Νικήτα Ελένη ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2003) 1 ΑΑΔ 344

(2003) 1 ΑΑΔ 344

[*344]26 Μαρτίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΝΙΚΗΤΑ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10869)

 

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Σύγκρουση μεταξύ οχημάτων τα οποία εκινούντο σε αντίθετη κατεύθυνση όταν η οδηγός του ενός από αυτά εισήλθε στη λωρίδα οδήγησης του άλλου αποκόπτοντάς την πορεία του ― Οδηγός οχήματος που απέκοψε την πορεία του άλλου οχήματος κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνη ― Πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Μαρτυρία ― Πραγματική μαρτυρία ― Τροχαίο ατύχημα ― Η πραγματική μαρτυρία αποτελεί καλό οδηγό για τη διακρίβωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών του δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων.

Μαρτυρία ― Δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας για εξειδικευμένους ισχυρισμούς που αφορούν ουσιώδες γεγονός ακόμα και αν αυτό εκτίθεται κατά τρόπο γενικό στο δικόγραφο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της οδηγού του οχήματος των εφεσιβλήτων, η οποία υποστηρίζετο από την πραγματική μαρτυρία, και καταλόγισε αποκλειστική ευθύνη στην εφεσείουσα για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος το οποίο συνέβηκε στη λεωφόρο Νίκης στη Λευκωσία στις 19.12.1997.  Η εκδοχή αυτή ήταν ότι η εφεσείουσα η οποία ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση δηλαδή από Στρόβολο προς Λευκωσία, εισήλθε στη λωρίδα της από δεξιά και της απέκοψε το δρόμο.  Χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου της χωρίς ωστόσο να γίνει κατορθωτή η αποφυγή της σύγκρουσης.  Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είχε δυνατότητα ελιγμού προς τα αριστερά για να αποφύγει τον κίνδυνο.  Το σημείο σύγκρουσης ήταν στη λωρίδα που οδηγούσε η οδηγός των εφεσιβλήτων σε απόσταση 2.20 μέτρα [*345]από τη δεξιά πλευρά της εν λόγω λωρίδας σύμφωνα με την κατεύθυνση που αυτή οδηγούσε.  Και οι δύο οδηγοί των ενεχομένων οχημάτων συμφώνησαν με το εν λόγω σημείο, όταν τους υποδείχθηκε.  Από τη σύγκρουση προκλήθηκαν ζημιές στη δεξιά μπροστινή γωνιά των αυτοκινήτων.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.  Ισχυρίσθηκε ότι:

1) Η εκκαλούμενη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί στηρίχθηκε σε μαρτυρία και/ή ισχυρισμούς που δεν περιέχονται στα δικόγραφα.

2) Οι διαπιστώσεις στη βάση των οποίων της καταλογίστηκε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος είναι λανθασμένες.

3) Η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν ως υπόβαθρο τη μαρτυρία η οποία είναι συμβατή και συνάδει με τη δικογραφία.

     Σύμφωνα με την καθιερωμένη αρχή της νομολογίας παρέχεται δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας για εξειδικευμένους ισχυρισμούς που αφορούν ουσιώδες γεγονός ακόμα και αν αυτό εκτίθεται κατά τρόπο γενικό στο δικόγραφο.

2.  Οι διαπιστώσεις αναφορικά με την απόδοση ευθύνης είναι βάσιμες και στηρίζονται στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη.

3.  Η εκκαλούμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και το θέμα της ευθύνης κρίθηκε με σωστή αναφορά στο νόμο και τη νομολογία.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154,

Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200,

Κυριακίδου κ.ά. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45,

Οδυσσέως ν. Χ"Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185,

[*346]Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/6/00 (Αρ. Αγωγής 6258/98) με την οποία της καταλογίστηκε αποκλειστική ευθύνη για το τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβη στις 19/12/97 στη Λευκωσία μεταξύ του οχήματος το οποίο οδηγούσε η ίδια και του οχήματος το οποίο οδηγούσε υπάλληλος των εναγόντων και επιδικάστηκε υπέρ των εναγόντων ποσό £2.297 για τις ζημιές του οχήματος τους.

Χ. Αρτέμης,  για την Εφεσείουσα.

Γ. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Αυτοκίνητο που οδηγούσε η εφεσείουσα, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε η κα Πασχαλίνα Αχιλλέως, υπάλληλος των εφεσιβλήτων. Οι ζημιές των αυτοκινήτων συμφωνήθηκαν επί βάσεως πλήρους ευθύνης. Το επίδικο θέμα που πρωτοδίκως απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν ο καθορισμός της ευθύνης των οδηγών. Καταλογίστηκε αποκλειστική  ευθύνη στην εφεσείουσα και το Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων £2297 αποζημιώσεις για τις ζημιές του αυτοκινήτου. Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Το δυστύχημα συνέβη στις 19.12.1997 στη λεωφόρο Νίκης στη Λευκωσία. Η κα Αχιλλέως οδηγούσε το αυτοκίνητο των εφεσιβλήτων ΕΕΧ 181 στην εσωτερική λωρίδα της λεωφόρου Νίκης με κατεύθυνση προς το Στρόβολο. Η εφεσείουσα ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και πρόθεσή της ήταν να στρίψει δεξιά για να συνεχίσει προς τη Ρήγα Φεραίου που είναι κάθετος επί της Νίκης.

Η εκδοχή της εφεσείουσας είναι ότι η σύγκρουση έγινε όταν το αυτοκίνητο της ήταν ακινητοποιημένο με κλίση δεξιά και το μπροστινό του μέρος καταλάμβανε ένα περίπου πόδι της εσωτερικής λωρίδας της λεωφόρου με κατεύθυνση προς Στρόβολο. Και ενώ το αυτοκίνητό της βρισκόταν στην πιο πάνω θέση και αυτή περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να διασταυρώσει τις λωρίδες με το αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας για να εισέλθει στη Ρήγα Φεραίου, είδε σε [*347]μικρή απόσταση ένα αυτοκίνητο στην εσωτερική λωρίδα με κατεύθυνση προς το Στρόβολο να έρχεται επικίνδυνα προς το μέρος της. Πρόσεξε ότι η οδηγός του εν λόγω αυτοκινήτου μιλούσε με ένα παιδάκι που ήταν στο αυτοκίνητο. Το επερχόμενο προς το μέρος της αυτοκίνητο, συγκρούστηκε με το δικό της χωρίς η ίδια να είχε ευκαιρία αντίδρασης με οποιοδήποτε τρόπο.

Αντίθετη ήταν η εκδοχή της οδηγού του άλλου αυτοκινήτου. Η κα Αχιλλέως ισχυρίστηκε ότι ενώ οδηγούσε στη δεξιά (εσωτερική) λωρίδα της λεωφόρου Νίκης με κατεύθυνση προς το Στρόβολο, είδε σε μικρή απόσταση  αυτοκίνητο να εισέρχεται στη λωρίδα της από δεξιά και να της αποκόπτει το δρόμο. Χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου της χωρίς ωστόσο να γίνει κατορθωτή η αποφυγή της σύγκρουσης. Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης δεν είχε δυνατότητα ελιγμού προς τα αριστερά για να αποφύγει τον κίνδυνο.

Όταν έφθασε η αστυνομία για τις σχετικές εξετάσεις, τα ενεχόμενα οχήματα ήταν στις τελικές τους θέσεις και οι οδηγοί παρούσες. Έγιναν διάφορες μετρήσεις και πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμ. 2). Ο εξεταστής του δυστυχήματος εντόπισε το σημείο σύγκρουσης των οχημάτων με βάση ίχνη και στοιχεία που βρέθηκαν επί τόπου. Υπέδειξε το εν λόγω σημείο στις οδηγούς και αυτές συμφώνησαν. Το σημείο της σύγκρουσης ήταν στη λωρίδα που οδηγούσε η κα Αχιλλέως σε απόσταση 2.20 μέτρα από τη δεξιά πλευρά της εν λόγω λωρίδας σύμφωνα με την κατεύθυνση που αυτή οδηγούσε. Το σημείο της σύγκρουσης αποτελούσε συνέχεια των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου των εφεσιβλήτων. Από τη σύγκρουση προκλήθηκαν ζημιές στη δεξιά μπροστινή γωνιά των αυτοκινήτων. 

Αντεξεταζόμενη η εφεσείουσα, αμφισβήτησε ότι ο αστυνομικός της είχε υποδείξει το σημείο σύγκρουσης στη θέση που αυτό είναι σημειωμένο στο σχέδιο και ότι συμφώνησε με το σχέδιο. Εδώ πρέπει να παρεμβάλουμε ότι η μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Υποβλήθηκε μάλιστα εισήγηση στο μάρτυρα ότι οι οδηγοί συμφώνησαν με το σημείο της σύγκρουσης που τους είχε υποδείξει και η απάντηση του ήταν καταφατική.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει ποια από τις δύο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές που είχε ενώπιόν του ήταν η πλέον αξιόπιστη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας ήταν αντίθετη/ασυμβίβαστη προς την πραγματική μαρτυρία ενώ με αυτή, συνήδε η μαρτυρία της οδηγού του αυτοκινήτου των εφεσιβλήτων. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η πραγματική μαρτυρία [*348]δυνητικά αποτελεί καλό οδηγό για τη διακρίβωση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών του δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων.  (Βλ. Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154, Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200, Κυριακίδου κα ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45 και Σώτος Οδυσσέως ν. Νιόβης Χ”Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185).

Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο λογικό κατά τη γνώμη μας συμπέρασμα ότι μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία της οδηγού του αυτοκινήτου των εφεσιβλήτων και συνακόλουθα προέβη σε ανάλογες διαπιστώσεις αναφορικά με τις πραγματικές συνθήκες του δυστυχήματος. Διαπιστώθηκε συναφώς ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στο σημείο που εντόπισε ο αστυνομικός και συμφώνησαν οι οδηγοί των ενεχομένων οχημάτων. Κατά την ώρα της σύγκρουσης το αυτοκίνητο της εφεσείουσας βρισκόταν σε κίνηση για να εισέλθει στην πάροδο της Ρήγας Φεραίου.

Προβάλλεται ισχυρισμός ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί στηρίχθηκε σε μαρτυρία και/ή ισχυρισμούς που δεν περιέχονται στα δικόγραφα. Λέγει συναφώς η εφεσείουσα ότι οι ισχυρισμοί της δικογραφίας «δεν προσδιόριζαν την πλευρά της οδού Ρήγα Φεραίου εντός της οποίας θα οδηγούσε το όχημά της η εναγομένη και έπρεπε να αγνοηθούν με βάση τις πρόνοιες της Διαταγής 19, κ.4 και τη νομολογία ....».  Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου έχουν ως υπόβαθρο μαρτυρία η οποία είναι συμβατή και συνάδει με τη δικογραφία. Στην έκθεση απαίτησης μεταξύ των λεπτομερειών αμέλειας της εφεσείουσας παρατίθενται και οι εξής ισχυρισμοί:

«δ) παρέλειψε να ελέξει την τροχαία κίνηση και βεβαιωθεί ότι ήταν απόλυτα ασφαλές πριν επιχειρήσει στροφή δεξιά για να εισέλθει στην οδό Ρήγα Φεραίου.

 ε)   παρέλειψε να αναμένει τη διέλευση του αυτοκινήτου των εναγόντων προτού στρίψει δεξιά. 

στ) απέκοψε την ελεύθερη πορεία της οδηγού του αυτοκινήτου των εναγόντων.»

Σύμφωνα με καθιερωμένη αρχή της νομολογίας παρέχεται δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας για εξειδικευμένους ισχυρισμούς που αφορούν ουσιώδες γεγονός ακόμα και αν αυτό εκτίθεται [*349]κατά τρόπο γενικό στο δικόγραφο. Στην Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44 (απόφαση Νικολάου, Δ.) αναφέρονται τα εξής:

«Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τη δυνατότητα απόδειξης ουσιωδών ισχυρισμών που δεν συνοδεύονται από λεπτομέρειες, έχουμε την απόφαση του Εφετείου στην Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973. Γινόταν εκεί επίκληση του αστικού αδικήματος αμέλειας, με μόνο ουσιώδεις ισχυρισμούς και χωρίς οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Ενώ λεπτομέρειες απαιτούνται, το ίδιο όπως και για την προκείμενη περίπτωση: βλ. το σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) σελ. 685. Η υπόθεση προχώρησε χωρίς ποτέ να ζητηθούν. Το Εφετείο υπέδειξε σχετικά τα εξής (στη σελ. 981):

«Όμως είναι και ειδικά θεμελιωμένο ότι ο διάδικος που παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές έτσι που να μη μπορεί κατά τη δίκη να αποκλείσει την εισαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη κάποιου γενικού ισχυρισμού. (Βλ. Dean and Chapter of Chester v. Smelting Corporation Ltd [1902] W.N.5 – 85 L.T. 67, Bullen and Leake (ανωτέρω) σελ. 114, Annual Practice 1958 σελ. 460 Annual Practice 1988 Τόμος Ι σελ.287.»

Ας σημειωθεί ότι η Αγγλική απόφαση στην οποία παραπέμπει το εκτεθέν απόσπασμα αφορούσε όχι μόνο στους υπό συζήτηση θεσμούς για αγωγές αλλά σε κάπως ανάλογους που αφορούσαν αιτήσεις και, ως εκ τούτου, η αξία της είναι περιορισμένη. Όμως, στην Αγγλική Ετήσια Πρακτική από παλαιά μέχρι και τώρα, όπως και στο σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) αναφέρεται ως αυθεντία και η Ιρλανδική υπόθεση Hewson v. Cleeve [1904] 2 Ir. R. 536. Την οποία εντοπίσαμε. Διαπιστώσαμε ότι αφορούσε θεσμούς ιδίους με τους εδώ και υποστηρίζει ότι, όπως αναφέρεται στην Ετήσια Πρακτική (του 1999 στη σελ. 327):

«.....if the opponent omits to ask for particulars, evidence may be given which supports any  material allegation in the pleadings.»

Το ίδιο και στο σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) όπου, για να εξηγηθεί η σημασία αίτησης για λεπτομέρειες, αναφέρεται ότι (στη σελ. 114):

«The importance of making such an application is that otherwise a party will be taken to waive such particulars and he cannot at the trial exclude specific evidence in support of a general [*350]allegation.»

Οι εφεσίβλητοι προσδιόρισαν επαρκώς και με σαφήνεια στην έκθεση απαίτησης τα γεγονότα που κατ’ ισχυρισμό συνετέλεσαν στην πρόκληση του δυστυχήματος. Αυτά ακριβώς τα γεγονότα αποτέλεσαν τον πυρήνα της μαρτυρίας που παρουσίασαν στο Δικαστήριο. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε  παρέκκλιση και συνεπώς αποφαινόμαστε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα των διαπιστώσεων στη βάση των οποίων καταλογίστηκε αποκλειστική ευθύνη στην εφεσείουσα για την πρόκληση του δυστυχήματος. Οι διαπιστώσεις είναι βάσιμες και στηρίζονται στη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου που αναφέρονται είτε στην αξιοπιστία της μαρτυρίας είτε στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλονται ισχυρισμοί ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, αντίθετη προς το νόμο και τη νομολογία. Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας προς υποστήριξη των πιο πάνω λόγων έφεσης λαμβάνει ως δεδομένο ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων ήταν μετωπική. Αυτό όμως είναι λάθος γιατί τα σημεία σύγκρουσης των δύο οχημάτων ήταν η δεξιά μπροστινή τους γωνία γεγονός το οποίο δεν υποδηλώνει αφ’ εαυτού ότι η σύγκρουση ήταν μετωπική. Η εκκαλούμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και το θέμα της ευθύνης κρίθηκε με σωστή αναφορά στο νόμο και τη νομολογία.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο