Θεωρή Αντώνης ν. Δέσποινας Χρυσοστόμου (2003) 1 ΑΑΔ 386

(2003) 1 ΑΑΔ 386

[*386]3 Απριλίου, 2003

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΘΕΩΡΗ,

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

ν.

ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Έφεση Αρ. 162)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Διεκδίκηση μεριδίου από τη σύζυγο στην περιουσία του συζύγου της που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ― H συνεισφορά αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου ― Όταν δεν αποδειχθεί το ύψος της συνεισφοράς, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης ― Εδάφιο (2) του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε.

Με αίτηση της που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, η εφεσίβλητη ζήτησε απόφαση και/ή διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος, πρώην συζύγου της, με το οποίο αυτός να διατάσσεται να της αποδώσει το ένα δεύτερο μερίδιο οικοπέδου στη Λεμεσό και χωραφιού στο Λιμνάτι, ή το ένα δεύτερο της αξίας τους.  Τα κτήματα αυτά τα απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη εργάστηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και συνεισέφερε σε κάποιο βαθμό, με λεφτά που κέρδιζε από την εργασία της, στην αύξηση της ακίνητης ιδιοκτησίας του εφεσείοντος. Δέχθηκε επίσης ότι η εφεσίβλητη, εκτός από την εργασία της, φρόντιζε τα τέσσερα παιδιά τους και τον εφεσείοντα.  Δεν δέχθηκε όμως ότι η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος.  Στην συνέχεια εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των [*387]Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε, υπολογίζοντας τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στο ένα τρίτο της αύξησης της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος και εξέδωσε ανάλογη απόφαση και/ή διάταγμα εναντίον του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του Άρθρου 14 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 22/3/02 (Αρ. Αγωγής 16/97) με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Νόμος 232/91, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 49(Ι)/95 και Νόμο 58(Ι)/99 - ο Νόμος), υπολογίζοντας τη συνεισφορά της αιτήτριας στο ένα τρίτο της αύξησης της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος και εξέδωσε ανάλογη απόφαση εναντίον του.

Χρ. Αδάμου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Παπακυριακού, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και η εφεσίβλητη παντρεύτηκαν στις 28.8.1977. Από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Από τις 30.8.1993 βρίσκονταν σε διάσταση. Τελικά, ο γάμος τους λύθηκε την 31.3.1995. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους απέκτησαν, μεταξύ άλλων, (α) ένα οικόπεδο στην Αγία Φύλα, [*388]Λεμεσού, με δικαιούχο να εγγραφεί ως “κύριος” τον εφεσείοντα και (β) ένα χωράφι στο Λιμνάτι, Λεμεσού, με εγγεγραμμένο “κύριο” τον εφεσείοντα.

Με αίτηση υπ’ αριθμό 16/97 που καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, η εφεσίβλητη ζήτησε απόφαση και/ή διάταγμα εναντίον του εφεσείοντος με το οποίο αυτός να διατάσσεται να της αποδώσει το ένα δεύτερο μερίδιο ενός εκάστου των δύο ακινήτων ή το ένα δεύτερο μερίδιο της αξίας τους.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι η συνεισφορά της, με τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία της και με τη φροντίδα της οικογένειάς της, αποδείκνυε ότι εδικαιούτο την απόφαση και/ή το διάταγμα που ζητούσε. Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση του εφεσείοντος. Υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη δεν συνεισέφερε, με κανένα τρόπο, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του και, επομένως, όχι μόνο δεν εδικαιούτο το μερίδιο που ζητούσε, αλλά ούτε και οποιοδήποτε μικρότερο μερίδιο.

Αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσίβλητη εργάστηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και συνεισέφερε, σε κάποιο βαθμό, με λεφτά που κέρδιζε από την εργασία της, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος. Δέχθηκε, επίσης, ότι η εφεσίβλητη, εκτός από την εργασία της, φρόντιζε τα τέσσερα παιδιά της και τον εφεσείοντα. Δε δέχθηκε, όμως, ότι η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος. Ταυτόχρονα, απέρριψε τη θέση του εφεσείοντος. Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Νόμος 232/91, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 49(Ι)/95 και Νόμο 58(Ι)/99 – ο Νόμος), υπολογίζοντας τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στο ένα τρίτο της αύξησης της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος και εξέδωσε ανάλογη απόφαση και/ή διάταγμα εναντίον του.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη συνεισέφερε, σε κάποιο βαθμό, με λεφτά που κέρδιζε από την εργασία της και με τη φροντίδα της οικογένειάς της, στην αύξηση της περι[*389]ουσίας του εφεσείοντος αφού δεν υπήρχε, από τη μαρτυρία, σύνδεση της συμβολής της εφεσίβλητης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην απόκτηση, κατά τους συγκεκριμένους χρόνους, της επίδικης ακίνητης περιουσίας και, περαιτέρω, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου.

Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνέδεσε το ύψος των εισοδημάτων της εφεσίβλητης με τον καθορισμό του μεριδίου της στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος. Έκρινε ότι η εφεσίβλητη, αν και απέδειξε ότι συνεισέφερε στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, εν τούτοις απέτυχε να αποδείξει, με θετικό τρόπο, την έκταση της συνεισφοράς της σ΄αυτή την αύξηση. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη δεν συνεισέφερε, με κανένα τρόπο, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη, ούτε μικρότερη, αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο