Λουκαΐδης Λουκής και Άλλοι ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ και Άλλοι (2003) 1 ΑΑΔ 22

(2003) 1 ΑΑΔ 22

[*22]24 Ιανουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10934)

ΛΟΥΚΗΣ ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

1.  ΕΚΔΟΤΙΚH ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΤΔ,

2.  ΦΡΙΞΟΥ Ν. ΚΟΥΛΕΡΜΟΥ,

3.  ΑΛΕΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,

4.  ΣΩΚΡΑΤΗ ΧΑΣΙΚΟΥ,

5.  ΠΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

6.  ΛΟΥΚΑ Γ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10935)

1.  ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΤΔ,

2.  ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

3.  ΠΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

4.  ΛΟΥΚΑΣ Γ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσειόντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΟΥΚH ΛΟΥΚΑΪΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 10934, 10935)

 

Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Δημοσίευση δυσφημιστικών δημοσιευμάτων σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, που είχαν ως κοινό στόχο να εκθέσουν τον ενάγοντα, υψηλά ιστάμενο κρατικό αξιωματούχο, ως άτομο χωρίς υπόσταση, καταχραστή της θέσης του, [*23]χάριν οικονομικού οφέλους και προς εξυπηρέτηση φίλων του ― Κατά πόσο ο διευθυντής και ο κατά νόμο υπεύθυνος της εφημερίδας καθίστανται νομικά υπόλογοι για το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης που προβλέπεται από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 48, με την έκδοση της εφημερίδας.

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα και καθορίζουν τις παραμέτρους της δίκης.

Λέξεις και Φράσεις ―"Αδίκημα", στο Άρθρο 11.3 του περί Τύπου Νόμου του 1989, (Ν. 145/89).

Λέξεις και Φράσεις ― "Decision" (απόφαση) στη Δ.35, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Δικαίωμα ανεμπόδιστης μετάδοσης και λήψης πληροφοριών, ιδεών και γνώμης ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η "Ευρωπαϊκή Σύμβαση"), (Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62) ― Περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, στην άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος ― Ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων ― Σκεπτικό απόφασης στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Αλωνεύτη ― Υιοθετήθηκε και στην παρούσα υπόθεση.

Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Αποζημιώσεις ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα επιδικάζοντας αποζημιώσεις για ένα σφαιρικό ποσό και όχι ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δυσφημηστικά δημοσιεύματα ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς τον προσδιορισμό του σωστού μέτρου αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου ― Η επέμβαση του Εφετείου στο ποσό των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο.

Έξοδα ― Διαταγή για έξοδα δύναται να προσβληθεί μέσω ειδοποίησης η οποία δίδεται βάσει της Δ.35, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Δίκαιη δίκη ― Διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ― Τρόπος αποτίμησης του ευλόγου του χρόνου ― Έκδοση επιφυλαχθείσας απόφασης με [*24]καθυστέρηση δεκαέξι μηνών και μετά από παράταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986 ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα διαδίκου για δίκαιη δίκη.

Στο τέλος Ιανουαρίου και κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου 1996, η εφημερίδα "Αλήθεια" προέβη σε σειρά δημοσιευμάτων, για το άτομο του κ. Λουκαΐδη, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και παράλληλα, μέλους της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα δημοσιεύματα αυτά τα οποία ήταν επικριτικά και μειωτικά, μέχρι βαθμού εξευτελισμού για το άτομο του κ. Λουκαΐδη αποτέλεσαν αντικείμενο τριών αγωγών λιβέλλου τις οποίες καταχώρησε ο ίδιος εναντίον της εφημερίδας "Αλήθεια", των επωνύμων συντακτών των άρθρων, του διευθύνοντος συμβούλου και κυρίου μετόχου της εκδότριας εταιρείας κ. Κουλέρμου και του κατά νόμο υπεύθυνου της εφημερίδας κ. Χάσικου.

Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον ενάγοντα και υποστήριξαν ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν αληθή και η κριτική, η οποία ασκείτο με αυτά, δίκαιη.  Αρνήθηκαν ότι τα γραφόμενα τους διαπνέονταν από κακή πίστη (malice).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά και επεδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του ενάγοντος στην αγωγή 1455/96, £25.000, στην αγωγή 1056/96, £10.000 και στην αγωγή 1880/96, £5.000.  Η πρώτη αγωγή αφορούσε δώδεκα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, η δεύτερη τέσσερα και η τρίτη ένα δυσφημιστικό δημοσίευμα.

Αποζημιώσεις επιδικάσθηκαν εναντίον της ιδιοκτήτριας εταιρείας της εφημερίδας "Aλήθεια" και των επώνυμων συντακτών των δημοσιευμάτων από κοινού.  Οι αγωγές εναντίον του κ. Κουλέρμου και του κ. Χάσικου απορρίφθηκαν, χωρίς να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.  Εναντίον των υπολοίπων εκδόθηκε διαταγή για έξοδα υπέρ του ενάγοντος.

Ο κ. Λουκαΐδης καταχώρησε την έφεση υπ’ αρ. 10934 προσβάλλοντας τα ακόλουθα:

α) Την απόρριψη της αγωγής εναντίον του κ. Κουλέρμου

β) Την απόρριψη της αγωγής εναντίον του κ. Χάσικου

γ)  Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων ως ανεπαρκές.

Ο κ. Κουλέρμος και ο κ. Χάσικος προσέβαλαν το μέρος της από[*25]φασης που αφορά τα έξοδα.

Η εκδοτική εταιρεία και οι εφεσίβλητοι 3, 5 και 6 στην έφεση του κ. Λουκαΐδη, με ξεχωριστή έφεση τους υπ’ αρ. 10935, αμφισβήτησαν το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης.  Ως λόγοι έφεσης προβλήθηκαν η ισχυριζόμενη παράλειψη του Δικαστηρίου να πραγματευθεί στην έκταση που επιβαλλόταν τις υπερασπίσεις (α) του αληθούς των δημοσιευμάτων (justification) (β) του δικαίου σχολίου (fair comment) και (γ) του συνταγματικού δικαιώματός τους της ανεμπόδιστης μετάδοσης και λήψης πληροφοριών ιδεών και γνώμης το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η "Ευρωπαϊκή Σύμβαση"), (Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62).

Οι άλλοι λόγοι έφεσης στην έφεση 10935 σχετίζονται με την αξιολόγηση και την εκτίμηση της μαρτυρίας και το δικαιολογημένο των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου που αντλούνται από αυτή.  Προσβάλλεται επίσης η επιφύλαξη της απόφασης για δεκαέξι μήνες από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως απαράδεκτη, σε βαθμό που να θέτει την εκδίκαση της υπόθεσης εκτός των πλαισίων του εύλογου χρόνου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου στην απόφαση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία ν. Αλωνεύτη υιοθετείται ως έκφραση του λόγου του Εφετείου και στην παρούσα υπόθεση.  Υπό το φως της πιο πάνω απόφασης, διαπιστώνεται ότι οι περιορισμοί που τίθενται με τις σχετικές πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, είναι παραδεκτοί.

2.  Τα δημοσιεύματα εναντίον του ενάγοντος, τον παρίσταναν, χωρίς υπερβολή, ως δείγμα δημοσίου ανδρός προς αποφυγή.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου - ότι επρόκειτο περί συντονισμένης πολεμικής εναντίον του κ. Λουκαΐδη η οποία πλήττει παντοιοτρόπως την υπόληψή του - δεν αφίσταται της πραγματικότητας.

3.  Η έφεση (10934) εναντίον του κ. Κουλέρμου και του κ. Χάσικου δεν μπορεί να επιτύχει για τον λόγο ότι η αστική ευθύνη για δυσφημιστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας πρέπει να αποδεικνύεται.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν προσάχθηκε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί γνώση εκ μέρους του κ. Χάσικου για τα δημοσιεύματα ή έγκριση του κειμένου τους ή ενθάρρυνση της προβολής τους.

[*26]4.        Η αντέφεση των εφεσιβλήτων κ. Κουλέρμου και κ. Χάσικου στην Π.Ε. 10934 για τα έξοδα, δεν μπορεί να επιτύχει ενόψει της προβολής των ιδίων υπερασπίσεων με τους υπόλοιπους εναγομένους, ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων.  Και κατά τη δίκη, μέσω της εκπροσώπησής τους από τον ίδιο δικηγόρο, οι δύο εναγόμενοι συνταύτισαν τη θέση τους κατά πάντα με εκείνη των υπόλοιπων εναγομένων.

5.  Οι εκατέρωθεν εφέσεις κατά του ποσού των αποζημιώσεων πρέπει να απορριφθούν, λόγω του ότι οι αποζημιώσεις καθορίσθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ορθή εκτίμηση των γεγονότων και των επιπτώσεων τους.  Η επέμβαση του Εφετείου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, εκτός εάν το επιδικασθέν ποσό εκφεύγει του μέτρου, σε βαθμό που, εξ αντικειμένου, να εμφαίνεται ως ανεπαρκές ή υπερβολικό.

6.  Ο χρόνος για την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης παρατάθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, μέχρι τις 15.9.2000, χρονική περίοδο εντός της οποίας εκδόθηκε η επιφυλαχθείσα απόφαση.  Ο Διαδικαστικός Κανονισμός δεν αποβλέπει στην αποτίμηση επιπτώσεων καθυστερήσεων στην έκδοση απόφασης στα δικαιώματα των διαδίκων.

Η Π.Ε. 10934 και η αντέφεση απορρίφθηκαν. Η Π.Ε. 10935 απορρίφθηκε. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10703, ημερ. 29/11/02,

Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 A.A.Δ. (Ε) 729,

Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059,

Takis P. Markides Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424,

Παναγή ν. Γενικού Εισαγγελέα (1999) 1 A.A.Δ. 1107,

Κυθρεώτης κ.ά. ν. Μιχαηλίδη Milington-Ward (2001) 1 Α.Α.Δ. 1480,

Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 416,

[*27]Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922,

Jones v. Pollard [1997] E.M.L.R. 233,

A-G v. Guardian (No 2) [1988] 3 All E.R. 545,

Rantzen v. Mirror Group Newspapers Ltd [1993] 4 All E.R. 975,

Kiam v. MGN Ltd [2002] 2 All E.R. 219,

Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285,

Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578,

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/9/00 (Αρ. Αγωγών 1455/96, 1056/96 και 1880/96), με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ αυτού ανεπαρκείς αποζημιώσεις για δυσφημιστικά δημοσιεύματα της ιδιοκτήτριας εταιρείας της εφημερίδας “Αλήθεια” εναντίον του, και με την οποία απορρίφθηκαν οι αγωγές του τόσο εναντίον του διευθύνοντος συμβούλου και κυρίου μετόχου της εκδοτικής εταιρείας, όσο και εναντίον του κατά νόμο υπεύθυνου της εταιρείας. Αντέφεση των εφεσιβλήτων (2) και (4) στην Π.Ε. 10934 για τα έξοδα.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσείοντα, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10934.

Σ. Φασουλιώτης, εκ μέρους Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10934.

Σ. Φασουλιώτης, εκ μέρους Χρ. Πουργουρίδη, για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10935.

[*28]Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση Αρ. 10935.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Στο τέλος Ιανουαρίου και κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1996, η εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» προέβη σε σειρά δημοσιευμάτων, άκρως επικριτικών, μειωτικών, μέχρι βαθμού εξευτελισμού για το άτομο του κ. Λουκαΐδη, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και, παράλληλα, μέλους της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. 

Τα δημοσιεύματα αυτά αποτέλεσαν το αντικείμενο τριών ξεχωριστών αγωγών λιβέλλου, τις οποίες ήγειρε ο κ. Λουκαΐδης εναντίον της εταιρείας η οποία εκδίδει την εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ», των επώνυμων συντακτών των άρθρων, που ανήκαν στη συντακτική ομάδα της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ», του διευθύνοντος συμβούλου και κυρίου μετόχου της εκδότριας εταιρείας, του κ. Κουλέρμου, και του κατά νόμο υπεύθυνου της εφημερίδας, του κ. Χάσικου.  Η πρώτη αγωγή, η 1455/96, έχει ως αντικείμενο δώδεκα άρθρα της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ», τα οποία δημοσιεύτηκαν μεταξύ της 5ης και της 11ης Φεβρουαρίου, 1996, μερικά από αυτά σε διαφορετικές στήλες της εφημερίδας της ίδιας ημέρας, προερχόμενα από τον αρχισυντάκτη, τον κ. Α. Κωνσταντινίδη,  άλλο μέλος του συντακτικού προσωπικού, τον κ. Π. Χαραλάμπους, και το συνεργάτη της εφημερίδας, τον κ. Λ.Γ. Χαραλάμπους. Η δεύτερη αγωγή, η 1056/96, έχει ως αντικείμενο τέσσερα δημοσιεύματα, συγγραφέντα από τον κ. Κωνσταντινίδη, μεταξύ της 30ής Ιανουαρίου, 1996, και της 2ας Φεβρουαρίου, 1996. Αντικείμενο της τρίτης αγωγής, 1880/96, είναι δημοσίευμα της 23ης Φεβρουαρίου, 1996, το οποίο υπογράφει ο κ. Π. Χαραλάμπους. 

Δικαιολογημένη κρίνεται η συνεκδίκαση των τριών αγωγών, λαμβανομένων υπόψη της ομοιότητας των επιδίκων θεμάτων και, γενικότερα, του σκοπού των δημοσιευμάτων, που είχαν κοινό στόχο να εκθέσουν τον κ. Λουκαΐδη ως άτομο χωρίς υπόσταση, καταχραστή της θέσης του, χάριν οικονομικού οφέλους και προς εξυπηρέτηση φίλων του. 

Με τα δημοσιεύματα, κατηγορείται ο κ. Λουκαΐδης για χρήση τόσο του υπηρεσιακού τηλεφώνου του στη Γενική Εισαγγελία όσο [*29]και του τηλεφώνου στην κατοικία του για ιδιωτικούς σκοπούς, προς μεγάλη ζημία του δημοσίου.  Μηνιαίοι λογαριασμοί, ανερχόμενοι σε εκατοντάδες λίρες, χρεώνονταν στο δημόσιο, ενώ μεγάλο μέρος των χρεώσεων αφορούσε ιδιωτικές επικοινωνίες του ιδίου και μελών της οικογένειάς του.  Παράλληλα, κατηγορείται ότι χρησιμοποιούσε για ιδιοτελείς σκοπούς το δικαίωμα παροχής φιλοξενίας σε τρίτα πρόσωπα, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκτός Κύπρου.  Ωσαύτως,  κατηγορείται ότι χρησιμοποίησε κονδύλια φιλοξενίας, για να εξασφαλίσει στον εαυτό του και στη σύζυγό του διακοπές στο Λονδίνο.  Οι καταχρήσεις του δικαιώματος φιλοξενίας επεκτείνονταν και στην παροχή φιλοξενίας στο γραφείο του υπό τη μορφή κεραστικών, γεγονός που χαρακτηρίζει και τη μικρότητά του να εκμεταλλεύεται το καθετί που θα μπορούσε να του επιφέρει οικονομικό όφελος.  Εκτός από τις ατασθαλίες αυτές, του προσάπτεται μομφή και για τις σχέσεις του με έμπορο όπλων, καταγγελία του οποίου ο κ. Λουκαΐδης διαβίβασε προς εξέταση, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη. 

Με άλλο δημοσίευμα, προσάπτεται μομφή στον κ. Λουκαΐδη για την παρέμβασή του σε υπόθεση διαχωρισμού οικοπέδων στη Λάρνακα, αποβλέπουσα στην εξυπηρέτηση φίλου του.  Παραδεκτό είναι ότι ο κ. Λουκαΐδης γνωμάτευσε σε σχέση με το επίμαχο θέμα, κατά τρόπο αντίθετο προς την προγενέστερα δοθείσα γνωμάτευση από δικηγόρο της Δημοκρατίας, η οποία τελικά δεν υιοθετήθηκε από τη Γενική Εισαγγελία.  Εκείνο που παραλείπει το δημοσίευμα να αναφέρει είναι ότι ο επηρεαζόμενος, ο φίλος του κ. Λουκαΐδη, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να δικαιωθεί, με το Ανώτατο Δικαστήριο να υιοθετεί θέση σύμφωνη με τη γνωμάτευση του κ. Λουκαΐδη ως προς τις νομικές πτυχές του θέματος. 

Έτερο δημοσίευμα αφορούσε την απόκτηση, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του κ. Λουκαΐδη ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, δύο αδασμολόγητων αυτοκινήτων, γεγονός το οποίο προβάλλεται ως άλλο παράδειγμα προώθησης των ανόμων επιδιώξεών του.  Το δημοσίευμα αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο αγωγής. Προσάχθηκε, όμως, μαρτυρία και έγινε δεκτή και σε σχέση με αυτό το δημοσίευμα, ως αποκαλυπτική των κινήτρων των εναγομένων και του πάθους, από το οποίο διακατέχονταν, να πλήξουν τον ενάγοντα παντοιοτρόπως.

Τέλος, κατηγορείται ο κ. Λουκαΐδης ότι, στο παρελθόν, παρέλειψε να ανανεώσει την άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του και την άδεια οδηγού για ορισμένο χρονικό διάστημα και, επίσης, ότι [*30]οδηγούσε χωρίς ασφαλιστική κάλυψη. Όντως, αποδείχτηκε ότι, σε δύο περιπτώσεις, ο κ. Λουκαΐδης παρέλειψε για μεγάλο χρονικό διάστημα να ανανεώσει την άδεια οδηγού και την άδεια οδικής χρήσης του αυτοκινήτου του, γεγονός το οποίο ο ίδιος απέδωσε σε αμέλεια. Ως προς την ασφαλιστική κάλυψη, η μαρτυρία έφερε σε φως ότι ο ισχυρισμός ήταν ανυπόστατος και, παρεπόμενα, αβάσιμα τα δυσμενή σχόλια που διατυπώθηκαν αναφορικά με αυτό.

Με αναφορά στα προβαλλόμενα ως υπαρκτά γεγονότα, ο κ. Λουκαΐδης σχολιάζεται κατά τον πλέον προσβλητικό τρόπο. κατηγορείται ότι αποσπούσε χρήματα από το δημόσιο με ψευδείς παραστάσεις, ότι, κατά πάντα τρόπο, εξαπατούσε το δημόσιο προς ίδιον όφελος, συνιστώντας, όπως οι εναγόμενοι υποστηρίζουν, παράδειγμα της διαφθοράς, της σήψης και της υποκρισίας, που επικρατούν στο δημόσιο βίο.

Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν ότι τα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά για τον κ. Λουκαΐδη.  Τα γεγονότα, τα οποία εκτίθενται στα δημοσιεύματα αναφορικά με τον κ. Λουκαΐδη, προβάλλονται ως αληθή ή κατ’ ουσίαν αληθή και η κριτική, η οποία ασκείται, δικαία, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και των αξιωμάτων του                 κ. Λουκαΐδη.  Αρνήθηκαν ότι τα γραφόμενά τους διαπνέονταν από κακή πίστη (malice).  

Περαιτέρω, πρόβαλαν τη θέση, ως μέρος της υπεράσπισής τους, ότι προέβησαν στα δημοσιεύματα «... μέσα στα πλαίσια της άσκησης του συνταγματικού και/ή άλλου δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών μέσω του τύπου.». 

Προσάχθηκε εκατέρωθεν μαρτυρία αναφορικά με το αληθές των δημοσιευμάτων, η τεκμηρίωση του οποίου βάρυνε τους εναγομένους. 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στο πλαίσιο των επιδίκων θεμάτων.  Μέρος της μαρτυρίας, όπως υποδεικνύει, συνίστατο από έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων αναλύεται και ερμηνεύεται στην απόφασή του. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιόν του, περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:-

«Όσον αφορά την προφορική μαρτυρία το Δικαστήριο δέχεται έχοντας παρακολουθήσει τους μάρτυρες στο εδώλιο ότι ο ενάγων και οι μάρτυρες του έλεγαν την αλήθεια στο Δικαστήριο.  [*31]Το ίδιο το Δικαστήριο θα έλεγε και για τους μάρτυρες υπεράσπισης μ’ εξαίρεση κάποια σημεία από την μαρτυρία του μάρτυρα Π. Χαραλάμπους.  Δεν γίνεται πιστευτός για παράδειγμα ότι προσπάθησε σε κάποιες περιπτώσεις να μιλήσει από τηλεφώνου με τον ενάγοντα για να έχει τις απόψεις του και δεν το κατόρθωσε.  Ήταν ένα πρόσωπο που ασχολήθηκε σ’ έκταση με τα δημοσιεύματα τα σχετιζόμενα με τον ενάγοντα και επομένως θα έπρεπε να είχε λάβει γνώση της επιστολής του συνηγόρου του ενάγοντα με τις θέσεις του ενάγοντα. Οι θέσεις αυτές αγνοήθησαν.  Γιατί επομένως ο μάρτυρας να είχε προσπαθήσει να πάρει από τηλεφώνου τις θέσεις του ενάγοντα.»

Η αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Λουκαΐδη κλονίζει, σε μεγάλο βαθμό, το βάθρο των δημοσιευμάτων, ιδιαίτερα εκείνο το μέρος τους που εκθέτει τα κρίσιμα γεγονότα που σχολιάζονται. 

Μετά από συνεκτίμηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία συνοψίζουμε:-

1.  Τηλεφωνήματα:

Δεν υπήρχε απόκλιση από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ως προς τη διεκδίκηση της καταβολής των ποσών τα οποία αντιπροσώπευαν οι λογαριασμοί των τηλεφώνων του κ. Λουκαΐδη είτε στο γραφείο είτε στο σπίτι του.  Το γεγονός αυτό επιμαρτυρείται και από την έγκριση των λογαριασμών από τις Λογιστικές Αρχές και την απουσία οποιωνδήποτε ερωτηματικών ως προς το παραδεκτό των δαπανών από τις Ελεγκτικές Αρχές. Παρόλο που οι χρεώσεις ήταν μεγάλες, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη διεκδίκησή τους.  Οι εγκύκλιοι, που διείπαν την καταβολή των τελών, και η πρακτική, που ακολουθείτο, καθιστούσαν παραδεκτές τις διεκδικήσεις του κ. Λουκαΐδη.  Αντικείμενο των δημοσιευμάτων δεν ήταν το ύψος των τηλεφωνικών λογαριασμών, αφ’ εαυτού, αλλά η διεκδίκησή τους έξω από το θεσμικό πλαίσιο. 

2.  Φιλοξενία:

Όπως και στην περίπτωση των τηλεφωνημάτων, έτσι και στην περίπτωση των δαπανών για τη φιλοξενία τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, αυτές έγιναν μέσα στα πλαίσια των επιτρεπομένων ορίων και έτυχαν της έγκρισης των Λογιστικών Αρχών, χωρίς, παράλληλα, να διατυπωθεί οποιοδήποτε ερωτηματικό από τις Ελεγκτικές Αρχές.

3.  Κεραστικά:

[*32]

Και σ’ αυτό τον τομέα οι δαπάνες έγιναν μέσα στα επιτρεπτά όρια και εγκρίθηκαν από τις Λογιστικές Αρχές, χωρίς καμιά αμφισβήτηση από τις Ελεγκτικές Αρχές. 

Με τα δημοσιεύματα, όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, αποδίδονται στον κ. Λουκαΐδη παράνομες εγκληματικές πράξεις, ως η απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συνεπαγόμενες, ταυτόχρονα, κατάχρηση του αξιώματός του.  Τα δημοσιεύματα δεν απέβλεπαν στην επίκριση του κ. Λουκαΐδη για το ύψος των λογαριασμών των τηλεφώνων του αλλά για την παράνομη και καταχρηστική χρήση του τηλεφώνου, απολήγουσα στην απόσπαση χρημάτων, τα οποία δεν εδικαιούτο. 

4.  Σχέσεις με έμπορο όπλων:

Αφήνεται σαφώς να νοηθεί, από το δημοσίευμα, ότι ο κ. Λουκαΐδης είχε ύποπτες και παράνομες σχέσεις με έμπορο όπλων, οι οποίες αποτέλεσαν την αφετηρία για την προώθηση καταγγελιών του.  Κανένα στοιχείο δεν κατατέθηκε, που να καταδεικνύει την ύπαρξη φιλίας μεταξύ του κ. Λουκαΐδη και του κατονομαζόμενου, κατ’ ισχυρισμό, εμπόρου όπλων, ή ότι ο κ. Λουκαΐδης είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις επιχειρήσεις του.  Ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε, όπως ανέφερε, από την εξέταση παραπόνου του εν λόγω ατόμου, λόγω της αντιδικίας που είχε με την εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» και το συντακτικό της προσωπικό, ισχυρισμός, ο οποίος έγινε δεκτός ως αληθής.  Επομένως, και σ’ αυτή την περίπτωση, έλειπε ολότελα το βάθρο των γεγονότων, στα οποία βασίστηκαν τα άκρως δυσφημιστικά σχόλια για τον κ. Λουκαΐδη. 

5.  Διαχωρισμός οικοπέδων:

Η παρέμβαση του κ. Λουκαΐδη είχε ως αντικείμενο την αποτροπή αδικίας και όχι την επίδειξη εύνοιας χάριν των συμφερόντων του φίλου του, όπως χαρακτηρίζεται το πρόσωπο αυτό από το Δικαστήριο, ή του πάρα πολύ γνωστού του, όπως ο ίδιος ο κ. Λουκαΐδης περιέγραψε το άτομο που παραπονέθηκε σ’ αυτό.  Ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν της άποψης ότι η γνωμάτευση του κ. Λουκαΐδη έπρεπε να υιοθετηθεί.  Η τελική δικαίωσή του (του κ. Λουκαΐδη), ως προς την ορθότητα των αρχών του δικαίου τις οποίες διατύπωσε, υποστηρίζει ότι σκοπός της παρέμβασής του ήταν η αποτροπή αδικίας και όχι η παροχή εύνοιας στο συγκεκριμένο άτομο.  Υπογραμμίζεται, στην απόφαση του Δικαστηρίου, η παράλειψη των εναγομένων να κάμουν οποιαδήποτε αναφορά στη δικαστική [*33]απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρά το ότι διεφάνη ότι ήταν ενήμεροι για την ύπαρξή της. 

6.  Αδασμολόγητα αυτοκίνητα:

Σε αντίθεση προς τις θέσεις που διατυπώνονται στο σχετικό δημοσίευμα των εναγομένων, 2 Φεβρουαρίου, 1996, τίποτε το παράνομο ή το παράτυπο δεν κατέδειξε η μαρτυρία η οποία δόθηκε επί του θέματος.  Η μαρτυρία αποκάλυψε ότι το δικαίωμα για κτήση αδασμολόγητου οχήματος αναγνωρίστηκε στον κ. Λουκαΐδη βάσει του ισχύοντος δικαίου, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Το σχετικό δημοσίευμα δεν αποτελεί επίδικο θέμα σε καμιά από τις τρεις αγωγές. Έγινε δεκτή μαρτυρία επί του θέματος, προς υποστήριξη των θέσεων του κ. Λουκαΐδη - ότι οι εναγόμενοι εμφορούντο από κακή πίστη, γεγονός που καταδεικνύεται και από την αδιαφορία τους για την αλήθεια των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και σ’ αυτό το θέμα. που, όντως, διαπιστώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και με αναφορά σ’ αυτό το δημοσίευμα. 

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα γεγονότα, στα οποία θεμελιώθηκαν τα δυσφημιστικά σχόλια των εναγομένων επί όλων σχεδόν των θεμάτων, ήταν αναληθή.  Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αδιαφόρησαν για την εξακρίβωσή τους, γεγονός ενισχυτικό της θέσης ότι διακατείχοντο από κακή πίστη, σκοπούντες να πλήξουν τον κ. Λουκαΐδη. 

Μετά τα δημοσιεύματα της 30ής Ιανουαρίου, 1996, και της 1ης  Φεβρουαρίου, 1996, ο δικηγόρος του κ. Λουκαΐδη γνωστοποίησε στους εναγομένους ότι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι περιείχοντο σ’ αυτά, αναφορικά με παράνομες διεκδικήσεις εξόδων τηλεφώνου, φιλοξενίας, καθώς και ο ισχυρισμός ότι έκαμνε διακοπές με την οικογένειά του στο Λονδίνο με έξοδα του δημοσίου, ήταν αναληθείς, καλώντας τους, συγχρόνως, να απολογηθούν. Όχι μόνο δε σημειώθηκε η θέση του κ. Λουκαΐδη, αλλά αντίθετα επέμεναν στους ισχυρισμούς τους, όπως αποκαλύπτουν τα μεταγενέστερα δημοσιεύματά τους, χωρίς να καταβάλουν οποιαδήποτε προσπάθεια για τη διερεύνηση της αλήθειας του περιεχομένου τους.  Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, ως προς το σκοπό των δημοσιευμάτων, τις διαθέσεις των εναγομένων έναντι του κ. Λουκαΐδη και το βάσιμο των υπερασπίσεων των εναγομένων, διατυπώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:-

«Είναι τελικώς η απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι απέτυχαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο στοιχεία που να [*34]πείθουν για τις υπερασπίσεις που προέβαλαν για το κάθε θέμα το οποίο υπήρξε δυσφημιστικό για τον ενάγοντα. Το Δικαστήριο όμως θέλει να πει και το εξής:  Ανεξάρτητα από τα επί μέρους θέματα που τα επίδικα δημοσιεύματα πραγματεύονται τα οποία είναι δυσφημιστικά η γενική εικόνα και εντύπωση που το καθένα από τα δημοσιεύματα δίδει είναι πρόθεση δυσφήμισης και μόνον του ενάγοντα και όχι άσκηση καλόπιστης κριτικής, ακόμη και εκεί που πιθανόν να υπάρχει σχόλιο επί γεγονότων.  Η εντύπωση δε αυτή ενδυναμώνεται και από την υπόλοιπη μαρτυρία που ο ενάγων έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου.  Αυτό που οι εναγόμενοι έκαμναν ήταν μια συνεχής πολεμική για πλήρη εξευτελισμό και καταρράκωση του προσωπικού και επαγγελματικού κύρους του ενάγοντα.  Η επίμονη και μακρά ενασχόληση τους με τον ενάγοντα είναι ενδεικτική.  Ενδεικτικές δε της πρόθεσης τους είναι φράσεις όπως ‘...και κύριος οίδε τι άλλο μας έχει συμβεί και δεν το ξέρουμε’. (Δημοσίευμα της 7.2.96). ‘.... είναι ο τελευταίος κύπριος που θα μπορούσε να μας εκπροσωπεί σ’ ένα διεθνές σώμα με τέτοιο κύρος....’ (δημοσίευμα της 11.2.96) ‘Αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος δεν σέβεται τους νόμους, δεν μπορεί να μας αντιπροσωπεύει στο εξωτερικό’.»

Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των δημοσιευμάτων, την έκταση της δημοσιότητας, που δόθηκε σ’ αυτά με τη δημοσίευσή τους σε ημερήσια εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, τη συμπεριφορά των εναγομένων, ένας των οποίων στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο κ. Π. Χαραλάμπους, παραλλήλισε τις καταγγελίες εναντίον του κ. Λουκαΐδη με εκείνες που προσάφθηκαν εναντίον του κ. Μιλτιάδη Χριστοδούλου, που οδήγησαν στην καταδίκη του σε φυλάκιση, καθώς και την αποκατάσταση της υπόληψης του κ. Λουκαΐδη, επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ του, ως ακολούθως:-

(α)   Στην Αγωγή 1455/96, επίδικα θέματα της οποίας ήταν τα δώδεκα δυσφημιστικά δημοσιεύματα μεταξύ της 5ης και της 11ης Φεβρουαρίου, 1996, £25.000,00.

(β)   Στην Αγωγή 1056/96, αντικείμενο της οποίας ήταν τέσσερα δυσφημιστικά δημοσιεύματα μεταξύ της 30ής Ιανουαρίου και της 2ας Φεβρουαρίου, 1996, £10.000,00· και 

(γ)   Στην Αγωγή 1880/96, επίδικο θέμα της οποίας ήταν δυσφημιστικό δημοσίευμα της 23ης Φεβρουαρίου, 1996, £5.000,00. 

Αποζημιώσεις επιδικάστηκαν εναντίον της ιδιοκτήτριας εταιρείας της εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» και των επώνυμων συντακτών των δημοσιευμάτων από κοινού, εφόσον κρίθηκε ότι επρόκειτο για κοινή δυσφημιστική δράση.  Οι αγωγές τόσο εναντίον του διευθύνοντος συμβούλου και κυρίου μετόχου της εκδοτικής εταιρείας, του κ. Κουλέρμου, όσο και εναντίον του κατά νόμο υπεύθυνου της εταιρείας, του κ. Χάσικου, απορρίφθηκαν, χωρίς όμως την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής ως προς τα έξοδα, «εφόσον στην ουσία η υπεράσπιση τους υπήρξε κοινή με τους υπόλοιπους εναγομένους από τον ίδιο συνήγορο».  Εναντίον των υπολοίπων δόθηκε διαταγή για έξοδα υπέρ του ενάγοντος.

Ο κ. Λουκαΐδης προσβάλλει, με την έφεσή του (10934), τρία μέρη της πρωτόδικης απόφασης:- 

(α)   Την απόρριψη της αγωγής εναντίον του κ. Κουλέρμου.  Υποστήριξε ότι, από την προσαχθείσα μαρτυρία, προκύπτει και, λόγω της ιδιότητάς του, συνάγεται ότι ο κ. Κουλέρμος ήταν ενήμερος των δημοσιευμάτων και με τη στάση του τα ενέκρινε.  Η θέση του στην εκδοτική εταιρεία, η φύση, η έκταση και το παρατεταμένο των δημοσιευμάτων συνηγορούν υπέρ του συμπεράσματος ότι αυτός ήταν ενήμερος και μέτοχος στη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του.  

(β)   Την απόρριψη της αγωγής εναντίον του κ. Χάσικου, του κατά νόμο υπεύθυνου της εταιρείας.  Προβάλλεται η θέση ότι, βάσει των διατάξεων του Άρθρου 11(3) του περί Τύπου Νόμου του 1989, (Ν. 145/89), ο κατά νόμο υπεύθυνος της εφημερίδας καθίσταται νομικά υπόλογος για το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, που προβλέπεται από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, ΚΕΦ. 148, και το οποίο διαπράττεται με την έκδοση της εφημερίδας. Πέραν τούτου, ο κ. Χάσικος έπρεπε, λόγω των ευθυνών του κάτω από το Ν. 145/89, να είχε λάβει γνώση των δημοσιευμάτων και της έκτασής τους και να είχε εγκρίνει τη δημοσίευσή τους *· και 

(γ)   Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων ως ανεπαρκές, ενόψει των θέσεων τις οποίες κατείχε - Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και Αντιπρόσωπος της Κύπρου στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης – καθώς και της φύσης των δημοσιευμάτων και, όλως ιδιαίτερα, της απόδοσης σ’ αυτό σοβαρών ποινικών αδικημάτων, ενεχό[*36]ντων το στοιχείο της ηθικής αισχρότητας. 

Με αντέφεσή τους, υποβληθείσα βάσει της Δ.35, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο κ. Κουλέρμος και ο κ. Χάσικος προσέβαλαν το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τα έξοδα.  Είναι η θέση τους ότι η μη επιδίκαση εξόδων σ’ αυτούς είναι εσφαλμένη. 

Η εκδοτική εταιρεία, ο κ. Α. Κωνσταντινίδης, ο κ. Π. Χαραλάμπους και ο κ. Λ. Χαραλάμπους, εφεσίβλητοι στην έφεση του κ. Λουκαΐδη (10934), με ξεχωριστή έφεσή τους (10935), αμφισβητούν το σύνολο της πρωτόδικης απόφασης, για δώδεκα συνολικά λόγους, οι οποίοι διαγράφονται πιο κάτω:-

Παράλειψη του Δικαστηρίου να πραγματευθεί, στην έκταση που επιβαλλόταν, τις υπερασπίσεις του αληθούς των δημοσιευμάτων (justification) και του δικαίου σχολίου (fair comment).  Δε γίνεται ισχυρισμός ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς τις νομικές αρχές που διέπουν τη στοιχειοθέτηση των προαναφερθέντων δύο υπερασπίσεων, υπήρξε είτε ατελής είτε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εσφαλμένη.  Η αμφισβήτηση εστιάζεται, πρωτίστως, στην παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την ενώπιόν του μαρτυρία και τις προεκτάσεις της και να εξαγάγει τα συμπεράσματα, στα οποία εύλογα αυτή οδηγεί.  Δεν προσβάλλεται ευθέως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του κ. Λουκαΐδη.

Παράλειψη  εξέτασης  της υπεράσπισης, η οποία προβάλλεται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Υπερασπίσεως, που αναφέρεται στο συνταγματικό δικαίωμά τους της ανεμπόδιστης μετάδοσης και λήψης πληροφοριών, ιδεών και γνώμης, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση»), (Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62). 

Ανάλογο ζήτημα εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10703, 29/11/02 (απόφαση πλειοψηφίας). Σ’ εκείνη την υπόθεση, εξετάσαμε, σε έκταση, τη φύση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και τις αντίστοιχες διατάξεις του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τη συνάρτηση του συγκεκριμένου δικαιώματος με τα άλλα δικαιώματα του ατόμου που κατοχυρώνει το Σύ[*37]νταγμα, την εξισορρόπησή τους όσο και το συμβατό των περί δυσφημίσεως διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148, με το δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 19 του Συντάγματος, η παράγραφος 3 του οποίου καθιστά παραδεκτό το διά νόμου περιορισμό του, μεταξύ άλλων χάριν της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων.  Η κατάληξή μας σ’ εκείνη την απόφαση, την οποία παραθέτουμε παρακάτω, ισχύει και στην προκείμενη υπόθεση:-

«Υπό το φως των όσων έχουμε διαγράψει, κρίνουμε ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του ΚΕΦ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.»   

Το σκεπτικό της απόφασής μας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη, (ανωτέρω), που οδήγησε στο συμπέρασμα που αποτυπώνεται πιο πάνω, υιοθετείται ως έκφραση του λόγου μας και σ’ αυτή την υπόθεση. 

Οι άλλοι λόγοι έφεσης σχετίζονται με την αξιολόγηση και την εκτίμηση της μαρτυρίας  και το δικαιολογημένο των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου που αντλούνται από αυτή. Θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων, αφ’ εαυτού, δεν εγείρεται.

Αναλυτικά, ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στη χρήση του τηλεφώνου της κατοικίας του κ. Λουκαΐδη εκτός από τον ίδιο και από τα μέλη της οικογένειάς του και στο παραδεκτό τέτοιας χρήσης.

Ο λόγος 3 σχετίζεται με τη σύγκριση που έγινε μεταξύ των λογαριασμών του υπηρεσιακού τηλεφώνου του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα.

Οι λόγοι 4 και 5 αφορούν την ορθότητα της ερμηνείας εγκυκλίων, που διέπουν τα της παροχής φιλοξενίας από αξιωματούχους του Κράτους, και το βάσιμο της εφαρμογής τους στην περίπτωση του κ. Λουκαΐδη.

Ο λόγος 6 εκτείνει το ερμηνευτικό ζήτημα στις εγκυκλίους που άπτονται της παροχής φιλοξενίας στο εξωτερικό.

Με το λόγο 7 αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου στον προσδιορισμό του δικαίου των σχολίων τα οποία [*38]έγιναν, υπό το πρίσμα των γεγονότων στα οποία βασίστηκαν.

Ο λόγος 8 πραγματεύεται ειδικά το μέρος της απόφασης που αναφέρεται στην παράλειψη ανανέωσης από τον εφεσίβλητο της άδειας κυκλοφορίας, οδήγησης και της ασφάλισης του αυτοκινήτου του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως, διαπίστωσε ότι μέρος των γεγονότων, στα οποία βασίστηκαν τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα,  ανταποκρινόταν στην αλήθεια. το μέρος εκείνο που αφορούσε τη μη ανανέωση της άδειας οδηγού από τον κ. Λουκαΐδη και τη χρήση για μακρύ χρονικό διάστημα του αυτοκινήτου του χωρίς άδεια κυκλοφορίας, που συνιστούν αδικήματα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέρος του δημοσιεύματος, που αναφερόταν στα δύο αυτά περιστατικά, και τα σχόλια που έγιναν σε σχέση με αυτά δε συνιστούσαν δυσφήμιση.  Τα γεγονότα ήταν αληθή και τα δυσμενή σχόλια γι’ αυτή τη διαγωγή δίκαια.  Δυσφημιστικό θεωρήθηκε το μέρος του δημοσιεύματος που αφορούσε την κυκλοφορία χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης, το οποίο κρίθηκε αναληθές, και, συναφώς, ανυπόστατα τα διατυπωθέντα σχόλια γι’ αυτό. Το Δικαστήριο περιορίζει τη διαπίστωση για δυσφήμιση σ’ αυτό και μόνο το μέρος του δημοσιεύματος.

Με το λόγο 9, αμφισβητούνται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σχετικά με την παρεμβολή του κ. Λουκαΐδη στο ζήτημα των οικοπέδων φιλικού του προσώπου.  Αμφισβητείται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος ήταν δυσφημιστικό, δοθείσας της παρέμβασης του           κ. Λουκαΐδη σε ζήτημα για το οποίο το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα είχε ήδη γνωματεύσει, μέσω δικηγόρου της Δημοκρατίας. 

Ο λόγος έφεσης 10 θέτει προς κρίση την αξιολόγηση του δημοσιεύματος που σχετίζεται με την απόκτηση αδασμολόγητων αυτοκινήτων από τον κ. Λουκαΐδη. Σωστή, κατά τους εφεσείοντες   (Π.Ε. 10935), ανάλυση της μαρτυρίας αποκαλύπτει ότι σκοπός του δημοσιεύματος ήταν να καυτηριάσει την επίκληση, εκ μέρους του          κ. Λουκαΐδη, της υποστήριξης του Γενικού Εισαγγελέα για την προαγωγή των επιδιώξεών του, με την άσκηση φορτικής πίεσης επ’ αυτού.

Οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν προσβάλλονται με το λόγο έφεσης 11 ως υπερβολικές.  Ορθή θεώρηση των γεγονότων, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, φέρνει στο προσκήνιο την αυθαίρετη λειτουργία του κ. Λουκαΐδη σε κάθε τι που είχε να κάμει με χρήματα, [*39]σε βαθμό που το επιδικασθέν ποσό να καταφαίνεται ως υπερβολικά υψηλό.  Αυτό αποτελεί τη βάση αυτού του λόγου έφεσης, όπως τον έχουμε κατανοήσει. 

Τέλος, η επιφύλαξη της απόφασης για χρονικό διάστημα δεκαέξι μηνών από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται ως απαράδεκτη, σε βαθμό που να θέτει την εκδίκαση της υπόθεσης έξω από τα πλαίσια του εύλογου χρόνου – (λόγος έφεσης 12).

Ο εφεσίβλητος (Π.Ε. 10935) υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή σε όλα της τα σημεία, υπολειπόμενη μόνο στο μέρος εκείνο που αποτελεί το αντικείμενο της έφεσής του 10934.

Εξετάσαμε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και ως προς το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου και των συνταγματικών διαστάσεων του δικαιώματος και ως προς το παραδεκτό των περιορισμών που τίθενται με τις σχετικές πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148.  Αντλήσαμε καθοδήγηση από την πρόσφατη απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη.  Έχουμε ήδη διαπιστώσει, υπό το φως της απόφασής μας στην υπόθεση εκείνη, ότι οι περιορισμοί είναι παραδεκτοί.  Αντικείμενο των περιορισμών είναι η περιστολή της ασυδοσίας του λόγου, ο οποίος, ανέλεγκτα και χωρίς τη διερεύνηση και προβολή του αντίλογου, πλήττει την υπόσταση του ατόμου, που αποτελεί τον πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας, με επακόλουθο τον εξοστρακισμό του από το χώρο όπου διαβιοί και λειτουργεί. 

Ορθολογιστική ταξινόμηση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης 10934, μαζί και της αντέφεσης στην ιδία υπόθεση των εφεσιβλήτων Κουλέρμου και Χάσικου, και της έφεσης 10935, οι οποίες ακούστηκαν από κοινού, επιβάλλει την εξέτασή τους με την εξής σειρά:   Προέχει η εξέταση του δυσφημιστικού ή μη χαρακτήρα των δημοσιευμάτων, που συνιστούν το κατ’ εξοχήν αντικείμενο της Π.Ε. 10935.  Εάν δεν επιτύχει αυτό το μέρος της έφεσης, το επόμενο θέμα που θα εξεταστεί είναι η πτυχή της Π.Ε. 10934 που αφορά την απόρριψη της αγωγής εναντίον των κυρίων Κουλέρμου και Χάσικου. Απόρριψη αυτού του μέρους της έφεσης οδηγεί σε εξέταση της αντέφεσης του κ. Κουλέρμου και του κ. Χάσικου (Π.Ε. 10934) εναντίον της διαταγής για τη μη επιδίκαση εξόδων υπέρ τους, παρά την απόρριψη της αγωγής εναντίον τους.  Το επόμενο θέμα, που έρχεται στο προσκήνιο, είναι οι εκατέρωθεν εφέσεις σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων και το τελευταίο το εύλογο του χρόνου έκδοσης της επιφυλαχθείσας, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης, αποφάσεως, που [*40]αποτελεί αντικείμενο της έφεσης 10935. 

Το δυσφημιστικό ή μη των δημοσιευμάτων:

Η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας και του θεσμικού πλαισίου ως προς τη χρήση του υπηρεσιακού τηλεφώνου στο γραφείο του κ. Λουκαΐδη υπήρξε σωστή, όπως ορθή υπήρξε και η ερμηνεία των σχετικών εγκυκλίων που διέγραφαν τη χρήση του. Η έγκριση του ποσού από τις αρμόδιες Λογιστικές Αρχές συνιστά, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως, μαρτυρία για τη σύννομη χρήση του τηλεφώνου.  Η μαρτυρία για το ύψος των λογαριασμών του τηλεφώνου του Γενικού Εισαγγελέα έτεινε να καταδείξει, σε γενικές έστω γραμμές, ότι υπήρξε αντιστοιχία μεταξύ της χρήσης του υπηρεσιακού τηλεφώνου από τους δύο ανώτατους αξιωματούχους της Γενικής Εισαγγελίας.  Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι το εύλογο της χρήσης του τηλεφώνου του κ. Λουκαΐδη αλλά το σύννομο της χρήσης του.  Το αντικείμενο των δημοσιευμάτων δεν ήταν η αλόγιστη χρήση του υπηρεσιακού τηλεφώνου του κ. Λουκαΐδη.  Το ύψος του λογαριασμού του τηλεφώνου, μαζί και ενδείξεις για την παράλογη χρήση του, θα μπορούσε να αποτελέσουν το αντικείμενο σχολιασμού.  Δεν ήταν, όμως, αυτό το αντικείμενο των δημοσιευμάτων αλλά η παράνομη χρήση του τηλεφώνου, ισχυρισμός ο οποίος δεν αποδείχτηκε, γεγονός που καταρρίπτει το θεμέλιο στο οποίο οικοδομήθηκαν τα δυσφημιστικά σχόλια για τον κ. Λουκαΐδη επί του προκειμένου.  Τα ίδια ισχύουν και για το τηλέφωνο της κατοικίας του κ. Λουκαΐδη.  Η μαρτυρία κατέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι το τηλέφωνο της κατοικίας του κ. Λουκαΐδη, όπως και άλλων αξιωματούχων, ήταν για γενική και όχι για υπηρεσιακή χρήση.  Και σ’ αυτή την περίπτωση, αντικείμενο των δημοσιευμάτων δεν ήταν η αλόγιστη ή η υπέρμετρη χρήση, αφ’ εαυτής, του τηλεφώνου της κατοικίας του κ. Λουκαΐδη, αλλά η παράνομη χρήση του.

Πρέπει να επαναλάβουμε ότι, εάν αντικείμενο των δημοσιευμάτων για τα τηλέφωνα και τη φιλοξενία ήταν η αλόγιστη χρήση δικαιώματος, σε συνδυασμό με γεγονότα που να καταδείκνυαν το παράλογο της άσκησής του, τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο σχολιασμού, με έρεισμα το παράλογο της χρήσης του δικαιώματος.  Όμως αυτό δεν ήταν ούτε το αντικείμενο ούτε ο σκοπός των δημοσιευμάτων. Σωστά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, με τα δημοσιεύματα, αποδίδεται στον κ. Λουκαΐδη η παράνομη χρήση τηλεφώνου, καθώς και η κατάχρηση του δικαιώματος φιλοξενίας και κεραστικών. Πέραν τούτου, οι προσβαλλόμενες ως τεκμηριωμένες κατηγορίες αποτέλεσαν το βά[*41]θρο για ένα άνευ φραγμού κατηγορώ εναντίον του κ. Λουκαΐδη ως αξιωματούχου της Πολιτείας και ως ανθρώπου, παριστάνοντάς τον, χωρίς υπερβολή, ως δείγμα δημοσίου ανδρός προς αποφυγή.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου - ότι επρόκειτο περί συντονισμένης πολεμικής εναντίον του κ. Λουκαΐδη - δεν αφίσταται της πραγματικότητας. 

Η αβάσιμη, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατηγορία των εφεσειόντων (Π.Ε. 10935) ότι, πέραν των άλλων, ο κ. Λουκαΐδης έκαμε σε βάρος του δημοσίου διακοπές με την οικογένειά του στην Αγγλία, χαρακτηρίζει την άνευ περισπασμού επίθεση εναντίον του.  Η αδιαφορία, από την άλλη, για το ανυπόστατο του ισχυρισμού αυτού, είναι ενδεικτική των κινήτρων των εφεσειόντων.

Η εξέταση της πτυχής της υπόθεσης, που αφορά τις άδειες κυκλοφορίας και οδήγησης και την ασφάλιση του αυτοκινήτου, αποκαλύπτει την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εφαρμογή των υπερασπίσεων της αλήθειας και του δικαίου σχολίου.  Έκρινε ότι,  σε σχέση με μέρος του δημοσιεύματος, ίσχυε η υπεράσπιση της αλήθειας των γραφομένων και του δικαίου των σχολίων που διατυπώθηκαν επ’  αυτών.  Οι κατηγορίες ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς άδεια κυκλοφορίας και χωρίς να ανανεώσει την άδεια οδηγού ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.  Τούτου δοθέντος, τα επικριτικά για το άτομο του κ. Λουκαΐδη σχόλια θεωρήθηκαν δίκαια. Αντίθετα, η τρίτη κατηγορία - ότι χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του χωρίς ασφαλιστική κάλυψη - αποδείχτηκε αβάσιμη, εκθέτοντας τα δυσφημιστικά σχόλια, που συνόδευαν την κατηγορία, ως άδικα. 

Ο κ. Λουκαΐδης αναγνώρισε ότι, μετά από παράπονο γνωστού του, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφει ως φίλο του, παρενέβη στην Επαρχιακή Διοίκηση, η οποία είχε την ευθύνη για την έγκριση του διαχωρισμού γης, ανήκουσας στο εν λόγω πρόσωπο, σε οικόπεδα.  Γνωμάτευσε αντίθετα προς προηγούμενη γνωμάτευση δικηγόρου της Δημοκρατίας - η οποία διέγραφε το νομικό πλαίσιο που διείπε την άσκηση της εξουσίας της αρμόδιας αρχής στη συγκεκριμένη περίπτωση - ότι η νομική του συμβουλή ήταν εσφαλμένη και ότι ορθή θεώρηση του νομικού πλαισίου επέβαλλε άλλη αντιμετώπιση του θέματος, ευνοϊκή για το περί ου ο λόγος πρόσωπο.  Η παρέμβαση του κ. Λουκαΐδη στις αρμόδιες αρχές και η ανατροπή προγενέστερης γνωμάτευσης της Γενικής Εισαγγελίας στιγματίζεται από το σχετικό δημοσίευμα ως χρήση της θέσης του προς την παροχή εύνοιας σε φιλικό του πρόσωπο.  Ό,τι παραλείπεται, είναι ότι [*42]ο Γενικός Εισαγγελέας υιοθέτησε τη γνωμάτευση του κ. Λουκαΐδη, και, ακόμα σημαντικότερο, ότι η υπόθεση άχθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία), απόφαση του οποίου δικαίωσε τη νομική θέση του κ. Λουκαΐδη, ως σωστή έκφραση του δικαίου.

 

Τα γεγονότα, τα οποία περιβάλλουν το θέμα και τα οποία παραλείφθηκαν από το δημοσίευμα, τείνουν να δώσουν άλλη χροιά από εκείνη που δίνεται στο δημοσίευμα στην παρέμβαση του εφεσίβλητου (Π.Ε. 10935), σχετιζόμενη με το δίκαιο του πράγματος, γεγονός που τείνει να αποχρωματίσει την παρέμβασή του ως πράξη εμφορούμενη από διάθεση να ευνοήσει το φίλο του ανεξάρτητα από το δίκαιο του πράγματος. 

Η παρέμβαση, αφ’ εαυτής, του κ. Λουκαΐδη, με αφετηρία την παράκληση φίλου του, θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο δυσμενούς σχολιασμού, ιδίως αν καταδεικνυόταν ότι ήταν η πρακτική της Εισαγγελίας να λειτουργεί με μια φωνή, αποκλειομένης της παρέμβασης του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα στην ανατροπή προηγούμενης γνωμάτευσης της Εισαγγελίας.  Αυτό δεν κατεφάνη.  Αντίθετα, προκύπτει, από τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι ήταν δεκτή, άνευ ετέρου, η ανατροπή προηγούμενης γνωμάτευσης της Εισαγγελίας από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.  Ό,τι συνάγεται, είναι ότι το απρόσωπο και το ενιαίο του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα στην παροχή γνωματεύσεων δεν ίσχυε.  Όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση, η αιχμή των δημοσιευμάτων ήταν ότι ο κ. Λουκαΐδης λειτούργησε ευνοϊκά για το φίλο του, εις βάρος του δικαίου, θέση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.  Το μήνυμα, το οποίο μεταδίδει το δημοσίευμα, είναι η ετοιμότητα του κ. Λουκαΐδη να κάμψει το νόμο για να ευνοήσει φιλικό του άτομο.  Αυτό στερείται βάσης, διαπίστωση που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν παρέχεται πεδίο για παρέμβαση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επί αυτής της πτυχής της υπόθεσης. 

Καθ’ όλα ανυπόστατος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο κ. Λουκαΐδης διατηρούσε ύποπτες σχέσεις με έμπορο όπλων, που, κατ’ ισχυρισμό, ήταν φίλος του, και η υπόνοια ότι παρενέβη και επιχείρησε την προώθηση καταγγελίας αυτού του προσώπου. Δεν αποδείχθηκε ούτε η ύπαρξη τέτοιας σχέσης ούτε οποιαδήποτε ενέργεια του κ. Λουκαΐδη, αποβλέπουσα στην προώθηση του παραπόνου του υπό αναφορά προσώπου.  Το δημοσίευμα επί του θέματος είναι χαρακτηριστικό της αδιαφορίας των εφεσειόντων (Π.Ε. 10935) για την ύπαρξη ή την αλήθεια του πράγματος, περί ου ο σχολιασμός.

[*43]

Τέλος, τα δημοσιεύματα αναφορικά με την παράνομη απόκτηση δύο αδασμολόγητων αυτοκινήτων, για τα οποία έγινε δεκτή μαρτυρία, παρόλο που δεν αποτελούσαν επίδικο θέμα της δίκης, όντως, έτειναν να καταδείξουν τα κίνητρα των εφεσειόντων έναντι του κ. Λουκαΐδη και την, κατά πάντα τρόπο, προσπάθειά τους να πλήξουν την υπόστασή του.  Η μαρτυρία κατέδειξε ότι το δικαίωμα απόκτησης αδασμολόγητου αυτοκινήτου παρασχέθηκε στον κ. Λουκαΐδη, μετά από γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Εάν οι εφεσείοντες διαφωνούσαν με την ορθότητα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν και, με νομικά επιχειρήματα, να καταδείξουν το σφάλμα.  Αυτό ούτε το έπραξαν, ούτε το επιχείρησαν.  Επιδόθηκαν και σ’ αυτό το σημείο σ’ ένα ατεκμηρίωτο κατηγορώ εναντίον του κ. Λουκαΐδη, για να τον πλήξουν. 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο – ότι θεώρηση των δημοσιευμάτων, στο σύνολό τους, αποκαλύπτει μια ανελέητη πολεμική κατά του κ. Λουκαΐδη, πλήττουσα παντοιοτρόπως την υπόληψή του.

Απόρριψη αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων κ. Κουλέρμου και κ. Χάσικου (Π.Ε. 10934):

Η αγωγή του κ. Λουκαΐδη εναντίον του κ. Κουλέρμου θεμελιώνεται στον ισχυρισμό ότι «είναι ο διευθυντής της εφημερίδας ‘ΑΛΗΘΕΙΑ’» και εναντίον του κ. Χάσικου ότι «είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος της προειρημένης εφημερίδος βάσει του περί Τύπου Νόμου». Δεν προσάχθηκε καμιά μαρτυρία, η οποία να συνδέει τους δύο εφεσίβλητους με τα δημοσιεύματα.  Η υπόθεση του ενάγοντος εναντίον του κ. Κουλέρμου συναρτήθηκε αποκλειστικά με την εξυπακουόμενη γνώση του για τα δημοσιεύματα, λόγω της ιδιότητάς του ως διευθυντής της εφημερίδας, και εναντίον του κ. Χάσικου με την κατά πλάσμα δικαίου τεκμαιρόμενη ευθύνη του, λόγω της ιδιότητάς του ως ο κατά νόμο υπεύθυνος για «αδικήματα» της εφημερίδας, βάσει του περί Τύπου Νόμου του 1989, (Ν. 145/89), (ο «Νόμος»). Όπως διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο κ. Κουλέρμος δεν ήταν διευθυντής της εφημερίδας.  Το γεγονός αυτό καταρρίπτει το βάθρο της αγωγής εναντίον του, εφόσον η συνταύτισή του με τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα και ακόμα αυτή τούτη η γνώση του γι’ αυτά συναρτώνται με την ιδιότητά του ως διευθυντής της εφημερίδας.  Κατά τη δίκη, έγινε εισήγηση όπως αποδοθεί στον κ. Κουλέρμο γνώση των δημοσιευμάτων και ενθάρρυνση της προβολής τους, λόγω της ιδιότητας του ως διευθύνων σύμβουλος και κύριος μέτοχος της εφεσίβλητης 1, της «Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ».  Η [*44]πρώτη μας διαπίστωση είναι ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στη στοιχειοθέτηση της αγωγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να εξεταστεί.  Τα δικόγραφα στοιχειοθετούν τα επίδικα θέματα και καθορίζουν τις παραμέτρους της δίκης – (βλ., μεταξύ άλλων, Sevegep Ltd. v. United Sea Transport (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 729, 732· Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059, 1063· Takis P. Markides Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, 1431· Παναγή ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 1107· Κυθρεώτης κ.ά. ν. Μιχαηλίδη Milington-Ward (2001) 1 Α.Α.Δ. 1480).  Πέραν τούτου, ελλείπει μαρτυρία, που να καταδεικνύει γνώση, εκ μέρους του κ. Κουλέρμου, του περιεχομένου των δημοσιευμάτων και συνεργία στη δημοσίευσή τους.   

Κύριο έρεισμα της έφεσης εναντίον του κ. Χάσικου, για την απόδοση σ’ αυτό αστικής ευθύνης για τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, αντλείται από τις διατάξεις του Νόμου και, ειδικά, από τις πρόνοιες του Άρθρου 11(3), το οποίο προβλέπει:-

«Ανεξάρτητα από τυχόν ευθύνη του ιδιοκτήτη της εφημερίδας, ο κατά νόμον υπεύθυνος της εφημερίδας ευθύνεται για κάθε αδίκημα που διαπράττεται από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα ή άλλου νόμου ή σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.»

Έγινε εισήγηση ότι ο όρος «αδίκημα», στο πλαίσιο του εδαφίου που έχουμε παραθέσει, περιλαμβάνει και αδικήματα αστικού χαρακτήρα. Κατά τη γραμματική του ερμηνεία, ο όρος «αδίκημα» περιλαμβάνει τόσο ποινικά όσο και αστικά αδικήματα. χρησιμοποιείται, όμως, πρωτίστως και κατά κανόνα στην καθομιλουμένη ως χαρακτηρισμός ποινικών πλημμελημάτων.  Ότι είναι με αυτή την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος «αδίκημα» στο πλαίσιο του Άρθρου 11(3) του Ν. 145/89, προκύπτει από τις ίδιες τις διατάξεις του νομοθετήματος.  Συσχετίζεται ο υπό κρίση όρος με αδικήματα που προβλέπονται από το Ν. 145/89, ή βάσει άλλου νόμου, ή κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.  Ο Ν. 145/89 στοιχειοθετεί σειρά ποινικών, όχι, όμως, αστικών αδικημάτων – (βλ. Άρθρα 23(1), 38(7), 39(8), και 42).  Η αναφορά στον Ποινικό Κώδικα, ως διάζευξη προς τα προκαθοριζόμενα, αποκαλύπτει τη φύση του αντικειμένου που πραγματεύεται ο Νόμος, που είναι ποινικά και όχι αστικά αδικήματα.  

Διαφωνούμε με την εισήγηση – ότι το Άρθρο 11(3) του Νόμου δικαιολογεί ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής εναντίον του κ. Χάσικου.  Η πλασματική [*45]ευθύνη του κατά νόμο υπεύθυνου περιορίζεται σε ποινικά αδικήματα.  Ο νόμος δε δημιουργεί τεκμήριο γνώσης και έγκρισης των δημοσιευμάτων της εφημερίδας για σκοπούς αστικής ευθύνης.  Επομένως, αστική ευθύνη για δυσφημιστικά δημοσιεύματα της εφημερίδας πρέπει να αποδεικνύεται.  Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προσάχθηκε ίχνος μαρτυρίας, που να στοιχειοθετεί γνώση, εκ μέρους του κ. Χάσικου, για τα δημοσιεύματα, ή έγκριση του κειμένου τους, ή ενθάρρυνση της προβολής τους.

Η έφεση (10934) εναντίον του κ. Κουλέρμου και του κ. Χάσικου αποτυγχάνει.

Αντέφεση των εφεσιβλήτων (κ. Κουλέρμου και κ. Χάσικου) στην Π.Ε. 10934 για τα έξοδα:

Η Δ.35, θ.10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει δικαίωμα στον εφεσίβλητο να ζητήσει, με ειδοποίηση η οποία υποβάλλεται βάσει των προνοιών της, την τροποποίηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή μέρους της, χωρίς να ασκήσει έφεση.  Ο όρος «decision» – (απόφαση) – του Δικαστηρίου περιλαμβάνει κάθε τι ρυθμιστικό για την έκβαση της δίκης, στο οποίο συγκαταλέγεται και κάθε διαταγή για τα έξοδα.  Παρέχεται, τοιουτοτρόπως, δυνατότητα στον εφεσίβλητο να προσβάλει, μέσω  ειδοποίησης η οποία δίδεται βάσει της Δ.35, θ.8, διαταγή για τα έξοδα, χωρίς να ασκήσει έφεση.  Κατ’ επέκταση, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της Δ.35, θ.20, που επιβάλλουν την εξασφάλιση άδειας για την υποβολή έφεσης, στρεφόμενης αποκλειστικά κατά της διαταγής ως προς τα έξοδα. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, στο καταληκτικό μέρος της απόφασής του, ότι δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των δύο επιτυχόντων εναγομένων, παρά το αποτέλεσμα της δίκης, λόγω της κοινής υπεράσπισης που πρόβαλαν με τους αποτυχόντες εναγομένους και της εκπροσώπησής τους από τον ίδιο δικηγόρο.  Τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.  Κατά κανόνα, ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης (Βλ. μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, στην οποία γίνεται ανασκόπηση προηγούμενης νομολογίας επί του θέματος). Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου, αναγόμενη στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται, εκτός όπου διαπιστώνεται ότι, κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή παράγοντες άσχετοι προς το αντικείμενό της, ή όπου η απόφαση απολήγει σε πασιφανή αδικία. 

[*46]

Στην προκείμενη περίπτωση, οι παράγοντες, προς τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο συσχέτισε την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ήταν σχετικοί με το αντικείμενό της, όπως εμφαίνεται από τη συνάρτηση της απόφασης με την πορεία της δίκης και την κοινή εκπροσώπηση των συγκεκριμένων διαδίκων με τους αποτυχόντες εναγομένους.  Ορθή είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι οι κ.κ. Κουλέρμος και Χάσικος, στην υπεράσπισή τους, πρόβαλαν τις ίδιες υπερασπίσεις, ως προς το δυσφημιστικό χαρακτήρα των δημοσιευμάτων, όπως και οι υπόλοιποι εναγόμενοι.  Αυτό προκύπτει από την ίδια την υπεράσπισή τους, όπου υποστηρίζουν, υπό την αίρεση της πρώτης υπεράσπισής τους -  (ότι δεν φέρουν ευθύνη για τα δημοσιεύματα) - ότι τα δημοσιεύματα δεν ήταν δυσφημιστικά, για λόγους, κατ’ ουσίαν, όμοιους με τις υπερασπίσεις που πρόβαλαν επί του προκειμένου οι υπόλοιποι εναγόμενοι.  Και κατά τη δίκη, μέσω της εκπροσώπησής τους από τον ίδιο δικηγόρο, οι δύο εναγόμενοι συνταύτισαν τη θέση τους, κατά πάντα, με εκείνη των υπόλοιπων εναγομένων.

Κρίνουμε ότι δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με το μέρος της απόφασης που αφορά τα έξοδα. 

Αποζημιώσεις:

Το ποσό των αποζημιώσεων αμφισβητείται εκατέρωθεν - από τον εφεσείοντα στην Π.Ε. 10934, ως προδήλως ανεπαρκές, και από τους εφεσείοντες στην Π.Ε. 10935, ως καταφανώς υπερβολικό.  Οι λόγοι, τους οποίους ο εφεσείων επικαλείται στην Π.Ε. 10934, είναι, σε συντομία, οι ακόλουθοι:-

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, επιδικάζοντας αποζημιώσεις σε δύο από τις τρεις συνεκδικασθείσες αγωγές για ένα σφαιρικό ποσό και όχι ξεχωριστά για κάθε ένα από τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, που αποτελούσαν το αντικείμενό τους - τέσσερα στην αγωγή 1056/96 και δώδεκα στην αγωγή 1455/96.  Δε διατυπώνεται ανάλογο παράπονο για την τρίτη αγωγή (1880/96), στην οποία το αντικείμενο ήταν ένα δημοσίευμα.  Γίνεται, μάλιστα, επίκληση των αποζημιώσεων που δόθηκαν στην τελευταία αγωγή, ως παράδειγμα της ανεπάρκειας των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν στις άλλες δύο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις δύο πρώτες αγωγές, επιδίκασε ένα ποσό, αποτιμώντας τις επιπτώσεις των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων στο άτομο του εφεσείοντος στο σύνολό τους.  Και στην [*47]υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη επιδικάστηκε ένα συνολικό ποσό για την αποζημίωση του ενάγοντος (εφεσίβλητου) για δώδεκα δυσφημιστικά άρθρα, με κοινό αντικείμενο την προσβολή του ενάγοντος.

Προκύπτει, από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι άχθηκε σ’ αυτή, ενόψει του κοινού αντικειμένου των δημοσιευμάτων και των σωρευτικών επιπτώσεών τους στην υπόληψη και τα δικαιώματα του ενάγοντος.  Είναι μέσα από την επισταμένη λιβελλογραφία που συνάγεται το στοιχείο της πολεμικής για το άτομο του εφεσείοντος. Από την άλλη, τα διαδοχικά δυσφημιστικά δημοσιεύματα επιβάρυναν μεν τη ζοφερή εικόνα που δημιουργήθηκε από τα προγενέστερα δημοσιεύματα, όχι, όμως, κατά πολύ.  Θεωρητικά,  μπορεί ένας, βέβαια, να διαιρέσει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων με τον αριθμό των δημοσιευμάτων και να συσχετίσει το αποτέλεσμα με κάθε ένα από αυτά.  Το κοινό αντικείμενο των δημοσιευμάτων και η οργανωμένη, όπως χαρακτηρίζεται από το Δικαστήριο, πολεμική κατά του ατόμου του εφεσείοντος, δικαιολογούσε και στις δύο αγωγές τη σφαιρική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δικαιολογούσε, ακόμα, την απόφασή του να καταστήσει τους εφεσίβλητους υπόλογους για το σύνολο των αποζημιώσεων, εφόσον καταδείχθηκε ότι η προβολή των δημοσιευμάτων είχε κοινό σκοπό.

Ο εφεσείων επικαλείται την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (1999) 1 Α.Α.Δ. 922, στην οποία ποσό £12.000,00 για αποζημιώσεις για λίβελλο αυξήθηκε σε £20.000,00.  Προκύπτει, από την απόφαση εκείνη, η σημασία που ενέχει στον καθορισμό των αποζημιώσεων για λίβελλο το τραύμα που επιφέρουν η δυσφήμιση και ο κλονισμός της υπόληψης του δυσφημιζομένου. 

 

Στην απάντησή τους, οι εφεσίβλητοι στην Π.Ε. 10934, καθώς και στην έφεσή τους 10935, υποστηρίζουν ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικά ψηλό, σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου προς μείωσή του.  Προς τούτο, πρόβαλαν σειρά επιχειρημάτων, το πρώτο από τα οποία αφορούσε την πρόσφατα διαμορφωθείσα προσέγγιση από τα αγγλικά δικαστήρια παραλληλισμού των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου με τις γενικές αποζημιώσεις σε υποθέσεις προσωπικών κακώσεων (personal injury cases).  Αναφέρθηκαν, συγκεκριμένα, στην Jones v. Pollard [1997] E.M.L.R. 233, Defamation Law Procedure and Practice, David Price, 2η έκδοση, 2001, παράγρ. 20-28 και 20-29.  O παραλληλισμός έγκειται στο ότι, και στις δύο περιπτώσεις, ο ψυχικός πόνος και η [*48]οδύνη αποτελούν δείχτες για τον καθορισμό της αποζημίωσης. Η νέα τάση χρονολογείται αφότου θεσπίστηκε ο αγγλικός νόμος Legal Services Act 1990, (Άρθρο 8(3)), ο οποίος καθιστά νομικά εφικτό τον παραμερισμό επιδικασθεισών από τους ενόρκους αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου, όπου δεν κρίνονται εύλογες, και την υποκατάστασή τους με ποσό, το οποίο θεωρείται αρμόζον. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την καθιέρωση πλαισίου ως προς το ύψος των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου. Άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος επέδρασε στην καθιέρωση σταθερού δείχτη για τον καθορισμό των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου, είναι το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, όπως προκύπτει από την απόφαση του   Λόρδου Goff στην  Α-G v. Guardian (No 2) [1988] 3 All E.R. 545Ανάλογη επίδραση είχε και η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στη  Rantzen v. Mirror Group Newspapers Ltd [1993] 4 All E.R. 975Στην απόφαση του Neill L.J., (σελ. 994), παρέχεται το στίγμα για τον προσδιορισμό του σωστού μέτρου των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου. Το ποσό πρέπει να είναι εύλογα αναγκαίο για την αποζημίωση του δυσφημιζομένου και την αποκατάσταση της φήμης του. 

Η αγγλική νομολογία επί του θέματος  εξετάστηκε σε μάκρος στην πρόσφατη απόφαση του αγγλικού Εφετείου Kiam v. MGN Ltd [2002] 2 All E.R. 219.

Υποθέσεις λιβέλλου παρουσιάζουν ιδιομορφίες, που δεν αφήνουν πεδίο για την καθ’ όλα ταύτισή τους με τις επιπτώσεις του τραυματισμού σε υποθέσεις προσωπικών κακώσεων.  Οι γενικές αρχές για τον καθορισμό αποζημιώσεων, που υιοθετούνται στην Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, έχουν καθολική εφαρμογή και διαγράφουν το μέτρο των αποζημιώσεων σ’ όλες τις υποθέσεις αστικών αδικημάτων.  Η αποζημίωση πρέπει να είναι δικαία και εύλογη.  Στην περίπτωση του λιβέλλου, δικαία είναι η αποζημίωση η οποία αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέσο το χρήμα.  Ταυτόχρονα, η αποζημίωση πρέπει να είναι εύλογη, δηλαδή να ευρίσκει αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο. 

Ο εφεσείων στην Π.Ε. 10934 παραπέμπει στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, στο οποίο έχουμε αναφερθεί, όπου εκτίθενται η σοβαρή φύση των λιβελλογραφημάτων μαζί και το κίνητρο των εφεσιβλήτων να πλήξουν παντοιοτρόπως την υπόστασή του, αποδίδοντας στον ίδιο, μεταξύ άλλων, και εγκληματικές πράξεις. 

Αντίθετα, οι εφεσείοντες στην ΠΕ 10935 υπέβαλαν ότι οι πρά[*49]ξεις του εφεσίβλητου, όπως οι ψηλοί λογαριασμοί των τηλεφώνων του, ήταν, εξ αντικειμένου, κατακριτέες, γεγονός που έπρεπε να επενεργήσει προς μείωση των αποζημιώσεων, όπως, επίσης, και τα ψεύδη και οι αναλήθειες τις οποίες, ως υπέβαλαν, είπε ο κ. Λουκαΐδης στη μαρτυρία του.  Η τελευταία θέση των εφεσειόντων έρχεται σε αντίθεση με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έγινε πιστευτός, εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται ευθέως, αλλά και για το οποίο δε στοιχειοθετούνται λόγοι που να δικαιολογούν την παρέμβασή μας.

Στην πρόσφατη απόφασή μας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη υπογραμμίσαμε ότι επέμβαση στο ποσό των αποζημιώσεων σε υποθέσεις λιβέλλου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αλήθεια Εκδ. Ετ. Λτδ. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο όπου καταφαίνεται ότι το επιδικασθέν ποσό δε θα μπορούσε να επιδικαστεί από δικαστήριο, επιφορτισμένο με τον καθορισμό των αποζημιώσεων.  Ο καθορισμός των αποζημιώσεων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο.  Εφόσον γίνεται ορθή εκτίμηση των γεγονότων και των επιπτώσεών τους, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί επέμβαση στις αποζημιώσεις, εκτός αν το επιδικασθέν ποσό εκφεύγει του μέτρου, σε βαθμό που, εξ αντικειμένου, να εμφαίνεται ως ανεπαρκές ή υπερβολικό.

Δε διαπιστώνουμε βάσιμους λόγους, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επέμβασή μας στον καθορισμό των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Με τη διαπίστωση αυτή, καταρρίπτονται οι εκατέρωθεν εφέσεις κατά του ποσού των αποζημιώσεων.

Καθυστέρηση στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης στην Π.Ε. 10935, αμφισβητείται κατά πόσο η δίκη υπήρξε δικαία, λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε μεταξύ της επιφύλαξης της απόφασης μετά το πέρας της δίκης (20 Μαΐου, 1999) και της έκδοσής της στις               13 Σεπτεμβρίου, 2000.  Στο ενδιάμεσο, στις 4 Ιουλίου, 2000, η υπόθεση άχθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε όπως η απόφαση δοθεί μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, 2000.  Προδήλως, η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων του 1986, (βλ., επίσης, τροποποιήσεις), (ο «Διαδικαστικός Κανονισμός»), ο οποίος παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να διατάξει την έκδοση [*50]απόφασης σε πολιτική υπόθεση, η οποία παραμένει επιφυλαγμένη για χρονική περίοδο πέραν των εννέα μηνών, μέσα σε τακτή προθεσμία.  Ως προκύπτει, στην προκείμενη υπόθεση η απόφαση εκδόθηκε μέσα στην ταχθείσα περίοδο.  Οι εφεσείοντες παραθέτουν τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που αποτέλεσαν τους λόγους έφεσης επί της ουσίας, ως επακόλουθο της καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης.  Η απόφασή μας – ότι οι προβληθέντες λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν – καταρρίπτει τη βάση της προβληθείσας επιχειρηματολογίας επί του προκειμένου.

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπερέβη τη λογική προθεσμία «εκδίκασης της υπόθεσης», λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστατικών των τριών συνεκδικασθεισών αγωγών και των δεκαεπτά δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, που αποτέλεσαν το αντικείμενό τους.  

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και τις αντίστοιχες πρόνοιες του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, η διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων ή οποιασδήποτε ποινικής κατηγορίας που προσάπτεται εναντίον ατόμου, μέσα σε εύλογο χρόνο, αποτελεί εχέγγυο της δικαίας δίκης και θεμελιώδες δικαίωμα του διαδίκου. 

Σύμφωνα με τη νομολογία, το εύλογο του χρόνου για τη διαπίστωση δικαιωμάτων και ευθυνών του διαδίκου αποτιμάται με αναφορά στη δίκη ως σύνολο, με παραμέτρους την αφετηρία για την προσμέτρηση του χρόνου, το περίπλοκο και τις ιδιομορφίες  της υπόθεσης, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων – (βλ., μεταξύ άλλων, Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578· Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203).  Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται και στη Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, όπου παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης, λόγω παράβασης του εύλογου χρόνου εκδίκασής της, που προέκυψε από το μεγάλο χρονικό διάστημα που επιφυλάχθηκε η απόφαση – πέντε χρόνια και τρεις μήνες – σε μια απλή υπόθεση οδικού δυστυχήματος και χωρίς να δοθεί καμιά εξήγηση για την καθυστέρηση.  Επρόκειτο, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, για απλή υπόθεση οδικού δυστυχήματος, το κυριότερο θέμα της οποίας αφορούσε την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Η θέση των εφεσειόντων (Π.Ε. 10935), στην προκείμενη περίπτωση, δεν είναι ότι το σύνολο του χρόνου που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υπόθεσης εκτροχίασε τη δίκη έξω από τα χρονικά [*51]πλαίσια της δικαίας δίκης.  Θέση τους είναι ότι σημειώθηκε τέτοια παρέκκλιση, λόγω της επιφύλαξης της απόφασης για μακρύ χρονικό διάστημα, απομονώνοντας αυτό τον παράγοντα ως ξεχωριστό στοιχείο το οποίο επέφερε την εκτροπή από τα θέσμια της δικαίας δίκης· ανεξάρτητα από το περίπλοκο και το πολυμερές της υπόθεσης.

Δε διαφεύγει της προσοχής μας ότι η απόφαση δεν εκδόθηκε μέσα στα χρονικά πλαίσια που καθορίζει ο Διαδικαστικός Κανονισμός. Σημειώνουμε, όμως, ότι ο χρόνος για την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης παρατάθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, 2000, χρονική περίοδο εντός της οποίας εκδόθηκε η επιφυλαχθείσα απόφαση.  Όπως διευκρινίζεται σε σειρά αποφάσεων (Βλ. μεταξύ άλλων, Απόφαση 16/9/99, (Αγωγή 4216/93 κ.ά.)· Απόφαση 4/7/00 (Αγωγή 11668/91 κ.ά)· Απόφαση 18/12/00 (Αγωγή 4819/90)), ο Διαδικαστικός Κανονισμός δεν αποβλέπει στην αποτίμηση των επιπτώσεων καθυστερήσεων στην έκδοση απόφασης στα δικαιώματα των διαδίκων.

Απόφασή μας είναι ότι ούτε ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί. 

Κατάληξη:

Η Π.Ε. 10934 και η αντέφεση (Δ.35 θ.10), απορρίπτονται. Η    Π.Ε. 10935 απορρίπτεται.

Η αποτυχία των εφεσειόντων στις αντίστοιχες εφέσεις τους δικαιολογεί τη μη έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα σε εκατέρα από αυτές καθώς και στην αντέφεση στην Π.Ε. 10934.

Η Π.Ε. 10934 και η αντέφεση απορρίπτονται. Η Π.Ε. 10935 απορρίπτεται. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο