Παπακόκκινου Βερεγγάρια Π. και Άλλες ν. Σάκη Ν. Κουρέα και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1833

(2002) 1 ΑΑΔ 1833

[*1833]22 Νοεμβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2.  ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ                    ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

3.  ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες,

ν.

1.  ΣΑΚΗ Ν. ΚΟΥΡΕΑ,

2.  ΣΑΚΗ Ν. ΚΟΥΡΕΑ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ      ΤΟΥ ΤΑΡΣΕΙΟΥ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ,

3.  ΜΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ,

4.  ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΦΕΔΡΩΝ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΝ

   ΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10659)

 

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Ανάγκη για αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη σε διαπιστώσεις επί των αμφισβητούμενων γεγονότων έτσι ώστε η απόφαση να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση επί όλων των επιδίκων θεμάτων.

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Συναδικοπραγήσαντες (joint tortfeasors) ― Ευθύνη συναδικοπραγησάντων ― Προϋπόθεση, η εκτέλεση κοινής ενέργειας για πραγματοποίηση κοινού σκοπού.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν οι αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρα ή όταν καταδεικνύουν την πρόθεση μάρτυρα να πει ψέματα.

[*1834]Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστή ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Αστικά αδικήματα ― Αποζημιώσεις ― Διεκδίκηση αποζημιώσεων για οχληρία και παράνομη επέμβαση ― Επιδίκαση ποσού £700 και για τα δύο αστικά αδικήματα ― Το Εφετείο δεν επενέβη.

Τόκος ― Επιδίκαση τόκου ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 102(Ι)/96.

Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές αποζημιώσεις ― Παράνομη επέμβαση ― Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα για παραδειγματικές αποζημιώσεις κρίθηκε ορθή κατ’ έφεση, ενόψει της απουσίας κακής πίστης και της μικρής διάρκειας της επέμβασης ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων ― Rookes v. Barnard [1964] AC 1129.

Επιτόπια εξέταση ― Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει σε κάθε περίπτωση αν είναι αναγκαία η διεξαγωγή επιτόπιας εξέτασης.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την κατά το δοκούν ανάπτυξη χωρίς κανονική αριθμητική σειρά και συνοχή των πολυάριθμων λόγων έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειουσών.

Στις 4.12.70 ο πατέρας των εφεσειουσών ενοικίασε υποστατικό στην Στοά Ταρσή στην εντός των τειχών Λευκωσία κοντά στην πράσινη γραμμή σαν αποθήκη για τη φύλαξη στρατιωτικών υλικών και ρουχισμού.  Συγκεκριμένα το εν λόγω υποστατικό βρισκόταν στην Αριάδνης 17 και διαχειριστής του ήταν ο εφεσίβλητος 1.  Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Εφέδρων Καταδρομέων, εφεσίβλητοι 4, ενοικίασαν στις 19.4.89 χώρο για πέντε χρόνια που βρισκόταν στην ίδια στοά, με ενοίκιο £60 ετησίως.  Ο εφεσίβλητος 1 παρέδωσε στον αντιπρόσωπο των εφεσιβλήτων 4 τον εφεσίβλητο 3, 25-30 κλειδιά χωρίς να του καθορίσει σε ποια πόρτα αντιστοιχούσε το κάθε κλειδί.

Μερικές μέρες μετά την υπογραφή του συμβολαίου μίσθωσης, ο εφεσίβλητος 3, μαζί με άλλα τέσσερα άτομα, μετέβη στο υποστατικό στην Αριάδνης 17, πιστεύοντας ότι τους είχε ενοικιασθεί ολόκληρο το κτίριο.  Το κτίριο βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και χρειαζόταν επιδιορθώσεις.  Τα πιο πάνω άτομα έσπασαν την «τσακροκλειδωνιά» της εισόδου, επειδή δεν υπήρχε άλλη πόρτα και δεν είχαν κλειδί που να ταιριάζει.  Μέσα στο υποστατικό είδαν διάσπαρτα άχρηστα αντικείμε[*1835]να και 2 νεκρά ζώα.  Ειδοποιήθηκε από γείτονα φορτηγό πάνω στο οποίο φορτώθηκε μόνο ο άχρηστος στρατιωτικός ρουχισμός και τα νεκρά ζώα.  Την επομένη ο εφεσίβλητος 3 μετέβη μαζί με τρία άλλα πρόσωπα και άρχισαν να ρίχνουν πάνω σε φορτηγό ρούχα από το κτίριο.  Όταν είχε φορτωθεί το μισό φορτηγό με ρούχα κατέφθασε η Αστυνομία, η οποία ζήτησε από τον εφεσίβλητο 3 να επιστρέψει πίσω τα ρούχα και ο εφεσίβλητος 3 συμμορφώθηκε.

Οι εφεσείουσες καταχώρησαν αγωγή για αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και οχληρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3 και 4 και ότι ο αριθμός του στρατιωτικού ρουχισμού που αφαιρέθηκε (μαζί με τα ζώα) παρέμεινε αδιευκρίνιστος.  Το Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι μετακινήθηκαν 10 περίπου χλαίνες, επιδίκασε εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και 4, £250 ως αποζημιώσεις για την αφαίρεση του ρουχισμού, £700 ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο υποστατικό και £50 για τη ζημιά στην πόρτα της εισόδου, πλέον έξοδα.  Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1 προσωπικά όπως και την αγωγή εναντίον του “Σάκη Κουρέα ως διαχειριστού της περιουσίας του Ταρσείου Ορφανοτροφείου” (εναγόμενου 2) ως αποσυρθείσα κατά την διάρκεια της τελικής αγόρευσης, με έξοδα εναντίον των εφεσειουσών.  Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσίβλητος 1 παρά την ανευθυνότητα που επέδειξε κατά την ενοικίαση του υποστατικού στο Σύνδεσμο δεν έφερε καμιά ευθύνη για την παράνομη είσοδο, τη ζημιά στην εξώθυρα ή την αφαίρεση των οποιωνδήποτε ρούχων.  Και τούτο γιατί δεν υπήρξε κοινός σκοπός ή πρόθεση μεταξύ του εφεσίβλητου 1 και των εφεσιβλήτων 3 και 4, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες νομικές αρχές.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας 66 λόγους έφεσης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης εφαρμόζοντας τις αρχές που εμφαίνονται ικανοποιητικά στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Παρατήρηση Εφετείου:  Η κατά το δοκούν ανάπτυξη χωρίς την κανονική αριθμητική σειρά και συνοχή των 66 λόγων έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειουσών, αρκετοί από τους οποίους επαναλαμβάνονται κάτω από διαφορετικούς τίτλους, κατέστησε το έργο του Δικαστηρίου δύσκολο και επίπονο.

 

[*1836]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Koursk [1924] p. 140,

Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 A.A.Δ. 529,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98,

Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558,

Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449,

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

Στρατής ν. ΠΕΝΤΕΛΗ - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,

Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874,

Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787,

Coil [1989] 25 LR Ir 522,

R. v. Oyesinu [1971] 56 Cr App R 240,

[*1837]Rookes v. Barnard [1964] AC 1129,

Cassell and Co. Ltd v. Broome a.o. [1972] 1 All E.R. 801,

Gregoriades v. Kyriakides (1971) 1 C.L.R. 120,

Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254,

Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,

Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634,

Χειμώνα ν. Γεωργίου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 108.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες-ενοικιάστριες μέρους παλαιού υποστατικού ως αποθήκης για φύλαξη στρατιωτικού υλικού & ρουχισμού κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 30/9/99 (Αρ. Αγωγής 2633/93) με την οποία επιδίκασε υπέρ αυτών και εναντίον των εναγομένων 3 και 4, £250 ως αποζημιώσεις για αφαίρεση ρουχισμού, £700 ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο υποστατικό τους και £50 για τη ζημιά στην πόρτα της εισόδου πλέον έξοδα και απέρριψε την αγωγή τους εναντίον του εναγόμενου 1, προσωπικά, καθώς και εναντίον του εναγόμενου 2, ως αποσυρθείσα κατά τη διάρκεια της τελικής αγόρευσης.

Α. Παπακόκκινου, για τις Εφεσείουσες.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

Σ. Νικολάου για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση οι εφεσείουσες προσβάλλουν με 66 λόγους έφεσης την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και το ύψος των αποζημιώσεων που τους επιδικάσθηκε για παράνομη επέμβαση και αποζημιώσεις σε υποστατικό στη Λευκωσία στο οποίο είχαν αποθηκευμένο στρατιωτικό υλικό και ρουχισμό. [*1838]Συνοπτικά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου παρουσιάζουν την πιο κάτω εικόνα.

(Α) ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Το Τάρσειο Ορφανοτροφείο ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ενός υποστατικού που εφαπτόταν των οδών Λήδρας και Αριάδνης (που είναι παράλληλη οδός της οδού Λήδρας) στη Λευκωσία.  Στις 4/12/1970 ο πατέρας των εφεσειουσών Παναγιώτης Παπακόκκινος ενοικίασε από το Τάρσειο Ορφανοτροφείο μέρος του πιο πάνω υποστατικού σαν αποθήκη για τη φύλαξη στρατιωτικών υλικών και ρουχισμού.  Διαχειριστής της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας του Ταρσείου Ορφανοτροφείου ήταν για χρόνια ο Σάκης Κουρέας (εφεσίβλητος 1). 

Σύμφωνα με το ενοικιαστήριο έγγραφο ο χώρος που είχε ενοικιασθεί ήταν “ολόκληρος η δυτική ανώγειος πλευρά του οικοδομήματος του γνωστού ως Ξενοδοχείον Μέγα Εθνικόν, εκ 13 περίπου δωματίων, συμπεριλαμβανομένης και της κατωγείου κουζίνας και εισόδου επί της οδού Αριάδνης εν Λευκωσία και των ρηθέντων δυτικών δωματίων των άνω ορόφων”. Μετά το θάνατο του Παναγιώτη Παπακόκκινου το 1970 και της συζύγου του Μαρούλλας Π. Παπακόκκινου το 1989, οι θυγατέρες των πιο πάνω Βερεγγάρια και Αλέκα Παπακόκκινου συνέχισαν να κατέχουν το πιο πάνω υποστατικό σαν ενοικιάστριες.  Το πιο πάνω υποστατικό βρίσκεται κοντά στην πράσινη γραμμή.  Επρόκειτο για ένα μεγάλο κτιριακό σύμπλεγμα 1.500 τ.π. με ισόγεια καταστήματα επί της οδού Λήδρας με τρεις ορόφους πάνω από τα καταστήματα. Υπήρχε μια είσοδος στην Στοά Ταρσή που οδηγούσε στους τρεις ορόφους και μια άλλη είσοδος στην οδό Αριάδνης που οδηγούσε στο υποστατικό που κατείχαν οι εφεσείουσες.  Το υποστατικό που κατείχαν οι εφεσείουσες στην Αριάδνης 17 είναι ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα υποστατικά του Ταρσείου κτιρίου και είχε μόνο μια είσοδο που οδηγούσε σε δύο πατώματα. Το πάνω πάτωμα αποτελείτο από δύο μέρη, ένα από τα οποία κατείχε ένας έμπορος δερμάτων και το άλλο περιείχε ρουχισμό, χωρίς να ενώνονται μεταξύ τους με εσωτερική πόρτα.

Το 1989 ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Εφέδρων Καταδρομέων (εφεσίβλητος 4) αποτάθηκε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου για την εξεύρεση χώρου για στέγαση στην πράσινη γραμμή για συμβολικούς λόγους.  Η αίτηση εγκρίθηκε και στις 19/4/89 υπογράφτηκε συμβόλαιο ενοικίασης χώρου για 5 χρόνια που βρισκόταν στη Στοά Ταρσή.  Το έγγραφο υπέγραψαν ο Σάκης Κουρέας εκ μέρους του Ταρσείου Ορφανοτροφείου και οι Μάκης Οικονομίδης (εφεσίβλητος 3) και Κώστας Αντωνίου εκ μέρους του Παγκύπριου Συν[*1839]δέσμου Εφέδρων Καταδρομέων.  Ο χώρος που είχε εκμισθωθεί ήταν ο χώρος που κατεχόταν προηγουμένως από τον έμπορο δερμάτων ο οποίος τον εγκατέλειψε μετά την έκρηξη οβίδας μέσα σε αυτό.  Επειδή το κτίριο ήταν αρκετά παλιό το ενοίκιο καθορίσθηκε σε £60 ετησίως, με το Σύνδεσμο να αναλαμβάνει τα έξοδα επιδιόρθωσης.  Ο χώρος που ενοικιάσθηκε καθορίσθηκε στο σχετικό συμβόλαιο ως “Στοά Ταρσή και οδός Λήδρας - Στοά Ταρσή, οδός Αριάδνης και Λήδρας”.  Ο εφεσίβλητος 1 παρέδωσε στον εφεσίβλητο 3 25-30 κλειδιά χωρίς να του καθορίσει σε ποιά πόρτα αντιστοιχούσε το κάθε κλειδί. Η ασάφεια του ενοικιαστηρίου εγγράφου να καθορίσει επακριβώς το εκμισθούμενο υποστατικό οδήγησε στην παρούσα διαδικασία.

Μερικές μέρες μετά την υπογραφή του συμβολαίου μίσθωσης και πιο συγκεκριμένα το απόγευμα του Σαββάτου της 22/4/89 ο εφεσίβλητος 3 μετέβηκε μαζί με άλλα τέσσερα πρόσωπα στο υποστατικό της Αριάδνης 17, πιστεύοντας ότι τους είχε ενοικιασθεί ολόκληρο το κτίριο.  Το κτίριο βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση με μεγάλες τρύπες στους τοίχους και χρειαζόταν επιδιορθώσεις.  Επειδή δεν υπήρχε άλλη πόρτα και δεν είχαν κλειδί που να ταιριάζει, οι πιο πάνω έσπασαν την “τσακροκλειδωνιά” της εισόδου.  Μόλις μπήκαν μέσα είδαν διάσπαρτα άχρηστα αντικείμενα από παλιό στρατιωτικό υλικό, έντονη δυσοσμία και στη μέση του χώρου ένα ψόφιο γάτο και ένα ψόφιο σκύλο.  Ειδοποιήθηκε από ένα γείτονα ένας οδηγός φορτηγού, πάνω στο οποίο φορτώθηκε μόνο ο άχρηστος στρατιωτικός ρουχισμός και τα νεκρά ζώα.  Ακολούθως ο εφεσίβλητος 3 και τα πρόσωπα που ήταν μαζί του εγκατέλειψαν το χώρο.

Το πρωΐ της Κυριακής ο εφεσίβλητος 3 μετέβηκε ξανά στον ίδιο χώρο γύρω στις 8.30-9.00 π.μ. μαζί με τρία άλλα πρόσωπα και άρχισαν να ρίχνουν πάνω στο φορτηγό ρούχα από το κτίριο.  Όταν είχε φορτωθεί το μισό φορτηγό με ρούχα κατέφθασε στις 9.15 π.μ. στο χώρο, κατόπιν πληροφορίας, ο Αστυνομικός 3288 Χαράλαμπος Ιακώβου (ΜΕ2). Ο εφεσίβλητος 3 του ανέφερε ότι είχαν ενοικιάσει το χώρο από τον εφεσίβλητο 1. Ο αστυνομικός αφού διασταύρωσε την πληροφορία, ζήτησε από τον εφεσίβλητο 3 να επιστρέψει πίσω τα ρούχα και ο εφεσίβλητος 3 συμμορφώθηκε. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απέρριψε την εκδοχή των εφεσειουσών στην έκταση που αυτή ερχόταν σε αντίθεση με εκείνη των εφεσιβλήτων, βρήκε ότι υπήρξε παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3 και 4 και ότι ο αριθμός των στρατιωτικών χλαινών που αφαιρέθηκε (μαζί με τα νεκρά ζώα) παρέμεινε αδιευκρίνιστος.  Το Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε ότι οι χλαίνες που μετακινήθη[*1840]καν ήταν γύρω στις 10, επιδίκασε εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και 4, £250 ως αποζημιώσεις για την αφαίρεση του ρουχισμού, £700 ως αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο υποστατικό και £50 για τη ζημιά στην πόρτα της εισόδου, πλέον έξοδα.  Επιπρόσθετα το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου 1 προσωπικά, όπως επίσης και την αγωγή εναντίον του “Σάκη Κουρέα ως διαχειριστού της περιουσίας του Ταρσείου Ορφανοτροφείου” (εναγόμενου 2) ως αποσυρθείσα κατά τη διάρκεια της τελικής αγόρευσης.

(Β)  Η ΕΦΕΣΗ

Οι εφεσείουσες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση για                     66 λόγους.

Προσπαθήσαμε και ταξινομήσαμε τους πιο πάνω λόγους σε συγκεκριμένες υποδιαιρέσεις για να καταστεί δυνατή μια πρακτική προσέγγιση στην εξέταση τους.  Οι ταξινομήσεις αναφέρονται

(1) Στην απόρριψη της αγωγής εναντίον του εναγομένου 1 (Λόγοι 1 και 55),

(2) (i)         Στην αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου Οικονομίδη και των μαρτύρων Αντωνίου και Κωμοδρόμου (Λόγοι 5, 47, 58, 59, 61 και 62),

   (ii) Στη μη αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσειουσών και των μαρτύρων τους (Λόγοι 6,15,24,33,42,43,44 και 45),

(3) Σε θέματα που αφορούσαν το ρουχισμό (Λόγοι 7, 8, 9, 11, 12, 13, 14, 16, 17, 19, 20, 21, 22, 23, 25, 26, 27, 29, 31, 35, 36, 37 και 46),

(4) Σε θέματα που αναφέρονται στην παράνομη επέμβαση στο υποστατικό (Λόγοι 28,48,49,50,51 και 52),

(5) Στη μη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων από την Αστυνομία (Λόγος 32),

(6) Στο εύρημα ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 δεν συνιστούσε ποινικό αδίκημα  (Λόγοι 4 και 65),

(7) Στη λανθασμένη αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας (Λόγοι 30 και 34),

(8) Σε θέματα που αφορούσαν τη μεταβίβαση της περιουσίας της μητέρας στις εφεσείουσες (Λόγοι 38,39,40 και 41),

[*1841]

(9) Στη μη επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων (Λόγος     54),

(10)     Στην επιδίκαση εξόδων υπέρ των εναγομένων 1 και 2 (Λόγος 56),

(11)     Στην παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος (Λόγος     3),

(12)     Στο εύρημα ότι η β΄ είσοδος στο υποστατικό της Αριάδνης 17 οδηγεί στη στοά (Λόγος 60),

(13)     Στο εύρημα αναφορικά με τη δομή του κτιρίου (Λόγος 63),

(14)     Στη μη διενέργεια τοπικής εξέτασης (Λόγος 2),

(15)     Στη μη ύπαρξη πρόθεσης για ιδιοποίηση ή κατακράτηση (Λόγος 53),

(16)     Στη μη απόρριψη της τροποποιηθείσας Έκθεσης Υπεράσπισης (Λόγος 64),

(17)     Στην παράθεση μαρτυρίας σε αντίθεση με το περιεχόμενο των δικογράφων (Λόγος 66).

(1)  Η απόρριψη της αγωγής εναντίον του εναγομένου 1 (Λόγοι 1 και 55)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον του Σάκη Κουρέα, αφού ο ίδιος παραδέχθηκε ότι τους ενοικίασε άλλο υποστατικό από εκείνο της Αριάδνης 17 αλλά τους έδωσε τα κλειδιά του υποστατικού της Αριάδνης 17 αναφέροντας τους ότι θα έπρεπε να μετακινηθεί ο στρατιωτικός ρουχισμός από το πιο πάνω υποστατικό.  Με αυτή τη συμπεριφορά του ο Σάκης Κουρέας ενέπλεξε τον εαυτό του και έπρεπε να βρεθεί ένοχος για την παράνομη επέμβαση και οχληρία που διέπραξαν οι εφεσίβλητοι 3 και 4 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Κεφ. 148.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Σάκης Κουρέας παρά την ανευθυνότητα που επέδειξε κατά την ενοικίαση του υποστατικού στο Σύνδεσμο δεν έφερε καμιά ευθύνη για την παράνομη είσοδο, τη ζημιά στην εξώθυρα ή την αφαίρεση των οποιωνδήποτε ρούχων.  Και τούτο γιατί δεν υπήρξε κοινός σκοπός ή πρόθεση με[*1842]ταξύ του Σάκη Κουρέα και των εφεσιβλήτων 3 και 4, σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες νομικές αρχές.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέσθηκε τις αρχές όπως αναφέρονται στο σύγγραμμα Salmond on the Laws of Torts, 16η έκδοση, σ. 451-2, όπου τονίζεται ότι,

“..... A coincidence of separate acts which by their conjoined effect cause damage.  The injuria as well as the damnum must be the same.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι μετά την απόσυρση της αγωγής εναντίον του Ταρσείου Ορφανοτροφείου, αλλά και εν πάση περιπτώσει, ο Σάκης Κουρέας δεν έφερε καμιά ευθύνη για τις ενέργειες του εφεσίβλητου 3 και του Συνδέσμου.

Όπως σημειώνεται στην απόφαση,

“Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Κουρέας με τα όσα έπραξε ενέπλεξε τον εαυτό του στην παράνομη είσοδο, τη ζημιά στην εξώθυρα ή την αφαίρεση των οποιωνδήποτε ρούχων. Το μόνο που έκανε ήταν να ενοικιάσει ένα υποστατικό το οποίο και, λανθασμένα, δεν υπέδειξε επακριβώς στο Σύνδεσμο.”

Για το θέμα της ταυτόχρονης ευθύνης δύο ή περισσότερων προσώπων στη διάπραξη ενός αστικού αδικήματος αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury’s “Laws of England”, 3rd Edition, p. 136 ότι,

“Persons are liable as joint tortfeasors where the act giving rise to the tort is a joint act done in pursuance of a common purpose.”

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην υπόθεση The Koursk [1924] p. 140, όπου τονίσθηκε από το Δικαστή Bankes L.J. ότι,

“Persons are said to be joint tortfeasors when their separate shares in the commission of the tort are done in furtherance of a common design.”

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν έφερε καμιά ευθύνη για τις πράξεις των εφεσιβλήτων 3 και 4 είναι ορθή.  Οι ενέργειες των εφεσιβλήτων 3 και 4 δεν έγιναν από κοινού ή κατόπιν συμφωνίας με τον εφεσίβλητο 1.  Η παράλειψη του εφεσίβλητου 1 να επεξηγήσει επακριβώς στους εφεσιβλήτους 3 και 4 το χώρο που τους είχε εκμισθωθεί δεν τον καθιστά συνυπεύθυνο των πράξεων των εφεσιβλήτων 3 και 4 που ακολούθησαν, για τις οποίες δεν είχε οποιαδήποτε σχέση και ούτε είχε συμ[*1843]μετάσχει στον προσχεδιασμό τους.

(2)(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 3 και των μαρτύρων Αντωνίου και Κωμοδρόμου (Λόγοι έφεσης 5,47,58,59,61 και 62)

Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι ο εφεσίβλητος 3 και οι μάρτυρες Αντωνίου και Κωμοδρόμος υπέπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, σε βαθμό που η μαρτυρία τους να έχει καταστεί αναληθής και διάτρητη. Ειδικότερα τονίσθηκαν συγκεκριμένες διαφορές, μεταξύ άλλων αναφορικά με τον αριθμό των ψόφιων ζώων που οι πιο πάνω είχαν παρατηρήσει στο υποστατικό, ως προς τον τρόπο εισόδου τους στο υποστατικό και ως προς το χρόνο παραμονής τους στο υποστατικό.  Επιπρόσθετα υποδείχθηκαν αντιφάσεις που κατά την άποψη των εφεσειουσών αφορούσαν θέματα ουσιώδους σημασίας που έπρεπε να οδηγήσουν στη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους.

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσειουσών και των μαρτύρων τους (Λόγοι 6,15,24,33,42,43,44 και 45)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας 1 ήταν θετικότατη, σαφέστατη και ξεκάθαρη χωρίς ασάφειες και αοριστίες και ότι έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, όπως επίσης και η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειουσών που ήταν όλοι ανεξάρτητοι και άσχετοι μεταξύ τους. Οι πιο πάνω μάρτυρες ανέφεραν ότι η κατάσταση στο υποστατικό δεν ήταν χαώδης αλλά επικρατούσε μια τάξη, χωρίς την ύπαρξη δυσοσμίας και ψόφιων ζώων παρά μόνο σκόνης και έπρεπε να γίνει αποδεκτή και να απορριφθεί η εκδοχή των εφεσιβλήτων που ένας ανέφερε για ένα γατάκι, άλλος για ένα γάτο και ένα σκύλο και ο εφεσίβλητος 3 για μισό αυτοκίνητο ψόφια ζώα και στρατιωτικό ρουχισμό.

Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειουσών Μιχαηλίδου, Χαριλάου και Ταλιαδώρου το μόνο που πιστοποίησε ήταν η ύπαρξη του ρουχισμού, ήταν λανθασμένο.  Ειδικότερα για την αυτόπτη μάρτυρα Κ. Μιχαηλίδου υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία της ήταν αξιόπιστη και θετική και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι παντελώς λανθασμένα και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία της.

Επειδή η απόδειξη της απαίτησης των εφεσειουσών βασίστηκε πάνω στη μαρτυρία της Κυριακής Μιχαηλίδου, που ήταν και η μό[*1844]νη αυτόπτης μάρτυς, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της.

“Οσον αφορά το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Κυριακής Μιχαηλίδου, το Δικαστήριο έχει με προσοχή παρακολουθήσει τη μάρτυρα κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της και πρέπει να λεχθεί ότι η μαρτυρία της σε γενικές γραμμές ήταν ασαφής και αόριστη και πολλές από τις απαντήσεις της σε καίρια θέματα ήταν ως αποτέλεσμα, κατά το μάλλον ή ήττον, καθοδηγητικών ερωτήσεων από τη συνήγορο που την εξέταζε.  Για παράδειγμα, η θέση της μάρτυρος ότι είχε δει πέραν του ενός φορτηγά να κινούνται το απόγευμα του Σαββάτου ήταν αποτέλεσμα καθοδηγητικών υποβολών ενώ οι απαντήσεις της μάρτυρος σαφέστατα αφήνουν να νοηθεί ότι δεν ήταν σίγουρη αν είχε δει ένα ή και δεύτερο φορτηγό.  Περαιτέρω αρκετές απαντήσεις της ήταν συμπερασματικές και όχι ως αποτέλεσμα ιδίας θετικής αντίληψης επί των γεγονότων.  Για παράδειγμα, σε σημείο της κυρίως εξέτασης της είχε αναφέρει ότι επειδή άρχισαν κατά τη θέση της τη φόρτωση ρούχων και την επομένη ημέρα, δηλαδή την Κυριακή, δεν πρέπει να ήταν ένα φορτηγό αλλά περισσότερα. Επίσης το γεγονός ότι κατά την αντίληψη της τα ρούχα που είχε δει να φορτώνονται ήταν σε καλή κατάσταση, προήλθε από τη θέση της ότι τα ρούχα ήταν φυλαγμένα στο υποστατικό των εναγουσών για καιρό και επομένως εφόσον ήταν φυλαγμένα θα πρέπει να ήταν και σε καλή κατάσταση.  Περαιτέρω η θέση της μάρτυρος ότι πιθανόν να αντελήφθη δύο φορτηγά το απόγευμα του Σαββάτου δεν μπορεί να ευσταθήσει διότι η ίδια έδωσε μαρτυρία ότι ο δρόμος της οδού Αριάδνης είναι στενός και εξαρτάτο πώς θα τοποθετούνταν τα φορτηγά για να χωρούσε ενδεχόμενα δύο τέτοια, ενώ δέχθηκε ταυτόχρονα ότι η ίδια δεν γνώριζε να οδηγεί. Επίσης η μαρτυρία της υπήρξε κατά περιόδους και αντιφατική όπως για παράδειγμα, όταν κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης είχε αρχικά πει ότι δεν βγήκε καθόλου έξω από το κατάστημα της ενώ αργότερα ανέφερε ότι είχε βγει.  Αυτό σχετιζόταν με το σημείο πόσες φορές είχε εντοπίσει το φορτηγό να πηγαινοέρχεται την Κυριακή το πρωΐ.

Άλλο σημείο το οποίο καθιστά τη μαρτυρία της αμφιβόλου αξιοπιστίας είναι και το γεγονός ότι σε πάρα πολλά σημεία της κατάθεσης της προλόγιζε την απάντηση της με τη λέξη “μπορεί” ή “υποτίθεται”, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διαδρομή του φορτηγού το απόγευμα του Σαββάτου και τα ρούχα και το είδος αυτών που είδε να τοποθετούνται στο φορτηγό. Αυτές οι απαντή[*1845]σεις της εξασθενούν τη θετικότητα της κατάθεσης της διότι με τον τρόπο αυτό προσάρμοζε τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις καλύπτοντας έτσι όλες τις πιθανότητες και πρόσθετε στην ασάφεια και αοριστία της μαρτυρίας.  Περαιτέρω δεν θυμόταν τον αριθμό του καταστήματος στο οποίο η ίδια εργαζόταν ενώ θυμόταν άλλες λεπτομέρειες για το είδος των ρούχων που είχε δει να φορτώνονται.  Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της ανέφερε ότι η προσοχή της δεν ήταν πάνω στο φορτηγό συνέχεια διότι δεν την ενδιέφερε, αλλά παρά ταύτα μπορούσε να διευκρινίσει πόσες φορές κινήθηκε το φορτηγό και πόσα ρούχα και το είδος τους που είχαν τοποθετηθεί εκεί.  Ανέφερε επίσης ότι πιθανόν το ένα φορτηγό να είχε στρίψει μέσα στο χώρο στάθμευσης, ο οποίος όμως τότε δεν υπήρχε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ίδιας της ενάγουσας 1.  Επίσης η μαρτυρία της δεν ήταν θετική διότι ενώ και πάλι συμπερασματικά, και λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι ο χώρος του υποστατικού ήταν κλειστός, η ύπαρξη σκύλων και γάτων δεν ήταν δυνατή, ταυτόχρονα δέχθηκε σε σχετική υποβολή ότι η ίδια δεν είχε ποτέ επισκεφθεί το υποστατικό για να γνωρίζει επ’ ακριβώς την εσωτερική διαρύθμιση και αν υπήρχε ή όχι κάποιος ανοικτός χώρος.  Και βέβαια, υπάρχει μαρτυρία τόσο από τον Κουρέα όσο και από τον Οικονομίδη ότι υπήρχε πρόσβαση στο υποστατικό των εναγουσών από ανοικτό χώρο από τον οποίο δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η είσοδος ζώων, ενώ ταυτόχρονα η μαρτυρία του Κουρέα επίσης υπέδειξε ότι είχαν γίνει παλαιότερα παράπονα από γείτονες ότι υπήρχε δυσοσμία στην περιοχή του υποστατικού.

Γενικά η μαρτυρία της Κ. Μιχαηλίδου δεν εντυπωσίασε ευνοϊκά το δικαστήριο ώστε να τη δεχθεί ως υποστηρίζουσα τη θέση των εναγουσών ότι οι εναγόμενοι αφαίρεσαν μεγάλο αριθμό στρατιωτικών ειδών από το υποστατικό το απόγευμα του Σαββάτου.  Η μάρτυς, όπως επεξηγήθη, ήταν αόριστη και ασαφής σε αρκετά σημεία, μίλησε με γενικότητες και η παρατήρηση της έγινε από μια απόσταση αρκετά μεγάλη, δεδομένου ότι είχε καθορίσει η ίδια την απόσταση αυτή ως τρεις φορές το μήκος της αίθουσας του Δικαστηρίου, ενώ δέχθηκε στην αντεξέταση ταυτόχρονα ότι το φορτηγό κάλυπτε την πόρτα του υποστατικού και άρα δεν θα πρέπει να είχε καλή ορατότητα για σκοπούς επακριβούς παρατήρησης.  Σε σχέση με τα ρούχα τα οποία είδε να φορτώνονται είχε πει ότι υπήρχαν και ζώνες αλλά η ίδια διευκρίνισε αμέσως μετά ότι και πάλιν ήταν συμπέρασμα δικό της διότι όπως το έθεσε “μπορεί να ήταν πάνω στα ρούχα”.  Δεν υπάρχει επομένως εκείνη η αξιόπιστη και θετική μαρτυρία της παρατήρησης ούτε και η μάρτυρας είπε ότι στεκόταν για μια ολόκληρη [*1846]ώρα παρατηρώντας τη φόρτωση όπως ανέφερε η συνήγορος στην αγόρευση της. Αντίθετα η μάρτυρας της, απαντώντας με ασάφειες και υποθέσεις, δεν έδωσε σαφή απάντηση αλλά είπε ότι μπορεί να ήταν και μισή ώρα ή και μια ώρα ή να έμπαινε και να έβγαινε στο κατάστημα της, ενώ η προσοχή της δεν ήταν στο φορτηγό που δεν την ενδιέφερε, ως είπε.  Η μαρτυρία της συνεπώς απορρίπτεται εκτός στο βαθμό που αυτή συνάδει με τα όσα οι εναγόμενοι ανέφεραν.”

Τα πρωτόδικα Δικαστήρια πρέπει να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστήριου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων.  (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396). Το Εφετείο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια επέμβασης όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 529) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.  (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).

Είναι φυσιολογικό να υπάρχουν κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία των διαδίκων και των μαρτύρων που καλούν προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι διαφορές αυτές είναι πιο συχνές στην περίπτωση καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί πριν από πολλά χρόνια, οπόταν και δεν πρέπει να αναμένεται από ένα μάρτυρα να ενθυμείται επακριβώς τι είχε συμβεί και να βρίσκεται σε θέση να μεταφέρει στο Δικαστήριο όλες τις σχετικές λεπτομέρειες με ακρίβεια.  Η μαρτυρία που προσφέρεται πρέπει να αξιολογείται στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά, με ιδιαίτερη αναφορά μόνο στα μέρη εκείνα που ενισχύουν την προώθηση μιας συγκεκριμένης θέσης.

[*1847]Αναφορικά με τη διαπίστωση της ύπαρξης αντιφάσεων έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν οι αντιφάσεις είναι ουσιαστικής μορφής και πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή όταν καταδεικνύουν την πρόθεση του μάρτυρα να πει ψέματα. (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.390, Στρατής ν. ΠΕΝΤΕΛΗ - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξετάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που έχουν καταθέσει και έχει καταλήξει στα συμπεράσματα του.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μάρτυρα Κυριακή Μιχαηλίδου που ήταν η μόνη αυτόπτης μάρτυς που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας της και κατέληξε στο συμπέρασμα να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία της στο βαθμό που δεν ταυτιζόταν με την εκδοχή των εφεσιβλήτων 3 και 4.  Και τούτο γιατί η πιο πάνω μάρτυς ήταν αόριστη και ασαφής σε αρκετά σημεία και η αναφορά της στη φόρτωση που αποτελούσε τη βάση της επέμβασης δεν ήταν αξιόπιστη και θετική.  Σε αντίθεση με τη μαρτυρία που είχαν προσκομίσει οι εφεσείουσες, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η μαρτυρία των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους ήταν επακριβής και θετική και το Δικαστήριο δεν σημείωσε αμφιταλαντεύσεις στη μαρτυρία τους, σε βαθμό που η μαρτυρία τους να καθίστατο αναξιόπιστη.

Η εξαγωγή πρωτογενών συμπερασμάτων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους που έχουν προβληθεί από τις εφεσείουσες μέσα στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εκδοχή των εφεσιβλήτων μετά από προσεκτική αξιολόγηση ως αξιόπιστη. Η υπαγωγή της αποδοχής της εκδοχής των εφεσιβλήτων έγινε μέσα στα ορθά νομικά πλαίσια και δεν υπάρχουν περιθώρια που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση μας.

(3)  Τα ευρήματα αναφορικά με την αφαίρεση του ρουχισμού και την εκτίμηση της αξίας του είναι λανθασμένα (Λόγοι 7,8,11, 12,13,14,16,17,19,20,21,22,25,26,27,29,31,35,36,37 και 46)

[*1848]Περιληπτικά οι κύριες θέσεις που προκύπτουν από τους πιο πάνω λόγους έφεσης είναι οι πιο κάτω:

(i)   Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε μετακίνηση ρούχων και σαφής μαρτυρία ως προς τον αριθμό των ρούχων που μετακινήθηκαν είναι αυθαίρετο.

(ii)  Το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα 1 δεν προέβηκε σε καταμέτρηση του ρουχισμού λίγο πριν από την παράνομη επέμβαση και ότι το εύρημα ότι μόνο 10 χλαίνες αφαιρέθηκαν είναι λανθασμένα.

(iii) Το συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα 1 δεν έλαβε μέρος στην καταγραφή του ρουχισμού είναι αυθαίρετο.

(iv) Δεν έγινε ορθή αξιολόγηση των τεκμηρίων και της μαρτυρίας που δόθηκε για την εκτίμηση της αξίας τους, όπως επίσης και για τις πιθανότητες διάθεσης του ρουχισμού.

Η εφεσείουσα 1 κατέθεσε ότι σε ολόκληρο το κτίριο υπήρχαν 2.850 χλαίνες.  Από τις πιο πάνω αφαιρέθηκαν 1.200 και επεστράφηκαν μόνο 200.  Συνακόλουθα οι εφεσίβλητοι 3 και 4 σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους αφαίρεσαν και οικειοποιήθηκαν 1000 χλαίνες. Η εφεσείουσα 1 κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της παραδέχθηκε ότι είχε μετρήσει μόνο τις χλαίνες.  Τις κουβέρτες, τις τιράντες, τους επιδέσμους, τα υποκάμισα, τα σακάκια και άλλα αντικείμενα δεν τα μέτρησε επακριβώς ή καθόλου.  Έτσι ο ισχυρισμός της ότι αφαιρέθηκαν 600 κουβέρτες και οι εφεσίβλητοι επέστρεψαν 200 χλαίνες, 25-30 τιράντες και 40-45 επιδέσμους παρέμεινε μετέωρος, αφού δεν μπορούσε να ελεγχθεί ανεξάρτητα.

Αναφορικά με την καταμέτρηση του ρουχισμού και κάτω από ποιές συνθήκες είχε διεξαχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι αριθμοί που μεταφέρθηκαν στο Δικαστήριο από την εφεσείουσα 1 ήταν το αποτέλεσμα του τι είχε καταγράψει προηγουμένως σε διάφορα βιβλία η μητέρα της.  Η εφεσείουσα 1 παραδέχθηκε ότι ούτε η ίδια ούτε η μητέρα της κρατούσαν στοιχεία για τα διάφορα εμπορεύματα που έφερνε τον τελευταίο καιρό η μητέρα από την Πάφο.  Η μητέρα απεβίωσε και τα βιβλία φέρεται ότι καταστράφηκαν από πυρκαγιά την 1/2/1993. Η μητέρα δεν είχε προβεί σε φορολογικές δηλώσεις και δεν δόθηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία εκτός από την προφορική μαρτυρία της εφεσείουσας 1 για το τι είχε δει γραμμένο στα βιβλία, που δεν ήταν εκείνο το θετικό αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρι[*1849]σμούς των εφεσειουσών. Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα 1 προσπάθησε να περισώσει την κατάσταση λέγοντας ότι η ίδια είχε καταμετρήσει το ρουχισμό λίγο πριν από το επεισόδιο και αργότερα το 1990.  Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή και στην απουσία οποιωνδήποτε άλλων αποδεικτικών στοιχείων προτιμήθηκε η εκδοχή των εφεσιβλήτων 3 και 4.  Μέσα στην έλλειψη σαφούς μαρτυρίας ως προς το τι υπήρχε προηγουμένως στον αποθηκευτικό χώρο, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα ως προς τον αριθμό των αντικειμένων που μετακινήθηκαν και επέλεξε την αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων ότι είχαν μετακινηθεί 10 χλαίνες.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων είναι ορθά.  Επεται ότι οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μπορούν να ευσταθήσουν.

(4)  Θέματα που αφορούσαν την παράνομη επέμβαση κ.ά. (Λόγοι 28,48,49,50,51 και 52)

Αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων οι εφεσείουσες προέβαλαν τις πιο κάτω θέσεις:

(i) Οχληρία, παράνομη επέμβαση κ.ά.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπό τύπο αποζημιώσεων £700 για την παράνομη επέμβαση στο ακίνητο, £250 για τον ρουχισμό και £50 για τη ζημιά στην εξώθυρα.  Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται πως τα ποσά είναι μηδαμινά, παντελώς λανθασμένα και πως προκαλεί στις εφεσείουσες πασιφανή αδικία, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που είχαν παρουσιάσει.  Εισηγήθηκαν ότι έπρεπε να επιδικασθεί ξεχωριστό ποσό για την οχληρία και πως η ποσότητα του ρουχισμού δικαιολογούσε την επιδίκαση πολύ μεγαλύτερου ποσού.

Όταν μια πράξη που συνιστά οχληρία επιφέρει ζημιές σε ακίνητη περιουσία ο γενικός κανόνας είναι ότι η έκταση των αποζημιώσεων είναι ίση με τη διαφορά της αξίας της περιουσίας πριν από την επέμβαση με την αξία της περιουσίας μετά την επέμβαση.  (Βλ. Halsbury’s “Laws of England”, 3rd Edition, 164).  Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείουσες ζητούσαν αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση (trespass) και για οχληρία (private nuisance). Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά περιορίστηκε στην επιδίκαση ποσού £700 υπό τύπο αποζημιώσεων για την παράνομη επέμβαση στο υποστατικό, τονίζοντας ότι το όλο επεισόδιο δεν μπορούσε να διαχωρισθεί σε ξεχωριστές νομικές κατηγορίες για σκο[*1850]πούς αποζημιώσεων.  Η οχληρία που προκλήθηκε ήταν ελάχιστη.  Η οχληρία αποτελούσε μέρος της παράνομης επέμβασης με την οποία στην πραγματικότητα ήταν συνυφασμένη και δεν υπήρχε έρεισμα για την επιδίκαση ξεχωριστών ποσών, το δε ποσό των £700 κρίνεται ικανοποιητικό τόσο για την παράνομη επέμβαση όσο και για την οχληρία.

Σε σχέση με το ρουχισμό το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σχετική απόφαση του αποφάνθηκε ότι ο αριθμός του ρουχισμού παρέμεινε αδιευκρίνιστος. Δεν υπήρχε συγκεκριμένη αποδεκτή μαρτυρία ως προς την ποσότητα του ρουχισμού που βρισκόταν στο υποστατικό ούτε και μαρτυρία ως προς τον αριθμό των χλαινών που επεστράφησαν, αφού οι εφεσείουσες δεν τις είχαν καταμετρήσει.  Με βάση τις αοριστίες και τις ασάφειες της κατάθεσης της εφεσείουσας 1 το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων ότι είχαν αφαιρεθεί ίσως 10 χλαίνες.

Έχουμε ήδη προαναφέρει ότι το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι στην παρούσα περίπτωση η εκδοχή των εφεσειουσών είχε απορριφθεί και είχε γίνει δεκτή εκείνη των εφεσιβλήτων.  Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκουμε ότι δεν έχουν προβληθεί στοιχεία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν το πιο πάνω εύρημα και η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τη φύση και έκταση της επέμβασης, όπως επίσης και τους λόγους της διάπραξης της επέμβασης, κρίνουμε ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν εύλογο.

(ii)  Μη επιδίκαση των αποζημιώσεων για το ακίνητο και την    εξώθυρα στην ενάγουσα 2

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η μη επιδίκαση των αποζημιώσεων και υπέρ της ενάγουσας 2 που ήταν η διαχειρίστρια της περιουσίας της μητέρας των εφεσειουσών, είναι λανθασμένη.

Δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η μητέρα των εφεσειουσών ήταν κάτοχος και/ή ενοικιάστρια του υποστατικού και η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως ορθή.

(iii) Μη επιδίκαση τόκου από 29/11/96

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η μη επιδίκαση τόκου από 29/11/96 αλλά μόνο από 14/7/98 είναι λανθασμένη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο από τις 29/11/96 μετά την πρόσθεση του εφεσίβλητου 4 ως εναγομένου, οπότε η αγωγή προσέλαβε την τελι[*1851]κή της μορφή. Η επιδίκαση τόκου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 102(Ι)/96. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος επέμβασης μας.

(5) Η Αστυνομία έπρεπε να προβεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων (Λόγος 32)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Αστυνομία έπρεπε να προβεί στη λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσίβλητου 3 είναι λανθασμένο.  Και τούτο γιατί ήδη υπήρχε επαρκής μαρτυρία εναντίον του εφεσίβλητου 3 για τη λήψη μέτρων εναντίον του που δεν δικαιολογούσε τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Η εισήγηση ότι η Αστυνομία είχε επαρκή μαρτυρία στην κατοχή της και ότι δεν χρειαζόταν η λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσίβλητου 3, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση στην εγκυρότητα της απόφασης.  Φαίνεται ότι η εξέταση της υπόθεσης ήταν πλημμελής και οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου ορθές.  Οι παρατηρήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την ορθότητα της απόφασης.

(6) Η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 συνιστούσε ποινικό αδίκημα  (Λόγοι 4 και 65)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι οι πράξεις των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 συνιστούσαν διάρρηξη και κλοπή σύμφωνα με τη μαρτυρία που έχουν παρουσιάσει οι εφεσείουσες.

Αφορμή για τους λόγους 4 και 65 έδωσαν οι σκέψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το εύλογο και το καλόπιστο της εντύπωσης που απεκόμισαν οι εφεσίβλητοι 3 και 4 για το χώρο που είχε ενοικιασθεί. Το θέμα όπως εγείρεται με τους λόγους έφεσης δεν μπορεί να μας απασχολήσει γιατί δεν σχετίζεται με τις ανάγκες της υπόθεσης.

Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.  Η εισήγηση απορρίπτεται.

(7) Υπήρξε λάθος στην αποδοχή ή στην απόρριψη μαρτυρίας εξ ακοής  (Λόγοι 23, 30 και 34)

(i)  Με το λόγο έφεσης 23 οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η μεταφορά στο Δικαστήριο της αξίας του ρουχισμού από ένα βιβλίο [*1852]καταγραφών του ρουχισμού, δεν συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία αφού η καταμέτρηση έγινε από τη μητέρα της εφεσείουσας 1 στην παρουσία της εφεσείουσας 1. Εφόσο δε η εφεσείουσα 1 γνώριζε προσωπικά τις τιμές των ρούχων και η καταγραφή έγινε στην παρουσία της, η σχετική μαρτυρία που δόθηκε αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα της μη αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, ως δηλώσεις που έγιναν κατά την εκτέλεση καθήκοντος.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι δηλώσεις από πρόσωπα που έχουν πεθάνει, που έχουν γίνει κατά την εκτέλεση καθήκοντος ταυτόχρονα με την εκτέλεση της πράξης χωρίς οποιαδήποτε κίνητρα παραποίησης, μπορεί να γίνουν δεκτές σαν εξαίρεση στον κανόνα της εξ’ ακοής μαρτυρίας, για να αποδείξουν την αλήθεια του περιεχομένου τους.  Η δήλωση πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια ειδικής υποχρέωσης ενός προσώπου να προβεί στην καταχώριση.  Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα Phipson “On Evidence”, 12th Edition, p. 913,

“It must have been the declarants duty to make or cause to be made an entry or record.  Reports on the value of the property, consisting chiefly of matters or opinion, have been considered inadmissible” (Βλ. Brain v. Preece 11 Maud W 773, Trotter v. Mclean 13 Ch. D. 574 και Re Djambi Rubber Estates 107 LT 631 (CA)).

Στην παρούσα περίπτωση η μητέρα δεν είχε προβεί στις σχετικές καταχωρήσεις γιατί είχε οποιαδήποτε προς τούτο υποχρέωση.  Οι καταγραφές έγιναν για την τήρηση κάποιων σημειώσεων μέσα στα πλαίσια της διεξαγωγής μιας ιδιωτικής επιχείρησης.

(ii)  Με το λόγο έφεσης 34 υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο επέτρεψε στους εφεσιβλήτους να αναφέρουν τι τους είπε ο οδηγός του φορτηγού που μετέφερε τα ρούχα (χωρίς ο τελευταίος να κληθεί να καταθέσει), τι τους ελέχθη στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου (χωρίς να κληθεί μάρτυρας να καταθέσει), ότι η ζημιά σε τοίχο του υποστατικού προκλήθηκε από οβίδα (χωρίς να είναι παρόντες), και στην αξιολόγηση του ρουχισμού και της ύπαρξης οσμής (χωρίς να είναι ειδικοί).

Οι συγκεκριμένες ενστάσεις (για τις οποίες ουδεμία παραπομπή γίνεται στα σχετικά πρακτικά) αφορούν θέματα επουσιώδους σημασίας που έστω και αν γίνονταν δεκτές δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους. Η απόφαση βασίστηκε στη ανικανότητα των εφεσειουσών να απο[*1853]δείξουν την υπόθεση τους με ταυτόχρονη αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων.  Οι εισηγήσεις για την αποδοχή εξ’ ακοής μαρτυρίας δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ορθότητα της απόφασης. Σημειώνουμε ότι η αποδοχή της ύπαρξης της οσμής δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένου είδους οσμή (για την οποία θα χρειαζόταν ίσως εμπειρογνώμονα), αλλά στην ύπαρξη κάποιας δυσοσμίας με την έννοια της άσχημης μυρωδιάς.

(iii) Με το λόγο έφεσης 30 οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στην εφεσείουσα 1 να απαντήσει σε ερωτήσεις ως προς το τι είπε στον εφεσίβλητο 3, τόσο στον Αστυνομικό σταθμό, όσο και στο χώρο του υποστατικού.

Η μαρτυρία αυτή που αποσκοπούσε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας 1 ορθά αποκλείστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βασίζεται στον κανόνα της μη αποδοχής προηγούμενων συνεπών δηλώσεων. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Holmes J. στην υπόθεση Coil [1989] 25 LR Ir 522, που έχει υιοθετηθεί στην υπόθεση R. v. Oyesinu [1971] 56 Cr App R 240, “Η μαρτυρία ενός μάρτυρα δεν μπορεί να επιβεβαιώνεται με την απόδειξη παρόμοιων προηγούμενων δηλώσεων από τον ίδιο το μάρτυρα”.

(8) Η μεταβίβαση της περιουσίας από τη μητέρα στις εφεσείουσες  (Λόγοι 9,38,39,40 και 41)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο αριθμός των ρούχων που δωρήθηκε από τη μητέρα στην εφεσείουσα 1 δεν δηλώθηκε στη διαχείριση της περιουσίας της μητέρας. Και τούτο γιατί τα 4/5 της περιουσίας δωρήθηκαν από τη μητέρα και παραδόθηκαν στην εφεσείουσα 1 τον Ιούλιο του 1989, ενώ η μητέρα πέθανε το Σεπτέμβριο του 1989.  Με την πιο πάνω μεταβίβαση των 4/5 η εφεσείουσα 1, που ήταν προηγουμένως ιδιοκτήτρια του 1/5, κατέστη ιδιοκτήτρια ολόκληρης της πιο πάνω κινητής περιουσίας.  Επιπρόσθετα οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η δωρεά αυτή έπρεπε να είχε δηλωθεί στη διαχείριση της περιουσίας της μητέρας (αρ. 465/89), που εξακολουθεί να παραμένει ανοικτή και ότι οι εφεσείουσες απέκρυψαν το στοιχείο της δωρεάς, είναι λανθασμένο και έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία που έχει δοθεί.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι η μεταβίβαση των 4/5 της πιο πάνω περιουσίας δεν δηλώθηκε στη διαχείριση της μητέρας, γιατί κατ’ ισχυρισμό η μεταβίβαση έγινε πριν από το θάνατο της μητέρας.  Όμως δεν παρουσιάστηκε προς τούτο οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που μπο[*1854]ρούσε να επιβεβαιώσει τον πιο πάνω ισχυρισμό.  Επιπρόσθετα τούτο δεν μπορούσε να διασταυρωθεί με φορολογικές δηλώσεις αφού η μητέρα δεν συμπλήρωνε φορολογικές δηλώσεις.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £250 υπό τύπο αποζημιώσεων προς όφελος των εφεσειουσών 1 (Βερεγγάριας Παπακόκκινου) και 2 (Βερεγγάριας Παπακόκκινου ως διαχειρίστριας της περιουσίας της Μαρούλλας Παπακόκκινου), που υποδηλεί ότι η κυριότητα της κινητής περιουσίας ανήκε τόσο στην Βερεγγάρια Παπακόκκινου όσο και στη μητέρα της.  Συνακόλουθα η εισήγηση απορρίπτεται.

(9) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να επιδικάσει παραδειγματικές αποζημιώσεις (Λόγος 54)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 3 και 4 δικαιολογούσε την επιδίκαση Τιμωρητικών Αποζημιώσεων και η απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λανθασμένη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων ή παραδειγματικών αποζημιώσεων επιβάλλεται όταν η συμπεριφορά του αδικοπραγούντος καταδεικνύει αφενός έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα τρίτων και αφετέρου την επίτευξη κέρδους προς όφελος του αδικοπραγούντος. Στην παρούσα περίπτωση η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων 3 και 4 δεν ικανοποιούσε τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Η αδικοπραξία ήταν οριακής φύσης και δε δικαιολογούσε την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Η επιδίκαση παραδειγματικών σε αντίθεση με κανονικές αποζημιώσεις εξετάστηκε στην υπόθεση Rookes v. Barnard ([1964] AC 1129), όπου ο Lord Devlin καθόρισε ότι παραδειγματικές αποζημιώσεις επιδικάζονται μόνο

(i)   Σε περιπτώσεις πιεστικής αυθαίρετης ή αντισυνταγματικής συμπεριφοράς από κρατικούς υπαλλήλους,

(ii)  Όταν η συμπεριφορά του εναγομένου έχει προγραμματιστεί να του αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος από το ποσό των αποζημιώσεων που θα κληθεί να καταβάλει στον ενάγοντα,

(iii) Όταν τούτο επιτρέπεται από μια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια.

[*1855]Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Cassell and Co. Ltd. v. Broome and another [1972] 1 All ER 801, όπου τονίστηκε ότι η αυθαίρετη συμπεριφορά θα μπορούσε να συμπεριλάβει όχι μόνο κρατικούς αλλά δημοτικούς υπαλλήλους, μέλη της Αστυνομικής δύναμης, όπως επίσης και πρόσωπα που εξασκούν αυθαίρετα το νομικό δικαίωμα της έρευνας και σύλληψης που τους παραχωρείται νομοθετικά.

Στην Κύπρο οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στις υποθέσεις Gregoriades v. Kyriakides (1971) 1 C.L.R. 120 και Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254. Λίγο αργότερα στην υπόθεση Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, το Ανώτατο Δικαστήριο άνκαι απέφυγε να αποφανθεί αν οι αρχές της απόφασης Loudon v. Ryder  εφαρμόζονται στην Κύπρο, εντούτοις επιδίκασε παραδειγματικές αποζημιώσεις ύψους £1.500 για επέμβαση εκ μέρους της εφεσίβλητης σε μονοπάτι πλάτους 4 ποδών που διαχώριζε την ακίνητη περιουσία της από εκείνη των εφεσειουσών για τη δημιουργία δρόμου.  Η επέμβαση επεκτάθηκε σε ένα συνολικό εμβαδό 2.600 τετραγωνικών ποδών μέσα στην περιουσία των εφεσειουσών και την αποκοπή 20 πεύκων για τη δημιουργία δρόμου συνολικού πλάτους 28 ποδών που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εφεσίβλητης.

Το θέμα των παραδειγματικών αποζημιώσεων εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Παπακόκκινου και Άλλη ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634 όπου οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι η απόρριψη του αιτήματος τους για την επιδίκαση παραδειγματικών και ή επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων ύψους £5 για παράνομη επέμβαση από το Δήμο Πάφου για τον καθαρισμό χωραφιού που τους ανήκε, ήταν λανθασμένη.  Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι η επέμβαση έγινε κατόπιν παραπόνου του ιδιοκτήτη παρακείμενης κλινικής, ότι το χωράφι των εφεσειουσών που ήταν γεμάτο με ξηρά χόρτα και άχρηστα υπολείμματα οικοδομικών υλικών ήταν εστία εκκόλαψης ερπετών, νυφίτσων και ποντικών και αφού έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείουσες παρέλειψαν να συμμορφωθούν σε παράκληση του Δήμου Πάφου για τον καθαρισμό του χώρου, έκρινε ότι το ποσό των £5 ήταν εύλογο για την επέμβαση από το Δήμο και τον καθορισμό μέρους του χώρου που βρισκόταν προς την πλευρά της κλινικής χωρίς την έγκριση των εφεσειουσών, εφόσον η συμπεριφορά των υπαλλήλων του Δήμου Πάφου δεν περιείχε στοιχεία αλαζονείας και κακίας και δεν είχε σκοπό να γελοιοποιήσει τις εφεσείουσες.

[*1856]Στην παρούσα περίπτωση σύμφωνα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η επέμβαση από τους εφεσιβλήτους 3 και 4 έγινε με καλή πίστη αφού επίστευαν ότι εισέρχονταν σε χώρο ο οποίος τους είχε εκμισθωθεί.  Επιπρόσθετα η αφαίρεση ρουχισμού κατά την πρώτη επέμβαση περιορίστηκε σε ένα αριθμό 10 χλαινών, ενώ για τη δεύτερη επέμβαση, κατόπιν σύστασης του ΜΕ2 Αστυνομικού 3288 Χαράλαμπου Ιακώβου, επέστρεψαν αμέσως το υλικό το οποίο είχαν τοποθετήσει στο φορτηγό.  Η πιο πάνω συμπεριφορά δεν περιείχε στοιχεία αλαζονείας, αυθαιρεσίας ή αναίδειας και η αφαίρεση των 10 χλαινών δεν αποδείχθηκε ότι έγινε για σκοπούς κέρδους.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι ορθή.  Η επέμβαση έγινε με καλή πίστη ότι το υποστατικό των εφεσειουσών αποτελούσε μέρος του υποστατικού που τους είχε εκχωρηθεί. Υπήρξε μια καταστροφή μιας “τσακροκλειδωνιάς” που επέτρεψε πρόσβαση στο υποστατικό.  Τόσο η πρώτη επέμβαση όσο και η δεύτερη επέμβαση από τους εφεσιβλήτους 3 και 4 έγιναν με καλή πίστη δεν ήταν μεγάλης διάρκειας.  Κατά τη διάρκεια της δεύτερης επέμβασης όταν έγιναν συστάσεις στον εφεσίβλητο 3 από το ΜΕ2 Αστυνομικό 3288 Χαράλαμπο Ιακώβου, ο εφεσίβλητος 3 διέκοψε αμέσως τη φόρτωση ρουχισμού στο φορτηγό και επέστρεψε μαζί με τα πρόσωπα που τον βοηθούσαν το ρουχισμό πίσω στο υποστατικό.

Όλα τα πιο πάνω υποστηρίζουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εδικαιολογείτο η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων.

(10)     Η επιδίκαση εξόδων εναντίον των εφεσειουσών προς όφελος του εφεσίβλητου 1 και του εναγόμενου 2 ήταν λανθασμένη  (Λόγος 56)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η επιδίκαση εξόδων προς όφελος του εφεσίβλητου 1 και του εναγόμενου 2 (η αγωγή εναντίον του οποίου αποσύρθηκε κατά το τελικό στάδιο των αγορεύσεων) είναι “κατ’ αντίθεση προς τις Αρχές Δικαίου, κατ’ αντίθεση προς το Νόμον και κατ’ αντίθεση προς τα γεγονότα προκαλώντας πασιφανή αδικία στις ενάγουσες”. Σύμφωνα με τις εφεσείουσες ο εφεσίβλητος 1 έπρεπε να καταδικασθεί σε έξοδα ως συνυπεύθυνος και το Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη τις προδικαστικές ενστάσεις του εναγόμενου 2 και των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 και τη σπατάλη χρόνου ακροάσεων λόγω των θέσεων που είχαν προβληθεί από την Υπεράσπιση.

[*1857]Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Τα έξοδα προς όφελος του εναγόμενου 2 ορθά επιδικάσθηκαν αφού η αγωγή εναντίον του αποσύρθηκε από τις εφεσείουσες κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, που αναγνώρισαν έτσι ότι είχε συμπεριληφθεί λανθασμένα στον κατάλογο των προσώπων εναντίον των οποίων θα εκαταχωρείτο η αγωγή.

Αναφορικά με τα έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου 1, η θέση των εφεσειουσών ότι έπρεπε να είχε καταδικασθεί ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 σε έξοδα γιατί σύμφωνα με τα γεγονότα ήταν συνυπεύθυνος, δεν είναι ορθή.  Το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι αυτός ήταν συνυπεύθυνος για τις πράξεις των εφεσιβλήτων 3 και 4, αλλά ότι παρέλειψε να επεξηγήσει επακριβώς στον εφεσίβλητο 3 τον ακριβή χώρο του υποστατικού και σε ποιές πόρτες αντιστοιχούσαν τα κλειδιά. Η πιο πάνω συμπεριφορά δεν συνιστούσε έστω και έμμεσα συμμετοχή στις πράξεις των εφεσιβλήτων 3 και 4. Συνακόλουθα η σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. 

(11)  Παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος  (Λόγος 3)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι με την εσφαλμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταπατήθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα τους που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 23 και 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως επίσης και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως έχει επικυρωθεί στην Κύπρο με το Νόμο 39/62.  Συγκεκριμένα στο σχετικό αιτιολογικό αναφέρεται ότι “συνεπεία των σφαλμάτων του Δικαστηρίου και του μη Αιτιολογημένου της Απόφασης αυτού εθίγησαν τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των εναγουσών που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα με δυσμενείς επιπτώσεις εναντίον των εναγουσών”.

Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που υποστηρίζουν τη θέση ότι υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραβίαση των πιο πάνω διατάξεων και ότι ως αποτέλεσμα της παραβίασης οι εφεσείουσες έχουν υποστεί οποιαδήποτε βλάβη.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω η απλή αναφορά σε μη αιτιολογημένη απόφαση δεν μπορεί να ευσταθήσει γιατί η σχετική απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και δεόντως αιτιολογημένη.

(12)     Το εύρημα ότι η β΄ είσοδος στο υποστατικό της Αριάδνης 17 οδηγεί στη στοά είναι λανθασμένο  (Λόγος 60)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδι[*1858]κου Δικαστηρίου ότι η β΄ είσοδος στο οίκημα της Αριάδνης 17 οδηγεί στη Στοά είναι λανθασμένο γιατί δεν έχει δοθεί προς τούτο οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία.

Δεν μας έχει υποδειχθεί πού ακριβώς εντοπίζεται τόσο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και η σχετική μαρτυρία που συγκρούεται με το πιο πάνω εύρημα μέσα στα σχετικά δικόγραφα και η αοριστία αυτή δεν μας παρέχει την ευχέρεια να εξετάσουμε αυτό το λόγο έφεσης.  Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη μας διερωτόμαστε ποιά σημασία θα είχε ένα τέτοιο εύρημα, έστω και αν καταλήγαμε σε συμπέρασμα ότι το εύρημα είναι λανθασμένο, στην εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης.

(13)     Λανθασμένο εύρημα αναφορικά με τη δομή του κτιρίου     (Λόγος 63)

Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τον πιο κάτω λόγο, όπως έχει συμπεριληφθεί στη γραπτή αγόρευση των εφεσειουσών.

“63ος Λόγος Εφέσεως.

Το Δικαστήριο λανθασμένα ζήτησε για την δομήν του κτιρίου στην Απόφαση του αυτά που απαίτησε από τις ενάγουσες κατ’ αντίθεση προς τον Περί Αποδείξεως Νόμον.

Αιτιολογικό.

Διότι το βάρος αποδείξεως γενικώς του κτιρίου της Στοάς Ταρσή βαρύνει τους εναγομένους και όχι τις ενάγουσες, σύμφωνα με τον Περί Αποδείξεως Νόμον και το Κεφ. 9 και τους κανόνες Πολιτικής Δ. Λόγος 2.”

Ο λόγος αυτός όπως έχει προβληθεί είναι ακατανόητος.  Ουδεμία αναφορά γίνεται ως προς τα ποιά συγκεκριμένα άρθρα του περί Απόδειξης Νόμου και ποιά συγκεκριμένη διάταξη των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας έχουν παραβιασθεί, ούτε περιέχεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στο σχετικό εκείνο μέρος της απόφασης για την προφορική μαρτυρία που έχει δοθεί.

Ο πιο πάνω λόγος απορρίπτεται.

(14) Μη διενέργεια επιτόπιας εξέτασης (Λόγος 2)

Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι είναι νομολογιακά θεμελιωμέ[*1859]νο ότι σε περιπτώσεις επέμβασης και οχληρίας το Δικαστήριο επισκέπτεται το χώρο όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.  Προβάλλουν ότι στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αρνήθηκε να επισκεφθεί το χώρο και η άρνηση αυτή έχει επιφέρει “δυσμενείς συνέπειες και λανθασμένα συμπεράσματα” σε βάρος τους, εφόσον με τη διενέργεια μιας επίσκεψης το Δικαστήριο θα διευκολυνόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό και θα μπορούσε να αξιολογήσει ορθότερα την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη μαρτυρία που έδωσαν.

Από τα πρακτικά της υπόθεσης φαίνεται ότι στις 31/3/99 κατά το στάδιο της αντεξέτασης του ΜΥ1 των εφεσιβλήτων Ματθαίου Οικονομίδη, υποβλήθηκε από την εφεσείουσα 1 αίτημα για διακοπή της αντεξέτασης και διενέργεια επιτόπιας εξέτασης του υποστατικού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διεξαγωγή επίσκεψης στο χώρο του υποστατικού κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του πιο πάνω μάρτυρα δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο και απέρριψε την εισήγηση, προσθέτοντας ότι θα επανεξέταζε μια νέα αίτηση όταν θα υποβαλλόταν από την εφεσείουσα 1.

Στις 22/4/99 μετά τη συμπλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές και πριν από τις τελικές αγορεύσεις η εφεσείουσα 1 υπέβαλε προφορικό αίτημα για την επίσκεψη του Δικαστηρίου στο χώρο του υποστατικού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα έπρεπε να είχε υποβληθεί στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, προτού αρχίσουν οι καταθέσεις των μαρτύρων. Το Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι έχουν περάσει ήδη 10 χρόνια από το περιστατικό και ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εσωτερική κατάσταση του υποστατικού θα έχει διαφοροποιηθεί και αφού προς τούτο υπήρχαν συγκρουόμενες απόψεις από τους διαδίκους, αποφάσισε ότι μια επίσκεψη δεν θα ήταν επωφελής ιδιαίτερα μετά τη συμπλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας από τις δύο πλευρές.

Είναι ορθό ότι μια επιτόπια εξέταση μπορεί να παράσχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να έχει μια καλύτερη αντίληψη της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.  (Ίδε Χειμώνα ν. Γεωργίου και Άλλων (1999) 1 Α.Α.Δ. 108).

Το θέμα της διενέργειας αυτοψίας ενός χώρου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όταν από την αυτοψία αναμένεται η διαμόρφωση γνώμης αναφορικά με τεχνικά θέματα για τα οποία υπάρχουν διιστάμενες απόψεις μεταξύ των διαδίκων, όπως π.χ. για τις διαστάσεις των μαρμάρων και της σκάλας της οικοδομής, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή μιας αυτοψίας [*1860]γιατί δεν αναμένεται ότι θα προβεί το ίδιο στις καταμετρήσεις των διαστάσεων των υλικών.  (Ίδε Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708).

Η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ως ορθή.  Οι εφεσείουσες που γνώριζαν εκ των προτέρων τη φύση της μαρτυρίας που θα παρουσίαζαν και τις πιθανές δυσκολίες που θα μπορούσαν να προκύψουν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής, θα έπρεπε να υπέβαλλαν το αίτημα τους πριν από την παράθεση της προφορικής μαρτυρίας για να δοθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο η ευχέρεια να επισκεφθεί έγκαιρα το χώρο και να έχει έτσι μια καλύτερη αντίληψη της μαρτυρίας από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας. Στην παρούσα περίπτωση κάτω από τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης επικροτούμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

(15)     Δεν υπήρξε πρόθεση για ιδιοποίηση ή κατακράτηση (Λόγος 53)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία οι εφεσίβλητοι 1, 3 και 4 ιδιοποιήθηκαν και κατακράτησαν παράνομα τα εμπορεύματα τους και ακόμα τα κατακρατούν και έτσι θα έπρεπε να καταδικαστούν από το Δικαστήριο.

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων είναι ορθά και σύμφωνα με τα πιο πάνω ευρήματα ο λόγος αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

(16)     Μη απόρριψη τροποποιηθείσας Έκθεσης Υπεράσπισης (Λόγος 64)

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την τροποποιηθείσα Εκθεση Υπεράσπισης των εφεσιβλήτων, αφού δεν συνήδε με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου.

Δεν έχει προβληθεί συγκεκριμένος λόγος γιατί η νέα Εκθεση Υπεράσπισης θα έπρεπε να απορριφθεί και το θέμα δεν φαίνεται ότι έχει εγερθεί πρωτόδικα.  Η εισήγηση απορρίπτεται ως αόριστη.

(17)     Η μαρτυρία που έχει δοθεί είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των δικογράφων (Λόγος 66)

Οι εφεσείουσες εισηγούνται ότι η προφορική μαρτυρία που έχει δοθεί από τους εφεσιβλήτους είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των [*1861]δικογράφων και έπρεπε να απορριφθεί γιατί “δεν είναι επιτρεπτόν να μην συνάδουν τα Δικόγραφα με την μαρτυρία, που είναι η σιδηροτροχιά του τραίνου που βαδίζει η Υπόθεση”.

Η εισήγηση είναι εντελώς αόριστη χωρίς συγκεκριμένες αναφορές ως προς το ποιός μάρτυς έχει παρεκτραπεί από τα πλαίσια που καθορίζουν τα δικόγραφα και σε ποιές συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ανεξάρτητα από την παράλειψη των εφεσειουσών να εντοπίσουν και να καθορίσουν επακριβώς τα επίμαχα σημεία, μετά από μια επίπονη διερεύνηση των πρακτικών έχουμε εντοπίσει μερικές ενστάσεις που είχαν υποβληθεί εκ μέρους των εφεσειουσών ότι η μαρτυρία που δινόταν εκ μέρους των εφεσιβλήτων και των μαρτύρων τους ερχόταν σε αντίθεση με το περιεχόμενο των δικογράφων, όπως π.χ. στις σελίδες 200, 202, 204, 206, 234, 236 και 316.  Για όλες τις πιο πάνω εισηγήσεις σημειώνουμε ότι σχεδόν σε όλες είχαν εκδοθεί ενδιάμεσες αποφάσεις, μερικές ενστάσεις αποσύρθηκαν, ενώ σε μια περίπτωση το Δικαστήριο δήλωσε ότι η απάντηση που δόθηκε θα αγνοείτο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια βρίσκουμε ότι ο ισχυρισμός των εφεσειουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτός και προπαντός να συσχετισθεί προς οποιαδήποτε από τις ουσιώδεις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

(Γ)  ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Οι εφεσείουσες έχουν προβάλει στην ειδοποίηση έφεσης 66 λόγους που κατά την άποψη τους θα δικαιολογούσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης που περιέχεται στο περίγραμμα αγόρευσης τους, η ανάπτυξη των λόγων έφεσης γίνεται κατά το δοκούν χωρίς αριθμητική συνοχή.  Πιο συγκεκριμένα η γραπτή αγόρευση αρχίζει με το λόγο 1 και συνεχίζει με τους λόγους 55, 5, 47, 63, 6, 7 και 8.  Η ίδια γραμμή συνεχίζεται μέχρι τη συμπλήρωση της αγόρευσης που τελειώνει με τους λόγους 57, 64, 66, 3 και 30.

Η κατά το δοκούν ανάπτυξη χωρίς την κανονική αριθμητική σειρά και συνοχή των 66 λόγων έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειουσών, αρκετοί από τους οποίους επαναλαμβάνονται κάτω από διαφορετικούς τίτλους, σημειώνουμε ότι κατέστησε το έργο του Δικαστηρίου δύσκολο και επίπονο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*1862]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο