(2003) 1 ΑΑΔ 263
[*263]25 Φεβρουαρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
FLECHA CONTRACTING LTD,
Eφεσείοντες,
ν.
M.C. MICHAEL DEVELOPMENT LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10693)
Συμβάσεις ― Άκυρη σύμβαση ― Εμπλοκή διαδίκων σε παράνομα συμβόλαια κατ’ αντίθεση προς τους περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμους και το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Τα συμβόλαια κρίθηκαν άκυρα ― Η αξίωση των εργοληπτών και η ανταπαίτηση των ιδιοκτητών των ανεγειρομένων οικοδομών απορρίφθηκαν ― Οι διάδικοι ήσαν in parti delicto.
Οι εφεσείοντες ανέλαβαν, δυνάμει τριών συμφωνιών με τους εφεσίβλητους, την ανέγερση συγκροτήματος τριών πολυκατοικιών για το συνολικό ποσό των £200.000. Πριν τη συμπλήρωση του έργου η συμφωνία κατέρρευσε και οι μεν εφεσείοντες καταχώρισαν αγωγή για το υπόλοιπο της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας, οι δε εφεσίβλητοι ανταπαίτησαν αποζημιώσεις για καθυστερήσεις και κακοτεχνίες.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι οι εφεσείοντες δεν ήσαν κάτοχοι της απαιτούμενης από το νόμο άδειας εργολήπτη οικοδομικών έργων για την κατηγορία του συγκεκριμένου έργου και ως εκ τούτου δεν ενομιμοποιούντο στην απαίτησή τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι συμφωνίες ήταν ανεφάρμοστες εκατέρωθεν ως παράνομες και αντίθετες με τη δημόσια τάξη. Τόσο η αξίωση όσο και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και εισηγήθηκαν ότι το Άρθρο 5(4) των περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων, για το οποίο το πρωτόδι[*264]κο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι είχε ισχύ, δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση. Υποστήριξαν επίσης ότι για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει έργο πέραν του ορίου της άδειας τους, το συγκρότημα των τριών πολυκατοικιών θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενιαίο έργο παρά την ύπαρξη τριών συμφωνιών, η κάθε μια από τις οποίες αφορούσε μια από τις τρεις πολυκατοικίες.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι διαπιστώσεις και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται πλήρως από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και δεν δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες και αντέφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 10/12/99 (Αρ. Αγωγής 11101/99) με την οποία απορρίφθηκαν η απαίτηση των εναγόντων για το υπόλοιπο εκτελεσθείσας εργασίας δυνάμει συμφωνιών για την εκτέλεση έργου προς τους εναγομένους και η ανταπαίτηση των εναγομένων για αποζημιώσεις λόγω καθυστερήσεων και για κακοτεχνίες.
Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Έφεση και αντέφεση αφορούν την απόρριψη, αντίστοιχα, της απαίτησης των Εφεσειόντων και της ανταπαίτησης των Εφεσιβλήτων με απόφαση σε αγωγή για παράβαση συμφωνίας. Οι Εφεσείοντες ανέλαβαν, δυνάμει τριών συμφωνιών με τους Εφεσίβλητους, την ανέγερση συγκροτήματος τριών πολυκατοικιών για το συνολικό ποσό των £200.000. Η εκτέλεση της συμφωνίας κατέρρευσε πριν συμπληρωθεί το έργο και οι μεν Εφεσείοντες απαίτησαν με αγωγή τους το υπόλοιπο της αξίας της εκτελεσθείσας εργασίας καθώς και άλλες θεραπείες που συναρτώντο προς τις συμφωνίες, οι δε Εφεσίβλητοι ανταπαίτησαν αποζη[*265]μιώσεις για καθυστερήσεις και κακοτεχνίες.
Τον ευπαίδευτο Πρόεδρο ενώπιον του οποίου ετέθη η υπόθεση απασχόλησε πρωτίστως το θεμελιακό θέμα που ηγέρθη στην υπεράσπιση ότι οι Εφεσείοντες, καθ’ όσον δεν ήσαν κάτοχοι της απαιτούμενης από το νόμο άδειας εργολήπτη οικοδομικών έργων για την κατηγορία του συγκεκριμένου έργου, δεν ενομιμοποιούντο στην απαίτησή τους. Τούτο συναρτάτο προς το Άρθρο 5 των περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων το οποίο προνοεί:
«5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κανένας δεν μπορεί να ασκεί την εργασία του εργολήπτη ή να ανεγείρει ή να εκτελεί οικοδομικό ή τεχνικό έργο ή να ασκεί το επάγγελμα του εργολήπτη, αν δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος πιστοποιητικού και ετήσιας άδειας σε ισχύ.
(1Α) Κανένας δεν μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος ετήσιας άδειας σε ισχύ της κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο.
…………………………………………………….……………
……….................................................................................….........…..
(4) Ουδείς μη εγγεγραμμένος και μη κάτοχος ετησίας άδειας εργολήπτης δικαιούται να αξιώση δικαστικώς παρ’ οιουδήποτε προσώπου την είσπραξιν αμοιβής δι’ υπηρεσίας ή δαπάνας αφορώσας εις εργοληψίαν οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, εκτός δι’ υπηρεσίας ή δαπάνας προσφερθείσας ή γενομένας προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόνος Νόμου ή εν σχέσει προς έργον αρξάμενον μεν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου αλλά αποπερατωθέν μετά την έναρξιν τούτου.»
Σχετικό είναι και το άρθρο 9(1):
«9.-(1) Κανένας εργολήπτης δεν μπορεί να υποβάλλει προσφορά, αν δεν έχει την πείρα που απαιτείται σε σχέση με το οικοδομικό ή τεχνικό έργο ή να αναλαμβάνει εργασία σε σχέση με οικοδομικό ή τεχνικό έργο, εκτός αν είναι κάτοχος ετήσιας άδειας όπως προβλέπεται στον παρόντα Νόμο αναφορικά με την τάξη του εν λόγω οικοδομικού ή τεχνικού έργου.»
Όπως προέκυψε, οι Εφεσείοντες ήσαν εγγεγραμμένοι ως εργο[*266]λήπτες Δ΄ τάξης, ώστε να δικαιούντο να αναλάβουν έργα εμβαδού μέχρι 800 τ.μ., ενώ για να αναλάβουν έργα εμβαδού μέχρι 4.000 τ.μ. θα έπρεπε να ήσαν εγγεγραμμένοι ως εργολήπτες Γ΄ τάξης. Σύμφωνα με την άδεια οικοδομής, ο όγκος των οικοδομών ήταν 8.812 κυβικά μέτρα, σύμφωνα δε με την όλη μαρτυρία το εβδαδόν τους ήταν περίπου 3.000 τ.μ., δηλαδή πολύ πέραν του ορίου των 800 τ.μ. της Δ΄ τάξης. Αλλά και η κάθε οικοδομή χωριστά είχε εμβαδόν πέραν των 800 τ.μ. Με αυτά τα δεδομένα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, και στη βάση ότι το έργο θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενιαίο και στη βάση ότι η κάθε οικοδομή συνιστούσε χωριστό έργο, οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι είχε εφαρμογή το Άρθρο 5(4) ώστε οι Εφεσείοντες να μην νομιμοποιούντο στην απαίτησή τους αλλά και οι Εφεσίβλητοι να μην νομιμοποιούντο στην ανταπαίτησή τους. Τούτο εξ άλλου, όπως υπέδειξε, προέκυπτε και ως θέμα παρανομίας της σύμβασης, εφόσον οι Εφεσείοντες ήσαν in pari delicto με τους Εφεσίβλητους έχοντας και οι δύο γνώση της παρανομίας και συνάπτοντας τη σύμβαση με πρόθεση καταστρατήγησης των προνοιών του νόμου είτε εσκεμμένα είτε με αδιαφορία ως προς αυτές. Όπως το έθεσε στη σ. 29:
«Το συμπέρασμα είναι με βάση και τις νομολογιακές αρχές που τέθηκαν πριν, ότι και οι δύο διάδικοι ενέπλεξαν εαυτούς σε συμβόλαια παράνομα και κατά τη συνομολόγηση τους και κατά την εκτέλεση τους κατ΄αντίθεση προς τον περί Εργοληπτών Νόμο και το άρθρο 23 του Κεφ. 149 και ως εκ τούτου οι μεταξύ τους συμφωνίες είναι ανεφάρμοστες εκατέρωθεν ως παράνομες και αντίθετες με τη δημόσια τάξη. Επομένως τόσο η αξίωση σε κάθε μια από τις τρεις αγωγές, όσο και η ανταπαίτηση στην υπ΄αρ. 11101/93 και την 10041/94 είναι απορριπτέες.»
Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, σε περίπτωση που ήταν λανθασμένος, αποφάνθηκε και επί των άλλων επίδικων θεμάτων και συγκεκριμένα ότι την ευθύνη για τη διακοπή του συμβολαίου έφεραν οι Εφεσείοντες, ότι το ποσό που θα δικαιούντο οι Εφεσίβλητοι επί της ανταπαίτησης τους ήταν £17.000 και ότι οι Εφεσείοντες θα δικαιούντο ποσό £3.350 που κατέβαλαν ως ΦΠΑ και το οποίο, δυνάμει των συμφωνιών, ανέλαβαν να καταβάλουν οι Εφεσίβλητοι.
Οι λόγοι έφεσης δεν διέπονται από αξιοζήλευτη σαφήνεια, λογική κατάταξη και διατύπωση παρά μάλλον κατά το πλείστον αποσπασματικά και συγκεχυμένα διατυπώνουν παράπονα για επί μέρους και όχι πάντοτε διακριτές πτυχές της απόφασης. Προκύπτει κατ’ αρχή παράπονο των Εφεσειόντων ως προς τη νομική πτυχή της [*267]υπόθεσης που αφορά την κατάληξη ότι το Άρθρο 5(4) είχε ισχύ. Η εισήγηση που γίνεται είναι ότι το Άρθρο 5(4) έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση μη εγγεγραμμένου εργολήπτη και όχι στην περίπτωση εγγεγραμμένου εργολήπτη ο οποίος αναλαμβάνει έργο τάξης άλλης από εκείνη για την οποία κατέχει άδεια. Στη δεύτερη περίπτωση, λέγεται, έχει εφαρμογή το Άρθρο 9(1), η απαγόρευση του οποίου συναρτάται μόνο προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του Άρθρου 9(7). Η εισήγηση αυτή ετέθη και πρωτοδίκως και απερρίφθη τόσο εμπεριστατωμένα που μας είναι αρκετό να υιοθετήσουμε την πλήρη και υποδειγματική ανάλυση στην οποία προέβη ο ευπαίδευτος Πρόεδρος. Τονίζουμε απλώς ότι η εισήγηση δεν έχει έρεισμα είτε στη γραμματική είτε στην τελεολογική ερμηνεία του νόμου.
Μια άλλη γραμμή της έφεσης αφορά τη διαπίστωση ότι, για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει έργο πέραν του ορίου της άδειας τους, το συγκρότημα των τριών πολυκατοικιών θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενιαίο έργο παρά την ύπαρξη τριών συμφωνιών, η κάθε μία από τις οποίες αφορούσε μια από τις τρεις πολυκατοικίες. Και ως προς τούτο η απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου είναι ορθή, απευθυνόμενη στα στοιχεία εκείνα που όχι μόνο ήσαν σχετικά με το ενώπιον του θέμα αλλά και καταδείκνυαν ότι επρόκειτο για ενιαίο έργο. Εξ άλλου, θα συμπληρώναμε, θεμελιακή σημασία ως προς τούτο είχε και το γεγονός ότι μια άδεια οικοδομής εξεδόθη για το όλο έργο η οποία αναφέρετο και στο συνολικό όγκο του. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να ομιλεί κανείς για τρία χωριστά έργα, σε συνδυασμό μάλιστα με όλα τα στοιχεία στα οποία ανεφέρθη ο ευπαίδευτος Πρόεδρος και που συνέκλιναν ως προς την πραγματική πρόθεση των μερών. Η κατάληξη αυτή δεν επηρεάζετο δε καθόλου από το γεγονός ότι οι συμφωνίες αφορούσαν την ανέγερση ήδη ημιτελούς οικοδομής, εφ’ όσον το κριτήριο του νόμου συναρτάται πρωταρχικά προς το εμβαδόν της οικοδομής. Ούτε υπάρχει το παραμικρό έρεισμα στην εισήγηση ότι η μαρτυρία δεν υποστηρίζει το εύρημα ότι το έργο, ως ενιαίο έργο, ήταν εμβαδού πέραν των 800 τ.μ. Η αναμφισβήτητη μαρτυρία καταδείκνυε ότι το συνολικό εμβαδόν ήταν 3.000 τ.μ. περίπου.
Η κατάληξη μας αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετασθεί η περαιτέρω εισήγηση ότι, αν εκρίνετο ότι επρόκειτο για τρία χωριστά έργα, η μαρτυρία δεν δικαιολογούσε το εύρημα ότι το κάθε ένα έργο ήταν εμβαδού πέραν των 800 τ.μ. Και δεν θα ασχοληθούμε βέβαια με τους άλλους λόγους έφεσης που αφορούν θέματα που θα ήσαν σημαντικά μόνο αν ανατρέπετο η κατάληξη του ευπαιδεύτου [*268]Προέδρου ως προς την παρανομία.
Τα αφορώντα την παρανομία, όπως ετέθησαν από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο στη γενικότερη διάστασή τους, διέπουν βέβαια και τη θεώρηση της αντέφεσης, η οποία, εξ άλλου, όπως μας ελέχθη, αποσκοπούσε μάλλον στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων να πάρουν απόφαση για το ποσό που ευρέθη ότι θα εδικαιούντο σε περίπτωση που ανατρέπετο η κατάληξη του ευπαιδεύτου Προέδρου επί της παρανομίας.
Έφεση και αντέφεση αποτυγχάνουν και απορρίπτονται χωρίς διάταγμα για έξοδα.
H�έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο