T. A. Micrologic Computer Consultants Ltd ν. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 1802

(2002) 1 ΑΑΔ 1802

[*1802]20 Νοεμβρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

T.A. MICROLOGIC COMPUTER CONSULTANTS LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

MICROSOFT CORPORATION,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11159)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο απαγόρευε στους εφεσείοντες να παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών ― Κατά πόσο η καθυστέρηση από την εφεσίβλητη να καταθέσει έκθεση απαίτησης αποτελούσε λόγο για τη μη έκδοση του προσωρινού διατάγματος ― Κατά πόσο ήταν αναγκαία η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος της εφεσίβλητης στη διαδικασία έκδοσης του προσωρινού διατάγματος.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία είχε καταστεί οριστικό το προσωρινό διάταγμα που εξασφάλισε η εφεσίβλητη εναντίον της εφεσείουσας, μέχρι το πέρας της αγωγής της εφεσίβλητης ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.  Οι λόγοι που προβάλλονται είναι οι ακόλουθοι:

1) Η εφεσίβλητη καθυστέρησε για ένα έτος να καταθέσει την έκθεση απαίτησής της, παραμελώντας έτσι να προωθήσει την ουσία του θέματος για το οποίο επεδίωκε ενδιάμεση προστασία.

2) Το προσωρινό διάταγμα, ενόψει της έκτασής του, θα «επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό της διαφοράς ή του ενδιαφέροντος της εφεσίβλητης να προχωρήσει στη συνέχεια με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής ......».

3) Η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε μαρτυρία που να υποστήριζε το συμπέρασμα ότι οι Η.Π.Α. προσυπέγραψαν τις διεθνείς Συμβάσεις στις οποίες η εφεσίβλητη παρέπεμψε προς υποστήριξη του ισχυρι[*1803]σμού της ότι αρύετο δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κύπρο, αφού η αντίστοιχη εφαρμογή τους βασίζεται στην αμοιβαιότητα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης, με μετατόπιση του κύριου βάρους στην εξασφάλιση και διατήρηση ενδιάμεσης θεραπείας ώστε να φαίνεται πια αυτή να μοιάζει σαν αυτοσκοπός στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενάγοντος, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.  Η έκταση της καθυστέρησης συχνά μιλά αφεαυτής. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου αποκτούν σημασία και άλλοι παράγοντες.  Με τα όσα συνθέτουν την υπό εξέταση περίπτωση δεν δικαιολογείται η άποψη ότι η σημειωθείσα καθυστέρηση συνιστούσε κατάχρηση δικαιοδοσίας.

2.  Θεωρείται αφενός εσφαλμένη η ταύτιση του προσωρινού διατάγματος με το σύνολο της αξίωσης που διατυπώνεται στην αγωγή και αφετέρου αδικαιολόγητο το συμπέρασμα περί ενδεχόμενης κατ’ ακολουθίαν αδιαφορίας.  Επιπλέον οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν στον κάθε διάδικο μηχανισμούς αντίδρασης σε περίπτωση αδιαφορίας.

3.  Σε ενδιάμεση θεραπεία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί πιθανότητας ύπαρξής του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453,

Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co. Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 149,

Medochemie Ltd v. UCB S.A. (1998) 1 A.Α.Δ. 2159,

Goody’s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1572,

Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274,

Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585,

[*1804]

Odysseos v. Pieris Estates a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 13/8/01 (Αρ. Αγωγής 6263/00) με την οποία κατέστη οριστικό, μέχρι το πέρας της αγωγής, το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα ημερ. 2/10/00 το οποίο εκδόθηκε στη βάση μονομερούς αίτησης της ενάγουσας εταιρείας, από τις Η.Π.Α., για την προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας της σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Χρ. Μελίδης για Α. Νεοκλέους και Σία, για την Εφεσείουσα.

Α. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με αγωγή ημερομηνίας 29 Σεπτεμβρίου 2000 η εφεσίβλητη αξιώνει εναντίον της εφεσείουσας διάφορες θεραπείες, η κύρια εκ των οποίων φαίνεται να είναι η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για την προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στη  βάση δε μονομερούς αίτησης της ίδιας ημερομηνίας εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2000 σχετικό προσωρινό διάταγμα. Η εφεσίβλητη επικαλέστηκε σε σχέση με τα προβαλλόμενα ως δικαιώματά της, διατάξεις του περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 (Ν. 59/76 όπως τροποποιήθηκε), του περί της Συμβάσεως της Βέρνης διά την Προστασία των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979 (Ν. 86/79), του περί της Οικουμενικής Σύμβασης για το Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990 (Ν. 151/90) και του περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουραγουάης (Κυρωτικού) Νόμου του 1995 (Ν. 16(ΙΙΙ)/95) περιλαμβανομένης και της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPS). 

Η εφεσείουσα έφερε ένσταση με αναφορά σε ευρύ φάσμα ζητημάτων και διεξήχθη ακρόαση το αποτέλεσμα της οποίας ήταν, με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 13 Αυγούστου 2001, να καταστεί [*1805]το διάταγμα οριστικό μέχρι το πέρας της αγωγής ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Με την έφεση η εφεσείουσα θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης σε τρία από τα ζητήματα τα οποία είχαν απασχολήσει.  Το ένα αφορά στην καθυστέρηση από μέρους της εφεσίβλητης να καταθέσει έκθεση απαίτησης, παραμελώντας έτσι να προωθήσει την ουσία του θέματος για το οποίο επεδίωκε την ενδιάμεση προστασία (λόγοι 1, 2, 4 και 5).  Άλλο αφορά στο κατά πόσο εν προκειμένω το προσωρινό διάταγμα, ενόψει της έκτασής του, «θα επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό της διαφοράς ή του ενδιαφέροντος της (εφεσίβλητης) να προχωρήσει στη συνέχεια με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής ....» (λόγος 3).  Το τελευταίο αφορά στο κατά πόσο η εφεσίβλητη, ως εταιρεία με έδρα στις Η.Π.Α., παρουσίασε μαρτυρία που να υποστήριζε το συμπέρασμα ότι οι Η.Π.Α. προσυπέγραψαν, επικύρωσαν ή προσχώρησαν στις διεθνείς Συμβάσεις στις οποίες η εφεσίβλητη παρέπεμψε προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι αρύετο δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κύπρο, αφού η αντίστοιχη εφαρμογή τους βασίζεται στην αμοιβαιότητα (λόγος 6).

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα σημειώνουμε το εξής ιστορικό.  Η αγωγή, με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, επιδόθηκε  στις   9 Οκτωβρίου 2000 και σημείωμα εμφάνισης κατατέθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2000.  Η εφεσίβλητη όφειλε βέβαια, σύμφωνα με τη Δ.20 θ. 1, να κατέθετε έκθεση απαίτησης εντός δέκα ημερών από την εμφάνιση.  Παρήλθε όμως μεγάλο διάστημα απραξίας, με την προσοχή της επικεντρωμένη στην εκκρεμούσα ενδιάμεση διαδικασία που αφορούσε το προσωρινό διάταγμα.  Η εφεσείουσα, από τη δική της μεριά, διατηρούσε τη δυνατότητα να αποταθεί βάσει της Δ.26 θ. 1,για απόρριψη της αγωγής αλλά δεν το έπραξε παρά μόνο όταν πέρασαν σχεδόν εννέα μήνες. Ούτε και ενεργοποιήθηκε  από το ίδιο το Δικαστήριο ο μηχανισμός, που προβλέπεται στη Δ.26 θ. 13, για απόρριψη της αγωγής σε περίπτωση συνέχισης της παράλειψης.  Αίτηση διά κλήσεως για απόρριψη της αγωγής υποβλήθηκε από την εφεσείουσα στις 4 Ιουλίου 2001 στη διάρκεια της ακρόασης για προσωρινό διάταγμα και ορίστηκε για τις 20 Οκτωβρίου 2001. Στις 10 Ιουλίου 2001, και ενώ η ακρόαση συνεχιζόταν, η εφεσείουσα αποτάθηκε με μονομερή αίτηση για παράταση χρόνου.  Η αίτησή της ορίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 και κατ΄ εκείνη την ημερομηνία, αφού στο μεταξύ στις 13 Αυγούστου 2001 εκδόθηκε η απόφαση για το προσωρινό διάταγμα, το αίτημα εγκρίθηκε.  Η εφεσείουσα εν τέλει απέσυρε την αίτηση για απόρριψη αφού στερείτο πια αντικειμένου, η δε εφεσίβλητη κατέθεσε, στις 28 Σεπτεμβρίου 2001, [*1806]την έκθεση απαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα παράτασης. 

Στην εκκαλούμενη απόφαση, η οποία προηγήθηκε της έκβασης των εν λόγω αιτήσεων, το Δικαστήριο σημείωσε την εκκρεμότητά τους όπως και τους δοθέντες, στην αίτηση για παράταση, λόγους για την καθυστέρηση  που ήταν ότι «γίνονταν διαβουλεύσεις προς το συμβιβασμό της υπόθεσης και σε φόρτο εργασίας του δικηγόρου .....».  Όμως αυτά δεν αποτελούσαν στοιχεία στην υπό εξέταση διαδικασία και δεν τους δόθηκε συνέχεια.  Το Δικαστήριο θεώρησε πάντως ότι οι αποφάσεις του Εφετείου στις υποθέσεις Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co. Ltd, (1998) 1 Α.Α.Δ. 149, τις οποίες επικαλέστηκε η εφεσείουσα για ακύρωση του διατάγματος λόγω της αναφερθείσας καθυστέρησης, διακρίνονταν από την παρούσα περίπτωση σε κρίσιμα σημεία και αναφέρθηκε ειδικά στη μεταγενέστερη Medochemie Ltd v. UCB S.A., (1998) 1 Α.Α.Δ. 2159,  όπου έγινε διάκριση με αναφορά στο ότι το προσωρινό διάταγμα είχε εκδοθεί και οι εναγόμενοι δεν είχαν προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα που να καθιστούσε πρωτόδικα συζητήσιμο το θέμα της καθυστέρησης. Το Δικαστήριο πρόσθεσε εξάλλου ότι στην προκείμενη περίπτωση, αντίθετα με ό,τι υποδείχθηκε στην Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ (ανωτέρω) και Goody’s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572, με την έκδοση του διατάγματος η εφεσείουσα δεν υποχρεώθηκε να προβεί σε διευθετήσεις που θα καθιστούσαν «τη διεκπεραίωση της υπόθεσης καθαρά θεωρητική» αφού, καθώς η ίδια προέβαλε, δεν πωλούσε μη εξουσιοδοτημένα αντίγραφα των προϊόντων της εφεσίβλητης. Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε πως το προσωρινό διάταγμα δεν είχε την ευρύτητα του μόνιμου που η εφεσίβλητη αξίωνε με την αγωγή, με την οποία άλλωστε ζητούντο και άλλες θεραπείες, και επομένως δεν δέχθηκε την άποψη της εφεσείουσας ότι το προσωρινό διάταγμα θα σήμαινε έλλειψη πια ενδιαφέροντος της εφεσίβλητης να προωθήσει γρήγορα την αγωγή με αποτέλεσμα να επιφέρει ουσιαστικά τον τερματισμό της διαφοράς. 

Η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Louis Vuitton, Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ και Goody’s (ανωτέρω) υποστηρίζουν τη θέση της πως ένεκα της καθυστέρησης του ενός έτους – ή έστω πιο ρεαλιστικά των δέκα μηνών – το προσωρινό διάταγμα δεν θα έπρεπε να συνεχιζόταν.  Στηρίχθηκε ιδιαίτερα στην Goody’s όπου κρίθηκε ότι καθυστέρηση δέκα μηνών αποτελούσε λόγο για τη μη έκδοση προσωρινού διατάγματος.  Μας κάλεσε δε να μην ακολουθήσουμε τη διαφοροποίηση στην οποία το Εφετείο προέβη στη Medochemie (ανωτέρω).

[*1807]

Στη Louis Vuitton (ανωτέρω), που ήταν μια ακραία περίπτωση, το Εφετείο με απόφαση του Πική, Δ., (όπως ήταν τότε) προέβη στις εξής παρατηρήσεις obiter:

«Πριν τελειώσουμε, θέλουμε να επισύρουμε την προσοχή σε μια απαράδεκτη τακτική.  Παρά την επιμονή των εφεσειόντων στην εξασφάλιση επειγόντως ενδιάμεσης θεραπείας, παρέλειψαν να προωθήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης, παραλείποντας μέχρι και την ακρόαση της έφεσης, τριάμισυ περίπου χρόνια μετά την αγωγή, να καταχωρήσουν την έκθεση με την απαίτησή τους.  Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη.  Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.  Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης.  Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης.»

Στην Akis (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ (ανωτέρω), όπου η έκθεση απαιτήσεως καταχωρίστηκε με δυόμισυ χρόνια καθυστέρηση λίγο πριν από την ακρόαση της έφεσης, το Εφετείο με απόφαση του Κρονίδη, Δ. αναφέρθηκε στη Louis Vuitton και παρατήρησε, πάλι obiter, ότι:

«Η στάση αυτή των εφεσειόντων της μη προώθησης της αγωγής τους για τόσο μεγάλο διάστημα, αφήνει να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε αυτοσκοπό για τους εφεσείοντες. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι το επείγον του πράγματος, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας της άμεσης διεξαγωγής της δίκης.  Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο έχει εκλείψει με την πάροδο τόσο μακρού διαστήματος, αφού οι εφεσείοντες για 2½ χρόνια δεν προώθησαν την αγωγή τους για τη δίκη, που είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.»

Οι παρατηρήσεις στις εν λόγω δύο αποφάσεις μεταφέρθηκαν στο σκεπτικό της απόφασης στην Goody’s όπου η καθυστέρηση ήταν δέκα μηνών. Εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου ο Κωνσταντινίδης, Δ., ανέφερε καταληκτικά τα ακόλουθα:

[*1808]«Έχουμε και εν προκειμένω εκτροπή και χρήση μηχανισμού για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος για σκοπό διαφορετικό από εκείνο που είναι ταγμένο να εξυπηρετήσει.  Ας σημειωθεί πως οι εφεσείοντες ζήτησαν και η έφεση εκδικάστηκε κατά προτεραιότητα ως επείγουσα.  Ενώ, όπως φάνηκε, κάθε άλλο παρά ενδιαφέρτηκαν να προωθήσουν την αγωγή.  Η αγωγή αφέθη στάσιμη με την προσδοκία της ικανοποίησης του ουσιαστικού αιτήματός της, με παρεμπίπτον διάταγμα.»

Την ίδια ανάγκη ταχείας προώθησης της αγωγής τόνισε το Εφετείο και στη Medochemie (ανωτέρω) όταν τέθηκε το ζήτημα της καθυστέρησης που εκεί ήταν δεκαεπτά μηνών. Έγινε αναφορά στις Louis Vuitton και Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ (ανωτέρω) αλλά όχι και στην Goody’s η οποία είχε εκδοθεί μόνο δύο μήνες ενωρίτερα. Προσθέτουμε και την πρόσφατη απόφαση στην Rousounides & Soteriou Trading Ltd κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1274, που δόθηκε από τον Χατζηχαμπή, Δ.. Αφορούσε προσωρινό διάταγμα σε ποινική υπόθεση.  Όταν το Εφετείο διαπίστωσε ότι από την έκδοση του διατάγματος παρήλθε διάστημα δεκαπέντε μηνών πλήρους αδράνειας σε ό,τι αφορούσε την προώθηση της υπόθεσης για εκδίκαση, αποφάσισε, με αναφορά στα όσα είχαν λεχθεί σχετικά στη Louis Vuitton, να τερματίσει το διάταγμα χωρίς να ασχοληθεί με την ουσία της έφεσης γιατί η «συνέχισή του θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας».

Μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης, με μετατόπιση του κύριου βάρους στην εξασφάλιση και διατήρηση ενδιάμεσης θεραπείας ώστε να φαίνεται πια αυτή να μοιάζει σαν αυτοσκοπός στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ενάγοντος, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.  Η έκταση της καθυστέρησης συχνά μιλά αφεαυτής. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου αποκτούν σημασία και άλλοι παράγοντες.  Στην προκείμενη περίπτωση, ενώ η καθυστέρηση των περίπου δέκα μηνών φανερώνει σφάλμα και προκαλεί ανησυχία, κατά τη γνώμη μας δεν σημαίνει αυτόματα και κατάχρηση διαδικασίας.  Το διάταγμα ημερ. 14 Σεπτεμβρίου 2001 για παράταση χρόνου, το οποίο εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση χωρίς εν συνεχεία να υπάρξει από μέρους της εφεσείουσας  αμφισβήτηση βάσει της Δ.48 θ. 8(4), στηρίχθηκε και στο ότι αρχικά διεξήγοντο διαπραγματεύσεις μεταξύ των δικηγόρων για διευθέτηση της υπόθεσης.  Δεν είναι άτοπη η αναγνώριση περιθωρίων για τέτοιο σκοπό. Και εξηγεί σε κάποιο βαθμό την καθυστέρηση. Σε σχέση με την οποία δεν νομίζουμε ότι δικαιολογούνται λεπτές γραμμές. Καταλήγουμε ότι με τα όσα συνθέτουν την υπό εξέταση περίπτωση δεν δικαιολογείται η άποψη ότι η σημειωθείσα κα[*1809]θυστέρηση συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας.

Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, που αφορά στο κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα καλύπτει τις ανάγκες της εφεσίβλητης πλήρως, με αποτέλεσμα να μη συντρέχει πια λόγος για προώθηση της αγωγής, θεωρούμε αφενός εσφαλμένη την ταύτιση του προσωρινού διατάγματος με το σύνολο της αξίωσης που διατυπώνεται στην αγωγή και αφετέρου αδικαιολόγητο το συμπέρασμα περί ενδεχόμενης κατ’ ακολουθίαν αδιαφορίας.  Προσθέτουμε δε πως οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν στον κάθε διάδικο μηχανισμούς αντίδρασης σε περίπτωση αδιαφορίας. 

Ως προς το τρίτο ζήτημα, δηλαδή το κατά πόσο προσήχθη μαρτυρία για συμμετοχή των Η.Π.Α. στις Συμβάσεις τις οποίες η εφεσίβλητη επικαλείται και από τις οποίες θα μπορούσε να αρύεται δικαιώματα στην Κύπρο, θεωρούμε επιτρεπτή την πρωτόδικη άποψη ότι το περιεχόμενο εξειδικευμένων στο θέμα περιοδικών, διεθνούς εμβέλειας – παρουσιάστηκαν φωτοαντίγραφα με ένορκο δήλωση – αποτελούσε αρκετό εκ πρώτης όψεως υλικό για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας ασχέτως αν δεν θα γινόταν δεκτό για σκοπούς της δίκης.  Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του.  Αυτό είναι το πραγματικό νόημα των επί του θέματος αποφάσεων μας: βλ. ενδεικτικά τις Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557 κ.ά. και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253.  Αυτό συχνά παραγνωρίζεται στα Επαρχιακά Δικαστήρια τόσο από δικηγόρους όσο και από δικαστές με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται απαραδέκτως πολύπλοκη και μακρά.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο