Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλος ν. Ανδρέα Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863

(2002) 1 ΑΑΔ 1863

[*1863]29 Νοεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2. ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΩΝΕΥΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10703)

 

Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Δυσφήμηση ― Δημοσιεύματα σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, με τα οποία αποδίδονταν στον ενάγοντα πράξεις συνωμοσίας με εμπόρους όπλων προς καταδολίευση του δημοσίου και προς ζημιά της Κύπρου ― Απόρριψη των υπερασπίσεων της αλήθειας των γραφομένων και του δικαίου σχολιασμού ― Επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντος £30.000,00 και £5.000,00 παραδειγματικών αποζημιώσεων ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση, κατά πλειοψηφία.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα ελευθερίας λόγου και τύπου ― Άρθρο 19 του Συντάγματος ― Περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19 του Συντάγματος, για προστασία της υπόληψης του ατόμου και της κοινωνικής του υπόστασης ― Κατά πόσο οι διατάξεις του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος συνάδουν με τις περί δυσφημήσεως διατάξεις του Άρθρου 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Τεκμήριο αθωότητος ― Άρθρο 12.4 του Συντάγματος ― Προστασία του μέσω του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις και κατάληξη σε ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

[*1864]Αποζημιώσεις ― Δυσφήμηση ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς το μέτρο των αποζημιώσεων.

Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» δημοσίευσε δώδεκα επώνυμα άρθρα - ένα το Δεκέμβριο του 1992 και έντεκα τον Ιανουάριο του 1993 - σε χρόνο που συνέπιπτε με την προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 1993, με τα οποία ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε με φίλους του, εμπόρους όπλων, προς καταδολίευση του δημοσίου και προς ζημιά της Κύπρου.  Οι φίλοι του εφεσίβλητου δεν κατονομάζονται εκτός από τον έμπορο κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη.

Ο εφεσίβλητος αξίωσε με αγωγή του από τους εφεσείοντες αποζημιώσεις για δυσφήμηση.  Το ίδιο έπραξε και ο κ. Μιχαηλίδης.

Στην υπεράσπισή τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημηστικά προβάλλοντας ότι τα γεγονότα που εξετέθηκαν σ’ αυτά ήταν αληθή και τα σχόλια επ’ αυτών δίκαια.

Μετά πάροδο έξι χρόνων, οι εφεσείοντες, αφού τροποποίησαν την υπεράσπισή τους, πρόβαλαν εξειδικευμένους ισχυρισμούς για συνωμοτικές πράξεις του εφεσίβλητου με τον κ. Μιχαηλίδη.  Οι εν λόγω ισχυρισμοί προβλήθηκαν μετά την απολογία των εφεσειόντων στο εν λόγω άτομο και την επακολουθήσασα απόσυρση της αγωγής λιβέλλου από τον κ. Μιχαηλίδη.

Κατά τη δίκη οι εφεσείοντες μετέβαλαν στάση ως προς το δυσφημηστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων για τον εφεσίβλητο, παραδεχόμενοι υπό την αίρεση των υπερασπίσεων που πρόβαλαν, ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημηστικά, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό.

Οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς τους περί συνωμοσίας μεταξύ του εφεσίβλητου και του κ. Μιχαηλίδη ή οποιουδήποτε άλλου εμπόρου όπλων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε κακή πίστη από πλευράς εφεσειόντων και πρόθεση να δυσφημίσουν τον εφεσίβλητο με κάθε τρόπο και επεδίκασε προς όφελος του εφεσίβλητου £30.000,00 αποζημιώσεις και £5.000,00 παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση αμφισβητώντας (α) τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα κρίσιμα γεγονότα, (β) την ορθότητα ενδιάμεσων αποφάσεων του Δικαστηρίου, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εισαγωγή μαρτυρίας, [*1865]κυρίως γραπτής, (γ) το συμβατό των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, οι οποίες αναφέρονται στη δυσφήμηση, με τις διατάξεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος, που καθιερώνουν την ελευθερία του λόγου και (δ) το ύψος των αποζημιώσεων.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Πική, Π., συμφωνούντων και των Δικαστών Νικήτα, Αρτεμίδη, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Καλλή, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή και Γαβριηλίδη:

1.  Δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των κρίσιμων γεγονότων.

2.  Ουδείς από τους λόγους που προτάθηκαν για ακύρωση των ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελεί βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ανατροπή τους.

3.  Οι περί δυσφημήσεως διατάξεις του Κεφ. 148, Άρθρο 17 του Νόμου και επόμενα έχουν ως αντικείμενο την προστασία της υπόληψης του ατόμου, καθώς και των δικαιωμάτων του.  Οι διατάξεις που αφορούν τη δυσφήμηση αποτιμούνται στην ολότητά τους, για να διαπιστωθεί αν συνταυτίζονται με ένα ή περισσότερους σκοπούς χάριν των οποίων είναι παραδεκτός περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος, και κατά πόσο αυτός επιβάλλεται από την ανάγκη για την εξασφάλισή τους. Από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της φύσης και της έκτασης των περιορισμών που μπορεί να τεθούν στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το ΜΕΡΟΣ ΙΙ του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι περιορισμοί, χάριν σκοπών επιτρεπτών από το Σύνταγμα, δεν πρέπει να πλήττουν τον πυρήνα του κατοχυρωμένου δικαιώματος.

     Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, αποκλείει την απόδοση εγκληματικής πράξης σε άτομο από οποιοδήποτε άλλο εκτός από το Δικαστήριο της Πολιτείας, το οποίο, ως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, είναι και ο μόνος κριτής της ποινικής του ευθύνης.  Όπου διαφαίνεται σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δικαιωμάτων, αυτή εξισορροπείται, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα τoυ ανθρώπου είναι ίσης σημασίας, όπως διακηρύσσεται και στην απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης 1165 του 1998 (Άρθρο 11).

     Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγμα[*1866]τος, είναι εξίσου θεμελιώδες με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Κατά συνέπεια, η προστασία του, μέσω του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης, είναι όχι μόνο παραδεκτή αλλά και επιβεβλημένη.

     Οι περί δυσφημήσεως διατάξεις του Κεφ. 148 ισορροπούν την παράλληλη περιφρούρηση των δύο δικαιωμάτων, με αναφορά στην αλήθεια των γραφομένων.

     Ο περιορισμός του δικαιώματος του Άρθρου 19 του Συντάγματος, είναι εξ αντικειμένου αναγκαίος για την προστασία της υπόληψης του ατόμου.  Χωρίς την προστασία αυτή, το άτομο θα μετατρεπόταν σε ανυπεράσπιστο θύμα διαπόμπευσης και κοινωνικού εξοστρακισμού.

     Υπό το φως των ανωτέρω, οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του ΚΕΦ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.

     Οι περί δυσφημήσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνάδουν με τις διατάξεις του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος, συνιστώσες περιορισμούς, αναγόμενους στην προστασία της υπόληψης ατόμου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.4 και 30.2 του Συντάγματος.

4.  Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων δεν μπορεί με κανένα μέτρο να κριθεί ως υπερβολικό.

Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:

Στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται η δυνατότητα εφαρμογής της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση δυνάμει του Άρθρου 21(1)(α).  Η εν λόγω διαπίστωση οδηγεί σε επιτυχία αυτή τη πτυχή της έφεσης, δοθέντος ότι το θέμα δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως.  Ούτε θα ήταν βέβαια δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει, στα πλαίσια της έφεσης, κατά πόσο η εν λόγω υπεράσπιση επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει επί των γεγονότων.  Τούτο είναι θέμα πρωτίστως του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμπλεκόμενο με όλα τα στοιχεία που μπορεί να είναι σχετικά και τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν με αναφορά στις παραμέτρους του Άρθρου 21(1)(α).  Η επανεκδίκαση θα ήταν λοιπόν η ενδεικνυόμενη οδός, χωρίς να εξετάζοντο οι άλλοι λόγοι έφεσης που αφορούν την αξιοπιστία και τις ενδιάμεσες αποφάσεις. Τοσούτω μάλλον αφού η αντίκριση των θεμάτων αυτών κατά την επανεκδίκαση θα συναρτάτο πλέον όχι μόνο ως προς τις περιορισμένες υπερασπίσεις της αλήθειας και του δικαίου σχολιασμού αλλά και ιδιαίτερα ως προς τις παραμέ[*1867]τρους του Άρθρου 21(1)(α).

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinides a.o. v. Vassiliou (1986) 1 C.L.R. 75,

ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893,

Αλήθεια Εκδ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550,

Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922,

Cassell & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All E.R. 801 (HL),

Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,

Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400,

Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Στυλιανού ν. Nicolettos Textiles Industry Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 859,

Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165,

Power v. Beha (1959-60) 24 C.L.R. 254,

Kalimeras v. Georghiou (1965) 1 C.L.R. 148,

Tsamkoshoglou Trading Co. v. Cytechno Limited a.o. (1971) 1 C.L.R. 327,

Crofton v. Crofton [1882] Ch.D. 760,

Lawson v. Vacuum Brake Company [1884] Ch.D. 137,

Rio Tinto Zine v. Westinghouse [1978] 1 All E.R. 434,

Lange v. Australian Broadcasting Corporation [1997] 145 ALR 96,

Lange v. Atkinson [1998] 3 NZLR 424,

[*1868]Lange v. Atkinson [2000] 3 NZLR 385,

R.R. Gopal v. State of Tamil Nadu [1994] 4 S.C.R. 353,

Reynolds v. Times Newspapers [1998] 3 All E.R. 961,

Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All E.R. 609,

Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,

R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All E.R. 756,

Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 C.L.R. 63,

Cosmos Press v. Police (1985) 2 C.L.R. 73,

Γιωργαλλά ν. X”Xριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060,

Καρατζιά ν. Παπακυριακού (2001) 1 Α.Α.Δ. 2113,

Handyside v. UK [1979] 1 EHRR 737,

Sunday Times v. UK [1979] 2 EHRR 245, 277-278,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238,

R v. Shayler [2002] 2 All E.R. 477, 495 (HL),

Engel v. The Netherlands (No 1) [1976] 1 EHRR 647,

Klass v. Federal Republic of Germany [1978] 2 EHRR 214,

Leander v. Sweden [1987] 9 EHRR 433,

Hadjianastassiou v. Greece[1993] 16 EHRR 219,

Esbester v. UK [1994] 18 EHRR CD 72,

Brind v. United Kingdom [1994] 18 EHRR CD 76,

Murray v. United Kingdom [1995] 19 EHRR 193,

Vereniging Weekblad Bluf v. The Netherlands [1995] 20 EHRR 189,

[*1869]Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485,

Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,

Loutchansky v. Times (No 2) [2002] 1 All E.R. 652,

Αλήθεια Εκδ. Εταιρεία Λτδ v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285,

Whiteley v. Adams [1863] 15CBNS 392,

New York Times Co v. Sullivan [1964] 376 U.S. 254 US SC,

Theophanous v. The Herald & Weekly Times Ltd (1994) 182 C.L.R. 104,

Stephens v. West Australian Newspapers (1994) 182 C.L.R. 104,

Rajagopal v. State of Tamil Nadu AIR 1995 SC 264,

Majid Nazami v. Muhammad Rashid PLD 1996 Lahore 410,

National Media Ltd v. Bogoshi 1998 (4) SA 1196,

Toogood v. Spyring [1834] 1 Cr M & R 181.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους 1 και 3 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 29/11/99 (Αρ. Αγωγής 2422/93) με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ του ενάγοντα και εναντίον τους ποσό £30.000,- ως αποζημιώσεις για τη δυσφήμιση του ενάγοντα σε αριθμό επώνυμων άρθρων του αρχισυντάκτη της εφημερίδας “Αλήθεια” - εναγόμενου 2, ιδιοκτησίας της εναγόμενης 1, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 146, καθώς και πρόσθετο ποσό £5.000 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Παπαευσταθίου, με Ν. Παπαδόπουλο και Αν. Παπαδοπούλου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με την απόφασή μου, που ακολουθεί, είναι σύμφωνοι όλοι οι Δικαστές, εξαιρουμένου του Χατζηχαμπή, Δ., ο οποί[*1870]ος καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, για τους λόγους που εξηγεί στην ξεχωριστή του απόφαση.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο κ. Ανδρέας Αλωνεύτης, ο εφεσίβλητος, υπηρέτησε ως Υπουργός Άμυνας στην Κυβέρνηση Βασιλείου, αφότου ανέλαβε εξουσία – το Μάρτιο του 1988 – μέχρι τη λήξη της θητείας της – το Φεβρουάριο του 1993.  Η εφεσείουσα 1 είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία της ημερήσιας εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» και ο εφεσείων 2, ο κ. Αλέκος Κωνσταντινίδης, ο αρχισυντάκτης της. 

Με δώδεκα επώνυμα άρθρα του αρχισυντάκτη, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» – ένα το Δεκέμβριο του 1992 και έντεκα τον Ιανουάριο του 1993 – σε χρόνο που συνέπιπτε με την προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου του 1993, αποδόθηκαν στον εφεσίβλητο αναίσχυντες πράξεις.  Κατηγορήθηκε ότι συνωμότησε με φίλους του, εμπόρους όπλων, προς καταδολίευση του δημοσίου και προς ζημία της άμυνας της Κύπρου.  Χάριν των συμφερόντων αυτών των φίλων του, εργάστηκε για την αγορά όπλων για την άμυνα του κράτους, με έρεισμα τις προμήθειες που θα αποκόμιζαν οι φίλοι του (οι αντιπρόσωποι ή οι συνεργάτες των πωλητών) και ο ίδιος, προς ζημία τόσο του Δημόσιου Ταμείου όσο και της άμυνας της Κύπρου.  Κριτήριο για τις αγορές αποτέλεσαν τα οφέλη, που αυτές θα απέφεραν στους φίλους του εφεσίβλητου, ανεξάρτητα από τις αμυντικές ανάγκες της Κύπρου.  Από τη συνωμοτική του δράση, οι φίλοι του καρπώθηκαν μεγάλα οφέλη, ανερχόμενα σε εκατομμύρια λίρες.  Από τα κέρδη αυτά είχε και ο ίδιος ο εφεσίβλητος τα οφέλη του, με την υπέρμετρη φιλοξενία, που του επιδαψίλευαν οι έμποροι με τους οποίους συνεργαζόταν, περιλαμβανομένης της διάθεσης σ’ αυτό μαρκών (φίσιες)  σε καζίνα του εξωτερικού (Λονδίνο), για να επιδίδεται στα της αρεσκείας του, στην κυβεία.  Στα δημοσιεύματα, ο εφεσίβλητος φέρεται ως ευθέως συνωμοτών με εμπόρους όπλων, προς επίτευξη των στόχων τους, και ηθελημένα ενεργών προς εκείνη την κατεύθυνση, παρά τη ζημία που επροκαλείτο στο δημόσιο και, ακόμα σημαντικότερο, παρά την αποστέρηση της Κύπρου από οπλισμό καλύτερα προσαρμοσμένου στις αμυντικές της ανάγκες.  Θύματα των πράξεων και ενεργειών του εφεσίβλητου ήταν το Δημόσιο Ταμείο, λόγω της διόγκωσης των αμυντικών δαπανών, και η αμυντική θωράκιση της Κύπρου.  Οι φίλοι του εφεσίβλητου δεν κατονομάζονται, εκτός από τον έμπορο κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη.

Ο εφεσίβλητος ενήγαγε (Αγωγή Αρ. 2422/93) τους εφεσείοντες μαζί και τρίτο πρόσωπο – την εταιρεία διανομής της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» (Εταιρεία Κεντρικής Διανομής Τύπου «Πάπυρος» [*1871]Λτδ) – για δυσφήμιση.  Η αγωγή εναντίον του τρίτου προσώπου αποσύρθηκε, περιορίζοντας την απαίτησή του εναντίον των δύο εφεσειόντων.  Παράλληλα, ήγειρε αγωγή (Αρ. 4715/93) για δυσφήμιση εναντίον των εφεσειόντων και ο κ. Μάξιμος Μιχαηλίδης. 

Στην Υπεράσπισή τους, οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν τη δημοσίευση των άρθρων που συνιστούσαν το αντικείμενο της αγωγής του εφεσίβλητου, αρνήθηκαν όμως ότι προέβησαν στα δημοσιεύματα εμφορούμενοι από διάθεση να τον δυσφημίσουν.  Αμφισβήτησαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, προβάλλοντας ότι τα γεγονότα, τα οποία εκτέθηκαν σ’ αυτά, ήταν αληθή και τα σχόλια επ’ αυτών δίκαια.  Στην παράγραφο 6 της Υπεράσπισης διατυπώνεται η θέση ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στα δημοσιεύματα «… μέσα στα πλαίσια της άσκησης του συνταγματικού και/ή άλλου δικαιώματος τους της ελεύθερης έκφρασης και/ή διακίνησης ιδεών και/ή πληροφοριών μέσω του τύπου.»  Οι εφεσείοντες (εναγόμενοι) υποστήριξαν ότι, με την παράγραφο αυτή, έθεσαν την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους, θέση που παραγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο· ορθά κατά την κρίση μας δεν εξετάστηκε, εφόσον δεν προσδιορίζεται το καθήκον, κατ’ επίκληση του οποίου έγινε το δημοσίευμα, και, κατά τα άλλα, δε στοιχειοθετείται η υπεράσπιση την οποία προβλέπει το Άρθρο 21 του ΚΕΦ. 148 (Constantinides & Another v. Vassiliou (1986) 1 C.L.R. 75).

Στην αρχικά προβληθείσα Υπεράσπιση δεν εξειδικεύθηκαν πράξεις συνωμοσίας του εφεσίβλητου με οποιοδήποτε.  Αυτό έγινε με την τροποποίηση της Υπεράσπισης, την οποία ζήτησαν οι εφεσείοντες και η οποία εγκρίθηκε με διαταγή του Δικαστηρίου έξι σχεδόν χρόνια αργότερα –  στις 18 Ιανουαρίου, 1999.  Σ’ αυτή προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος συνωμότησε με τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη, ο οποίος εμφανίζεται ως συνεργάτης και/ή αντιπρόσωπος της γαλλικής κρατικής εταιρείας Sofma, μέσω της οποίας εγίνοντο οι αγορές γαλλικού οπλισμού, ή και άλλων γαλλικών εταιρειών, οι οποίες κατονομάζονται, περιλαμβανομένης και μίας γαλλοϊταλικής.  Τα οφέλη, τα οποία προσπορίστηκαν οι συνωμότες, διαγράφονται στην παράγραφο 9 της τροποποιημένης Υπεράσπισης, η οποία έχει ως ακολούθως:-

«9.  Από τις ληστρικές αυτές τιμές καρπώθηκε παράνομα και/ή αθέμιτα τεράστια οφέλη υπό μορφή προμηθειών και ή κερδών η εταιρεία SOFMA και/ή ο συνεργάτης και ή αντιπρόσωπος της Μάξιμος Μιχαηλίδης και/ή οι λοιποί συνωμότες και ο Ενάγων έτυχε διαφόρων ανεπίτρεπτων ωφελημάτων όπως δωρεάν φιλοξενία σε καζίνα όπου ο εν λόγω Μάξιμος Μι[*1872]χαηλίδης φιλοξένησε τον Ενάγοντα και του έδιδε φίσιες και έπαιζε μεγάλα ποσά σε παιγνίδια του καζίνου, φιλοξενία σε κρουαζιέρες στο κότερο του εν λόγω Μάξιμου Μιχαηλίδη, φιλοξενία σε πολυτελή ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης και εστιατόρια, δωρεάν ταξίδια στο εξωτερικό με όλα τα έξοδα πληρωμένα και άλλα παρόμοιας φύσης ωφελήματα.»

Το παράδοξο είναι ότι η τροποποίηση έγινε και οι εξειδικευμένοι ισχυρισμοί για συνωμοτικές πράξεις του εφεσίβλητου με τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη τέθηκαν μετά την απολογία των εφεσειόντων στο εν λόγω άτομο και την επακολουθήσασα απόσυρση της αγωγής λιβέλλου (από τον κ. Μιχαηλίδη) εναντίον τους.  Την παραδοξότητα αυτή τη σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο και την περιλαμβάνει ως μια από τις αντιφατικές θέσεις των εφεσειόντων στη διαμόρφωση και στοιχειοθέτηση της Υπεράσπισής τους. 

Στην απολογία τους προς τον κ. Μάξιμο Μιχαηλίδη, οι εφεσείοντες εκφράζουν τη λύπη τους για την πικρία που του προκάλεσαν με τα δημοσιεύματά τους και, παράλληλα, διαδηλώνουν ότι δεν ήταν πρόθεσή τους να τον δυσφημίσουν.  Αναγνωρίζουν ότι διάφορα δημοσιεύματά τους στρέφονταν εναντίον του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη, πλην τόσο η εφημερίδα όσο και ο κ. Αλέκος Κωνσταντινίδης δεν είχαν, ως αναφέρεται, καμιά πρόθεση να τον δυσφημίσουν.  Η απολογία καταλήγει με τα ακόλουθα:-

«Η ‘Αλήθεια’ και ο Αλέκος Κωνσταντινίδης δηλώνουν ότι σε κανένα στάδιο δεν είχαν οτιδήποτε προσωπικό με τον κύριο Μάξιμο Μιχαηλίδη, αντίθετα σε καθαρά προσωπικό επίπεδο η ‘Αλήθεια’ και η Διεύθυνση της εκτιμούν τον κον Μάξιμο Μιχαηλίδη σαν επιτυχημένο επιχειρηματία.»

Εκτός από την απολογία, οι εφεσείοντες ανέλαβαν, ως διαφαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου, 1997 – (τεκμήριο 4) – να καταβάλουν και τα έξοδα του δικηγόρου του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη. 

Καμιά ουσιαστική εξήγηση δε δόθηκε από τους εφεσείοντες, κατά τη δίκη, για την έκφραση εκτίμησης προς το άτομο του κ. Μιχαηλίδη, αφενός, και για το χαρακτηρισμό του ως «ασυνείδητο συνωμότη», αφετέρου.   

Κατά τη δίκη, οι εφεσείοντες μετέβαλαν στάση ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων για τον εφεσίβλητο,  παραδεχόμενοι, υπό την αίρεση των υπερασπίσεων που πρόβαλαν, [*1873]ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό, ως προκύπτει από το κείμενο της δήλωσής τους που παραθέτουμε πιο κάτω:-

«Οι Εναγόμενοι αποδέχονται ότι σε περίπτωση που οι υπερασπίσεις που προβάλλουν στην υπεράσπιση τους δεν αποδειχθούν, τα επίδικα δημοσιεύματα ήσαν έντονα δυσφημιστικά για τον Ενάγοντα και έπληξαν μεταξύ άλλων, το κύρος, την εντιμότητα, την υπόληψη, υπόσταση, προσωπικότητα, τον πατριωτισμό, καλή φήμη και το καλό όνομα του Ενάγοντα, ο οποίος υπέστη σοβαρή βλάβη και ζημία στην ιδιωτική, κοινωνική και δημόσια ζωή και υπόσταση του.»

Η παραδοχή των εφεσειόντων για το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων αντανακλά την πραγματικότητα.  Με τα δημοσιεύματα, πλήττεται καίρια η ηθική υπόσταση του εφεσίβλητου. παριστάνεται ως κοινός απατεώνας, χωρίς συνείδηση, έχοντας ως μόνο άξονα δράσης το προσωπικό του συμφέρον, το οποίο θέτει, κατά πάντα, υπεράνω τιμής, αξιώματος και πατρίδας. 

Παρά τις υπερασπίσεις που προβλήθηκαν και τους ισχυρισμούς που έγιναν, καμιά μαρτυρία δεν κατατέθηκε, που να αποκαλύπτει την ύπαρξη συνωμοσίας μεταξύ του εφεσίβλητου και του κ. Μάξιμου Μιχαηλίδη ή οποιουδήποτε άλλου εμπόρου όπλων.  Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε, τείνουσα να καταδείξει την είσπραξη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη ή από οποιοδήποτε άλλο άτομο από τις αγορές όπλων που έγιναν από την Κυπριακή Κυβέρνηση, πολύ δε ολιγότερο δεν αποκαλύφθηκε οποιαδήποτε άνομη πράξη του εφεσίβλητου, αποβλέπουσα στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την είσπραξη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη ή από οποιοδήποτε άλλο άτομο.  Η έλλειψη στοιχείων, που να υποστηρίζουν τη θέση των εφεσειόντων για την ύπαρξη συνωμοσίας ή την ανάμειξη του εφεσίβλητου σε συνωμοσία και τα παρεπόμενά της, αναγνωρίστηκε, κατ’ ουσίαν, από τον ίδιο τον κ. Αλέκο Κωνσταντινίδη στη μαρτυρία του, όπως και από το Γενικό Διευθυντή της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ», τον κ. Σωκράτη Χάσικο, ο οποίος, επίσης, κατέθεσε για την Υπεράσπιση. Παρά ταύτα, οι εφεσείοντες συνέχισαν να προβάλλουν την ατεκμηρίωτη πεποίθησή τους – ότι ο εφεσίβλητος ενεχόταν σε συνωμοσία και ότι οι φίλοι του προσπορίστηκαν οφέλη από τις αγορές όπλων για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς, προς μεγάλη ζημία της άμυνας του τόπου και του Δημόσιου Ταμείου. Έκαμαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, υποθέσεις επί του προκειμένου – και σ’ αυτές περιορίστηκε η Υπεράσπιση των εφεσειόντων κατά τη δίκη – ότι, εφόσον ο κ. Μιχαηλίδης, κυρίως, και έτερος [*1874]έμπορος παρείχαν τέτοια υψηλή φιλοξενία στον εφεσίβλητο και, όλως ιδιαίτερα, εφόσον διέθεταν σ’ αυτό μάρκες (φίσιες) σε καζίνα του εξωτερικού για να επιδίδεται σ’ ό,τι αρεσκόταν, έπρεπε να υπήρχε κάτι το επιλήψιμο στο βάθος των πραγμάτων.  Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι ο κ. Μιχαηλίδης ή οποιοσδήποτε άλλος του διέθεταν τα μέσα για να επιδίδεται στην κυβεία σε καζίνα, ή ότι ήταν δέκτης ιδιαίτερης φιλοξενίας από εκείνο ή από άλλο έμπορο, τον κ. Κωνσταντινίδη.  Η μαρτυρία περί του αντιθέτου, η οποία προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη. 

Ο άλλος ισχυρισμός, που προβλήθηκε στα δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο δημοσιεύματα – ότι ήταν συνεργός σε βομβιστική επίθεση κατά του κ. Αλέκου Κωνσταντινίδη – επίσης παρέμεινε ατεκμηρίωτος. 

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας περιστράφηκε γύρω από την αγορά όπλων, κατά τη διάρκεια της υπουργίας του εφεσίβλητου, τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθήθηκαν και τις επιλογές οι οποίες έγιναν.  Μεταξύ άλλων, έγινε αναφορά και σε συζητήσεις ενώπιον της Επιτροπής Άμυνας της Βουλής, η οποία ενέκρινε, όπως και η Βουλή, τις δαπάνες οι οποίες έγιναν. 

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τίποτε δεν αποκαλύφθηκε, που να διεγείρει υπόνοιες για τις ενέργειες του Υπουργού αναφορικά: είτε με την επιλογή οπλικών συστημάτων τα οποία αγοράστηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία είτε με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το σκοπό αυτό. 

Παρά την απουσία στοιχείων, τεκμηριωτικών των γεγονότων τα οποία πρόβαλαν στα δημοσιεύματά τους ως υπαρκτά, οι εφεσείοντες δεν έθεσαν τους σοβαρούς τους ισχυρισμούς υπόψη του εφεσίβλητου πριν προβούν στη δημοσίευσή τους, παράλειψη αποκαλυπτική των κινήτρων από τα οποία ωρμώντο, και της αδιαφορίας τους για το αληθές των γεγονότων, στα οποία θεμελίωσαν τα δημοσιεύματα και στα οποία βάσισαν τα άκρως επικριτικά σχόλια τους για τον εφεσίβλητο.   

Η σοβαρότητα των προρρηθέντων ισχυρισμών, αφενός, και η απουσία τεκμηρίωσης, αφετέρου, αποκαλύπτουν, ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την κακή πίστη των εφεσειόντων και την πρόθεσή τους να δυσφημίσουν τον εφεσίβλητο με κάθε τρόπο.  Στο απόσπασμα που ακολουθεί αποτιμάται η συμπεριφορά των εφεσειόντων:- 

[*1875]«Η υπεράσπιση επίσης απέδειξε μέσα από την πορεία της υπόθεσης με τον πιο εμφαντικό τρόπο, προερχόμενο κυρίως από την ίδια την κατάθεση των Σ.Χάσικου και Αλ.Κωνσταντινίδη, ότι όταν γράφονταν τα δημοσιεύματα δεν υπήρχαν εκείνα τα ικανά στοιχεία που να δικαιολογούσαν την παρουσίαση των όσων κατελογίσθησαν στον ενάγοντα ως γεγονότων. Υπήρχαν μόνο πληροφορίες και ψίθυροι που δεν ήταν με κανένα τρόπο διασταυρωμένες και ούτε διερευνήθησαν επαρκώς ώστε να υπήρχε τουλάχιστον η καλή πίστη ότι αυτά ήσαν όντως υπαρκτά γεγονότα.  Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί και το εξής:  Ότι όντως, όπως και ο ίδιος ο κ.Πουργουρίδης παραδέχθηκε, τα περισσότερα που καταλογίζονται στον ενάγοντα παρουσιάζονται ως γεγονότα και όχι ως σχόλια.  Τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως τα ανέφερε και ο κ. Παπαευσταθίου στην τελική του αγόρευση, αλλά ορισμένα μπορούν να λεχθούν εδώ.  Το ότι δόθησαν γιγαντιαίες προμήθειες, το ότι για 50 και πλέον εκατομμύρια λίρες αγοράσθηκε από τη Γαλλία οπλικό σύστημα το οποίο ήταν ουσιαστικά άχρηστο για την Κύπρο, το ότι ο ενάγων εμφανιζόταν στα καζίνα με μεγάλο προμηθευτή όπλων και ότι έκανε δωρεάν κρουαζιέρες.  Η όλη παρουσίαση των δημοσιευμάτων, όπως διαφάνηκε και μέσα από τη μαρτυρία που έδωσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι, έδειχνε πολεμική εμπάθεια εναντίον του ενάγοντα και καθόλου διερευνητική δημοσιογραφία, αυτό δε ήταν εμφανές εφόσον και κατά τη διάρκεια της δίκης ακόμη εμφανίζονταν δημοσιεύματα όπως το Τεκμ. 8 στις 30.10.98 και το Τεκμ.10 στις 25.2.99 που λανθασμένα αναφέρονταν σε γεγονότα που δήθεν είχαν συμβεί ενώπιον του Δικαστηρίου ή επαναλάμβαναν τη θέση των εναγομένων για τον όλο ρόλο του ενάγοντα στην αγορά των όπλων.»

Το Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου – (ΔΙΑΣ Λτδ κ.ά. ν. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893· Αλήθεια Εκδ. Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550· Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922) – και από τη σημαίνουσα αγγλική απόφαση στην Cassell & Co Ltd v Broome [1972] 1 All ER 801 (HL), διέγραψε με λεπτομέρεια τους παράγοντες που υπεισέρχονται στον καθορισμό των αποζημιώσεων, μεταξύ των οποίων είναι: η θέση του δυσφημισθέντος στην κοινωνία, η φύση του λιβέλλου, η έκταση του δημοσιεύματος, όπως και η διαγωγή των υπόλογων για τη δυσφήμιση, για να καταλήξει στην επιδίκαση £30.000,00 αποζημιώσεων, αποτίμηση στην οποία προστέθηκε ποσό £5.000,00 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις.  Καθοδήγηση για την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων και τον καθορισμό του ύψους τους αντλήθηκε από δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Papakokkinou [*1876]v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, 74-79· Kennedy Hotels Ltd ν. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400.  Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ως προς την επίδραση των δημοσιευμάτων στην υπόσταση του εφεσίβλητου, συνοψίζεται στο απόσπασμα της απόφασης που ακολουθεί:-

«..., η φύση δε των δημοσιευμάτων ήταν τέτοια που όχι μόνον αναγνωρίσθηκαν ως άκρως δυσφημιστικά από τον ίδιο τον κ.Πουργουρίδη αλλά και όντως είναι, δεδομένου ότι παρουσιάζουν τον ενάγοντα ως άνθρωπο χωρίς αρχές, που μεθόδευε καταστάσεις και συνωμοτούσε με άτομα του περιβάλλοντος του ώστε να καρπούται προμήθειες ή άλλα οφέλη καταχρώμενος την Υπουργική του ιδιότητα, σκανδαλίζοντας τον δημόσιο βίο και αμαυρώνοντας το υψηλό του αξίωμα.»    

Η έφεση:

Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση κατά της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένου του ύψους των αποζημιώσεων. Οι λόγοι έφεσης μπορεί να υποδιαιρεθούν σε τέσσερις ενότητες. 

(α)   Αμφισβήτηση των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα κρίσιμα γεγονότα.  Τα ευρήματα του Δικαστηρίου προσβάλλονται ως το προϊόν, κυρίως, λανθασμένης καθοδήγησης στη θεώρηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας. 

(β)   Αμφισβήτηση της κατά νόμο ορθότητας σειράς αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εισαγωγή μαρτυρίας, κυρίως γραπτής.  

(γ)   Αμφισβήτηση της συνταγματικότητας ή, ακριβέστερα, του συμβατού των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148, οι οποίες αναφέρονται στη δυσφήμιση, με τις διατάξεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος, που καθιερώνουν την ελευθερία του λόγου. Το παραδεκτό ή το συμβατό των περί δυσφημίσεως διατάξεων του ΚΕΦ. 148 τέθηκε ακροθιγώς στην παράγραφο 6 της Υπεράσπισης. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι εφεσείοντες προέβησαν στα δημοσιεύματα, ενεργώντας στα πλαίσια του συνταγματικού δικαιώματος «... της ελεύθερης έκφρασης και/ή διακίνησης ιδεών και/ή πληροφοριών μέσω του τύπου». Η συνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του ΚΕΦ. 148 κατέστη κυρίαρχο θέμα στην έφεση και σ’ αυτό επικέντρωσε την προσοχή του ο δικηγόρος των [*1877]εφεσειόντων στην προφορική του αγόρευση. 

(δ)   Αμφισβήτηση του ύψους των αποζημιώσεων, για δυο λόγους:  Ότι το ποσό είναι -

(ι) υπερβολικό «υπό τις περιστάσεις»· και

(ιι)          προϊόν λανθασμένης καθοδήγησης.  

Ευρήματα και συμπεράσματα Δικαστηρίου:

Προσβάλλονται, κατ’ ουσίαν, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του εφεσίβλητου, των δύο κεντρικών μαρτύρων της Υπεράσπισης – του κ. Κωνσταντινίδη και του κ. Χάσικου – και των άλλων μαρτύρων της Υπεράσπισης.  Επίσης, αμφισβητούνται τα συμπεράσματα ή, ακριβέστερα, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την πλοκή των γεγονότων. 

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο προβαίνει σε εκτενή αναφορά στην ουσία της μαρτυρίας των τριών κεντρικών μαρτύρων –                 (Α. Αλωνεύτεη, Α. Κωνσταντινίδη, Σ. Χάσικου) – πριν καταλήξει στα ευρήματά του για την αξιοπιστία τους.  Η μαρτυρία τους εξετάζεται από κάθε οπτική γωνία στο πλαίσιο των επιδίκων θεμάτων, όπως αυτά στοιχειοθετούνται στα δικόγραφα και αναπτύσσονται με μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.  Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την ουσία της μαρτυρίας τους υπήρξε πλήρης, εξετάστηκε δε (η μαρτυρία)  στο πλαίσιο και μέσα στις παραμέτρους της υπόθεσης.

Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, όπως και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο δικάζον δικαστήριο.  Περιθώριο για επέμβαση από το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχεται μόνο, εφόσον, εξ αντικειμένου, τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου καταφαίνονται ως ακροσφαλή. Η νομολογία είναι σαφής επί του προκειμένου – (βλ., μεταξύ άλλων, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321· Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35· Στυλιανού ν. Nicolettος Textiles Industry Ltd. (2000) 1 Α.Α.Δ. 859· Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165).

Το πρωτόδικο δικαστήριο είναι ο δέκτης της μαρτυρίας, γεγονός που το θέτει σε ιδιάζουσα θέση να προβεί σε εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αλλά και στη διαπίστωση των γεγονότων που περιβάλλουν τη διαφορά, γενικά.     

Θεώρηση της μαρτυρίας του κ. Κωνσταντινίδη και του κ. Χά[*1878]σικου αποκαλύπτει τις αντινομικές θέσεις της Υπεράσπισης ως προς την ύπαρξη των γεγονότων, τα οποία πρόβαλαν ως υπαρκτά.  

Η βάση της Υπεράσπισης – ότι τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώθηκαν τα δημοσιεύματα, ήταν αληθή – κατέρρευσε κατά τη δίκη.  Πέραν τούτου, το αληθές των γεγονότων δε διερευνήθηκε από τους εφεσείοντες, γεγονός που καταδεικνύει την αδιαφορία τους για το βάσιμό τους.  Παρά ταύτα, τα πρόβαλαν ως υπαρκτά και πάνω σ’ αυτά οικοδόμησαν τα δυσμενή τους σχόλια για τον εφεσίβλητο.

Η συνωμοσία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων για τη διάπραξη αδικήματος συνιστά αυτοτελές αδίκημα – (Άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154) – όπως και η συνωμοσία για την επίτευξη νόμιμου σκοπού με παράνομα μέσα – (Άρθρο 373(στ),    ΚΕΦ. 154).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος ότι συνωμότησε με τον κ. Μιχαηλίδη και άλλα ακαθόριστα πρόσωπα να εξασφαλίσει οφέλη για τους συνεργούς του, μέσω της παράνομης άσκησης των καθηκόντων του, προς μεγάλη ζημία του δημοσίου.  Η συνωμοσία πραγματοποιήθηκε, αποφέρουσα μεγάλα οικονομικά οφέλη στους συνωμότες, εις βάρος του Δημόσιου Ταμείου και της άμυνας της Κύπρου.  Ούτε ίχνος μαρτυρίας δεν προσκομίστηκε, που να υποδηλώνει την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των, κατ’ ισχυρισμό, συνωμοτών, ή ότι, μέσω της δράσης του εφεσίβλητου, οι συνωμότες προσπορίστηκαν οφέλη υπό μορφή προμηθειών.  Τόσο ο κ. Κωνσταντινίδης όσο και ο κ. Χάσικος, στη μαρτυρία τους, παραδέχτηκαν ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για τη λήψη προμηθειών από τον κ. Μιχαηλίδη, ως αποτέλεσμα των επεμβάσεων του εφεσίβλητου ή άλλωσπως. Υπέθεσαν ότι έπρεπε να υπήρχε συνωμοσία, λόγω της υπέρμετρης φιλοξενίας που παρείχαν ο κ. Μιχαηλίδης και, σε μικρότερο βαθμό, άλλος έμπορος στον εφεσίβλητο. Προσάχθηκε μαρτυρία, εκ μέρους των εφεσειόντων, προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους ότι ο εφεσίβλητος ήταν πράγματι δέκτης τέτοιας φιλοξενίας, η οποία κρίθηκε αναξιόπιστη από το Δικαστήριο, εύρημα στο οποίο και πάλιν δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση. 

Δόθηκε εκτεταμένη μαρτυρία αναφορικά με την αγορά όπλων από την Κυπριακή Δημοκρατία, τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και την έγκριση που αυτές έτυχαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται, σε κάποια έκταση, και αυτή την  πτυχή της μαρτυρίας, για να καταλήξει ότι δεν υπήρξε ούτε παρέκκλιση από τις διαδικασίες ούτε οποιαδήποτε αξιόμεμπτη πράξη του εφεσίβλητου, παρέχουσα οποιεσδήποτε ενδείξεις [*1879]ότι αυτός επιδίωξε να ευνοήσει οποιαδήποτε βιομηχανία όπλων ή οποιοδήποτε έμπορο όπλων.

Δε συμφωνούμε, επίσης, με τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά με την αξιολόγηση του τεκμηρίου 1 Β, ή ότι η μαρτυρία του μάρτυρα Σιακαλλή δεν αξιολογήθηκε στο σωστό της πλαίσιο.

Προκύπτει, από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες θεμελίωσαν τα δημοσιεύματά τους σε αναληθή γεγονότα. Πρόβαλαν τα γεγονότα αυτά, χωρίς να διερευνήσουν την ύπαρξή τους,  αδιαφορώντας για του λόγου το αληθές.  Πέραν τούτου, προέβησαν στα δημοσιεύματα, χωρίς να τα θέσουν υπόψη του εφεσίβλητου και χωρίς να του δώσουν την ευκαιρία να εκφέρει τις θέσεις του επ’ αυτών.

Κατάληξή μας είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αυτά στοιχειοθετούν τη βάση θεώρησης της έφεσης, υπό την επιφύλαξη της ορθότητας των ενδιάμεσων αποφάσεων, που αποτελούν το αντικείμενο της δεύτερης ενότητας των λόγων έφεσης. Βάσει των αποφάσεων αυτών, αποκλείστηκε η προσαγωγή προφορικής και γραπτής μαρτυρίας, αποδοχή της οποίας θα ενίσχυε, ως υπέβαλαν οι εφεσείοντες, τη θέση τους. 

Προσβολή Ενδιάμεσων Αποφάσεων:

Προσβάλλονται επτά συνολικά ενδιάμεσες αποφάσεις.  Οι τέσσερις αφορούν τον αποκλεισμό μαρτυρίας, η πέμπτη τη μη αποδοχή Κύπριου δικηγόρου ως ειδήμονα στο Ελληνικό Δίκαιο, η έκτη την προσαγωγή μαρτυρίας και η έβδομη την απόρριψη αιτήματος για την υποβολή παράκλησης προς τις Γαλλικές Δικαστικές Αρχές για τη συνδρομή τους στη λήψη μαρτυρίας. 

Τρεις από τις ενδιάμεσες αποφάσεις σχετίζονται με το παραδεκτό εξ ακοής μαρτυρίας. Με την πρώτη από αυτές – (2/6/99) – αποκλείστηκε η αναπαραγωγή από το Συνταγματάρχη Παπαγεωργίου – (Μ.Υ.19) – δηλώσεων κάποιου Obolensky, υπαλλήλου της εταιρείας Sofma. Οι άλλες δύο αφορούσαν, η πρώτη – (15/12/98) – έγγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη Βουλή από τρίτους και η δεύτερη – (3/6/99) – έγγραφα, τα οποία παραδόθηκαν από άγνωστο πρόσωπο, σε διάδρομο της Βουλής, στον τότε Βουλευτή κ. Λεόντιο Ιεροδιακόνου.

Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η μαρτυρία ήταν αποδεκτή, κυρίως εκείνη του μάρτυρα Παπαγεωργίου, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, επειδή αφορούσε, στην περίπτωση του κ. Obolensky, δηλώσεις συνωμότη.  Είναι παραδεκτή, κατά το Δίκαιο της Αποδείξεως, εισαγωγή δηλώσεων συνωμοτών κατά τη δίκη ετέρου από αυτούς, η οποία τείνει να καταδείξει την ύπαρξη συνωμοσίας και το συσχετισμό της με πράξεις προαγωγής της* νοουμένου ότι η μαρτυρία είναι, κατά τα άλλα, αποδεκτή από το Δίκαιο της Αποδείξεως.  Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε καν ισχυρισμός δε γίνεται στα δικόγραφα για συνωμοσία μεταξύ του εφεσίβλητου και του κ. Obolensky ή των συγγραφέων των εγγράφων, των οποίων επιδιώχθηκε η παρουσίαση.  Κατά τα άλλα, τα έγγραφα ήταν απαράδεκτα, τόσο γιατί δεν καταδείχθηκε η σχετικότητά τους προς τα επίδικα θέματα, όσο και γιατί προσέκρουαν στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.  Στην περίπτωση των εγγράφων, οι συγγραφείς τους ήταν ουσιαστικά άγνωστοι, όπως άγνωστο ήταν και από πού προήλθε η γνώση των γεγονότων, τα οποία αναγράφονται σ’ αυτά.  

Το άλλο έγγραφο, του οποίου η προσαγωγή δεν έγινε δεκτή –  (ενδιάμεση απόφαση 7/6/99) – είναι έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδος, το οποίο προσυπογράφεται από τον τότε Υπουργό Εθνικής Αμύνης κ. Βαρβιτσιώτη – (η τέταρτη απόφαση).  Τα στοιχεία, τα οποία περιέχονται σ’ αυτό, είχαν προέλευση τις υπηρεσίες του Υπουργείου και όχι ίδια γνώση του Υπουργού.  Η απόφαση του Δικαστηρίου για τον αποκλεισμό και αυτού του εγγράφου ήταν, για τους λόγους που έχουμε εκθέσει σε σχέση με το απαράδεκτο άλλων εγγράφων, εξίσου σωστή.  Και η προσπάθεια, η οποία καταβλήθηκε για την παροχή μαρτυρίας για το Ελληνικό Δίκαιο, σχετιζόταν με τη μη προσέλευση του κ. Βαρβιτσιώτη ως μάρτυρα. Σκοπό είχε να καταδείξει ότι μέλος της Βουλής των Ελλήνων δεν είναι εξαναγκάσιμος μάρτυρας.  Το Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε – (η πέμπτη απόφαση – 24/2/99) – Κύπριο δικηγόρο, ο οποίος στο παρελθόν – (1984-1987) – άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα, να καταθέσει ως ειδήμων επί του Ελληνικού Δικαίου.  Η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς το ποίος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμων για το δίκαιο άλλης χώρας, ήταν σωστή και η απόφασή του να αποκλείσει το μάρτυρα, ως ειδικό στο Ελληνικό Δίκαιο, λήφθηκε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Και δεκτή να γινόταν η μαρτυρία του δικηγόρου ως πραγματογνώμονα, δε θα άλλασσε το σκηνικό σχετικά με το απαράδεκτο ως μαρτυρία του εγγράφου το οποίο προσυπόγραψε ο κ. Βαρβιτσιώτης. 

[*1881]

Η έκτη ενδιάμεση απόφαση – (14/5/98) – αφορά τον αποκλεισμό του αιτήματος των εφεσειόντων, όπως ο εφεσίβλητος προσαγάγει αριθμό εγγράφων στο στάδιο της αντεξέτασής του.  Κατά την ένατη μέρα της αντεξέτασής του, εκδόθηκε μαρτυρική κλήση προς τον εφεσίβλητο, με την οποία εκαλείτο να καταθέσει:-

(α)   Το διαβατήριό του και ταξιδιωτικά έγγραφα στην κατοχή του.

(β)   Την  ταυτότητα ή τις ταυτότητές του σε χαρτοπαιχτικές λέσχες ή καζίνα.

(γ)   Επιστολές που στάληκαν από καζίνα του εξωτερικού προς αυτό· και

(δ)   Βιβλιάριο ή βιβλιάρια καταθέσεών του σε τράπεζες του εσωτερικού ή του εξωτερικού, που διατηρεί ο ίδιος ή αντιπρόσωποί του. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι επρόκειτο για απόπειρα αλίευσης μαρτυρίας, προς στοιχειοθέτηση ισχυρισμών της Υπεράσπισης. Αντικείμενο της κλήσης ήταν η προσέλευση του εφεσίβλητου για να καταθέσει γραπτή μαρτυρία.  Δεν επρόκειτο για διαδικασία αποκάλυψης και θεώρησης εγγράφων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.28 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Η κλήση μάρτυρα εκδόθηκε κατ’ επίκληση των προνοιών της Δ.32, θ.5, η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε διάδικο κλήτευσης μάρτυρα να προσέλθει και να καταθέσει, ή να παρουσιάσει έγγραφα.  Ως οι πρόνοιες της Δ.32, θ.5, υποδηλώνουν και ο προβλεπόμενος τύπος κλήσης μάρτυρα βεβαιώνει,  πρόκειται για την κλήτευση μάρτυρα να καταθέσει εκ μέρους του ενάγοντος ή του εναγομένου, ως η περίπτωση.  Καθώς υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο σκοπός της κλήσης μάρτυρα να καταθέσει έγγραφα είναι η παρουσίαση αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η εκμαίευση μαρτυρίας, προς το σκοπό καθορισμού της σημασίας της για την υπόθεση του καλούντος. Μάρτυρας μπορεί να κληθεί από εκάτερο των διαδίκων, προς στοιχειοθέτηση της υπόθεσής του.  Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας είναι και σ’ αυτό το σημείο προσαρμοσμένοι στο αντιπαραθετικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας δικαίωμα σε εκάτερο των διαδίκων να καλέσει μάρτυρες, προς απόδειξη της υπόθεσής του. Δεν παρέχεται δυνατότητα κλήτευσης μάρτυρα εκ μέρους του εναγομένου, για να καταθέσει στο πλαίσιο της υπόθεσης του αντιδίκου του. Στην προκείμενη υπόθεση, αυτό επιδιώχθηκε από τους εφεσείοντες. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε άλλο λόγο που καθιστούσε τη μαρτυρία απαράδεκτη, ήταν αδύνατη η κλήτευση μάρτυρα να καταθέσει ως μάρτυρας του αντιδίκου.

Η έβδομη ενδιάμεση απόφαση – (24/4/99) – η οποία εφεσιβάλλεται, αφορά την άρνηση του Δικαστηρίου να δεχτεί αίτημα των εφεσειόντων για τη λήψη μαρτυρίας από τις Γαλλικές Δικαστικές Αρχές.  Το αίτημα βασίστηκε στις διατάξεις της Δ.36, θ.1, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που καθιστούν, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, παραδεκτή τη λήψη μαρτυρίας από δικαστικές αρχές τρίτης χώρας, καθώς και στις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως διά την Λήψιν Μαρτυρικής Αποδείξεως εν τη Αλλοδαπή εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικός) Νόμου του 1982, (Ν. 67/82).

Σκοπός του αιτήματος ήταν ο εντοπισμός και, παρεπόμενα, η κλήση αριθμού ατόμων από τη Γαλλία να καταθέσουν ενώπιον των Γαλλικών Δικαστικών Αρχών. Αντικείμενο της μαρτυρίας τους ήταν, ως συνάγεται, η κατάθεση των εγγράφων τα οποία δεν έγιναν δεκτά. Τα έγγραφα αφορούσαν αλληλογραφία μεταξύ γαλλικών εταιρειών όπλων· μαρτυρία η οποία, ως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν άσχετη προς τα επίδικα θέματα. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου να εγκρίνει τέτοιο μέτρο εξηγούνται σε σειρά αγγλικών και κυπριακών αποφάσεων, στις οποίες παραπέμπει* το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Και παραδεκτή να ήταν, στην παρούσα υπόθεση, η επίκληση της συνδρομής των Γαλλικών Δικαστικών Αρχών για τη συλλογή μαρτυρίας, το διάβημα μπορούσε να αποκλειστεί, εφόσον το Δικαστήριο θεωρούσε την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το ίδιο απαραίτητη για την κρίση και επίλυση των επιδίκων θεμάτων.  Ούτε γι’ αυτή την ενδιάμεση απόφαση δεν έχει προταθεί βάσιμος λόγος, που να δικαιολογεί την ανατροπή της. 

Με τη διαπίστωση του απορριπτέου της αμφισβήτησης και της τελευταίας ενδιάμεσης απόφασης, θα προχωρήσουμε στη διερεύνηση του ουσιωδέστερου, ως κατέστη κατά την έφεση, ζητήματος, εκείνου της συνταγματικότητας των περί δυσφημίσεως διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148

[*1883]

Η Συνταγματικότητα των περί Δυσφημίσεως Διατάξεων του       ΚΕΦ. 148:

Η πρώτη θέση του κ. Πουργουρίδη είναι ότι κυρίαρχο λόγο στη θεώρηση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εφεσειόντων διαδραματίζουν οι διατάξεις του Άρθρου 19 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης – (Άρθρο 19.1) – δικαίωμα που περιλαμβάνει, όπως διευκρινίζεται στη δεύτερη παράγραφο του ιδίου Άρθρου:-

(α)   Την ελευθερία της γνώμης· και

(β)   Την ανεμπόδιστη λήψη και μετάδοση ιδεών και πληροφοριών, ανεξάρτητα από κρατικά σύνορα.

Οι εισηγήσεις του κ. Πουργουρίδη επί του θέματος της συνταγματικότητας των περί δυσφημίσεως διατάξεων του ΚΕΦ. 148 συνοψίζονται στο κείμενο που ακολουθεί:-

Το κοινό δίκαιο, μαζί και οι πρόνοιές του που αφορούν τη δυσφήμιση, αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από τις διασφαλίσεις της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης και, για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής άνευ ετέρου και χωρίς αναφορά στο δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος.  Η νομολογία των χωρών της Κοινοπολιτείας, που υιοθέτησε το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο ως τον πυρήνα του δικαίου της χώρας τους, αποκαλύπτει συνεχή τάση επέκτασης των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης και σμίκρυνσης του πεδίου περιορισμού του δικαιώματος. Μας παρέπεμψε, προς τούτο, σε σειρά αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, καθώς και στις προσεγγίσεις του θέματος από τα Ινδικά Δικαστήρια – (New York Times Co v. Sullivan [1964] 376, US 254, 11 L.ed.2d 686· Lange v. Australian Broadcasting Corporation [1997] 145 ALR 96· Lange v. Atkinson [1998] 3 NZLR 424· Lange v. Atkinson [2000] 3 NZLR 385· R.R. Gopal v. State of Tamil Nadu [1994] 4 S.C.R. 353). 

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι και στην Αγγλία, επίσης, έγιναν τομές στον τομέα των αρχών του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, που διευρύνουν ιδίως τα όρια της υπεράσπισης του σχολιασμού πράξεων δημοσίων προσώπων, παραπέμποντας προς τούτο στην απόφαση του Εφετείου και, κατ’ ακολουθίαν, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση [*1884]Reynolds v. Times Newspapers, που δημοσιεύονται στο [1998] 3 All ER 961 και [1999] 4 All ER 609, αντίστοιχα.

Την τελευταία απόφαση επικαλέστηκε και ο κ. Παπαευσταθίου, εκ μέρους του  εφεσίβλητου, παραπέμποντας στο μέρος του λόγου της που υποστηρίζει ότι πληροφόρηση περί τα πολιτικά πράγματα (political information) δεν καθιστά εφαρμοστέα την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους (qualified privilege), ανεξάρτητα από τις συνθήκες της δημοσίευσης.

Κατά πόσο ισχύει η υπεράσπιση, η οποία συναρτάται με την ύπαρξη υποχρέωσης μετάδοσης των πληροφοριών από το μεταδίδοντα και δικαιώματος λήψης αυτών από τον πληροφορούμενο, εξαρτάται από σειρά παραγόντων, που έχουν σχέση με τη φύση των πληροφοριών, το ενδιαφέρον του δημοσίου για το ζήτημα, την πηγή των πληροφοριών, τη λήψη μέτρων προς εξακρίβωση της αλήθειας τους και το κατά πόσο ζητήθηκε από το υποκείμενο του δημοσιεύματος ο σχολιασμός των γραφομένων.  Προέχει η ελευθερία  του λόγου και το δικαστήριο δεν πρέπει εύκολα να άγεται σε απόφαση ότι το δημόσιο δεν είχε συμφέρον να πληροφορηθεί περί του αντικειμένου του δημοσιεύματος. σε περίπτωση αμφιβολίας, η πλάστιγγα πρέπει να κλίνει υπέρ της ελευθερίας του λόγου. 

Συμπτυσσόμενος ο λόγος της Reynolds v. Times Newspapers [1999]4 All ER 609, ως κρίνουμε, απολήγει στην αναγνώριση των ακολούθων αρχών:-

(α)   Η πολιτική πληροφόρηση δεν προσελκύει, αφ’ εαυτής, την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους.  Είναι το αντικείμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σημασία του για το δημόσιο και το αντίστοιχο συμφέρον του κοινού να πληροφορηθεί περί αυτού.

(β)   Η έννοια του προνομίου υπό όρους είναι ελαστική και τυγχάνει εφαρμογής υπό το φως των πραγματικοτήτων εκάστης εποχής.  Η σημασία των πραγμάτων και, ανάλογα, το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτά μεταβάλλονται από καιρού εις καιρόν. 

(γ)   Η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημοσίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων, που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διϊστάμενες εκδοχές γι’ αυτά.

[*1885]

Στη Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All ER 609, το δημοσίευμα για πολιτικό άτομο δε θεωρήθηκε προνομιούχο, εφόσον έλειπε το στοιχείο της ισορροπημένης παρουσίασης των γεγονότων, προκύπτουσας από την παράλειψη της εφημερίδας να δημοσιεύσει τις εξηγήσεις που έδωσε ο ενάγων για το αντικείμενο της δημοσίευσης.  Αποτελεί καθήκον του τύπου να αναζητά τις απόψεις του υποκειμένου δυσφημιστικού δημοσιεύματος, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του και, παράλληλα, να προβάλλει την αντίθετη εκδοχή σε σχέση με το αντικείμενο του δημοσιεύματος.

Η θέση του εφεσίβλητου, ο οποίος, επίσης, επικαλείται τη Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All ER 609, είναι ότι οι αρχές της καταρρίπτουν τη διεκδίκηση προνομίου από τους εφεσείοντες, οι οποίοι προέβησαν στα δημοσιεύματα χωρίς να διερευνήσουν την αλήθεια των γεγονότων, στα οποία αυτά στηρίχτηκαν, και χωρίς να αναζητήσουν τις απόψεις του επηρεαζόμενου – του εφεσίβλητου. Περαιτέρω, το αναληθές των δημοσιευμάτων απογυμνώνει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί καλής πίστης.  Στο σημείο αυτό μπορεί να παρατηρήσουμε ότι, υπό το φως των ευρημάτων του Δικαστηρίου και των αρχών που διέπουν την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους, η υπεράσπιση αυτή – και εάν εθεωρείτο ως στοιχειοθετημένη – δε θα είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας.

Το ζήτημα συνταγματικότητας, που τίθεται προς εξέταση, είναι κατά πόσο οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνιστούν περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος ελευθερίας του λόγου συμβατό με το Σύνταγμα. 

Οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 148 αναμφιβόλως περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επάγεται η διάπραξη του αστικού δικαιώματος της δυσφήμισης. 

Το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος και, συν αυτώ, η παράγραφος 2 του ιδίου Άρθρου, επεξηγηματική της εμβέλειάς του, κατοχυρώνουν περιεκτικά το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, έκφρασης, λήψεως και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας αρχής και ανεξάρτητα από σύνορα.

Στην Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63, είχαμε την ευκαιρία να διαγράψουμε τη σημασία του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και πότε χωρούν περιορισμοί σ’ αυτό.  Το ακόλουθο απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό:- (σελ. 71)

[*1886]

«Article 19.1 proclaims the right to freedom of speech and expression in every form.  This is the basic norm, establishing the paramountcy of the right signifying the commitment of the State to the fullness of the right.  Limitations are the exception and authority for their introduction must be sought in the Constitution itself and from no other source.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη

«Το Άρθρο 19.1 διακηρύττει την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης σε κάθε του μορφή.  Αυτή είναι η βασική αρχή, με την οποία διασφαλίζεται η προέχουσα θέση του δικαιώματος, υποδηλώνουσα τη δέσμευση της Πολιτείας στη διασφάλιση της πληρότητας του δικαιώματος. Περιορισμοί αποτελούν την εξαίρεση και εξουσία για την εισαγωγή τους πρέπει να αναζητηθεί στο ίδιο το Σύνταγμα και από καμιά άλλη πηγή.»)

Και το Αγγλικό Δίκαιο αναγνωρίζει την ελευθερία του λόγου ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα του ατόμου, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ως διαπιστώνεται σε πρόσφατη αγγλική απόφαση – R (ProLife Alliance) v. BBC [2002] 2 All ER 756, 773, ταυτίζοντας το δικαίωμα με εκείνο το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση»). 

Η παράγραφος 3 του Άρθρου 19 του Συντάγματος επιτρέπει εξαιρέσεις, επαγόμενες τον περιορισμό του δικαιώματος το οποίο κατοχυρώνεται, οι οποίες είναι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, «... προς προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων άλλων ...».  Όπως εξηγείται στην Police v. Ekdotiki Eteria, (ανωτέρω), ο περιορισμός πρέπει να έχει άμεση συνάφεια προς το σκοπό για τον οποίο αυτός είναι επιτρεπτός από το Σύνταγμα.  Τελικός κριτής για την αναγκαιότητα του περιορισμού είναι το δικαστήριο, όπως υποδεικνύεται στην ίδια υπόθεση και σε πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση εκείνη, κρίθηκε ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 50(1) του Ποινικού Κώδικα, με το οποίο εποινικοποιούντο δημοσιεύματα περιέχοντα ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες, οι οποίες έτειναν να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσία τάξη, ή στο Κράτος, ή στα όργανά του, συνιστούσαν παραδεκτό περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του Άρθρου 19 του Συντάγματος, νοουμένου ότι ο κλονισμός ερμηνευόταν ως αναφερόμενος στους θεσμούς, στο κράτος και στα όργανά του και όχι στα [*1887]άτομα των φορέων της εξουσίας.  Γίνεται, επίσης, εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σχετιζόμενης με την ερμηνεία του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και, συνάμα, διαγράφει τους σκοπούς για τους οποίους μπορεί να τεθούν περιορισμοί, περιλαμβανομένων της υπόληψης του ατόμου και των δικαιωμάτων του.

Στη Γεώργιος Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 C.L.R. 63, τονίστηκαν η σπουδαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης, η οποία χαρακτηρίζεται ως ευλογία και γνώρισμα κάθε πολιτισμένης κοινωνίας, και, παράλληλα, η σημασία των λόγων για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, μεταξύ των οποίων η προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων τρίτων.  Αυτά λέχθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά της ποινής, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για παράβαση των προνοιών του Άρθρου 51Α(1) του Ποινικού Κώδικα, το οποίο καθιστά κολάσιμη την πρόκληση των κατοίκων σε βιαιοπραγία αναμεταξύ τους ή σ’ αμοιβαία διχόνοια, ή καλλιεργεί πνεύμα μισαλλοδοξίας.  Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης δεν εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων ορίων, αφήνοντας να διαφανεί ότι τέτοια εισήγηση δε θα μπορούσε να ευσταθήσει. 

Στην Cosmos Press v. Police (1985) 2 C.L.R. 73, ενώ κρίθηκε ότι το δημοσίευμα των εφεσειόντων δεν απέβλεπε ανυπερθέτως στην παρεμπόδιση ή επέμβαση στην απονομή της δικαιοσύνης, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αναμφισβήτητο είναι πως η απαγορευτική νομοθετική διάταξη – (Άρθρο 122(β) του ΚΕΦ. 154) – συνάδει προς το Σύνταγμα, εφόσον αποβλέπει στον περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης χάριν της διασφάλισης του κύρους και της αμεροληψίας της Δικαστικής Εξουσίας, σκοπός για τον οποίο μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης σύμφωνα με το Άρθρο 19.3 του Συντάγματος. 

Οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνιστούν, αναμφιβόλως, περιορισμό του δικαιώματος τόσο της ελευθερίας έκφρασης όσο και της ελευθερίας μετάδοσης πληροφοριών.  Αντικείμενο των περιορισμών είναι η προστασία της υπόληψης του ατόμου και, παράλληλα, των δικαιωμάτων του, σκοποί για τους οποίους είναι παραδεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων που προστατεύονται από την  παράγραφο 1 και 2 του Άρθρου 19 του Συντάγματος.

Η καθιέρωση της δυσφήμισης ως αστικό αδίκημα προϋπήρχε [*1888]του Συντάγματος  και, επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνάδουν προς τις διατάξεις του.  Σειρά δικαστικών αποφάσεων αναγνωρίζει, όπως άλλωστε εμφαίνεται από τις ίδιες τις διατάξεις του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, ότι η διαπίστωση του συμβατού της νομοθεσίας, προϋπάρχουσας του Συντάγματος, με τις διατάξεις του, ανήκει στο Δικαστήριο. εξετάζεται, εφόσον η επίλυση του θέματος είναι ουσιώδης για την έκβαση της υπόθεσης της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο, όπως και στην προκείμενη περίπτωση.  Ότι οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148, Άρθρο 17 του Νόμου και επόμενα, έχουν ως αντικείμενο την προστασία της υπόληψης του ατόμου, καθώς και των δικαιωμάτων του, δε χωρεί αμφιβολία.  Οι διατάξεις που αφορούν τη δυσφήμιση αποτιμούνται στην ολότητά τους, για να διαπιστωθεί αν συνταυτίζονται με ένα ή περισσότερους σκοπούς χάριν των οποίων είναι παραδεκτός περιορισμός του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος, και κατά πόσο αυτός επιβάλλεται από την ανάγκη για την  εξασφάλισή τους. Από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της φύσης και της έκτασης των περιορισμών που μπορεί να τεθούν στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το ΜΕΡΟΣ ΙΙ του Συντάγματος, προκύπτει ότι οι περιορισμοί, χάριν σκοπών επιτρεπτών από το Σύνταγμα, δεν πρέπει να πλήττουν τον πυρήνα του κατοχυρωμένου δικαιώματος – (βλ., μεταξύ άλλων, Γιωργαλλά ν. Χ” Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060· Καρατζιά ν. Παπακυριακού (2001) 1 Α.Α.Δ. 2113).  Οι περιορισμοί πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το συνταγματικό σκοπό που τους καθιστά παραδεκτούς και με την αναγκαιότητα για την προστασία του.  Καθοδηγητική, για το πότε δικαιολογείται περιορισμός, είναι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του θέματος – (βλ., μεταξύ άλλων, Handyside v. UK [1979] 1 EHRR 737, 754· Sunday Times v. UK [1979] 2 EHRR 245, 277-278).

Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην κρίση του δικαιολογημένου περιορισμών οι οποίοι τίθενται στα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου – (βλ., μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238).  Σχετική επί του ιδίου θέματος είναι και η αγγλική απόφαση R. v. Shayler [2002] 2 All ER 477, 495 (HL), επίδικο θέμα της οποίας ήταν το παραδεκτό περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, χάριν της κρατικής ασφάλειας – (Official Secrets Act, 1989, 1, 4, 7(3)) – υπό το πρίσμα του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κατοχυρώνει την ελευθερία του λόγου.  Καθοδηγούμενος από σειρά αποφάσεων* του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ο Λόρδος Bingham, στην απόφασή του, προσδιορίζει το κριτήριο για το παραδεκτό περιορισμών ανθρώπινου δικαιώματος ως ακολούθως:- (σελ. 495) 

“The acid test is whether, in all the circumstances, the interference with the individual’s convention right prescribed by national law is greater than is required to meet the legitimate object which the state seeks to achieve.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Το αποφασιστικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, η επέμβαση σε δικαίωμα του ατόμου, το οποίο κατοχυρώνει η Σύμβαση, ως διαγράφεται από την εθνική νομοθεσία, είναι μεγαλύτερη απ’ ότι απαιτείται προς διασφάλιση του νόμιμου σκοπού, τον οποίο η πολιτεία επιδιώκει να προάγει.»)

Θεώρηση δημοσιευμάτων τα οποία συνιστούν δυσφήμιση, όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 17(1) του ΚΕΦ. 148, συναρτά το αστικό αδίκημα με πράξεις που πλήττουν άμεσα τόσο την υπόληψη όσο και τα δικαιώματα τρίτων.  Βάσει της παραγράφου (α) του άρθρου αυτού, δυσφήμιση συνιστά και η απόδοση με δημοσίευμα διάπραξης εγκλήματος.

Στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, κρίθηκε ότι το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, αποκλείει την απόδοση εγκληματικής πράξης σε άτομο από οποιοδήποτε άλλο εκτός από το Δικαστήριο της Πολιτείας, το οποίο, ως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, είναι και ο μόνος κριτής της ποινικής του ευθύνης. Όπου διαφαίνεται σύγκρουση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δικαιωμάτων, αυτή εξισορροπείται, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι ίσης σημασίας, όπως διακηρύσσεται και στην απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης 1165 του 1998 (Άρθρο 11).  Αυτή υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλήθεια Εκδ. [*1890]Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, στην οποία λέχθηκε:- (σελ. 560, απόφαση Νικήτα, Δ.)

«Η ελευθερία του λόγου και του τύπου είναι κατοχυρωμένη από το άρθρο 19 του Συντάγματος και είναι απόλυτα σεβαστή.  Η ελευθερία όμως αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα, όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων.»

Ως προς τον εναρμονισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων με το σκοπό τον οποίο προορίζονται να εξυπηρετήσουν, σχετική είναι η απόφαση στην In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329.

Κατ’ ουσίαν, το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, είναι εξίσου θεμελιώδες με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου.  Κατά συνέπεια, η προστασία του, μέσω του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, είναι όχι μόνο παραδεκτή αλλά και επιβεβλημένη.

Οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 ισορροπούν την παράλληλη περιφρούρηση των δύο δικαιωμάτων, με αναφορά στην αλήθεια των γραφομένων. Όπως επισημαίνεται στην Loutchansky v. Times (No 2) [2002] 1 All ER 652, σε σχέση με περιορισμούς του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, είναι προς όφελος και των ιδίων των δημοσιογράφων τα γραφόμενά τους να απεικονίζουν την αλήθεια και όχι την αναλήθεια.  Αν γινόταν παραδεκτή, υπογραμμίζεται, άνευ συνεπειών η προβολή αναληθών δημοσιευμάτων, το κοινό θα έπαυε να τους αποδίδει πίστη, είτε αυτά είναι αληθή είτε ψευδή.  Και όλες οι άλλες περιπτώσεις δυσφήμισης, που, εξ αντικειμένου, πλήττουν την υπόληψη του ατόμου, οι οποίες καθορίζονται στο Άρθρο 17 – ΚΕΦ. 148, είναι συνυφασμένες με την τιμή και την υπόστασή του στον κοινωνικό χώρο.  Οι δυσμενείς συνέπειες στο άτομο του δυσφημιζομένου και στο κοινωνικό σύνολο από δυσφημιστικά δημοσιεύματα διαγράφονται παραστατικά στην απόφαση του Λόρδου Nicholls στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All ER 609, στη    σελ. 622:-

“Reputation is an integral and important part of the dignity of the individual. It also forms the basis of many decisions in a democratic society which are fundamental to its well-being: whom to employ or work for, whom to promote, whom to do business with or to vote for.  Once besmirched by an unfounded allegation in a national newspaper, a reputation can be damaged for ever, especially if there is no opportunity to vindicate one’s reputation.  [*1891]When this happens, society as well as the individual is the loser.  For it should not be supposed that protection of reputation is a matter of importance only to the affected individual and his family.  Protection of reputation is conducive to the public good.  It is in the public interest that the reputation of public figures should not be debased falsely.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Η φήμη αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Επίσης αποτελεί τη βάση πολλών αποφάσεων που λαμβάνονται σε δημοκρατική κοινωνία, οι οποίες είναι κεφαλαιώδεις για την ευημερία του· όπως ποιο θα εργοδοτήσει ή για ποιο θα εργαστεί, ποιο θα προάξει, με ποιο θα έχει συναλλαγές ή ποιο θα ψηφίσει.  Μια και κηλιδωθεί από ανυπόστατο ισχυρισμό σε εφημερίδα εθνικής εμβέλειας, η φήμη του ατόμου μπορεί να ζημιωθεί για πάντα, ιδιαίτερα εάν δεν παρέχεται ευκαιρία στο ίδιο να την υπερασπίσει.  Όταν αυτό συμβαίνει, χαμένοι είναι τόσο η κοινωνία όσο και το άτομο, γιατί δεν πρέπει να γίνεται σκέψη ότι η προστασία της φήμης είναι σημασίας μόνο για το άτομο, του οποίου επηρεάζεται η φήμη, και την οικογένειά του.  Η προστασία της φήμης του ατόμου συντελεί στο καλό του δημοσίου.  Είναι προς το δημόσιο συμφέρον ότι η φήμη δημοσίων ανδρών (ατόμων) δεν πρέπει να εξευτελίζεται με το ψέμα.»)  

Το απόσπασμα που παραθέσαμε διαγράφει παραστατικά τις επιπτώσεις της δυσφήμισης για το άτομο που δυσφημίζεται και τις συνέπειές της για το κοινωνικό σύνολο. Μπορεί να λεχθεί ότι η προστασία της υπόληψης του ατόμου είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη άσκηση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Δεν είναι δίκαιο το άτομο να λειτουργεί κάτω από τη σκιά του ψόγου.  Εκτός αν του παρέχεται αυτή η προστασία, το άτομο παραμένει ανυπεράσπιστο έναντι της προσβολής της υπόληψής του και της υπονόμευσης της κοινωνικής του υπόστασης.  Είναι αυτή η πραγματικότητα που καθιστά, εξ αντικειμένου, αναγκαίο τον περιορισμό του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος.  Χωρίς την προστασία αυτή, το άτομο θα μετατρεπόταν σε ανυπεράσπιστο θύμα διαπόμπευσης και κοινωνικού εξοστρακισμού.  

Υπό το φως των όσων έχουμε διαγράψει, κρίνουμε ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του ΚΕΦ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. 

[*1892]

Η καθιέρωση της αλήθειας του δημοσιεύματος ως υπεράσπιση, διασφαλίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης.  Η καλή πίστη, από την οποία πρέπει να διακατέχεται ο γράφων, αναιρείται όταν αυτός αδιαφορεί για την αλήθεια των γραφομένων και παραλείπει να πάρει εύλογα μέτρα για την εξακρίβωσή της. 

Στην προκείμενη περίπτωση, τα γεγονότα, στα οποία βασίστηκαν τα δημοσιεύματα, ήταν αναληθή και παντελής ήταν η αδιαφορία των εφεσειόντων για την εξακρίβωση της αλήθειας των γραφομένων τους.            

Διαπιστώνεται ότι οι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνάδουν με τις διατάξεις του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος, συνιστώσες περιορισμούς, αναγόμενους στην προστασία της υπόληψης ατόμου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.4 και 30.2 του Συντάγματος.   

Αποζημιώσεις:

Το ποσό των αποζημιώσεων προσβάλλεται ως υπερβολικό και ως το προϊόν λανθασμένης καθοδήγησης.  Η λανθασμένη καθοδήγηση σχετίζεται με την προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου, θέση η οποία έχει απορριφθεί.

Στην Αλήθεια Εκδ. Ετ. Λτδ. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, διαπιστώσαμε ότι χωρεί η επέμβαση του Εφετείου στις επιδικασθείσες αποζημιώσεις, όταν το ποσό είναι έκδηλα υπερβολικό.  Τέτοια κατάληξη δικαιολογείται μόνο όπου καταφαίνεται ότι το ποσό των αποζημιώσεων που αποδόθηκε δε θα μπορούσε να επιδικαστεί από πρωτόδικο δικαστήριο, επιφορτισμένο με τον καθορισμό του. Όπως εξηγείται, με αναφορά στη σχετική νομολογία, στην Αγγλία δικαιολογείται παραμερισμός του ποσού των αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις. σ’ εκείνες που κρίνεται ότι το ποσό συνιστά, καθ’ ολοκληρίαν, εσφαλμένη εκτίμηση της  ζημίας την οποία υπέστη ο δυσφημισθείς.  Το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου, όπως αναφέρεται στο καταληκτικό μέρος της απόφασης του Εφετείου:- (σελ. 291)

«Η υπόσταση του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την υπόληψη του στην κοινωνία. Προσβολή της υπόληψης συντελεί στον κοινωνικό εξοστρακισμό και συγχρόνως αποτελεί δοκιμασία για τα αισθήματα του ανθρώπου.  Η αποζημίωση είναι το μέ[*1893]σο που παρέχει ο νόμος για την αποκατάσταση του δυσφημισθέντα.»

Στη ΔΙΑΣ Λτδ. κ.ά. ν. Ναθαναήλ, (ανωτέρω), το Εφετείο υπογράμμισε:- (Απόφαση Αρτεμίδη, Δ.), (σελ. 897)

«Η υπόληψη του πολίτη, ως ανεξάρτητη και αυτοτελής ανθρώπινη ύπαρξη, απέκτησε σήμερα, και πολύ ορθά, αυξημένη εκτίμηση, που διασφαλίζεται και στο γραπτό δίκαιο. Τραυματισμός αυτής της υπόληψης επιφέρει την ανάλογη αποκατάσταση της.»

Στην προκείμενη περίπτωση, τα δημοσιεύματα ήταν καταλυτικά για την υπόσταση του εφεσίβλητου, όπως άλλωστε προκύπτει και από την παραδοχή των εφεσειόντων για το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων.  Καταβαραθρώνεται η υπόληψη του εφεσίβλητου, ο οποίος παριστάνεται ως ανυπόληπτο και εγκληματικό άτομο, ικανό για κάθε ατιμία, χάριν οικονομικού συμφέροντος.  Με κανένα μέτρο το ποσό των £30.000,00, το οποίο επιδικάστηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολικό, ούτε με την προσθήκη του ποσού των £5.000,00, το οποίο επιδικάστηκε υπό τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων.  Σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έγινε εισήγηση ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου σ’ αυτή την πτυχή της υπόθεσης (παραδειγματικών αποζημιώσεων) υπήρξε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εσφαλμένη.

Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι το ποσό όχι μόνο δεν είναι υπερβολικό αλλά είναι ανεπαρκές για την αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσαν τα δημοσιεύματα.  Η ανεπάρκειά του καταδεικνύεται και από την έλλειψη οποιασδήποτε μεταμέλειας των εφεσειόντων, οι οποίοι εισηγήθηκαν, μέσω του δικηγόρου τους, αγορεύοντας ενώπιόν μας, ότι τα γραφέντα εις βάρος του εφεσίβλητου ήταν και λίγα.

Στην απουσία προσβολής της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου ως προς τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις, δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης στο καθορισθέν ποσό ή εξέτασης ισχυρισμών περί της ανεπάρκειας του ποσού των αποζημιώσεων.  Με τη διαπίστωση αυτή, τελειώνει και η απόφασή μας. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθησαν στον Εφεσίβλητο £30.000 για δυσφήμιση καθώς και πρόσθετο ποσό £5.000 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις.  Η από[*1894]φαση εκδόθηκε εναντίον των Εφεσειόντων-Εναγομένων 1 και 3.  Η αγωγή είχε αποσυρθεί εναντίον των Εναγομένων 2.

Η δυσφήμιση αφορούσε δώδεκα άρθρα του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 3 κ. Kωνσταντινίδη στην εφημερίδα “Αλήθεια”, της οποίας ήταν αρχισυντάκτης και η οποία εκδίδετο από την Εφεσείουσα-Εναγόμενη 1 Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ.  Τα άρθρα εμφανίσθησαν σε οκτώ εκδόσεις της εφημερίδας, επτά από αυτές από τις 15 μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1993 και η άλλη αρκετά προγενέστερα στις 12.1.1992.  Ο Εφεσίβλητος κ. Αλωνεύτης ήταν τότε Υπουργός Άμυνας, τα δε άρθρα του Ιανουαρίου 1993 αναφέροντο στην προμήθεια όπλων και πυρομαχικών στην Εθνική Φρουρά.  Το άρθρο του Ιανουαρίου 1992 αναφέρετο σε βομβιστική επίθεση εναντίον του κ. Kωνσταντινίδη. Συγκεκριμένα, όπως αυτό παρατίθεται στην έκθεση απαίτησης, διατύπωνε απορία για τη σπουδή του κ. Αλωνεύτη να τηλεφωνήσει στον κ. Kωνσταντινίδη και να του τονίσει να δώσει στοιχεία στις αρχές και διερωτάτο γιατί ο κ. Αλωνεύτης “δεν τηλεφώνησε στους βομβιστές να τονίσει σ΄αυτούς ότι πρέπει να δώσουν κάθε στοιχείο, διότι αυτοί όλο και κάποιο στοιχείο θάχουν”.  Τα άλλα άρθρα του Ιανουαρίου 1993 είχαν κοινό θέμα τις οπλικές αγορές για την άμυνα.  Σε αυτά εγίνετο αναφορά σε αγορές όπλων μέσω της εταιρείας Sofma σε υπερβολικές τιμές, μέρος των οποίων συνιστούσε ανεπίτρεπτες προμήθειες, και ότι ο κ. Αλωνευτης ευνοούσε ανεπίτρεπτα τις αγορές μέσω της Sofma και είχε σχέσεις με τους προμηθευτές, εμφανιζόμενος μαζί τους σε καζίνα, διασκεδάσεις, δεξιώσεις και κρουαζιέρες.

Οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν ουσιαστικά το όντως δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο των δημοσιευμάτων, γεγονός που απεδέχθησαν και κατά την ακρόαση.  Απεναντίας, στην υπεράσπιση τους έθεσαν ευθέως τη θέση ότι έγιναν αγορές οπλισμού σε υπερβολικές τιμές, τις οποίες επωφελήθησαν αθέμιτα η εταιρεία Sofma, άλλες εταιρείες που προμήθευσαν τα όπλα μέσω αυτής και ο συνεργάτης της Sofma κ. Μάξιμος Μιχαηλίδης, και ότι μάλιστα υπήρχε συνομωσία μεταξύ αυτών, στην οποία συμμετείχε και ο κ. Αλωνεύτης και ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας κ. Σιακαλλής, με σκοπό την πώληση προς την Κύπρο οπλικών συστημάτων και άλλου σχετικού υλικού σε ληστρικές τιμές.  Ο κ. Αλωνεύτης, ελέγετο, έτυχε διαφόρων ανεπίτρεπτων ωφελημάτων, όπως δωρεάν φιλοξενία σε καζίνα από τον κ. Μιχαηλίδη, φιλοξενία σε κρουαζιέρες στο κότερο του κ. Μιχαηλίδη, φιλοξενία σε πολυτελή ξενοδοχεία, εστιατόρια και διασκεδάσεις, και δωρεάν ταξίδια στο εξωτερικό. Ουσιαστικά οι Εφεσείοντες επικαλέσθησαν την αλήθεια των δημοσιευμάτων.  Και παράλληλα επικαλέσθησαν την υπεράσπιση του δι[*1895]καίου σχολιασμού επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος. Στην παράγραφο 4 της υπεράσπισης επικαλέσθησαν επίσης την υπεράσπιση ότι:

“... προέβησαν στη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων μέσα στα πλαίσια της άσκησης του συνταγματικού και/ή άλλου δικαιώματος τους της ελεύθερης έκφρασης και/ή διακίνησης ιδεών και/ή πληροφοριών μέσω του τύπου”.

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, αποδεχόμενος τη μαρτυρία για τον Εφεσίβλητο ως αξιόπιστη και απορρίπτοντας τη μαρτυρία για τους Εφεσείοντες ως αναξιόπιστη, απέρριψε την υπεράσπιση της αλήθειας και ακόλουθα και αυτή του δικαίου σχολιασμού καθ΄όσον, όπως προέκυπτε, τα βασικά γεγονότα επί των οποίων εβασίζετο ο σχολιασμός δεν απεδείχθησαν ως αληθή.

Η έφεση προσβάλλει σε μεγάλη έκταση την αξιολόγηση της μαρτυρίας από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο όπως και σειρά ενδιάμεσων αποφάσεων του με τις οποίες αποκλείσθηκε η παρουσίαση μαρτυρίας και η έκδοση Παράκλησης προς τις Γαλλικές αρχές για λήψη μαρτυρίας.  Προσβάλλει όμως πρωτίστως και την καθοδήγηση του ευπαίδευτου Προέδρου επί των νομικών αρχών που διέπουν τις προβληθείσες υπερασπίσεις. Συγκεκριμένα, διατυπώνεται η θέση ότι η υπεράσπιση των Εφεσειόντων δεν περιορίζετο στην επίκληση της αλήθειας και του δικαίου σχολιασμού επί θέματος δημοσίου συμφέροντος αλλά επεκτείνετο και στην επίκληση του προνομίου υπό αίρεση σε συνάρτηση με τη συνταγματική κατοχύρωση της ελεύθερης έκφρασης. Ως προς τούτο, όπως εισηγείται ο κ. Πουργουρίδης, δεν είναι αναγκαία η απόδειξη της αλήθειας του υποβάθρου των δημοσιευμάτων παρά μόνο η απουσία κακοπιστίας ή αδιαφορίας για την αλήθεια τους.  Παραπέμποντας στις αντίστοιχες νομολογιακές εξελίξεις στην Αγγλία και σε άλλες χώρες του κοινοδικαίου, ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση συνιστά μέρος και του Κυπριακού δικαίου, ιδιαίτερα εν όψει της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της εν γένει εκφράσεως.

Ο Εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν ασχολήθηκε με την υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση.  Λέγει όμως ότι η υπεράσπιση αυτή δεν ηγέρθη στα δικόγραφα, όπου οι μόνες αναφερόμενες υπερασπίσεις ήσαν  εκείνες της αλήθειας και του δικαίου σχολιασμού, αλλά ούτε και προωθήθηκε κατά την ακρόαση.  Εξ άλλου, εισηγείται ο κ. Παπαευσταθίου, η συνταγματική [*1896]ελευθερία του λόγου ρητά υπόκειται στους περιορισμούς που προνοούνται για την προστασία της υπόληψης άλλων, εις δε την Κύπρο δεν είναι δυνατή η αναγνώριση βάσει του κοινοδικαίου προνομίου υπό αίρεση πέραν των καθοριζομένων στο άρθρο 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφάλαιο 148, δεδομένης της συγκεκριμένης αυτής νομοθετικής ρύθμισης του πράγματος.  Εν πάση περιπτώσει, λέγει ο κ. Παπαευσταθίου, επί των διακριβωθέντων γεγονότων δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση υπό τους όρους που εισηγούνται οι Εφεσείοντες.

Ότι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος δεν ασχολήθηκε με το εγειρόμενο θέμα είναι γεγονός. Η ουσία της απόφασης του επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ως προς τη νομική πτυχή της υπόθεσης, παρέθεσε τις γενικές αρχές που διέπουν την υπεράσπιση της αλήθειας και εκείνη του δικαίου σχολιασμού, τα στοιχεία του οποίου και ανέλυσε, επισημαίνοντας ότι η αλήθεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζεται ο σχολιασμός είναι προϋπόθεση της επιτυχίας της υπεράσπισης αυτής.

Το εγειρόμενο θέμα διατυπώθηκε στα δικόγραφα.  Συναρτήθηκε ευθέως προς το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, περιλαμβανομένης της ελευθερίας της γνώμης και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος, με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι επρόκειτο περί του τύπου.  Είναι έτσι που τίθεται και ενώπιον μας, ως αναφερόμενο σε προνόμιο υπό αίρεση συναρτώμενο προς το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και δη προκειμένου περί αναφοράς του τύπου στη συμπεριφορά πολιτικών προσώπων.  Δεν υπάρχει δικογραφικό κώλυμα στην εξέταση του θέματος.

Η βασική θέση του κ. Παπαευσταθίου είναι ότι η διεκδικούμενη υπεράσπιση δεν μπορεί να υφίσταται στην Κύπρο εφ΄όσον δεν περιλαμβάνεται στις υπερασπίσεις στη δυσφήμιση που προνοούνται στα άρθρα 19, 20 και 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Συγκεκριμένα, η αναφορά είναι στο τι συνιστά την υπεράσπιση της υπό αίρεση προνομιούχας δημοσίευσης στο άρθρο 21  το οποίο προνοεί:

“21.-(1)  Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος είναι προνομιούχα, υπό την επιφύλαξη ότι έγινε καλή τη πίστει, στις ακόλουθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α)   αν η σχέση μεταξύ του προσώπου από το οποίο και του προ[*1897]σώπου προς το οποίο έγινε η δημοσίευση είναι τέτοια ώστε το πρόσωπο που δημοσίευσε να τελεί υπό νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσει αυτό προς το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση και ο τελευταίος έχει αντίστοιχο συμφέρον στη λήψη του δημοσιεύματος ή το πρόσωπο που δημοσίευσε έχει έννομο προσωπικό συμφέρον που χρειάζεται προστασία, και το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση τελεί υπό αντίστοιχο νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον να προστατεύσει το εν λόγω συμφέρον:

     Νοείται ότι η δημοσίευση δεν υπερβαίνει είτε κατ΄έκταση είτε κατ ουσία το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β)   αν το δημοσίευμα είναι μομφή η οποία προσάπτεται από κάποιο κατά της συμπεριφοράς άλλου, ως προς οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με το οποίο ο πρώτος έχει εξουσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί του άλλου, ή ως προς το χαρακτήρα του άλλου στο μέτρο που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά αυτή·

(γ)   αν το δημοσίευμα είναι καταγγελία ή κατηγορία από πρόσωπο εναντίον άλλου προσώπου σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτού σε οποιοδήποτε θέμα, ή σε σχέση με το χαρακτήρα αυτού στο μέτρο που εκδηλώνεται στη συμπεριφορά αυτή, η οποία έγινε σε πρόσωπο που έχει εξουσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί του άλλου αυτού προσώπου σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα, ή η οποία έγινε σε πρόσωπο που έχει με νόμο εξουσία να διερευνά τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα ή να δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφορά αυτή ή θέμα·

(δ)   αν το δημοσίευμα δημοσιεύεται για την προστασία των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του προσώπου που το δημοσιεύει, ή του προσώπου προς το οποίο γινόταν η δημοσίευση, ή κάποιου τρίτου για τον οποίο ενδιαφέρεται το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η δημοσίευση·

(ε) αν το δημοσίευμα είναι ακριβοδίκαιη και ακριβής αναφορά αυτών που έχουν λεχθεί, πραχθεί ή δημοσιευτεί σε οποιοδήποτε νομοθετικό σώμα το οποίο δυνατό να ιδρυθεί στο μέλλον.

(2) Η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1), του άρθρου αυτού, αν καταδειχθεί ότι-

[*1898](α)  Το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές· ή

(β)   το δημοσίευμα ήταν αναληθές, και αυτός προέβηκε στη δημοσίευση χωρίς να καταβάλει εύλογη φροντίδα για την εξακρίβωση του αληθούς ή του αναληθούς αυτού· ή

(γ)   προβαίνοντας στη δημοσίευση, ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή κατά τρόπο σημαντικά διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος σε σχέση με το οποίο αξιώνει προνόμιο.

(3)  Σε αγωγή που εγείρεται σε σχέση με δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος, αν η δημοσίευση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί προνομιούχα βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1), και εγερθεί η υπεράσπιση του προνομίου, το βάρος της απόδειξης ότι η δημοσίευση αυτή δεν έγινε καλή τη πίστει φέρει ο ενάγοντας.”

Το άρθρο 21(1)(α) όχι μόνο δεν αποκλείει την υπεράσπιση που επικαλούνται οι Εφεσείοντες αλλά και την περιλαμβάνει στην ευρύτητα του.  Το άρθρο 21(1)(α) δεν είναι περιοριστικό συγκεκριμένης σχέσης ή συγκεκριμένου νομικού, ηθικού ή κοινωνικού καθήκοντος και αντίστοιχου συμφέροντος, όποια και να ήταν η εμβέλεια της αντίστοιχης υπεράσπισης στο αγγλικό κοινοδίκαιο κατά το χρόνο της θέσπισης του (σε συνάρτηση και με το Defamation Act 1952).  Το άρθρο 21(1)(α) στην πραγματικότητα δεν θέτει παρά μόνο ένα ευρύτατο πλαίσιο στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί, νομολογιακά, η προνοούμενη υπεράσπιση, αφού η σχέση προς την οποία συναρτάται καλύπτει γενικά νομικό, ηθικό ή κοινωνικό καθήκον του δημοσιεύοντος να δημοσιεύσει το δημοσίευμα και αντίστοιχο συμφέρον του προσώπου στο οποίο γίνεται η δημοσίευση να πάρει το δημοσίευμα.  Αυτές είναι οι ευρύτατες παράμετροι του άρθρου 21(1)(α) και δεν συντρέχει λόγος να ιδωθούν πιο περιοριστικά από ότι οι ρητοί όροι του καθορίζουν.  Εξ άλλου, και το ίδιο το κοινοδίκαιο, όπως προκύπτει στη συνέχεια, δεν είδε ποτέ την υπεράσπιση του υπό αίρεση προνομίου ως περιοριζόμενη σε ειδικά καθοριζόμενες σχέσεις.  Όπως ελέχθη από τον Erle, C.J., στην υπόθεση Whiteley v. Adams [1863] 15CBNS 392 at 418:

“... the circumstances that constitute a privileged occasion can themselves never be catalogued and rendered exact.”

[*1899]

Και ευρύτερα ως προς το προνόμιο, ο Lord Uthwatt, για το Privy Council στην υπόθεση Perera v. Peiris [1949] AC 1, PC, αναφέρθηκε (σελ. 20):

“... to the wide general principle which underlies the defence of privilege in all its aspects rather than to debate the question whether the case falls within same specific category. The wide general principle was stated by their Lordships in Macintosh v. Dum [1908] AC 390 to be the “common convenience and welfare of society” or “the general interest of society”...”

Το άρθρο 21(1)(α) είναι έτσι διατυπωμένο στο διαχρονικό πνεύμα του κοινοδικαίου το οποίο θεωρεί τις ειδικές περιπτώσεις ως εμπίπτουσες στα πλαίσια των γενικών του αρχών, την εξέλιξη των οποίων και δεν αυτοπεριορίζει στατικά αλλά αφήνει στη διαχρονική προσαρμογή ανάλογα με τις ολοένα διαμορφούμενες κοινωνικές συνθήκες.  Εκεί έγκειται και το μεγαλείο αλλά και η πρακτική αξία του, που το αναδεικνύουν σε διαρκώς εν δυνάμει δίκαιο του ανθρώπου ως επίκεντρου του δικαίου και της πολιτιστικής λειτουργίας σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Η αντίκρυση αυτή συνάδει και με τις ευρύτερες παραμέτρους του πράγματος.  Το Κεφάλαιο 148 θεσπίσθηκε πριν από την εφαρμογή του Συντάγματος.  Η εξακολούθηση του σε ισχύ μετά από την εφαρμογή του Συντάγματος είναι, σύμφωνα με το Άρθρο 188, υπό τον όρο ότι “θα ερμηνεύηται και θα εφαρμόζηται προσαρμοζόμενος, καθ΄ο μέτρο είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα”.  Το Άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου ως ανωτέρω, καθιστώντας το έτσι θεμελιώδες δικαίωμα με όλες τις διαστάσεις που αυτό επάγεται.  Αντίστοιχη κατοχύρωση γίνεται βέβαια και στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Το Άρθρο 19.3 προνοεί ότι η ενάσκηση του δικαιώματος “δύναται να υποβληθεί εις διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινάς προδιαγεγραμμένους υπό του νόμου και αναγκαίους μόνον ..... προς προστασίαν της υπολήψεως ..... άλλων”.  Η υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση εκφράζει ουσιαστικά την ισορροπία που επιδιώκεται στο Άρθρο 19 μεταξύ αφ΄ενός του πάντοτε θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και αφ΄ετέρου της ανάγκης προστασίας της υπολήψεως.  Η ισορροπία αυτή εκφράζεται στο άρθρο 21(1)(α) στην επιφύλαξη ότι η δημοσίευση είναι προνομιούχα μόνον εφ΄όσον έγινε καλή τη πίστη και στην περαιτέρω πρόνοια ότι η δημοσίευση δεν υπερβαίνει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ ουσία το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

[*1900]

Ήδη από ετών στις χώρες του κοινοδικαίου έγινε αντιληπτή η σημασία της ιδιαίτερης εφαρμογής του προνομίου υπό αίρεση στην περίπτωση αναφοράς, μέσω του τύπου, σε δημόσια πρόσωπα. Στις ΗΠΑ στην υπόθεση New York Times Co v. Sullivan [1964] 376 U.S. 254 US SC, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, συνιστά το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να διαμορφώνεται η πολιτειακή νομοθεσία για τη δυσφήμιση και ότι η νομοθεσία της Alabama, που προνοούσε ως υπερασπίσεις μόνο εκείνες της αλήθειας και του δικαίου σχολιασμού, ήταν ακόλουθα ανεπαρκής ως προς την προστασία που πρέπει να δίδεται στο δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του τύπου στην περίπτωση αναφοράς σε δημόσιο πρόσωπο ως προς τις ενέργειες του υπό εκείνη την ιδιότητα.  Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε, με αναφορά στη νομολογία, τη θεμελιώδη συνταγματική όσο και κοινωνική διάσταση της ελευθερίας του λόγου, επισημαίνοντας ότι, όπως κάθε πτυχή του δικαίου, “libel can claim no talismanic immunity from constitutional limitations” (Brennan, J., δίδοντας την απόφαση έξι μελών, σ. 700).  Και έτσι, όπως το έθεσε στη σ. 701:

“Thus we consider this case against the background of a profound national commitment to the principle that debate on public issues should be uninhibited, robust, and wide-open, and that it may well include vehement, caustic, and sometimes unpleasantly sharp attacks on government and public officials.”

O Brennan, J., απευθύνθηκε ιδιαίτερα και στην  εκ των πραγμάτων αναγκαιότητα επέκτασης των υπερασπίσεων για δυσφήμιση πέραν των βασιζομένων στην απόδειξη της αλήθειας της δημοσίευσης.  Όπως είπε (σ. 706):

“A rule compelling the critic of official conduct to guarantee the truth of all his factual assertions - and to do so on pain of libel judgments virtually unlimited in amount - leads to a comparable “self-censorship”. Allowance of the defense of truth, with the burden of proving it on the defendant, does not mean that only false speech will be deterred.  Even courts accepting this defense as an adequate safeguard have recognized the difficulties of adducing legal proofs that the alleged libel was true in all its factual particulars.  See, e.g., Post Publishing Co. v. Hallam, 59 F 530, 540 (CA6th Cir 1893); see also Noel, Defamation of Public Officers and Candidates, 49 Col L Rev 875, 892 (1949).  Under such a rule would-be critics of official conduct may be deterred from [*1901]voicing their criticism, even though it is believed to be true and even though it is in fact true, because of doubt whether it can be proved in court or fear of the expense of having to do so.  They tend to make only statements which “steer far wider of the unlawful zone.”  Speiser v. Randall, supra, 357 US, at 526, 2 L ed 2d at 1473.  The rule thus dampens the vigor and limits the variety of public debate. It is inconsistent with the First and Fourteenth Amendments.

The constitutional guarantees require, we think, a federal rule that prohibits a public official from recovering damages for a defamatory falsehood relating to his official conduct unless he proves that the statement was made with “actual malice”  - that is, with knowledge that it was false or with reckless disregard of whether it was false or not.”

Ο κανόνας, όπως τον διατύπωσε, ισοδυναμεί με τη γενική αρχή του προνομίου υπό αίρεση ως προς το καλόπιστο της δημοσίευσης χωρίς να επεκτείνεται σε οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση (ας σημειωθεί ότι τα άλλα τρία μέλη του Δικαστηρίου υποστήριξαν την ύπαρξη απόλυτου και άνευ όρων προνομίου στην περίπτωση αναφοράς σε δημόσιο πρόσωπο ως προς τις ενέργειες του υπό εκείνη την ιδιότητα).

Ακολούθησε η απόφαση του High Court of Australia στην υπόθεση Theophanous v. The Herald & Weekly Times Ltd (1994) 182 C.L.R. 104, Aust HC, η οποία, έστω και με ισχνή πλειοψηφία, άνοιξε το δρόμο για την καθιέρωση της υπεράσπισης, εξυπακουομένης στο Σύνταγμα,  του υπό αίρεση προνομίου προκειμένου περί δυσφημιστικών δημοσιεύσεων που αφορούν την κυβέρνηση και τους βουλευτές, με κριτήριο το κατά πόσο ο δημοσιεύον γνώριζε ή ήταν αδιάφορος για το ψευδές της δημοσίευσης και το κατά πόσο η δημοσίευση ήταν λογική υπό τις περιστάσεις. Η υπόθεση Theofanous ανασκοπήθηκε από το High Court of Australia στην υπόθεση Lange v. Australian Broadcasting Corporation [1997] 145 ALR 96, Aust HC, η οποία αφορούσε αγωγή για δυσφήμηση πρώην πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας.  Διευκρινίσθηκε, ως προς τη Theophanous και την ακολουθήσασα απόφαση στην υπόθεση Stephens v. West Australian Newspapers Ltd [1994] 182 C.L.R. 104, ότι, αν και η εν λόγω υπεράσπιση δεν εμπεριέχεται στο Σύνταγμα, εν τούτοις “the common law rules of defamation must conform to the requirements of the Constitution.” (σ. 103), εις τρόπον ώστε η προνοούμενη στο Σύνταγμα αρχή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης να προστατεύει την ελευθερία επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών επί θεμάτων διακυβέρνησης.  Όπως παρατήρησε [*1902]το Δικαστήριο (σ. 109):

“A person who is defamed must find a legal remedy against those responsible for publishing defamatory matter either in the common law or in a statute which confers a right of action.  The right to a remedy cannot be admitted, however, if its exercise would infringe upon the freedom to discuss government and political matters which the Constitution impliedly requires.”

Και στη σ. 111, επισημαίνοντας και τα πλαίσια του προνομίου υπό αίρεση:

“The factors which affect the development of the common law equally affect the scope of the freedom which is constitutionally required. “[T]he common convenience and welfare of society” is the criterion of the protection given to communications by the common law of qualified privilege.  Similarly, the content of the freedom to discuss government and political matters must be ascertained according to what is for the common convenience and welfare of society. That requires an examination of changing circumstances and the need to strike a balance in those circumstances between absolute freedom of discussion of government and politics and the reasonable protection of the persons who may be involved, directly or incidentally, in the activities of government or politics.

Of necessity, the common law must conform with the Constitution.  The development of the common law in Australia cannot run counter to constitutional imperatives.  The common law and the requirements of the Constitution cannot be at odds.  The common law of libel and slander could not be developed inconsistently with the Constitution, for the common law’s protection of personal reputation must admit as an exception that qualified freedom to discuss government and politics which is required by the Constitution.”

Αυτό επετεύχθη με τη διεύρυνση της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση στο κοινοδίκαιο, όπως είχε ενσωματωθεί σε νόμο (όπως και στην Κύπρο), ερμηνεύοντας τη γενική προϋπόθεση της αμοιβαιότητας του συμφέροντος έτσι ώστε να περιλαμβάνει επικοινωνία με το κοινό γενικά (σελίδες 114-115):

“The basis of this common law rule is that reciprocity of interest or duty is essential to a claim of qualified privilege at [*1903]common law. Only in exceptional cases has the common law recognised an interest or duty to publish defamatory matter to the general public.  However, the common law doctrine as expounded in Australia must now be seen as imposing an unreasonable restraint on that freedom of communication, especially communication concerning government and political matters, which “the common convenience and welfare of society” now requires. Equally, the system of government prescribed by the Constitution would be impaired if a wider freedom for members of the public to give and to receive information concerning government and political matters were not recognised. The “varying conditions of society” of which Cockburn CJ spoke in Wason v. Walter [1968] LR 4 QB 73 at 93 now evoke a broadening of the common law rules of qualified privilege. As McHugh J pointed out in Stephens [1994] 182 C.L.R. 211 at 264; 124 ALR 80 at 114, that has come about in a number of ways:

In the last decade of the twentieth century, the quality of life and the freedom of the ordinary individual in Australia are highly dependent on the exercise of functions and powers vested in public representatives and officials by a vast legal and bureaucratic apparatus funded by public moneys. How, when, why and where those functions are powers are or are not exercised are matters that are of real and legitimate interest to every member of the community. Information concerning the exercise of those functions and powers is of vital concern to the community. So is the performance of the public representatives and officials who are invested with them.  It follows in my opinion that the general public has a legitimate interest in receiving information concerning matters relevant to the exercise of public functions and powers vested in public representatives and officials. Moreover, a narrow view should not be taken of the matters about which the general public has an interest in receiving information. With the increasing integration of the social, economic and political life of Australia, it is difficult to contend that the exercise or failure to exercise public functions or powers at any particular level of government or administration, or in any part of the country, is not of relevant interest to the public of Australia generally.

Because the Constitution requires “the people” to be able to communicate with each other with respect to matters that could affect their choice in federal elections or constitutional referenda or that could throw light on the performance of ministers of State [*1904]and the conduct of the executive branch of government, the common law rules concerning privileged communications, as understood before the decision in Theophanous, had reached the point where they failed to meet that requirement.  However, the common law of defamation can and ought to be developed to take into account the varied conditions to which McHugh J referred.  The common law rules of qualified privilege will then properly reflect the requirements of ss 7, 24, 64, 128 and related sections of the Constitution.

Accordingly, this court should now declare that each member of the Australian community has an interest in disseminating and receiving information, opinions and arguments concerning government and political matters that affect the people of Australia.  The duty to disseminate such information is simply the correlative of the interest in receiving it. The common convenience and welfare of Australian society are advanced by discussion - the giving and receiving of information - about government and political matters.  The interest that each member of the Australian community has in such a discussion extends the categories of qualified privilege.  Consequently, those categories now must be recognised as protecting a communication made to the public on a government or political matter.”

Η προϋπόθεση για την παραχώρηση του προνομίου δεν ήταν πλέον μόνο το καλόπιστο της δημοσίευσης αλλά και το εύλογο της, ως το κριτήριο που αναφέρετο στο νόμο (άρθρο 22 του Defamation Act 1974 του New South Wales)  Όπως ελέχθη στις σελίδες 117-118:

“Having regard to the interest that the members of the Australian community have in receiving information on government and political matters that affect them, the reputations of those defamed by widespread publications will be adequately protected by requiring the publisher to prove reasonableness of conduct. The protection of those reputations will be further enhanced by the requirement that the defence will be defeated if the person defamed proves that the publication was actuated by common law malice to the extent that the elements of malice are not covered under the rubric of reasonableness.  In the context of the extended defence of qualified privilege in its application to communications with respect to political matters, “actuated by malice” is to be understood as signifying a publication made not for the purpose of communicating government or political information or ideas, but for some improper purpose.”

[*1905]

Αλλά σύντομα και στη Νέα Ζηλανδία αποφασίσθηκε ότι η υπεράσπιση του υπό αίρεση προνομίου επεκτείνετο στην περίπτωση δυσφημιστικών δημοσιεύσεων στον τύπο απευθυνομένων στο γενικό κοινό και αφορουσών πολιτικά πρόσωπα υπό την ιδιότητα τους εκείνη.  Η υπόθεση αφορούσε και πάλι τον πρώην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας - Lange v. Atkinson [1998] 3 NZLR 424 NZ CA.  Το Court of Appeal ανασκόπησε σε έκταση τη φύση και την εξέλιξη της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση στην Κοινοπολιτεία και στις ΗΠΑ, περιλαμβανομένης της προαναφερθείσας νομολογίας, με έμφαση στο στοιχείο της αμοιβαιότητας συμφέροντος, το οποίο, όπως τονίσθηκε, δεν μπορεί να ερμηνεύεται περιοριστικά (σ. 441):

“The need to avoid any strict concept of reciprocity in this area of law is supported not only by the broad principle which underpins qualified privilege and the broad tests of “social morality”, “public utility” or “the common convenience and welfare of society”. It is supported as well by the infinitely various combinations of circumstances to which the privilege might apply and by the absence in many of them of the particular bilateral relationship which is to be found for instance when a confidential reference on a former employee is being given by a past employer to a possible future one. That absence of any strict concept appears as well from the use from the outset of the word “interest” to indicate the relationship as well as the word “duty” and even in respect of the latter the consistent reiteration of the fact that the duty may be moral or social rather than legal.”

Η συγκριτική εμπειρία εξετάσθηκε και υπό το πρίσμα του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της σχετικής Ευρωπαϊκής νομολογίας όπως και του αντίστοιχου άρθρου 14 του New Zealand Bill of Rights Act 1990, αλλά και ευρύτερα της κοινωνικής φιλοσοφίας του ελεύθερου λόγου.  Το Court of Appeal  κατάληξε ως εξής (σ. 468):

“(1) The defence of qualified privilege may be available in respect of a statement which is published generally.

 (2) The nature of New Zealand’s democracy means that the wider public may have a proper interest in respect of generally-published statements which directly concern the functioning of representative and responsible government, including statements about the performance or possible future performance of specific individuals in elected public [*1906]office.

 (3) In particular, a proper interest does exist in respect of statements made about the actions and qualities of those currently or formerly elected to Parliament and those with immediate aspirations to such office, so far as those actions and qualities directly affect or affected their capacity (including their personal ability and willingness) to meet their public responsibilities.

 (4) The determination of the matters which bear on that capacity will depend on a consideration of what is properly a matter of public concern rather than of private concern.

 (5) The width of the identified public concern justifies the extent of the publication.”

Η μόνη προϋπόθεση δε για την επιτυχία της υπεράσπισης θεωρήθηκε ότι είναι το καλόπιστο της δημοσίευσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 19 του Defamation Act 1992 της Νέας Ζηλανδίας, και όχι η επίδειξη προσοχής ως προς την αλήθεια της δημοσίευσης.

Τούτα επαναβεβαιώθησαν από το Court of Appeal κατά την επανεξέταση της υπόθεσης - Lange v. Atkinson [2000] 3 NZLR 385, NZ CA) όταν η πιο πάνω απόφαση παραμερίσθηκε από το Privy Council ([2000] 1 NZLR 257) και διετάχθη επανεκδίκαση από το Court of Appeal, λαμβανομένης υπ΄όψη και της μεσολαβήσασας απόφασης του House of Lords στην υπόθεση Reynolds v. Times Newspapers Ltd [1999] 4 All E.R. 609, προσθέτοντας μόνο στα πιο πάνω πέντε σημεία και ένα έκτο, ότι (σ. 400):

“(6) To attract privilege the statement must be published on a qualifying occasion.”

δηλαδή το στοιχείο της αμοιβαιότητας συμφέροντος που εμπεριέχεται στην υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση.  Παρατηρώντας ότι η κοινή εμπειρία των χωρών του κοινοδικαίου διέπεται από την αναγνώριση της ίδιας αρχής, “the critical importance accorded to freedom of speech in respect of political matters”, όπως και των ισορροπιών που επιδιώκονται για την παράλληλη προστασία της υπόληψης, το Court of Appeal υπέδειξε ότι η συγκεκριμένη λύση που υιοθετείται σε κάθε χώρα είναι συνάρτηση της δικαστικής αντίληψης των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών της χώρας, με κοινό όμως παρονομαστή ότι (σ. 390):

[*1907]

“Each country has recognised a new occasion or the potential for a new occasion of qualified privilege for communications made in the course of political discussion.”

Από την άποψη αυτή το Court of Appeal θεώρησε ιδιαίτερα σημαντικό το ότι στη Νέα Ζηλανδία το πράγμα έχει τη θεμελιώδη διάσταση που αποδίδεται στην ελευθερία του λόγου με το New Zealand Bill of Rights Act 1990 (το αντίστοιχο United Kingdom Bill of Rights Act 1998 δεν θα ετίθετο σε εφαρμογή παρά μόνο τον Οκτώβριο 2000), καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες της Νέας Ζηλανδίας.  Έκρινε έτσι ότι, σε αναφορά με την υπόθεση Reynolds (σ. 399):

“We are not persuaded that in the New Zealand situation matters such as the steps taken to verify the information, the seeking of comment from the person defamed, and the status or source of the information, should fall within the ambit of the inquiry into whether the occasion is privileged.  Traditionally such matters are not of concern to that question in the kind of setting presently under discussion.  In particular, source and status may be relevant, but only in the area of reports of meetings and suchlike.  For the reasons expressed in our earlier judgment, we do not consider it necessary, nor would it be in accord with principle, to import into this inquiry, for the limited purposes of the specific subject-matter now under discussion but no otherwise, a specific requirement of reasonableness.”

Όμως, όπως υπεδείχθη, η επίδειξη αδιαφορίας ή ανευθυνότητας του δημοσιεύοντος για διαπίστωση της αλήθειας της δημοσίευσης είναι σχετική ως προς την απόδειξη κακοπιστίας, ανάλογα με την περίπτωση, αφού “qualified privilege is not a licence to be irresponsible”.

Ανάλογες είναι οι εξελίξεις και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας (Ινδία -Rajagopal v. State of Tamil Nadu AIR 1995 SC 264, Πακιστάν - Majid Nazami v. Muhammad Rashid PLD 1996 Lahore 410, Νότιος Αφρική - National Media Ltd v. Bogoshi  1998 (4) SA 1196).

Στην ίδια την Αγγλία, το ορόσημο είναι βέβαια η υπόθεση Reynolds, ανωτέρω, στην οποία το House of Lords ανασκόπησε εις βάθος το όλο θέμα και τη νομολογία, τοποθετώντας το μεν στα υφιστάμενα γενικά πλαίσια του προνομίου υπό αίρεση αλλά με ιδιαίτερη αναφορά στα διέποντα δημοσιεύσεις στον τύπο αφορώσες [*1908]“πολιτική πληροφόρηση”.  Ο Lord Nicholls αναφέρθηκε ευθέως στην αναγνώριση από το κοινοδίκαιο, με την παροχή υπερασπίσεων, του λεγόμενου “chilling” effect που έχει η αυστηρή εφαρμογή του δικαίου της δυσφήμισης στην ελευθερία του λόγου.  Είπε στη σ. 614:

“At times people must be able to speak and write freely, uninhibited by the prospect of being sued for damages should they be mistaken or misinformed. In the wider public interest, protection of reputation must then give way to a higher priority.”

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση τοποθετείται στα πλαίσια αυτά, προκύπτουσα από το τι χαρακτηρίσθηκε από τον Parke, B, στην υπόθεση Toogood v. Spyring [1834] 1 Cr M & R 181 at 193, [1824-1834] All ER 735 at 738 ως “the common convenience and welfare of society”. Η γενικότητα της αρχής αυτής καταδεικνύει, όπως παρατήρησε στη σ. 616, ότι:

“Over the years the courts have held that many common form situations are privileged. ..... The Courts have always emphasised that the categories established by the authorities are not exhaustive.  The list is not closed.  The established categories are no more than applications, in particular circumstances, of the underlying principle of public policy.  The underlying principle is conventionally stated in words to the effect that there must exist between the maker of the statement and the recipient some duty or interest in the making of the communication.  Lord Atkinson’s dictum, in Adam v. Ward [1917] AC 309 at 334, [1916-17] All ER Rep 157 at 170, is much quoted:

“... a privileged occasion is ... an occasion where the person who makes a communication has an interest or a duty, legal, social, or moral, to make it to the person to whom it is made, and the person to whom it is so made has a corresponding interest or duty to receive it.  This reciprocity is essential.””

Είναι πάντοτε το δημόσιο συμφέρον που καθορίζει κατά πόσο η σχέση και η περίπτωση πρέπει να είναι προνομιούχα, λαμβάνοντας υπ΄όψη το σύνολο των περιστάσεων:

“And circumstances must be viewed with today’s eyes.  The circumstances in which the public interest requires a communication to be protected in the absence of malice depend upon current social conditions.  The requirements at the close of the twentieth century may not be the same as those [*1909]of earlier centuries or earlier decades of this century.” (σ. 617)

Αναφερθείς στη νομολογία και στην προσέγγιση των χωρών του κοινοδικαίου (ανωτέρω) αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο Lord Nicholls θεώρησε ότι δεν υπήρχε θέμα αναγνώρισης μιας ξεχωριστής κατηγορίας προνομίου υπό αίρεση, εκείνης της πολιτικής πληροφόρησης.  Με αφετηρία την ελευθερία του λόγου ως απαραίτητη πτυχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπως περιφρουρείται και στο Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, με δεδομένο το ρόλο του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης γενικά ως παρεχόντων στο ευρύ κοινό πολιτική πληροφόρηση και διερευνητική δημοσιογραφία, και με σταθερή την ανάγκη προστασίας της υπόληψης, η γενική προσέγγιση του κοινοδικαίου έχει εφαρμογή σε κάθε περίπτωση (σ. 623):

“As highlighted by the Court of Appeal judgment in the present case, the common law solution is for the court to have regard to all the circumstances when deciding whether the publication of particular material was privileged because of its value to the public. Its value to the public depends upon its quality as well as its subject matter. This solution has the merit of elasticity.  As observed by the Court of Appeal, this principle can be applied appropriately to the particular circumstances of individual cases in their infinite variety. It can be applied appropriately to all information published by a newspaper, whatever its source or origin.”

Καταλήγοντας, διατύπωσε την ακόλουθη προσέγγιση στο θέμα (σελίδες 625-626):

“My conclusion is that the established common law approach to misstatements of fact remains essentially sound.  The common law should not develop ‘political information’ as a new ‘subject matter’ category of qualified privilege, whereby the publication of all such information would attract qualified privilege, whatever the circumstances. That would not provide adequate protection for reputation. Moreover, it would be unsound in principle to distinguish political discussion from discussion of other matters of serious public concern. The elasticity of the common law principle enables interference with freedom of speech to be confined to what is necessary in the circumstances of the case.  This elasticity enables the court to give appropriate weight, in today’s conditions, to the importance of freedom of expression by the media on all matters of public concern.

[*1910]Depending on the circumstances, the matters to be taken into account include the following. The comments are illustrative only. (1) The seriousness of the allegation. The more serious the charge, the more the public is misinformed and the individual harmed, if the allegation is not true. (2) The nature of the information, and the extent to which the subject matter is a matter of public concern.  (3)  The source of the information.  Some informants have no direct knowledge of the events. Some have their own axes to grind, or are being paid for their stories.  (4)  The steps taken to verify the information.  (5) The status of the information.  The allegation may have already been the subject of an investigation which commands respect.  (6)  The urgency of the matter.  News is often a perishable commodity. (7) Whether comment was sought from the plaintiff. He may have information others do not possess or have not disclosed.  An approach to the plaintiff will not always be necessary. (8) Whether the article contained the gist of the plaintiff’s side of the story.  (9) The tone of the article. A newspaper can raise queries or call for an investigation.  It need not adopt allegations as statements of fact.  (10) The circumstances of the publication, including the timing.

This list is not exhaustive.  The weight to be given to these and any other relevant factors will vary from case to case. Any disputes of primary fact will be a matter for the jury, if there is one.  The decision on whether, having regard to the admitted or proved facts, the publication was subject to qualified privilege is a matter for the judge.  This is the established practice and seems sound.  A balancing operation is better carried out by a judge in a reasoned judgment than by a jury.  Over time, a valuable corpus of case law will be built up.

In general, a newspaper’s unwillingness to disclose the identity of its sources should not weigh against it.  Further, it should always be remembered that journalists act without the benefit of the clear light of hindsight.  Matters which are obvious in retrospect may have been far from clear in the heat of the moment.  Above all, the court should have particular regard to the importance of freedom of expression.  The press discharges vital functions as a bloodhound as well as a watchdog.  The court should be slow to conclude that a publication was not in the public interest and, therefore, the public had no right to know, especially when the information is in the field of political discussion.  Any lingering doubts should be resolved in favour of publication.”

[*1911]Η προσέγγιση είναι ουσιαστικά η ίδια, με διαφορετική έμφαση, στους λόγους των άλλων μελών του House of Lords. Ο Lord Cooke, συμφωνώντας με το λόγο του Lord Nicholls, όπως συμφώνησε και ο Lord Hοbhouse, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα δεδομένα που δικαιολογούσαν την αντίκριση της “πολιτικής πληροφόρησης” στα γενικά πλαίσια του κοινοδικαίου - αν και με τις δικές της ιδιαιτερότητες - παρά ως ανεξάρτητης κατηγορίας προνομίου υπό αίρεση.  Αναγνώρισε όμως ότι (σ. 644):

“The categories of qualified privilege are not closed.”

Και θεώρησε ότι όλα εξαρτώνται από το σύνολο των περιστάσεων σε ότι αφορά την παραδοσιακή αρχή της αμοιβαιότητας καθήκοντος και συμφέροντος. Όπως παρατήρησε (σ. 645):

“Lord Nicholls has listed, non-exhaustively, matters to be taken into account. As the Court of Appeal suggested, this brings English law into a position probably not very different from that produced by the Australian reasonableness test, but perhaps rather more consonant with common law tradition.”

Ο Lord Hope, συμφωνώντας ότι η “πολιτική πληροφόρηση” δεν συνιστά ξεχωριστή κατηγορία αλλά ανάγεται στις γενικές αρχές, παρατήρησε (σ. 649) ότι:

“The application of these principles to particular facts and circumstances may show that there are some occasions of qualified privilege which can be regarded as falling into a recognisable group or category. Cases of that kind may be regarded as attracting what has been described as a generic common law qualified privilege.  All occasions falling within that group or category will be treated as occasions of qualified privilege, and proof of actual malice will always be required before the words used can be held to be defamatory.  This assists free speech and full and frank disclosure of the facts.  It removes the inhibiting, or ‘chilling’, effect which the law of defamation imposes on the discussion of matters of public interest. As a general rule it is beneficial and in the public interest that communication between parties with the necessary reciprocal duty and interest in the matter should not be inhibited.

But there is another general rule.  The circumstances in which the common law defence of qualified privilege will be applied have always been defined broadly.  In Perera v. Peiris [1949] AC [*1912]1 at 20 Lord Uthwatt, giving the judgment of the Privy Council, said that their Lordships preferred to relate their conclusions to the wider general principle which underlies the defence of privilege in all its aspects rather than to debate the question whether the case fell within some specific category. This approach recognises the fact that the question is ultimately one as to striking the right balance between competing interests.  In order to achieve this the primary concern of the law must be to maintain its flexibility.  The advantages of certainty, which is the product of recognising that cases falling within a certain class or category will always attract qualified privilege, must be measured against the disadvantages which tend to flow from rigidity.”

Ο Lord Hope, αν και διαφώνησε (όπως και ο Lord Steyn) με το αποτέλεσμα, τόνισε ότι (σ. 655), “... it is the occasion which attracts the qualified privilege.”,  αναγνωρίζοντας όμως ότι “To identify the occasion one must examine the nature of the material, the persons by whom and to whom it was published and in what circumstances.”  Εξ άλλου, όπως παρατήρησε, και το ερώτημα κατά πόσο η δημοσίευση ήταν κακόπιστη επίσης ανάγεται στο σύνολο των περιστάσεων.

O Lord Steyn, υποδεικνύοντας ιδιαίτερα ότι το κοινοδίκαιο, που συναρτάται προς τη θεμελιακή αρχή της ελευθερίας και τη συνταγματική αρχή της ελευθερίας του λόγου (Cassel & Co Ltd v. Broome [1972] 1 All ER 801), ταυτίζεται με το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, παράπεμψε και στη διάσταση του Human Rights Act 1998 που θα ετίθετο σε ισχύ στις 2.10.2000.  Όπως το έθεσε δε στη σ. 629, αναφερόμενος στο διαμοφωθέν “new landscape”:

“The starting point is now the right of freedom of expression, a right based on a constitutional or higher legal order foundation.”

Και είναι ως εξαίρεση σε αυτό, και όχι αντίστροφα, που πρέπει να αντικρίζεται η δυσφήμιση.

Κατά τα λοιπά, και ο Lord Steyn θεώρησε ότι δεν υπήρχε ανάγκη δημιουργίας ξεχωριστής κατηγορίας “πολιτικής πληροφόρησης” του προνομίου υπό αίρεση, θεωρώντας ότι το κριτήριο, που διέπει το κατά πόσο η δημοσίευση είναι προνομιούχα, δηλαδή η αμοιβαιότητα καθήκοντος και συμφέροντος ανάλογα με τις περιστάσεις και επί του συνόλου της μαρτυρίας, είναι επαρκές, έστω και αν είναι αβέβαιο.  Αναγνώρισε όμως ότι στην περίπτωση πολιτικών προσώπων η ίδια η ιδιότητα τους αυτή είναι παράγων που λαμβάνεται υπ όψη στον καθορισμό των πραγμάτων, παραπέμποντας στα λεχθέντα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [*1913]στην υπόθεση Lingens v. Austria [1986] 8 EHRR 407 at 419:

“... The limits of acceptable criticism are accordingly wider as regards a politician as such than as regards a private individual.  Unlike the latter, the former inevitably and knowingly lays himself open to close scrutiny of his every word and deed by both journalists and the public at large, and he must consequently display a greater degree of tolerance. No doubt Article 10(2) enables  the reputation of others - that is to say, of all individuals - to be protected, and this protection extends to politicians too, even when they are not acting in their private capacity; but in such cases the requirements of such protection have to be weighed in relation to the interests of open discussion of political issues.”

H συγκριτική εμπειρία των χωρών του κοινοδικαίου ενισχύει ποικιλοτρόπως την ερμηνεία του άρθρου 21(1)(α)  ώστε να καλύπτει την περίπτωση δυσφημιστικών δημοσιεύσεων στον τύπο, και ευρύτερα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που αφορούν δημόσια πρόσωπα ως προς ενέργειες τους που συναρτώνται προς την ιδιότητα τους εκείνη. Κατά πρώτον, ο δεδομένος σύγχρονος ρόλος του τύπου σε μια κοινωνία το σύνταγμα της οποίας όχι μόνο αναγνωρίζει την ελευθερία του λόγου αλλά και προνοεί τη δημοκρατική διακυβέρνηση ως το σύστημα λειτουργίας της, και το αντίστοιχο όφελος του κοινού από την πολιτική πληροφόρηση του, καταδεικνύουν ότι υφίσταται μεταξύ τύπου και κοινού τέτοια κοινωνικοπολιτική σχέση που, ο τύπος να έχει κοινωνικό καθήκον να προβεί σε δημοσιεύσεις που αφορούν τις ενέργειες πολιτικών προσώπων υπό την ιδιότητα τους εκείνη, και το κοινό γενικά όπως και τα μέλη του να έχει αντίστοιχο συμφέρον να τύχει του οφέλους της δημοσίευσης.  Η σχέση αυτή θα ενέπιπτε λοιπόν στα πλαίσια του άρθρου 21(1)(α). Δοθείσας της θεμελιώδους συνταγματικής διάστασης της ελευθερίας του λόγου, όσο και της εξ ίσου θεμελιώδους συνταγματικής δομής δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την έκταση, τα μεγέθη και τις συνέπειες της σύγχρονης πολιτικής δραστηριότητας στην καθημερινή ζωή των πολιτών, την περιορισμένη άμεση συμμετοχή του πολίτη στις διαδικασίες διακυβέρνησης, και την αμεσότητα και δυνατότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης ως προς την πολιτική πληροφόρηση, είναι μετ΄εμφάσεως που η σχέση τύπου-κοινού θα πρέπει να θεωρηθεί ως κατ΄εξοχήν εμπίπτουσα στα πλαίσια της αμοιβαιότητας κοινωνικού καθήκοντος-συμφέροντος που προνοείται στο άρθρο 21(1)(α).  Προκειμένου βέβαια η συγκεκριμένη δημοσίευση να είναι προνομιούχα, θα πρέπει να ικανοποιούνται και οι άλλες προϋποθέσεις του άρθρου 21(1)(α) ως προς το καλόπιστο της δημοσίευσης και της μη υπέρβασης του εύλογα επαρκούς υπό τις [*1914]περιστάσεις ως προς την έκταση και την ουσία της, ως κατωτέρω αναλύονται.  Η θεμελιώδης συνταγματική διάσταση τονίζεται ιδιαίτερα στη νομολογία των ΗΠΑ και της Αυστραλίας αλλά και σε εκείνη της Νέας Ζηλανδίας και της Αγγλίας με ιδιαίτερη αναφορά στο Νew Zealand Bill of Rights Act 1990 και στο United Kingdom Bill of Rights Act 1998 όπως και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έχει δε αυξημένη αντιστοιχία στην Κύπρο εν όψει του Συντάγματος.  Δεν θα ήταν λοιπόν δυνατό, από τη συνταγματική σκοπιά, το άρθρο 21(1)(α) να μην ερμηνευθεί ως επεκτεινόμενο στη σχέση τύπου-κοινού, στα πλαίσια της ευρύτητας των ίδιων των όρων του.

Κατά δεύτερο λόγο, η ευρύτητα αυτή των όρων του άρθρου 21(1)(α), εφ΄όσον διατυπώνει τη γενική αρχή του κοινοδικαίου ως προς τη σχέση καθήκοντος - συμφέροντος (νομικού, ηθικού, ή κοινωνικού) που δικαιολογεί την παραχώρηση της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση, έχει ερμηνευθεί με ανάλογη ευρύτητα στην προμνησθείσα νομολογία.  Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος, είτε στα πλαίσια του άρθρου 21(1)(α) είτε από άλλη άποψη, που να δικαιολογεί περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 21(1)(α) σε στερεότυπες σχέσεις άμεσης αμοιβαιότητας. Απεναντίας, η ανέκαθεν αναγνωρισθείσα και διαρκώς διαμορφούμενη ευρύτητα της ευέλικτης και ευπροσάρμοστης γενικής αρχής του κοινοδικαίου ανάλογα με τις ολοένα διαφοροποιούμενες κοινωνικές και άλλες συνθήκες, όπως αναλύεται στη νομολογία αυτή, επιβάλλει την ερμηνεία του άρθρου 21(1)(α) ώστε να περιλαμβάνει τη σχέση τύπου-κοινού επί θεμάτων που αφορούν τις ενέργειες πολιτικών προσώπων υπό την ιδιότητα τους εκείνη. 

Τούτων δοθέντων, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό το πώς αποφασίζεται η διαθεσιμότητα της υπεράσπισης σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση στην κάθε χώρα, αφού αυτό είναι συνάρτηση των επί μέρους ειδικών νομοθετικών προνοιών και της νομολογιακής αντίληψης των ευρύτερων κριτηρίων που τη διέπουν.  Στις ΗΠΑ εκρίθη ότι το απαιτούμενο είναι η έλλειψη κακοπιστίας.  Τούτο είναι το κριτήριο και στη Νέα Ζηλανδία, έχει γίνει όμως αναφορά στο συσχετισμό της κακοπιστίας προς την επίδειξη αδιαφορίας ή ανευθυνότητας για διαπίστωση της αλήθειας της δημοσίευσης.  Στην Αυστραλία υπάρχει η προϋπόθεση, πρόσθετη της έλλειψης κακοπιστίας, ότι η δημοσίευση ήταν εύλογη - εφ΄όσον τούτο προνοείται ρητά στο σχετικό νόμο, παρατηρήθηκε όμως ότι το καλόπιστο και το εύλογο της δημοσίευσης συμπλέκονται.  Στην Αγγλία, ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης, η λύση έχει διαμορφωθεί στα πλαίσια της εμπειρικής προσέγγισης του κοινοδικαίου που επικεντρώνεται στο ερώ[*1915]τημα κατά πόσο, λαμβανομένου υπ΄όψη του συνόλου των περιστάσεων, η συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ως προνομιούχα.

Στην Κύπρο υπάρχει ρητή νομοθετική ρύθμιση των όρων παροχής της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση στο άρθρο 21(1)(α), οι οποίοι βέβαια ισχύουν και στην περίπτωση της σχέσης τύπου-κοινού.  Πέραν της διαπίστωσης ύπαρξης της σχέσης ως εκ της αμοιβαιότητας καθήκοντος-συμφέροντος, το άρθρο 21(1)(α) θέτει δύο προϋποθέσεις:

1.   Ότι η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει. Τι συνιστά κακοπιστία (το βάρος απόδειξης της οποίας είναι στον ενάγοντα) ορίζεται δε επακριβώς στο άρθρο 21(2).  Είναι ότι ο δημοσιεύσας ή (α) δεν πίστευε ότι η δημοσίευση ήταν αληθής, ή (β) δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα να εξακριβώσει την αλήθεια της, ή (γ) ενέργησε με σκοπό βλάβη σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή διαφορετικό του εύλογα αναγκαίου.

2.   Ότι η δημοσίευση δεν υπερβαίνει είτε κατ’ έκταση είτε κατ’ ουσία το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν τη δική τους εμβέλεια, ανάγονται όμως στην παραδοσιακή αντίληψη της κακοπιστίας (malice), ως έλλειψη πίστης στην αλήθεια της δημοσίευσης ή αδιαφορία ως προς την αλήθεια της ή ύπαρξη αλλότριου σκοπού πέραν του καθορίζοντος την παραχώρηση του προνομίου.

Η εμβέλεια τους, ως καθοριζόμενη περιοριστικά στο νόμο, δεν ταυτίζεται με την ευρύτητα της εμβέλειας του κριτηρίου του κοινοδικαίου που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των περιστάσεων ως καθοριζουσών κατά πόσο η περίπτωση είναι προνομιούχα.  Όμως, και ως εκ του συσχετισμού της κακοπιστίας προς το εύλογο των ενεργειών του δημοσιεύσαντος και ως εκ του περιορισμού του προνομίου σε δημοσιεύσεις κατά το μέτρο που είναι εύλογα επαρκές σε  ουσία και έκταση, οι παράγοντες που αναλύονται (όχι εξαντλητικά) στη Reynolds μπορούν να είναι με τον ένα ή άλλο τρόπο σχετικοί στην εφαρμογή του άρθρου 21(1)(α).

Και να τονισθούν τρία πράγματα:

1.  Η αναγνώριση της εν λόγω υπεράσπισης μετ΄εμφάσεως, όπως υπογραμμίζεται και στη νομολογία, δεν συνιστά άδεια δυσφήμισης ή ανευθυνότητας.  Τα εχέγγυα για την αποτροπή [*1916]τούτου εμπεριέχονται στην ίδια τη λογική της υπεράσπισης και στους ίδιους τους ρητά προνοούμενους όρους της που διασφαλίζουν τις ισορροπίες εκείνες που τα δικαστήρια είναι επιφορτισμένα να διατηρούν.

2.  Η εν λόγω υπεράσπιση περιορίζεται σε δημοσιεύματα που αφορούν αυστηρά, όπως κατά κόρο ελέχθη στη νομολογία, ενέργειες δημοσίων προσώπων υπό την ιδιότητά τους εκείνη και δεν ανάγονται στην ιδιωτική ζωή τους, το δικαίωμα στην οποία αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στο άρθρο 15 του Συντάγματος.  Μόνο έτσι, εξ άλλου, δικαιολογείται η ύπαρξη της.

3.  Ακόλουθα, η εν λόγω υπεράσπιση, που εμπίπτει στα πλαίσια του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να αντιστρατεύεται άλλα συνταγματικά δικαιώματα, όπως εκείνο της ιδιωτικής ζωής ή το δικαίωμα που περιέχεται στην πρόνοια του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος ότι “Ο Κατηγορούμενος δι’ αδίκημα τι θεωρείται αθώος μέχρις ου αποδειχθεί ένοχος συμφώνως προς τον νόμον”.  Τέτοιο θέμα δεν εγείρεται στην προκειμένη υπόθεση.

Η διαπίστωση της διαθεσιμότητας της υπεράσπισης του προνομίου υπό αίρεση δυνάμει του άρθρου 21(1)(α) οδηγεί, κατά τη δική μου άποψη, σε επιτυχία τη πτυχή αυτή της έφεσης, δοθέντος ότι το θέμα δεν εξετάσθηκε πρωτοδίκως.  Ούτε θα ήταν βέβαια δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίσει, στα πλαίσια της έφεσης, κατά πόσο η εν λόγω υπεράσπιση επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει επί των γεγονότων.  Τούτο είναι θέμα πρωτίστως του πρωτόδικου δικαστηρίου, συμπλεκόμενο με όλα τα στοιχεία που μπορεί να είναι σχετικά και τα οποία θα πρέπει να αξιολογηθούν με αναφορά στις παραμέτρους του άρθρου 21(1)(α).  Η επανεκδίκαση θα ήταν λοιπόν η ενδεικνυόμενη οδός, χωρίς να εξετάζοντο οι άλλοι λόγοι έφεσης που αφορούν την αξιοπιστία και τις ενδιάμεσες αποφάσεις.  Τοσούτο μάλλον αφού η αντίκριση των θεμάτων αυτών κατά την επανεκδίκαση θα συναρτάτο πλέον όχι μόνο ως προς τις περιορισμένες υπερασπίσεις της αλήθειας και του δικαίου σχολιασμού αλλά και ιδιαίτερα ως προς τις παραμέτρους του άρθρου 21(1)(α).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο