Χατζημιτσής Γεώργιος Παναγιώτου ν. Γιαννάκη Θεοδούλου (2003) 1 ΑΑΔ 61

(2003) 1 ΑΑΔ 61

[*61]27 Ιανουαρίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ,  ΚΡΑΜΒΗΣ,  Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Χ” ΜΙΤΣΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10906)

 

Αμέλεια — Αγωγή που εγείρεται σε σχέση με ζημιά κατά την οποία αποδεικνύεται ότι η ζημιά προκλήθηκε λόγω διαφυγής οποιουδήποτε πράγματος, διαφυγή του οποίου ενδέχεται να προκαλέσει ζημιά, και ότι ο εναγόμενος ήταν ο κάτοχος της ιδιοκτησίας από την οποία έγινε η διαφυγή του εν λόγω πράγματος — Άρθρο 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 — Βάρος αποδείξεως — Εφαρμοστέες αρχές.

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Μετατόπιση βάρους αποδείξεως — Αμέλεια — Άρθρα 51(α) και 52 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Έφεση κατά των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας — Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Οι διάδικοι ήταν ιδιοκτήτες όμορων κτημάτων στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντος εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου για ποσό ΛΚ5.222 το οποίο αντιπροσώπευε τις ζημιές που προκλήθηκαν στην καλλιέργεια των λαχανικών στο δικό του κτήμα, από ψέκασμα με ζιζανιοκτόνο, που είχε επιβλαβείς συνέπειες στα λαχανικά, με το οποίο είχε ψεκάσει ο εφεσείων-εναγόμενος τα σιτηρά στο δικό του τεμάχιο.

Ο εφεσείων-εναγόμενος, στην έκθεση υπεράσπισης του, είχε αρνηθεί ότι καλλιεργούσε σιτηρά στο κτήμα του ή ότι τα ψέκασε στις [*62]ημερομηνίες που ανέφερε ο εφεσίβλητος-ενάγων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου-ενάγοντα και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος-εναγομένου.

Ο εφεσείων-εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση.  Προσβλήθηκαν ως εσφαλμένες οι αρχές του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το βάρος αποδείξεως, οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του για την ευθύνη του εφεσείοντος και τις αποζημιώσεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η επίδικη προσέγγιση συνάδει με τα νομολογηθέντα στην Malloupa v. Antoni and Another ως προς το βάρος αποδείξεως.  Εφόσον αποδείχθηκε ότι το ζιζανιοκτόνο, το οποίο προκάλεσε τη ζημιά του εφεσίβλητου-ενάγοντος, διέφυγε όταν ο εφεσείων-εναγόμενος ψέκαζε τα σιτηρά στο δικό του τεμάχιο, ο τελευταίος είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν ενήργησε με αμέλεια, πράγμα που απέτυχε να πράξει.

2.  Ο εφεσίβλητος-ενάγων με τη μαρτυρία του, ότι το ζιζανιοκτόνο είχε επιβλαβείς συνέπειες για τα φυτά του και ότι αυτό διέφυγε από το κτήμα του εφεσείοντος-εναγομένου, απέσεισε το βάρος αποδείξεως με το οποίο εβαρύνετο.  Τότε το βάρος αποδείξεως μετατέθηκε στον εφεσείοντα ο οποίος έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είχε ενεργήσει με αμέλεια. Ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να παρουσιάσει μαρτυρία ότι ένας λογικός και συνετός καλλιεργητής δεν έπρεπε να ψεκάζει με το συγκεκριμένο φυτοφάρμακο.

3.  Η μαρτυρία επί της οποίας έχει βασισθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επαρκής και ικανή να δικαιολογήσει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις αποζημιώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Malloupa v. Antoni a.o. (1966) 1 C.L.R. 14.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 14/6/00 (Αρ. Αγωγής 372/96) με την οποία κρίθηκε ότι αυτός ενήργησε με αμέλεια με απο[*63]τέλεσμα να προκληθεί ζημία σε φυτείες του ενάγοντα από ψεκασμό στον οποίο προέβη στο τεμάχιο του, γειτνιάζον με αυτό του ενάγοντα, και επιδικάστηκε υπερ του ενάγοντα ποσό Λ.Κ. 5.222,-.

Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας (ο εφεσίβλητος) είναι γεωργός.  Καλλιεργούσε φυλλώδη λαχανικά μεταξύ των οποίων και κόλιανδρο δέσμης στο τεμάχιο με αρ. 1085 στην τοποθεσία «Κουφόριζο» στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας. Με αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) ισχυρίσθηκε ότι ο εφεσείων-εναγόμενος (ο εφεσείων) καλλιεργούσε σιτηρά στο τεμάχιο με αριθμό 1023 το οποίο συνορεύει με το πιο πάνω αναφερόμενο δικό του τεμάχιο. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο εφεσείων προέβη σε ψεκασμό με ζιζανιοκτόνο φάρμακο «τόσο αμελώς και χωρίς τη δέουσα επιμέλεια ώστε να προκαλέσει στην καλλιέργεια του ζημιές ύψους Λ.Κ.4.972» τις οποίες αξίωσε με την αγωγή του. Περαιτέρω αξίωσε ποσό της τάξεως των Λ.Κ.250 ως έξοδα εκτίμησης.

Στην έκθεση υπεράσπισης του ο εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Ισχυρίσθηκε ότι δεν καλλιεργούσε σιτηρά στο πιο πάνω κτήμα ούτε και ψέκασε στις ημερομηνίες που ανέφερε ο εφεσίβλητος.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας δέχθηκε την εκδοχή της πλευράς του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη της πλευράς του εφεσείοντα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Στην περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1995 ο εφεσίβλητος καλλιεργούσε κόλιανδρο στο τεμάχιο 1085, έκτασης 6 σκαλών, στην τοποθεσία «Κουφόριζο» στον Άγιο Ιωάννη Μαλούντας.  Με το τεμάχιο αυτό γειτνιάζει το τεμάχιο 1023.

Ένα απόγευμα περί τα τέλη Ιανουαρίου 1995 και ενώ έπνεαν δυνατοί άνεμοι ο εφεσίβλητος είδε τον εφεσείοντα να ψεκάζει τα σιτηρά στο πιο πάνω τεμάχιο 1083. Αντιλήφθηκε τη μυρωδιά του φαρμάκου και τους υδρατμούς.  Τα σιτηρά ψεκάστηκαν από τον εφεσείοντα με ζιζανιοκτόνο 2,4D. Λόγω της επίδρασης του ζιζανιοκτόνου στα φυτά κολιάνδρου στο τεμάχιο του εφεσίβλητου, η παραγωγή κατέστη ακατάλληλη για κατανάλωση και απορρίφθηκε από το αρμόδιο Κυβερνητικό Τμήμα για εξαγωγή.

Το τεμάχιο 1023 ήταν το μόνο τεμάχιο στην περιοχή που ψεκάστηκε με το ζιζανιοκτόνο και μέσα στα πλαίσια επίδρασης του παρουσιάστηκε η παραμόρφωση στα φυτά κολιάνδρου του εφεσείοντα.  Η παραμόρφωση ήταν πιο μεγάλη κοντά στο τεμάχιο 1023 και λιγότερη όσο απομακρύνετο από αυτό.  Το ζιζανιοκτόνο 2,4D, έχει επιβλαβείς συνέπειες για τα λαχανικά και χορταρικά δέσμης.

Ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία του ανέφερε ότι είδε κατά διαστήματα τον εφεσείοντα να καλλιεργεί, να σπέρνει και να ψεκάζει στο πιο πάνω τεμάχιο 1023.  Με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε τον έλεγχο του τεμαχίου 1023 στο οποίο έσπειρε σιτηρά.

Περαιτέρω λόγω της άμεσης γειτνίασης των δύο τεμαχίων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ζιζανιοκτόνο μπορούσε να μεταφερθεί από το τεμάχιο 1023 στο τεμάχιο 1085 του εφεσίβλητου. Έκρινε, επίσης, ότι το τεμάχιο 1023 ήταν το μόνο τεμάχιο στην περιοχή που ξεκάστηκε με το ζιζανιοκτόνο και μέσα στα πλαίσια επίδρασης του παρουσιάστηκε η παραμόρφωση στα φυτά του κολιάνδρου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στα Άρθρα 51(α) και 52*  [*65]του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Διατύπωσε την άποψη ότι με βάση τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες ο «ενάγοντας έχει κατ’ αρχή την υποχρέωση να αποδείξει ότι ο εναγόμενος ενήργησε αμελώς και ένεκα αυτής της αμέλειας ο ίδιος υπέστη ζημιά». Με βάση δε τις πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματα του έκρινε ότι ο εφεσείων «ενήργησε με αμέλεια και λόγω της αμέλειας του αυτής» ο εφεσίβλητος υπέστη ζημιά. Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 52 του Κεφ. 148 ο εναγόμενος έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν ενήργησε με αμέλεια.  Ο εναγόμενος, σύμφωνα με την πιο πάνω κατάληξή μου, απέτυχε να αποδείξει ότι δεν ήταν αμελής.  Σύμφωνα επίσης με την πιο πάνω κατάληξή μου ότι η ζημιά στο τεμάχιο που καλλιεργούσε με κόλιανδρο ο ενάγοντας προκλήθηκε από την αμέλεια του εναγομένου, ο ενάγοντας δικαιούται σε αποζημίωση.  Για να δικαιούται στο ποσό το οποίο διεκδικεί έχει βέβαια την υποχρέωση να το αποδείξει με σαφήνεια.»

Αφού δέχθηκε την μαρτυρία της  πλευράς του εφεσίβλητου αναφορικά με το ύψος της ζημιάς έκρινε ότι η «καταστροφή στον κόλιανδρο ήταν ολοκληρωτική» και επεδίκασε στον εφεσίβλητο ποσό της τάξεως των Λ.Κ.5.222 στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ποσό Λ.Κ.250 για την αμοιβή του εκτιμητή.

Η έφεση.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου  του εφεσείοντα πως ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει την αμέλεια του εφεσείοντα γιατί λανθασμένα υπέθεσε ότι ο εφεσείων είχε το βάρος της απόδειξης επειδή ήταν κάτοχος του γειτνιάζοντος τεμαχίου.  Διευκρίνισε  ότι υπό τις περιστάσεις ήταν ο εφεσείων «που είχε το βάρος της αποδείξεως».  Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - ότι ο εφεσείων είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν ενήργησε με αμέλεια είναι εσφαλμένο γιατί εκείνος που επικαλείται την αμέλεια οφείλει και να την αποδείξει.  Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο το βάρος απόδειξης μπορεί να μετατεθεί μόνο όπου ο ενάγων δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες αμέλειας στην έκθεση απαιτήσεως του. Σε τέτοια περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής «είτε το Άρθρο 52 του Κεφ. 148 είτε το Άρθρο 55 του ιδίου Νόμου που ενσωματώνει την αρχή του «res ipsa loquitur».

Σε σχέση με την πρόκληση ζημιάς λόγω ψεκασμού σε γειτονικό τεμάχιο στην Malloupa v. Antoni and Another (1966) 1 C.L.R. 14, 15, λέχθηκε ότι σε πρώτο στάδιο πρέπει να αποδειχθεί ότι το ζιζανιοκτόνο το οποίο προκάλεσε την καταστροφή των καρρότων του ενάγοντα διέφυγε όταν χρησιμοποιήθηκε για τα σιτηρά που βρίσκονταν στο κτήμα των εναγομένων.  Εφόσον αποδειχθεί αυτό για να αποφύγουν την ευθύνη οι εναγόμενοι έπρεπε να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι δεν ήταν αμελείς όταν ψέκαζαν με ζιζανιοκτόνο*.

Εξέταση της επίδικης προσέγγισης (έχει παρατεθεί στις σελ. 3-4, πιο πάνω) αποκαλύπτει ότι αυτή συνάδει με τις επιταγές της νομολογίας.  Αφού διαπίστωσε ότι η ζημιά στη φυτεία του εφεσίβλητου οφειλόταν στο ζιζανιοκτόνο με το οποίο ο εφεσείων είχε ψεκάσει το γειτονικό τεμάχιο 1023 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «ο εναγόμενος έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν ενήργησε με αμέλεια».  Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τα νομοληθέντα στην υπόθεση Malloupa (πιο πάνω).  Δεν έχουμε, επομένως, εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το βάρος απόδειξης.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.   

Ήταν περαιτέρω η θέση του εφεσείοντα ότι «λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 52(β) του Κεφ. 148 περί μεταθέσεως του βάρους απόδειξης από τον ενάγοντα στον εναγόμενο διότι δεν προσφέρθηκε επαρκής ή καθόλου μαρτυρία που να αποδείκνυε ότι ο εναγόμενος ήταν ο κύριος ή είχε την ευθύνη του πράγματος ή ήτο ο κάτοχος της ιδιοκτησίας από την οποία έγινε η διαφυγή».  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ελέγχου του κτήματος από τον εφεσείοντα είναι εσφαλμένο γιατί «η μόνη μαρτυρία στην οποία στηρίχτηκε για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα ήταν εκείνη του εφεσίβλητου ενώ υπήρχε η μαρτυρία του Στέλιου Στυλιανού, ο οποίος κλήθηκε από τον εφεσείοντα, ότι το τεμάχιο 1023 ανήκει στην σύζυγο του Μαρία Ορφανίδου».

Παρατηρούμε:  Τόσο η μαρτυρία του Στυλιανού όσο και η υπόλοιπη μαρτυρία που είχε προσαχθεί από την πλευρά του εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή από το Πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί κρίθηκε ανα[*67]ξιόπιστη.  Δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με αυτή την πτυχή της πρωτόδικης κατάληξης.  Επομένως ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί της μαρτυρίας του Στυλιανού.

Αυτό που πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια είναι κατά πόσο το επίδικο συμπέρασμα δικαιολογείται από τη μαρτυρία στην οποία έχει στηριχθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη σχετική μαρτυρία (βλ. σελ. 3, πιο πάνω).  Έχουμε την άποψη πως το επίδικο συμπέρασμα δικαιολογείται πλήρως από τη μαρτυρία στην οποία έχει βασισθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Υπαλλακτικά προς το δεύτερο λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε – με τον τρίτο λόγο της έφεσης – ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων ήταν αμελής γιατί δεν προσφέρθηκε «επαρκής και/ή καθόλου μαρτυρία βάση της οποίας ο λογικός και συνετός καλλιεργητής δεν έπρεπε να ψεκάζει με το συγκεκριμένο φάρμακο».  Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να αποδείξει την αφύσικη χρήση του φυτοφαρμάκου.  Ωστόσο - συμπλήρωσε - δεν δόθηκε μαρτυρία «ως προς το ποιά θα έπρεπε να ήταν η χρήση του φυτοφαρμάκου και πού σημειώθηκε η αμέλεια από τον εφεσείοντα για να αποδείξει έτσι ο εφεσίβλητος ότι υπήρξε αμέλεια και ότι ένας λογικός και συνετός καλλιεργητής δεν έπρεπε να ψεκάζει με το συγκεκριμένο φάρμακο».

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσίβλητος παρουσίασε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία το χρησιμοποιηθέν από τον εφεσείοντα ζιζανιοκτόνο 2,4D  είχε επιβλαβείς συνέπειες για τον κόλιανδρο του εφεσείοντα και ότι το ζιζανιοκτόνο εκείνο διέφυγε από το τεμάχιο του εφεσείοντα. Σε τέτοια περίπτωση ο εφεσίβλητος έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο βαρύνεται.  Όπως λέχθηκε πιο πάνω το βάρος απόδειξης μετατίθεται στον εναγόμενο ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι δεν είχε ενεργήσει με αμέλεια (βλ. Malloupas, πιο πάνω).  Έπεται πως ο εφεσίβλητος δεν είχε υποχρέωση να παρουσιάσει μαρτυρία περί «συνετού και λογικού καλλιεργητή».  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Ο τέταρτος λόγος της έφεσης στρέφεται κατά του καθορισμού των αποζημιώσεων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι δεν προσφέρθηκε «επαρκής μαρτυρία που να προσδιορίζει την τιμή της απωλεσθείσης παραγωγής».

Ο καθορισμός της αποζημίωσης είχε σαν βάση του τη μαρτυρία [*68]του Μιχάλη Ταπακούδη ο οποίος είναι γεωπόνος και ασχολείται με τις εκτιμήσεις, τις πωλήσεις φαρμάκων και τον έλεγχο των ασθενειών των φυτών.  Ο μάρτυρας αυτός εξήγησε τον τρόπο υπολογισμού της ζημιάς και έδωσε πλήρεις λεπτομέρειες της εκτίμησης του.

Κρίνουμε ότι η μαρτυρία επί της οποίας έχει βασισθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επαρκής και είναι ικανή να δικαιολογήσει το επίδικο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Ο εφεσείων παραπονείται - με τον πέμπτο λόγο της έφεσης - ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ευθύνη του εφεσείοντα δεν είναι σαφές «γιατί από την μια κάμνει αναφορά για εφαρμογή του Άρθρου 52(β) του Κεφ. 148 και από την άλλη εξάγει συμπεράσματα που έπρεπε να εξαχθούν χωρίς την μετακίνηση του βάρους απόδειξης».

Είναι αλήθεια ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποιο σημείο της απόφασης του διατύπωσε τη θέση ότι ο εφεσείων «ενήργησε με αμέλεια».  Ωστόσο μια δικαστική απόφαση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα αλλά στο σύνολό της.

Μια τέτοια εξέταση αποκαλύπτει - όπως έχουμε ήδη αποφανθεί - ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει ορθά το ζήτημα της ευθύνης και του βάρους απόδειξης.  Έπεται πως δεν προκύπτει ζήτημα ασάφειας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Τέλος ο εφεσείων υποστήριξε (βλ. έκτο λόγο της έφεσης) ότι «λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε εύρημα περί χρήσεως επικίνδυνου φαρμάκου διότι δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία από πλευράς του ενάγοντος ότι το συγκεκριμένο φυτοφάρμακο ήταν επιβλαβές και/ή επικίνδυνο».

Το σχετικό εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε σαν έρεισμα τη μαρτυρία του πιο πάνω γεωπόνου Ταπακούδη ότι η ζημιά στη φυτεία του εφεσίβλητου οφειλόταν στο ζιζανιοκτόνο 2,4D με το οποίο είχε ψεκασθεί το γειτονικό τεμάχιο.  Βασίσθηκε, επίσης, επί της μαρτυρίας του Κώστα Κουντούρη. Ο τελευταίος είναι υπάλληλος της Υπηρεσίας Επιθεώρησης Προϊόντων του Υπουργείου Εμπορίου  και Βιομηχανίας.  Απέρριψε τον κόλιανδρο, τον οποίο παρουσίασε ο εφεσίβλητος για εξαγωγή, γιατί παρουσίαζε συμπτώματα προσβολής από φάρμακο ζιζανιοκτόνο 2,4D.  Εφόσον το ζιζανιοκτόνο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ταπακούδη, προκάλεσε ζημιά στη φυτεία του εφεσίβλητου, το επίδικο εύρημα δικαιολογείται [*69]από τη μαρτυρία.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο