Λαζάρου Μάριος, με την ιδιότητά του ως εκκαθαριστή της Helindo Shipping Company Ltd ν. Αντώνη Κούμεττου και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 238

(2003) 1 ΑΑΔ 238

[*238]25 Φεβρουαρίου, 2003.

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ HELINDO

SHIPPING COMPANY LIMITED

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113,

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ:

ΜΑΡΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ HELINDO SHIPPING COMPANY LIMITED,

Εφεσείοντος-Αιτητή,

ν.

1.  ΑΝΤΩΝΗ ΚΟΥΜΕΤΤΟΥ,

2.  ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΤΟΥΜΑΣΗ,

3.  ΝΙΝΟΥ ΚΟΥΜΕΤΤΟΥ,

4.  HELINDO SHIP MANAGEMENT LIMITED,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11352)

 

Εταιρείες ― Εταιρεία υπό εκκαθάριση ― Κατά πόσο ο εκκαθαριστής εταιρείας είχε δικαίωμα να αναζητήσει θεραπεία, κατ’ επίκληση του Άρθρου 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, εναντίον των διευθυντών της εταιρείας οι οποίοι αποξένωσαν περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας μετά τη διάλυσή της ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την εμβέλεια και την απαγόρευση που θέτει το Άρθρο 216 του Κεφ. 113.

Εταιρείες ― Οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας που γίνεται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης της εταιρείας είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά ― Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ήταν διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας [*239]“Helindo Shipping Company Limited” και ο εφεσίβλητος 3 ήταν ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός της εταιρείας να χειρίζεται τον τραπεζικό της λογαριασμό με τη Λαϊκή Τράπεζα.  Η εν λόγω εταιρεία είχε διαλυθεί στις 16.12.1999.  Ο εφεσείων, εκκαθαριστής της, υπέβαλε αίτηση στη βάση του Άρθρου 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, (ο Νόμος) επιδιώκοντας την ανάκτηση ποσού $28.000 το οποίο, στις 2.2.2000, ο εφεσίβλητος 3 μετά από οδηγίες του εφεσίβλητου 1, μεταβίβασε στην εφεσίβλητη 4, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο το χρέος της διαλυθείσας εταιρείας προς την Λαϊκή Τράπεζα από $172.574,78, σε $200.623,08.

Στην ένσταση τους οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι οι οδηγίες στην τράπεζα για την έκδοση της επιταγής και την πληρωμή της στην εφεσίβλητη 4, δόθηκαν ενώ τελούσαν εν αγνοία της έκδοσης της διαταγής για τη διάλυση της εταιρείας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 216 του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Η εμβέλεια και η απαγόρευση την οποία θέτει, περιορίζεται σε συναλλαγές που διενεργούνται μεταξύ της αίτησης για διάλυση και της έκδοσης της διαταγής για τη διάλυση της εταιρείας. Η εξουσία των διευθυντών και εκπροσώπων της εταιρείας, παύει να υφίσταται μετά την έκδοση διαταγής για τη διάλυσή της.  Αυτή περιέρχεται στον εκκαθαριστή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφαση του στην ερμηνεία που δόθηκε και στην εφαρμογή της οποίας έτυχε το Άρθρο 227 του αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1948 το οποίο αποτέλεσε το πρότυπο του Άρθρου 216 του Νόμου.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.  Ως εσφαλμένη προσβλήθηκε επίσης η διαταγή για πληρωμή των εξόδων της διαδικασίας της αίτησης προσωπικά από τον εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η λογική του πράγματος υποστηρίζει την ερμηνεία του Άρθρου 216 η οποία υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εξ αντικειμένου ο σκοπός του άρθρου αυτού έγκειται στην παρεμπόδιση των αξιωματούχων της εταιρείας από του να αποξενώσουν περιουσιακά της στοιχεία μετά την υποβολή της αίτησης για τη διάλυσή της.  Τέτοια δυνατότητα, τους παρέχεται μόνο πριν την διάλυση της εταιρείας.  Μετά τη διάλυση καταπίπτουν του αξιώματος τους.

2.  Μετά την έκδοση διαταγής για τη διάλυση της εταιρείας, οι εξου[*240]σίες των διευθυντών περιέρχονται στον εκκαθαριστή.  Οι ίδιοι καθίστανται functus officio δηλαδή αποστερούνται του αξιώματος τους και παρεπόμενα των εξουσιών τους ως προς τη διοίκηση της εταιρείας.

3.  Μετά τη διάλυση εταιρείας μόνο ο εκκαθαριστής έχει δικαίωμα να αναζητήσει θεραπείες που παρέχει ο νόμος για ζημιογόνους παρεμβάσεις διευθυντών και αντιπροσώπων προς την εταιρεία.  ΄Ομως το Άρθρο 216 του Νόμου δεν παρείχε έρεισμα στον εφεσείοντα για παροχή θεραπείας στο αίτημά του.  Το Δικαστήριο είχε ως εκ τούτου διακριτική ευχέρεια να προβεί στη διαταγή ως προς τα έξοδα στην οποία και προέβη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εκκαθαριστή προσωπικά.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Hollicourt v. Bank of Ireland [2001] 1 BCLC,

Εταιρεία Lindos Constructions Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1033.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή, εκκαθαριστή της περιουσίας της διαλυθείσας εταιρείας Helindo Shipping Company Ltd, κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 9/4/02 (Αρ. Αγωγής 278/99) η οποία απέρριψε την αίτησή του για ανάκτηση του ποσού των $28.000 για το οποίο δόθηκε εντολή από τον εφεσίβλητο 3 να διαβιβαστεί από το λογαριασμό της διαλυθείσης εταιρείας στην εφεσίβλητη 4, αυξάνοντας έτσι το χρέος της εταιρείας προς την Τράπεζα, για το λόγο ότι το Άρθρο 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στο οποίο θεμελιώθηκε η αίτηση, δεν ετύγχανε εφαρμογής.

Α. Χαβιαράς, για τον Εφεσείοντα.

Γεωργιάδης και Γ. Σαζεΐδου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  H «Helindo Shipping Company Limited», είχε ως [*241]διοικητικούς συμβούλους τους εφεσιβλήτους 1 και 2 η δεύτερη ούσα και η γραμματέας της εταιρείας, του εφεσίβλητου 3 ως ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός της εταιρείας, να χειρίζεται τον τραπεζικό της λογαριασμό με τη Λαϊκή Τράπεζα.  Στις 17 Ιουνίου 1999, υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για τη διάλυση της εταιρείας.  Στις 16 Δεκεμβρίου 1999, εκδόθηκε διάταγμα για τη διάλυσή της. Ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε από την ίδια ημέρα ως προσωρινός Εκκαθαριστής της υπό διάλυση εταιρείας, και από τις 24 Ιανουαρίου 2000, διορίστηκε Εκκαθαριστής ο εφεσείων.  Το διάταγμα διάλυσης της εταιρείας δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 2 Ιουνίου 2000.

Στις 2 Φεβρουαρίου 2000, μετά από οδηγίες του εφεσίβλητου 1, ο εφεσίβλητος 3, έδωσε εντολή όπως διαβιβαστεί από το λογαριασμό της διαλυθείσας εταιρείας ποσό $28.000 στην εφεσίβλητη 4, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως το χρέος της προς την τράπεζα από $172.574,78 σε $200.623,08.  Η εφεσίβλητη 4, ανήκει εξ ολοκλήρου στη σύζυγο του εφεσείοντος 3, η οποία είναι επίσης πιστωτής της υπό διάλυση εταιρείας για το ποσό των $1.101,846,25 σεντ.

Με αίτησή του θεμελιωμένη στις διατάξεις του άρθρου 216 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, εφεξής ο Νόμος, ο εφεσείων επεδίωξε την ανάκτηση του καταβληθέντος ποσού από τους εφεσίβλητους 1, 2, 3, και από την παραλήπτρια της επιταγής, την εφεσίβλητη 4.  Στην ένστασή τους οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν ότι οι οδηγίες στην τράπεζα για την έκδοση της επιταγής και την πληρωμή της στην εφεσίβλητη 4, δόθηκαν ενώ τελούσαν εν αγνοία της έκδοσης της διαταγής για τη διάλυση της εταιρείας.  και με την ένορκη ομολογία του τρίτου εφεσίβλητου, υποστήριξαν ότι το προκύψαν από την πληρωμή αυτή χρέος όπως και ολόκληρος ο χρεωστικός λογαριασμός της υπό διάλυση εταιρείας στην τράπεζα, ξοφλήθηκε από τη σύζυγό του, γεγονός που επιμαρτυρείται και από την κατάσταση λογαριασμού στη Λαϊκή Τράπεζα, η οποία κατατέθηκε από τον εφεσείοντα, (συνάπτεται στην ένορκη ομολογία του).    Στην ίδια δήλωση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το ποσό των $28,000 καταβλήθηκε χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε οφειλή της υπό διάλυση εταιρείας προς την εφεσίβλητη 4, και διατυπώνεται η κατηγορία ότι οι ενεχόμενοι στη μεταβίβαση ενήργησαν με δόλο.    

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να υπεισέλθει  στα αμφισβητούμενα γεγονότα περί την έκδοση της επιταγής, έκρινε ότι το άρθρο 216 του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής. Η εμβέλεια και η απαγόρευση την οποία θέτει περιορίζεται, ως διαπιστώνεται, σε συναλλαγές που διενεργούνται μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης για [*242]διάλυση και της έκδοσης της διαταγής για τη διάλυση της εταιρείας.  Η εξουσία των διευθυντών και εκπροσώπων της εταιρείας, παύει να υφίσταται μετά την έκδοση διαταγής για τη διάλυσή της.  Αυτή περιέρχεται στον εκκαθαριστή.  Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του στην ερμηνεία που δόθηκε και στην εφαρμογή της οποίας έτυχε το Άρθρο 227 του αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1948 το οποίο αποτέλεσε το πρότυπο για το άρθρο 216 του Νόμου.  Παραπέμπει προς τούτο στο Halsbury’s Laws of England 3rd Ed. Vol. VI, σ.558.

Το άρθρο 216 του Νόμου προβλέπει: 

«Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων και αγωγίμων δικαιωμάτων, και οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών ή αλλαγή της υπόστασης των μελών της εταιρείας, που γίνεται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η ορολογία του άρθρου 216 δεν περιορίζει την εφαρμογή του σε πράξεις που γίνονται μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης για διάλυση της εταιρείας και της διαταγής της επιφέρουσας αυτό το αποτέλεσμα.  Ως εκ τούτου εισηγήθηκε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, όπως εσφαλμένη είναι και η άλλη πτυχή της απόφασης, η οποία επίσης προσβάλλεται με την έφεση, με την οποία ο Εκκαθαριστής διατάχθηκε να πληρώσει προσωπικά τα έξοδα της διαδικασίας της αίτησής του.   

Το άρθρο 216 αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 227 του αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1948.  Συναφής δε πρόνοια φαίνεται να περιλαμβάνεται και στο νέο αγγλικό  περί Εταιρειών Νόμο του 1986 - στο άρθρο 127. Αναφορά στην νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων ερμηνευτική των άρθρων 227 και 127, των αντίστοιχων αγγλικών νομοθετημάτων, όπως αναλύεται στα συγγράμματα που παρατίθενται πιο κάτω, έγινε από τον εφεσίβλητο -  Pennington’s Company Law 5th Ed. Chapter 25 σελ. 892, Palmer’s Company Law Volume 1, 24th Ed. παράγραφος 82-74, §34.2. Στο τελευταίο σύγγραμμα  γίνεται η διαπίστωση:

«The court will make orders under s 127 of the 1986 Act between the date of presentation of the petition and the date of the order, upon evidence that the transanction sought to be validated will be beneficial to the creditors and the company.»

[*243]

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

«Το Δικαστήριο θα προβεί σε έκδοση διαταγών κάτω από το άρθρο 127 του νόμου του 1986, μεταξύ της ημερομηνίας της παρουσίασης της αίτησης (διάλυσης εταιρείας) και της ημερομηνίας που εκδίδεται η διαταγή επί τη προσαγωγή μαρτυρίας  ότι η συναλλαγή της οποίας επιδιώκεται η έγκριση θα είναι επωφελής προς τους πιστωτές και την εταιρεία.»

Στην απόφαση Hollicourt v. Bank of Ireland [2001] 1 BCLC διατυπώνεται η θέση ότι το άρθρο 127 σκοπεί να παράσχει στον Εκκαθαριστή της υπό διάλυση εταιρείας τη δυνατότητα ανάκτησης της περιουσίας που αποξενώνεται από τους παραλήπτες και όχι τη δημιουργία υποχρέωσης της τράπεζας για επιστροφή του ποσού σ’ αυτή. Για την ορθότητα της θέσης αυτής δεν παρίσταται ανάγκη να εκφράσουμε άποψη.  Στην ίδια απόφαση γίνεται αναφορά στην πρότερη νομολογία επί του θέματος υπό το φως της οποίας διατυπώνεται η θέση ότι το άρθρο 227 του αγγλικού Νόμου του 1948 δεν απέβλεπε στον καθορισμό των θεραπευτικών μέσων για την ανάκτηση της περιουσίας της εταιρείας ή της απώλειας που προκύπτει.  Αυτά ανάγονται και διέπονται από τις γενικές αρχές του δικαίου.

Το πρώτιστο που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 216 του Νόμου σε διαθέσεις περιουσίας της εταιρείας που γίνονται από πρώην διευθυντές ή αντιπροσώπους της εταιρείας μετά την έκδοση διαταγής για τη διάλυσή της από το Δικαστήριο.  Η λογική του πράγματος υποστηρίζει την ερμηνεία του άρθρου 216, η οποία υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εξ αντικειμένου ο σκοπός του άρθρου αυτού έγκειται στην παρεμπόδιση των αξιωματούχων της εταιρείας από του να αποξενώσουν περιουσιακά της στοιχεία μετά την υποβολή αίτησης για τη διάλυσή της.  Τέτοια δυνατότητα τους παρέχεται μόνο πριν τη διάλυση της εταιρείας. Μετά τη διάλυση καταπίπτουν του αξιώματός τους.  

Σκοπεί ο νομοθέτης να περιορίσει τη δυνατότητα των εχόντων την εξουσία να προβούν στη διάθεση περιουσίας της εταιρείας  από του να το πράξουν, επί ποινή ακύρωσης της πράξης.  Μετά τη διαταγή για τη διάλυση της  οι διευθυντές και οι αξιωματούχοι στερούνται εξουσίας να προβούν σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία εκ μέρους της εταιρείας. Όπως υποδεικνύεται στην απόφασή μας στην Αναφορικά με την Εταιρεία Lindos Constructions Ltd. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1033, μετά την έκδοση διαταγής για τη διάλυση εταιρείας, οι εξου[*244]σίες των διευθυντών περιέρχονται στον Εκκαθαριστή.  Οι ίδιοι καθίστανται, όπως επισημαίνεται functus officio δηλαδή αποστερούνται του αξιώματός τους και παρεπόμενα των εξουσιών τους ως προς τη διοίκηση της εταιρείας. 

Στο σύγγραμμα Halslbury’s Laws of England 3rd Ed. Vol. 6, επισημαίνεται σε σχέση με το αντικείμενο της διάθεσης περιουσίας το οποίο μπορεί να ακυρωθεί ότι:  (σ. 629)

“The transaction must, however, be completed and not still remain in contract at the date of the winding-up order.”

(Eλληνική μετάφραφη ελεύθερη).

«Η συναλλαγή πρέπει εν τούτοις να συμπληρωθεί και όχι να αποτελεί συμβατική υποχρέωση για μεταβίβαση κατά την ημερομηνία της διαταγής για τη διάλυση.»

Η θέση αυτή βασίζεται σε δύο παλαιότερες αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων ερμηνευτικές του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 153 του αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1862 όμοιου σε περιεχόμενο με το άρθρο 227 του αγγλικού νόμου του 1948, Re Wiltshire Iron Company Ex parte Pearson [1868] 3 Ch. App. 443. Re Oriental Bank Corpn., Ex parte Guillemin [1884] 28 Ch. D. 634.  

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Wiltshire (ανωτέρω) είναι αποκαλυπτικό:

«The 153rd section no doubt provides that all dispositions of the property and effects of the company made between the commencement of the winding-up (that is the presentation of the Petition) and the order for winding up, shall, unless the Court otherwise orders, be void. This is a wholesome and necessary provision, to prevent, during the period which must elapse before a Petition can be heard, the improper alienation and dissipation of the property of a company in extremis

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

«Το 153ο άρθρο προβλέπει ότι όλες οι διαθέσεις περιουσίας και αντικειμένων της εταιρείας γινόμενες μεταξύ της έναρξης της διαδικασίας για τη διάλυση της εταιρείας (δηλαδή μετά την παρουσίαση της Αίτησης για τη διάλυσή της) και της διαταγής [*245]για τη διάλυσή της θα είναι άκυρες εκτός αν το Δικαστήριο άλλως διατάξει.  Αυτό αποτελεί μια ευεργετική και αναγκαία πρόνοια για παρεμπόδιση μεταξύ της περιόδου η οποία μεσολαβεί πριν την ακρόαση της Αίτησης, την απρεπή αποξένωση και  διασπάθιση της περιουσίας της εταιρείας κάτω από την εξαιρετικότητα των περιστάσεων.»

Εφόσον η περιουσία της διαλυθείσας εταιρείας περιέρχεται στον Εκκαθαριστή αυτός είναι και ο μόνος ο οποίος μπορεί να προβεί σε διάθεσή της. Μετά τη διάλυση, οι διευθυντές και οι αντιπρόσωποι της εταιρείας καταπίπτουν του αξιώματος τους αποστερούμενοι κάθε εξουσίας για ανάμειξη στις υποθέσεις της εταιρείας.  Οποιαδήποτε ζημιογόνος παρέμβασή τους, όπως και κάθε άλλου τρίτου, παρέχει δικαίωμα στον Εκκαθαριστή  να αναζητήσει θεραπείες που παρέχει ο νόμος προς αποκατάσταση της ζημίας. Το άρθρο 216 του Νόμου δεν παρέχει έρεισμα σε τέτοιες διεκδικήσεις οι οποίες κείνται εκτός του πεδίου εφαρμογής τους.  Με αυτή τη διαπίστωση υπόψη το άρθρο 216 δεν παρείχε έρεισμα στον εφεσείοντα, τον Εκκαθαριστή, για την παροχή θεραπείας στο αίτημά του.  Τούτου δοθέντος δεν θα μας απασχολήσουν οι θεραπείες που θα μπορούσαν να αναζητηθούν υπό το φως των γεγονότων έξω από το άρθρο 216 του Νόμου.  Το ανυπόστατο του αιτήματος του Εκκαθαριστή παρείχε διακριτική ευχέρεια στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στη διαταγή ως προς τα έξοδα στην οποία και προέβη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του Εκκαθαριστή προσωπικά.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εκκαθαριστή προσωπικά.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο