Parico Aluminium Designs Ltd ν. Muskita - Aluminium Co Limited και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 2015

(2002) 1 ΑΑΔ 2015

[*2015]19 Δεκεμβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

PARICO ALUMINIUM DESIGNS LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

1. MUSKITA – ALUMINIUM CO LIMITED,

2. MUSKITA ALUMINIUM INDUSTRIES LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11156)

 

Αποφάσεις και διατάγματα ― Προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Προϋποθέσεις εκδόσεώς του ― Αποκάλυψη αγώγιμου δικαιώματος, πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και απουσία δυνατότητας για απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο ― Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ― Η δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς ― Η εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 είναι διακριτική και πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση ως προς το κατά πόσο το προσωρινό διάταγμα πρέπει να καταστεί απόλυτο ή να ακυρωθεί ― Δεν είναι επιτρεπτή η διάγνωση της ουσίας της αγωγής.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά τόπον δικαιοδοσία Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Βάση αγωγής ― Το θέμα της κατά τόπον αρμοδιότητας των Επαρχιακών Δικαστηρίων διέπεται από το Άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Ερμηνεία του όρου «η βάσις της αγωγής έχει προκύψει» στο εδάφιο 1(α) του Άρθρου 21(1) του Νόμου 14/60.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 6.8.2001 με την οποία έχουν οριστικοποιηθεί τα παρεμπίπτοντα διατάγματα (το επίδικο διάταγμα) με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες αναφορικά με τα προϊόντα αλουμινίου που κατασκευάζονταν από τους εφεσίβλητους.

[*2016]Τα αγώγιμα δικαιώματα των εφεσιβλήτων αφορούσαν συνωμοσία με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στους ιδίους καθώς και παραβιάσεις των πιο κάτω Νόμων:

1) Του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 (Ν. 59/76).

2) Του Άρθρου 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

3) Του περί Κυρωτικού της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1983 (Ν. 66/83).

4) Του περί Συμβάσεως της Βέρνης διά την Προστασίαν των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979 (Ν. 86/79).

5) Της “Agreement on Trade - Related Aspects of Intellectual Property Rights, Including Trade in Counterfeit Goods” που αποτελεί μέρος της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) που προσυπέγραψε και η Κύπρος και υιοθετήθηκε με τον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης (Κυρωτικό) Νόμο του 1995 (Νόμος 16(ΙΙΙ)/95).

Οι εφεσείοντες ήγειραν για πρώτη φορά θέμα δικαιοδοσίας με την αγόρευση του συνηγόρου τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στερείται κατά τόπο δικαιοδοσίας καθότι οι ουσιαστικές αιτίες αγωγής δεν προέκυψαν εντός της επαρχίας Λεμεσού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε τοπική αρμοδιότητα εφόσον η παραβίαση των δικαιωμάτων των εναγόντων συντελέστηκε με την εισαγωγή κάποιων εμπορευμάτων από τους εναγόμενους μέσω του λιμανιού Λεμεσού.  Αναφορικά με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι «φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν την έδρα τους στη Λεμεσό» και επομένως η όποια ζημιά προκαλείται ή καταλήγει στην επαρχία αυτή. Αυτό το γεγονός - κατέληξε - «είναι φαίνεται, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο αδίκημα, αρκετό για να προσδώσει τοπική αρμοδιότητα στο Δικαστήριο».

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα των καταλήξεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα τον λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση των εφεσιβλήτων και να εκδώσει και οριστικοποιήσει το επίδικο διάταγμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το θέμα της κατά τόπο αρμοδιότητας των Επαρχιακών Δικαστηρίων διέπεται από το Άρθρο 21 του Νόμου 14/60.  Η σχετική για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι η παράγραφος (α) [*2017]του εδαφίου (1) σύμφωνα με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία «ίνα ακούη και αποφασίζει οιανδήποτε αγωγήν οσάκις η βάσις της αγωγής έχει προκύψει είτε καθ’ ολοκληρίαν είτε εν μέρει εντός των ορίων της επαρχίας δι’ ην το δικαστήριον καθιδρύθη».

2.  Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εισαγωγή έχει λάβει χώραν από το Λιμάνι Λεμεσού.  Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η βάση της αγωγής - η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων - έχει προκύψει στην επαρχία Λεμεσού.

     Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 26(1) της Σύμβασης Trips, το οποίο έχει επικαλεσθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, «ο κύριος ενός προστατευόμενου βιομηχανικού σχεδίου έχει το δικαίωμα να εμποδίζει τρίτους να προβαίνουν χωρίς τη συγκατάθεση του στην παραγωγή, την πώληση ή την εισαγωγή ειδών που φέρουν ή ενσωματώνουν ένα σχέδιο το οποίο είναι είτε εξ ολοκλήρου είτε σε μεγάλο βαθμό αντίγραφο του προστατευόμενου σχεδίου».

     Εφόσον στην παρούσα υπόθεση η επίδικη εισαγωγή έχει λάβει χώραν από το λιμάνι Λεμεσού αρμόδιο Δικαστήριο για να εμποδίσει την περαιτέρω εισαγωγή είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

     Αναφορικά με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας η δικαιοδοσία επίσης ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εφόσον η εισαγωγή των επιδίκων προφίλ από το Λιμάνι Λεμεσού είναι συστατικό στοιχείο του συνωμοτικού σχεδίου και αποτέλεσε μέρος της βάσης της αγωγής.

Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επιτράπηκε στους εφεσίβλητους να καταχωρήσουν συμπληρωματική και/ή απαντητική ένορκη δήλωση, είναι εσφαλμένη.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως δεν υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από τους εφεσίβλητους.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αναφορικά με τη δυνατότητα προστασίας των σχεδίων των εφεσιβλήτων ως βιομηχανικών σχεδίων.

4.  Η πρωτόδικη κατάληξη με την οποία κρίθηκε ότι πληρούνται, σε σχέση με τη βάση της αιτίας αγωγής του αθέμιτου ανταγωνισμού, δυνάμει του Νόμου 66/83, οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νό[*2018]μου 14/60, είναι εσφαλμένη.

5.  Τα πιο κάτω συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα:

α)   Από την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων αυτοί δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε τυχόν απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις.

β)   Η συνέχιση των δραστηριοτήτων των εφεσειόντων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής πιθανόν να προκαλέσει στους εφεσίβλητους ανεπανόρθωτη ζημιά με την έννοια ότι δεν θα μπορούν να αποζημιωθούν επαρκώς με την επιδίκαση αποζημιώσεων στη δίκη.

γ)   Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες κρατούν λογαριασμούς για τις πωλήσεις των προφίλ δεν αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση σ’ αυτό το στάδιο για τους εφεσίβλητους.

6.  Η πιο κάτω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία έγινε στα πλαίσια στάθμισης του κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο το επίδικο διάταγμα να παραμείνει σε ισχύ, είναι εσφαλμένη:

     «Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η όποια ζημιά ήθελε προκληθεί στους εναγομένους από τη συνέχιση των διαταγμάτων δεν μπορεί ευχερώς να υπολογιστεί σε χρήμα.  Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η πλάστιγγα της ευχέρειας κλίνει υπέρ των εναγόντων.»

7.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είναι ένοχοι υπέρμετρης καθυστέρησης στη λήψη δικαστικών μέτρων ως και ότι το status quo δεν έχει αλλάξει προς ζημιά των εφεσιβλήτων, είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Εφετείο εξετάζει ζητήματα των οποίων η εξέταση είναι αναγκαία για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. Το θέμα που εγείρεται με το λόγο έφεσης υπ’ αρ. 1 δεν εγείρει θέμα αναγκαίο για την επίλυση των επίδικων θεμάτων της έφεσης. Ακολουθεί πως δεν θα εξεταστεί η ουσία του πιο πάνω λόγου της έφεσης.

2.  Από τις σχετικές εισηγήσεις του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υπόψη τους τα μη αποκαλυφθέντα γεγονότα.

3.  Το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δι[*2019]κονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Στη διαδικασία του Προσωρινού Διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60.

     Αναφορικά με το δικονομικό δίκαιο η Δ.48, θ.2 προβλέπει ότι η αίτηση πρέπει να κάμνει αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο του νόμου ή στο συγκεκριμένο θεσμό επί του οποίου εδράζεται.  Εδώ η αίτηση κάμνει αναφορά στο Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 το οποίο συνιστά το ουσιαστικό δίκαιο.  Είναι το άρθρο το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να χορηγήσει προσωρινό διάταγμα.  Εφόσον οι εφεσίβλητοι έχουν συμμορφωθεί με τη Δ.48, θ. 2 και εφόσον έχουν επικαλεσθεί το ουσιαστικό δίκαιο, δικαιούνται στο στάδιο της τελικής τους αγόρευσης - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - να επικαλεσθούν τις νομοθετικές εκείνες διατάξεις οι οποίες είναι προστατευτικές των δικαιωμάτων τους που έχουν κατά τους ισχυρισμούς τους παραβιασθεί.  Ακολουθεί πως ορθά προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αναφορικά με τη δυνατότητα προστασίας των σχεδίων των εφεσιβλήτων ως βιομηχανικών σχεδίων.

4.  Εξέταση των θέσεων και εισηγήσεων που έχουν προβληθεί από τους εφεσείοντες θα ισοδυναμούσε με εξέταση και διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη ουσιαστικών δικαιωμάτων, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής τους.  Με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν όντως σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης των επιδίκων δικαιωμάτων.

5.  Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθά.  Η επίδικη προσέγγιση δικαιολογείται από το υλικό που βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αυτό αποτελείτο από τους λογαριασμούς οι οποίοι παρουσίαζαν την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων.

     Σε υποθέσεις αυτής της φύσεως η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι ιδιαίτερα εμφανής.

6.  Η επίδικη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τις θέσεις της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου.

7.  Υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης, το διάστημα που μεσολάβησε από τον Νοέμβριο του 2000, που οι εφεσίβλητοι διαμαρτυρήθηκαν στους εφεσείοντες [*2020]για τις δραστηριότητές τους, μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, την 9.2.2001, δεν είναι τέτοιο που να τεκμηριώνει την εισήγηση των εφεσειόντων σε σχέση με την καθυστέρηση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Distillers Co. (Bio-Chemicals) Ltd v. Thompson [1971] 1 All E.R. 694,

Μουρτζινός ν. Global Cruises S.A. (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

C. & K. Κυριάκου και Α/φοι Λτδ ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479,

Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Demades Overseas Ltd v. Studio MA.ST. Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 799,

Τ.Α. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802,

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 A.Α.Δ. 1653,

Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179,

American Cyanamid Co. v. Ethicon Ltd [1975] A.C. 396,

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710,

Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,

Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473,

Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234,

Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892,

Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364,

Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923,

[*2021]

Μεττής κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 417,

Μ. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. The Timberland Co. (1997) 1 A.A.Δ. 1791,

Zein κ.ά. ν. Π. Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606,

Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598,

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453,

Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 A.A.Δ. 2029,

Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 C.L.R. 788,

Stavros Hotel Appartments Ltd κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836,

B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενουςς κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 27/4/01 (Αρ. Αγωγής 925/01) με την οποία οριστικοποιήθηκε το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε υπέρ των εναγόντων οι οποίοι είναι εταιρείες οι οποίες ασχολούνται με την επιχείρηση του σχεδιασμού παραγωγής, διανομής, πώλησης και εμπορίας προφίλ αλουμινίου με το οποίο απαγορευόταν στους εναγομένους από το να προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες, μεταξύ άλλων τη χρήση των σχεδίων των εναγόντων σχετικά με τα προφίλ αλουμινίου γνωστά ως MU 100 Special, την κατασκευή και πώληση τέτοιων προφίλ αλουμινίου και τη διαφήμιση και πώληση οποιωνδήποτε προφίλ της πιο πάνω σειράς μη κατασκευασθέντα από τους ενάγοντες με τρόπο που να τα παρουσιάζουν ως ανήκοντα στις σειρές των ιδίων.

Π. Μουαΐμης με Ε. Σιαμμά, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αραούζος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

[*2022]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Την 9.2.2001 οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) την Αγωγή με αρ. 925/2001 εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 3 (οι εφεσείοντες).  Οι υπόλοιποι εναγόμενοι (με αρ. 1, 2, 4, 5 και 6) ήταν οι εξής:

1. Groupal – Γκρούπ Αλουμίνιο Ελλάς, ΑΒΕΕ, από την Ελλάδα.

2. Θεόδωρος Τζωρτζής, από την Ελλάδα.

4. Άντρη Παφίτη, Βιομηχανική Περιοχή Δαλίου.

5. Κώστας Άρχοντους, Βιομηχανική Περιοχή Δαλίου.

6. Μάριος Άρχοντους, Βιομηχανική Περιοχή Δαλίου.

Με την οπισθογραφημένη απαίτηση τους οι εφεσίβλητοι αξίωσαν, ανάμεσα σ’ άλλες, θεραπείες και διάταγμα του Δικαστηρίου «εμποδίζον τους εναγομένους»:

«1. Ν’ αντιγράφουν και/ή να χρησιμοποιούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο και/ή να παραβιάζουν την πνευματική ιδιοκτησία των εναγόντων επί των σχεδίων τους σχετικά με τα προφίλ αλουμινίου γνωστά ως σειρές MU 100 Special και/ή οποιαδήποτε άλλα σχέδια προφίλ αλουμινίου και/ή οποιαδήποτε άλλη σειρά προφίλ αλουμινίου των εναγόντων.

 2.  Να κατασκευάζουν και/ή παράγουν και/ή συναρμολογούν και/ή πωλούν και/ή διαθέτουν προς πώληση και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο αντιγράφουν οποιονδήποτε προφίλ αλουμινίου των σειρών MU 100 Special των εναγόντων και/ή οποιαδήποτε άλλα σχέδια προφίλ αλουμινίου και/ή οποιαδήποτε άλλη σειρά προφίλ αλουμινίου των εναγόντων.

 3.  Να εισάγουν στην Κύπρο οποιαδήποτε προφίλ αλουμινίου ίδια και/ή παρόμοια των σειρών MU 100 Special των εναγόντων και/ή οποιαδήποτε εξ αυτών και/ή οποιαδήποτε άλλα σχέδια προφίλ αλουμινίου και/ή οποιαδήποτε άλλη σειρά προφίλ αλουμινίου των εναγόντων και/ή τα οποία είναι αντιγραφή και/ή απομίμηση και/ή αναπαραγωγή των σχεδίων των εναγόντων.»

Αξίωσαν επίσης «αποζημιώσεις για συνωμοσία για πρόκληση ζημιάς σε βάρος των εναγόντων με παράνομα και/ή νόμιμα μέσα και/ή για την προώθηση των συμφερόντων των εναγομένων με παράνομα όμως μέσα και/ή για παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας των εναγόντων και/ή για διάπραξη του αστικού αδικήματος που παροβλέπεται από το άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148

[*2023]

Ύστερα από μονομερή αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 9.2.2001 το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε – την 9.2.2001 – παρεμπίπτοντα διατάγματα («το επίδικο διάταγμα») με τα οποία απαγορευόταν στους εφεσείοντες (εναγομένους 3) «από το να προβαίνουν σε διάφορες ενέργειες, μεταξύ άλλων τη χρήση των σχεδίων των εναγόντων σχετικά με τα προφίλ αλουμινίου γνωστά ως MU 100 Special ως ο επισυνημμένος ‘Α’ στην αίτηση κατάλογος, την κατασκευή και πώληση προφίλ αλουμινίου τα οποία είναι τα ίδια όπως αυτά στον κατάλογο ‘Α’ και τη διαφήμιση και πώληση οποιωνδήποτε προφίλ της πιο πάνω σειράς μη κατασκευασθέντα από τους ενάγοντες με τρόπο που να τα παρουσιάζουν ως ανήκοντα στις σειρές των εναγόντων και/ή να προέρχονται από οποιαδήποτε σχέδια προφίλ των εναγόντων ως κατασκευασθέντα από αυτούς».

Οι εφεσείοντες ενέστησαν στη συνέχιση του επίδικου διατάγματος και καταχώρισαν σχετική ειδοποίηση. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την οριστικοποίηση του επίδικου διατάγματος.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 6.8.2001 με την οποία έχει οριστικοποιηθεί το επίδικο διάταγμα.

Συνοψίζουμε τα βασικά γεγονότα τα οποία είχαν επικαλεσθεί οι εφεσίβλητοι στις ένορκες δηλώσεις τους που συνόδευαν την μονομερή αίτηση τους.

Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρείες οι οποίες ασχολούνται με την επιχείρηση του σχεδιασμού παραγωγής, διανομής, πώλησης και εμπορίας προφίλ αλουμινίου και άλλων προϊόντων και αντικειμένων από αλουμίνιο. Στη διάρκεια ετών οι εφεσίβλητοι έχουν πραγματοποιήσει έρευνες και έχουν δημιουργήσει, σχεδιάσει και αναπτύξει μιαν εκτεταμένη σειρά προφίλ τα οποία παράγουν βιομηχανικά και πωλούν και διανέμουν στην Κύπρο και στο εξωτερικό.  Ανάμεσα σ’  αυτά και τα προφίλ MU 303, MU 304, MU 305, MU 306 και MU 326 τα οποία αποτελούν μερικά από τη σειρά MU 100 Special. Η σειρά αυτή είναι επινόηση και σχεδίαση της λέξης “Muskita”.  Τα προφίλ αλουμινίου πωλούνται στην Κυπριακή αγορά με αναφορά στον κώδικα αναγνώρισης τους, αναγνωρίζονται με τους δηλωτικούς αριθμούς σειράς, όπως για παράδειγμα “MU”. Στην βιομηχανία αλουμινίου και στην αντίστοιχη αγορά, τα προφίλ των εναγόντων αναγνωρίζονται με απλή αναφορά στον αριθμό της σειράς χωρίς την ανάγκη αναφοράς στα γράμματα  “MU”.  

[*2024]

Οι εφεσίβλητοι διεκδικούν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των σχεδίων της πιο πάνω σειράς προφίλ αλουμινίου (MU 100 special).  Την 1.7.98, στην Αγωγή 3949/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν εκ συμφώνου, εναντίον της Άλκο Ελλάς και 3 άλλων εναγομένων απαγορευτικά διατάγματα με τα οποία οι εναγόμενοι, ανάμεσα σ’ άλλα, εμποδίζονται από του να «εξάγουν προς και/ή να εισάγουν στην Κύπρο οποιαδήποτε προφίλ αλουμινίου ίδια μ΄ αυτά των σειρών MU 100 special των εναγόντων».

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι εφεσείοντες παραβιάζουν τα δικαιώματα τους με το να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα της πιο πάνω σειράς MU 100 special.  Η παραβίαση γίνεται σε συνεργασία και/ή σε συνωμοσία με την Άλκο Ελλάς και τους άλλους εναγομένους με σκοπό να παρακαμφθεί το πιο πάνω διάταγμα εναντίον της Άλκο Ελλάς.

Η ένσταση των εφεσειόντων υποστηρίχθηκε από δυο ένορκες δηλώσεις, της κοινής ένορκης δήλωσης της Άντρης Παφίτη και Μάριου Άρχοντους (εναγομένων 4 και 6) και αυτή του Μιχαλάκη Δρακούδη.  Ήγειραν τέσσερις λόγους ένστασης τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε ως εξής:

«(1)     Οι ενάγοντες έχουν αντιγράψει τα σχέδια κατασκευής των προϊόντων για τα οποία διεκδικούν έννομη προστασία.

 (2) Η αποδοχή της αίτησης θα σήμαινε παγίωση μονοπωλιακών καταστάσεων από τους ενάγοντες και παρεμπόδιση άσκησης νομίμων και συνταγματικά κατοχυρομένων δικαιωμάτων από τους εναγόμενους.

 (3) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, οι ενάγοντες παρέβησαν το καθήκον ειλικρίνειας απέναντι στο Δικαστήριο και δεν προσέρχονται σ’ αυτό με καθαρά χέρια.»

Με σκοπό ν’ απαντήσουν στους ισχυρισμούς της Άντρης Παφίτη και του Μάριου Αρχοντούς οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα για καταχώριση συμπληρωματικής/απαντητικής ένορκης δήλωσης στο οποίο οι εφεσείοντες πρόβαλαν ένσταση.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα μετά από ακροαματική διαδικασία.

Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου τους, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες ήγειραν για πρώτη φορά και ανέπτυξαν τη θέση τους ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στερείται κατά τόπο δικαιοδοσίας καθότι «οι ενάγοντες δεν έχουν ουσιαστικές αιτίες αγωγής που να είχαν προκύψει εξ ολοκλήρου είτε μερικά εντός της επαρχίας Λεμεσού» με αποτέλεσμα να μη μπορεί να οριστικοποιηθεί το επίδικο διάταγμα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στο συνήγορο των εφεσιβλήτων να αναπτύξει τη δική του θέση και εισηγήσεις επί του θέματος της δικαιοδοσίας.

Τα αγώγιμα δικαιώματα των εφεσιβλήτων αφορούσαν συνωμοσία με σκοπό την πρόκληση ζημιάς στους ιδίους καθώς και παραβιάσεις των πιο κάτω Νόμων:

(1)  Του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 (Ν. 59/76).

(2)  Του άρθρου 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

(3)  Του περί Κυρωτικού της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1983 (Ν. 66/83).

(4)  Του περί Συμβάσεως της Βέρνης δια την Προστασίαν των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικού) Νόμου του 1979 (Ν. 86/79).

(5)  Της “Agreement on Trade – Related Aspects of Intellectual Property Rights, Including Trade in Counterfeit Goods” που αποτελεί μέρος της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) που προσυπέγραψε και η Κύπρος και υιοθετήθηκε με τον περί της Τελικής Πράξης του Γύρου της Ουρουγουάης (Κυρωτικό) Νόμο του 1995 (Νόμος 16(ΙΙΙ)/95).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32* του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν.14/60) σε σχέση με τα πιο πάνω αγώγιμα δικαιώματα των εφεσιβλήτων.  Έκρινε ως εξής:

(Α) Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμος του 1976 (Ν. 59/76).

Έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι τα επίδικα σχέδια των εφεσιβλήτων εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 3(3)* του  Νόμου 59/76, και επομένως δεν είναι προστατεύσιμα.  Κατά συνέπεια δεν συντρέχουν οι δυο προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

(Β) Νόμοι 66/83 και 16(ΙΙΙ)/95.

Έκρινε ότι τα επίδικα σχέδια μπορούν να προστατευθούν ως βιομηχανικά σχέδια σύμφωνα με το άρθρο 5 πεντάκις του Νόμου 66/83 και το άρθρο 5 του Νόμου 16(ΙΙΙ)/95.  Επομένως ικανοποιούνται και οι δυο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

(Γ) Αστικό αδίκημα της συνωμοσίας για πρόκληση ζημιάς.

(Δ) Αθέμιτος ανταγωνισμός βάσει του Νόμου 66/83.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνται και οι δυο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

(Ε) Αθέμιτος ανταγωνισμός βάσει του άρθρου 35 του Κεφ. 148

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 οι εφεσίβλητοι «απέτυχαν να καταδείξουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας πάνω στη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού».

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60·  και αφού σημείωσε ότι η πλάστιγγα της ευχέρειας κλίνει υπέρ των εφεσιβλήτων οριστικοποίησε το επίδικο διάταγμα.

Τέλος το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων σε σχέση με τα θέματα της δικαιοδοσίας, της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και του επείγοντος.

Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης με τους οποίους αμφισβητείται η ορθότητα όλων των πιο πάνω καταλήξεων του Πρωτόδικου Δι[*2027]καστηρίου, περιλαμβανομένης και της ορθότητας του διατάγματος για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τους εφεσίβλητους.

Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο της έφεσης (με αρ. 4) με τον οποίο οι εφεσείοντες προσβάλλουν την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση των εφεσιβλήτων και να εκδώσει και οριστικοποιήσει το επίδικο διάταγμα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει ως εξής το θέμα της δικαιοδοσίας:

«Η παραβίαση των δικαιωμάτων των εναγόντων συντελέστηκε με την εισαγωγή των προϊόντων.  Η τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, θεμελιώνεται από τη στιγμή που η εισαγωγή κάποιων εμπορευμάτων έγινε από τους εναγομένους μέσω του λιμανιού της Λεμεσού όπως παρουσιάζεται να έγινε.  Δεν φαίνεται να απαιτείται,  όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγομένων οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από μέρους των εναγομένων πέραν της εισαγωγής τους.  Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη Συμφωνία Trips (άρθρο 26). Την άποψη αυτή πιστεύω, υποστηρίζει κατ’ αναλογία και το άρθρο 13 του Ν 59/76 σύμφωνα με το οποίο δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας παραβιάζεται, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή του αντικειμένου για χρήση, χωρίς την άδεια του δημιουργού.»

Αναφορικά με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι «φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, να έχουν την έδρα τους στη Λεμεσό» και επομένως η όποια ζημιά προκαλείται ή καταλήγει στην επαρχία αυτή.  Αυτό το  γεγονός – κατέληξε – «είναι φαίνεται, σε ότι αφορά το συγκεκριμένο αδίκημα, αρκετό για να προσδώσει τοπική αρμοδιότητα στο Δικαστήριο (βλ. Distillers Co. (Bio-Chemicals) Ltd v. Thompson [1971] 1 All E.R. 694).

Ο κ. Μουαΐμης, με αναφορά στο άρθρο 21 του Νόμου 14/60, υπέβαλε ότι από τις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο αυτό η μόνη που μπορεί να επικαλεσθούν οι εφεσίβλητοι ότι εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση είναι αυτή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1):  “η βάση της αγωγής έχει προκύψει είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικά εντός των ορίων της επαρχίας για την οποία το δικαστήριο καθιδρύθηκε».  Σύμφωνα με τον κ. Μουαΐμη οι εφεσείοντες έχουν βιομηχανικές και εμπορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή Ιδαλίου, στην επαρχία Λευκωσίας, και δραστηριοποιούνται εμπο[*2028]ρικά μόνο από τις εγκαταστάσεις αυτές.  Ο όρος «εισαγωγή» - συνέχισε ο κ. Μουαΐμης – στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί αφηρημένα ή απομονωμένα.  Θα πρέπει να συνδεθεί με το πλέγμα των εμπορικών δραστηριοτήτων των εφεσειόντων. Εισαγωγή από μόνη της, δηλαδή κατοχή των εμπορευμάτων και αποθήκευση τους δεν συνιστά παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ούτε «passing off».  Απαιτείται η ένταξη της εισαγόμενης ποσότητας στο δίκτυο εμπορίας των εφεσειόντων, δηλαδή η θέση τους στο εμπόριο.  Στην παρούσα υπόθεση καμιά χρήση ή διάθεση των εμπορευμάτων έχει γίνει από τους εφεσείοντες στη Λεμεσό.  Υποστήριξη στην πιο πάνω εισήγηση – κατέληξε ο κ. Μουαΐμης – παρέχεται από το άρθρο 44 της Σύμβασης Trips και πρόσθετη υποστήριξη από το άρθρο 50.  Το ότι τα προφίλ αφίχθηκαν στο λιμάνι Λεμεσού (γεγονός που δεν αμφισβητείται) και στη διαδρομή προς τη Λευκωσία πέρασαν και από την επαρχία Λεμεσού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ικανό να προσδώσει δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Το δίκτυο εμπορίας των εφεσειόντων εκτείνεται εδαφικά μόνο στη Λευκωσία.  Η δε είσοδος των εμπορευμάτων από το Λιμάνι της Λεμεσού είναι απλώς μια προκαταρκτική, ουδέτερη πράξη.  Από πού εισάγονται στην Κύπρο τα εμπορεύματα είναι δευτερεύουσας σημασίας.

Αναφορικά με την αιτία αγωγής της συνωμοσίας ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι το συμπέρασμα περί ύπαρξης δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ζημιά που προκαλείται καταλήγει στην έδρα των εφεσιβλήτων, είναι εσφαλμένο για τους πιο κάτω λόγους:

(α)  Ενώ στο οπισθογραφημένο κλητήριο οι εφεσίβλητοι επιζητούσαν, μεταξύ άλλων θεραπειών, αποζημιώσεις για συνωμοσία για πρόκληση ζημιάς σε βάρος τους, στην έκθεση απαιτήσεως που καταχώρησαν στις 27.6.2001 (πολύ πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης) δεν συμπεριλαμβάνεται η πιο πάνω θεραπεία. Επομένως εγκατέλειψαν την πιο πάνω θεραπεία και κατ’ επέκταση την αιτία αγωγής της συνωμοσίας.

(β)  Για το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας απαιτείται να δικογραφηθεί και να αποδειχθεί στη δίκη πραγματική ειδική ή οικονομική ζημιά.

Τέλος ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί δυνατότητας θεραπείας της παράλειψης των εφεσιβλήτων με τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως τους είναι εσφαλμένο.

Πρέπει να υποδείξουμε ότι η αναφορά του Πρωτόδικου Δικα[*2029]στηρίου στη δυνατότητα θεραπείας με τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως δεν αποτελεί μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης του με το οποίο είχε αποφανθεί επί του θέματος της δικαιοδοσίας.  Επομένως δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο έφεσης.

Από την άλλη ο κ. Αραούζος υπέβαλε ότι από τη φύση της η Αίτηση αλλά και η Αγωγή εμπεριέχει και το στοιχείο της προληπτικής Αγωγής (quia timet) γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί στην περίπτωση που γίνει αποδεκτή η θέση των εφεσιβλήτων ότι «δηλαδή για να στοιχειοθετηθεί οποιοδήποτε αστικό αδίκημα πρέπει να αποδεικνύεται απαραίτητα διάθεση προϊόντων στη Λεμεσό».

Περαιτέρω ο κ. Αραούζος υπέβαλε ότι σε περίπτωση που επιτραπεί στους εφεσείοντες η εκτελώνιση των προϊόντων που εισάγουν από τους εναγομένους 1 από το Λιμάνι της Λεμεσού είναι ως να τους επιτρέπεται η επόμενη ενέργεια στην αλυσίδα του αθέμιτου ανταγωνισμού κατά παράβαση του άρθρου 10 (δις) της Σύμβασης των Παρισίων.  Το Δικαστήριο – συνέχισε ο κ. Αραούζος – είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίσει στους εφεσίβλητους αποτελεσματική προστασία έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού. 

Έχει νομολογηθεί ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαίτησης (βλ. Μουρτζινός ν. Global Cruises S.A. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160).

Παραθέτουμε, επομένως, τους βασικούς ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων όπως αυτοί έχουν τεθεί στην έκθεση απαίτησης τους:

(1)  Οι εφεσίβλητοι διεκδικούν πνευματική ιδιοκτησία επί των σχεδίων της ολοκληρωμένης σειράς προφίλ αλουμινίου (MU 100 special).

(2)  Την 1.7.98, στα πλαίσια της Αγωγής 3949/98 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν εκ συμφώνου, εναντίον της ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ και 3 άλλων εναγομένων απαγορευτικά διατάγματα με τα οποία οι εναγόμενοι, ανάμεσα σ’ άλλα, εμποδίζονται από του να «εξάγουν προς και/ή να εισάγουν στην Κύπρο οποιαδήποτε προφίλ αλουμινίου ίδια μ’  αυτά των σειρών MU 100 special των εναγόντων».

(3)  Η ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ  με σκοπό την προώθηση των οικονομικών της συμφερόντων και/ή την πρόκληση ζημιάς στους εφεσίβλη[*2030]τους κακόβουλα και/ή παράνομα συνωμότησε και/ή εξακολουθεί να συνομωτεί με τους εναγομένους 1-6 και/ή οποιουσδήποτε απ’ αυτούς και/ή κάτω από την καθοδήγηση του εναγομένου 2 με παράνομα μέσα και/ή με αθέμιτο τρόπο και/ή κατά παράβαση διεθνών συμβάσεων, ως οι πιο κάτω λεπτομέρειες:

(α)   Οι εφεσείοντες, χωρίς την άδεια των εφεσιβλήτων, έκαναν στις 25.1.2001 και 20.2.2001 εισαγωγή προφίλ αλουμινίου της σειράς MU παρόλο που αυτά παράχθηκαν από την ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ.

(β)   Οι εφεσείοντες και οι εναγόμενοι 4-6 γνώριζαν όταν αποφάσισαν να κάνουν τις πιο πάνω εισαγωγές τις απαιτήσεις των εφεσιβλήτων και τις δικαστικές διαδικασίες ως επίσης και τα πιο πάνω διατάγματα.

(γ)   Οι εφεσείοντες σε ημερομηνίες άγνωστες στους εφεσίβλητους και σε κάθε περίπτωση πριν την έκδοση του κλητηρίου εντάλματος με τη γνώση όλων των υπολοίπων εναγομένων πώλησαν προφίλ αλουμινίου της σειράς ΜU 100 special τα οποία εν γνώση τους δεν ήταν κατασκευασμένα από τους εφεσίβλητους αλλά από την ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ.

(δ)   Οι εφεσείοντες και οι εναγόμενοι 4-6 χρησιμοποιούνται μαζί με τους εναγομένους 1 από την ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ για να προωθούν προφίλ που αποτελούν πιστή αντιγραφή ορισμένων από τα προφίλ της σειράς MU 100 special με σκοπό να διευκολύνουν την ΑΛΚΟ ΕΛΛΑΣ να παρακάμπτουν εντέχνως το πιο πάνω απαγορευτικό διάταγμα ημερ. 1.7.98.

(4)  Ο τρόπος με τον οποίο ενέργούν όλοι οι εναγόμενοι προκαλεί ζημιά στους εφεσίβλητους και συνιστά παράβαση της Συνθήκης της Βέρνης και/ή αθέμιτο ανταγωνισμό κατά παράβαση της Σύμβασης του Παρισιού και/ή κατά παράβαση της Σύμβασης Trips.

Ανάμεσα στις θεραπείες που επιδιώκονται από τους εφεσίβλητους είναι και οι εξής:

(α)  Διάταγμα του Δικαστηρίου που να εμποδίζει τους εναγομένους να εξάγουν προς και/ή να εισάγουν στην Κύπρο οποιαδήποτε προφίλ αλουμινίου ίδια των σειρών MU100 special των εφεσιβλήτων.

[*2031]

(β)  Έρευνα ως προς τις αποζημιώσεις «και/ή τη εκλογή των εναγόντων, λογαριασμό των κερδών των εναγομένων και καταβολή προς τους ενάγοντες όλων των ποσών τα οποία ήθελαν βρεθεί οφειλόμενα προς αυτούς ως αποζημιώσεις κατόπιν και/ή συνεπακόλουθα της τοιαύτης ερεύνης και/ή μετά τον εν λόγω λογαριασμό εις τους ενάγοντες».

Το θέμα της κατά τόπο αρμοδιότητας των Επαρχιακών Δικαστηρίων διέπεται από το άρθρο 21 του Νόμου 14/60.  Η σχετική για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) σύμφωνα με την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία «ινα ακούη και αποφασίζει οιανδήποτε αγωγήν οσάκις η βάσις της αγωγής έχει προκύψει είτε καθ’  ολοκληρίαν είτε εν μέρει εντός των ορίων της επαρχίας δι’ ην το δικαστήριον καθιδρύθη».

Στην C. & K. Κυριάκου και Α/φοι Λτδ ν. Ιωάννου (1990) 1 Α.Α.Δ. 479 κρίθηκε ότι η βάση της αγωγής (διάρρηξη της συμφωνίας) προέκυψε στη Λευκωσία και τοπική αρμοδιότητα για την επίλυση του θέματος είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Σημειώνουμε ότι στον όρο «βάση της αγωγής» όπως ερμηνεύεται στο εισαγωγικό μέρος του Νόμου 14/60 – άρθρο 2 - μνημονεύεται ότι όταν η διάρρηξη συμφωνίας αποτελεί τη βάση της αγωγής, αρμοδιότητα για την επίλυση της διαφοράς έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο της περιοχής όπου η διάρρηξη εκδηλώθηκε.  Υποδεικνύουμε, ωστόσο, ότι η απόφαση στην C. & K. Κυριάκου (πιο πάνω)  είναι ερμηνευτική του όρου «η βάσις της αγωγής έχη προκύψει» στο εδάφιο 1(α) του άρθρου 21(1) του  Νόμου 14/60.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι οι εφεσείοντες έχουν παραβιάσει τα δικαιώματα τους.  Διατείνονται, επίσης, ότι η παραβίαση των δικαιωμάτων τους έχει συντελεσθεί, ανάμεσα σ’ άλλα, με την εισαγωγή των επιδίκων εμπορευμάτων.  Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εισαγωγή έχει λάβει χώραν από το Λιμάνι Λεμεσού.  Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι η βάση της αγωγής – η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων – έχει προκύψει στην επαρχία Λεμεσού.  Αυτή η διαπίστωση είναι αρκετή για να προσδώσει κατά τόπο αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Εφόσον η εισαγωγή και η παρεμπόδιση της συνιστούν μέρος της βάσης της αγωγής η εισαγωγή από μόνη της είναι ικανή να θεμελιώσει κατά τόπο αρμοδιότητα και δεν είναι απαραίτητο να ακολουθήσει χρήση των επιδίκων προφίλ στο εμπόριο.  Η περί του αντιθέτου εισήγηση του [*2032]κ. Μουαΐμη δεν ευσταθεί.  Τα άρθρα 44 και 50 της Σύμβασης Trips, τα οποία έχει επικαλεσθεί ο κ. Μουαΐμης, δεν προωθούν την σχετική εισήγηση του.  Και τα δύο άρθρα ομιλούν για λήψη μέτρων από τις δικαστικές αρχές για αποτροπή της εισόδου στα υπαγόμενα στη δικαιοδοσία τους δίκτυα εμπορίας εισαγόμενων προϊόντων, τα οποία συνδέονται με κάποια παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αμέσως μετά τον εκτελωνισμό τους.  Για να επιτευχθεί η είσοδος στο δίκτυο εμπορίας πρέπει να προηγηθεί η εισαγωγή και ο εκτελωνισμός. Εφόσον η εισαγωγή συνιστά μέρος της βάσης της αγωγής τα άρθρα 44 και 50 δεν συνηγορούν υπέρ της πιο πάνω εισήγησης του κ. Μουαΐμη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 26(1) της Σύμβασης Trips, το οποίο έχει επικαλεσθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «ο κύριος ενός προστατευόμενου βιομηχανικού σχεδίου έχει το δικαίωμα να εμποδίζει τρίτους να προβαίνουν χωρίς τη συγκατάθεση του στην παραγωγή, την πώληση ή την εισαγωγή ειδών που φέρουν ή ενσωματώνουν ένα σχέδιο το οποίο είναι είτε εξ ολοκλήρου είτε σε μεγάλο βαθμό αντίγραφο του προστατευόμενου σχεδίου».

Εφόσον στην  παρούσα υπόθεση η επίδικη εισαγωγή έχει λάβει χώραν από το λιμάνι Λεμεσού αρμόδιο Δικαστήριο για να εμποδίσει την περαιτέρω εισαγωγή είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Περαιτέρω ο κ. Αραούζος έχει υποβάλει ότι η αγωγή είναι προληπτική (quia timet) γεγονός που δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί κατά την εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τους Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 24, παραγ. 832 όπου ένας ενάγοντας αποδεικνύει ότι έχει δικαίωμα το οποίο έχει παραβιασθεί και ότι επαπειλείται περαιτέρω παραβίαση σε σημαντικό βαθμό, δικαιούται σε απαγορευτικό διάταγμα για να εμποδίσει την επαπειλούμενη παραβίαση με βάση τις συνηθισμένες αρχές χορήγησης απαγορευτικών διαταγμάτων.

Εδώ οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται (βλ. παραγ. 32 και 33 της έκθεσης απαίτησης) ότι:

(α)  Οι εναγόμενοι απειλούν και έχουν πρόθεση να συνεχίσουν τις πιο πάνω παράνομες ενέργειες τους, οι οποίες περιλαμβάνουν και εισαγωγές των επιδίκων προϊόντων εκτός αν εμποδιστούν με διάταγμα του Δικαστηρίου.

[*2033](β)       Κάλεσαν τους εφεσείοντες και τους εναγομένους 4-6 να σταματήσουν την προώθηση, εμπορία και εισαγωγή των επιδίκων προφίλ, αλλά οι δικηγόροι των τελευταίων απάντησαν ότι θα συνέχιζαν να εμπορεύονται τα επίδικα προφίλ.

Θεωρούμε ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί σε συνδυασμό με τις επιδιωκόμενες θεραπείες είναι ικανοί να εντάξουν την αγωγή εντός της κατηγορίας της προληπτικής αγωγής (quia timet action).  Επομένως εφόσον με την αγωγή σκοπείται να εμποδισθεί, ανάμεσα σ’  άλλα, και η εισαγωγή των επιδίκων προφίλ, η οποία έχει συντελεσθεί από το Λιμάνι Λεμεσού, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είναι το κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο.

Αναφορικά με την κατάληξη του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου η οποία σχετίζεται με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας λαμβάνουμε υπόψη τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων σύμφωνα με τους οποίους οι εφεσείοντες, κατόπιν συνωμοσίας με άλλους έχουν προβεί σε εισαγωγές των επιδίκων προφίλ. Συμφωνούμε επομένως με τη θέση του κ. Αραούζου ότι η εισαγωγή από το Λιμάνι Λεμεσού είναι συστατικό στοιχείο του συνωμοτικού σχεδίου και αποτέλεσε μέρος της βάσης της αγωγής.  Κατά συνέπεια και σε σχέση με το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας η δικαιοδοσία ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Εν όψει των πιο πάνω καταλήξεων μας δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης με την οποία κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έχει δικαιοδοσία γιατί η ζημιά καταλήγει στην επαρχία αυτή.

Η εισήγηση του κ. Μουαΐμη περί εγκατάλειψης της θεραπείας της συνωμοσίας με την έκθεση απαίτησης δεν ευσταθεί.  Στην έκθεση απαίτησης περιέχονται σαφείς ισχυρισμοί περί της συνωμοσίας και περί πρόκλησης ζημιάς.

Αναφορικά με την εισήγηση του  που σχετίζεται με τον τρόπο δικογράφησης του αστικού αδικήματος της συνωμοσίας θεωρούμε ότι το στάδιο της χορήγησης και οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος δεν είναι το κατάλληλο στάδιο εξέτασης της εγκυρότητας της δικογραφίας. Εναπόκειται στους εφεσείοντες να κάμουν χρήση των κατάλληλων ένδικων διαβημάτων αν φρονούν ότι η έκθεση απαιτήσεως δεν αποκαλύπτει εύλογη βάση αγωγής.

Στη συνέχεια θ’ ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης:

[*2034]

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία είχε επιτραπεί στους εφεσίβλητους να καταχωρίσουν συμπληρωματική και/ή απαντητική ένορκη δήλωση.

Στη διάρκεια της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, κ. Μουαΐμη, του θέσαμε το ερώτημα κατά πόσο το περιεχόμενο της απαντητικής ένορκης δήλωσης των εφεσιβλήτων έχει ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ο κ. Μουαΐμης απάντησε ότι από τη στιγμή που η απαντητική ένορκη δήλωση «ήταν στο φάκελο της υπόθεσης θα ήταν λογικό να είχε επιδράσει στη σκέψη του Δικαστηρίου».

Έχουμε την άποψη πως στην κατ’ έφεση δικαιοδοσία το Εφετείο εξετάζει ζητήματα των οποίων η εξέταση είναι αναγκαία για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης.  Εφόσον δεν έχει υποδειχθεί ότι η επίδικη απαντητική ένορκη δήλωση έχει ληφθεί υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την επίλυση οποιουδήποτε επιδίκου θέματος της ενώπιον του διαδικασίας η ενασχόληση μας με τον σχετικό λόγο της έφεσης θα αποτελούσε ένα καθαρώς ακαδημαϊκό εγχείρημα. Όπως έχουμε υποδείξει πιο πάνω το Εφετείο εξετάζει ζητήματα των οποίων η εξέταση είναι αναγκαία για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης.  Εδώ δεν αντιμετωπίζουμε τέτοια περίπτωση. Ακολουθεί πως δεν θα εξεταστεί η ουσία του πιο πάνω λόγου της έφεσης.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε απόκρυψη από μέρους των εφεσιβλήτων αναφορικά με την εισαγωγή και διάθεση στην Κυπριακή αγορά από την Alsaco Aluminium Ltd ποσότητας 10 τόνων προφίλ αλουμινίου παρόμοιων με τα προφίλ που εισήγαγαν οι εφεσείοντες από τους εναγομένους 1.

Παρίσταται ανάγκη καταγραφής της επίδικης προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πριν από την ενασχόληση μας με τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων.  Την μεταφέρουμε:

«Τυχόν εκδοθέν διάταγμα μπορεί να ακυρωθεί χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει και να εξετάσει την ουσία του εάν φανεί ότι έγινε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσης του.  Η αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου των εναγομένων περιορίστηκε σε ένα μόνο γεγονός, ότι οι ενάγοντες απέκρυψαν το γεγονός της εισαγωγής από την Alsaco, που έγινε τον Απρίλη 2000, παρόμοιων προφίλ με τα επί[*2035]δικα, και τη διάθεση τους στην αγορά.  Αντεξεταζόμενος, ο κ. Μουσκής είπε ότι οι ενάγοντες έλαβαν γνώση για αυτό το γεγονός με την ένορκη δήλωση της κας Παφίτη και κ. Αρχοντούς.  Αργότερα, στις 3.4.2001 πήραν και την επιβεβαίωση της Alsaco  και τα σχετικά έγγραφα τα οποία παρουσιάζονται στην απαντητική ένορκη δήλωση των εναγόντων.  Δεν γνώριζε τί έγιναν αυτά τα εμπορεύματα.

Δεν είμαι ικανοποιημένη από το ενώπιόν μου υλικό ότι οι ενάγοντες γνώριζαν και απέκρυψαν το γεγονός της εισαγωγής από την Alsaco στο στάδιο της μονομερούς αίτησης. Όσον αφορά τα υπόλοιπα γεγονότα που οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι είναι ουσιώδη και δεν αποκαλύφθηκαν είναι φανερό ότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν τέτοια.  Θα προχωρήσω επομένως στην εξέταση της αίτησης.»

Ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσης του επίδικου διατάγματος όσα γεγονότα γνώριζαν ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζαν και τα οποία είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορούν ν’ ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση.      Δεν παρέπεμψε σε στοιχεία τα οποία τεκμηριώνουν γνώση των εφεσιβλήτων των μη αποκαλυφθέντων γεγονότων.  Παρέπεμψε σε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία – όπως το έθεσε – θα ήταν παντελώς αφύσικο να μην γνώριζαν για την εισαγωγή και τη διάθεση στην αγορά 10 τόνων (παράνομων) προφίλ που παραβιάζουν τόσο δραστικά και άμεσα τα δικαιώματα τους.  Κατέληξε με την εισήγηση πως οι εφεσίβλητοι «που είχαν ένα άρτιο σύστημα εμπορίας και διανομής των προϊόντων τους χονδρικά και  λιανικά σε όλες τις πόλεις της Κύπρου δεν μπορεί να μην γνώριζαν τί πωλούσαν οι ανταγωνιστές τους ή άλλοι έμποροι».

Παρατηρούμε:  Από τις σχετικές εισηγήσεις του κ. Μουαΐμη δεν προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υπόψη τους τα μη αποκαλυφθέντα γεγονότα.  Αυτό που προκύπτει είναι ότι πρέπει να τα είχαν υπόψη τους. Οι εφεσείοντες, οι οποίοι επί του προκειμένου φέρουν και το βάρος απόδειξης, δεν παρουσίασαν θετική μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι είχαν γνώση του  μη αποκαλυφθέντος γεγονότος.  Παρατηρούμε, επίσης, ότι σε σχέση με αυτό το θέμα έχει δοθεί μαρτυρία από την πλευρά των εφεσιβλήτων.  Το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει σαν κύριο έρεισμα τη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσιβλήτων – κ. Μουσκή – ότι έλαβε γνώση του επίδικου γεγονότος με την ένορκη δήλωση των εφεσειόντων.  Δεν έχει τεθεί τίποτε ενώπιον μας που να δικαιολογεί επέμβαση μας με τη θε[*2036]ώρηση της προφορικής μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαδικασία οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος.  Υπό το φως και των πιο πάνω παρατηρήσεων μας κρίνουμε πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αναφορικά με τη δυνατότητα προστασίας των σχεδίων των εφεσιβλήτων ως βιομηχανικών σχεδίων.

Ο κ. Μουαϊμης υπέβαλε ότι η όλη υπόθεση των εφεσιβλήτων προωθήθηκε μέχρι και το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας στη βάση παράβασης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας το οποίο αναγνωρίζεται και παρέχεται μόνο δυνάμει του Νόμου 59/76.

Η ακροαματική διαδικασία – συνέχισε ο κ. Μουαΐμης – διεξήχθη με βάση την πιο πάνω προβαλλόμενη αιτία αγωγής.  Επικουρικά προβλήθηκαν και η συνωμοσία και η αντιποίηση εμπορευμάτων δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Η υπόθεση δικογραφήθηκε σ’ αυτή τη βάση (βλ. την επίδικη αίτηση και το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα).   Οι εφεσίβλητοι δεν επικαλούνται ούτε στοιχειοθετούν στην έκθεση απαιτήσεως τους (που καταχωρήθηκε στις 27.6.2001) οποιαδήποτε αιτία αγωγής στη βάση της παραβίασης των προνοιών της Σύμβασης των Παρισίων ή της Trips.  Οι εφεσίβλητοι – κατέληξε ο κ. Μουαΐμης – επικαλέστηκαν για πρώτη φορά δικαίωμα προστασίας δυνάμει της Σύμβασης των Παρισίων και της Trips κατά την αγόρευση του δικηγόρου τους ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Από την άλλη ο κ. Αραούζος, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, υποστήριξε ότι από τη στιγμή που η αίτηση βασιζόταν στο άρθρο 32 του Νόμου 14/60 το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του.  Δεν απαιτείται σε τέτοιες αιτήσεις – σύμφωνα με τον κ. Αραούζο – να αναφέρονται στο σώμα της αίτησης τα άρθρα του κάθε Νόμου που δημιουργεί το αγώγιμο δικαίωμα.  Ήταν επίσης η θέση του ότι από μια απλή ανάγνωση της έκθεσης απαιτήσεως, που καταχωρήθηκε στις 27.6.2001, συμπεραίνει κάποιος ότι η υπόθεση των εφεσιβλήτων βασίζεται όχι μόνο στο Νόμο 59/76 αλλά και στα υπόλοιπα αγώγιμα δικαιώματα τα οποία έχει επικαλεσθεί.  Είναι γι’ αυτό το λόγο – κατέληξε – που το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και εξέτασε τη μαρτυρία στα πλαίσια του καθενός από τα πιο πάνω αγώγιμα δικαιώματα και ν’ αποφασίσει κατά πόσο στοιχειοθετούνταν οι προϋποθέ[*2037]σεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

Παρατηρούμε:  Η εισήγηση του κ. Μουαΐμη ότι στην έκθεση απαιτήσεως τους οι εφεσίβλητοι δεν στοιχειοθετούν αιτία αγωγής στη βάση παραβίασης των πιο πάνω Διεθνών Συμβάσεων δεν είναι ορθή. Παραπέμπουμε στην παραγ. 30 της έκθεσης απαιτήσεως στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στις πιο πάνω Συμβάσεις.

 

Στο κλητήριο ένταλμα τους (βλ. παραγ. 1) οι εφεσίβλητοι αναφέρονται σε παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας τους.  Στην ένορκη δήλωση τους, που συνοδεύει την μονομερή αίτηση τους, οι εφεσίβλητοι ομιλούν για παραβίαση των δικαιωμάτων τους.  Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα πρέπει να γίνεται αναφορά στους Νόμους οι οποίοι προστατεύουν το κατ’ ισχυρισμό δικαίωμα ή κατά πόσο είναι αρκετή η επίκληση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

Έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.  Στη διαδικασία του Προσωρινού Διατάγματος το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που  θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248).

Αναφορικά με το δικονομικό δίκαιο η Δ.48  θ.2 προβλέπει ότι η αίτηση πρέπει να κάμνει αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο του νόμου ή στο συγκεκριμένο θεσμό επί του οποίου εδράζεται.  Εδώ η αίτηση κάμνει αναφορά στο άρθρο 32 του Νόμου 14/60 το οποίο συνιστά το ουσιαστικό δίκαιο. Είναι το άρθρο το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να χορηγήσει προσωρινό διάταγμα.   Επομένως έχει σημειωθεί συμμόρφωση με το δικονομικό δίκαιο.   Όπως έχει ήδη υποδειχθεί στο κλητήριο ένταλμα γίνεται αναφορά σε παραβίαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων και στην ένορκη δήλωση τους γίνεται αναφορά σε παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων.  Τίθεται το εξής ερώτημα:  Αν η αγωγή προχωρήσει σε ακρόαση θα δικαιούνται οι εφεσίβλητοι να αναφερθούν στις νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες προστατεύουν τα δικαιώματα τους, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, παραβιάζονται;  Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική γιατί τα δικόγραφα περιλαμβάνουν μόνον γεγονότα (βλ. Δ.19  θ.4). Έχουμε την άποψη πως ο ίδιος κανόνας τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση των προσωρινών διαταγμάτων.  Εφόσον οι εφεσίβλητοι έχουν συμμορφωθεί με τη Δ.48 θ. 2 και εφόσον έχουν επικαλεσθεί το ουσιαστικό δίκαιο, δικαιούνται στο στάδιο της τελικής τους αγόρευσης – όπως ήταν εδώ η περίπτωση – να επικαλεσθούν τις νομοθετικές εκείνες διατάξεις οι οποίες είναι προστατευτικές των δικαιωμάτων τους που έχουν κατά τους ισχυρισμούς τους παραβιασθεί.  Ακολουθεί πως ορθά προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 αναφορικά με τη δυνατότητα προστασίας των σχεδίων των εφεσιβλήτων ως βιομηχανικών σχεδίων (βλ. επί του προκειμένου και Demades Overseas Ltd v. Studio MA.ST. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799, 807).  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης περιέχει και ένα διαζευκτικό μέρος.  Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν - διαζευκτικά - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σχέδια των εφεσιβλήτων τυγχάνουν προστασίας ως βιομηχανικά σχέδια δυνάμει της Σύμβασης του Παρισιού (βλ. Νόμο 66/83) ή της Σύμβασης γνωστής ως Trips*  (βλ. Νόμο 16(ΙΙΙ)/95).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης έχουμε ήδη ασχοληθεί.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης με την οποία έχει κριθεί ότι πληρούνται, σε σχέση με τη βάση της αιτίας αγωγής του αθέμιτου ανταγωνισμού, δυνάμει του πιο πάνω Νόμου 66/83, οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60.

Θα πραγματευθούμε μαζί τους λόγους 3 – μέρος – και 5 της έφεσης.

Στην T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802 η εφεσείουσα έθεσε υπό αμβισβήτηση την ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης σε σχέση με το κατά πόσο η εφεσίβλητη, ως εταιρεία με έδρα στις Η.Π.Α. παρουσίασε μαρτυρία που να υποστήριζε το συμπέρασμα ότι οι Η.Π.Α. προσυπέγραψαν, επικύρωσαν ή προσχώρησαν στις διεθνείς Συμβάσεις στις οποίες η εφεσίβλητη παρέπεμψε προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι αρύετο δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κύπρο, αφού η αντίστοιχη εφαρμογή τους βασίζεται στην αμοιβαιότητα.

[*2039]

Το Εφετείο επελήφθη ως εξής του πιο πάνω ζητήματος (απόφαση Νικολάου, Δ.):

«Ως προς το κατά πόσο προσήχθη μαρτυρία για συμμετοχή των Η.Π.Α. στις Συμβάσεις τις οποίες η εφεσίβλητη επικαλείται και από τις οποίες θα μπορούσε να αρύεται δικαιώματα στην Κύπρο, θεωρούμε επιτρεπτή την πρωτόδικη άποψη ότι το περιεχόμενο εξειδικευμένων στο θέμα περιοδικών, διεθνούς εμβέλειας – παρουσιάστηκαν φωτοαντίγραφα με ένορκο δήλωση – αποτελούσε αρκετό εκ πρώτης όψεως υλικό για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας ασχέτως αν δεν θα γινόταν δεκτό για σκοπούς της δίκης.  Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του.  Αυτό είναι το πραγματικό νόημα των επί του θέματος αποφάσεων μας: βλ. ενδεικτικά τις Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R. 585, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557 κ.ά. και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253. Αυτό συχνά παραγνωρίζεται στα Επαρχιακά Δικαστήρια τόσο από δικηγόρους όσο και από δικαστές με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται απαραδέκτως πολύπλοκη και μακρά.»

(Βλ. και Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Nicantony Trading Co. Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1653::  «... το Δικαστήριο εξετάζει τη μαρτυρία με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή όχι να εκδοθεί το διάταγμα, αποφεύγοντας να υπεισέλθει  στην ουσία της υπόθεσης.    ....  θα πρέπει απλά να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και ότι υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας»).

Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και από την Αγγλική Νομολογία – Βλ. Copinger and Skone James on Copyright, 12th ed., παραγ. 620 και 621:      

«620.  Remedy by injunction. …………........….....………………. ………………………………………………………………....An interlocutory injunction is thus a temporary, discretionary and exceptional remedy.  It is available before the rights of the parties have been finally determined  and, in the case of an ex parte injunction, even before the court has been appraised of the nature of the defendant’s case.  It is no part of the court’s function at this early stage in the litigation to try to resolve conflicts of evidence on affidavit as to the facts on which the [*2040]claims of either party may ultimately depend.  The evidence is incomplete because it is not until the trial that it is tested by oral cross-examination.  Perfect justice cannot be achieved since the court is acting on imperfect information.  It is not, therefore, appropriate for the court to decide conflicting questions of fact or difficult questions of law which call for detailed argument and mature consideration. These are matters to be dealt with at the trial.  ..........................................

621.  Arguable case.  …………………………………………  What the affidavit evidence must disclose is that there is a serious question to be tried and that the plaintiff has prospects of success which exist in substance and reality.  The plaintiff does not, as was formerly thought, have to establish that he has a strong prima facie case or a prima facie case or even a probability that he will succeed at the trial.  The burden on the plaintiff is the lesser one of showing an arguable case to be tried. ………………………………………………………….»

Σε μετάφραση:

«620.  Θεραπεία με απαγορευτικό διάταγμα. .............  Το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα συνιστά μια προσωρινή δυνητική και εξαιρετική θεραπεία.  Προσφέρεται προτού τα δικαιώματα των διαδίκων αποφασιστούν τελικά και στην περίπτωση απαγορευτικού διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς ακόμα προτού το Δικαστήριο κατατοπιστεί για τη φύση της υπόθεσης του εναγομένου.  Δεν αποτελεί μέρος της λειτουργίας του Δικαστηρίου σ’ αυτό το αρχικό στάδιο της διαδικασίας να προσπαθήσει να επιλύσει αντικρουόμενη μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις σε σχέση με τα γεγονότα επί των οποίων οι αξιώσεις των μερών ενδεχόμενα να εξαρτώνται.  Η μαρτυρία  είναι ασυμπλήρωτη γιατί μόνο κατά τη δίκη ελέγχεται με προφορική αντεξέταση.  Πλήρης δικαιοσύνη δεν μπορεί να επιτευχθεί εφόσον το δικαστήριο λειτουργεί πάνω σε μη πλήρη πληροφόρηση.  Επομένως δεν είναι σωστό για το δικαστήριο να αποφασίσει αντικρουόμενα πραγματικά ζητήματα ή δύσκολα νομικά σημεία τα οποία χρειάζονται λεπτομερή επιχειρηματολογία και ώριμη εξέταση.  Αυτά αποτελούν ζητήματα που πρέπει να εξετάζονται στη δίκη.  ......................................................................................

621.  Συζητήσιμη υπόθεση. ...............  Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζή[*2041]τημα για εκδίκαση και ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Ο ενάγων δεν υπέχει υποχρέωση, όπως ήταν προηγουμένως η αντίληψη, να αποδείξει ότι έχει ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή ακόμα πιθανότητα ότι θα επιτύχει στη δίκη.  Το βάρος στον ενάγοντα είναι λιγότερο, πρέπει να αποδείξει ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση......................................................................................»

Υιοθετούμε την πιο πάνω θεώρηση του θέματος.  Είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τη νομολογία μας.  Εξέταση των θέσεων και εισηγήσεων που έχουν προβληθεί από τους εφεσείοντες θα ισοδυναμούσε με εξέταση και διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη των ουσιαστικών δικαιωμάτων, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης τους.  Με βάση το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρούμε ότι υπάρχουν όντως σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης των επιδίκων δικαιωμάτων και δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε.  Οι σχετικοί λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.

Με τον έκτο λόγο της έφεσης προσβάλλονται τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με τα οποία αποφάνθηκε ότι:

(α)   Από την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων αυτοί δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε τυχόν απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις.

(β)   Η συνέχιση των δραστηριοτήτων των εφεσειόντων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής πιθανόν να προκαλέσει στους εφεσίβλητους ανεπανόρθωτη ζημιά με την έννοια ότι δεν θα μπορούν να αποζημιωθούν επαρκώς με την επιδίκαση αποζημιώσεων στη δίκη.

(γ)   Το γεγονός ότι οι εφεσείοντες κρατούν λογαριασμούς για τις πωλήσεις των προφίλ δεν αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση σ’ αυτό το στάδιο για τους εφεσίβλητους.

Θα αναφερθούμε πρώτα στην επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  

Αναφερόμενο στην οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι έχουν παρουσιάσει μη εξελεγμένους λογαριασμούς. Στους λογαριασμούς αυτούς οι εφεσείοντες παρουσιάζονται να έχουν ενεργητικό ύψους Λ.Κ.275.971, [*2042]τρέχουσες υποχρεώσεις ύψους Λ.Κ.438.269 από τις οποίες ποσό Λ.Κ.319.050 αφορά πιστωτές της εταιρείας.  Σημείωσε, επίσης, ότι το συμφέρον των μετόχων και οι υποχρεώσεις της εταιρείας είναι της τάξης των Λ.Κ.275.971, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας είναι Λ.Κ.3.000 και ότι στη στήλη “Net Profit” παρουσιάζεται ζημιά (loss) Λ.Κ.6.407. Αναφέρθηκε επίσης στη θέση των εφεσειόντων ότι το ποσό των υποχρεώσεων προέρχετο «από τα τιμολόγια εισαγωγής αλουμινίων από την Alco  τα οποία πληρώνονται με εμβάσματα και πιστώσεις» και ότι από τη διάθεση της ποσότητας των 23 τόνων αλουμινίου στην αγορά, που έχουν εισάξει από την Groupal, οι εναγόμενοι αναμένουν κέρδος της τάξεως των Λ.Κ.120 με Λ.Κ.130 τον τόνο.

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Είναι φανερό από την οικονομική κατάσταση των εναγομένων 3 ότι δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε τυχόν απόφαση υπέρ των εναγόντων για αποζημιώσεις.  Δεν συμφωνώ επομένως με την εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων ότι το γεγονός ότι οι εναγόμενοι κρατούν λογαριασμούς για τις πωλήσεις των προφίλ αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση σ’  αυτό το στάδιο για τους ενάγοντες.  Είναι πιστεύω και γενικά αναγνωρισμένο ιδιαίτερα εάν οι εναγόμενοι θα συνεχίσουν τις εισαγωγές των προφίλ, ότι θα είναι πολύ δύσκολο σε υποθέσεις όπως την παρούσα να υπολογιστεί η απώλεια στις πωλήσεις των εναγόντων.  Ο κ. Μουσκής, όπως επισήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων, είπε στην αντεξέταση του ότι οι εναγόμενοι δεν αποτελούν κίνδυνο για τα συμφέροντα των εναγόντων και την ανάπτυξη της επιχείρησης τους.  Συνέχισε όμως ότι ‘... δεν είναι η Parico’ (οι εναγόμενοι) ‘που  κάνει τον πόλεμο της Muskita αλλά είναι οι άλλοι που τους γνωρίζετε πολύ καλά, η Alco’.  Με  τις πιστώσεις, είπε, που φαίνεται να παραχωρεί η Alco ‘... έχει πρόθεση να συνεχίσει και να επεκταθεί οπουδήποτε και με τον τρόπο που εμπορεύεται και με τις τιμές που  προσφέρει οπωσδήποτε θα κάμει ζημιά στη βιομηχανία’.   Οποιαδήποτε συνεργασία, όπως αυτή μεταξύ της Alco και των εναγομένων μπορούσε να κάμει ζημιά στους ενάγοντες και να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της βιομηχανίας των εναγόντων.  Οι εναγόμενοι 3, είπε, πωλούσαν σε χαμηλότερες τιμές από τους ενάγοντες τα επτά πιο εμπορεύσιμα προφίλ της σειράς MU 100 special επειδή δεν ήταν υποχρεωμένοι οι εξαγωγείς να έχουν στη διάθεση της αγοράς όλη τη σειρά και να υποστούν το κόστος αποθήκευσης της. Αναφορικά με την υλική ζημιά των εναγόντων, ο κ. Μουσκής ήταν επαρκέστατα σαφής.  Ο δε κίνδυνος [*2043]στη βιωσιμότητα της βιομηχανίας των εναγόντων παρουσιάστηκε να είναι πραγματικός.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο είδος ζημιάς εάν αποδειχθούν οι ισχυρισμοί των εναγόντων.  Η παράκαμψη του διατάγματος που έχει εκδοθεί στην αγωγή 3949/98, μεταξύ άλλων, εναντίον της Alco, η οποία τώρα παρουσιάζεται να συνεργάζεται με τους εναγομένους στην εκμετάλλευση των σχεδίων των προφίλ των εναγόντων για τη σειρά MU 100 special, με τον τρόπο που οι ενάγοντες περιγράφουν.  Επιπλέον, ο αθέμιτος ανταγωνισμός είτε με βάση το άρθρο 35 του Κεφ. 148 είτε με βάση το άρθρο 10 δις του Νόμου 66/83, έχει προεκτάσεις, που είναι δύσκολο να εξακριβωθούν με βεβαιότητα και να αποτιμηθούν σε χρήμα.

Οι ενάγοντες παρουσιάζονται να είναι μεγάλες, ισχυρές και πλούσιες εταιρείες.  Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Alfred Dunhill Limited v. Sunoptic S.A. F.S.R. 337, 368:-

‘A court must always be careful to see that a large, powerful and wealthy corporation does not use its overwhelming financial muscle to the detriment of what would or may ultimately prove to be genuine commercial competition.’

Με την πιο πάνω υπόδειξη υπόψη έχω εντούτοις καταλήξει για τους πιο πάνω λόγους ότι η συνέχιση των δραστηριοτήτων των εναγομένων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής πιθανό να προκαλέσει στους ενάγοντες ανεπανόρθωτη ζημιά με την έννοια ότι δεν θα μπορούν να αποζημιωθούν επαρκώς με την επιδίκαση αποζημιώσεων στη δίκη.»

Ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τη συστατική επιστολή της Τράπεζας των εφεσειόντων (Τεκ. 1Α) με το οποίο η Τράπεζα «επιβεβαιώνει ικανότητα των εφεσειόντων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους».  Παραγνώρισε επίσης ότι οι εναγόμενοι 4, 5 και 6 (που είναι οι μέτοχοι και διοικητικοί σύμβουλοι των εφεσειόντων) δεν έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα να καλύψουν τις ζημιές των εφεσιβλήτων.  Το ίδιο συμβαίνει και με τους εναγομένους 1 και 2 καθώς και την Alco Hellas ABEE (Alco).

Τέλος ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι οι εφεσείοντες δήλωσαν ότι κρατούν λογαριασμούς και ανέλαβαν να δώσουν στοιχεία στους εφεσίβλητους.  Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό δεν αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση σ’ αυτό το στάδιο στους [*2044]εφεσίβλητους παρόλο ότι οι τελευταίοι «διεκδικούν με την αγωγή τους λογαριασμό κερδών των εναγομένων».

Ο κ. Αραούζος υπέβαλε ότι το γεγονός ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούν να διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους ή ότι είναι σε θέση να αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς τις Τράπεζες τους ή ότι αν εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση για αποζημιώσεις τρίτα πρόσωπα π.χ. οι εναγόμενοι 4-6 «και οι συνωμότες τους από την Ελλάδα, θα μπορούσαν να προστρέξουν να την ικανοποιήσουν, είναι αδιάφορο όταν το Δικαστήριο εξετάζει την οικονομική κατάσταση των ίδιων των εφεσειόντων».  Ενδεχομένως – υπέδειξε ο κ. Αραούζος – η αγωγή να πετύχει μόνο εναντίον των εφεσειόντων και όχι εναντίον των εναγομένων 4-6. 

Έχουμε την άποψη πως η επίδικη προσέγγιση δικαιολογείται από το υλικό που βρισκόταν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτό αποτελείτο από τους λογαριασμούς οι οποίοι παρουσίαζαν την οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων.  Εν όψει του περιεχομένου των  λογαριασμών το πιστοποιητικό της Τράπεζας, το οποίο είχε επικαλεσθεί ο κ. Μουαΐμης, δεν μπορούσε ν’ ασκήσει οποιαδήποτε επίδραση.  Ούτε και η εισήγηση περί κάλυψης της ζημιάς από τους υπόλοιπους εναγομένους ευσταθεί γιατί είναι άγνωστο ποιά θα ήταν η έκβαση της αγωγής εναντίον τους.  Η προώθηση αξίωσης για παροχή λογαριασμού κερδών ορθά κρίθηκε ότι δεν αποτελεί ικανοποιητική εξασφάλιση «σ’ αυτό το στάδιο για τους εφεσίβλητους».  Η τήρηση λογαριασμών αποτελεί εσωτερικό θέμα εντός της αποκλειστικής εξουσίας των εφεσειόντων και δεν μπορεί να αποτελεί έγκυρη και αξιόπιστη εξασφάλιση για τους εφεσείοντες.

Τονίζουμε ότι σε υποθέσεις αυτής της φύσεως η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι ιδιαίτερα εμφανής (Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179).

Για τους πιο πάνω λόγους ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 8 και 10 λόγω της κάποιας συνάφειας τους με το λόγο 6.  Ο λόγος έφεσης 9 είναι ακριβώς ο ίδιος με τον λόγο έφεσης 6(β) ο  οποίος έχει ήδη εξεταστεί.

Στα πλαίσια της στάθμισης του κατά πόσο είναι δίκαιο και εύ[*2045]λογο να παραμείνει το επίδικο διάταγμα σε ισχύ το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε τις εξής θέσεις:

«Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η όποια ζημιά ήθελε προκληθεί στους εναγομένους από τη συνέχιση των διαταγμάτων δεν μπορεί ευχερώς να υπολογιστεί σε χρήμα.  Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η πλάστιγγα της ευχέρειας κλίνει υπέρ των εναγόντων.»

Η ορθότητα του πρώτου σκέλους της πιο πάνω κατάληξης προσβάλλεται με τον όγδοο λόγο της έφεσης, η δε ορθότητα του δεύτερου σκέλους προσβάλλεται με το δέκατο λόγο της έφεσης.

Καθίσταται απαραίτητη η παράθεση του σκεπτικού του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο οδήγησε στην επίδικη προσέγγιση:

«Οι ενάγοντες εμπορεύονται τα ‘παράγωγα’ των σχεδίων της σειράς MU 100 special από το 1989.  Είναι οι εναγόμενοι 3 τώρα που επιχειρούν να αλλάξουν το status quo. Όταν οι εναγόμενοι αποφάσισαν να επεκταθούν στην εισαγωγή και εμπορία προφίλ, επέλεξαν να εισέλθουν στην αγορά εκμεταλλευόμενοι προφίλ που εις γνώση τους αποτελούσαν, κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων, αντιγραφή αυτών που παράγουν οι ενάγοντες.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, αυτός που εισέρχεται αργότερα στην αγορά αναλαμβάνει και τον κίνδυνο. Η διατήρηση του status quo ειδικά ευνοεί τη χορήγηση προσωρινού διατάγματος στις περιπτώσεις που ο εναγόμενος έχει μόλις αρχίσει τις δραστηριότητες για τις οποίες παραπονείται ο ενάγοντας και οι πωλήσεις του και οι κεφαλαιουχικές του επενδύσεις είναι μικρές, ενώ ο ενάγοντας έχει μια δημιουργημένη επιχείρηση, όπως είναι η παρούσα περίπτωση (Βλ. το σύγγραμμα Drysdale & Silverleaf, Passing Off Law and Practice 2η έκδοση §6.15 και την απόφαση Polaroid Corporation & Others v. Eastman Kodak Company & Another, R.P.C. 379).  Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για κεφαλαιουχική επένδυση από τους εναγομένους 3 ή συμβατικές υποχρεώσεις σχετικά με τα αντιγραφόμενα προφίλ.  Επιπλέον, όπως οι ίδιοι διατείνονται, δραστηριοποιούνται στην εμπορία προφίλ και άλλων προϊόντων αλουμινίου από τα μέσα του 2000.  Δεν μπορεί να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι οι ενάγοντες είναι παραγωγοί των προφίλ που εμπορεύονται.  Διατηρούν σχετική βιομηχανία. Η συγκεκριμένη σειρά MU 100 special αποτελεί το 75% των πωλήσεων τους.  Οι εναγόμενοι δεν παράγουν προφίλ αλουμινίου.  Μέχρι πρόσφατα, έξη περίπου μήνες πριν την καταχώριση της αίτησης, ασχολού[*2046]νταν με τη βαφή αλουμινίου.  Η εισαγωγή και εμπορία προφίλ είναι για αυτούς μια καινούργια δραστηριότητα στο όλο πλέγμα των επιχειρήσεων τους. Οι εναγόμενοι 3 ισχυρίζονται ότι η αποδοχή της αίτησης θα επιφέρει σοβαρές οικονομικές και άλλες επιπτώσεις.  Δεν εξηγούν γιατί, με την επικύρωση των επίδικων διαταγμάτων δεν θα είναι οικονομικά πρόσφορο για τους εναγομένους να συνεχίσουν αυτή τη διαδικασία, αλλά ούτε και η κα Παφίτη αντεξεταζόμενη έδωσε οποιανδήποτε εξήγηση.  Δεν έχω ικανοποιηθεί επίσης ότι η όποια ζημιά ήθελε προκληθεί στους εναγόμενους από τη συνέχιση των διαταγμάτων δεν μπορεί ευχερώς να υπολογιστεί σε χρήμα. Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω στο ότι η πλάστιγγα της ευχέρειας κλίνει υπέρ των εναγόντων.»

Ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι οι εφεσείοντες στις ένορκες δηλώσεις τους υποστήριξαν τη θέση ότι αποδοχή της επίδικης αίτησης θα επιφέρει σοβαρές οικονομικές και άλλες επιπτώσεις σ’ αυτούς και ουσιαστική προσβολή στα νόμιμα δικαιώματα τους να εμπορεύονται τα επίδικα προϊόντα, ελεύθερα και ανεμπόδιστα και να εξασκούν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα τους της ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας και εμπορικής συναλλαγής.   Υποστήριξαν επίσης ότι η ζημιά που θα υποστούν λόγο της παρεμπόδισης τους να προωθήσουν τα εμπορεύματα τους στην αγορά κατ’ εφαρμογή των επίδικων διαταγμάτων δεν είναι εύκολο να συνυπολογιστεί και να αποζημιωθεί επαρκώς σε χρήμα.  Ωστόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο εμφανώς αγνόησε και παρέλειψε να συνεκτιμήσει τους πιο πάνω ισχυρισμούς των εφεσειόντων, που ήταν κρίσιμης σημασίας στην κατάληξη του για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως ήταν αυτό της επιδίκασης αποζημιώσεων ως έκφανση του βαθμού δυσκολίας ή αδυναμίας απονομής πλήρους δικαιοσύνης παρόλον που οι ισχυρισμοί αυτοί παρέμειναν αναντίκρουστοι από τους εφεσίβλητους.

Σε σχέση με το λόγο έφεσης 10 – που σχετίζεται με την πλάστιγγα της ευχέρειας – ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι η επίδικη κατάληξη είναι το προϊόν εσφαλμένης εκτίμησης των παραγόντων και περιστατικών που περιβάλλουν την όλη υπόθεση και/ή παράλειψης συνεκτίμησης παραγόντων που προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες «και που κλίνουν ή θα μπορούσαν να κλίνουν την πλάστιγγα προς την μεριά τους». Σύμφωνα με τον κ. Μουαΐμη το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει ορθά ή καθόλου μεταξύ των άλλων την ύπαρξη σειράς επιτακτικών λόγων για την μη διατήρηση του status quo.

[*2047]Ο κ. Αραούζος υπέβαλε ότι το δημόσιο συμφέρον επιτάσσει την προστασία των δικαστικών διαταγμάτων και το σεβασμό των συμφωνιών.  Υπέβαλε, επίσης, ότι με την έκδοση του επίδικου διατάγματος δεν κλείει η επιχείρηση των εφεσειόντων γιατί οι τελευταίοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους, που μέχρι πριν της καταχώρισης της αγωγής ήταν η βαφή προφίλ αλουμινίου και αν επιθυμούσαν να εισέλθουν στο εμπόριο θα μπορούσαν να το πράξουν με την εμπορία οποιασδήποτε άλλης σειράς είτε των εναγομένων 1 είτε της ALCO HELLAS είτε οποιουδήποτε άλλου εργοστασίου.

Η σχετική με το λόγο 8 της έφεσης θέση της νομολογίας παρατίθεται στην παραγ. 623 του Copinger and Skone James (πιο πάνω), η δε σχετική με το λόγο έφεσης 10 παρατίθεται στις παραγ. 624, 625 και 627:

“623. Damages. If the court is satisfied that the plaintiff’s claim raises a serious question to be tried, it then goes on to consider whether its decision should be in favour of granting or refusing the injunction sought.      

The governing principle is that the court should first consider whether, if the plaintiff were to succeed in his claim for a permanent injunction at the trial, he would be adequately compensated by an award of damages for the loss he would have sustained before the trial as a result of the continuing acts of the defendant.  If damages in the measure recoverable at common law would be an adequate remedy and the defendant would be in a financial position to pay them, the Court will normally refuse to grant an interim injunction, however strong the plaintiff’s claim appeared then to be.

…………………………………………………………………

It may be observed at this point that in actions for infringement of copyright, passing off and breach of confidence damages are often not an adequate remedy since there are difficulties in both ascertaining and quantifying such damage as injury to the plaintiff’s property, business and goodwill.  

624.  Balance of convenience. If the court is in doubt as to the adequacy of the respective remedies in damages available to either the plaintiff or the defendant or both, the question of the [*2048]balance of convenience arises.  In American Cyanamid Co. v. Ethicon Ltd [1975] A.C. 396 the House of Lords laid down certain guidelines for the exercise of the court’s discretion. ……………  In assessing where the balance of convenience lies one significant factor is the extent to which the disadvantages of each party would be incapable of being compensated in damages. If, for example, the extent of uncompensatable damage to each party would not differ widely, the court may take into account the relative strength of each party’s case as revealed by the affidavit evidence adduced on the hearing of the application.  This, is, however, the last and not the first factor to be taken into consideration.  It is only at this stage that the court is entitled to consider whether there is a substantial disparity on the merits and which party is more likely to succeed. The court is not justified, even at this stage, in embarking on anything resembling a preliminary trial of the action upon conflicting affidavits in order to evaluate the strength of each party’s case.  There may be cases in which it is apparent on the evidence that there is no credible dispute that the strength of one party’s case is disproportionate to that of the other party. Generally, however, the procedure on interlocutory applications is not appropriate to an inquiry into disputed facts.

625.  Status quo. Where other factors appear to be evenly balanced, the court will usually take such measures as are calculated to preserve the status quo.  If, on the one hand, the defendant is enjoined temporarily from doing something which he has done before, the only effect of the interlocutory injunction in the event of his succeeding at the trial is to postpone the date at which he is able to embark on a course of action which he has not previously found it necessary to undertake. If, on the other hand, the defendant is interrupted in the conduct of an established enterprise, the injunction would cause much greater inconvenience to him since he would have to start again to establish it in the event of his succeeding at the trial.

          The preservation of the status quo particularly favours the grant of an injunction in those cases where the defendant has only just begun to do the act complained of and where his sales and capital investment have been small, while the plaintiff has an established business.   In such cases it is often easier to calculate the damage which the defendant will suffer by reason of the injunction than it is to calculate the damage which will [*2049]be done to the plaintiff’s business and goodwill if the defendant is not restrained ……...……………..

          There are, however, some cases in which the courts will take the view that the damage to the plaintiff can be readily calculated by reference to the sales made by the defendant and that the damage which would be done to the defendant by preventing him from getting a foot in the market as soon as possible is not easily quantifiable.  Where there is only a risk of unquantifiable damage to the plaintiff and a certainty of unquantifiable damage to the defendant the court will often refuse to maintain the status quo and dismiss a claim for an injunction.  One course taken by the court in such cases is to refuse an injunction and order a speedy trial of the action.

627.  Ability to pay damages.  The court will take into account the fact that the defendant might not be in a financial condition to meet a claim for substantial damages against him and that the plaintiff is likely to suffer damage in excess of what the defendant can pay him.  Conversely, the court will take into account the ability or otherwise of the plaintiff to compensate the defendant on the cross undertaking in damages.  The mere fact that a party is of slender means is not, however conclusive of the grant or refusal of an injunction. The court will be particularly careful to consider these matters where the parties are limited companies and where the plaintiff is an individual normally resident outside the jurisdiction. …………………»

Σε μετάφραση:

623.  Αποζημιώσεις.  Aν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι η αξίωση του ενάγοντα εγείρει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση τότε προχωρεί να εξετάσει κατά πόσο πρέπει να αποφασίσει υπέρ της χορήγησης ή της άρνησης του επιδιωκόμενου απαγορευτικού διατάγματος.

          Η καθοδηγητική αρχή είναι ότι το δικαστήριο πρέπει πρώτα να εξετάσει κατά πόσο σε περίπτωση που ο ενάγων πετύχει στην αξίωση του για διηνεκές απαγορευτικό διάταγμα στη δίκη θα αποζημιωθεί επαρκώς με την επιδίκαση αποζημιώσεων για την απώλεια που θα υποστεί πριν από τη δίκη ως αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων πράξεων του εναγομένου.  Αν οι αποζημιώσεις με το μέτρο που ανακτώνται σύμφωνα με το κοινοδίκαιο θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία και ο εναγόμενος θα ήταν σε οικονομική θέση να τις καταβάλει το δικα[*2050]στήριο κανονικά θα αρνηθεί να χορηγήσει παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα όσο ισχυρή και αν φαίνεται η αξίωση του ενάγοντα.

          .........................................................................................................

          Μπορεί να παρατηρηθεί σε αυτό το σημείο ότι σε αγωγές για παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, αντιποιήσεις και παραβιάσεις εμπιστοσύνης οι αποζημιώσεις συχνά δεν συνιστούν επαρκή θεραπεία εφόσον υπάρχουν δυσκολίες στη διακρίβωση τους και στον προσδιορισμό τους όπως η ζημιά στην περιουσία του ενάγοντα, στην επιχείρηση του και στην εμπορική του εύνοια.

624.  Ισοζύγιο της ευχέρειας.  Αν το δικαστήριο βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς την επάρκεια των αντίστοιχων θεραπειών σε αποζημιώσεις που προσφέρονται είτε στον ενάγοντα είτε στον εναγόμενο είτε και στους δύο εγείρεται το θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Στην American Cyanamid Co. v. Ethicon Ltd [1975] A.C. 396 η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων έχει καθιερώσει ορισμένες κατευθυντήριες αρχές για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

          ........................................................................................................

          Κατά την αξιολόγηση του που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας ένας σημαντικός παράγων είναι η έκταση κατά την οποία τα μειονεκτήματα του κάθε μέρους θα είναι αδύνατο να αποζημιωθούν με αποζημιώσεις. Αν για παράδειγμα η έκταση της μη δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημιάς του κάθε μέρους δεν θα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τη σχετική δύναμη της υπόθεσης του  κάθε μέρους όπως αποκαλύπτεται από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν παρουσιασθεί κατά την ακρόαση της αίτησης.  Αυτός όμως είναι ο τελευταίος και όχι ο πρώτος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη.  Είναι μόνο σ’ αυτό το στάδιο που το δικαστήριο δικαιούται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική ανισότητα επί της ουσίας και ποιός από τους διαδίκους έχει περισσότερη πιθανότητα επιτυχίας.  Το δικαστήριο δεν δικαιούται, ακόμη και σ’ αυτό το στάδιο, να εμπλακεί σε οτιδήποτε που μοιάζει με προκαταρκτική εκδίκαση της αγωγής πάνω σε συγκρουόμενες ενόρκες δηλώσεις για να αξιολογήσει τη δυνατότητα της υπόθεσης του κάθε μέρους.  Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες είναι εμφανές από τη μαρτυ[*2051]ρία ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη αμφισβήτηση ότι η δύναμη της υπόθεσης ενός μέρους είναι δυσανάλογη από εκείνη του άλλου μέρους.  Γενικά  όμως η διαδικασία στις παρεμπίπτουσες αιτήσεις δεν είναι η πρέπουσα για τη διεξαγωγή έρευνας σε αμφισβητούμενα γεγονότα.

625.  Status Quo.  Όπου οι άλλοι παράγοντες φαίνονται να είναι ισοζυγισμένοι το δικαστήριο συνήθως θα λάβει τέτοια μέτρα τα οποία σκοπό έχουν τη διατήρηση του status quo.  Αν, από την άλλη, ο εναγόμενος εμποδίζεται προσωρινά από του να κάμει κάτι το οποίο δεν έκαμνε προηγουμένως,  η μόνη επίδραση του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος, σε περίπτωση που θα πετύχει στη δίκη του, είναι η αναβολή της ημερομηνίας κατά την οποία θα είναι σε θέση να εμπλακεί σε μια δραστηριότητα την οποία προηγουμένως δεν την είχε θεωρήσει αναγκαία να αναλάβει.  Αν, από την άλλη, ο εναγόμενος διακόπτεται στη διεξαγωγή μιας καθιερωμένης επιχείρησης το απαγορευτικό διάταγμα θα του προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη δυσχέρεια εφόσον θα έχει να αρχίσει πάλι να τη δημιουργεί σε περίπτωση που πετύχει στη δίκη.

          Η διατήρηση του status quo συγκεκριμένα ευνοεί τη χορήγηση απαγορευτικού διατάγματος σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ο εναγόμενος έχει μόλις αρχίσει να εμπλέκεται στην επίδικη πράξη και όπου οι πωλήσεις του και οι επενδύσεις του σε κεφάλαια ήταν μικρές ενώ ο ενάγων έχει μια δημιουργημένη επιχείρηση.  Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πάντοτε πιο εύκολο να γίνει ο υπολογισμός της ζημιάς την οποία ο εναγόμενος θα υποστεί λόγω του απαγορευτικού διατάγματος παρά ο υπολογισμός της ζημιάς την οποία θα υποστεί η επιχείρηση του ενάγοντα και η εμπορική του εύνοια αν ο εναγόμενος δεν εμποδιστεί.

          .........................................................................................................

          Υπάρχουν όμως ορισμένες υποθέσεις στις οποίες τα δικαστήρια θα είναι της άποψης ότι η ζημιά στον ενάγοντα μπορεί ευχερώς να υπολογιστεί με αναφορά στις πωλήσεις που έκαμε ο εναγόμενος και ότι η ζημιά η οποία θα προκληθεί στον εναγόμενο όταν τον εμποδίζεις να συμμετέχει στην αγορά το συντομότερο δυνατό δεν είναι εύκολα υπολογίσιμη. Όπου υπάρχει μόνο ο κίνδυνος για μη δυνάμενη να προσδιοριστεί ζημιά του ενάγοντα και βεβαιότητα για μη δυνάμενη να προσδιοριστεί ζημιά στον εναγόμενο το δικαστήριο συχνά θα αρνηθεί να διατηρήσει το status quo και να απορρίψει [*2052]αξίωση για απαγορευτικό διάταγμα.  Η  πορεία που ακολουθεί το δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η άρνηση χορήγησης του απαγορευτικού διατάγματος και η διαταγή για σύντομη εκδίκαση της αγωγής.

627.  Ικανότητα πληρωμής αποζημιώσεων.  Το δικαστήριο θα λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν είναι σε οικονομική θέση να αντιμετωπίσει αξίωση για σημαντικές αποζημιώσεις εναντίον του και ότι ο ενάγων είναι πιθανόν να υποστεί ζημιές πέραν από εκείνες που  μπορεί ο εναγόμενος να του καταβάλει. Από την άλλη το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την ικανότητα ή άλλως πως του ενάγοντα να αποζημιώσει τον εναγόμενο με την ανάληψη υποχρέωσης για πληρωμή αποζημιώσεων.  Το απλό γεγονός ότι ένα μέρος διαθέτει πενιχρά μέσα δεν είναι συμπερασματικό για τη χορήγηση ή άρνηση απαγορευτικού διατάγματος.  Το δικαστήριο θα είναι προσεκτικό να εξετάσει αυτά τα ζητήματα όταν οι διάδικοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και όπου ο ενάγων είναι άτομο ο οποίος διαμένει εκτός δικαιοδοσίας. .....................»

Σε σχέση με το λόγο έφεσης 8 υπενθυμίζουμε την πρωτόδικη προσέγγιση – αντικείμενο του έκτου λόγου της έφεσης – με την οποία κρίθηκε ότι  οι εφεσείοντες «δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε τυχόν απόφαση υπέρ των εναγόντων» η οποία έχει ήδη επικυρωθεί.  Υπενθυμίζουμε, επίσης, το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «θα είναι πολύ δύσκολο σε υποθέσεις όπως την παρούσα να υπολογιστεί η απώλεια στις πωλήσεις των εναγόντων».  Το συμπέρασμα αυτό – αντικείμενο του λόγου έφεσης 6 – έχει, επίσης, επικυρωθεί, και ισοδυναμεί με συμπέρασμα ότι είναι δύσκολος ο καθορισμός της ζημιάς που θα υποστούν οι εφεσίβλητοι. Επομένως οι αποζημιώσεις δεν συνιστούν επαρκή θεραπεία.

Αναφορικά με το λόγο έφεσης 10 υπενθυμίζουμε τα όσα επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με:

(1)   τη διατήρηση του status quo,

(2)   τη μακρά εμπλοκή των εφεσιβλήτων στην εμπορία προφίλ, οι οποίοι διατηρούν σχετική βιομηχανία παραγωγής των επιδίκων προφίλ,

(3)   την έκταση των πωλήσεων των εφεσιβλήτων της επίδικης σειράς προφίλ - αποτελεί το 75% των πωλήσεων των εφεσιβλήτων,

(4)   την απουσία μαρτυρίας ως προς τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις των εφεσειόντων ή τις συμβατικές υποχρεώσεις τους [*2053]σχετικά με τα επίδικα προφίλ,

(5)   τις προηγούμενες δραστηριότητες των εφεσειόντων - δεν παράγουν προφίλ αλουμινίου και 6 περίπου μήνες πριν την καταχώριση της αίτησης ασχολούνταν με τη βαφή αλουμινίου και ότι η εισαγωγή και εμπορία προφίλ είναι για αυτούς μια καινούργια δραστηριότητα.

Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι οι πιο πάνω επισημάνσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έχουν εφεσιβληθεί.

Τονίζουμε ότι η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας.  Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β)  Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

(γ)  Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).

(Βλ. και Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364, Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923, Μεττής κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 417 και Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2029).

Λαμβάνουμε υπόψη τα πιο πάνω συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, έχουν επικυρωθεί.  Λαμβάνουμε επίσης υπόψη τις πιο πάνω επισημάνσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τις αρχές που παρατίθενται στις πιο πάνω παραγ. 623, 624, 625 και 627.  Έχουμε την άποψη πως η επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκε[*2054]ται σε πλήρη ταύτιση με τις θέσεις της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.  Πρέπει συναφώς να προσθέσουμε ότι σε υποθέσεις αυτής της φύσεως η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο είναι ιδιαίτερα εμφανής (Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179. Όπως έχει υποδειχθεί στην M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, 1799:   

«... το κριτήριο για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.  Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά, με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει προεκτάσεις, μεταξύ των οποίων και ο επηρεασμός της εμπορικής εύνοιας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να εξακριβωθούν με βεβαιότητα.»

 

Ακολουθεί πως οι λόγοι έφεσης 8 κα 10 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Στο τέλος της εκκαλούμενης απόφασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα «εκδοθέντα απαγορευτικά διατάγματα είναι παρόμοια με κάποια από τα απαγορευτικά διατάγματα που ζητούνται με την αγωγή».  Υπέδειξε ωστόσο ότι η παρούσα δεν είναι η περίπτωση που με την έκδοση των διαταγμάτων τερματίζεται η αγωγή και το ενδιαφέρον των διαδίκων να προχωρήσουν με την εκδίκαση της».  Υπάρχουν – συνέχισε  το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «και άλλοι διάδικοι στην αγωγή και ζητούνται με την έκθεση απαίτησης και άλλες θεραπείες και διατάγματα, τόσο εναντίον της Groupal, όσο και εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων».  Άλλωστε – κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «οποιαδήποτε ζημιά ήθελε προκληθεί στους εναγομένους από την έκδοση των διαταγμάτων δεν θα είναι του είδους που δεν μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα».

Η πιο πάνω κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται – και αυτή – με το δέκατο λόγο της έφεσης.

Ο κ. Μουαΐμης, με αναφορά στη Νομολογία, υπέβαλε ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και η τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής, όπως προνοούν οι θεσμοί πολιτικής δικονομίας, σε συνάρτηση πάντοτε με το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν [*2055]πρέπει να παραχωρούνται εκτός παρά μόνο σε πολύ καθαρές και ισχυρές υποθέσεις όπου είναι σχεδόν αδιαμφισβήτητο ότι ο ενάγων έχει δικαιώματα και δικαιούται σε θεραπεία.

Εξέταση του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος και των θεραπειών που αξιώνονται με την αγωγή αποκαλύπτει ότι η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την έκθεση απαιτήσεως ζητούνται και άλλες θεραπείες είναι ορθή.  Επομένως θεωρούμε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι το επίδικο διάταγμα είναι ταυτισμένο με το σύνολο της αξίωσης στην αγωγή.  Αναφορικά με το θέμα της ενδεχόμενης αδιαφορίας των εφεσιβλήτων να προωθήσουν την εκδίκαση της αγωγής όπως έχει υποδειχθεί στην T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd (πιο πάνω) οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν στον κάθε διάδικο μηχανισμούς αντίδρασης σε περίπτωση αδιαφορίας. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είναι ένοχοι υπέρμετρης καθυστέρησης στη λήψη δικαστικών μέτρων ως και ότι το status quo δεν έχει αλλάξει προς ζημιά των εφεσιβλήτων.

Παραθέτουμε την προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η καθυστέρηση είναι σχετικός παράγοντας σε διαδικασίες όπως η παρούσα.  Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις ένορκες δηλώσεις των εφεσιβλήτων σύμφωνα με τις οποίες οι τελευταίοι γνώριζαν για τις δραστηριότητες των εφεσειόντων από το Σεπτέμβριο 2000 και διαμαρτυρήθηκαν σχετικά τον Νοέμβριο 2000 στους εναγομένους 3-6.  Σημείωσε ότι τότε δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ταυτότητα του εξαγωγέα που ήταν αυτό που ενδιέφερε πρωτίστως τους εφεσιβλήτους.  Υπέδειξε ότι αυτό το γεγονός αποκτά σημασία υπό το φως της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων – του κ. Μουσκή – ότι οι εφεσείοντες από μόνοι τους δεν αποτελούσαν κίνδυνο για τους εφεσίβλητους.

Κατέληξε ως εξής σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης:

«Ο κανόνας vigilantibus non dormientibus jura subvenient σχετίζεται με τη γνωστή αρχή της διατήρησης της προηγούμενης κατάστασης (status quo).  Σε ορισμένες περιστάσεις η σιωπηρή αποδοχή των γεγονότων μπορεί να οδηγήσει το άτομο που παραβιάζει τα δικαιώματα του ενάγοντα να πιστεύει ότι μπορεί να συνεχίσει τις δραστηριότητες του με ασφάλεια και χωρίς καμιά συνέπεια.  Η εικόνα που παρουσιάζουν οι δικαστικές διαδικα[*2056]σίες στις οποίες αναφέρονται οι ενάγοντες στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση αλλά και η εικόνα που παρουσιάζουν οι ίδιοι οι εναγόμενοι δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι δεν διαφαίνεται να υπήρξε από μέρους των εναγόντων σιωπηρή αποδοχή των ενεργειών είτε των εναγομένων 3 είτε της Alco  και των άλλων εναγομένων στις αγωγές 3949/98 και 8914/95.

Κάτω από τα δεδομένα αυτά, δεν συμφωνώ ότι οι ενάγοντες είναι ένοχοι υπέρμετρης καθυστέρησης στη λήψη δικαστικών μέτρων.»

Ο κ. Μουαΐμης υπέβαλε ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι υπήρξε καθυστέρηση έξι μηνών στη λήψη μέτρων από τους εφεσίβλητους.  Η όλη δικαιολογητική δυνατότητα έκδοσης ex-parte διατάγματος – συνέχισε ο κ. Μουαΐμης – βασίζεται πάντοτε στο άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, ως εξαιρετικό μέτρο προς το οποίο ο παράγων του χρόνου είναι ως εκ των πραγμάτων άμεση συνάρτηση αφού ανάγεται στο θεμελιακό ερώτημα του κατεπείγοντος του πράγματος.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε, συναφώς, αναφορά στις υποθέσεις Zein κ.ά. ν. Π. Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598 και Louis Vuitton v. Δερμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, 1462.

Ήταν, επίσης, η εισήγηση του κ. Μουαΐμη ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας και/ή το status quo έχουν αλλάξει προς ζημιά της υπόθεσης των εφεσιβλήτων λόγω της καθυστέρησης από μέρους των τελευταίων να αποταθούν στο Δικαστήριο για προστασία.

Στην Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 2029 έγινε επισκόπηση της σχετικής με το θέμα της καθυστέρησης θέσης της Νομολογίας.

Οι αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη νομολογία είναι οι εξής:

(1)   Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα είναι γενικώς μοιραία.

(2)   Το ζήτημα της καθυστέρησης πρέπει να σταθμίζεται με την πιθανότητα του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του και να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή έχει πλανηθεί λόγω της απραξίας του ενάγοντα.

(3)   Το κατεπείγον του θέματος μπορεί να προκύψει και μετά τη [*2057]γένεση της βάσης της αγωγής.

(4)   Η έκταση της καθυστέρησης η οποία είναι αναγκαία για να αποτρέψει τη χορήγηση θεραπείας εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και δεν μπορούν να διατυπωθούν άκαμπτοι κανόνες.

(Βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 C.L.R. 788, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1475, Zein κ.ά. v. Παράσχος Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606, Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864, M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co. of U.S.A. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791.  Βλ. και Copinger and Skone James (πιο πάνω) παραγ. 633 και Kerr on Injunctions, 6η έκδοση, σελ. 360-61, Kerly’s Law on Trade Marks and Trade Names, 12η έκδοση, παραγ. 15-68 και John Drysdale & Michael Silverleaf “Passing off Law and Practice”, 2α έκδοση, παραγ. 6-16).

Λαμβάνουμε υπόψη τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης.  Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2000 δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ταυτότητα του εξαγωγέα.  Επίσης λαμβάνουμε υπόψη την επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου «ότι δεν διαφαίνεται να υπήρξε από μέρους των εναγόντων αυστηρή αποδοχή των ενεργειών είτε των εφεσειόντων είτε της Alco».

Υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης σε συνάρτηση με τη φύση της υπόθεσης έχουμε την άποψη πως το διάστημα που μεσολάβησε από τον Νοέμβριο του 2000 μέχρι την καταχώριση της αγωγής, την 9.2.2001, δεν είναι τέτοιο που να τεκμηριώνει την εισήγηση των εφεσειόντων σε σχέση με την καθυστέρηση.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

[*2058]


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο