Σαμμούτας Ευάγγελος ν. Γεώργιου Γεωργίου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 1918

(2002) 1 ΑΑΔ 1918

[*1918]29 Νοεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΣΑΜΜΟΥΤΑ, ΑΦΟΡΩΣΑ ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ

ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 27ΗΣ ΜΑΪΟΥ 2001, ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΜΜΟΥΤΑΣ,

Αιτητής,

ν.

  1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

  2. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑΠΑΝΗ,

  3. ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΡΑ,

  4. ΕΛΕΝΗΣ ΛΟΥΚΑ,

  5. ΖΗΝΟΒΙΑΣ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ ΠΑΝΑΓΗ,

  6. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΛΛΗ,

  7. ΣΩΤΗΡΗ ΣΑΜΨΩΝ,

  8. ΣΩΤΗΡΑΚΗ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ,

  9. ΣΟΦΟΚΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

10.                       ΛΕΥΤΕΡΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

11.                       ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ        ΕΚΛΟΓΩΝ,

12.                       ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ, ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ,

      ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

13.                       ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ

      ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΚΛΟΓΩΝ,

14.                       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ.

Καθ’ ων η αίτηση.

(Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2001)

 

Εκλογοδικείο ― Εκλογική αίτηση ― Ένσταση στη σύνθεση του Εκλογο[*1918]

 [*1918]δικείου ενώπιον του οποίου είχε οριστεί προς εκδίκαση εκλογική αίτηση ― Κατά πόσο οι εκλογικές αιτήσεις ανάγονται στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μόνο σε δεύτερο βαθμό ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης.

Ανώτατο Δικαστήριο ― Πλαίσιο δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 155 του Συντάγματος και των προνοιών του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64).

Ο αιτητής είναι ένας εκ των αποτυχόντων υποψηφίων του συνδυασμού του Δημοκρατικού Συναγερμού κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Αμμοχώστου.  Με την παρούσα εκλογική αίτηση αξιώνει δήλωση ότι αλλοιώθηκε παρανόμως το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των σταυρών προτίμησης που δόθηκαν στους υποψηφίους του ΔΗΣΥ.

Πριν την ακρόαση της αίτησης ο αιτητής αμφισβήτησε ότι η ακρόαση της αίτησης ανάγεται στη δικαιοδοσία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώπιον της οποίας τέθηκε προς εκδίκαση και υπέβαλε ότι οι εκλογικές αιτήσεις ανάγονται στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μόνο σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης.  Η εισήγηση θεμελιώνεται στις διατάξεις του Άρθρου 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/64) ― ο Νόμος.  Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι το σύνολο της πρωτογενούς δικαιοδοσίας των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, η οποία ανατέθηκε από το Σύνταγμα σε εκάτερο από αυτά ασκείται σε πρώτο βαθμό από ένα μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μόνο σε δεύτερο βαθμό από την Ολομέλεια.  Ο συνήγορος παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 155.2 του Συντάγματος που προβλέπουν ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται είτε από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), σε πρώτο βαθμό, υπόκειται σε έφεση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Οι καθ’ ων υποστήριξαν ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται βάσει των προνοιών του Άρθρου 145 του Συντάγματος περιήλθε βάσει των προνοιών του Νόμου στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ως θέμα γραμματικής ερμηνείας των προνοιών του εδαφίου 2 του Άρθρου 11 του Νόμου εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι ακόλουθες δύο δικαιοδο[*1919]σίες, η προσδιοριζόμενη Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία και η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία.

     Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία είναι η δικαιοδοσία πρώτου βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) η οποία παρασχέθηκε από το Σύνταγμα και τον περί Δικαστηρίων Νόμο, (Ν. 14/60).

     Η αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι η δικαιοδοσία που καθορίζεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

     Πρωτίστως ο Νόμος επιδίωξε την υποκατάσταση των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), που καθιδρύθηκαν βάσει του Συντάγματος, χάριν της εξασφάλισης της λειτουργίας της Δικαστικής Εξουσίας και κατ’ επέκταση της Πολιτείας και των οποίων η λειτουργία ατόνησε λόγω των ανώμαλων συνθηκών του 1974, με το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο.  Η άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων ανατέθηκε στο καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο συγκείμενο από τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό συνέχισης της άσκησης των αντίστοιχων δικαιοδοσιών, εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, ως προβλέπει το Άρθρο 3(1) του Νόμου.  Το ίδιο βεβαιώνεται και από τις διατάξεις του Άρθρου 11(1) του Νόμου, υπό την αίρεση των προνοιών των εδαφίων 2 και 3 του ιδίου άρθρου.

2.  Οι δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου περιήλθαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και ασκούνται κάτω από τους ίδιους δικαιοδοτικούς όρους που διείπαν την άσκηση των δικαιοδοσιών του από το Δικαστήριο που το υποκατέστησε, δηλαδή από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με μόνη εξαίρεση την αναθεωρητική δικαιοδοσία για την οποία προβλέπεται η ειδική ρύθμιση που περιέχεται στο Άρθρο 11(2) του Νόμου.  Η δικαιοδοσία Εκλογοδικείου ανήκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, περιήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο και ασκείται από αυτό εν απαρτία.

Η προδικαστική ένσταση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Attorney General v. Ibrahim a.o. (1964) C.L.R. 195,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

Georghiou a.o. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 980,

[*1920]

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 330,

Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44.

Εκλογική Αίτηση.

Εκλογική αίτηση με την οποία ο αιτητής, ένας εκ των αποτυχόντων υποψηφίων του συνδυασμού του Δημοκρατικού Συναγερμού κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Αμμοχώστου, αμφισβητεί την κανονικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην καταμέτρηση των σταυρών προτίμησης που δόθηκαν στους υποψηφίους του κόμματός του για το αξίωμα του βουλευτή και αξιώνει, (α) δήλωση ότι αλλοιώθηκε παρανόμως το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των σταυρών προτίμησης που δόθηκαν στους υποψηφίους  του ΔΗΣΥ, (β) διαταγή για την αναμέτρηση των σταυρών προτίμησης των υποψηφίων βουλευτών του ΔΗΣΥ και παρεπόμενα εάν ήθελε φανεί από την αναμέτρηση ότι ο αιτητής εδικαιούτο να ανακηρυχθεί ως βουλευτής, και (γ) την έκδοση διακήρυξης περί τούτου.

Ε. Βραχίμη με Λ. Βραχίμη, για τον Αιτητή.

Χρ. Κατσούρης για Χρ. Πουργουρίδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1, 3, 7 και 10.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 11, 12, 13, και 14.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  O κ. Ευάγγελος Σαμμούτας είναι ένας εκ των αποτυχόντων υποψηφίων του συνδυασμού του Δημοκρατικού Συναγερμού κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην εκλογική περιφέρεια Αμμοχώστου.  Αμφισβητεί την κανονικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε στην καταμέτρηση των σταυρών προτίμησης που δόθηκαν στους υποψηφίους του κόμματος του για το [*1921]αξίωμα του βουλευτή. Υπέβαλε εκλογική αίτηση με την οποία αξιώνει, (α) δήλωση ότι αλλοιώθηκε παρανόμως το αποτέλεσμα της καταμέτρησης των σταυρών προτίμησης που δόθηκαν στους υποψηφίους του ΔΗΣΥ, (β) διαταγή για την αναμέτρηση των σταυρών προτίμησης των υποψηφίων βουλευτών του ΔΗΣΥ και παρεπόμενα εάν ήθελε φανεί από την αναμέτρηση ότι ο αιτητής εδικαιούτο να ανακηρυχθεί ως βουλευτής, και (γ) την έκδοση διακήρυξης  περί τούτου.

Κατά την εμφάνισή του ενώπιον του Δικαστηρίου (Εκλογοδικείου), ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του εγκατέλειψε τις θεραπείες (β) και (γ).

Πριν την ακρόαση της αίτησης ο αιτητής ήγειρε ένσταση στο παραδεχτό της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο θα επιληφθεί της εκλογικής αίτησης.  Αμφισβήτησε ότι η ακρόαση της ανάγεται στη δικαιοδοσία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενώπιον της οποίας τέθηκε προς εκδίκαση.  Υπέβαλε ότι οι εκλογικές αιτήσεις ανάγονται στην πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μόνο σε δεύτερο βαθμό ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης.  Η εισήγηση θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 11(2) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64) – ο Νόμος.  Αντίθετη άποψη προβλήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση που υποστήριξαν ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται βάσει των προνοιών του Άρθρου 145 του Συντάγματος περιήλθε βάσει των προνοιών του Νόμου στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο Νόμος θεσπίστηκε κάτω από τις ανώμαλες συνθήκες που προηγήθηκαν της επιψήφισης του, όλως ιδιαίτερα της ανάγκης που προέκυψε από την παράλυση της λειτουργίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, που καθιδρύθηκαν βάσει του Συντάγματος, χάριν της εξασφάλισης της λειτουργίας της Δικαστικής Εξουσίας και κατ’ επέκταση της Πολιτείας.  Στην The Attorney General of The Republic v. Mustafa Ibrahim And Others (1964) C.L.R. 195, κρίθηκε ότι ο Νόμος συνάδει προς το Σύνταγμα· επιβάλλεται από την υπέρτατη ανάγκη διασφάλισης των συνταγματικών λειτουργιών του Κράτους.  Βάσει του Νόμου καθιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο αποδόθηκε το σύνολο των δικαιοδοσιών, εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας,  του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), (άρθρο 9 του Νόμου).  Η άσκησή τους ανατέθηκε στο καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο συγκείμενο από τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς το σκοπό συνέχισης [*1922]της άσκησης των αντίστοιχων δικαιοδοσιών, εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, ως προβλέπει το άρθρο 3(1) του Νόμου.  Το ίδιο βεβαιώνεται και από τις διατάξεις του άρθρου 11(1) του Νόμου, υπό την αίρεση των προνοιών των εδαφίων 2 και 3 του ιδίου άρθρου.  Το εδάφιο 2 του άρθρου 11 του Νόμου προβλέπει:

«Η πρωτοβάθμιος δικαιοδοσία δι’ ης περιβέβληται το Δικαστήριον δυνάμει του ισχύοντος δικαίου και οιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία, περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας επί εκδικάσεως προσφυγής γενομένης κατά πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντος εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αύτη αντίκειται προς τας διατάξεις του ισχύοντος δικαίου, ή ότι εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας, δύναται να ασκηθή, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, υπό τινος Δικαστού ή Δικαστών ως ήθελε το Δικαστήριον αποφασίσει.

Νοείται ότι, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, χωρεί έφεσις ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των ούτω υπό Δικαστού ή Δικαστών εκδιδομένων αποφάσεων.»

Ως θέμα γραμματικής ερμηνείας των προνοιών του εδαφίου αυτού εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι ακόλουθες δύο δικαιοδοσίες, η προσδιοριζόμενη Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία και η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία.

Με το Νόμο δεν επιδιώχθηκε είτε η αλλοίωση είτε η μεταβολή των δικαιοδοσιών των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων· ούτε ο τρόπος άσκησης τους με μόνη εξαίρεση την άσκηση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία με την οποία περιβλήθηκε το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο, η προβλεπόμενη από το ισχύον δίκαιο, είναι η δικαιοδοσία πρώτου βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), η οποία παρασχέθηκε από το ίδιο το Σύνταγμα και τον περί Δικαστηρίων Νόμο, (Ν.14/60). Η μόνη ουσιαστική αλλαγή την οποία επέφερε ο Νόμος στο πλαίσιο άσκησης των δικαιοδοσιών με τις οποίες περιβλήθηκε (το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο), είναι η καθοριζόμενη από το Άρθρο 146 του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Παρέχεται η δυνατότητα στο καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο να εγκρίνει την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής από ένα ή περισσότερα μέλη του Σώματος, υπό την αίρεση ότι η απόφαση σε υποθέσεις των [*1923]οποίων δεν επιλαμβάνεται η Ολομέλεια θα άγεται με έφεση ενώπιον του Σώματος. Με τον τρόπο αυτό όπως διευκρινίζει και το διαγραφόμενο πλαίσιο της κατ’ έφεση δικαιοδοσίας σ’ αυτό τον τομέα, διασφαλίζεται η άσκηση της δικαιοδοσίας από το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972)3 C.L.R. 594· Georghiou & Others v. Republic (1987)3 C.L.R. 980.)

Η αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι η δικαιοδοσία η οποία καθορίζεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, γεγονός που επιμαρτυρείται και από την αναπαραγωγή των λόγων για τους οποίους χωρεί ακύρωση απόφασης, πράξης ή παράλειψης οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου, τα οποία ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 146.   

Πρωτίστως ο Νόμος επιδίωξε την υποκατάσταση των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων των οποίων η λειτουργία ατόνησε με το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο κ. Βραχίμης υποστήριξε ότι το σύνολο της πρωτογενούς δικαιοδοσίας των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων, η οποία ανατέθηκε από το Σύνταγμα σε εκάτερο από αυτά ασκείται σε πρώτο βαθμό από ένα μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μόνο σε δεύτερο βαθμό από την Ολομέλεια. 

Προς επίρρωση του επιχειρήματός του μας παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 155.2 του Συντάγματος που προβλέπουν ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται είτε από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), σε πρώτο βαθμό, υπόκειται σε έφεση ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

Δικαιοδοσία πρώτου και δεύτερου βαθμού είχε μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο (Ηigh Court). Αντίθετα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε μόνο ένα βαθμό δικαιοδοσίας.  Άλλη διαφορά στο δικαιοδοτικό πλαίσιο των δύο Δικαστηρίων είναι τούτη:  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου προσδιορίζεται εξαντλητικά από το Σύνταγμα, ενώ εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) προσδιορίζεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από τη νομοθεσία.  Το Άρθρο 155.2 του Συντάγματος παρέχει τη δυνατότητα ανάθεσης πρωτογενούς δικαιοδοσίας στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) σε θέματα τα οποία ήθελε καθορίσει ο νομοθέτης, υπό τον όρο ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας υπόκεινται σε έφεση ενώπιον της [*1924]Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Τοιουτοτρόπως, εκτός από τη δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) και δικαιοδοσία πρώτου βαθμού.

Πρωτόδικος δικαιοδοσία ανατέθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Ν.14/60 σε σειρά θεμάτων τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 19 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60).

Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 11(2) του Νόμου η πρωτόδικη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), περιήλθε στη δικαιοδοσία του καθιδρυθέντος Ανωτάτου Δικαστηρίου εφόσον ο σκοπός της σύστασής του ήταν, ως προβλέπεται στο άρθρο 3(1) του Νόμου, η συνέχιση της άσκησης των δικαιοδοσιών των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων τα οποία υποκατέστησε. Η δικαιοδοσία πρώτου βαθμού, για την οποία γίνεται πρόνοια στις διατάξεις του άρθρου 11(2) είναι η πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court). Η δικαιοδοσία πρώτου βαθμού αντιδιαστέλλεται προς τη δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού για την οποία γίνεται επίσης αποκλειστική πρόνοια στις διατάξεις που αφορούν το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court).  Η δικαιοδοσία πρώτου βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), είναι πρωτογενής εφόσον η άσκησή της ανατίθεται χωρίς την παρεμβολή άλλου Δικαστηρίου σ’ αυτό, όπως πρωτογενής είναι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σ΄ όλο το πεδίο της δικαιοδοσίας του.  Η διαφορά μεταξύ των δικαιοδοσιών των δύο δικαστηρίων είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση οι αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση. Υπάρχει ένας και μόνο βαθμός δικαιοδοσίας ο οποίος ασκείται από το καθιδρυθέν Ανώτατο Δικαστήριο εν απαρτία σε αντίθεση με την πρωτογενή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), η οποία ασκείται από ένα ή περισσότερους δικαστές, ως ήθελε ορισθεί.    

Στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό υπό το πρίσμα των διατάξεων του Άρθρου 155 του Συντάγματος και των σχετικών προνοιών του Νόμου.  Διαπιστώσαμε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) σε πρώτο βαθμό περιήλθε στη δικαιοδοσία του καθιδρυθέντος  Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους δικαιοδοτικούς όρους της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court), σε δεύτερο βαθμό.

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση στη θεώρηση του δικαιοδοτικού [*1925]πλαισίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει των προνοιών του Νόμου και στις υποθέσεις, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150· Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης & Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 330· Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992)3 Α.Α.Δ. 44.   

Συμπεραίνοντας διαπιστώνουμε ότι οι δικαιοδοσίες του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου περιήλθαν στο Ανώτατο Δικαστήριο και ασκούνται κάτω από τους ίδιους δικαιοδοτικούς όρους που διείπαν την άσκηση των δικαιοδοσιών του από το Δικαστήριο που το υποκατέστησε, δηλαδή από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου· με μόνη εξαίρεση την αναθεωρητική δικαιοδοσία για την οποία προβλέπεται η ειδική ρύθμιση που περιέχεται στο άρθρο 11(2) του Νόμου.  Η δικαιοδοσία Eκλογοδικείου ανήκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, περιήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο και ασκείται από αυτό εν απαρτία. 

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται με έξοδα. Η αίτηση ορίζεται για ακρόαση στις 16 Δεκεμβρίου 2002, στις 11:30 π.μ..

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται με έξοδα.

[*1926]

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο