεθεί υπό αμφισβήτηση ή να είχε γίνει σχετικό παράπονο από τους εφεσείοντες ή ακόμη να καταγγέλθηκε η συμφωνία για τον παραπάνω σκοπό. Προς τούτο έγινε αναφορά και στη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων.
Η εισήγηση για το πρώτο σκέλος [(παραγρ. 16(α)] είναι ότι δεν απασχόλησαν το δικαστήριο οι ψευδείς παραστάσεις ή η μη αποκάλυψη ή παρασιώπηση της συμφωνίας, τεκμ. 2, που προηγήθηκε. Επιχειρήθηκε διάκριση μεταξύ του δικαιώματος που παρείχε η συμφωνία για πιθανή σύναψη συμφωνίας μελλοντικά μέχρι 1/6/83, και εκείνης που ήδη υπογράφτηκε. Ψέγεται επίσης το δικαστήριο σε σχέση με την παραγρ. 16(β) για κακή εκτίμηση της μαρτυρίας. Ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε ότι το καταστατικό της εφεσίβλητης περιλαμβάνει την άσκηση τέτοιων εργασιών. Έχει όμως λεχθεί ότι η εφεσίβλητη ιδρύθηκε στις 10/7/81 και επομένως “αυτοί δεν ασκούσαν πριν από την υπογραφή της συμφωνίας τας ως άνω εργασίας που ψευδώς παρέστησαν ότι ασκούσαν”. Εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε μαρτυρία ότι είχαν αυτού του είδους τις δραστηριότητες.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό, σχετικά με το τελευταίο αυτό επιχείρημα, να ειπωθεί ότι οι λεπτομέρειες του δόλου δεν περιλαμβάνουν τέτοιο εξειδικευμένο ισχυρισμό, όπως απαιτείται επιτακτικά: βλ. Bullen & Leake, 12η έκδοση, σελ. 452, 453 και 1074. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι η εφεσίβλητη συνεστήθη μόλις στις 10/7/81. Στο σύγγραμμα του A.C. Patra “The Indian Contract Act”, 1ος τόμος, στη σελ. 357 αναφέρεται:
“Ιn order to plead fraud effectively the particulars of fraud must be given by the party, and in the absence of such particulars, there cannot be any averment of fraud.”
[*1548]
H ενεργός απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινού γεγονότος από πρόσωπο που το γνωρίζει συνιστά, κατά το άρθρ. 17(1)(β), μορφή απάτης, και ελκύει τις συνέπειες του άρθρ. 19. Όμως η απλή σιωπή, κατά το ίδιο άρθρο, δεν αρκεί, εκτός αν οι περιστάσεις επιβάλλουν στο πρόσωπο αυτό να δηλώσει το γεγονός ή αν η σιωπή του μπορεί από μόνη της να εκληφθεί ως δήλωση ή αν ισοδυναμεί με δήλωση. Αποδίδοντας στο επίθετο “ενεργός” τη φυσική του σημασία, για να είναι νομικά επιλήψιμη ή απόκρυψη, πρέπει να εκδηλώνεται με συγκεκριμένη πράξη, συμπεριφορά ή στάση.
Το παράδειγμα, το οποίο δίνουν οι Pollock and Mulla, που σημειώνει και η πρωτόδικη απόφαση είναι αρκετά διαφωτιστικό. Αν ο Β αναφέρει στον Α “αν δεν το αρνηθείς θα το εκλάβω ότι το άλογο (που θα αγόραζε) είναι γερό” και ο Α δεν είπε οτιδήποτε, η σιωπή του υπό τις συνθήκες αυτές εξομοιώνεται με δήλωση και έχουμε “ενεργό απόκρυψη γεγονότος”. Ακόμη ένα παράδειγμα, αλλά στο οποίο η σιωπή έμεινε χωρίς συνέπειες, προσφέρει η παλιά αμερικανική υπόθεση Laidlaw v. Organ [1817] Wheat 178, από το ίδιο σύγγραμμα. Ο πωλητής καπνών ρώτησε τον αγοραστή αν υπήρχαν νέα που επηρέαζαν την τιμή του πωλούμενου προϊόντος, αλλά δεν του απάντησε. Ο τελευταίος γνώριζε ότι είχε ήδη συναφθεί ειρήνη μεταξύ Βρετανίας και Αμερικής που ήταν τότε σε εμπόλεμη κατάσταση (παράγων που επηρέαζε την τιμή). Όχι όμως ο πωλητής. Το Ανώτατο Δικαστήριο Αμερικής έκρινε ότι η σιωπή τού αγοραστή δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της συμφωνίας που έγινε.
Έτσι, και στην προκείμενη περίπτωση, η σιωπή του Μ.Ε.1 ήταν απλή σιωπή, όπως έκρινε το δικαστήριο, μέσα στην έννοια του άρθρ. 17, χωρίς να αντανακλά στη βούληση των εφεσειόντων να προχωρήσουν σε συμφωνία, ή να διαφαίνεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των δύο. Τούτο γίνεται περισσότερο από βέβαιο, αν ληφθεί υπόψη ότι το τεκμ. 2 έδινε ρητά δικαίωμα στην εφεσίβλητη να προβεί σε συμφωνία στο ίδιο ζήτημα με τρίτο με μόνη επιφύλαξη το χρονικό όριο του Ιουνίου 1983.
Δεν υπήρξε αθέμιτη παρασιώπηση. Θα ήταν ίσως διαφορετικά τα πράγματα αν επρόκειτο για σύμβαση εμπιστευτικής φύσεως όπως, λ.χ., σύμβαση ασφάλισης που επιβάλλει ορισμένα καθήκοντα για αποκάλυψη γεγονότων. Αυτή ήταν και η φύση της σύμβασης στην υπόθεση Mavrides v. American Life (1984) 1 C.L.R. 611, που παρέθεσαν οι εφεσείοντες, η οποία όμως δεν τους βοηθά.
Πέραν αυτού, δε συμφωνούμε ότι το δικαστήριο παρέλειψε να [*1549]εξετάσει το θέμα των ψευδών παραστάσεων. Ό,τι προβλήθηκε έτυχε διερεύνησης και σχετικής απόφασης. Οι δε διαπιστώσεις του δικαστηρίου είναι καθόλα έγκυρες. Τίποτε απ’ ότι γράφτηκε ή λέχθηκε δε θα δικαιολογούσε την οποιαδήποτε μεταβολή τους με δική μας παρέμβαση. Δεν είναι, τέλος, άσχετο να λεχθεί ότι οι εφεσείοντες, όταν έμαθαν για τη συμφωνία, δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια. Αντίθετα, συνέχισαν να καταβάλλουν την αμοιβή της εφεσίβλητης, όπως συμφωνήθηκε.
Ο λόγος 10 θίγει σύντομα και επιγραμματικά την απόρριψη της ανταπαίτησης. Ωστόσο από το αποτέλεσμα της εξέτασης των λόγων έφεσης προκύπτει ότι δεν ήταν δυνατό να επιτύχει και ορθά απορρίφθηκε.
Λόγος 9
Είναι ο τελευταίος λόγος. Αφορά το αίτημα θεραπείας, δηλαδή, την απόδοση λογαριασμών (βλ. παράγρ. Α, Β και C της έκθεσης απαίτησης). Αφού το δικαστήριο κατέφυγε για καθοδήγηση και στον Atkin’s Court Forms, 2η έκδοση, σελ. 172, εξέδωσε διάταγμα κατά των εφεσειόντων με το οποίο διατάχθηκαν να καταθέσουν λογαριασμούς για την επίδικη περίοδο, συνοδευόμενους από ένορκη δήλωση επαλήθευσης τους, καθορίζοντας ταυτόχρονα τις λεπτομέρειες του περιεχομένου τους. Αποφάσισε περαιτέρω ότι οποιοδήποτε ποσό πιστοποιηθεί από το δικαστήριο ότι οφείλεται στην εφεσίβλητη καταβληθεί σ’ αυτή. Υπενθυμίζουμε ότι όρισε ημερομηνία για να εξετάσει τους λογαριασμούς και πιστοποιήσει το οφειλόμενο ποσό.
Προβλήθηκε ότι η συμφωνία δεν επέβαλλε στους εφεσείοντες υποχρέωση να δώσουν λογαριασμούς στην εφεσίβλητη, ούτε να τους επαληθεύσουν με ένορκη δήλωση. Και ότι το δικαστήριο, παρέχοντας την παραπάνω θεραπεία, υπερέβη τις εξουσίες του. Ο λόγος αυτός δεν έτυχε ανάπτυξης και θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε ότι εγκαταλείφθηκε. Μολαταύτα θα τον σχολιάσουμε σύντομα. Η μομφή για υπέρβαση εξουσίας. Τέτοια θέση δεν μπορεί να υποστηριχθεί αν ληφθούν υπόψη οι ευρείες εξουσίες που έχει το δικαστήριο με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 31 του περί Δικαστηρίου Νόμου αρ. 14/60, όπως έχει τροποποιηθεί, για παροχή θεραπείας βασιζόμενη στο νόμο ή τις αρχές της επιείκειας. Περαιτέρω η Δ.2 θ.8 του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει σχετικά ότι:
“Ιn all cases in which the plaintiff, in the first instance, desires to [*1550]have an account taken, the writ of summons shall be indorsed with a claim that such account be taken.”
Eξάλλου στην παρούσα περίπτωση από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει η αναγκαιότητα της απόδοσης λογαριασμών, με βάση τους οποίους θα μπορούσαν να διενεργούνται οι πληρωμές για τις οποίες γίνεται πρόβλεψη στην παράγρ. 3.
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος λειτουργίας της συμφωνίας. Στην Αγγλία η επαλήθευση λογαριασμών με ένορκη δήλωση ρυθμίζεται από το διαδικαστικό κανονισμό βλ. O.3 r.8, O.33 r.3 και 4 και είναι κοινή δικαστηριακή πρακτική. Βλ. πρότυπο ένορκης δήλωσης επαλήθευσης στο Queen’s Bench Forms των Chitty & Jacobs, 20η έκδοση, σελ. 794, πρότυπο αρ. 1253.
Δε βλέπουμε λόγο γιατί να μην ακολουθείται η ίδια πρακτική έστω και αν δεν ρυθμίζεται ειδικά από το διαδικαστικό μας κανονισμό, ο οποίος εν πάση περιπτώσει αναφέρεται με τη Δ.2 θ. 8 στη θεραπεία αυτή. Άλλωστε το αρθρ. 31 παρέχει τόσο ευρεία εξουσία στο δικαστήριο που ασφαλώς θα περιλάμβανε την εξουσία για χορήγηση τέτοιας οδηγίας. Άλλωστε χωρίς αυτή, η θεραπεία θα ήταν ατελής και αναποτελεσματική. Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Έφεση αρ. 8530
Το δικαστήριο καταδίκασε τους εφεσείοντες στα έξοδα της αγωγής. Ο πρωτοκολλητής, με βάση κατάλογο και συμπληρωματικό κατάλογο που του υποβλήθηκε, υπολόγισε τα δικηγορικά σε £2.769 και τα πραγματικά έξοδα σε £5.593. Στη συνέχεια εγκρίθηκαν από το δικαστήριο. Καταχωρήθηκε η παραπάνω χωριστή έφεση για τα έξοδα, αφού δόθηκε η σχετική άδεια.
Συνάγεται από το περίγραμμα που αφορά την έφεση αυτή ότι η αμφισβήτηση περιορίζεται μόνο στα πραγματικά έξοδα και συγκεκριμένα στα δύο κονδύλια που είχαν εγκριθεί, δηλαδή, £4.112 αξία 8 αεροπορικών εισιτηρίων από Νέα Υόρκη στη Λάρνακα μετ’ επιστροφής και £1.481 για έξοδα διαμονής σε ξενοδοχείο. Αναφορικά με την έγκριση του κόστους αεροπορικών εισιτηρίων (σ’ αυτή την περίπτωση από τη Νότιο Αφρική στη Βρετανία) παραπέμπουμε στην υπόθεση The Law Society v. Persaud, Times Law Reports ημερ. 10/5/1990.
Το παράπονο είναι ότι δεν αναφέρθηκαν οι χρόνοι που έγιναν τα έξοδα ούτε αν ήταν αναγκαία η παρουσία του μάρτυρα Κλεόπα [*1551]στην Κύπρο. Και ότι δεν είχε προσκομισθεί απόδειξη σχετικά με τα έξοδα διαμονής στα ξενοδοχεία. Η εισήγηση είναι ότι μόνο σε ένα εισιτήριο είχε δικαίωμα και ότι δεν έπρεπε να είχε επιδικασθεί ποσό πέραν των £3.500 περιλαμβανομένου του ποσού των £2.769. Θα πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρεται στο λόγο [(1(β)] της παρούσας έφεσης, κακώς επιτράπηκαν τα κονδύλια αυτά γιατί είναι η εφεσίβλητη που επέλεξε την Κύπρο ως το κατάλληλο φόρουμ. Καμιά ανάπτυξη δεν έγινε για το θέμα είτε στο περίγραμμα είτε κατά την προφορική παρουσίαση και έτσι, παρόλο που έχουμε άποψη, θα αγνοηθεί.
Τα περιγράμματα δεν συσχετίστηκαν με τα δεδομένα των φακέλων. Από την εξέταση την οποία έχουμε κάμει προκύπτει σαφώς πως τα δικαιολογητικά που αφορούν τα παραπάνω πραγματικά έξοδα είχαν προσκομιστεί στον Πρωτοκολλητή. Και είναι ακόμη στο φάκελο. Ας σημειωθεί ότι σε κάποιο στάδιο η ακρόαση επαναλήφθηκε από την αρχή ενώπιον νέας σύνθεσης λόγω προαγωγής στο Ανώτατο Δικαστήριο ενός εκ των δικαστών που εξεδίκαζε την υπόθεση. Φαίνεται λοιπόν από το φάκελο ότι η έλευση του μάρτυρα στην Κύπρο ήταν αναγκαία για σκοπούς της δίκης και όχι για επισκέψεις συγγενών του ή για άλλο σκοπό, όπως αναφέρεται στην έφεση. Οι παραστάσεις του μάρτυρα στο δικαστήριο σημειώνονται και στο σχετικό κατάλογο. Δεν έχουμε πεισθεί ότι ασκήθηκε λανθασμένα η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου.
Οι εφέσεις για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν απορρίπτονται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων. Εφόσον οι εφέσεις προήλθαν από την ίδια απόφαση και συνεκδικάσθηκαν επιτρέπονται τα έξοδα στην κύρια έφεση μόνο.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων στην κύρια έφεση μόνο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο