(2003) 1 ΑΑΔ 442
[*442]17 Απριλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17(4) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 2
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ Μ.Χ., ΔΙΚΗΓΟΡΟ,
(Πειθαρχική Έφεση Αρ. 1/2001)
Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Πτώχευση ― Στέρηση άδειας δικηγόρου ο οποίος είχε κηρυχθεί σε πτώχευση μέχρις ότου αποκατασταθεί ― Ακυρώθηκε από το Εφετείο λόγω εκτροπής της πειθαρχικής διαδικασίας από τα θέσμια της πειθαρχικής δίκης και παραβίασης του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος.
Δικηγόροι ― Πειθαρχικά παραπτώματα ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την έρευνα που διεξάγεται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ― Ο περί Δικηγόρων Νόμος Κεφ. 2, Άρθρο 17(3).
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Άρθρο 12.5 του Συντάγματος.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε να επιβάλει σε δικηγόρο ο οποίος κηρύχθηκε σε πτώχευση την ποινή της αναστολής της άδειας ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος για όσο χρόνο θα τελούσε σε ισχύ το διάταγμα πτωχεύσεώς του, που εκδόθηκε εναντίον του στις 10.3.2000.
Ο δικηγόρος εφεσίβαλε την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου και υποστήριξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκυρη αφού παραβίαζε τα δικαιώματά του που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 12.5 και 30.2 και 3 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο κατηγορούμενος στην πειθαρχική δίκη έχει τα ίδια δικαιώματα υπεράσπισης όπως και ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη, εκείνα που καθορίζονται στο Άρθρο 12.5 του Συντάγματος.
[*443]2. Στην παρούσα υπόθεση, η επιβολή της ποινής, μετά από την απόρριψη αιτήματος για αναβολή για να δοθεί στον εφεσείοντα η ευκαιρία να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, εφόσον ο δικηγόρος του ήταν άρρωστος, συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος.
3. Όχι μόνο η τήρηση των εχεγγύων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος είναι επιβεβλημένη σε κάθε πειθαρχική δίκη αλλά και αυτή τούτη η συνάφεια των λειτουργιών του Πειθαρχικού Συμβουλίου με τη δικαστική λειτουργία προσδίδει στις διαδικασίες του δικαστικό χαρακτήρα.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839,
Μ.Ι. Δικηγόρο (2001) 1 Α.Α.Δ. 702,
Παπασάββα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1004/01, ημερ. 31/1/03,
Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256.
Έφεση.
Έφεση από τον Εφεσείοντα-δικηγόρο κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Σώματος που δόθηκε στις 2/10/01 (Αρ. Υπόθεσης 1/01) με την οποία το Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος διαγωγής ασυμβίβαστης προς το δικηγορικό επάγγελμα και διέταξε την αναστολή της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματός του για όσο χρόνο θα τελούσε σε ισχύ το διάταγμα πτωχεύσεως που εκδόθηκε εναντίον του στις 10 Μαρτίου, 2000.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Ο εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 31 Ιουλίου, 2001, ο Επίσημος Παραλήπτης γνωστοποίησε στο Γενικό Εισαγγελέα, Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, ότι ο δικηγόρος Μ.Χ., ο εφεσείων, κηρύχτηκε σε πτώχευση. Επί τούτω, ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε την ακόλουθη επιστολή στον υπό αναφορά δικηγόρο:-
«Καλείσθε να παρουσιασθείτε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Σώματος, στο γραφείο μου, στις 2 Οκτωβρίου 2001, στις 4.00 μ.μ., σχετικά με την επιστολή του Επίσημου Παραλήπτη, ημερομηνίας 31 Ιουλίου 2001, αντίγραφο της οποίας εσωκλείεται.»
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση, ο εφεσείων παρουσιάστηκε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την καθορισθείσα ημερομηνία. Ο Πρόεδρος* του γνωστοποίησε ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο «απεφάσισε να κινήσει αυτεπάγγελτη καταγγελία εναντίον σας».
Ακολούθησε συνομιλία μεταξύ του Προέδρου και του εφεσείοντος, στο πλαίσιο της οποίας ο πρώτος έθεσε υπόψη του δευτέρου τα ακόλουθα:-
«Εσείς έχετε την πτώχευση δεδομένη. Εκείνο το οποίο εμείς μπορούμε να ακούσουμε είναι αναφορικά με την περίοδο που μπορεί να σας στερηθεί η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή να σας επιβληθεί άλλη ποινή. Αλλά δεδομένου του γεγονότος ότι και αυτή η πτώχευση αποτελεί διαγωγή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα εκείνο για το οποίο μπορούμε να σας ακούσουμε είναι ουσιαστικά αναφορικά με την ποινή με την οποία μπορούμε να επιβάλουμε και τίποτε περισσότερο.»
Ο εφεσείων αντέδρασε, λέγοντας ότι δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τη μομφή που του προσάφθηκε, υπενθυμίζοντας το Συμβούλιο ότι μόλις πρόσφατα τέθηκε υπόψη του το θέμα, και ζήτησε όπως η υπόθεση αναβληθεί. Το αίτημά του απορρίφθηκε. Ο εφεσείων, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματά του ως προς το έγκυρο της διαδικασίας και αναφέροντας, συγχρόνως, ότι ήθελε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει, εφόσον ο δικηγόρος του ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να προσέλθει, προέβη σε μία δήλωση, εν είδει αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής.
[*445]Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος διαγωγής ασυμβίβαστης προς το δικηγορικό επάγγελμα και διέταξε την αναστολή της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματός του για όσο χρόνο θα τελούσε σε ισχύ το διάταγμα πτωχεύσεώς του, που εκδόθηκε εναντίον του στις 10 Μαρτίου, 2000.
Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση. Προβλήθηκε σειρά λόγων για την ακύρωση της εκκαλούμενης απόφασης, μεταξύ άλλων, και λόγοι σχετιζόμενοι με την εγκυρότητα της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, παραβιάζει τα δικαιώματα που του εξασφαλίζουν τα Άρθρα 12.5 και 30.2 και 3 του Συντάγματος.
Ενώπιόν μας ο δικηγόρος του εφεσείοντος επιχειρηματολόγησε ότι η διαδικασία, που ακολουθήθηκε και η οποία οδήγησε στην απόφαση για την ενοχή και την καταδίκη του (εφεσείοντος) σε στέρηση της άδειάς του, πλήττει τις διατάξεις του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος και, γενικότερα, τα εχέγγυα που διέπουν τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης. Με τη θέση αυτή, συμφώνησε και η κ. Χρυσανδρέα, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υπό το φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839. Στην υπόθεση εκείνη, που, επίσης, αφορούσε πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων και στην οποία ακολουθήθηκε για παρόμοιο θέμα διαδικασία όμοια με αυτή της παρούσας, η καταδίκη του δικηγόρου ακυρώθηκε, λόγω της εκτροπής από τα θέσμια της πειθαρχικής δίκης. Επισημαίνεται, στην ίδια απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος στην πειθαρχική δίκη έχει τα ίδια δικαιώματα υπεράσπισης, όπως και ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη· εκείνα που καθορίζονται στο Άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Προδήλως, η απόφαση στη Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου αγνοήθηκε ή παραγνωρίστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Η απόφαση στη Φιλίππου ακολουθήθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου στη Μ.Ι. Δικηγόρο (2001) 1 Α.Α.Δ. 702.
Η κ. Χρυσανδρέα μας πληροφόρησε ότι, σύμφωνα με την έρευνά της, η ίδια διαδικασία, που ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση, ακολουθείται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά την ενάσκηση των πειθαρχικών του αρμοδιοτήτων, τα τελευταία 40 χρόνια.
[*446]Δεν είμαστε σε θέση να ελέγξουμε την ακρίβεια της δήλωσης αυτής, χωρίς, με κανένα τρόπο, να αμφισβητούμε ότι αυτό έφερε σε φως η έρευνα της κ. Χρυσανδρέα. Θέλουμε, όμως, να υποδείξουμε ότι ο περί Δικηγόρων Νόμος, αφότου θεσπίστηκε, το 1955, προβλέπει - (Άρθρο 17(3) του ΚΕΦ. 2) - ότι η έρευνα του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγεται, όσο γίνεται πιο πολύ, κατά το πρότυπο της συνοπτικής ποινικής διαδικασίας. η οποία επιβάλλει τη διατύπωση κατηγορητηρίου, την πρόσαψη κατηγορίας, τη λήψη της απάντησης του κατηγορουμένου και την απόδειξη της υπόθεσης με την προσαγωγή μαρτυρίας.
Όχι μόνο επιβάλλεται η τήρηση των εχεγγύων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος σε κάθε πειθαρχική δίκη, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε στην Παπασάββα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1004/01, 31/1/03, αλλά αυτή τούτη η συνάφεια των λειτουργιών του Πειθαρχικού Συμβουλίου με τη δικαστική λειτουργία προσδίδει στις διαδικασίες του, ως επισημαίνεται στη Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256, δικαστικό χαρακτήρα. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:- (σελ. 261)
“The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon proceedings for the discipline of advocates.”
(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)
«Η συνάφεια του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης κρίθηκε στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, ικανή να προσδώσει δικαστικό χαρακτήρα στη διαδικασία για την κρίση της πειθαρχικής ευθύνης των δικηγόρων.»
Η έφεση επιτρέπεται.
Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ακυρώνεται. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα καταβάλει τα έξοδα της έφεσης.
Η�έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο