Δημητρίου Στέλιος ν. Μαρίνας Α. Ιωάννου και Άλλου (2003) 1 ΑΑΔ 274

(2003) 1 ΑΑΔ 274

[*274]28 Φεβρουαρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

1. ΜΑΡΙΝΑΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ,

2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΡΙΣΕΛΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10820)

 

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σωματικές βλάβες ― Επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου ηλικίας 60 ετών υπέστη διάστρεμμα του αυχένα και της οσφυϊκής μοίρας ― Ως αποτέλεσμα των σωματικών τραυματισμών ταλαιπωρήθηκε, αισθανόμενος πόνο, ζάλη, κεφαλαλγία και περιορισμό των κινήσεων για 10 εβδομάδες ― Επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων £800 ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Ψυχικά τραύματα ― Εφεσείων υπέστη νευρικό κλονισμό όταν βίωσε μια άσχημη εμπειρία μετά από τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα ― Το ψυχικό τραύμα εκδηλώθηκε με πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό, αδυναμία συγκέντρωσης, ευερεθιστικότητα, διαταραχές στον ύπνο που συνοδεύονταν με εφιάλτες, κυρίως με σκηνές από το δυστύχημα, κατάθλιψη, άγχος και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση και οδήγηση ― Επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων £4.000 κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Νευρικός ή ψυχικός κλονισμός (nervous shock) ― Εφαρμοστέες αρχές και ανάλυση αυθεντιών της αγγλικής νομολογίας αναφορικά με την επιδίκαση αποζημιώσεων σε άτομα που υπέστησαν ψυχικά τραύματα από την αμέλεια του εναγομένου.

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους των αποζημιώσεων.

[*275]Αποζημιώσεις ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Πρέπει να εξειδικεύονται και να αποδεικνύονται.

Έξοδα ― Ο κανόνας είναι ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διάδικου ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρεξέκλινε από τον κανόνα αυτό επιδικάζοντας έξοδα εναντίον του επιτυχόντα διάδικου χωρίς καμιά αιτιολογία ― Η παρέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Στις 23.5.1995, σε τροχαίο ατύχημα στον κύριο δρόμο Ατσά-Μαραθάσας στο οποίο ενεπλάκησαν το λεωφορείο RG513 που μετέφερε μαθητές του Γυμνασίου Αγρού με οδηγό τον εφεσείοντα-ενάγοντα και το σαλούν αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής VT641, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2 με οδηγό την εφεσίβλητη-εναγόμενη 1, ο εφεσείων υπέστη διάστρεμμα του αυχένα και της οσφυϊκής μοίρας.  Υπέστη επίσης νευρικό κλονισμό επειδή είχε βιώσει την εμπειρία να δει τη μητέρα της εφεσίβλητης, η οποία επέβαινε του σαλούν αυτοκινήτου, νεκρή, και την εφεσίβλητη και τα δύο παιδιά της τραυματισμένους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τα σωματικά τραύματα που υπέστη ο εφεσείων επεδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £800.-.  Δεν επεδίκασε όμως αποζημιώσεις για το νευρικό κλονισμό (nervous shock) που υπέστη, παρόλο ότι είχε αποδεχθεί την ιατρική μαρτυρία των θεραπόντων ιατρών του εφεσείοντος και κατέληξε σε εύρημα ότι υπέστη ψυχικό τραύμα από την άσχημη εμπειρία που βίωσε από το ατύχημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια μισθών για περίοδο 10 εβδομάδων που ήταν ανίκανος για εργασία λόγω των σωματικών τραυματισμών του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με:

α) τη μη επιδίκαση αποζημιώσεων για το νευρικό κλονισμό,

β) το ποσό των £800, ως γενικές αποζημιώσεις, ενόψει της σοβαρότητας των τραυμάτων του, της διάρκειας αποθεραπείας και της υποτίμησης της αξίας του χρήματος, και

γ)  την απώλεια εισοδήματος, ως ειδικές αποζημιώσεις για περίοδο 20 και πλέον μηνών από την ημέρα του δυστυχήματος, 23.5.95 μέχρι 8.2.97, το οποίο ανέρχεται σε £8.672.

δ) την διαταγή των εξόδων.

 

[*276]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το επιδικασθέν ποσό των £800 δεν είναι έκδηλα ανεπαρκές.

2.  Ο εφεσείων ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στο δυστύχημα. Ήταν πρωταρχικό θύμα και έπρεπε να αποζημιωθεί τόσο για τους σωματικούς όσο και τους νευρολογικούς ή ψυχικούς τραυματισμούς όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία.  Τα δύο ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να αποφασισθεί αν ο ενάγων πρέπει να πάρει αποζημιώσεις για νευρικό κλονισμό είναι:

α) αν η εφεσίβλητη όφειλε φροντίδα και προσοχή (due care and attention) και

β) αν τα προξενηθέντα τραύματα ήταν εύλογα προβλεπτά από την εφεσίβλητη.  Και τα δύο ερωτήματα απαντώνται καταφατικά στην προκείμενη περίπτωση.  Έπεται ότι ο εφεσείων δικαιούται να αποζημιωθεί με το ποσό των £4.000 ως γενικές αποζημιώσεις (το ποσό αυτό είχε καθορισθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο) για τα ψυχικά τραύματα που υπέστη πέραν των £800 που επιδικάσθηκαν για τους σωματικούς τραυματισμούς.

3.  Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την απώλεια που αναφέρεται στην παράγραφο γ) ανωτέρω, για να δικαιούται στις αποζημιώσεις που διεκδικούσε.

4.  Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ του εφεσείοντος, ως επιτυχόντα διάδικου, είναι εσφαλμένη και ακυρώνεται.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinou v. Sehaechouris (1969) 1 C.L.R. 416,

Antoniou v. Iordanous (1976) 1 C.L.R. 341,

Αποστολίδης ν. Ζούλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695,

[*277]Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824,

Page v. Smith [1995] 2 All E.R. 736,

Hinz v. Berry [1970] 1 All E.R. 1074,

McLouglin v. O’Brian [1982] 2 All E.R. 298,

Jones a.o. v. Wright [1991] 3 All E.R. 88,

McFarlane v. EE Caledonia Ltd [1994] 2 All E.R. 1,

Hunter v. British Coal Corp. a.o. [1998] 2 All E.R. 97,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Moeliker v. A. Reyvolle and Co. Ltd [1977] 1 All E.R. 9.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 25/4/00 (Αρ. Αγωγής 5438/97) με την οποία του επεδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις για τα σωματικά τραύματα, πόνο και ταλαιπωρία ένεκα του τραυματισμού του από τη σύγκρουση του οχήματός του με αυτό της εναγόμενης το ποσό των £800, ως ποσού ανεπαρκούς υπό τις περιστάσεις.

Γ. Θωμά, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ. 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα που συνέβηκε στις 23.5.95 στον κύριο δρόμο Ατσά-Μαραθάσας.

Ο εφεσείοντας το πρωί της 23.5.1995 οδηγούσε το λεωφορείο RG513 μεταφέροντας μαθητές του Γυμνασίου Αγρού.  Η εφεσίβλητη την ίδια ώρα οδηγούσε με αντίθετη κατεύθυνση το σαλούν αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής VT641, ιδιοκτησίας του εναγομέ[*278]νου 2 στην αγωγή, Χριστόδουλου Τρισελιώτη.

Σε κάποιο σημείο του δρόμου και ενώ ο εφεσείων οδηγούσε κανονικά στην αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία του η εφεσίβλητη αιφνιδίως εισήλθε στην πορεία του λεωφορείου, στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε βίαια στη δεξιά πλευρά του.  Οι συνέπειες του δυστυχήματος υπήρξαν τραγικές.  Η εφεσίβλητη και τα δύο παιδιά της που επέβαιναν στο αυτοκίνητο τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.  Η μητέρα της εφεσίβλητης, που επίσης ήταν επιβάτης στο αυτοκίνητο βρήκε ακαριαίο θάνατο.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε το θέμα της ευθύνης σε ποσοστό 90% εναντίον της εφεσίβλητης και 10% εναντίον του εφεσείοντα.  Συμφωνήθηκε επίσης ότι ο μισθός του εφεσείοντα ανήρχετο στο ποσό των £421 μηνιαίως.  Συμφωνήθηκαν επίσης ειδικές αποζημιώσεις ανερχόμενες σε £405 που περιλάμβαναν ιατρικά έξοδα, έξοδα μαγνητικής τομογραφίας και έξοδα για την έκδοση ιατρικού πιστοποιητικού.

Η δίκη, έτσι, συνεχίσθηκε για τον προσδιορισμό των γενικών αποζημιώσεων.

Ο εφεσείων κατά τον επίδικο χρόνο του δυστυχήματος ήταν ηλικίας 60 ετών.  Τα τελευταία 35 χρόνια ήταν επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου.

Το Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία τριών ιατρών, δύο για τον ενάγοντα και ένα για την υπεράσπιση, κατέληξε και ορθά, ότι ο εφεσείων ένεκα του δυστυχήματος υπέστη διάστρεμμα του αυχένα και της οσφυϊκής μοίρας. Αυτά ήταν τα μόνα σωματικά τραύματα τα οποία υπέστη. Ο εφεσείων λόγω αυτών των σωματικών τραυματισμών ταλαιπωρήθηκε, αισθανόμενος πόνο, ζάλη, κεφαλαλγία και περιορισμό των κινήσεων, για ένα διάστημα 10 εβδομάδων. Το Δικαστήριο για τα σωματικά αυτά τραύματα επεδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία το ποσό των £800.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το ποσό των £800 είναι ανεπαρκές λαμβανομένου υπόψη της σοβαρότητας των τραυμάτων, της διάρκειας της αποθεραπείας και της υποτίμησης της αξίας του χρήματος.

Έχοντας υπόψη τη νομολογία επί του θέματος καθώς και την [*279]τάση της πρόσφατης νομολογίας για την επιδίκαση αυξημένων αποζημιώσεων που να συνάδουν με τα σημερινά δεδομένα, έχουμε καταλήξει ότι το επιδικασθέν ποσό των £800, έστω και με την πιο πάνω θεώρηση, δεν είναι έκδηλα ανεπαρκές.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες ο ενάγων δικαιούται (Βλέπε: Constantinou v. Sehaechouris (1969) 1 C.L.R. 416, Antoniou v. Iordanous (1976) 1 C.L.R. 341, Αποστολίδης ν. Ζούλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει ακόμα και στην περίπτωση διαφωνίας του ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε κρίνοντας τούτο ως πρωτόδικο Δικαστήριο. (Βλέπε: Constantinou v. Evlambiou (1982) 1 C.L.R. 824).

Φυσικά το θέμα των γενικών αποζημιώσεων έχει και μιαν άλλη διάσταση (λόγος έφεσης 1) με τον οποίο θα ασχοληθούμε πιο κάτω.

Με τους λόγους έφεσης 1 και 3 ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε αποζημιώσεις για το νευρικό κλονισμό (nervous shock) το οποίο υπέστη ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος. Ισχυρίζεται ότι δικαιούται γενικές αποζημιώσεις, απώλεια μελλοντικών απολαβών και ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια μισθών μέχρι την ημέρα της δίκης.

Για το πιο πάνω θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των δύο θεραπόντων ιατρών του.  Δεν υπήρξε, επί του θέματος, ιατρική μαρτυρία εκ μέρους της υπεράσπισης η οποία περιορίσθηκε σε μακροσκελή αντεξέταση τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση.  Αναφέρει στις σελίδες 18-19 της απόφασης του:-

«Έχοντας εντοπίσει στη μαρτυρία του τις πιο πάνω έκδηλες υπερβολές και έχοντας κατά νουν την εικόνα που σχημάτισα γι’ αυτόν παρακολουθώντας τον να καταθέτει ενώπιον μου, που δεν είναι θετική, αδυνατώ να δεχθώ σαν αξιόπιστη την μαρτυρία του σε σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης του και σε σχέση με αυτή θα στηριχθώ μόνο στη μαρτυρία των ΜΕ4 και 5 και ειδικά του ΜΕ4 που ανέλαβε την παρακολούθηση του από τον Αύ[*280]γουστο του 1995.»

Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο την ιατρική μαρτυρία των θεραπόντων ιατρών του εφεσείοντα κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:-

«Αμέσως μετά το δυστύχημα ο ενάγοντας κατέβηκε από το λεωφορείο, αφού πρώτα κατέβηκαν οι μαθητές και οι συνοδοί καθηγητές τους, και βίωσε μια άσχημη εμπειρία.  Στο μικρό αυτοκίνητο υπήρχαν παιδιά και δυο γυναίκες.  Απ’ αυτές η μια ήταν τραυματισμένη και η άλλη, η γριά, νεκρή.

Η πιο πάνω εμπειρία λειτούργησε για τον ενάγοντα σαν τραυματικό γεγονός που, λόγω και της προσωπικότητας του και το πώς το επεξεργάσθηκε, του προκάλεσε ψυχοτραυματικό στρες (ή σύνδρομο) συνεπεία του οποίου ήταν να του προκληθεί και αντιδραστική κατάθλιψη.  Το ψυχικό αυτό τραύμα εκδηλώθηκε με πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό, αδυναμία συγκέντρωσης, ευερεθιστικότητα, δύσκολη επέλευση του ύπνου, διαταραχές στον ύπνο που συνοδεύονταν με εφιάλτες, κυρίως με σκηνές από το δυστύχημα, πρόωρη αφύπνιση, κατάθλιψη, άγχος και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση και οδήγηση.

Για αντιμετώπιση των πιο πάνω προβλημάτων χορηγήθηκαν στον ενάγοντα φάρμακα και χρησιμοποιήθηκε, μέσω της συνομιλίας, η ψυχοθεραπευτική για υποστήριξη του.  Του έγιναν επίσης συστάσεις από τον ΜΕ4 να ασχοληθεί με αγροτικές και ελαφριές χειρονακτικές εργασίες για αντιμετώπιση του άγχους και της κατάθλιψης, συστάσεις που δεν ακολούθησε.»

Το πρόβλημα του εφεσείοντα αντιμετωπίσθηκε με φαρμακευτική αγωγή και ψυχολογική υποστήριξη με τις συνεντεύξεις που είχαν μαζί του.  Ο εφεσείων παρακολουθείτο από ιδιώτη ιατρό από τις 25.5.95, δύο μέρες μετά το δυστύχημα, μέχρι τις 17.8.95, για περίοδο περίπου 2 μηνών και 22 ημερών.  Τον εξέτασε συνολικά 14 φορές.  Λόγω του γεγονότος ότι δεν παρουσίασε σημαντική βελτίωση τον παρέπεμψε σε κυβερνητικό ψυχίατρο του Νοσοκομείου Λεμεσού.  Ο ψυχίατρος του νοσοκομείου τον παρακολούθησε από τις 17.8.95 μέχρι τον Νοέμβριο του 1996.  Τον είδε συνολικά, στο πιο πάνω διάστημα, περίπου 15 φορές.  Περιγράφοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την εξέλιξη της κατάστασης του εφεσείοντα όπως εξάγεται από την ιατρική μαρτυρία αναφέρει τα εξής:-

[*281]«Μετά τις 17.8.95 τον εξέτασε στις 20.9.95 και παρατήρησε μια σχετική βελτίωση στην ψυχική του κατάσταση.  Στην επόμενη όμως εξέταση, που έγινε στις 13.10.95, υπήρξε μια σοβαρή υποτροπή κι αυτό γιατί λίγες μέρες προηγουμένως, ο ενάγοντας, έγινε θεατής άλλου τροχαίου δυστυχήματος με αποτέλεσμα τα πράγματα να ξεκινήσουν από την αρχή.  Τον ξαναείδε σε δύο μήνες, περίπου, και διαπίστωσε μικρή βελτίωση της κατάστασης.  Περαιτέρω μικρές βελτιώσεις παρατήρησε κατά τις εξετάσεις στις 17.1.96 και 1.3.96.  Σημάδια προόδου εντόπισε στην εξέταση ημερ. 3.5.96 με βελτίωση του ύπνου, αραίωσαν οι εφιάλτες και βελτιώθηκαν οι δραστηριότητες του. Κατά τις εξετάσεις Ιουλίου, Αυγούστου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 1996 διαπίστωσε ότι οι εξάρσεις του άγχους υποχώρησαν σταδιακά.  Στο μεσοδιάστημα μειώθηκαν οι κεφαλαλγίες, και επήλθε σχετική βελτίωση στο συναίσθημα αλλά, παρόλη την πιο πάνω θετική εξέλιξη, ο ενάγοντας δεν επανήλθε στους προ του δυστυχήματος ρυθμούς.

Η επόμενη, μετά τον Νιόβρη του 1996, εξέταση έγινε τον Μάιο του 1997. Διαπίστωσε και σ’ αυτή περαιτέρω σχετική βελτίωση.  Πιο συγκεκριμένα οι ζαλάδες έγιναν αραιές.  Έκτοτε τον είδε στις 19.11.99, πριν έλθει δηλ. στο δικαστήριο σαν μάρτυρας.»

      

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο εφεσείων διέκοψε τις επισκέψεις του προς τον θεράποντα κυβερνητικό ψυχίατρο από τον Μάιο του 1997.  Τον επισκέφθηκε για τελευταία φορά τον Νοέμβριο του 1999 όταν άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης του.

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία ο εφεσείων παρουσίασε, μετά το δυστύχημα, μετατραυματικό σύνδρομο με συνέπεια αντιδραστική κατάθλιψη με αιτία το μετατραυματικό γεγονός κυρίως της θέας των τραυματισμένων επιβατών του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης και ιδιαίτερα της νεκρής ηλικιωμένης επιβάτιδας, μητέρας της εφεσίβλητης.

Με τα πιο πάνω ευρήματα του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της νομικής πλευράς του θέματος.  Αφού επεσήμανε ότι επί του θέματος δεν υπάρχει κυπριακή αυθεντία, αναζήτησε βοήθεια από την αγγλική νομολογία.

Η νομολογία εξέτασε το θέμα με βάση την αρχή της αιτιώδους συνάφειας και την αρχή της εύλογης πρόβλεψης.  Εάν από τα γεγονότα της υπόθεσης υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των τραυμάτων, έστω και ψυχικών, και της αμέλειας του εναγομένου [*282]ο δε κίνδυνος πρόκλησης τέτοιων τραυμάτων είναι εύλογα προβλεπτός τότε τέτοια ψυχικά τραύματα μπορεί να οδηγήσουν σε επιδίκαση αποζημιώσεων.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, υπεστήριξε ότι ο εφεσείων πρέπει να αποζημιωθεί εφόσον έχει γίνει αποδεκτό ότι αυτός υπέστη ψυχικά τραύματα από το δυστύχημα.  Μας παρέπεμψε δε στην απόφαση Page v. Smith [1995] 2 All E.R. 736.

Αντίθετα ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υπεστήριξε ότι η εναγομένη δεν υπέχει έναντι του εφεσείοντα οποιαδήποτε ευθύνη για το λόγο ότι η νεκρή ηλικιωμένη κυρία, μητέρα της εφεσίβλητης, θύμα του δυστυχήματος, του ήταν ξένο και άγνωστο πρόσωπο.  Μας παρέπεμψε δε στις αποφάσεις Hinz v. Berry [1970] 1 All E.R. 1074, McLouglin v. O’Brian [1982] 2 All E.R. 298, Jones and Others v. Wright [1991] 3 All E.R. 88 και McFarlane v. EE Caledonia Ltd. [1994] 2 All E.R. 1.

Οι αγγλικές αυθεντίες Page (πιο πάνω) και Hunter v. British Coal Corp. And Other [1998] 2 All E.R. 97 είναι πολύ καθοδηγητικές για την έκβαση της παρούσας υπόθεσης.

Στην υπόθεση Page ο ενάγοντας ενεπλάκη σε δυστύχημα με τον εναγόμενο. Ο ενάγων δεν υπέστη σωματικό τραυματισμό αλλά του προκλήθηκε νευρικός κλονισμός. Ο εναγόμενος δέχθηκε την ευθύνη για το δυστύχημα αλλά δεν δέχθηκε ότι είχε υποχρέωση για αποζημιώσεις.  Πρωτόδικα δικαιώθηκε ο ενάγων αλλά το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ο ενάγων προσέφυγε τότε στον τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας, στο House of Lords, το οποίο τον δικαίωσε. Απεφάσισε ότι αφού έχει βεβαιωθεί ότι ο εναγόμενος είχε καθήκον φροντίδας και προσοχής (duty of care) απέναντι στον ενάγοντα για αποφυγή πρόκλησης ζημιάς, είναι άσχετο το εάν ο τραυματισμός που υπέστη ήταν σωματικός ή ψυχικός ή και αμφότερα. Έτσι το ερώτημα είναι εάν ο εναγόμενος έπρεπε εύλογα να προβλέψει ότι θα προξενείτο τραυματισμός στον ενάγοντα ως αποτέλεσμα της αμέλειας του.  Περαιτέρω ανέφερε ότι σε υποθέσεις νευρικού ή ψυχικού κλονισμού (nervous shock) είναι αναγκαίο να διακρίνουμε μεταξύ πρωταρχικών θυμάτων άμεσα ενεχομένων στο δυστύχημα (primary victims) και δευτερευόντων θυμάτων (secondary victims).  Στις περιπτώσεις δευτερευόντων θυμάτων, ο νόμος επιμένει σε ορισμένους μηχανισμούς ελέγχου για να περιορίσει τον αριθμό των πιθανών απαιτητών. Όταν ο ενάγων είναι πρωταρχικό θύμα, δεν έχουν θέση αυτοί οι μηχανισμοί, ή προϋποθέσεις.

[*283]

Στην Hunter ο εκδότης των All E.R. κάτω από τον τίτλο «Held» συνοψίζει ως εξής:-

«A plaintiff who believed that he had been the involuntary cause of another’s death or injury in an accident caused by the defendant’s negligence could recover damages as a primary victim for psychiatric injury suffered as a result if he had been directly involved as an actor in the incident.»

Στην παρούσα υπόθεση ο ενάγων ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στο δυστύχημα.  Ήταν πρωταρχικό θύμα ως οδηγός του ετέρου των αυτοκινήτων που συγκρούσθηκαν. Υπέστη από το δυστύχημα τόσο σωματικούς όσο και νευρολογικούς ή ψυχικούς τραυματισμούς, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία.  Το πρώτο ερώτημα είναι εάν η εφεσίβλητη όφειλε φροντίδα και προσοχή (due care and attention) έναντι του εφεσείοντα.  Η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, με βάση τη νομολογία.  Ο εφεσείων νόμιμα χρησιμοποιούσε τον δρόμο κατά τη στιγμή της σύγκρουσης.

Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν τα προξενηθέντα τραύματα είτε σωματικά είτε ψυχικά ήσαν ευλόγως προβλεπτά από την εναγομένη.  Η απάντηση είναι και πάλιν καταφατική.  Είναι παράδοξο το γεγονός το πρωτόδικο Δικαστήριο να δέχεται το προβλεπτό για τα σωματικά τραύματα του εφεσείοντα και να απορρίπτει τα ψυχικά τραύματα (nervous shock) ως μη προβλεπτά.  Διέφυγαν του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα πιο πάνω λεχθέντα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν συμμέτοχος στο δυστύχημα (participant), άμεσα εμπλεκόμενος (directly involved) και πρωταρχικό θύμα (primary victim) του δυστυχήματος το οποίο προκλήθηκε λόγω της αμέλειας της εφεσίβλητης. (Βλέπε: Page και Hunter πιο πάνω).

Για τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί και γίνεται αποδεκτός.

Πραγματευόμενος το λόγο έφεσης 2, μνεία του οποίου έγινε προηγουμένως όσον αφορά τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις ποσού £800 για τον σωματικό τραυματισμό του εφεσείοντα, ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι οι γενικές αποζημιώσεις έπρεπε να ανήρχοντο σε £30.000 (περιλαμβανομένου του ποσού των £800) λαμβανομένων υπόψη ότι ο εφεσείων κατέστη ανίκανος επαγγελματικά να οδηγά λεωφορείο, που ήταν για 40 χρόνια [*284]η εργασία του, και επί πλέον λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος της μείωσης της ικανότητας του για εργασία στο μέλλον.  Ο εφεσείων και ορθά, γιατί δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία, δε διεκδικεί απώλεια μελλοντικών απολαβών.  Η πιθανότητα αυτή θα ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων. (Βλέπε: Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 και Moeliker v. A. Reyvolle and Co. Ltd. [1977] 1 All E.R. 9).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την κατάληξη του ότι η εφεσίβλητη δεν έφερε ευθύνη για τα ψυχικά τραύματα του εφεσείοντα, υπελόγισε αυτές τις αποζημιώσεις στο ποσό των £4.000.   Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξής:-

«Στην περίπτωση, όμως που ήθελε κριθεί ότι η κατάληξη μου αυτή δεν είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι και έχοντας υπόψη την πρόοδο που επήλθε στην ψυχική του υγεία θα του επιδίκαζα, πέραν των απωλειών που διεκδικεί σαν ειδικές αποζημιώσεις, ποσό της τάξεως των £4.000 σαν εύλογη αποζημίωση για τα εν λόγω ψυχικά τραύματα και τις συνέπειες τους.»

Έχουμε ήδη περιγράψει τα ψυχικά τραύματα που υπέστη ο εφεσείων καθώς και την ιατρική μαρτυρία επί του θέματος.  Σχολιάσαμε ακόμα και τις συνέπειες από τα τραύματα αυτά και τη σταδιακή βελτίωση της κατάστασης του, η οποία ουσιαστικά επανέφερε τον εφεσείοντα σε ικανοποιητικά επίπεδα υγείας.  Το μόνο που παρέμεινε φαίνεται ότι ήταν η αδυναμία οδήγησης αυτοκινήτου λόγω της φοβίας που εβίωσε λόγω του δυστυχήματος.  Η βελτίωση της κατάστασης του έγινε σταδιακά μέχρι το Μάϊο του 1997 δηλαδή δύο περίπου χρόνια από την ημερομηνία του δυστυχήματος.

Έχουμε καταλήξει, μετά από μελέτη του συνόλου των ενώπιον μας στοιχείων, ότι ο καθορισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο των γενικών αποζημιώσεων σε £4.000 ήταν εύλογος.  Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε λανθασμένη αντίληψη του νόμου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε θεωρούμε ότι το καθορισθέν ποσό είναι ανεπαρκές. Κατά συνέπεια επιδικάζουμε ποσό £4.000 ως γενικές αποζημιώσεις του εφεσείοντα για τα ψυχικά τραύματα που υπέστη πέραν των £800 που επιδικάσθηκαν για τους σωματικούς τραυματισμούς.

Με τον λόγο έφεσης 3 ο εφεσείων διεκδικεί απώλεια εισοδήματος, ως ειδικές αποζημιώσεις για περίοδο 20 και πλέον μηνών από την ημέρα του δυστυχήματος, 23.5.1995 μέχρι τις 8.2.1997.  [*285]Διεκδικεί συνολικά £8.672.

Ο εφεσείων στη μαρτυρία του ανέφερε ότι από την ημέρα του δυστυχήματος μέχρι και κατά την διάρκεια της δίκης δεν εργαζόταν λόγω των ψυχικών τραυμάτων που υπέστη στο δυστύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και απέρριψε τη μαρτυρία του.  Δεν προβλήθηκε λόγος έφεσης για το θέμα της αξιοπιστίας του εφεσείοντα.

Αντίθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των θεραπόντων ιατρών του.  Από τη μαρτυρία τους προκύπτει ότι συνέστησαν στον εφεσείοντα δυόμισυ μήνες μετά το δυστύχημα να αρχίσει να εργάζεται σε ελαφρές εργασίες, χειρονακτικές ή αγροτικές απασχολήσεις. Θεωρούσαν δηλαδή ότι ήταν ικανός για εργασία, αποκλειομένης μόνο της εργοδότησης του ως επαγγελματία οδηγού αυτοκινήτου.  Κατά την ιατρική μαρτυρία, η απασχόληση του σε εργασία, θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα σε συντομότερο χρόνο.  Ο εφεσείων αρχικά αρνήθηκε να εργαστεί αν και ο θεράπων ιατρός του ψυχίατρος Αργύρης Αργυρού του συνέστησε επανειλημμένα να εξεύρει εργασία της φύσεως που αναφέραμε προηγουμένως. Μάλιστα ο ιατρός ανέφερε στη μαρτυρία του ότι λίγους μήνες μετά το δυστύχημα ο εφεσείων δραστηριοποιήθηκε σε αγροτικές κυρίως εργασίες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε, όπως έχουμε αναφέρει, ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια μισθών για περίοδο 10 εβδομάδων που ήταν ανίκανος για εργασία λόγω των σωματικών τραυματισμών στον αυχένα και την οσφυϊκή μοίρα.

Υπό το φως της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουμε καταλήξει ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τέτοια απώλεια που να δικαιούται σε αποζημίωση.  Η ιατρική μαρτυρία αναγνώρισε την ικανότητα του να εργασθεί σε διαφορετικούς τομείς απ’ αυτόν του επαγγελματία οδηγού λεωφορείου.  Ο εφεσείων, η μαρτυρία του οποίου απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη, δεν ακολούθησε τη συμβουλή των θεραπόντων ιατρών του και αρνήθηκε να εξεύρει εργασία.  Είναι άγνωστο αν ο εφεσείων εργοδοτείτο σε οποιαδήποτε εργασία, αυτή θα απέδιδε λιγότερο εισόδημα απ’ αυτό του επαγγελματία οδηγού λεωφορείου. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία για το θέμα αυτό.

Ενόψει των πιο πάνω, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε απώλεια για να δικαιούται σε ειδικές αποζημιώσεις.  Ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

[*286]

Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει τη διαταγή για τα έξοδα που επεδίκασε εναντίον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως λανθασμένη και/ή εκ παραδρομής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοπτικά και χωρίς καμιά αιτιολογία αναφέρει τα εξής σε σχέση με το θέμα:-

«Περαιτέρω επιδικάζονται προς όφελος της εναγομένης αρ. 1 και εναντίον του ενάγοντα δικηγορικά έξοδα στην αντίστοιχη με την απόφαση κλίμακα τα οποία να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.»

Είναι γνωστός ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν συνήθως το αποτέλεσμα. Εδώ επιτυχών διάδικος ήταν ο εφεσείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρεξέκλινε από τον κανόνα επιδικάζοντας έξοδα εναντίον του επιτυχόντα διάδικου χωρίς καμιά αιτιολογία. Έχουμε καταλήξει ότι το σφάλμα αυτό έγινε εκ παραδρομής ή αποτελεί συντακτικό ή τυπογραφικό λάθος. Αυτό το συμπέρασμα, τουλάχιστον, προκύπτει από το περιεχόμενο της διαταγής του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης στο περίγραμμα του άφησε το θέμα στην κρίση του Εφετείου.

Έχουμε καταλήξει ότι η διαταγή για τα έξοδα είναι λανθασμένη και ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Οι γενικές αποζημιώσεις αυξάνονται σε £4.320 με 8% τόκο ετησίως από 14.5.1997. Οι ειδικές αποζημιώσεις παραμένουν στο ποσό που επιδικάσθηκε πρωτόδικα.

Τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο