Παναρέτου Θέκλα Ηλία και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 1 ΑΑΔ 1552

(2002) 1 ΑΑΔ 1552

[*1552]10 Οκτωβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΘΕΚΛΑ ΗΛΙΑ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ,

2. ΜΑΡΙΑ ΗΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείουσες-Απαιτήτριες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Αποζημιούσης Αρχής.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10918)

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Απαλλοτρίωση κτήματος για αρχαιολογικούς σκοπούς ― Αποζημιώσεις ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τον προδιορισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης στην οποία δικαιούται ο ιδιοκτήτης απαλλοτριωθέντος ακινήτου ― Άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), όπως τροποποιήθηκε ― Ο όρος «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» συνεπάγεται την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενης σε χρήμα ― Κατά πόσο έπρεπε να υπολογισθεί και η ετήσια αύξηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος στον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Κατά πόσο το Άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), αντίκειται προς το Σύνταγμα και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.

Τόκος ― Αποζημιώσεις ― Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Επιδίκαση τόκου επί του ποσού της πληρωτέας αποζημίωσης ― Εφαρμοστέες αρχές.

Οι εφεσείουσες ήταν ιδιοκτήτριες κτήματος στην Πάφο, το οποίο απαλλοτριώθηκε το 1974 για αρχαιολογικούς σκοπούς.  Η διαδικασία παραπομπής άρχισε το 1978 και συμπληρώθηκε το 2000, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.  Η αξία του κτήματος κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης συμφωνήθηκε ότι ήταν £4.000.  Οι εφεσείουσες προσπάθησαν να εισάξουν μαρτυρία προς απόδειξη της αξίας του κτήματος κατά το [*1553]χρόνο της ακρόασης.  Το Δικαστήριο όμως δεν επέτρεψε την εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για το συμφωνηθέν ποσό των £4.000 πλέον τόκο προς 7% ετησίως από 31.5.1974, ημέρα δημοσίευσης της γνωστοποίησης, μέχρι 17.5.1983 και προς 9% ετησίως από 18.5.1983 μέχρι εξόφλησης πλέον £350 κτηματικά έξοδα.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έπρεπε να συνυπολογισθεί η ετήσια αύξηση της αξίας του κτήματος στον καθορισμό της αποζημίωσης.  Αμφισβήτησαν επίσης τη συνταγματικότητα του Άρθρου 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου 15/62 (ο νόμος) προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι τα κριτήρια του περιορίζουν την ελεύθερη δικαστική κρίση και η εφαρμογή τους παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Με άλλους λόγους έφεσης οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι:

α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ότι εφαρμόζεται το Άρθρο 8 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

β) Οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν δεν οφείλονταν σ’ αυτές και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να τους επιρρίψει ευθύνη για την καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Συμφώνως προς το Άρθρο 10(α) του νόμου η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος εάν τούτο επωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης, είναι η βάση υπολογισμού της πληρωτέας αποζημίωσης.

2.  Όταν ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος κτήματος εξακολουθεί να το κατέχει προτού καταβληθεί σ’ αυτόν η αποζημίωση, έχοντας πρόθεση να το αντικαταστήσει με άλλο ίσης αξίας, δεν πρέπει να καθυστερεί.  Ο τόκος των χρημάτων που θα δαπανήσει για το σκοπό αυτό θα πληρωθεί από την αποζημιούσα αρχή.  Και ως αφετηρία υπολογισμού του τόκου, ορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης μέχρι τη συμφωνία της αξίας του κτήματος ή τον καθορισμό της από το Δικαστήριο.  Η πρόβλεψη για πληρωμή τόκου μέχρι την ημέρα καταβολής της αποζημίωσης, συνιστά δίκαιο μέτρο διατήρησης της αξίας των χρημάτων που θα έπαιρνε ο ιδιοκτήτης αν γινόταν αμέσως δεκτή η προσφορά ή αν τα μέρη κατέληγαν αμέσως σε συμφωνία αναφορικά με την αξία που είχε το κτή[*1554]μα κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης.

3.  Η ετήσια αύξηση της αξίας του κτήματος είναι ζήτημα εκτός συζήτησης και άσχετο με τον καθορισμό της αποζημίωσης.  Η σχετική αξίωση των εφεσειουσών είναι εξωπραγματική αξίωση η οποία δεν συνάδει ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα του νόμου.

4.  Η συνεκτίμηση των νομοθετικών κριτηρίων του Άρθρου 10 του νόμου γίνεται ελεύθερα από το Δικαστήριο και χωρίς περιορισμούς.  Η εφαρμογή των κατάλληλων κριτηρίων του Άρθρου 10 εκπληρώνει σε κάθε περίπτωση ότι ακριβώς επιτάσσει το Σύνταγμα, δηλαδή, την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενης σε χρήμα.

5.  Η ευχέρεια πληρωμής τόκου, επιτρέπει την εξισορρόπηση κάθε ανισοσκέλειας στον καθορισμό της αποζημίωσης.

6.  Για τις ανάγκες της υπόθεσης το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκης Σύμβασης που επικαλούνται οι εφεσείουσες.

7.  Το Δικαστήριο απόδωσε μέρος μόνο της ευθύνης για την καθυστέρηση στις εφεσείουσες, χωρίς ωστόσο η σχετική επίκρισή του να επηρεάσει είτε την κρίση του είτε το αποτέλεσμα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

Republic v. Savvides (1975) 3 C.L.R. 12.

Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 30/8/00 (Αρ. Παραπομπής 90/78) με την οποία απέρριψε τις εισηγήσεις τους και εξέδωσε υπέρ αυτών απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.4000,- ως η συμφωνηθείσα αξία του κτήματός τους στην Πάφο κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσής του το 1974, πλέον τόκο προς 7% [*1555]ετησίως από 31.5.74 μέχρι 17.5.83 και προς 9% ετησίως από 18.5.83 μέχρι εξόφλησης πλέον £350 κτηματικά έξοδα και απέρριψε κύρια αξίωσή τους για συνυπολογισμό της ετήσιας αύξησης της αξίας του κτήματος στον καθορισμό της αποζημίωσης.

Λ. Κυθραιώτης, για τις Εφεσείουσες.

Στ. Χούρρη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Κτήμα των εφεσειουσών στην Πάφο, απαλλοτριώθηκε το 1974 για σκοπούς αρχαιολογικούς.  Η διαδικασία της παραπομπής άρχισε το 1978 και συμπληρώθηκε τον Αύγουστο 2000 με την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.  Το ιστορικό της υπόθεσης αντικατοπτρίζει θλιβερή εικόνα.  Οι αλλεπάλληλες αναβολές, κατά το πλείστον χωρίς αποχρώντα λόγο ή για αιτίες άσχετες προς το σκοπό της δίκης, η αδιαφορία και παρελκυστική τακτική των διαδίκων αλλά και η παράλειψη του Δικαστηρίου να επιβάλει, ως είχε καθήκον, τη συμμόρφωση προς τους θεσμούς και την τήρηση της δικονομικής τάξης, ήταν οι κύριοι παράγοντες που συνέβαλαν στην εκτροπή και εν τέλει απέτρεψαν την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως επιτάσσουν το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στην πρωτόδικη απόφαση, επικρίνεται η τοποθέτηση των εφεσειουσών ότι δεν επιθυμούσαν την έγκαιρη συμπλήρωση της διαδικασίας γιατί θα έχαναν, όπως ρητά δηλώθηκε εκ μέρους τους, την κατοχή του κτήματος (την οικία στην οποία διέμεναν) και αποδίδεται στις εφεσείουσες, μεγάλο μέρος της ευθύνης για το χρόνο που σπαταλήθηκε ένεκα της όλης συμπεριφοράς τους.  Όμως, ούτε αυτή η παράμετρος  συνιστά έστω βάσιμο λόγο απόκλισης από το καθήκον που η πολιτεία έχει εναποθέσει στις Δικαστικές Αρχές για έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.  Βλ. Yiannakis Agapiou v. Annetta Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257.

Πριν από την έναρξη της ακρόασης, συμφωνήθηκε ότι η αξία του κτήματος κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης (31.5.1974), λαμβανομένων υπόψη και των αρχαιολογικών περιορισμών, ήταν £4000.  Στη συνέχεια, οι εφεσείουσες προσπάθησαν  να [*1556]εισάξουν μαρτυρία προς απόδειξη της αξίας του κτήματος κατά το χρόνο της ακρόασης.  Το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας γιατί κρίθηκε ότι ήταν άσχετη και εκτός του πλαισίου της παραπομπής.

Τρεις βασικά ήταν οι πυλώνες στήριξης της υπόθεσης των εφεσειουσών ήτοι:

(α)  Για να είναι δίκαιη και εύλογη η αποζημίωση όπως προβλέπει το άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος πρέπει να προστεθεί στην αξία του κτήματος κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης και η ετήσια αύξηση της αξίας του μέχρι την ημέρα της αποστέρησης της περιουσίας (at the time of the taking).

(β)  Το άρθρο 10(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αντίκειται προς το Σύνταγμα.  Η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών εφόσον, η νομοθετική εξουσία επιβάλλει διά νόμου, περιορισμούς στα Πολιτικά Δικαστήρια που άπτονται του καθορισμού της αποζημίωσης. Οι περιορισμοί, συνιστούν κατ’ ουσίαν επέμβαση περιοριστική της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επιδίκαση δικαίας και εύλογης αποζημίωσης.

(γ)  Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 της Σύμβασης η οποία, έχει κυρωθεί από την Κύπρο και οι πρόνοιες της έχουν αυξημένη ισχύ έναντι του ημεδαπού νόμου, οι εφεσείουσες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης καθοριζόμενης με βάση τη σημερινή αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι οι εφεσείουσες, θεώρησαν ανεπαρκή την επιδίκαση τόκου προς 7% ετησίως από 31.5.74 μέχρι 17.5.1983 και προς 9% ετησίως από 18.5.1983 μέχρι εξοφλήσεως.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και έχοντας υπόψη το νόμο και τη σχετική νομολογία καθώς και τις απόψεις της άλλης πλευράς, εξέτασε τα θέματα που ήγειραν οι εφεσείουσες.  Το Δικαστήριο, με ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία/σταθμούς της μακρόχρονης πορείας που ακολούθησε η υπόθεση, ήταν ιδιαίτερα επικριτικό για την  εν γένει στάση και συμπεριφορά των εφεσειουσών στις οποίες, απέδωσε μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε.  Είναι σαφές ότι η επικριτική διάθεση του Δικαστηρίου προς τις εφεσείουσες για τη συμβολή τους στην καθυστέρηση και την επιμήκυνση του χρόνου, στό[*1557]χευε στο να καταδείξει,  άλλωστε αυτό αναφέρεται ρητά στην εκκαλούμενη απόφαση, την αντινομική τους στάση ήτοι, από τη μια να αδιαφορούν για την προώθηση της υπόθεσης και να παραλείπουν να πράττουν έγκαιρα ό,τι επιτάσσουν οι Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας  και από την άλλη, να επικαλούνται την καθυστέρηση για την οποία και οι ίδιες ευθύνονται με προοπτική να αποκτήσουν πλεονέκτημα και οικονομικό όφελος.  Βέβαια, οι παρατηρήσεις είναι ορθές και εν πολλοίς μας βρίσκουν  σύμφωνους χωρίς ωστόσο, να θεωρηθεί ότι με αυτό αναιρούμε ό,τι έχουμε αναφέρει αναφορικά με το καθήκον του Δικαστηρίου για διασφάλιση απερίσπαστης διαδικασίας και έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.  Ως προς το κατά πόσο η καθυστέρηση θα μπορούσε να επενεργήσει ευνοϊκά υπέρ των εφεσειουσών, όπως ήταν η εισήγηση, το Δικαστήριο, αποφάσισε αρνητικά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενστερνίσθηκε καμιά από τις εισηγήσεις των εφεσειουσών (σελ. 1556) και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους για το ποσό των £4000 που είχε συμφωνηθεί ως η αξία του κτήματος κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης πλέον τόκο προς 7% ετησίως από 31.5.74 μέχρι 17.5.83 και προς 9% ετησίως από 18.5.83 μέχρι εξόφλησης πλέον £350 κτηματικά έξοδα.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος της έφεσης αναφέρεται στην απόρριψη της αξίωσης για συνυπολογισμό της ετήσιας αύξησης της αξίας του κτήματος στον καθορισμό της αποζημίωσης.  Οι εφεσείουσες υποβάλλουν ότι η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 10(λ) του νόμου 15/62 αποβλέπει στο να καταστήσει την αποζημίωση δίκαιη και εύλογη.  Αν το ποσό που θα επιδικαστεί θα έχει τη μορφή τόκου ή οποιαδήποτε άλλη μορφή είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Ωστόσο, η μορφή του ποσού που θα επιδικαστεί θα πρέπει να έχει σαν αποτέλεσμα το δίκαιο και εύλογο της αποζημίωσης και ακόμα να παρέχει τη δυνατότητα αντικατάστασης του κτήματος που έχει απαλλοτριωθεί με άλλο κτήμα ίσης αξίας.  Εισηγούνται εν προκειμένω οι εφεσείουσες ότι το ποσό το οποίο έπρεπε να τους είχε τελικά αποδοθεί είναι αυτό που αντιπροσωπεύει την ετήσια αύξηση της αξίας του κτήματος από την ημερομηνία της δημοσίευσης της γνωστοποίησης μέχρι την καταβολή της αποζημίωσης.

Οι πρόνοιες του άρθρου 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου 15/62 συναποτελούν τους κανόνες με βάση τους οποίους υπολογίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, η αποζημίωση του [*1558]ιδιοκτήτη κτήματος που έχει απαλλοτριωθεί.

Η αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου εάν τούτο επωλείτο εκουσίως στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης είναι η βάση του υπολογισμού (καθορισμού) της πληρωτέας αποζημίωσης. Βλ. άρθρο 10(α) του νόμου.  Έτσι λοιπόν αν το ύψος της αποζημίωσης ισούται με το ποσό το οποίο θα απέφερε η πώληση του κτήματος στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης και η προσφορά της αποζημίωσης γίνει αποδεκτή, το ζήτημα  θεωρείται λελυμένο μια και ο ζημιωθείς λόγω της απαλλοτρίωσης ιδιοκτήτης του κτήματος, αποκαθίσταται στη θέση που βρισκόταν προηγουμένως εφόσον παίρνει ποσό ίσο προς την αξία του κτήματος που έχασε.

Όταν όμως η πληρωμή της αποζημίωσης δεν γίνει ταυτόχρονα με τη δημοσίευση της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, που σύμφωνα με το νόμο είναι ο κρίσιμος χρόνος προσδιορισμού της αξίας του κτήματος για τον υπολογισμό (καθορισμό) της πληρωτέας αποζημίωσης, ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος κτήματος εξακολουθεί να κατέχει τούτο και δυνητικά έχει την ευχέρεια  να το εκμεταλλεύεται ή ακόμα και να το υποθηκεύει.  Ταυτόχρονα, γνωρίζει ότι το κτήμα  θα περιέλθει κάποτε στην ιδιοκτησία της απαλλοτριούσας αρχής και οφείλει επίσης να γνωρίζει ότι ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αξίας του κτήματος είναι ο χρόνος δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης. Αν λοιπόν η πρόθεση του είναι να αντικαταστήσει το απαλλοτριωθέν κτήμα με άλλο ίσης αξίας δεν πρέπει να καθυστερεί.  Ο τόκος των χρημάτων που θα δαπανήσει για το σκοπό αυτό θα πληρωθεί από την αποζημιούσα αρχή. Και ως αφετηρία υπολογισμού του τόκου, ορίζεται η ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης μέχρι τη συμφωνία της αξίας του κτήματος ή τον καθορισμό της από το Δικαστήριο.  Νομίζουμε ότι η πρόβλεψη για πληρωμή τόκου μέχρι την ημέρα καταβολής της αποζημίωσης, συνιστά δίκαιο μέτρο διατήρησης της αξίας των χρημάτων που θα έπαιρνε ο ιδιοκτήτης αν γινόταν αμέσως δεκτή η προσφορά ή αν τα μέρη κατέληγαν αμέσως σε συμφωνία αναφορικά με την αξία που είχε το κτήμα κατά τον ουσιώδη χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης.

Ο προσδιορισμός της αξίας του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης είναι το κύριο στοιχείο της διαδικασίας για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης.  Από τη στιγμή που προσδιορίζεται αυτή η αξία, αυτή συνιστά δυνητικά είτε το σύνολο της αποζημίωσης, χωρίς οτιδήποτε άλλο, ή μέρος της αποζημίωσης και τούτο, όταν  συντρέχει για παράδειγμα, «οιονδήποτε έτερον ζήτημα όπερ δεν βασίζεται ευθέως επί της αξίας της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας» όπως προβλέπει το άρθρο 10(λ) του νόμου που έχει αναριθμηθεί σε 10(ιγ)*.  Είναι προφανές ότι το «ζήτημα» για το οποίο γίνεται λόγος στην εν λόγω διάταξη, αφορά στο θέμα του υπολογισμού της αποζημίωσης χωρίς τούτο να βασίζεται ευθέως επί της αξίας της απαλλοτριούμενης ιδιοκτησίας.

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η «ετήσια αύξηση» της αξίας του κτήματος που επικαλούνται οι εφεσείουσες είναι ζήτημα που δεν άπτεται ευθέως της αξίας του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης.  Επομένως, η ετήσια αύξηση της εν λόγω αξίας είναι ζήτημα εκτός συζήτησης και άσχετο με τον καθορισμό της αποζημίωσης.  Το ζήτημα που είναι εν προκειμένω σχετικό, ως συναρτώμενο με τις πρόνοιες του άρθρου 10(ιγ), είναι ο καθορισμός του ύψους του ποσού της αποζημίωσης κατά το χρόνο της πληρωμής.  Και τούτο, πρέπει να είναι ανάλογης αξίας προς το ισάξιο των χρημάτων που άξιζε το κτήμα κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.  Με άλλα λόγια, η αποζημίωση για να είναι δίκαιη και εύλογη θα πρέπει να αντανακλά κατά το χρόνο της πληρωμής, τη χρηματική αξία του κτήματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης. Ο  πληθωρισμός καθώς και άλλα οικονομικά στοιχεία και παράγοντες, διαδραματίζουν ενδεχομένως ρόλο στον καθορισμό της αποζημίωσης στις περιπτώσεις όπου εμπλέκονται οι πρόνοιες του άρθρου 10(ιγ) και το θέμα βέβαια, εξετάζεται μόνο όταν είναι επίδικο κλπ. 

Η αξίωση των εφεσειουσών να αποζημιωθούν επιπροσθέτως και με το σύνολο των ετήσιων αυξήσεων της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος, ουσιαστικά ισοδυναμεί με αξίωση για αποζημίωση ίση προς την αξία του κτήματος κατά την ημέρα της καταβολής της αποζημίωσης και όχι με την αξία που είχε το κτήμα κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης. Πρόκειται για εξωπραγματική αξίωση η οποία δεν συνάδει ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα του νόμου.  Τυχόν υιοθέτησή της θα ενθαρρύνει την εφαρμογή κάθε είδους παρελκυστικής τακτικής που θα στοχεύει στην είσπραξη αποζημίωσης ανάλογης προς  την ετήσια αύξηση της αξίας του κτήματος ενώ ταυτόχρονα, ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωμένου θα απολαμβάνει τη χρήση και κάρπωση του κτήματος, αισθανόμενος βεβαιότητα ότι η αποζημίωση που θα πάρει σε καμιά περίπτωση δεν [*1560]θα είναι μικρότερη της αξίας που είχε το κτήμα κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης.

Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και θα πρέπει να απορριφθεί.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης τίθεται υπό αμφισβήτηση η συνταγματικότητα του άρθρου 10 του νόμου.  Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι τα κριτήρια του άρθρου 10 του νόμου συγκρούονται και είναι αντίθετα με τα άρθρα 23.4(γ), 35 και 182  του Συντάγματος.  Λέγουν συναφώς ότι τα δεσμευτικά για το Δικαστήριο κριτήρια του άρθρου 10 του Νόμου, περιορίζουν την ελεύθερη δικαστική κρίση, αποτελούν ανάμιξη του νομοθετικού οργάνου εις το έργο της απονομής της δικαιοσύνης και συνεπώς παραβιάζουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Με ειδική αναφορά στο άρθρο 10(α) οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι η εν λόγω διάταξη καταστρατηγεί και ουσιαστικά ακυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος για δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. 

Ο ισχυρισμός ότι τα κριτήρια του άρθρου 10 του νόμου περιορίζουν την ελεύθερη δικαστική κρίση και η εφαρμογή τους παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι λανθασμένος.

Η εφαρμογή ενός ή περισσότερων κριτηρίων αποβλέπει, ανάλογα με την περίπτωση, στον καθορισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης όπως επιτάσσει το άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος.  Η συνεκτίμηση των νομοθετικών κριτηρίων γίνεται ελεύθερα από το Δικαστήριο και χωρίς περιορισμούς.  Ο όρος «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» σημαίνει στην πράξη την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη  αποτιμούμενης σε χρήμα.  Στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119  ειπώθηκαν τα εξής:

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζει συμπερασματικά ότι ο όρος «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση» συνεπάγεται την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενης σε χρήμα. (Βλ. Yiannis Anastassi Moti & Another v. Republic (1968) 1 C.L.R. 102, Maniera v. Republic (1970) 1 C.L.R. 345, Rashid Ali & Another v. Vassiliko Cement Works Ltd (1971) 1 C.L.R. 146, Republic v. Savvides & Others (1975) 1 C.L.R. 12, D.J. Demades & Sons Ltd v. Republic (1977) 1 C.L.R. 189 and Louisos v. M’ty of Famagusta (1978) 1 C.L.R. 36).»

[*1561]Η εφαρμογή των κατάλληλων κριτηρίων του άρθρου 10 εκπληρώνει σε κάθε περίπτωση ό,τι ακριβώς επιτάσσει το Σύνταγμα δηλαδή, την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενης σε χρήμα.

Σε συνάρτηση προς ό,τι έχουμε αναφέρει σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσθέτουμε, ότι η ευχέρεια πληρωμής τόκου, επιτρέπει την εξισορρόπηση κάθε ανισοσκέλειας στον καθορισμό της αποζημίωσης. Βλ. Republic v. Savvides (1975) 3 C.L.R. 12 και Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Τα κριτήρια με βάση το άρθρο 10 του Νόμου και ειδικά αυτά των άρθρων 10(α) και 10(ιγ) για τα οποία έγινε ειδική αναφορά συνάδουν προς το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου.  Καταλήγουμε ότι και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται (τρίτος λόγος έφεσης) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ότι το άρθρο 8 της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης δεν εφαρμόζονται και δεν προχώρησε να επιλύσει τα νομικά σημεία και/ή να εφαρμόσει τις πρόνοιες της Σύμβασης.  Παραπονούνται συνάμα ότι στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται μόνο ελάχιστη αναφορά στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης έχει προοπτική επιτυχίας.  Το Δικαστήριο, κατόπιν ορθής εφαρμογής του νόμου και των αρχών της νομολογίας διατύπωσε την κρίση του πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα.  Για τις ανάγκες της υπόθεσης δεν ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που επικαλούνται οι εφεσείουσες και προς τις οποίες συνάδουν οι διατάξεις του νόμου που έτυχαν εν προκειμένω εφαρμογής.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον του μέρους της εκκαλούμενης απόφασης στο οποίο επιρρίπτεται ευθύνη στις εφεσείουσες για την καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Το  Δικαστήριο δεν επιρρίπτει ολοσχερή ευθύνη στις εφεσείουσες για την καθυστέρηση.  Σ’ αυτές αποδίδεται μέρος μόνο της ευθύνης.  Αυτή ωστόσο η επίκριση καθόλου δεν επηρέασε είτε την κρίση του Δικαστηρίου είτε το αποτέλεσμα.

Οι εφεσείουσες παραπονούνται (πέμπτος λόγος έφεσης) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το μόνο ποσό που δικαιούνται ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση είναι £4000.- πλέον τόκο προς 7% από 31.5.1974 μέχρι 17.5.1983 και 9% από 18.5.1983 μέχρι εξόφλησης. Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης συναρτάται με ό,τι έχου[*1562]με προαναφέρει επί του ιδίου θέματος.  Δεν έγινε εισήγηση ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία για ύπαρξη άλλων σχετικών παραγόντων που να συνάδουν με τα νομοθετημένα κριτήρια ώστε να προσμετρούσαν στον υπολογισμό της αποζημίωσης.  Η εξισορρόπηση της ανισοσκέλειας, επετεύχθη με την επιδίκαση τόκου κατ΄ εφαρμογή του νόμου που ίσχυε κατά τις εκάστοτε χρονικές περιόδους.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης συναρτάται μερικώς με τους προηγούμενους.  Ωστόσο, συνοπτικά παρατηρούμε ότι η προσφορά του ποσού των £31.700 έγινε με βάση τη σχετική πρόνοια του νόμου αρ. 84/88 η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επομένως προσφορά η οποία έγινε  στη βάση νόμου που κρίθηκε αντισυνταγματικός δεν μπορούσε να αποτελέσει εκ των υστέρων τη βάση καθορισμού δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.

Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο