Ιωάννου Σάββας Πλαστήρα (2003) 1 ΑΑΔ 390

(2003) 1 ΑΑΔ 390

[*390]9 Απριλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30 ΚΑΙ 155(4) ΤΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΠΕΡI ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ14/1960, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ HABEAS CORPUS AD SUDJICIENDUM

ΓΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ

ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΚΑΙ/ Η

ΠΑΡΑΤΥΠΩΣ ΣΥΣΤΑΘΕΝΤΟΣ ΚΑΙ/ Η ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥ ΚΑΙ/Η ΟΥΤΩ ΚΑΛΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

ΑΠΑΡΤΙΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΥΣΙΩΔΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ

ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΙΤΗΣΗ ΧΡΟΝΟ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΤΙΜΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ (ΩΣ ΠΡΟΕΔΡΟ) Ε. ΚΟΛΑΤΣΗ (ΩΣ ΜΕΛΟΣ) ΚΑΙ

Γ. ΓΙΑΣΕΜΗ (ΩΣ ΜΕΛΟΣ), ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΑΤΑ Η ΠΕΡΙ ΤΗΝ 17.12.1999 ΕΞΕΔΩΣΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 852/99.

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ.

(Αίτηση Αρ. 143/2002)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος είχε καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο και εξέτιε ποινές φυλάκισης για διάφορα κακουργήματα ― Ποία η εμβέλεια και το δικαιοδοτικό πλαίσιο του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και καταχώριση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ― Κατά πόσο συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Δεδικασμένο ― Έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και καταχώριση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ― Δημιουργία δεδικασμένου για θέματα που προβλήθηκαν και θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν στην έφεση αλλά δεν εγέρθηκαν.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κακουργιοδικείο ― Αμφισβήτηση νομιμότητάς του με αίτηση Habeas Corpus ― Η συναίνεση του αιτητή στην εκδίκαση του από το Κακουργιοδικείο τον απέκλειε να εγείρει θέμα νομιμότητάς του.

Ο αιτητής είχε καταδικαστεί από Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία, για διάφορα κακουργήματα, και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με σοβαρότερη τη διά βίου.  Η έφεση, η οποία εστρέφετο εναντίον της καταδικαστικής απόφασης, απορρίφθηκε.  Με την παρούσα αίτηση ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για κατ’ ισχυρισμό παράνομη και παράτυπη σύσταση του Κακουργιοδικείου το οποίο εκδίκασε την υπόθεση.

Ο καθ’ ου η αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του αιτητή και πρόβαλε τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

1) Η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

2) Δεν είναι δυνατή η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας, ενόψει του ότι ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και η οποία κρίθηκε ορθή κατ’ έφεση.

3) Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να προβεί σε αναθεώρηση της απόφασης του Εφετείου, η οποία είναι τελεσίδικη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σκοπός του εντάλματος Habeas Corpus είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του αιτητή και η άμεση απελευθέρωσή του, [*392]αν η κράτηση είναι παράνομη.

2.  Όπου ο αιτητής τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατόπιν καταδίκης, το ένταλμα δεν έχει εφαρμογή.

3.  Η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας αποστερεί τον αιτητή από το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος.

4.  Κάθε θέμα το οποίο ο αιτητής πρόβαλε ή θα μπορούσε να είχε προβάλει στη διαδικασία της έφεσης και δεν το πρόβαλε, συνιστά δεδικασμένο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

5.  Η ταυτόχρονη έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και η καταχώριση εντάλματος Habeas Corpus, έστω και αν η θεραπεία η οποία ζητείται με την αίτηση έχει αποσυρθεί από τους λόγους έφεσης, συνιστά κατάχρηση διαδικασίας.

6.  Η συναίνεση του αιτητή στην εκδίκαση του από το εκδικάσαν Κακουργιοδικείο τον αποκλείει από του να εγείρει θέμα νομιμότητας του εν λόγω Κακουργιοδικείου.

7.  Στην παρούσα περίπτωση, παρόλο ότι οι δύο διαδικασίες δεν είναι παράλληλες, έχουν ως κοινό στόχο την απελευθέρωση του αιτητή, η οποία στην ουσία περνά μέσα από την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού ήδη εξαντλήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης.  Περαιτέρω η έκδοση τέτοιου εντάλματος θα συνεπαγόταν όχι μόνο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, αλλά κατ’ επέκταση, και εκείνης του Εφετείου, γεγονός ανεπίτρεπτο και εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,

Haritonos v. Chief of Police a.o. (1974) 1 C.L.R. 616,

Vrakas a.o. (1977) 1 C.L.R. 70,

Ευαγγέλου (Aρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088,

[*393]Φενερίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101,

Henderson v. Henderson [1843-1860] All E.R. Rep. 378,

Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,

Carter (Aρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403,

Γεωργιάδης, Αίτηση 19/2002, ημερ. 17.4.2002,

Γεωργιάδης, Π.Ε. 11355, ημερ. 3.10.02,

Case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A; Judgements and Decisions Vol. 171 σελ. 6,20.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή, ο οποίος βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για διάφορα κακουργήματα περιλαμβανομένου και του φόνου εκ προμελέτης και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με σοβαρότερη τη διά βίου, για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus για απελευθέρωσή του από τις Κεντρικές Φυλακές Κύπρου.

Α. Αβραάμ, για τον Αιτητή.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Αιτητής παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είχε καταδικαστεί από Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Λευκωσία, για διάφορα κακουργήματα, περιλαμβανομένου και του φόνου εκ προμελέτης και του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης με σοβαρότερη τη δια βίου. Ο αιτητής εφεσίβαλε την καταδικαστική εναντίον του απόφαση (Ποινική Έφεση 6855) και η έφεση του απορρίφθηκε.  Με την παρούσα αίτηση ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.

Οι λόγοι που προβάλλει αφορούν κατ’ ισχυρισμό παράνομη και παράτυπη σύσταση του Κακουργιοδικείου, κατά παράβαση των σχετικών Νόμων.  Παραθέτω αυτούσιους τους λόγους που περιλήφθηκαν στην αίτησή του:

[*394]«5. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Α.  Το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο» ήταν, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, μηδέποτε και/ή παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν και/ή λειτουργούν και ως εκ τούτου νομικά ανύπαρκτο και/ή στερούμενο οποιασδήποτε αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πώς και/ή στερούμενο δυνατότητας να συγκροτηθεί ως Κακουργιοδικείο και/ή άλλως πως για να επιληφθεί και/ή εκδικάσει και/ή εύρη ένοχο και/ή καταδικάσει και/ή επιβάλει ποινή στον Αιτητή, στην υπό αναφορά Ποινική Υπόθεση αρ. 852/99, λόγω του γεγονότος ότι για τη συγκρότηση και/ή σύσταση και/ή λειτουργία του δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τροποποιήθηκε.

Ειδικότερα:

(α)    Του άρθρου 3(2) του εν λόγω Νόμου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα συγκρότησης ενός  και μόνο Κακουργιοδικείου σε κάθε επαρχία της Δημοκρατίας, αφού, κατά πάντα ουσιώδη προς την εκδίκαση της υπόθεσης του Αιτητή χρόνο, υπήρχε νομίμως και κανονικά συσταθέν και λειτουργούσε Κακουργιοδικείο Λεμεσού απαρτιζόμενο από τους έντιμους Δικαστές, Ε. Παπαδοπούλου (Πρόεδρο), Μ. Χριστοδούλου (Μέλος) και Α. Λιάτσο (Μέλος).

(β)    Περαιτέρω και αν ήθελε διαφανεί ότι το αναφερόμενο στον τίτλο «Κακουργιοδικείο» ήταν Δικαστήριο συσταθέν ως Κακουργιοδικείο, συμφώνως του άρθρου 3(4) του εν λόγω Νόμου, αυτό ήταν και πάλι παρανόμως και/ή παρατύπως συσταθέν αφού για τη σύσταση του ήταν αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο για την διαίρεση της επαρχίας Λεμεσού όπως αναγκαία και απαραίτητη ήταν και η δημοσίευση τέτοιου διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τέτοιο διάταγμα ουδέποτε εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και ούτε δημοσίευση τέτοιου διατάγματος έγινε ποτέ στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(γ)     Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω παραλείψεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή εν πάση περιπτώσει της μη αυστηρής συμμόρφωσης με τις πρόνοιες των εκτεθέντων προνοιών του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, όπως τρο[*395]ποποιήθηκε, η σύσταση και/ή συγκρότηση του καλούμενου, όπως στον τίτλο αναφέρεται, «Κακουργιοδικείου», έπασχε και/ή πάσχει νομιμότητας καθιστώντας αυτό παρανόμως συσταθέν και/ή λειτουργούν χωρίς αρμοδιότητα και δικαιοδοσία ως Κακουργιοδικείο ή ως άλλο Δικαστήριο. Το εν λόγω «Κακουργιοδικείο» δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης του Αιτητή ή άλλης υπόθεσης.

Β.  Ανεξαρτήτως των ισχυρισμών της παραγράφου 5 Α της παρούσας Αίτησης, το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο», στερείτο, κατά πάντα ουσιώδη προς τα γεγονότα χρόνο, της εξουσίας και/ή αρμοδιότητας να επιληφθεί και εκδικάσει τη υπ΄αριθμό 852/99 Ποινική Υπόθεση του Αιτητή λόγω του γεγονότος ότι παράνομα, αυθαίρετα και χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη εντολή και/ή εξουσιοδότηση κατά ή περί την 30.3.1999 και/ή προ της εν λόγω ημερομηνίας, επενέβη στη δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, όπως τούτο απαρτίζετο από τους έντιμους δικαστές Ε. Παπαδοπούλου (Πρόεδρο), Μ. Χριστοδούλου (Μέλος) και Α. Λιάτσο (Μέλος) η σύνθεση του οποίου αποτελούσε το μόνο νόμιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και ενώπιον του οποίου καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο της υπόθεσης  852/99 από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αφού παράτυπα και παράνομα  ονομάστηκε «Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού» αφαίρεσε την υπόθεση του Αιτητή από το αρμόδιο Κακουργιοδικείο και επελήφθη αυτής από, κατά ή περί την 30.3.1999, εκδίδοντας τελικά καταδικαστική απόφαση σε βάρος του Αιτητή.

Γ.  Ανεξαρτήτως των ως άνω ισχυρισμών του Αιτητή, το ως άνω, στον τίτλο αναφερόμενο «Κακουργιοδικείο», το οποίο επελήφθη της υπόθεσης του Αιτητή αφαιρώντας την από το νόμιμο και μοναδικό αρμόδιο δικαστήριο, παρέβη και/ή αγνόησε και/ή δεν υπάκουσε το διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 22.4.1999 με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε όπως η υπόθεση του Αιτητή μεταφερθεί για εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδρίαζε στη Λευκωσία, δηλαδή του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

6.  Κατάληξη όλων των πιο πάνω αναφερθέντων ήταν ο Αιτητής δικάστηκε από ανύπαρκτο και/ή αναρμόδιο και/ή άνευ δικαιοδοσίας «Κακουργιοδικείο» και στερήθηκε του Συνταγματικού του Δικαιώματος να δικαστεί και να στερηθεί την ελευθερία του μόνο από αρμόδιο Δικαστήριο όπως ρητά προβλέπει [*396]το Άρθρο 11.2(α) του Συντάγματος.»

Ο καθ΄ου η αίτηση, πέραν του ότι αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του αιτητή για παράνομη και παράτυπη σύσταση του εκδικάσαντος την υπόθεση Κακουργιοδικείου, πρόβαλε σειρά προδικαστικών ενστάσεων που ήταν αυτολεξεί οι ακόλουθες:

«(α)  Εγείρεται προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό ότι η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου για το λόγο ότι ο αιτητής άσκησε έφεση εναντίον της καταδίκης του η οποία είχε απορριπτική κατάληξη.

(β)  Εγείρεται περαιτέρω προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι δυνατή η έκδοση της αιτούμενης θεραπείας, δηλαδή του εντάλματος Habeas Corpus, ενόψει του ότι ο αιτητής εκτίει ποινή που του επιβλήθηκε νόμιμα μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο και η οποία κρίθηκε ως ορθή κατ΄έφεση.

(γ)  . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . .  . . . . .  (εγκαταλείφθηκε)

(δ)  Το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να προβεί σε αναθεώρηση της απόφασης του εφετείου η οποία είναι τελική.»

Το ένταλμα Habeas Corpus είναι δραστικό μέσο διασφάλισης της ελευθερίας του ατόμου και σκοπός του είναι ο έλεγχος νομιμότητας της κράτησης του και η άμεση απελευθέρωση του, αν η κράτηση είναι παράνομη.  Η νομολογία μας περιέχει σωρεία αποφάσεων που αναφέρονται στην φύση και το ιστορικό του εντάλματος.  (Δέστε, μεταξύ άλλων, Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102  και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55)

Αναφορικά με την εμβέλεια και το δικαιοδοτικό πεδίο του εντάλματος, έχει τονισθεί από τη νομολογία ότι, όπου αιτητής τελεί υπό νόμιμη κράτηση κατόπιν καταδίκης, το ένταλμα δεν έχει εφαρμογή (Haritonos v. Chief of Police & Another (1974) 1 C.L.R. 616, In Re Vrakas & Another (1977) 1 C.L.R. 70)

Έχει επίσης επανειλημμένα τονισθεί ότι, επειδή το ένταλμα Habeas Corpus εκδίδεται δικαιωματικά (as of right), η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας αποστερεί τον αιτητή από το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος.  Τούτο έχει αναφερθεί και στην Ευαγγέλου (Aρ.2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2088, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα:

[*397]

«Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια τα Δικαστήρια αρνήθηκαν την έκδοση εντάλματος όταν μια διαδικασία έφεσης προσφερόταν ως μια καταλληλότερη θεραπεία, (R. v. Commanding Officer of Morn Hill Campl., Ex Parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176), και τούτο γιατί τα Δικαστήρια επιδιώκουν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων.» 

[Δέστε και Καλφοπούλου (πιο πάνω)].

Ο αιτητής έκαμε όμως αναφορά και σε νομολογία η οποία τείνει να υποστηρίξει πως, όπου δεν υπάρχει δικαιοδοσία,  η ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου δεν είναι αρκετή για να αποκλείσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το ένταλμα. [Δέστε, μεταξύ άλλων, Φενερίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 2101 και Ευαγγέλου (Αρ.2) (πιο πάνω)].

Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε η εναλλακτική θεραπεία, δηλαδή το δικαίωμα έφεσης εκ μέρους του αιτητή και ο αιτητής πράγματι άσκησε το δικαίωμα αυτό και η έφεση του απορρίφθηκε.  Κατά την έφεση ο αιτητής θα μπορούσε σίγουρα να εγείρει τα θέματα τα οποία εγείρει στην παρούσα διαδικασία για να αποφασισθούν από το Εφετείο, κάτι το οποίο δεν έπραξε. 

Με βάση τις νομικές αρχές σχετικά με την ύπαρξη δεδικασμένου, δεδικασμένο δημιουργείται όχι μόνο σε σχέση με όσα προβάλλονται σε μια διαδικασία, αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της, αλλά δεν προβλήθηκαν. Στην απόφαση στην υπόθεση Henderson v. Henderson [1843 - 1860] All E.R. Rep. 378 στη σελ. 381, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“I state the rule of the Court correctly, when I say that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion [*398]and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time”.

Σε μετάφραση:

«Αποδίδω ορθά τον κανόνα του Δικαστηρίου όταν λέγω ότι όταν ένα ορισμένο θέμα καθίσταται αντικείμενο αντιδικίας και εκδίκασης από αρμόδιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο απαιτεί από τους διαδίκους στην αντιδικία αυτή να προβάλουν ολόκληρη την υπόθεση τους και δεν θα επιτρέπει (εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις) στους ίδιους διαδίκους να ανοίξουν το ίδιο αντικείμενο της αντιδικίας σε σχέση με θέμα το οποίο θα μπορούσε να είχε προβληθεί ως μέρος του αντικειμένου υπό αμφισβήτηση αλλά δεν προβλήθηκε, μόνο επειδή από αμέλεια, παραδρομή ή ακόμα ατύχημα παρέλειψαν μέρος της υπόθεσης τους.  Η ένσταση του δεδικασμένου καλύπτει, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σημεία σε σχέση με τα οποία το Δικαστήριο πράγματι κλήθηκε από τους διαδίκους να μορφώσει γνώμη και να απαγγείλει απόφαση αλλά και κάθε σημείο το οποίο πρεπόντως ανήκει στο αντικείμενο της αντιδικίας και το οποίο οι διάδικοι, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν προβάλει τότε.»

Το απόσπασμα αυτό υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296, στην οποία γίνεται αναφορά και στην Carter (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403.

Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση με βάση τον ισχυρισμό κατάχρησης διαδικασίας, στη Δώρος Γεωργιάδης, Αίτηση 19/2002, ημερ. 17.4.2002, θεωρήθηκε πως συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας η ταυτόχρονη έγερση έφεσης εναντίον καταδίκης και η καταχώρηση εντάλματος για Habeas Corpus, παρόλο ότι η θεραπεία που εζητείτο με την αίτηση είχε αποσυρθεί από τους λόγους έφεσης.  Ο Δικαστής ανέφερε τα πιο κάτω, που απαντούν και στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή στην παρούσα υπόθεση, ότι δεν επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός με την έφεση, δηλαδή δεν επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης του Εφετείου αλλά μόνο η απελευθέρωση του αιτητή:

«Με την επίδικη αίτηση επιδιώκεται μεν φραστικά η απελευθέρωση του αιτητή από τις φυλακές, για να γίνει όμως τούτο πρέπει να κηρυχθεί άκυρη η διαδικασία που οδήγησε στην καταδί[*399]κη του, για τους λόγους που επικαλείται ο δικηγόρος του αιτητή, και που συνόψισα πιο πάνω. Η φράση κλειδί στην υπόθεση Περέλλα, «επιδίωξη κοινών σκοπών», έχει πλατιά σημασία και αγγίζει την ουσία του επιδιωκόμενου σκοπού. Στην περίπτωση που εξετάζουμε επιδιώκεται η απελευθέρωση του αιτητή, αφού ακυρωθεί προηγουμένως η δίκη λόγω της κατ΄ισχυρισμόν παραβίασης του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Ο ίδιος σκοπός επιδιώκεται με την έφεση, δηλαδή η απελευθέρωση του αιτητή, εφόσον επιτύχει η έφεση του, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να ανατρέψει την καταδικαστική απόφαση του κακουργιοδικείου.

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε για πρακτικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους.  Η έναρξη πολλαπλών διαδικασιών, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, στην περίπτωση που εξετάζουμε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μπορεί να απολήξουν σε διαφορετικές αποφάσεις, είτε ως προς το τελικό αποτέλεσμα ή την αιτιολόγηση τους, κάτι βεβαίως που θα ήταν ολωσδιόλου ανεπιθύμητο, καθώς θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό των διαδικασιών και δικαστικό αδιέξοδο.»

Περαιτέρω, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο αιτητής ουδέποτε ενέστη ή ήγειρε θέμα νομιμότητας του εκδικάσαντος Κακουργιοδικείου, αλλά, αντίθετα, συναίνεσε στην εκδίκαση του στη Λευκωσία από το Κακουργιοδικείο που τελικά το δίκασε.  Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, ότι η συναίνεση του τον αποκλείει από του να εγείρει θέμα νομιμότητας του Κακουργιοδικείου υποστηρίζεται και από τη Δώρος Γεωργιάδης, Π.Ε. 11355, ημερ. 3.10.02, στην οποία γίνεται και αναφορά στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων case of Hakansson and Sturesson Judgment of 21 February 1990, Series A; Judgements and Decisions Vol. 171 σελ. 6, 20. 

Περαιτέρω, στη Δώρος Γεωργιάδης (πιο πάνω) αναφέρθηκε πως, σύμφωνα με το Ηalsbury’s Laws of England, “το ένταλμα habeas corpus δεν χορηγείται σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί δυνάμει κατηγορητηρίου.  Και δε χορηγείται για αναθεώρηση δικαστικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν με έφεση». (Σελ. 15 της απόφασης, όπου ακολούθως παρατίθεται και σχετική νομολογία).

Είναι προφανές ότι, στην παρούσα περίπτωση, παρόλο ότι οι δυο διαδικασίες δεν είναι παράλληλες, τόσο ο σκοπός της εκδικασθείσας έφεσης όσο και της παρούσας αίτησης είναι πανομοιότυπος, [*400]γιατί στην ουσία η απελευθέρωση του εφεσείοντα περνά μέσα από την ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης, γεγονός που συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού ήδη εξαντλήθηκε το ένδικο μέσο της έφεσης. Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, είναι προφανές πως η έκδοση τέτοιου εντάλματος θα συνεπαγόταν όχι μόνο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, αλλά, κατ΄επέκταση, και εκείνης του Εφετείου, γεγονός ανεπίτρεπτο και εκτός της δικαιοδοσίας μου.

Κάτω από το φως των λεχθέντων, κρίνω πως δεν έχω δικαιοδοσία να επιληφθώ και να εκδώσω το αιτούμενο ένταλμα κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις και ως εκ τούτου δεν θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο