Thanos Club Hotels Ltd ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 312

(2003) 1 ΑΑΔ 312

[*312]20 Φεβρουαρίου, 2003

(ημερομηνία κυκλοφορίας 21/3/03)

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

THANOS CLUB HOTELS LIMITED,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

2. LONDON FORFAITING COMPANY,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11597)

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Ανώτατο Δικαστήριο ― Απαγορευτικά διατάγματα ― Κατά πόσο παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, πρωτογενής δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος σε σχέση με το αντικείμενο αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Παράλληλα με την άσκηση της παρούσας έφεσης η οποία στοχεύει: (α) στον παραμερισμό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε απαγορευτικό διάταγμα εκδοθέν μονομερώς εναντίον των εφεσιβλήτων και (β) στην επαναφορά του ακυρωθέντος απαγορευτικού διατάγματος, οι εφεσείοντες, υπέβαλαν μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της έφεσης, με την οποία ζητούν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος όμοιου με εκείνο που ακύρωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Με το εν λόγω απαγορευτικό διάταγμα εμποδίζετο η τράπεζα, εφεσίβλητη 1, από του να καταβάλει, εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής μεταξύ των διαδίκων, σε οποιοδήποτε πρόσωπο, το ποσό τραπεζικής εγγύησης που παρείχε εκ μέρους των εφεσειόντων σε τρίτους.  Το αίτημα τους βασίζεται στα Άρθρα 25 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (ο Νόμος), στο Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και στις πρόνοιες της Δ.35, θ.18 και θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία επικαλείται [*313]με την έφεση του ο αιτών, είναι δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού.  Προς αυτή και μόνο την εξουσία συναρτώνται τα θεραπευτικά μέσα τα οποία μπορεί να παράσχει.  Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα κείται εκτός της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η δυνατότητα αναστολής θετικής απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκκρεμούσης της έφεσης, αποτελεί εξουσία συναφή προς τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία συμπλέκεται.  Η άσκησή της θεσμοθετείται από τις διατάξεις της Δ.35, θ.18 και θ.19.

2.  Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της Δικαιοδοσίας Δεύτερου Βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η διαπίστωση αυτή θέτει εκ ποδών το αίτημα, με επακόλουθο την απόρριψή του.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα (Χρημ.) Λτδ ν. Λύρα κ.ά. (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384,

Makris Ltd v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731,

Essex Overseas v. Legent Shipping (1981) 1 C.L.R. 263,

Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Co. Ltd (Αρ. 1) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1148,

Σαμμούτα ν. Γεωργίου κ.ά, Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2001, 29.11.02.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/1/03 (Αρ. Αγωγής 8193/00) με την οποία ακυρώθηκε το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί και με το οποίο εμποδίζετο η εναγόμενη 1 από του να καταβάλει, εκκρεμούσης της αγωγής το ποσό το οποίο αντιπροσώπευε η τραπεζική εγγύηση την οποία αυτή παρείχε εκ μέρους τους σε οποιοδήποτε δικαιούχο σ’ αυτήν πρόσωπο.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Cur. adv. vult.

[*314]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με αγωγή τους κατά της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας, (η «τράπεζα»), οι εφεσείοντες (ενάγοντες) αξίωσαν διακηρυκτική απόφαση όπως η εφεσίβλητη (εναγομένη 1) αποστεί από την καταβολή τραπεζικής εγγύησης, που παρείχε εκ μέρους τους, σε τρίτο ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που έλκει δικαιώματα από αυτό.  Σε μεταγενέστερο στάδιο, προστέθηκε ως εναγόμενος και δεύτερο νομικό πρόσωπο με διεκδικήσεις για την καταβολή της εγγύησης.

Παράλληλα με την καταχώριση της αγωγής, γενικά οπισθογραφημένης, οι ενάγοντες, υπέβαλαν μονομερή αίτηση προς έκδοση απαγορευτικού διατάγματος προς την τράπεζα, το οποίο να την εμποδίζει από του να καταβάλει, εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής, σε οποιοδήποτε πρόσωπο το ποσό που αντιπροσωπεύει η εγγύηση.  Το αίτημα έγινε προσωρινά δεκτό, μέχρις ότου ακουστεί και η τράπεζα ως προς το δικαιολογημένο του διατάγματος.  Η τράπεζα έφερε ένσταση στο αίτημα και ζήτησε την ακύρωση του διατάγματος, αξίωση που έγινε δεκτή από  το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τα δύο μέρη. 

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης, ακυρωτικής του απαγορευτικού διατάγματος, οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση, με την οποία ζητούν τον παραμερισμό της και, συνακόλουθα, την επαναφορά του διατάγματος. Παράλληλα, υπέβαλαν μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της έφεσης, με την οποία ζητούν την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, όμοιου μ’ εκείνο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε.  Βασίζουν το αίτημά τους στα Άρθρα 25 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (ο «Νόμος»), στο Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 6, που ορίζει πότε είναι παραδεκτή η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ερήμην του αντιδίκου καθώς και τη χρονική διάρκεια της ισχύος του, και στις πρόνοιες της Δ.35, θ.18 και θ.19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

Κατά την ακρόαση, επισημάναμε στον κ. Μιχαηλίδη ότι η Δ.35, θ.18, έχει ως αντικείμενο την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, συνεπαγόμενης την εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης ή καθήκοντος από τον αιτούντα την αναστολή, και όχι την έκδοση πρωτογενώς απαγορευτικού διατάγματος.  Τον παραπέμψαμε στη Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Λύρα κ.ά. (Αρ. 1) (1997) 1 Α.Α.Δ. 1384, μια από τις πολλές δικαστικές αποφάσεις στην οποία επεξηγείται το πλαίσιο εφαρμογής της Δ.35, θ.18.  Υποδείξαμε, συγχρόνως, ότι η Δ.35, θ.19, προϋποθέτει, για την παροχή της θεραπείας που προβλέπει, [*315]την πρότερη υποβολή ανάλογου αιτήματος προς το Επαρχιακό Δικαστήριο και την απόρριψή του.  Ο κ. Μιχαηλίδης μας εξήγησε ότι έχει κατά νου τη νομολογία, ερμηνευτική της Δ.35, θ.18 και θ.19, και ότι το αίτημα του, παρά την αναφορά στις θεσμικές αυτές διατάξεις, δεν είναι προσαρμοσμένο στις πρόνοιές τους.  Αναφορά σ’ αυτές γίνεται παρενθετικά προς το αίτημά του, που έχει ως λόγο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος κατ’ επίκληση αυτοτελούς δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να παράσχει τέτοια θεραπεία. Δεν υπάρχει προηγούμενο, στο οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο να έχει εγκρίνει τέτοιο μέτρο στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δικαιοδοσίας του, ως αναγνώρισε ο κ. Μιχαηλίδης.  Υπάρχουν, όμως, τρεις αποφάσεις, στις οποίες μας παρέπεμψε, που αφήνουν, κατά την εισήγησή του,  ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο.

Μόνο η μια από τις τρεις αγγίζει έμμεσα το θέμα το οποίο ανακύπτει στην παρούσα υπόθεση.  Αυτή είναι η Makris Ltd. v. Ports Authority (1985) 1 C.L.R. 731.  Επίδικο θέμα της έφεσης στην υπόθεση εκείνη ήταν η ορθότητα απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, απορριπτικής αιτήματος του ενάγοντος - εφεσείοντος για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος.  Κατά τη συζήτηση της έφεσης, έγινε εισήγηση ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε έφεση κατά απόφασης απορριπτικής αίτησης για απαγορευτικό διάταγμα, έχει εξουσία, όχι μόνο να παραμερίσει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να αποκαταστήσει ακυρωθέν διάταγμα, αλλά και να εκδώσει πρωτογενώς απαγορευτικό διάταγμα, όμοιο με το ακυρωθέν.  Το Εφετείο απέρριψε την έφεση.  Εφόσον δε, όπως αναφέρεται στην απόφασή του,  δεν ήταν διατεθειμένο να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, έκρινε άσκοπη τη διερεύνηση της εισήγησης ότι είχε πρωτογενή δικαιοδοσία να εγκρίνει τέτοιο μέτρο.  Στη Makris Ltd. v. Ports Authority, (ανωτέρω), οφείλεται, επίσης, ως μας εξήγησε ο κ. Μιχαηλίδης, και η παραπομπή στη Δ.35, θ.18 και θ.19 στο παρόν αίτημα, λόγω της αναφοράς της στην απόφαση εκείνη.   

Οι άλλες δύο αποφάσεις, στις οποίες έγινε παραπομπή - Essex Overseas v. Legent Shipping (1981) 1 C.L.R. 263· Ocean Corporation Ltd. ν. Novorossijskrybprom Co. Ltd (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1148 - αφορούσαν αιτήματα για την παροχή ενδιάμεσης θεραπείας σε υποθέσεις ναυτοδικείου κατά την ενάσκηση της Δικαιοδοσίας Πρώτου Βαθμού, που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από τις διατάξεις του Άρθρου 19 του Νόμου. 

Στη νομική του διάσταση το πρόβλημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της [*316]Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, πρωτογενής δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος σε σχέση με το αντικείμενο αγωγής που εκκρεμεί ενώπιον πρωτόδικου δικαστηρίου.  Έρεισμα για την παροχή τέτοιας θεραπείας παρέχουν, σύμφωνα με τον κ. Μιχαηλίδη, τα Άρθρα 25 και 32 του Νόμου. Το Άρθρο 25.1 του Νόμου προβλέπει:- 

«25. - (1)  Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση δικαστηρίου το οποίο ασκεί πολιτική δικαιοδοσία θα υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.»

 Οι διατάξεις του Άρθρου 25(1) δεν παρέχουν κανένα έρεισμα στην υποβληθείσα εισήγηση. απλώς καθορίζουν τις αποφάσεις πολιτικού δικαστηρίου, που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό, οι οποίες υπόκεινται σε έφεση.  Η νομοθετική αυτή διάταξη αναφέρεται αποκλειστικά στην κατ’ έφεση δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία στοιχειοθετείται από το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος.  Το Άρθρο 32 του Νόμου εντάσσεται στο Τέταρτο Μέρος του, στο οποίο καθορίζονται οι εξουσίες πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, καθ’ ύλη και κατά τόπο, να επιληφθεί της διαφοράς.  Η ύπαρξη δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου διαδικασίας, δηλαδή του επίδικου θέματος αγωγής, και η αρμοδιότητα επί τούτου αποτελούν προϋπόθεση για την άσκηση των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλεται το δικαστήριο.  Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η εξουσία, η οποία παρέχεται από το Άρθρο 32, για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων και το διορισμό παραληπτών. 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν περιβάλλεται με δικαιοδοσία να επιληφθεί του αντικειμένου της αγωγής. Πολιτική δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος παρέχεται αποκλειστικά  στο αρμόδιο  Επαρχιακό Δικαστήριο. Η κατ’ έφεση δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι Δικαιοδοσία Δεύτερου Βαθμού. Περιορίζεται στο αντικείμενο της έφεσης και σε θέματα άρρηκτα συνυφασμένα με τη δικαιοδοσία αυτή, μεταξύ των οποίων και η διασφάλιση της δραστικότητας της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, προς την οποία συναρτάται η Δ.35, θ.18.   

Βάσει της παραγράφου 2 του Άρθρου 155 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αποδοθεί και πολιτική δικαιοδοσία πρώτου βαθμού, εφόσον νόμος ήθελε προβλέψει περί τούτου.  Δικαιοδοσία πρώτου βαθμού αποδίδεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 19 του Νόμου.  Αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδίδονται κατά την ενάσκηση δικαιοδοσίας πρώτου βαθμού, που [*317]του παρέχεται από το Νόμο, υπόκεινται σε έφεση, ως προνοείται στην ίδια παράγραφο του Άρθρου 155 του Συντάγματος. 

Στην πρόσφατη απόφασή μας Σαμμούτα ν. Γεωργίου κ.ά., Εκλογική Αίτηση Αρ. 2/2001, 29/11/02, (Ολομέλεια), εξηγείται το πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως φορέα των δικαιοδοσιών και αρμοδιοτήτων που παρέχει το Σύνταγμα στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Ανώτατο Δικαστήριο - High Court.  Διασαφηνίζεται ότι μπορεί να παρασχεθεί Δικαιοδοσία Πρώτου Βαθμού στο Ανώτατο Δικαστήριο σε πολιτικές υποθέσεις, η οποία όμως διακρίνεται από τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του, που καθορίζεται στο Άρθρο 155.1 του Συντάγματος.

Η Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο Άρθρο 155.1 και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Άρθρου 25(1) του Νόμου.  Το Άρθρο 32 του Νόμου δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα.  Κάμνει πρόνοια για εξουσία, με την οποία περιβάλλεται αρμόδιο δικαστήριο έχον δικαιοδοσία να επιληφθεί του αντικειμένου αγωγής.  Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την οποία επικαλείται με την έφεσή του ο αιτών, είναι δικαιοδοσία δεύτερου βαθμού.  Προς αυτή και μόνο την εξουσία συναρτώνται τα θεραπευτικά μέσα, τα οποία μπορεί να παράσχει.  Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα κείται εκτός της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η δυνατότητα αναστολής θετικής απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, εκκρεμούσης της έφεσης, αποτελεί εξουσία συναφή, ως έχουμε εξηγήσει, προς τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία συμπλέκεται.  Η άσκησή της θεσμοποιείται από τις διατάξεις της Δ.35, θ.18 και θ.19.

Το αίτημα για απαγορευτικό διάταγμα δεν εμπίπτει, όπως είναι πρόδηλο, στο πλαίσιο της Δικαιοδοσίας Δεύτερου Βαθμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η διαπίστωση αυτή θέτει εκ ποδών το αίτημα, με επακόλουθο την απόρριψή του.

Η αίτηση απορρίπτεται. 

Η αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο