Σεβαστού Μαίρη Νίκου ν. Εμμανουήλ Νίκου Σεβαστού (2002) 1 ΑΑΔ 1980

(2002) 1 ΑΑΔ 1980

[*1980]19 Δεκεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΙΡΗ ΝΙΚΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΝΙΚΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10945)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Διακριτική ευχέρεια ― Νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει τα της χορήγησης παρεμπίπτοντος διατάγματος ― Προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ― Διαπίστωση ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα ― Καθιστά περιττή την εξέταση των υπόλοιπων κριτηρίων ― Η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος οδηγεί στην ακύρωση προσωρινού διατάγματος ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα ουσίας σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στο γιό της (εφεσίβλητο) να αποξενώσει 23 οικόπεδα στη Λάρνακα.  Ταυτόχρονα απορρίφθηκε επίσης και αίτηση για διάταγμα που θα απαγόρευε στο διευθυντή του Κτηματολογίου Λάρνακας να επιτρέψει ή δεχθεί τη διάθεση της περιουσίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ικανοποιούντο σωρευτικά οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το ισοζύγιο ευχέρειας να αποδείξει τις τεθείσες προϋποθέσεις δεν μπορούσε να είναι υπέρ της εφεσείουσας.

Η εφεσείουσα υποστήριξε με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης πως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 για την έκδοση του διατάγματος, δεν ήταν ορθή.  Με τον τρίτο, ότι εισάγεται λανθασμένο κριτήριο περί φερεγγυότητας, δοθέντος ότι αντικείμενο της αγωγής είναι η [*1981]ακίνητη ιδιοκτησία και όχι διαφορά οικονομικής φύσεως.  Ο τέταρτος αφορά το ισοζύγιο ευχέρειας. Τέλος με τον πέμπτο λόγο έφεσης εκφράζεται παράπονο ότι ο δικαστής προσέγγισε την υπόθεση σαν να ήταν ο δικαστής της ουσίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις ότι το Δικαστήριο ενήργησε ως το δικαστήριο της ουσίας.

2.  Η μαρτυρία της εφεσείουσας ήταν αντινομική και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει τον αντινομικό χαρακτήρα της εν λόγω μαρτυρίας.  Ο εφεσίβλητος με την ένορκη δήλωσή του αρνήθηκε τους βασικούς ισχυρισμούς της, θέτοντας μια άλλη εκδοχή.  Όμως τα θέματα, οι ασάφειες και οι αντιφάσεις παρέμειναν αδιευκρίνιστες, αφού η εφεσείουσα, που είχε το βάρος απόδειξης, δεν έκαμε χρήση του δικαιώματος αντεξέτασης που της παρείχε η Δ.48 θ.8.

3.  Επιπλέον, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των άλλων κριτηρίων και είναι αχρείαστος ο προβληματισμός για το που κλίνει το ισοζύγιο ευχέρειας.

4.  Τέλος το διάταγμα δεν μπορούσε να εκδοθεί και λόγω απόκρυψης από την εφεσείουσα του αποτελέσματος της αστυνομικής έρευνας, σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκε η γνησιότητα του πληρεξουσίου με το οποίο ο εφεσίβλητος εξασφάλισε την εγγραφή των οικοπέδων της στο όνομά του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 C.L.R. 557,

Stavros Hotels Apartments Ltd (1994) 1 A.A.Δ. 836,

Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 947,

Goody’s Evagorou Ltd v. Lani Restaurants Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 1572,

Jonidexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263,

Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

[*1982]Brink’s Mat Ltd v. Elcombe (C.A.) [1988] 1 W.L.R. 1350,

Cayne v. Global Natural Resources plc. [1984] 1 All E.R. 225,

A.B.P. Holdings Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 27/10/00 (Αρ. Αγωγής 3788/00) με την οποία απέρριψε την αίτησή της για έκδοση συντηρητικού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται ο εναγόμενος - υιός της να αποξενώσει 23 οικόπεδα στη Λάρνακα, εγγεγραμμένα στο όνομά του, αλλά τα οποία ήταν μέχρι την εγγραφή τους, ιδιοκτησία της, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής της εναντίον του και με την οποία απέρριψε επίσης αίτησή της για διάταγμα που θα απαγόρευε στο διευθυντή του Κτηματολογίου Λάρνακας να επιτρέψει ή δεχθεί τη διάθεση της περιουσίας.

Π. Δημητρίου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Γεωργίου για Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚHΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το διάβημα της εφεσείουσας να εμποδίσει το γιο της (εφεσίβλητο) να αποξενώσει 23 οικόπεδα στη Λάρνακα, που είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του, αλλά ήταν μέχρι την εγγραφή τους ιδιοκτησία της, έως την ακρόαση της υπόθεσης, απέτυχε.  Αντικείμενο της έφεσης είναι η απορριπτική ενδιάμεση απόφαση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (αναφερομένου στο εξής ως ο πρωτόδικος δικαστής), που εκδίκασε τη σχετική αίτηση. Ταυτόχρονα ζητήθηκε διάταγμα που θα απαγόρευε στο διευθυντή του Κτηματολογίου Λάρνακας (ο διευθυντής) να επιτρέψει ή δεχθεί τη διάθεση της περιουσίας.  Είχε όμως την ίδια τύχη με το άλλο αίτημα.

Με την αγωγή της η εφεσείουσα αξιώνει στην ουσία διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση των οικοπέδων που της ανήκαν (τα κτηματολογικά τους στοιχεία περιλήφθηκαν σε ιδιαίτερο κατάλογο) είναι άκυρη γιατί επιτεύχθηκε με δόλο και/ή πλαστογραφία ή [*1983]κατά παράβαση των όρων εμπιστεύματος.  Επίσης ζητά διακήρυξη ότι είναι άκυρο το πληρεξούσιο έγγραφο με βάση το οποίο ο εφεσίβλητος εξασφάλισε την εγγραφή. Προβάλλεται, συνακόλουθα και αξίωση επανεγγραφής της περιουσίας στο όνομα της εφεσείουσας, καθώς και για αποζημιώσεις για ζημίες που υπέστη συνεπεία της εξαπάτησης της από τον εφεσίβλητο.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε (σε ένορκη δήλωση με την οποία υποστήριξε την ένσταση του στο αίτημα για προσωρινό διάταγμα) ότι οι μεταβιβάσεις των κτημάτων στο όνομα του έγιναν με βάση έγκυρο πληρεξούσιο έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 24/3/00, το οποίο υπέγραψε η μητέρα του.  Το δε γνήσιο της υπογραφής της πιστοποίησε το Κοινοτικό Συμβούλιο Λειβαδιών, όπως φαίνεται στο έγγραφο, το οποίο επισύναψε στην αίτηση της ως τεκμήριο.  Ας σημειωθεί ότι τούτο παρείχε εξουσία στον εφεσίβλητο “να πωλεί, δωρίζει και υποθηκεύει οιαδήποτε κτήματα μου ...............προς οιονδήποτε πρόσωπον και/ή επ’ ονόματι του”.

Η εφεσείουσα αρνήθηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο και ότι παρουσιάστηκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο για να πιστοποιήσει την υπογραφή της.  Και πρόσθεσε ότι τούτο (ημερ. 24/4/00, σύμφωνα με την παράγρ. 5 της ένορκης δήλωσης της) είναι πλαστογραφημένο.  Σε επίρρωση μάλιστα του ισχυρισμού της, παρουσίασε ως τεκμήριο αντίγραφο σελίδας του διαβατηρίου της για να δείξει ότι έλειπε στο εξωτερικό μεταξύ 16/4/00 και 2/5/00.  Στο μεταξύ, στις 27/4/00 ο εφεσίβλητος, όπως διατείνεται η μητέρα του, εκμεταλλευόμενος την απουσία της, έκαμε χρήση του πλαστού εγγράφου, για να πετύχει τον παράνομο σκοπό του.  Για τις προθέσεις του  και ότι δεν αναγνώριζε τέτοιο πληρεξούσιο ειδοποίησε το κτηματολόγιο με επιστολή της ημερ. 29/2/00.  Όμως ο εφεσίβλητος ετοίμασε επιστολή με ημερομηνία 21/4/00 και την παρουσίασε στο κτηματολόγιο, ως προερχόμενη από την εφεσείουσα, με την οποία αυτή φερόταν να αναιρούσε το περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής της (και αναγνώριζε τη γνησιότητα του εγγράφου).  Και στην παράγρ. 8 η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή της στην επιστολή πλαστογραφήθηκε ή ότι έγινε κατάχρηση λευκής υπογραφής της.

Η υπόθεση απασχόλησε την Αστυνομία.  Η εφεσείουσα ανέφερε ότι η αστυνομική έρευνα τερματίστηκε στις 22/9/00.  Ενόσω εκκρεμούσε, ο διευθυντής δεν επέτρεπε οποιαδήποτε περαιτέρω δοσοληψία με την περιουσία της. Στην προσπάθεια της να πείσει προφανώς για το κατεπείγον της λήψης ασφαλιστικών μέτρων, η εφεσείουσα δήλωσε ότι από τη Δευτέρα 25/9/00 (μεσολάβησε το Σαββατοκυρίακο), ο διευθυντής δυνατό να υπέκυπτε στην πίεση που ασκού[*1984]σε ο εφεσίβλητος και να επέτρεπε νέες μεταβιβάσεις.  Αντιτάχθηκε ότι η έρευνα δεν είχε τελειώσει μέχρι 22/9/00, αλλά ήδη οι γραφολόγοι της αστυνομίας αποφάνθηκαν ότι το πληρεξούσιο και οι υπογραφές που φέρει είναι γνήσιες.  Για τα θέματα αυτά η εφεσείουσα παρέλειψε να πληροφορήσει το δικαστήριο.

Ο πρωτόδικος δικαστής καθοδηγήθηκε από τη ρητή νομοθετική πρόβλεψη για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας (άρθρ. 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων), όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία.  Και αναφέρθηκε σχετικά στην κλασσική πάνω στο θέμα υπόθεση Odysseos ν. Pieris Estates Ltd. (1982) 1 C.L.R. 557 και για παρεμφερή θέματα που αφορούν μονομερείς αιτήσεις στις υποθέσεις Stavros Hotels Apartments Ltd. (1994) 1 A.A.Δ. 836, 841 και Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954.  Επίσης στην Goody’s Evagorou Ltd. v. Lani Restaurants Ltd. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1572 για την αναγκαιότητα ταχείας προώθησης της κύριας διαδικασίας.

Μνημονεύοντας τις υποθέσεις Jonidexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,  ο πρωτόδικος δικαστής διέκρινε το ρόλο του από εκείνο του δικάζοντος την κύρια υπόθεση δικαστηρίου, το οποίο έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει οριστικά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων μερών.  Κατέστησε σαφές ότι οι παράμετροι του άρθρ. 32 είναι τα τρία κριτήρια που καθορίζει συσχετιζόμενα με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης.  Σε σχέση με το θέμα που ανέκυψε, για παρασιώπηση ουσιαστικών γεγονότων, έκαμε αναφορά στην Brink’s Mat Ltd. v. Elcombe (C.A.) [1988] 1 W.L.R. 1350.

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, που θέτει το άρθρ. 32 για να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα (ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατή προοπτική επιτυχίας της αγωγής), συνεξετάστηκαν υπό το πρίσμα του μαρτυρικού υλικού στις ένορκες δηλώσεις.  Το δικαστήριο είχε τη γνώμη, αφού πρώτα εξέτασε κριτικά το υλικό αυτό σε συνδυασμό και με το δικόγραφο, ότι τούτο ήταν τόσο ασαφές και αντιφατικό που δεν μπορούσε να θεμελιώσει τις προϋποθέσεις εκείνες.  Επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση ότι προβάλλεται μια διαφοροποιημένη βάση αγωγής (υπεξαίρεση και οικειοποίηση) στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας.  Όμως και με τέτοια ακόμη διευρυμένη βάση, όπως παρατηρεί ο δικαστής, δεν ενισχύεται η υπόθεση σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας της.

Μπορεί εδώ να ειπωθεί ότι εξετάστηκε και το τρίτο κριτήριο του άρθρ. 32 του νόμου ότι δηλαδή θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο, [*1985]σε μεταγενέστερο στάδιο, να απονεμηθεί δικαιοσύνη, αν δεν εκδοθεί το συντηρητικό διάταγμα.  Κρίθηκε πως και αυτό το κριτήριο δεν ικανοποίησε η εφεσείουσα, αφού τίποτε δεν ανέφερε αναφορικά με τη φερεγγυότητα του εφεσίβλητου.  Στο σημείο αυτό το δικαστήριο δεν παρέλειψε να σημειώσει την τροπολογία της Δ.48 θ. 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού (τροποπ. αρ. 5, ημερ. 23/12/99), αναφορικά με τη δυνατότητα απόδειξης των ισχυρισμών ενός αιτητή, αλλά υπέδειξε ότι εξακολουθεί να παραμένει το βάρος σε εκείνο που επιζητεί την έκδοση διατάγματος, να ικανοποιήσει τις τεθείσες προϋποθέσεις.  Υπό τις συνθήκες, κατέληξε ότι το ισοζύγιο ευχέρειας δεν μπορεί να είναι υπέρ της εφεσείουσας.  Ούτε καν εγείρεται τέτοιο ερώτημα, σημείωσε ο δικαστής, αφού “τα τρία κριτήρια δεν έχουν ικανοποιηθεί σωρευτικά”.

Πέντε είναι οι λόγοι της έφεσης. Στρέφονται, όπως είναι αναμενόμενο, εναντίον των πρωτόδικων κρίσεων πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 32 για την έκδοση διατάγματος.  Έτσι οι δύο πρώτοι καταγγέλλουν πως λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε, αντίστοιχα, σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.  Με τον τρίτο, ότι εισάγεται λανθασμένο κριτήριο περί φερεγγυότητας, δοθέντος ότι αντικείμενο της αγωγής είναι η ακίνητη ιδιοκτησία και όχι διαφορά οικονομικής φύσεως. Ο τέταρτος αφορά το ισοζύγιο ευχέρειας.  Ενώ ο πέμπτος διατρέχει τους υπόλοιπους και συνιστά μέρος της θεμελίωσης τους.  Το παράπονο είναι ότι ο δικαστής προσέγγισε την υπόθεση σαν να ήταν ο δικαστής της ουσίας.  Και τούτο κατά παράβαση του δικονομικού κανόνα ότι στο στάδιο αυτό το δικαστήριο δεν παρασύρεται σε τελικά συμπεράσματα, που αφορούν είτε τη νομική είτε την πραγματική δομή και τύχη μιας αγωγής.  Η υπόθεση της εφεσείουσας είναι ότι αυτό έκαμε στην προκείμενη περίπτωση ο δικαστής, με την εξονυχιστική εξέταση της μαρτυρίας.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι οι θεραπείες που αυτή ζητά, όπως διατυπώνονται στο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, θεμελιώνουν αυτοτελώς και αποκαλύπτουν αφεαυτών, το σοβαρό ζήτημα που αναμένει εκδίκαση και το οποίο αφορά δόλο ή παράβαση εμπιστεύματος.  Ο πρωτόδικος δικαστής παραγνώρισε αυτή την πραγματικότητα και εγκλωβίστηκε στις λεπτομέρειες, δηλαδή, “κάποιες ανακρίβειες στις ημερομηνίες” που συσχέτισε με την απουσία της εφεσείουσας στο εξωτερικό.  Περαιτέρω δε φαίνεται να απασχόλησαν το δικαστή τα άρθρ. 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, στα οποία βασιζόταν επίσης η αίτηση, ιδιαίτερα το άρθρ. 4, το οποίο νομιμοποιεί την έκδοση συντηρητικού διατάγματος στις περιπτώσεις, όπως ακριβώς εδώ, που [*1986]η περιουσία είναι το αντικείμενο της αγωγής.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε ότι ο πρωτόδικος δικαστής, ύστερα από σχολαστικές αναλύσεις των ενόρκων δηλώσεων, προέβη σε διαπιστώσεις, αναλαμβάνοντας το έργο του δικαστηρίου ουσίας και εφαρμόζοντας το επίπεδο απόδειξης του ισοζυγίου πιθανοτήτων. Εκφράστηκε ακόμη παράπονο ότι δεν χρησιμοποιήθηκε το ίδιο κριτήριο αξιολόγησης των πληροφοριών των διαδίκων αναφορικά με την αστυνομική έρευνα.  Τα παράπονα επεκτάθηκαν και στον άνισο τρόπο που έτυχε χειρισμού το θέμα της πιστοποίησης του Κοινοτικού Συμβουλίου και της σφράγισης από αυτό του εγγράφου.  Έτσι το συμπέρασμα σε σχέση με το κριτήριο της προοπτικής επηρεάστηκε και εξαρτήθηκε από την κρίση για έλλειψη σοβαρού ζητήματος.

Τέλος, έχει λεχθεί ότι δεν υπάρχει αρχή που επιτρέπει στο δικαστήριο να αρνηθεί την προστασία του, όταν διακυβεύεται η αποξένωση ακίνητης ιδιοκτησίας, με τη δικαιολογία ότι υπάρχει δυνατότητα χρηματικής αποζημίωσης.  Η άλλη πλευρά υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση, προσθέτοντας ότι η εφεσείουσα παρασιώπησε ουσιαστικά γεγονότα, όπως το αποτέλεσμα της αστυνομικής έρευνας και τη διαπίστωση της αστυνομίας αναφορικά με τη γνησιότητα των υπογραφών.  Επίσης δεν παρουσίασε τις επιστολές ημερ. 29/2/00 και 21/4/00.

Συμβαίνει έτσι ώστε και αυτές ακόμη οι υψηλόφρονες διακηρύξεις του δικαίου να περνούν από το πρίσμα των λεπτομερειών της συγκεκριμένης υπόθεσης που είναι, σε τελική ανάλυση και το πραγματικό πεδίο της εφαρμογής τους.  Κατά συνέπεια τίποτε το κατακριτέο δεν υπάρχει στην ενασχόληση του δικαστηρίου με τις λεπτομέρειες, που εδώ είναι σημαίνουσες.  Αν μη τι άλλο και λόγω της φύσεως και της δραστικότητας των ασφαλιστικών μέτρων.

Δεν είναι σωστό ότι η εξέταση της μαρτυρίας υπήρξε σχολαστική.  Υπό την έννοια ότι το δικαστήριο καταπιάστηκε μόνο με τα επουσιώδη και έμεινε σε μια επιπόλαιη θεώρηση του υλικού.  Δέχθηκε ότι ήταν δυνατό η ημερομηνία 24/4/00 να τέθηκε από τυπογραφική αβλεψία (δεδομένου οτι στην παράγρ. 8 αναφέρεται η 24/3/00, δηλαδή, ο ορθός χρόνος).  Όμως έμεινε ανεξήγητο πως η εφεσείουσα έκτισε την υπόθεση της, για να εξασφαλίσει διάταγμα, πάνω στο ότι το έγγραφο καταρτίστηκε στις 24/4/00, όταν έφυγε από την Κύπρο.  Είναι σε τέτοιας ποιότητας ισχυρισμούς που βασίστηκε η υπόθεση περί δόλου.  Η αντίφαση γίνεται αφόρητη όταν η εφεσείουσα ισχυρίζεται (παραγρ. 7) ότι έστειλε την επιστολή ημερ. 29/2/00 στο διευθυντή πως δε θα αναγνώριζε οποιοδήποτε πληρε[*1987]ξούσιο για μεταβίβαση της περιουσίας της, δηλαδή, προειδοποιεί για ανύπαρκτο τότε έγγραφο.  Ο πρωτόδικος δικαστής επισήμανε εδώ ότι δεν προβάλλει για τον καταρτισμό του πληρεξουσίου τον ισχυρισμό της για την επιστολή ότι η υπογραφή της πλαστογραφήθηκε ή αποσπάστηκε σε λευκό χαρτί. Θα έπρεπε όμως τότε να εξηγηθεί η πιστοποίηση και η σφραγίδα του Κοινοτικού Συμβουλίου.

Δεν ευσταθούν οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο ενήργησε ως το δικαστήριο της ουσίας. Σε κάθε του βήμα και διαπίστωση, στο πλαίσιο συνάρτησης της υπόθεσης με τα τρία κριτήρια, υπενθύμιζε στον εαυτό του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ότι αξιολογούσε το υλικό για τους σκοπούς της αίτησης.  Μπορεί εδώ να δώσουμε ένα παράδειγμα, γιατί δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, που δείχνει ότι δεν υπήρξε ανάμιξη ρόλων:

“Για τη διαπίστωση αυτής της ορατής πιθανότητας, κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σ’ αυτό το στάδιο.  Έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω λόγοι που φαίνεται να εκθεμελιώνουν την προτεινόμενη βάση αγωγής.  Δεν είναι η παρούσα, περίπτωση όπου οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί παρουσιαζόμενοι είτε λογικοί είτε ως αναδυόμενοι από τα στοιχεία που εκατέρωθεν τίθενται, θα πρέπει να αφεθούν να εξετασούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.  Εδώ οι ίδιοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι αμφιλεγόμενοι, ασαφείς και αντιφατικοί με αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την ικανοποίηση των κριτηρίων του άρθρου 32.”

Το δικαστήριο δεν μπορούσε να αγνοήσει τον αντινομικό χαρακτήρα της μαρτυρίας της εφεσείουσας.  Θα θυμίσω εδώ ότι με την ένορκη δήλωση του, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τους βασικούς ισχυρισμούς της, θέτοντας μια άλλη εκδοχή.  Όμως τα θέματα, οι ασάφειες και οι αντιφάσεις παρέμειναν αδιευκρίνιστες, αφού η εφεσείουσα, που είχε το βάρος απόδειξης, με την έννοια που εξηγεί ο δικαστής, δεν έκαμε χρήση του δικαιώματος αντεξέτασης που της παρείχε η Δ.48 θ.4. Περαιτέρω, ούτε με την αναφορά στην αστυνομική έρευνα προώθησε το αίτημα της, αφού δεν αναφέρθηκε καθόλου στο αποτέλεσμα της.  Οι χειρισμοί και οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστή είναι ορθές και δεν παρέχουν πεδίο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.

Θα προσθέταμε μόνο ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι [*1988]δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των άλλων κριτηρίων και είναι αχρείαστος ο προβληματισμός για το πού κλίνει το ισοζύγιο ευχέρειας. Θα ήταν αντιφατικό να μην υφίσταται η προϋπόθεση αυτή και να εξετάζεται θέμα προοπτικής επιτυχίας ή τα άλλα θέματα που συνάπτονται με το ζήτημα.

Υποστήριξη στη γνώμη μας παρέχει η άποψη του δικαστή Kerr στην Cayne v. Global Natural Resources plc. [1984] 1 All E.R. 225, 229 ως προς την πρώτη προϋπόθεση:

“.......................the question whether to grant or refuse an interlocutory injunction has been placed into a state of balance to the extent that the court can see that the plaintiffs’ case raises a serious issue to be tried.  If the plaintiffs fail at that point, then clearly there is no case for an injunction, and obviously the Cyanamid guidelines cannot come into play.”

Τα άρθρ. 4(1) και 5 του Κεφ. 6 σχολιάζει σε αντιπαραβολή με το άρθρ. 32 του ν. 14/60 η απόφαση A.B.P. Holdings Ltd. v. Κιταλίδη κ.ά.(Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694.  Η τελευταία αυτή διάταξη παρέχει ευρύτατες εξουσίες για χορήγηση προσωρινών διαταγμάτων που υπερκαλύπτουν εκείνες του νόμου περί Πολιτικής Δικονομίας.  Εν πάση περιπτώσει, η εξουσία που παρέχεται διατηρεί και στις δύο περιπτώσεις το διακριτικό της χαρακτήρα.  Μάλιστα στο άρθρ. 5(2) [(ισχύει το ίδιο και για το άρθρ. 4(1)], το διάταγμα δεν εκδίδεται αν ο αιτητής δε φαίνεται να έχει καλή βάση αγωγής.

Τέλος, καταλήγουμε ότι το διάταγμα δεν μπορούσε να εκδοθεί και για ένα πρόσθετο λόγο, που σημειώνει το δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε όλη την εικόνα σχετικά με την αστυνομική έρευνα.  Δεν ενημέρωσε το δικαστήριο για το αποτέλεσμα.  Η παράλειψη είχε σημασία γιατί όπως λέγει το δικαστήριο:

“Στην υπό κρίση αίτηση, η μη αποκάλυψη του οποιουδήποτε αποτελέσματος της αστυνομικής έρευνας δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε καλόπιστη ούτε ότι έγινε λόγω άγνοιας του γεγονότος.  Τέθηκε έντεχνα κατά τρόπο που να συνδέεται μόνο με το επείγον της προταθείσας θεραπείας αλλά όχι με την ουσία της αγωγής. Σημασία είχε να αποκαλυπτόταν το αποτέλεσμα (όποιο και αν ήταν) για να το προσμετρήσει το Δικαστήριο κατά την κρίση του.”

Επομένως, ορθά απορρίφθηκε η αίτηση.  Οι διαπιστώσεις μας, που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, μας οδηγούν στην απόρριψη της έφε[*1989]σης.  Με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο