ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 782 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ κ.α., Αίτηση Αρ. 32/2003, 13 Ιουνίου, 2003

(2003) 1 ΑΑΔ 782

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ. 32/2003)

13 Ιουνίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 154.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ

ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964,

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ

BIANCA BOS ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ

ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIOR ARI,

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 16 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ

ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 (3) (Α) (Β) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ,

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΤΙΜΟΥ ΚΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΜΑΝΘΟΥ ΝΑ ΕΚΔΩΣΕΙ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΗΣ

ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ BIANCA< /span> BOS

ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΙΑΣΟΝΟΣ 4, ΣΤΗΝ

ΠΑΦΟ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ

ΚΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ,

και

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ/Η ΟΡΚΟ ΚΑΙ/Η ΑΙΤΗΣΗ

ΤΟΥ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ 1677 ΚΟΥ Γ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Ο

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ΕΝΤΙΜΟΣ ΚΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΜΑΝΘΟΣ

ΘΕΩΡΗΣΕ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΔΕΧΘΗΚΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ

ΤΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ

ΚΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΣ BIANCA  BOS, ΤΟ ΟΠΟΙΟ

ΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΙΑΣΟΝΟΣ 4, ΣΤΗΝ

ΠΑΦΟ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ

ΚΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ.

________

 

Χ. Φωτίου, για τους Αιτητές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με σκοπό την ακύρωση εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στις 6.3.2003.

Ο αιτητής 1 είναι διευθυντής πωλήσεων σε οικοδομική εταιρεία και διαμένει με τη μνηστή του, αιτήτρια 2, σε κατοικία στη Γεροσκήπου.

Στι ς 6.3.2003 ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ένταλμα έρευνας της οικίας του, καθώς και στα υποστατικά και οχήματα που χρησιμοποιεί, γιατί υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι εκεί φυλάσσονταν ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως “Α” και “Β” και συγκεκριμένα χάπια ecstasy, κοκαΐνη, κάνναβη και χασίς.

Η έρευνα που επακολούθησε δεν απέδωσε αποτέλεσμα.

΄Αν και εγείρεται αριθμός λόγων, η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των αιτητών επικεντρώθηκε ουσιαστικά στα επιχειρήματα ότι το ένταλμα ήταν αναιτιολόγητο και εκδόθηκε χωρίς επαρκή μαρτυρία και νομική βάση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, παρ΄όλον ότι σε κάποιο στάδιο ξεκαθάρισε ότι με την αίτηση προσβάλλεται η νομιμότητα της έκδοσης του εντάλματος το οποίο στηρίχτηκε σε ανύπαρκτη ή ανεπαρκή μαρτυρία, στη συνέχεια προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα.

Το απαραβίαστο της κατοικίας προστατεύεται από το ΄Αρθρο 16 του Συντάγματος. Είσοδος σε κατοικία ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής επιτρέπεται μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος, δεόντως αιτιολογημένου.

Σύμ φωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ένταλμα έρευνας εκδίδεται όταν δικαστής ικανοποιηθεί με ένορκη καταγγελία ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε κάποιο χώρο υπάρχει, μεταξύ άλλων, οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα.

Το ένταλμα certiorari κυρίως σκοπό έχει την εξασφάλιση ότι το δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και τηρεί τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου (In< span style='font-family:Arial;mso-ansi-language:EL'> re< span style='font-family:Arial; mso-ansi-language:EL'> Kakos< i> (1985) 1 C. L.R. 250, 259). Σε μια τέτοια δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο δεν λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, κατά κανόνα, δεν επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητάς της.

Το ένταλμα έρευνας εκδίδεται βάσει αίτησης με την οποία αξιώνεται άδεια του δικαστηρίου για είσοδο και έρευνα υποστατικών και κατάσχεση αποδείξεων διάπραξης αδικήματος. Η αίτηση λαμβάνει τη μορφή ένορκης δήλωσης, σκοπός της οποίας είναι να τεθούν ενώπιον του δικαστή τα γεγονότα και οι περιστάσεις που τείνουν να δείξουν ή από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι τα αντικείμενα των οποίων σκοπείται η κατάσχεση και που σχετίζονται με εγκληματική δραστηριότητα βρίσκονται στα συγκεκριμένα υποστατικά.

΄Οπ ως έχει επισημανθεί (P. Polyviou< b>, Search & Seizure, εκδόσεις Duckworth , σελ. 104) οι ένορκες αυτές δηλώσεις οι οποίες συνήθως συντάσσονται από άτομα χωρίς νομική κατάρτιση, στη μέση ποινικής διερεύνησης και βιαστικά, θα πρέπει να προσεγγίζονται όχι με νομικίστικο τρόπο, αλλά ρεαλιστικά και με κοινή λογική. Από την άλλη, σκοπός ακριβώς της πρόνοιας για δικαστική επικύρωση του εντάλματος, είναι η ανάγκη για προσεκτική εξέταση από ανεξάρτητο δικαστικό που παρεισφρέει μεταξύ της αστυνομίας και του πολίτη και η διερεύνηση ύπαρξης πιθανής αιτίας, διερεύνηση που δεν μπορεί να γίνεται με εντελώς αόριστες ενόρκους δηλώσεις. Αποτελεί βασική αρχή ότι δικαστής και όχι η αστυνομία, αποφασίζει κατά πόσο υπάρχει η βάση της έκδοσης του εντάλματος.

Στη ν παρούσα περίπτωση, ο αστυφύλακας Γ. Γεωργίου κατέθεσε ενόρκως ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι στην οικία του αιτητή φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες. Δεν κρίνω απαραίτητη την αναγραφή στην ένορκη δήλωση λεπτομερώς της μαρτυρίας ή της πηγής της, ιδιαίτερα λαμβανομένου υπ΄ όψιν ότι το ένταλμα έρευνας ζητείται σε ένα πολύ προκαταρκτικό στάδιο της διερεύνησης του αδικήματος. Από το ένταλμα που υπογράφει ο επαρχιακός δικαστής, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του αιτητή φυλάσσονταν ναρκωτικά.

Η έκδοση του εντάλματος κρίνεται ως αιτιολογημένη, αφού το δικαστήριο, εν όψει της μαρτυρίας του αστυφύλακα Γεωργίου, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία (βλέπε σχετικά Αναφορικά με την Εταιρεία Λεβέντης και Λεβέντης κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2030. Βλέπε όμως και Αναφορικά με τον Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043 και Αναφορικά με τον Σιακαλλή, Αίτηση αρ. 19/2001, ημερ. 14.3.2001, η οποία όμως ακυρώθηκε κατ΄ έφεση με την Π.Ε. 11045, ημερ. 17.4.2002 γιατί κρίθηκε ότι η αίτηση καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση).

Είν αι αλήθεια ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογείται εύλογη υποψία ότι το αναζητούμενο αντικείμενο βρίσκεται στον τόπο που θα ερευνηθεί. Δεν είναι αρκετή η αόριστη και υποθετική υποψία ότι θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί.

΄Ομ ως, στην παρούσα υπόθεση ο δικαστής που είναι και ο αρμόδιος να αποφασίσει, έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, η έκδοση του εντάλματος ήταν δικαιολογημένη. Οι απαγορευμένες ουσίες συνδέθηκαν με τη συγκεκριμένη οικία.

΄Αν και είναι βέβαια προτιμότερο η ένορκη δήλωση, επί τη βάσει της οποίας αξιώνεται το ένταλμα έρευνας, να περιέχει ορισμένα από τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων στηρίζεται η πεποίθηση του ενόρκως δηλούντος ότι τα ενοχοποιητικά αντικείμενα μπορούν να βρεθούν στον τόπο που ζητείται η έρευνα, δεν κρίνω απαραίτητο να αναφέρεται επί του ιδίου του εντάλματος η μαρτυρία που δίδεται με σκοπό να ελεγχθεί η δέουσα αιτιολόγησή του. Κάτι τέτοιο περικλείει και προφανείς κινδύνους. Εξ άλλου, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο έλεγχος που γίνεται είναι έλεγχος νομιμότητας και ουχί ουσίας και συνεπώς σκοπός της παρούσας διαδικασίας δεν είναι η εξέταση της ορθότητας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από το δικαστήριο. Λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα της διαδικασίας, του προκαταρκτικού σταδίου της διερεύνησης και της ανάγκης προστασίας των πηγών των διωκτικών αρχών, η αποκάλυψη κάποιων λεπτομερειών θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν οι περιστάσεις το επιτρέπουν.

Αβά σιμοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί του αιτητή για τα χρονικά όρια εκτέλεσης του εντάλματος και το παράπονο ότι η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε δημιουργούσε την εντύπωση ότι το ένταλμα μπορούσε να εκτελεστεί οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου. Κατ΄αρχήν το ένταλμα εκτελέστηκε στις 8.30 π.μ. της 12.3.2003, δηλαδή λίγες μόνο μέρες μετά την έκδοσή του και σε πολύ λογική ώρα και συνεπώς δεν αντιλαμβάνομαι τη βάση των ισχυρισμών.

Προ βάλλεται ακόμα το παράπονο ότι στα υποστατικά που ερευνήθηκαν διαμένει και η μνηστή του αιτητή Bianca Bos η οποία δεν αναφέρεται καν στο ένταλμα.

Η δεύτερη αιτήτρια είναι Ολλανδή υπήκοος και δεν γνωρίζει ελληνικά. Παρά ταύτα, η ένορκη δήλωσή της που συνοδεύει την αίτηση είναι διατυπωμένη στα ελληνικά, ενώ στο τέλος επιβεβαιώνεται από Πρωτοκολλητή ότι η ενόρκως δηλούσα ορκίστηκε και υπόγραψε ενώπιόν του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Είμαι της άποψης ότι η συγκεκριμένη δήλωση δεν συνιστά ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου. Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. ΄Ενορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas< i> Nazar, Αίτηση αρ. 48/2003, ημερ. 10.6.2003).< o:p>

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι΄ αν μπορούσα να λάβω υπ΄ όψιν ότι στο συγκεκριμένο υποστατικό μένει και η Bianca Bos ουδέν το επιλήψιμο διαπιστώνω από τη μη αναφορά της στη σχετική αίτηση. Το ένταλμα ζητά να επιτραπεί η έρευνα στα συγκεκριμένα υποστατικά στην οδό Ιάσωνος 4, στη Γεροσκήπου, στα οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες της αστυνομίας, διέμενε ο αιτητής 1. Δεν αντιλαμβάνομαι πως το γεγονός ότι η μνηστή του διαμένει μαζί του διαφοροποιεί την όλη κατάσταση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο