Kipagrotiki Ltd ν. Παναγιώτη Σάββα (2002) 1 ΑΑΔ 1610

(2002) 1 ΑΑΔ 1610

[*1610]21 Οκτωβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

KIPAGROTIKI LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11287)

 

Πολιτική Δικονομία ― Αποκάλυψη εγγράφων ― Δ.28, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ― Ανάγκη συγκεκριμενοποίησης των εγγράφων των οποίων αιτείται η αποκάλυψη.

Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες (οι εφεσείοντες) καταχώρησαν αίτηση για ένορκη αποκάλυψη εγγράφων.  Η αίτηση υποβλήθηκε αμέσως μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης και αφορούσε σε αποκάλυψη ενόρκως όλων των εγγράφων τα οποία είναι ή ήσαν στην κατοχή ή εξουσία του ενάγοντος-εφεσίβλητου (ο εφεσίβλητος) αναφορικά με τα επίδικα θέματα.  Ο εφεσίβλητος έφερε ένσταση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση αποφασή του, απέρριψε την αίτηση αφού είχε συμμεριστεί την άποψη του εφεσίβλητου ότι δεν υπήρχε λεπτομερής κατάλογος εγγράφων των οποίων ζητείτο η αποκάλυψη και τα οποία να βρίσκονται στην κατοχή του.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση επισημαίνοντας πως δεν ήταν ως θέμα αρχής απαραίτητο να είχαν συγκεκριμενοποιηθεί τα έγγραφα για τα οποία υποβαλλόταν η αίτηση και θεωρώντας πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο “δεν έχει προχωρήσει σε προσωπική μελέτη των δικογράφων ούτως ώστε να αποφασίσει κατά πόσο προκύπτουν οποιαδήποτε έγγραφα και αν αυτά τα έγγραφα που προκύπτουν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα ή όχι”.

 

[*1611]Αποφασίστηκε ότι:

Η κρίση για τη σχετικότητα προϋποθέτει υπαρκτό αντικείμενο σε σχέση με το οποίο αυτή διαμορφώνεται.  Η αντίληψη των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει γενική αποκάλυψη, χωρίς οποιονδήποτε προσδιορισμό, οπότε ο εφεσίβλητος, ενόψει του διατάγματος που θα είχε εκδοθεί, θα μπορούσε να δηλώσει ενόρκως πως δεν κατείχε οτιδήποτε σχετικό, οδηγεί σε κύκλο και παραγνωρίζει πως οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της δυνατότητας που παρέχουν οι Θεσμοί πρέπει να προϋπάρχουν.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές-εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 22/1/02 (Αρ. Αγωγής 294/01) με την οποία απέρριψε την αίτησή τους, συνοδευόμενης από ένορκη δήλωση, για αποκάλυψη ενόρκως όλων των εγγράφων τα οποία είναι ή ήσαν στην κατοχή ή εξουσία του ενάγοντα αναφορικά με τα επίδικα θέματα στα πλαίσια αγωγής με την οποία ο ενάγοντας αξίωνε ορισμένο ποσό ως αξία κιβωτίων, τα οποία, κάτω από περιστάσεις που περιγράφει στην έκθεση απαίτησης, κατά τον ισχυρισμό του κατακρατούσαν οι εναγόμενοι-εφεσείοντες.

Μελ. Θεοδωρίδου και Σ. Κώστα για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Κνώφου για Κ. Δημητριάδη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η έφεση αφορά στην ενδιάμεση απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για ένορκη αποκάλυψη εγγράφων. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν εκτεταμένα στη νομολογία, Κυπριακή και Αγγλική, σε σχέση με πλειάδα ζητημάτων, όπως οι προϋποθέσεις της σχετικότητας και, ακόμη, η ευρύτητα της διακριτικής εξουσίας που παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.28 θ.1 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας* σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο, εκτός αν κρίνει πως αυτό δεν είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ένορκη αποκάλυψη των εγγράφων που βρίσκονταν ή είχαν βρεθεί στην κατοχή ή τον έλεγχο του αντιδίκου, και που σχετίζονται με οποιοδήποτε επίδικο θέμα:

“Any party may, without filing any affidavit, apply to the Court or a Judge for an order directing any other party to any cause or matter to make discovery on oath of the documents which are or have been in his possession or power relating to any matter in question therein....”.

O λόγος της απόρριψης της αίτησης ήταν εντελώς συγκεκριμένος και δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει άλλο θέμα.  Ο ενάγοντας-εφεσίβλητος αξίωσε ορισμένο ποσό ως αξία κιβωτίων, τα οποία, κάτω από περιστάσεις που περιγράφει στην έκθεση απαίτησης, κατά τον ισχυρισμό του κατακρατούν οι εναγόμενοι-εφεσείοντες.  Οι δεύτεροι, με την υπεράσπισή τους αρνήθηκαν γενικά τον ισχυρισμό και με ανταπαίτηση αξίωσαν άλλα ποσά ως οφειλόμενα δυνάμει κατ’ ισχυρισμόν προφορικής συμφωνίας. Ανταπαίτηση την οποία οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν με την απάντηση και την υπεράσπισή τους σ΄αυτή. Η αίτηση υποβλήθηκε αμέσως μετά την καταχώριση της υπεράσπισης και ανταπαίτησης και αφορούσε σε “αποκάλυψη ενόρκως όλων των εγγράφων τα οποία είναι ή ήσαν στην κατοχή ή εξουσία τους αναφορικά με τα επίδικα θέματα”. Χωρίς άλλη εξειδίκευση και σημειώνουμε εδώ πως ούτε και η ένορκη δήλωση που, παρά τη σχετική πρόνοια του θεσμού συνόδευσε την αίτηση, ήταν πιό συγκεκριμένη.  Η σχετική παράγραφος της είχε ως εξής:

“Οι επίδικες διαφορές παρουσιάζονται στα δικόγραφα και προκύπτει από αυτές ότι θα τεθεί θέμα των εγγράφων που αφορούν την όλη πράξη και τις οδηγίες που δόθηκαν αλλά και τα εμβάσματα/πληρωμές και όλα τα σχετικά συμπεριλαμβανομένων και καταχωρήσεων στα αρχεία του ενάγοντα”.

Ο ενάγοντας-εφεσίβλητος ενέστη και είναι αρκετό να σημειώ[*1613]σουμε τη βασική του θέση. Τα μόνα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα που κατείχε ήταν τα αναφερθέντα στην έκθεση απαίτησης.  Μάλιστα τα πρωτότυπα των περισσοτέρων από αυτά βρίσκονταν ήδη στην κατοχή των εφεσειόντων.  Κατά την άποψή του η αίτηση ήταν καταχρηστική αφού, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσε σε αποκάλυψη – ψάρεμα μαρτυρίας.  Προκύπτει πως η προώθηση της αίτησης αφορούσε σε έγγραφα άλλα, όχι εκείνα τα οποία ήδη ο εφεσίβλητος παραδεχόταν ενόρκως, δηλαδή με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένστασή του, ότι κατείχε, και το πρωτόδικο δικαστήριο συμμερίστηκε την άποψη του εφεσιβλήτου, ως εξής:

“Εφόσον η θέση του ενάγοντα είναι ότι τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του είναι όσα αναφέρονται στην απαίτηση και ότι τα πρωτότυπα των περισσοτέρων εγγράφων που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης βρίσκονται στην κατοχή των εναγομένων και δεν υπάρχει ειδική αναφορά από τους εναγομένους για ποία έγγραφα  θέλουν την αποκάλυψη, δεν μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων.

Δεν υπάρχει δηλαδή λεπτομερής κατάλογος εγγράφων των οποίων ζητείται η αποκάλυψη και τα οποία να βρίσκονται στην κατοχή του ενάγοντα και για τούτο η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.”

Οι εφεσείοντες επισημαίνουν πως δεν ήταν ως θέμα αρχής απαραίτητο να είχαν συγκεκριμενοποιηθεί τα έγγραφα για τα οποία υποβαλλόταν η αίτηση και θεωρούν πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο “δεν έχει προχωρήσει σε προσωπική μελέτη των δικογράφων ούτως ώστε να αποφασίσει κατά πόσο προκύπτουν οποιαδήποτε έγγραφα και αν αυτά τα έγγραφα που προκύπτουν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα ή όχι”.  Παραγνωρίζει όμως αυτή η εισήγηση την ένορκη δήλωση του εφεσιβλήτου όπως την παραθέσαμε, στη βάση της οποίας διεξάχθηκε και η διαδικασία.  Οπότε και η συζήτηση αναφορικά με το τι θα μπορούσε να ήταν σχετικό ή άσχετο δεν ήταν δυνατό να έχει νόημα.  Όπως δεν νομίζουμε ότι έχει τη θέση της και η παραπομπή στον Atkin’s (ανωτέρω)  σύμφωνα με την οποία το κατά πόσο ένα έγγραφο είναι σχετικό για τους σκοπούς ένορκης αποκάλυψης κρίνεται από το δικαστήριο και όχι από το διάδικο.  Η κρίση για τη σχετικότητα προϋποθέτει υπαρκτό αντικείμενο σε σχέση με το οποίο αυτή διαμορφώνεται.  Η δε αντίληψη των εφεσειόντων, όπως τη διατύπωσαν ενώπιόν μας, πως θα έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να διατάξει γενική αποκάλυψη, χωρίς δηλαδή οποιονδήποτε προσδιορισμό, οπότε ο εφεσίβλητος θα μπορούσε στη συνέχεια, ανταποκρινόμενος δηλαδή προς το καθήκον του [*1614]ενόψει του διατάγματος που θα είχε εκδοθεί, να δηλώσει ενόρκως πως δεν κατείχε οτιδήποτε το σχετικό, οδηγεί σε κύκλο και παραγνωρίζει πως οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της δυνατότητας που παρέχουν οι Θεσμοί πρέπει να προϋπάρχουν.

Στο περίγραμμα της αγόρευσής τους οι εφεσείοντες επιχείρησαν για πρώτη φορά κάποια συγκεκριμενοποίηση, ως εξής:

“....η αίτηση για αποκάλυψη παρόλο που στο πρόσωπό της είναι γενική, στην ουσία περιορίζεται στα έγγραφα που αφορούν τις συναλλαγές που έγιναν μεταξύ των μερών, στα έγγραφα που προκύπτουν από την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης και από την παρ. 8(α) της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.  Πρόκειται δηλ. για τα δελτία παραλαβής και/ή τιμολόγια των κιβωτίων που οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι παρέδωσαν στους Εφεσείοντες/Εναγομένους, ως επίσης και τα στοιχεία πληρωμών των παραγωγών και εξόδων συλλογής των φρούτων, λαχανικών και φθαρτών, που σχετίζονται τόσο με την ουσία της απαίτησης των Εφεσίβλητων/Εναγόντων, όσο και με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση των Εφεσειόντων/Εναγομένων.”

Δεν εξετάζουμε όμως το ζήτημα πρωτογενώς.  Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, στη βάση βεβαίως των δεδομένων όπως αυτά ήταν διαμορφωμένα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Υποδεικνύουμε συναφώς, ως προς το πρώτο σκέλος των πιο πάνω, δηλαδή ως προς τα “έγγραφα που προκύπτουν από την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης”, πως βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου η αναντίλεκτη τελικά ένορκη δήλωση του εφεσιβλήτου, όπως την παραθέσαμε, χωρίς να είχε εισαχθεί στην εικόνα οτιδήποτε το συμπληρωματικό και χωρίς να είχε εγερθεί ζήτημα περαιτέρω αποκάλυψης όσων ήδη ο εφεσίβλητος ενόρκως παραδεχόταν ότι κατείχε.  Όπως προαναφέραμε, με την προσθήκη, που και αυτή δεν έτυχε περαιτέρω χειρισμού, πως τα πρωτότυπα των περισσοτέρων από εκείνα τα έγγραφα ήδη βρίσκονταν στην κατοχή των εφεσειόντων.  Και ως προς το δεύτερο σκέλος, πως τίποτε από την αίτηση δεν παρέπεμπε σε έγγραφα που κατείχε ο εφεσίβλητος και όχι οι εφεσείοντες σε σχέση με την παράγραφο 8(α) της ανταπαίτησης.  Κατά την παράγραφο 8(α) της ανταπαίτησης ο εφεσίβλητος ήδη είχε παρουσιάσει στους εφεσείοντες “στοιχεία πληρωμών σε παραγωγούς και έξοδα συλλογής”.  Η εντύπωσή μας τελικά είναι πως ένα απλό ζήτημα που θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί κατά τρόπο πρακτικό και δίκαιο με στοιχειώδη συνεννόηση, περιεπλάκη αχρείαστα.  Κάτω από τις περιστάσεις δεν [*1615]έχουμε ικανοποιηθεί πως συντρέχει λόγος για παρέμβασή μας.  Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο