Κοζάκη Σοφία ν. Γεώργιου Κοζάκη (2002) 1 ΑΑΔ 1710

(2002) 1 ΑΑΔ 1710

[*1710]8 Νοεμβρίου, 2002

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΣΟΦΙΑ ΚΟΖΑΚΗ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΖΑΚΗ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 143)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο ― Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Κατά πόσο το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί αίτησης της συζύγου σε υπόθεση όπου οι διαφορές των διαδίκων είχαν διατυπωθεί σε συμφωνία υπό μορφή εξώδικου συμβιβασμού σε προγενέστερη αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.

Πολιτική Δικονομία ― Αγωγή ― Πολλαπλότητα διαδικασιών που αφορούν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία ― Κατά πόσο οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής ή σε διακοπή της δίκης.

Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αίτηση υπ’ αρ. 92/2001 την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα στη βάση του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91 εναντίον του εφεσίβλητου σε σχέση με τις διεκδικήσεις της σε ακίνητη περιουσία.  Επίκεντρο της διαφοράς ήταν η αποπεράτωση ημιτελούς οικίας επί οικοπέδου το οποίο αγόρασαν και οι δύο κατά τη διάρκεια του γάμου τους.  Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τη μονομερή αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης του ακινήτου.  Κατά το χρόνο καταχώρησης της πιο πάνω αίτησης εκκρεμούσε αγωγή (β΄ αγωγή) της εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αναφορικά με [*1711]απαιτήσεις της επί του ιδίου ακινήτου.  Η πρώτη αγωγή που καταχωρήθηκε στο ίδιο Δικαστήριο από την εφεσείουσα το 1998 αποσύρθηκε αφού οι διάδικοι διευθέτησαν εγγράφως τις διαφορές τους με την υπογραφή συμφωνίας ημερ. 2.2.1999.  Η β΄ αγωγή καταχωρήθηκε όταν ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας ως εσφαλμένους τους λόγους για τους οποίους το Οικογενειακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι είχε ακυρώσει με σχετική επιστολή της τη συμφωνία της 2.2.99 και έτσι η αίτησή της περιοριζόταν στην εκτίμηση της αύξησης της περιουσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Ν. 232/91.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πρωτόδικη απόφαση ότι η συμφωνία μετέφερε τη διαφορά των διαδίκων εκτός των προνοιών του Νόμου 232/91 είναι ορθή.

2.  Η ταύτιση διαδίκων και η παράλληλη προώθηση των δύο διαδικασιών που στην ουσία επιζητούσαν την ίδια θεραπεία, όντως, συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

3.  Η πολλαπλότητα διαδικασιών που αφορούν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής και όχι σε διακοπή της δίκης, όπως ισχυρίζετο ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την Michaelidou v. Gregoriou and others.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

Thames Lauches v. Trinity House [1961] 1 All E.R. 26,

Δημοκρατία v. Υψαρίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 280,

Re Beogradska DD (1996) 1 A.A.Δ. 911,

Williams v. Hunt [1905] 1 KB 512,

Michaelidou v. Gregoriou a.o. (1988) 1 C.L.R. 88.

[*1712]

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 15/6/01 (Αρ. Αίτησης 92/01) με την οποία απέρριψε την αίτησή της με την οποία ζητούσε δήλωση να εγγραφεί κατά τα 4/5 μερίδια ιδιοκτήτρια του ακινήτου το οποίο αγόρασε με το σύζυγό της κατά τη διάρκεια του γάμου τους και διαζευκτικά αποζημιώσεις για τη συνεισφορά της στην απόκτησή του, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, επειδή η αιτούμενη θεραπεία αφορούσε στην εξέταση του κύρους της μεταξύ των διαδίκων έγγραφης συμφωνίας ημερ. 2/2/99 με την οποία διευθέτησαν τις διαφορές μεταξύ τους.

Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.

Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους το 1981 και κατά τη διάρκεια του γάμου αγόρασαν ένα οικόπεδο πάνω στο οποίο άρχισαν να ανεγείρουν μια οικία η οποία παρέμεινε ημιτελής. Σαν αποτέλεσμα διαφορών που προέκυψαν μεταξύ τους, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ’ αρ. 8413/98 αγωγή (α΄αγωγή) στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξιούσε την εγγραφή των 3/4 μεριδίων του πιο πάνω ακινήτου στο όνομα της.  Οι διάδικοι διευθέτησαν εγγράφως τις διαφορές τους με την υπογραφή συμφωνίας ημερομηνίας 2/2/1999 σύμφωνα με την οποία,

(i)   Ο εφεσίβλητος θα προέβαινε στην αποπεράτωση της ανέγερσης της οικίας με τη σύναψη τρίτης υποθήκης για την εξασφάλιση δανείου £20.000,

(ii)  Η οικία θα ενοικιαζόταν σε ενοικιαστή που θα κατέβαλλε μηνιαίο ενοίκιο £800-900,

(iii) Όταν τα χρέη της οικίας θα μειώνονταν σε £23.000 η οικία [*1713]θα μεταβιβαζόταν στο όνομα της εφεσείουσας.

(iv) Σε αντίθετη περίπτωση η οικία θα επωλείτο, η εφεσείουσα θα έπαιρνε το ποσό των £80.000 και ο εφεσίβλητος θα αναλάμβανε την εξόφληση των χρεών της οικίας.

Μετά την υπογραφή της πιο πάνω συμφωνίας η εφεσείουσα απέσυρε την αγωγή της.

Όταν ο εφεσίβλητος παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας, η εφεσείουσα καταχώρησε στις 6/10/2000 β΄ αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την έκδοση νέου προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης του ακινήτου.  Όμως στις 31/5/2000 το προσωρινό διάταγμα ακυρώθηκε γιατί το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, αφού αφορούσε θέμα που ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Επειδή η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει η εφεσείουσα έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο της να ζητήσει διακοπή της διαδικασίας. Ο δικηγόρος της την διαβεβαίωσε ότι το θέμα ήταν καθαρά τυπικό. Όμως προτού τερματισθεί η διαδικασία της β΄ αγωγής, η εφεσείουσα με επιστολή της ημερομηνίας 8/6/2001 προέβηκε στην ακύρωση της συμφωνίας της 2/2/1999 και την ίδια μέρα καταχώρησε την υπ’ αριθμό 92/2001 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητώντας δήλωση ότι θα έπρεπε να εγγραφεί κατά 4/5 μερίδια ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου και διαζευκτικά αποζημιώσεις για τη συνεισφορά της στην αγορά του οικοπέδου και στην ανέγερση της οικίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου αρ. 232/91.  Η εφεσείουσα με μονομερή αίτηση ζήτησε επιπρόσθετα την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης του ακινήτου.

(β) Η πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει αυτεπάγγελτα κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και κατά πόσο η διαδικασία θα μπορούσε να προχωρήσει λόγω πολλαπλότητας, εφόσον η β΄ αγωγή εκκρεμούσε ακόμα ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διάδικοι με την έγγραφη συμφωνία της 2/2/99 είχαν επιλύσει τις διαφορές τους που πήραν έτσι τη μορφή σύμβασης.  Η εφεσείουσα με την αίτηση που καταχώρησε ζητούσε στην ουσία την εξασφάλιση δήλωσης ότι η συγκεκριμένη συμφω[*1714]νία ήταν άκυρη λόγω απάτης ή καταγγελίας εκ μέρους του εφεσιβλήτου, ουσιώδους όρου της συμφωνίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε επίσης ότι ο όρος 9 της συμφωνίας προνοούσε ότι, “άπαντες οι όροι της συμφωνίας είναι ουσιώδεις και παράβαση οποιουδήποτε όρου δίδει δικαίωμα προς το αναίτιο μέρος να ζητήσει αποζημιώσεις”, όρος που εξυπακούει ότι η μόνη θεραπεία που μπορούσε να έχει το αναίτιο μέρος θα ήταν η επιδίκαση αποζημιώσεων, αποφάνθηκε ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν αναφερόταν στην αύξηση της περιουσίας λόγω συνεισφοράς της εφεσείουσας, αλλά στην εξέταση του κύρους της συμφωνίας της 2/2/99.

Αναφορικά με την πολλαπλότητα των διαδικασιών το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί του θέματος (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα για Habeas Corpus (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Thames Lauches v. Trinity House [1961] 1 All ER 26, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Re Beogradska DD (1996) 1 Α.Α.Δ. 911) αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη δύο ταυτόχρονων διαδικασιών δεν επέτρεπε τη συνέχιση της τελευταίας αίτησης που καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο.

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

(γ) Η έφεση

Με την παρούσα αίτηση η εφεσείουσα ισχυρίζεται για διάφορους λόγους ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.  Οι λόγοι που προβάλλονται μπορεί περιληπτικά να συμπεριληφθούν στις πιο κάτω ενότητες:

(i)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση,

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας,

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης.

(i)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν  είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί η εφεσείουσα είχε ακυρώσει με σχετική επιστολή της [*1715]τη συμφωνία της 2/2/99 και έτσι η αίτηση της περιοριζόταν στην εκτίμηση της αύξησης της περιουσίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του Νόμου 232/91.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όλες οι διαφορές των διαδίκων μετατράπηκαν σε όρους που συμπεριλήφθηκαν στην έγγραφη συμφωνία της 2/2/99. Οι ίδιοι οι διάδικοι επέλεξαν τη μορφή του εξώδικου συμβιβασμού των απαιτήσεων τους, που είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση της σχετικής αγωγής.  Η αποστολή επιστολής εκ μέρους της εφεσείουσας που είχε ως σκοπό την ακύρωση της συμφωνίας, δεν μπορούσε να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη νομική τους θέση.  Η πρωτόδικη απόφαση ότι η συμφωνία μετέφερε τη διαφορά των διαδίκων εκτός των προνοιών του Νόμου 232/91 είναι ορθή.  Η εισήγηση απορρίπτεται.

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπήρξε   κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι είχε πληροφορηθεί στις 7/6/2001, ενόσω εκκρεμούσε ακόμα προς εκδίκαση η β΄ αγωγή της, ότι ο εφεσίβλητος είχε προβεί στην εξασφάλιση δανείου £45.000 με την υποθήκευση της οικίας και έπρεπε να προχωρήσει στην άμεση κατάθεση αίτησης τύπου Mareva για να δεσμεύσει τα χρήματα του δανείου.  Έτσι δεν της παρεχόταν ο χρόνος να προχωρήσει στη λήψη μέτρων για τη διακοπή της διαδικασίας της β΄ αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη της β΄ αγωγής δεν επέτρεπε τη συνέχιση της αίτησης 92/2001.  Στη σχετική απόφαση του τονίστηκε ότι,

“Η μη απόσυρση ή αναστολή της διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εκούσια ή ακούσια, αφήνει την Αιτήτρια εκτεθειμένη.  Η διαδικασία διακοπής της αγωγής είναι απλή και διέπεται από τη Δ.15 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας (Δες Hbo S.P.R. Therapy Centre Ltd v. Pauline Verbe κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 552).  Η πρόθεσή της να πράξει κάτι τέτοιο δεν αρκεί, εφόσον δεν γνωρίζει κανείς αν και πότε θα πράξει κάτι τέτοιο.  Οι δύο εκκρεμούσες διαδικασίες είναι πανομοιότυπες και δεν διαφέρουν στην ουσία τους. Προωθεί δηλαδή η Αιτήτρια δύο παράλληλες διαδικασίες σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια με όμοιο αντικείμενο.  Συνακόλουθα η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών συνιστά κατάχρηση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και πρέπει να αποτραπεί και να εμποδιστεί.  Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την απόρριψη της παρούσας αίτησης εφόσον είναι και μεταγενέστερη.”

[*1716]

Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην απόρριψη τόσο της αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όσο και της κύριας αίτησης.  Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας είναι λανθασμένη.

Από πολύ παλιά έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η προώθηση πέραν από τη μια διαδικασία για την επίτευξη στόχων που θα μπορούσαν να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  (Βλ. Williams v. Hunt [1905] 1 KB 512). Στην υπόθεση Beogradska D.D. (1996) 1 A.A.Δ. 911, όπου υπάρχει μια εκτενής ανάλυση του θέματος με ιδιαίτερη αναφορά στις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Υψαρίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Τζεννάρο Περρέλλα ν. Διευθυντή των Φυλακών (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Αγγλική νομολογία υποδεικνύει χωρίς τη διατύπωση οποιουδήποτε αυστηρού κανόνα το μέτρο της αναστολής της μιας από τις δύο διαδικασίες, κατά κανόνα της μεταγενέστερης. Αναφορικά με τις νομικές αρχές όπως αυτές εφαρμόζονται στην Κύπρο, ο Δικαστής Καλλής που εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου τόνισε ότι,

“Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει τόσο το μέτρο της απόρριψης (βλ. Περέλλα, πιο πάνω) όσο και το μέτρο της αναστολής (βλ. Κωνσταντινίδης και Υψαρίδης, πιο πάνω).  Χωρίς να επιχειρούμε τη διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται.  Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας.”

Έχουμε εξετάσει τη σχετική εισήγηση και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Οι δύο διαδικασίες ήταν οι ίδιες και επιζητούσαν στην ουσία τις ίδιες θεραπείες.  Υπήρχε ταύτιση διαδίκων και η παράλληλη προώθηση τους δεν μπορούσε παρά να συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η εισήγηση απορρίπτεται.

(iii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην     απόρριψη της αίτησης

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση και ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της [*1717]δικαστικής διαδικασίας, προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω κατάληξη είναι λανθασμένη έχοντας υπόψη τις πρόνοιες της Δ.33, θ.10 που προνοεί ότι,

“Where on the trial of any action it appears to the Court before which such action is being tried that it should have been instituted in another Court, the Court trying the action shall not dismiss it but shall stay the proceedings therein and order the plaintiff to pay the defendants’ costs.”

Επικαλούμενη την απόφαση Michaelidou v. Gregoriou and Others (1988) 1 C.L.R. 88, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν στοιχειοθετείται η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η αγωγή διακόπτεται αλλά δεν απορρίπτεται, η εφεσείουσα υπέβαλε ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε διακοπεί και όχι να απορριφθεί.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στην απόφαση Michaelidou v. Gregoriou and Others το θέμα που εξετάστηκε αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 21(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου που προνοεί ότι όταν η βάση της αγωγής αφορά ακίνητη ιδιοκτησία, η αγωγή θα πρέπει να καταχωρείται στο Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας μέσα στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία.  Πιο συγκεκριμένα στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε ότι η αγωγή που είχε καταχωρηθεί στη Λάρνακα για ζημιές που είχαν προκληθεί λόγω πυρκαγιάς σε υποστατικό στη Λευκωσία, έπρεπε να διακοπεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εξετάσει την υπόθεση. Στην παρούσα περίπτωση το θέμα που εξετάζεται δεν είναι ποιό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει μια διαφορά που σχετίζεται με ένα ακίνητο, αλλά η πολλαπλότητα διαδικασιών που αφορούν προσωπικά θέματα μεταξύ των διαδίκων για ακίνητη ιδιοκτησία.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο