Καστραππής Λοΐζος και Άλλος ν. Emilios Kallenos (2003) 1 ΑΑΔ 509

(2003) 1 ΑΑΔ 509

[*509]21 Απριλίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΪΖΟΣ ΚΑΣΤΡΑΠΠΗΣ,

(Εφεσείων στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11042),

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,

(Εφεσείων στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11043),

v.

EMILIOS KALLENOS,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11042, 11043)

 

Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ―Πλεονασμός ― Ανανέωση υφιστάμενης σύμβασης απασχολήσεως με τροποποιημένο ωράριο ― Κατά πόσο οι εργοδοτούμενοι εδικαιούντο σε πληρωμή λόγω πλεονασμού όταν απέριψαν προσφορά για ανανέωση της σύμβασης ― Άρθρο 20(β) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου ― Εφαρμοστέες αρχές.

Λέξεις και Φράσεις ― «Ανανέωση» της σύμβασης απασχόλησης, στο Άρθρο 20(β) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου.

Οι εφεσείοντες εργοδοτούντο ως λογιστές/ελεγκτές στο λογιστικό γραφείο του εφεσίβλητου στη Λάρνακα. Το ωράριο εργασίας τους ήταν 37½ ώρες εβδομαδιαίως. Ο εφεσίβλητος έδωσε στους εφεσείοντες γραπτή προειδοποίηση τερματισμού των υπηρεσιών τους λόγω συγχώνευσης της επιχείρησης του με τους Price, Waterhouse Coopers και υπέβαλε προς αυτούς προσφορά εκ μέρους των νέων του συνεργατών για συνέχιση των εργασιών τους με αλλαγές στο ωράριο και στο μισθό που θα έπαιρναν.  Με βάση την προσφορά το νέο ωράριο θα ήταν 38 ½ ώρες εβδομαδιαίως.

Οι εφεσείοντες απέρριψαν την προσφορά προβάλλοντας ως λόγο το νέο ωράριο και ήγειραν αξιώσεις για πληρωμή λόγω πλεονασμού.  Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών απέρριψε τις αξιώσεις τους οι οποίες εστρέφοντο και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.

[*510]Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν τις αποφάσεις.  Το μοναδικό επίδικο θέμα των εφέσεων ήταν η ερμηνεία του Άρθρου 20(β) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου.  Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η απόρριψη των αξιώσεών τους ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας της πιο πάνω διάταξης.

Αποφασίστηκε ότι:

Η προσφορά των Price, Waterhouse Coopers προς τους εφεσείοντες δεν αποτελούσε υπό τις περιστάσεις προσφορά για ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης εντός της εννοίας του Άρθρου 20(β) του Νόμου εφόσον το μέχρι τότε ισχύον ωράριο εργασίας μεταβαλλόταν άρδην. Ο όρος «ανανέωση» της σύμβασης απασχόλησης του Άρθρου 20(β), σημαίνει την ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση των απορρεουσών από τη σύμβαση (υφιστάμενη) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών με εξαίρεση βέβαια, την αλλαγή του προσώπου του εργοδότη.

Οι εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 8/3/01 (Αρ. Αίτησης 741/99) με την οποία απορρίφθηκαν οι αξιώσεις τους για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού λόγω τερματισμού των υπηρεσιών τους από τον εφεσίβλητο, από 30/4/99.

Α. Ζαχαρίου και Γ. Ζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.

Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Χριστοφόρου, για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (αναγκαίος διάδικος).

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το μοναδικό επίδικο θέμα των εφέσεων είναι η ερμηνεία του άρθρου 20(β)* του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόρριψη των αξιώσεών τους για πληρωμή λόγω πλεονασμού ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας της πιο πάνω διάταξης.

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αυτεπάγγελτα αποφάσισε την προσθήκη του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού ως «αναγκαίου διαδίκου». Αυτό έγινε χωρίς ανάλογη τροποποίηση του τίτλου των αιτήσεων. Οι εφέσεις επιδόθηκαν και στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού το οποίο όπως και πρωτόδικα, έλαβε κανονικά μέρος στη διαδικασία ως διάδικος. Διευκρινίστηκε πως οι εφέσεις δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν τον ίδιο τον εφεσίβλητο και επιχειρήματα αναπτύχθηκαν μόνο από τους εφεσείοντες και το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού. Σημειώνουμε ότι όμοια αξίωση από συνάδελφό τους, στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, έγινε δεκτή και το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Δεν ασκήθηκε συναφώς έφεση ούτε και εγείρεται με λόγο έφεσης θέμα άλλο από εκείνο που προσδιορίσαμε στην αρχή.

Τα γεγονότα που αφορούν στις δύο εφέσεις είναι σχεδόν παρόμοια και συνοψίζονται στο ότι οι εφεσείοντες εργοδοτούντο από τον πρώην εφεσίβλητο Emilios Kallenos, εφεξής «ο εργοδότης», ως λογιστές/ελεγχτές στο λογιστικό του γραφείο στη Λάρνακα. Ο εφεσείων Λ. Καστραππής, προσλήφθηκε τον Απρίλιο 1991 και οι τελευταίες απολαβές του ήταν £154,25 εβδομαδιαίως. Ο εφεσείων Χρ. Αποστολίδης, προσλήφθηκε τον Απρίλιο 1982 και οι τελευταίες απολαβές του ήταν £183,00 εβδομαδιαίως. Οι εφεσείοντες εργάζονταν 37½ ώρες εβδομαδιαίως από 07.30 - 14.30 περιλαμβανομένου ενός απογεύματος.

[*512]Στις 22.3.99 ο εργοδότης έδωσε στους εφεσείοντες γραπτή προειδοποίηση τερματισμού των υπηρεσιών τους από 30.4.99 λόγω συγχώνευσης και/ή πώλησης της επιχείρησης του στους Price, Waterhouse Coopers. Για τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει στην ιδιοκτησία της επιχείρησης με  ισχύ από 30.4.99, οι εφεσείοντες ενημερώθηκαν έγκαιρα από τον εργοδότη τους.  Ο εργοδότης, ενεργώντας κατ’ εξουσιοδότηση και εκ μέρους των Price, Waterhouse Coopers υπέβαλε προσφορά προς τους εφεσείοντες για συνέχιση των εργασιών τους με αλλαγές που αφορούσαν στο ωράριο εργασίας και στο μισθό που θα έπαιρναν. Το ωράριο εργασίας με βάση την προσφορά θα ήταν από 08.00 - 13.00 και από 14.30 – 17.30 καθημερινά σύνολο 38½ ώρες εβδομαδιαίως αντί 37½ ώρες εβδομαδιαίως που εργάζονταν με βάση το προηγούμενο ωράριο. Ο μισθός που προσφέρθηκε στον εφεσείοντα Λ. Καστραππή ήταν £10.500 ετησίως από £8.324 που έπαιρνε προηγουμένως και στον εφεσείοντα Χρ. Αποστολίδη προσφέρθηκαν £11.000 ετησίως από £9.443 που έπαιρνε προηγουμένως.

Οι εφεσείοντες απέρριψαν την προσφορά. Πρόβαλαν ως λόγο απόρριψης  ότι το νέο ωράριο εργασίας δεν ήταν γι’ αυτούς βολικό ενώ ο  κ. Αποστολίδης άφησε να νοηθεί, σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι σκεφτόταν να δημιουργήσει δική του επιχείρηση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με δεδομένο το αμοιβαίως παραδεκτό γεγονός ότι οι εφεσείοντες απολύθηκαν λόγω πλεονασμού και ότι επήλθε αλλαγή εργοδότη, προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο οι εφεσείοντες απέδειξαν εύλογη αιτία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική για τη μη αποδοχή της προσφοράς του νέου εργοδότη για «ανανέωση» της σύμβασης εργοδότησής τους. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι αναφορικά με το ωράριο εργασίας που αντιστοίχως επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες για να απορρίψουν την προσφορά για «ανανέωση» της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης από τους νέους εργοδότες δεν αποτελούσαν ουσιώδη αλλαγή στη σύμβαση εργοδότησης μέχρι του σημείου «να εξικνείται σε εύλογη αιτία για μη αποδοχή της προσφοράς ανανέωσης της σύμβασης απασχόλησης τους». Το Δικαστήριο θεώρησε πως οι εφεσείοντες είχαν προαποφασίσει να μην αποδεχθούν συνέχιση της συνεργασίας με τους νέους εργοδότες και ότι η προσπάθειά τους ήταν να μην απολέσουν πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο η προσφορά των Price, Waterhouse, Coοpers προς τους εφεσείοντες, αποτελούσε υπό τις πε[*513]ριστάσεις προσφορά για ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης εντός της εννοίας του άρθρου 20(β) του Νόμου. Η απάντηση επί του προκειμένου είναι σαφώς αρνητική. Η προσφορά που υπέβαλαν οι Price, Waterhouse, Coopers προς τους εφεσείοντες συνεπαγόταν μεταξύ άλλων μεταβολή στις μέχρι τότε υπάρχουσες συνθήκες εργασίας των εφεσειόντων που βασικά αφορούσε στο ωράριο εργασίας. Υπενθυμίζουμε ότι το υφιστάμενο ωράριο εργασίας ήταν συνεχές με ένα μόνο απόγευμα εργασίας εβδομαδιαίως. Το ωράριο εργασίας που πρότειναν οι νέοι εργοδότες στους εφεσείοντες διελάμβανε έναρξη εργασίας το πρωί κατά μισή ώρα αργότερα από το προηγούμενο, διακοπή 90 λεπτών το μεσημέρι και εργασία όλα τα απογεύματα. Το σύνολο των ωρών εργασίας εβδομαδιαίως αυξήθηκε κατά μία ώρα εβδομαδιαίως.

Προδήλως η προσφορά προς τους εφεσείοντες δεν συνιστά ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης εργοδότησης εφόσον το μέχρι τότε ισχύον ωράριο εργασίας μεταβαλλόταν άρδην. Ο όρος «ανανέωση» της σύμβασης απασχόλησης του άρθρου 20(β) δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο εκτός από την ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης απασχόλησης χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση των απορρεουσών από τη σύμβαση (υφιστάμενη) δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών με εξαίρεση βέβαια, την αλλαγή του προσώπου του εργοδότη.

Προς ό,τι έχουμε αναφέρει σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα της ερμηνείας του όρου «ανανέωση» του άρθρου 20(β), συνάδει το λήμμα «renewal» με αναφορά στη σύμβαση εργοδότησης του Stroud’s Judicial Dictionary of Words and Phrases, 4th ed., σελ. 2327.

«A “renewal” of a contract of employment so as to be within ss. 2 (3), 3 (2) and 56 (1) of the Redundancy Payments Act 1965 (c. 62) must be a renewal or extension upon the same terms as the old contract. A mere request to stay on for a short while is not such a renewal. (Kitching v. Ward, 3 K.I.R. 322).»

Και εφόσον η περίπτωση δεν αφορούσε σύμφωνα με τα πιο πάνω  ανανέωση της υφιστάμενης σύμβασης εργοδότησης είναι αυτονόητο πως δεν εγείρεται θέμα απόδειξης εύλογης αιτίας από πλευράς εργοδοτουμένων (εφεσειόντων) δια τη μη αποδοχή της προσφοράς ανανέωσης κλπ με βάση τα διαλαμβανόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 20(β) (ανωτέρω).

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, οι εφεσείοντες δικαιούνται πληρωμής λόγω πλεονασμού. Ο καθορισμός του πληρωτέου ποσού [*514]επαφίεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών το οποίο εκ των πραγμάτων,  πρέπει να επιληφθεί του συγκεκριμένου τούτου θέματος με νέα σύνθεση εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν μεταξύ τους το ποσό των πληρωμών.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού. Ο εφεσίβλητος δεν διεκδίκησε έξοδα και δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα ως προς αυτόν.

Οι εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο