Πολυκάρπου Όλγα Ιωάννου και Άλλος ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1688

(2002) 1 ΑΑΔ 1688

[*1688]23 Οκτωβρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΟΛΓΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ,

2. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

1. ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΟΥΤΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11033)

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Δικαιώματα ενοικιαγοράς ― Επιτρέπονται, παρά το ότι δεν προβλέπονται στον Περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς, Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμο του 1966 (Ν. 32/66) ― Αναγνωρίζονται έμμεσα από τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν. 2/77).

Υποθήκες ― Εκποίηση υποθήκης ― Κατά πόσο παρεχόταν δικαίωμα εκποίησης υποθήκης χωρίς τερματισμό της σύμβασης ενοικιαγοράς ― Ποία τα επακόλουθα διατάγματος εκποίησης υποθήκης  αναφορικά με τους ενυπόθηκους χρεώστες.

Συνήφθη μεταξύ της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης σύμβαση ενοικιαγοράς σε σχέση με καινούργιο αυτοκίνητο.  Ο εφεσείων 2 και ο εφεσίβλητος 2, ο έμπορος που προμήθευσε το αυτοκίνητο ανέλαβαν υποχρέωση ως εγγυητές.  Επιπλέον, η εφεσείουσα 1 παρέσχε προς εξασφάλιση της Τράπεζας υποθήκη ακινήτου ιδιοκτησίας για ποσό £60.000.  Η σύμβαση καθόριζε ως τίμημα ποσό £56.000 και ως δικαιώματα ενοικιαγοράς ποσό £20.117,92 ήτοι σύνολο £76.177,92 το οποίο θα πληρωνόταν με 48 μηνιαίες δόσεις.

Η εφεσείουσα 1 έλαβε κατοχή του αυτοκινήτου, κατέβαλε ορισμένες από τις δόσεις αλλά στη συνέχεια παρέλειψε να καταβάλει άλλες.  Για την περίοδο από 21/6/1994 μέχρι 21/9/94 οφειλόταν συνολικό ποσό ύψους £22.823,84.  Ως αποτέλεσμα στις 18/10/95, η εφεσίβλητη 1, απέ[*1689]στειλε μέσω δικηγόρου επιστολή τερματισμού.  Στη συνέχεια κίνησε αγωγή κατά της εφεσείουσας 1 και των εγγυητών αξιώνοντας ολόκληρο το μη καταβληθέν υπόλοιπο του ποσού ενοικιαγοράς πλέον τόκο, επιστροφή του αυτοκινήτου και πώληση του προς ικανοποίηση του χρέους, όπως και πώληση του ενυπόθηκου κτήματος.

Με την υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι το συμβόλαιο ενοικιαγοράς δεν αποτύπωνε τα συμφωνηθέντα και απέδωσαν την υπογραφή του σε ψευδείς παραστάσεις από την εφεσίβλητη 1 αναφορικά με το ποιό θα ήταν το συνολικό ποσό ενοικιαγοράς.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η σύμβαση ήταν παράνομη επειδή προϋπολογίστηκαν δικαιώματα ενοικιαγοράς.  Ανεξάρτητα δε από αυτό, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα τερματισμού της σύμβασης.  Εξ άλλου, με ειδοποίησή τους προς τον εφεσίβλητο 2, σε σχέση με την οποία ανταλλάγησαν δικόγραφα για συνεισφορά, βάσει της Δ.10, θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι υπέγραψαν το συμβόλαιο ενοικιαγοράς ως αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και από τον ίδιο τον εφεσίβλητο 2.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων αναφορικά με τις περιστάσεις κατάρτισης της σύμβασης.  Σε σχέση όμως με το θέμα τερματισμού, κατέληξε ότι δεν υπήρξε αποτελεσματική κοινοποίηση πριν από την καταχώρηση της αγωγής και ως εκ τούτου η αγωγή δεν θα μπορούσε να εξεταστεί στη βάση ότι η σύμβαση είχε τερματιστεί, αλλά παρέμεινε βιώσιμη ως προς τη διεκδίκηση του μη καταβληθέντος ποσού.  Διαπίστωσε ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν τελικά σε £21.373,84 και το επιδίκασε με τόκο.  Παράλληλα εξέδωσε διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τίποτε δεν προτάθηκε από τους εφεσείοντες που να ρίχνει την παραμικρή σκιά στις πρωτόδικες καταλήξεις σε σχέση είτε με την ευθύνη των εφεσειόντων προς την τράπεζα είτε με την απαίτηση τους για συνεισφορά ή αποζημίωση από τον εφεσίβλητο 2.

2.  Το ότι στον περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς, Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμο του 1966 (Ν. 32/66) δεν γίνεται αναφορά σε δικαιώματα ενοικιαγοράς δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπονται.  Σημαίνει μόνο ότι θεωρούνται αυτονόητα ως μέρος της διευθέτησης για τη διάθεση αγαθών με ενοικιαγορά και αυτό, καθώς υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγνωρίζεται έμμεσα από [*1690]τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν. 2/77) όπου στο Άρθρο 2 γίνεται ρητή αναφορά σε δικαιώματα ενοικιαγοράς τα οποία εξαιρούνται από τον ορισμό του τόκου.

3.  Βάσει των όρων, η υποθήκη προοριζόταν για την εξασφάλιση οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού είτε διαρκούσας της σύμβασης ενοικιαγοράς είτε κατόπιν τερματισμού της.  Ούτε και τελούσε η υποθήκη υπό την αίρεση εξάντλησης οποιουδήποτε άλλου μέσου εξασφάλισης. Ως προς τα επακόλουθα του διατάγματος εκποίησης δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας από τους εφεσείοντες.  Είναι αυτονόητο ότι εφόσον καταβληθεί το εξ αποφάσεως χρέος πριν από την εκποίηση, η εκποίηση δεν προχωρεί και το ίδιο αυτονόητο είναι ότι σε περίπτωση εκποίησης το όποιο υπόλοιπο, μετά την εξόφληση του εξ αποφάσεως δικού τους χρέους, τους επιστρέφεται.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 19/1/01 (Αρ. Αγωγής 6169/95) με την οποία επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας Τράπεζας ποσό Λ.Κ.21.373,84 συν τόκος ως υπόλοιπο οφειλόμενων δόσεων από την εναγόμενη 1 - πρωτοφειλέτιδα και εναγόμενο 2 - εγγυητή από τη συμφωνία ενοικιαγοράς ενός αυτοκινήτου για χρήση ως ταξί από την εναγόμενη 1 διέταξε την εκτέλεση της υποθήκης την οποία παρέσχε η εναγόμενη 1 και απέρριψε εισήγηση των εναγομένων ότι η σύμβαση ήταν παράνομη επειδή προϋπολογίστηκαν δικαιώματα ενοικιαγοράς.

Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Αδάμου, για την Εφεσίβλητη 1.

Α. Πογιατζής, για τον Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Συνήφθη μεταξύ της εφεσείουσας 1 και της εφεσίβλητης Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ σύμβαση ενοικιαγοράς ημερ. 21 Οκτωβρίου 1993 σε σχέση με και[*1691]νούργιο αυτοκίνητο μάρκας Μερσεντές το οποίο προοριζόταν για χρήση ως ταξί.  Ο εφεσείων 2 και ο εφεσίβλητος Παναγιώτης Παναούτας, ο έμπορος που προμήθευσε το αυτοκίνητο, ανέλαβαν υποχρέωση ως εγγυητές.  Επιπλέον, η εφεσείουσα 1 παρέσχε προς εξασφάλιση της Τράπεζας υποθήκη ακινήτου ιδιοκτησίας για ποσό £60.000.  Το όχημα ενεγράφη με αρ. TCAY 824 στο πλαίσιο διευθετήσεων που περιλάμβαναν τη μεταβίβαση στην εφεσείουσα 1 της άδειας οδικής χρήσης την οποία κατείχε τρίτο πρόσωπο. 

Η σύμβαση καθόριζε ως τίμημα ποσό £56.000, το οποίο ας σημειωθεί περιλάμβανε ποσό £27.000 για την απόκτηση για λογαριασμό της εφεσείουσας 1 της άδειας οδικής χρήσης, και ως δικαιώματα ενοικιαγοράς ποσό £20.177,92 ήτοι  σύνολο £76.177,92 το  οποίο θα  πληρωνόταν με 48 μηνιαίες δόσεις  εκ  £1.587.04 η κάθε μια, η πρώτη πληρωτέα στις  21 Νοεμβρίου 1993, στη δε λήξη παρεχόταν  δικαίωμα αγοράς με την καταβολή ονομαστικού ποσού £10.  Η εφεσείουσα 1 έλαβε κατοχή του αυτοκινήτου, κατέβαλε ορισμένες από τις δόσεις αλλά εν συνεχεία παρέλειψε να καταβάλει άλλες. Για την περίοδο 21 Ιουνίου 1994 μέχρι  21 Σεπτεμβρίου 1995 οφειλόταν συνολικό ποσό ύψους £22.823,84. Ως αποτέλεσμα, στις 18 Οκτωβρίου 1995, η Τράπεζα απέστειλε μέσω δικηγόρου επιστολή τερματισμού.

Εν συνεχεία η Τράπεζα κίνησε κατά της πρωτοφειλέτιδας και των εγγυητών αγωγή αξιώνοντας ολόκληρο το μη καταβληθέν υπόλοιπο του ποσού ενοικιαγοράς πλέον τόκο, επιστροφή του αυτοκινήτου και πώλησή του προς ικανοποίηση του χρέους, όπως και πώληση του ενυπόθηκου κτήματος.  Ο εφεσίβλητος Π. Παναούτας δεν καταχώρισε εμφάνιση και στις 7 Οκτωβρίου 1996 εκδόθηκε εναντίον του απόφαση για το τότε υπόλοιπο του χρέους το οποίο, αφού λήφθηκε υπόψη και κάποια πληρωμή μετά την έγερση της αγωγής, ανερχόταν σε  £61.581,39  πλέον  τόκο  και  έξοδα.  Ως  προς τους εφεσείοντες η υπόθεση προχώρησε σε δίκη  κατά την οποία απασχόλησε και ειδοποίησή τους προς τον εφεσίβλητο Π. Παναούτα, ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1998,  σε σχέση με την οποία, κατόπιν εμφάνισής του, αντηλλάγησαν δικόγραφα για συνεισφορά ή αποζημίωση βάσει της Δ.10 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Με την υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες προέβαλαν ότι το συμβόλαιο ενοικιαγοράς δεν αποτύπωνε τα συμφωνηθέντα και απέδωσαν την υπογραφή του σε ψευδείς παραστάσεις από την Τράπεζα αναφορικά με το ποιο θα ήταν το συνολικό ποσό ενοικιαγοράς. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η σύμβαση ήταν παράνομη επειδή προϋπολογίστηκαν δικαιώματα ενοικιαγοράς.  Ανεξάρτητα δε από αυτά, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα τερματισμού της σύμβασης.  Εξάλλου, με την εν λόγω ειδοποίησή τους οι [*1692]εφεσείοντες προέβαλαν ότι υπέγραψαν το συμβόλαιο ενοικιαγοράς ως αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων από μέρους όχι μόνο της Τράπεζας αλλά και από τον ίδιο τον εφεσίβλητο Π. Παναούτα αναφορικά μεταξύ άλλων με την αξία του αυτοκινήτου και την άδεια οδικής χρήσης όπως και τον πληρωτέο φόρο προστιθέμενης αξίας, χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν το περιεχόμενο του συμβολαίου.  Εξειδίκευσαν, σε σχέση με αυτά, πως προέκυπτε ποσό £38.680 την επιστροφή  του οποίου αξίωναν μαζί με δήλωση ότι η σύμβαση ήταν άκυρη.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία την οποία προσήγαγε η Τράπεζα όπως και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου Π. Παναούτα αναφορικά με τις περιστάσεις κατάρτισης της σύμβασης και απέρριψε την επί του θέματος αντίθετη μαρτυρία των εφεσειόντων.  Την μεν πρώτη τη χαρακτήρισε ειλικρινή και πειστική ενώ για τους εφεσείοντες (εναγομένους 1 και 2) κατέγραψε τα εξής τα οποία εν συνεχεία επεξήγησε:

«Οι εναγόμενοι 1 και 2 μου έδωσαν την εντύπωση προσώπων τα οποία απέφευγαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις η δε μαρτυρία τους δεν ήταν καθόλου πειστική.  Έχω αναφερθεί σε κάποια έκταση στην μαρτυρία τόσο της εναγόμενης 1 όσο και του εναγόμενου 2, και έχω παραθέσει αποσπάσματα από την αντεξέταση του εναγόμενου 2.  Τόσο στη μαρτυρία της εναγόμενης 1 όσο και σε αυτή του εναγόμενου 2 είναι έκδηλα διάχυτη η προσπάθεια των τελευταίων να αποκρύψουν από το Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα.»

Σε σχέση όμως με το θέμα τερματισμού το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε αποτελεσματική κοινοποίηση πριν από την καταχώριση της αγωγής και ως εκ τούτου η αγωγή δεν μπορούσε να εξεταστεί στη βάση ότι η σύμβαση είχε τερματιστεί, αλλά παρέμεινε βιώσιμη ως προς τη διεκδίκηση του μη καταβληθέντος ποσού.  Διαπίστωσε πως το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν τελικά σε μόνο £21.373,84 και το επιδίκασε με τόκο. Παράλληλα εξέδωσε  διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης.

Με την έφεση προβάλλεται (α) ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς ή δεόντως αιτιολογημένη (λόγος 6)· (β) ότι, ειδικότερα, εσφαλμένως απορρίφθηκε η απαίτηση των εφεσειόντων για συνεισφορά ή αποζημίωση (λόγος 5)· (γ) ότι εσφαλμένως θεωρήθηκε πως επιτρεπόταν η χρέωση δικαιωμάτων ενοικιαγοράς (λόγος 4)·  και (δ) ότι εσφαλμένως διατάχθηκε η εκποίηση της υποθήκης (λόγοι 1, 2 και 3).

Η πρωτόδικη απόφαση των πενήντα και πλέον σελίδων καλύπτει [*1693]πλήρως όλα όσα είχαν τεθεί προς εξέταση. Περιέχει λεπτομερή ανάλυση και συζήτηση της μαρτυρίας και εξηγεί πειστικά τις εντυπώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα εν συνεχεία συμπεράσματα στα οποία ήχθη, υπό το φως του εφαρμοστέου δικαίου, σε σχέση με την κάθε πτυχή στην οποία αφορά η παρούσα έφεση.  Τίποτε δεν προτάθηκε από τους εφεσείοντες που να ρίχνει την παραμικρή σκιά στις πρωτόδικες καταλήξεις σε σχέση είτε με την ευθύνη  των εφεσειόντων προς  την Τράπεζα είτε με την  απαίτησή τους για συνεισφορά ή αποζημίωση από τον εφεσίβλητο Π. Παναούτα, καταλήξεις που έχουν άλλωστε κοινούς βασικούς άξονες.

Έπειτα, την άποψη των εφεσειόντων πως δεν παρεχόταν νομικώς δυνατότητα συμπερίληψης δικαιωμάτων ενοικιαγοράς στο συνολικό ποσό της σύμβασης η οποία, κατά τους εφεσείοντες, θα έπρεπε να περιοριζόταν σε μόνο την αξία του αντικειμένου, τη θεωρούμε προδήλως αβάσιμη.  Το ότι στον περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς, Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμο του 1966 (Ν. 32/66) δεν γίνεται αναφορά σε δικαιώματα ενοικιαγοράς δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπονται.  Σημαίνει μόνο ότι θεωρούνται αυτονόητα ως μέρος της διευθέτησης για τη διάθεση αγαθών με ενοικιαγορά και αυτό, καθώς υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναγνωρίζεται έμμεσα από τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν. 2/77) όπου στο άρθρο 2 γίνεται ρητή αναφορά σε δικαιώματα ενοικιαγοράς τα οποία εξαιρούνται από τον ορισμό του τόκου.

Τέλος, για το διάταγμα εκποίησης της υποθήκης καμιά από τις προταθείσες αντιρρήσεις δεν ευσταθεί.  Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι επειδή η Τράπεζα συνέχιζε να είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου το οποίο εξασφάλιζε την πληρωμή, δεν έπρεπε να επικαλεστεί την υποθήκη ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον το κτήμα άξιζε πολύ περισσότερο από ό,τι το χρέος· ότι χωρίς τερματισμό της σύμβασης δεν παρεχόταν δικαίωμα εκποίησης. ότι εσφαλμένα δεν περιλήφθηκε στην απόφαση πρόνοια για επιστροφή στην εφεσείουσα 1 του όποιου περισσεύματος εκ του προϊόντος πώλησης του ακινήτου· και ότι εσφαλμένα δεν έγινε πρόνοια για μη εκποίηση της υποθήκης σε περίπτωση που το εξ αποφάσεως χρέος θα εξοφλείτο προηγουμένως.  Η απάντηση είναι σε όλα πολύ απλή.  Βάσει των όρων η υποθήκη προοριζόταν για την εξασφάλιση οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού είτε διαρκούσας της σύμβασης ενοικιαγοράς είτε κατόπιν τερματισμού της.  Ούτε και τελούσε η υποθήκη υπό την αίρεση εξάντλησης οποιουδήποτε άλλου μέσου εξασφάλισης.  Ως προς τα επακόλουθα του διατάγματος εκποίησης δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας από τους εφεσείοντες.  Είναι αυτονόητο ότι εφόσον [*1694]καταβληθεί το εξ αποφάσεως χρέος πριν από την εκποίηση, η εκποίηση δεν προχωρεί και το ίδιο αυτονόητο είναι ότι σε περίπτωση εκποίησης το όποιο υπόλοιπο, μετά την εξόφληση του εξ αποφάσεως δικού τους χρέους, τους επιστρέφεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο