Μαύρου Λάζαρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού και Άλλου (2002) 1 ΑΑΔ 1743

(2002) 1 ΑΑΔ 1743

[*1743]12 Νοεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΑΥΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

1. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΑΛΙΑΔΩΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11047)

 

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας με τα οποία αποδιδόταν στους ενάγοντες η υποβολή υπόπτου που τελούσε υπό κράτηση σε φρικτά βασανιστήρια ― Κατά πόσο το Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως είχε δικαιοδοσία, αφού ο εναγόμενος δεν διέμενε ούτε ασκούσε επάγγελμα εντός της επαρχίας του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ― Κατά πόσο η προβολή της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου είχε δυνατότητα επιτυχίας ― Κατά πόσο οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις οι οποίες ανέρχονταν στις £4.000 για τον κάθε ένα από τους δύο ενάγοντες ήταν έκδηλα υπερβολικές.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου ― Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση ― Το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα να εξετάσει το θέμα της δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Αστικά αδικήματα ― Δυσφήμηση ― Υπονοούμενο ― Προκύπτει όπου ο ενάγων δεν βασίζεται στη φυσική και συνήθη σημασία των λέξεων για να ισχυριστεί ότι δυσφημίστηκε, αλλά πάνω σε ένα υπονοούμενο που γράφηκε.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος δυσφήμησης των δύο εφεσιβλήτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επειδή δημοσίευσε δύο δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Σημερινή», στις 8.12.1995 και 10.12.1995 αντιστοίχως που περιείχαν τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι, που υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημά[*1744]των στη Λεμεσό, υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια κάποιον ύποπτο που τελούσε υπό κράτηση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του κάθε εφεσίβλητου ξεχωριστά για ποσό £4.000 ως αποζημιώσεις για τη δυσφήμηση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης αφού ο εφεσείων δεν διαμένει, ούτε διεξάγει επάγγελμα εντός της επαρχίας Λεμεσού.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημηστικά και ότι η συνήθης και φυσική έννοια των λέξεων οδηγεί στο συμπέρασμα ενοχής των εφεσιβλήτων για κακοποίηση του συγκεκριμένου πολίτη.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε στα δημοσιεύματα υπονοούμενα, βασιζόμενο σε εξωγενή μαρτυρία που δεν αναφερόταν στην έκθεση απαίτησης.

4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονται στους εφεσίβλητους.

5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν συνιστούν εύλογο σχόλιο.

6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν ο εφεσείων ενήργησε κακόπιστα.

7) Το ποσό που επιδικάστηκε στον κάθε εφεσίβλητο ως δίκαιη αποζημίωση, είναι, κάτω υπό τις περιστάσεις, έκδηλα υπερβολικό.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παράλειψη αμφισβήτησης από τον εφεσείοντα του ισχυρισμού ότι η κυκλοφορία της εφημερίδας καλύπτει και τη Λεμεσό αλλά και το σύνολο των ενώπιον του Εφετείου στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εφημερίδα «Σημερινή» κυκλοφόρησε και στη Λεμεσό και συνεπώς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κέκτηται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της παρούσας αγωγής.

2.  Τα επίδικα δημοσιεύματα είναι σαφώς δυσφημηστικά, ενώ η συνήθης και φυσική ένννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν οδηγεί [*1745]αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι βασανισμού.

3.  Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχουν υπονοούμενα. Ο εφεσείων ρητά κατηγορεί τους εφεσίβλητους για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις.

4.  Χωρίς αμφιβολία, με τα δημοσιεύματα φωτογραφίζονται οι δύο εφεσίβλητοι, οι οποίοι κατείχαν τότε, τις δύο ανώτερες ιεραρχικά θέσεις στο ΤΑΕ Λεμεσού.

5.  Αν ο εναγόμενος αποφασίσει να προβάλει την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, ο δυσφημηστικός ισχυρισμός θα πρέπει να αναγνωρίζεται από το μέσο λογικό άνθρωπο ως σχόλιο και όχι ως δήλωση γεγονότος.  Στην παρούσα περίπτωση εκείνο που εκθέτει με τα δημοσιεύματα του ο εφεσείων είναι αναφορά γεγονότος και όχι έκφραση γνώμης.  Γι’ αυτό και δεν ευσταθεί η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου.

6.  Και τα δύο δημοσιεύματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, συνιστούν δυσφήμηση των εφεσιβλήτων.  Δεν είναι απαραίτητος ο συσχετισμός τους. Όμως και διαφορετικά αν ήταν τα πράγματα ασφαλώς και είναι δυνατόν δύο δημοσιεύματα να συνδυαστούν, για να αποδεικτεί τυχόν δυσφήμηση.  Το μόνο που χρειάζεται είναι μαρτυρία ότι κάποιος διάβασε και τα δύο δημοσιεύματα και ότι από το συσχετισμό τους προκύπτει δυσφήμηση του ενάγοντα.

7.  Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων είναι πολύ χαμηλό κάτω από τις περιστάσεις. Αν είχε καταχωρηθεί αντέφεση θα πολλαπλασιάζετο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203,

“Sevegep” Ltd v. United Sea Transport Ltd κ.ά. (1989) 1 C.L.R. 729,

Interamerican Insurance Co Limited v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529,

Silkin v. Beaverbrook Newspaper [1958] 2 All E.R. 516,

[*1746]Sutherland v. Stopes [1924] All E.R. Rep. 19, H.L.,

Christie v. Robertson [1889] 10 N.S.W.L.R. 157,

Crawford v. Albu [1917] A.D. (S. Africa) 102.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 19/1/01 (Αρ. Αγωγής 7557/95) με την οποία επιδικάστηκε στον κάθε ένα από τους ενάγοντες, ποσό £4.000,- ως δίκαιη αποζημίωση για τη δυσφήμιση τους από τον ενάγοντα σε δύο δημοσιεύματά του στην εφημερίδα “Σημερινή” στις 8/12/95 και 10/12/95 αντίστοιχα.

Θ. Αντρέου για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Αναστασίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 19.1.2001 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε υπέρ του κάθε ενάγοντα-εφεσίβλητου ξεχωριστά, απόφαση για ποσό £4.000, για δυσφήμισή τους που ο εναγόμενος/εφεσείων διέπραξε με δύο δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Σημερινή», στις 8.12.1995 και 10.12.1995 αντιστοίχως.

Μία από τις θέσεις που προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα είναι και ο ισχυρισμός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που εξεδίκασε την υπόθεση στερείται δικαιοδοσίας κατά τόπο.  Στο περίγραμμα αγόρευσής του ο εφεσείων υποστηρίζει ότι  κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής διέμενε ή διεξήγαγε επάγγελμα εντός της επαρχίας Λευκωσίας, ενώ οι ενάγοντες δεν προσήγαγαν μαρτυρία για την κυκλοφορία των επίδικων δημοσιευμάτων στην επαρχία Λεμεσού, που θα έδιδε στο αντίστοιχο Επαρχιακό Δικαστήριο δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.

Οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν ότι από την έναρξη της διαδικασίας μέχρι το τέλος της ήταν κοινή η θέση των διαδίκων ότι η εφημερίδα «Σημερινή» είναι παγκύπριας κυκλοφορίας. Αυτό συνάγεται, υποστηρίζουν,  από το ότι τα σχετικά δημοσιεύματα κατατέθηκαν εκ [*1747]συμφώνου.  Εκ συμφώνου επίσης έχει γίνει δεκτό ότι τα κατατεθέντα δημοσιεύματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εφημερίδας. Η κατάθεσή τους θεωρείται ως αυτούσια κατάθεση της εφημερίδας, η οποία, σύμφωνα πάντα με τους εφεσίβλητους, αυτοαποκαλείται ως παγκύπριας κυκλοφορίας. Εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρεται ως τοπική.  Επίσης, υποστηρίζουν ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα η παγκύπρια διάθεση της εφημερίδας. 

Οι εφεσίβλητοι αναφέρτηκαν ακόμα σε ένορκη δήλωση του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1, ημερ. 14.12.1995, στην οποία περιέχεται η φράση «σε ενυπόγραφο άρθρο του στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας «Σημερινή» που κυκλοφορεί καθ’ άπασαν την Κύπρο ..».  Ο εναγόμενος δεν αμφισβήτησε, τότε, την παγκύπρια διάθεση της εφημερίδας και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός θεωρήθηκε, κατά τους εφεσίβλητους, ως παραδεκτό γεγονός. Τέλος ισχυρίζονται ότι η κυκλοφορία της συγκεκριμένης εφημερίδας στη Λεμεσό προκύπτει και από την αντεξέταση του Μ.Ε.3 Γιώργου Χ”Γεωργίου.

Το άρθρο 21(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, προνοεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει πρωτόδικη δικαιοδοσία να ακούει και αποφασίζει οποιανδήποτε αγωγή, η βάση της οποίας έχει προκύψει, είτε καθ’ ολοκληρίαν, είτε εν μέρει, εντός των ορίων της επαρχίας του δικαστηρίου ή ο εναγόμενος ή οιοσδήποτε των εναγομένων, κατά το χρόνο της έγερσης της αγωγής, διαμένει ή διεξάγει επάγγελμα εντός της επαρχίας. 

Ο εφεσείων δεν διαμένει, ούτε διεξάγει επάγγελμα εντός της επαρχίας Λεμεσού και συνεπώς για να έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δικαιοδοσία, θα πρέπει η βάση της αγωγής να έχει προκύψει εντός της επαρχίας Λεμεσού.

Το θέμα της ύπαρξης δικαιοδοσίας δεν έχει εγερθεί κατά την ακρόαση της υπόθεσης.  Ηγέρθη για πρώτη φορά ως λόγος έφεσης.  Έχει πάγια αποφασιστεί ότι αν όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου, θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να τεθεί σε οιονδήποτε στάδιο (Theofanous v. Georghiou (1969) 1 C.L.R. 203, 205).  Μάλιστα, το δικαστήριο μπορεί και αυτεπάγγελτα να επιληφθεί θέματος που άπτεται της αρμοδιότητάς του να επιληφθεί της αγωγής (“Sevegep” Ltd v. United Sea Transport Ltd κ.ά. (1989) 1 C.L.R. 729).

Στην υπόθεση Interamerican Insurance Co Limited v. Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1529, λέχθηκε ότι αναπόφευκτα η ανάληψη δικαιοδοσίας από το δικαστήριο στηρίζεται κατ’ αρχάς στους διατυ[*1748]πωθέντες ισχυρισμούς με τους οποίους προσδιορίζονται τα επίδικα θέματα. Όμως και οι εκ των υστέρων διαπιστώσεις του δικαστηρίου δεν είναι πάντα χωρίς σημασία.  Το κατά πόσο οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τη δικαιοδοτική νομοθετική διάταξη πληρούνται, παραμένει ζήτημα ανοικτό μέχρι τέλους της υπόθεσης.  Αν προκύψει αρνητική απάντηση, η υπόθεση ναυαγεί λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Δεν συμφωνούμε ότι η εκ συμφώνου κατάθεση φωτοτυπίας των δημοσιευμάτων μπορεί να θεωρηθεί ως κατάθεση ολόκληρης της εφημερίδας.  Πολύ δε περισσότερο δεν μπορούμε να δεκτούμε ότι στο πρωτότυπο, που δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η εφημερίδα αυτοαποκαλείται παγκύπριας κυκλοφορίας.

Είναι αλήθεια ότι καμιά αναφορά στην κυκλοφορία της εφημερίδας «Σημερινή» δεν γίνεται στα δικόγραφα.  Άμεση αναφορά δεν έγινε ούτε στη μαρτυρία. Κάποια έμμεση αναφορά έγινε κατά την αντεξέταση του Μ.Ε.3 Γιώργου Χ”Γεωργίου, ο οποίος ανέφερε ότι κατοικεί στη Λεμεσό, ενώ σε άλλο σημείο είπε ότι διάβασε τα επίδικα δημοσιεύματα.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι η διάθεση παγκυπρίως της εφημερίδας ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα.  Ακόμα ούτε και όταν στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα 1, ημερ. 14.12.1995, αναφέρτηκε ότι η εφημερίδα κυκλοφορεί σε όλη την Κύπρο. Αυτή η ένορκη δήλωση συνόδευε αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος. 

Η συγκεκριμένη αναφορά στην ένορκη δήλωση δεν αποτελεί μαρτυρία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την εκδίκαση της αγωγής. Όμως η παράλειψη αμφισβήτησης του ισχυρισμού από τον εφεσείοντα ισοδυναμεί με αποδοχή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.  Άλλως ο εφεσείων θα αναμενόταν ότι θα αντέτεινε, σ’ εκείνο το στάδιο, την έλλειψη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.  Αφού ενίστατο στην έκδοση του διατάγματος τι απλούστερο, αν πραγματικά έτσι είχαν τα πράγματα, να αρνηθεί την κυκλοφορία της εφημερίδας στη Λεμεσό και να αμφισβητήσει έτσι τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει την αιτούμενη θεραπεία.

Από αυτό, αλλά και από το σύνολο των ενώπιόν μας στοιχείων πιστεύουμε ότι μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εφημερίδα «Σημερινή» κυκλοφόρησε και στη Λεμεσό και συνεπώς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κέκτηται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της παρούσας αγωγής. Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Η δυσφήμιση έγκειτο ουσιαστικά στον ισχυρισμό ότι οι δύο εφεσίβλητοι, που υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων στη Λεμεσό, υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια κάποιον ύποπτο που τελούσε υπό κράτηση.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά και ότι η συνήθης και φυσική έννοια των λέξεων οδηγεί στο συμπέρασμα ενοχής των εφεσίβλητων για κακοποίηση του συγκεκριμένου πολίτη. 

Ακόμα, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε τα αποσπάσματα των επίδικων δημοσιευμάτων και απέδωσε σ’ αυτά υπονοούμενα λανθασμένα, βασιζόμενο σε εξωγενή γεγονότα, τα οποία δεν αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης.

Συγκεκριμένα, ο εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο προέβη σε ανεπίτρεπτο συνδυασμό των δύο δημοσιευμάτων, ενώ λανθασμένα ερμήνευσε τις επίμαχες λέξεις.  Ακόμα ότι κακώς θεώρησε ότι, προς υποστήριξη του δυσφημιστικού περιεχομένου των δημοσιευμάτων, δεν ήταν αναγκαίο να προσκομιστούν επιπλέον γεγονότα.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.  Τα επίδικα δημοσιεύματα είναι σαφώς δυσφημιστικά, ενώ η συνήθης και φυσική έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι βασανισμού. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η φράση «εκτός από τη συγκάλειψη των ευθυνών της Αστυνομίας στο φονικό της Χλώρακας, υπήρξε και η γνωστή απόφαση του κακουργιοδικείου Λευκωσίας το οποίο αθώωσε και απάλλαξε τους δύο επικεφαλείς του ΤΑΕ Λεμεσού, για τα φρικτά, μεσαιωνικού τύπου, βασανιστήρια που υπέστη στο τμήμα τους ανακρινόμενος ο Δήμος Δημοσθένους(*)».  Τα υπό εξέταση δημοσιεύματα δεν είναι δυσφημιστικά μόνο στο συγκεκριμένο σημείο.  Δυσφημίζουν τους εφεσίβλητους και σε άλλα σημεία.

Αναπόδραστα από τα επίδικα δημοσιεύματα εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Κακουργιοδικείο συνειδητά και κατά παράβαση του καθήκοντός του αθώωσε τους επικεφαλής του ΤΑΕ Λεμεσού για ένα επονείδιστο αδίκημα, το οποίο, σύμφωνα με το συντάκτη του δημοσιεύματος, ήταν βέβαιο ότι είχαν διαπράξει.  Το πιο πάνω συ[*1750]μπέρασμα ενισχύεται και από τη συνέχεια του δημοσιεύματος «η κυπριακή δικαιοσύνη ξανά προτίμησε να συγκαλύψει τις ευθύνες της αστυνομίας στο έγκλημα των βασανιστηρίων και της κακοποίησης κρατουμένων», που υπονοεί ότι δεν επρόκειτο για μεμονωμένη περίπτωση.

Δεν χρειάστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί σε συνδυασμό λέξεων μεταξύ των δύο δημοσιευμάτων, ανεξάρτητα του αν κάτι τέτοιο δεν θα ήταν άτοπο, για να ερμηνεύσει τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν.  Από μόνες τους οι λέξεις που ο εφεσείων χρησιμοποίησε είναι εξόχως δυσφημιστικές.  Ούτε και ήταν αναγκαία η προσκόμιση οποιωνδήποτε άλλων γεγονότων προς υποστήριξη του δυσφημιστικού τους περιεχομένου.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε στα δημοσιεύματα υπονοούμενα, βασιζόμενο σε εξωγενή μαρτυρία που δεν αναφερόταν στην έκθεση απαίτησης. 

Το υπονοούμενο, όπως ορίζεται νομικά, προκύπτει όπου ο ενάγων δεν βασίζεται στη φυσική και συνήθη σημασία των λέξεων για να ισχυριστεί ότι δυσφημίστηκε, αλλά πάνω σε ένα υπονοούμενο που γράφτηκε. Έτσι μπορεί να δώσει μαρτυρία πάνω σε οποιαδήποτε γεγονότα ή περιστάσεις τα οποία έχει περιλάβει στα δικόγραφά του και τα οποία οδηγούν κάποιο λογικό πρόσωπο στο συμπέρασμα ότι οι λέξεις είχαν τη σημασία αυτή, νοουμένου ότι τα γεγονότα ή οι περιστάσεις αυτές ήταν γνωστές στα πρόσωπα τα οποία έλαβαν γνώση του δημοσιεύματος (βλέπε Gatley on Libel and Slander, όγδοη έκδοση, παραγρ. 1313).

Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με υπονοούμενα.  Ο εφεσείων ρητά κατηγορεί τους εφεσίβλητους για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις. Το δημοσίευμα δεν έχει καν τη λεπτότητα του υπονοούμενου.  Είναι ξεκάθαρα διατυπωμένη δήλωση.

Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονται στους εφεσίβλητους.  Ότι ολόκληρη η δικαστική συλλογιστική επί του θέματος είναι εντελώς αυθαίρετη. Υποστηρίκτηκε ότι το Δικαστήριο, αντί να  εξετάσει τα δύο δημοσιεύματα μεμονωμένα και ανεξάρτητα, λανθασμένα προέβη σε συνδυασμό τους, ενώ απουσιάζουν από την έκθεση απαίτησης οι λεπτομέρειες των συγκεκριμένων εξωγενών γεγονότων στα οποία στηρίχτηκε.

Στην έκθεση απαίτησης ο μεν ενάγων-εφεσίβλητος 1 περιγράφε[*1751]ται ως Αστυνόμος Α΄, υπεύθυνος του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ), και ο εφεσίβλητος 2 βοηθός του στο ίδιο Τμήμα. Τα πιο πάνω αποδείχτηκαν και με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε.  Στο δημοσίευμα της 10.12.1995 οι δύο επικεφαλής του ΤΑΕ Λεμεσού κατηγορούνται για «φρικτά, μεσαιωνικού τύπου βασανιστήρια». 

Χωρίς καμιά αμφιβολία φωτογραφίζονται οι δύο εφεσίβλητοι, οι οποίοι κατείχαν τότε, τις δύο ανώτερες ιεραρχικά θέσεις στο ΤΑΕ Λεμεσού. Εν πάση περιπτώσει και στο δημοσίευμα ημερ. 8.12.1995 γίνεται επίσης αναφορά στην αθώωση των προϊσταμένων του «ένοχου ΤΑΕ Λεμεσού».  Εξάλλου δεν νομίζουμε ότι η πρόθεση του συντάκτη ήταν να μην αναφερθεί καθαρά στους συγκεκριμένους εφεσίβλητους.  Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τα δημοσιεύματα θα έχαναν το λόγο ύπαρξής τους.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν συνιστούν εύλογο σχόλιο, (άρθρο 19(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148).  Ισχυρίζεται ότι λανθασμένα ερμηνεύτηκε ότι τα επίδικα δημοσιεύματα προβάλλουν ισχυρισμούς ενοχής των εφεσίβλητων και αμφισβητούν την αθώωσή τους, ενώ λανθασμένα δεν τα εξετάζει στην ολότητά τους, αλλά καταπιάνεται μόνο με μεμονωμένες λέξεις ή φράσεις. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, η κριτική απόφασης του Κακουργιοδικείου εμπίπτει μέσα στη σφαίρα των θεμάτων δημοσίου συμφέροντος και από αυτή την οπτική γωνιά θα έπρεπε τα επίδικα δημοσιεύματα να εξεταστούν.  Ότι δηλαδή συνιστούν έκφραση γνώμης που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Αυτό το τελευταίο ακριβώς λείπει από τα επίδικα δημοσιεύματα. Οι ισχυρισμοί δεν βασίζονται σε γεγονότα και στερούνται πραγματικού υπόβαθρου. Το μόνο γεγονός είναι η αθώωση των εφεσίβλητων στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.  Όλοι οι άλλοι ισχυρισμοί των επίδικων δημοσιευμάτων δεν εδράζονται σε οποιοδήποτε γεγονός.

Δικαίωμα σχολίου έχει κάθε πολίτης και όπως πολύ σωστά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, στον τύπο ή στους δημοσιογράφους δεν αναγνωρίζεται ιδιαίτερο ή επιπρόσθετο τέτοιο δικαίωμα (Silkin v. Beaverbrook Newspaper [1958] 2 All E.R. 516).

Αποτελεί υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση αν οι επίδικες λέ[*1752]ξεις συνιστούν εύλογο σχόλιο επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δικαίωμα του εύλογου σχολίου χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Υπάρχουν θέματα για τα οποία το κοινό έχει νόμιμο συμφέρον ή για τα οποία δίκαια επιδεικνύει ενδιαφέρον.  Επί τέτοιων θεμάτων είναι επιθυμητό όλοι να μπορούν να σχολιάζουν ελεύθερα, ακόμα και σκληρά, εφ΄όσον βεβαίως αυτό γίνεται έντιμα και όχι κακόπιστα. 

Προστατεύοντας, όμως, ο νόμος, το δικαίωμα για δημόσια συζήτηση θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, δεν νομιμοποιεί τη δυσφημιστική παραποίηση των γεγονότων, ανεξάρτητα του αν αυτό γίνεται έντιμα και ανεξάρτητα του κατά πόσο ο συντάκτης εύλογα κατέληξε να πιστεύει στην αλήθειά τους. 

Για να επιτύχει υπεράσπιση εύλογου σχολίου ο εναγόμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι οι λέξεις συνιστούσαν σχόλιο και όχι έκθεση γεγονότος.  Θα πρέπει επίσης να δείξει ότι στο σχόλιο υπάρχει υπόβαθρο γεγονότων που αναφέρεται στο υπό συζήτηση θέμα.  Τελικά, θα πρέπει να αποδείξει ότι το σχόλιο γίνεται επί θέματος δημόσιου ενδιαφέροντος, επί θέματος το οποίο ρητά ή εξυπακουόμενα έχει τεθεί ενώπιον του κοινού για κρίση ή άλλως ότι είναι θέμα για το οποίο το κοινό έχει έννομο ενδιαφέρον. 

Ο εναγόμενος που επικαλείται την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου δεν αναλαμβάνει το βάρος να αποδείξει ότι το σχόλιο είναι αληθές.  Αν τα γεγονότα αναφέρονται αληθώς, η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου επιτυγχάνει, εφ’ όσον βέβαια το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι τα σχόλια έχουν γίνει εύλογα και έντιμα (Sutherland v. Stopes [1924] All E.R. Rep.19, H.L.).

Στα επίδικα δημοσιεύματα δεν παρατίθενται τα γεγονότα.  Η έκφραση της γνώμης του συντάκτη καταλήγει στο να είναι έκθεση επί των γεγονότων.  Δεν παρατίθεται στα επίδικα δημοσιεύματα οποιοδήποτε γεγονός που να δικαιολογεί το συμπέρασμα του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι είναι πράγματι ένοχοι για τα κατ’ ισχυρισμόν βασανιστήρια, ούτε βέβαια εξηγείται γιατί κατηγορείται η κυπριακή δικαιοσύνη ότι συγκάλυψε «ξανά» τις ευθύνες της αστυνομίας.

Το σχόλιο είναι έκφραση γνώμης (Christie v. Robertson [1889] 10 N.S.W.L.R. 157, 161). Αν λεχθεί ότι συγκεκριμένη πράξη κάποιου είναι ανέντιμη, έχουμε σχόλιο, αλλά αποτελεί ισχυρισμό γεγονότος αν λεχθεί ότι το πρόσωπο αυτό διέπραξε την πράξη για την οποία ασκείται η κριτική.  Αν ο εναγόμενος αποφασίσει να προ[*1753]βάλει την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, ο δυσφημιστικός ισχυρισμός θα πρέπει να αναγνωρίζεται από το μέσο λογικό άνθρωπο ως σχόλιο και όχι ως δήλωση γεγονότος (Crawford v. Albu [1917] A.D. (S. Africa) 102). 

Αν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κάποιο δημόσιο πρόσωπο είναι ένοχο απρεπούς συμπεριφοράς ή έχει οδηγηθεί από ανέντιμα κίνητρα, χωρίς να δηλώνει ποιες είναι αυτές οι ανέντιμες πράξεις ή δεν αναφέρει οποιουσδήποτε λόγους από τους οποίους τα κίνητρα αυτά μπορούν ευλόγως να εξαχθούν, οι ισχυρισμοί του είναι αναφορά γεγονότος και όχι έκφραση γνώμης.  Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση της υπεράσπισης του εύλογου σχολίου (βλέπε Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παραγρ. 701). 

Αυτό ακριβώς έκαμε και ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση.  Γι’ αυτό και δεν ευσταθεί η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου.  Κατηγορεί τους εφεσίβλητους για ανέντιμη, εγκληματική συμπεριφορά, χωρίς παράλληλα να αναφέρει τους λόγους πάνω στους οποίους στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό.

Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνιστά θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος και ασφαλώς υπόκειται σε δημόσιο σχολιασμό. Όχι μόνο η διαδικασία κατά την ακρόαση, αλλά ακόμα και η συμπεριφορά ή απόφαση του δικαστή συνιστούν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος και μπορούν, μετά την περάτωση της δίκης, να γίνουν αντικείμενο δημόσιου σχολίου. 

Στην παρούσα υπόθεση δεν γίνεται σχολιασμός της υπόθεσης. Ο εφεσείων δεν προβαίνει σε έντιμο σχολιασμό, ανάλυση ή κριτική της απόφασης, αλλά θεώρησε εξ υπαρχής ότι το Κακουργιοδικείο που απάλλαξε τους εφεσίβλητους από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, ενήργησε ανέντιμα και με αλλότρια κίνητρα, ενώ οι εφεσίβλητοι ήταν όντως ένοχοι της συμπεριφοράς που τους αποδίδει.  Αυτό δεν είναι επιτρεπτό και σίγουρα τα επίδικα δημοσιεύματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν εύλογο σχόλιο.

Αυτή η κατάληξη μας φέρνει σε ένα άλλο παράπονο του εφεσείοντα.  Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν ενήργησε κακόπιστα. Όμως αφού το δικαστήριο κατέληξε ότι επρόκειτο για παράθεση γεγονότων και όχι σχόλιο, η κακοπιστία ή μη του εφεσείοντα δεν είχε οποιανδήποτε σημασία και γι’ αυτό ορθά δεν την εξέτασε.

Όπως έχουμε πει και προηγουμένως και τα δύο δημοσιεύματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, συνιστούν δυσφήμιση των εφεσί[*1754]βλητων.  Δεν είναι απαραίτητος ο συσχετισμός τους.  Στο μεν ένα οι εφεσίβλητοι, οι δύο επικεφαλής του ΤΑΕ Λεμεσού, κατηγορούνται ευθέως για βασανισμό κρατουμένου, ενώ στο άλλο γίνεται αναφορά με σκωπτικό τρόπο στην αθώωση των προϊσταμένων του «ένοχου» ΤΑΕ Λεμεσού.  Όμως και διαφορετικά αν ήταν τα πράγματα ασφαλώς και είναι δυνατόν δύο δημοσιεύματα να συνδυαστούν, για να αποδεικτεί τυχόν δυσφήμιση. Το μόνο που χρειάζεται είναι μαρτυρία ότι κάποιος διάβασε και τα δύο δημοσιεύματα και ότι από το συσχετισμό τους προκύπτει δυσφήμιση του ενάγοντα. 

Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι το ποσό των £4.000 που επιδικάστηκε στον κάθε ένα εφεσίβλητο ως δίκαιη αποζημίωση, είναι, κάτω από τις περιστάσεις έκδηλα υπερβολικό.  Αντίθετα βρίσκουμε το επιδικασθέν ποσό πολύ χαμηλό. Αν είχε καταχωρηθεί αντέφεση θα το πολλαπλασιάζαμε.  Δεν είναι αποδεκτό να κηλιδώνεται ελαφρά τη καρδία η υπόληψη κάποιου και ο αδικοπραγών να μην αισθάνεται στο τέλος της συνέπειες της πράξης του. 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο