(2003) 1 ΑΑΔ 530
[*530]21 Απριλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Εναγομένη Αρ. 3,
ν.
ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11342)
Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από τη σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων ― Δικαίωμα εκμισθωτή για τερματισμό της σύμβασης ενοικιαγοράς εφόσον του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιές της ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το δικαίωμα του εκμισθωτή σε αποζημιώσεις ― Ποίο το μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράνομης κατακράτησης των εμπορευμάτων, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, (detinue) και παράνομης οικειοποίησης (conversion) από τον μισθωτή μετά τον τερματισμό της σύμβασης.
Τόκος ― Συμβάσεις ενοικιαγοράς ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τη χρέωση τόκου ― Τι συνιστά τόκο ― Ο περί Τόκου Νόμος του 1977, (Ν. 2/77) ― Κατά πόσο η δικαιϊκή κατάσταση πραγμάτων μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμος του 1966, (Ν. 32/66), δεν προνοεί για τη χρέωση δικαιωμάτων ενοικιαγοράς.
Δικόγραφα ― Επιδίκαση αποζημιώσεων ― Δεν είναι ανάγκη να ζητούνται ρητά στα δικόγραφα εφόσον δικαιολογούνται από τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την απαίτηση.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα είχε χρηματοδοτήσει την ενοικιαγορά αυτοκινήτου από την εναγόμενη 1. Το τίμημα της ενοικιάσεως καθορίστηκε σε £5.440,00 πληρωτέο σε 48 ίσες μηνιαίες δόσεις. Την εκπλήρωση της εναγόμενης 1, δυνάμει της σύμβασης ενοικιαγοράς, εγγυήθηκαν οι εναγόμενοι 2, 3 και 4, όπως και την αποκατάσταση της εφεσίβλητης «για οποιαδήποτε ζημιά που απορρέει από τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς». Η εναγόμενη παρέλαβε το αυτοκίνητο αλλά [*531]παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση.
Μετά την εκπνοή του χρόνου για την καταβολή της ενάτης δόσης, η εφεσίβλητη τερμάτισε τη Σύμβαση και αξίωσε την επιστροφή του αυτοκινήτου. Η εναγόμενη 1 δεν ανταποκρίθηκε.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή εναντίον της εναγομένης 1 και των εγγυητών. Ο εναγόμενος 2 και ο εναγόμενος 4 συναίνεσαν στην έκδοση απόφασης εναντίον τους ως η απαίτηση για το συνολικό ποσό του τιμήματος ενοικιαγοράς. Η εναγόμενη 3 έφερε ένσταση στην αγωγή προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Η συμφωνία ήταν παράνομη εφόσον προέβλεπε την καταβολή τόκου πέραν των 9% κατά παράβαση των προνοιών του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν. 2/77), «ο Νόμος».
2) Η συμφωνία δεν τερματίστηκε εφόσον απουσίαζαν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αποκήρυξή της (repudiation).
3) Η εγγύηση περιοριζόταν στη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτιδος.
Μετά την καταχώριση της αγωγής, το αυτοκίνητο κατασχέθηκε και πωλήθηκε για το ποσό των £1.900,00, το οποίο παραλήφθηκε από την εφεσίβλητη έναντι του χρέους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εναγομένης 3 ως η απαίτηση και τόκο £1.440,00 ποσό που αντιστοιχούσε προς 9% επί της αξίας του αυτοκινήτου.
Η εναγόμενη 3 εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ίδιους λόγους που προβλήθηκαν και πρωτοδίκως.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η συμφωνία τερματίστηκε σύννομα και το αντικείμενο της ενοικιαγοράς κρατήθηκε από το μισθωτή (detinue). Η αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο εκμισθωτής, εδώ η εφεσίβλητη, είναι ανάλογη με τη ζημία που υφίσταται, ίση προς την ενοικιαγοραστική αξία του αυτοκινήτου.
Οι αποζημιώσεις στο αστικό αδίκημα της κατακράτησης καθορίζονται με βάση την ημερομηνία κατακράτησης που προηγείται της αποπληρωμής της αξίας του αυτοκινήτου. Το γεγονός αυτό [*532]δικαιολογεί ανάλογη μείωση του αποδιδόμενου στον εκμισθωτή ποσού, εφόσον πιστώνεται με τα χρήματα τα οποία δικαιούται σε ημερομηνία πριν από εκείνη κατά την οποία θα του καταβάλλονταν.
2. Ο όρος «τόκος» στο Άρθρο 2 του περί Τόκου Νόμου δεν περιλαμβάνει ενοίκια και δικαιώματα ενοικιαγοράς, έξοδα, επιβαρύνσεις ή δαπάνες.
Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο διαπίστωσε ως θετικό γεγονός ότι το ποσό των £1.440,00, παρά τη φαινομενική του συνάρτηση με τόκο, αντιπροσώπευε δικαιώματα ενοικιαγοράς, τα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνώρισαν ως υπαρκτά και καταβλητέα στο πλαίσιο της Σύμβασης.
3. Ορθώς αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν Σύμβαση εγγύησης και εξασφάλισης.
4. Επειδή το επιδικασθέν ποσό δεν είναι ευκρινές από την εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση πάνω σε ποια βάση καθορίστηκε το Εφετείο θα καθορίσει επακριβώς το επιδικαζόμενο ποσό, ως ακολούθως:
α) Ποσό ίσο προς τις μη καταβληθείσες εννέα δόσεις με τόκο προς 9% από την ημερομηνία μη καταβολής εκάστης δόσης.
β) Ποσό £4.446,00, που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο της αξίας του αυτοκινήτου, μειωμένο κατά ποσό ίσο προς το προσποριζόμενο από τον εκμισθωτή όφελος, από το γεγονός ότι λαμβάνει την αξία του αυτοκινήτου νωρίτερα απ’ ότι θα την έπαιρνε. Η ζημία καθορίζεται κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας και μη επιστροφής του αυτοκινήτου, δηλαδή, στο μέσο Σεπτεμβρίου 1997. Το όφελος που αποκτά ο εκμισθωτής καθορίζεται με την αφαίρεση από το ποσό των £4.446,00 ποσού ίσου προς τα δικαιώματα ενοικιαγοράς, που ενσωματώνεται στις επόμενες 39 δόσεις που δίδει ποσό £1.185,60. Τοιουτοτρόπως, το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται σε £3.260,40 πλέον τόκο προς 8% από 19.9.1997, ημέρα καταχώρισης της αγωγής.
Το ποσό των £1.900,00 θα αφαιρεθεί από το χρέος από την ημερομηνία παραλαβής του από την εφεσίβλητη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
[*533]
Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246,
Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη 3 κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 25/2/02 (Αρ. Αγωγής 11518/94) με την οποία απέρριψε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισής της ως εγγυήτριας της πρωτοφειλέτιδας-ενοικιαγοράστριας στην απαίτηση της ενάγουσας τράπεζας για το συνολικό ποσό του τιμήματος ενοικιαγοράς και εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση της ενάγουσας.
Αντ. Γεωργιάδης με Ν. Γεωργιάδη, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Μιτσίδης με Τ. Μιλτιάδους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσίβλητη, (η ενάγουσα), τραπεζικός χρηματοδοτικός οργανισμός, διέθεσε με όρους ενοικιαγοράς ένα αυτοκίνητο στην εναγομένη 1. Το ποσό της ενοικιάσεως καθορίστηκε σε £5.440,00, πληρωτέο σε 48 ίσες μηνιαίες δόσεις και, συνακόλουθα, το ποσό απόκτησής του σε £10,00. Το ποσό των £5.440,00 αντιπροσώπευε, ως ορίζεται στη Σύμβαση Ενοικιαγοράς, εφεξής η «Σύμβαση»:-
(α) £4.000,00 τιμή του αυτοκινήτου. και
(β) £1.440,00 δικαιώματα ενοικιαγοράς.
Την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγομένης 1 εγγυήθηκαν οι εναγόμενοι 2, 3 και 4, όπως και την αποκατάσταση της εφεσίβλητης «για οποιαδήποτε ζημιά που απορρέει από τη Συμφωνία Ενοικιαγοράς».
Παρεπόμενα της συμφωνίας, η εναγομένη 1 ανέλαβε την κατοχή του αυτοκινήτου, πλην παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση.
Μετά την εκπνοή του χρόνου για την καταβολή και της ενάτης δόσης, η εφεσίβλητη, κατ’ επίκληση του δικαιώματος που της παρείχε η μεταξύ τους συμφωνία, τερμάτισε τη Σύμβαση και αξίωσε την επιστροφή του αυτοκινήτου. Παράλληλα, γνωστοποίησε στους εγγυητές τον τερματισμό της Σύμβασης. Στην αξίωση της εφεσίβλητης για την παράδοση του αυτοκινήτου και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων δεν υπήρξε ανταπόκριση.
Η εφεσίβλητη ενήγαγε την ενοικιαγοράστρια και τους εγγυητές, ως υπολόγους για την οφειλή και τη ζημία που προκάλεσαν σ’ αυτή, ανερχόμενη στο σύνολο του τιμήματος ενοικιαγοράς, και διαζευκτικά για αποζημιώσεις για τη διάρρηξη της συμφωνίας. Παράλληλα, ήγειρε απαίτηση για αποζημιώσεις, προκύπτουσες από την πτώση της αξίας του αυτοκινήτου, και ζήτησε οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα. Επίσης, αξίωσε την επιστροφή του αυτοκινήτου.
Η πρωτοοφειλέτις, ο εναγόμενος 2, ο πατέρας της, και ο εναγόμενος 4, αλλοδαπός, συναίνεσαν στην έκδοση απόφασης εναντίον τους ως η απαίτηση για το συνολικό ποσό του τιμήματος ενοικιαγοράς. Μετά την καταχώριση της αγωγής, το αυτοκίνητο κατασχέθηκε και πωλήθηκε για το ποσό των £1.900,00, το οποίο παραλήφθηκε από την εφεσίβλητη έναντι του χρέους.
Η εναγομένη 3, η εφεσείουσα, αντέστη στην αγωγή της εφεσίβλητης και, με την υπεράσπισή της, πρόβαλε σειρά λόγων για το απαράδεκτο της απαίτησης εναντίον της:-
Πρώτο, ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία ήταν παράνομη, εφόσον προέβλεπε την καταβολή τόκου πέραν του 9%, κατά παράβαση των προνοιών του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Ν. 2/77)*, εφεξής ο «Νόμος».
Δεύτερο, υποστήριξε ότι η συμφωνία δεν τερματίστηκε, εφόσον απουσίαζαν οι συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αποκήρυξή της (repudiation). Υποστήριξε ότι η μη καταβολή των εννέα πρώτων δόσεων δε συνιστούσε συμπεριφορά πλήττουσα ή αναιρούσα το θεμέλιο της Σύμβασης.
Τρίτο, πρόβαλε ότι η εγγύηση είχε περιορισμένη εμβέλεια· περιοριζόταν στη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της [*535]πρωτοοφειλέτιδος και όχι στην αποκατάσταση του εκμισθωτή για απώλεια που θα υφίστατο λόγω ζημιογόνων πράξεών της, έστω σχετιζομένων με τη Σύμβαση.
Υποστήριξε, ακόμα, ότι συνεννοήσεις μεταξύ της εφεσίβλητης και της πρωτοοφειλέτιδος, μετά την εκδήλωση των παραβάσεών της (μη καταβολή δόσεων), εξέτρεψαν τη συμφωνία από το συμβατικό της πλαίσιο, γεγονός επαγόμενο την απαλλαγή των εγγυητών από τις υποχρεώσεις τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς. Αποδέχτηκε τη μαρτυρία του υπαλλήλου της τράπεζας, που χειριζόταν τους λογαριασμούς συμβολαίων ενοικιαγοράς, τόσο για το περιεχόμενο των συναντήσεών του με την πρωτοοφειλέτιδα, που είχαν ως κύριο αντικείμενο την προειδοποίησή της για τις επιπτώσεις της ασυνέπειάς της στην εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων, όσο και για το τι αντιπροσώπευαν τα «δικαιώματα ενοικιαγοράς». Παρά την αντιστοιχία του ποσού των £1.440,00 με τόκο προς 9% επί της αξίας του αυτοκινήτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό συνιστούσε δικαίωμα το οποίο καθορίστηκε από την τράπεζα για τη σύναψη της Σύμβασης.
Η Σύμβαση καθιστούσε τη μη καταβολή των προβλεπομένων δόσεων ουσιώδη όρο της συμφωνίας (condition), παράβαση του οποίου παρείχε στην εφεσίβλητη δικαίωμα τερματισμού της και ανάκτησης του αντικειμένου της, του αυτοκινήτου. Η εγγύηση, εξάλλου, δεν περιοριζόταν στο αλληλέγγυο των εγγυητών στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοοφειλέτιδος, αλλά εκτεινόταν και στην αποζημίωση της εφεσίβλητης από κάθε ζημιογόνο πράξη της, γεγονός που προσέδιδε στην «εγγύηση» και το χαρακτήρα συμφωνίας εξασφάλισης (indemnity).
Το κείμενο της επικεφαλίδας, κάτω από την οποία στοιχειοθετούνται οι υποχρεώσεις των εγγυητών, «ΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ», αντανακλά το περιεχόμενό της. η αναληφθείσα υποχρέωση συνιστούσε τόσο εγγύηση με τη στενή έννοια του όρου όσο και εξασφάλιση για κάθε προκύπτουσα ζημία από ζημιογόνους πράξεις της πρωτοοφειλέτιδος.
Με την έφεση, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση και κάθε μέρος της, απορριπτικό των υπερασπίσεων που πρόβαλε η εφεσείουσα.
Η επιχειρηματολογία, που ανέπτυξε ο κ. Γεωργιάδης προς υποστήριξη της έφεσης, υπήρξε όμοια μ’ εκείνη που πρόβαλε, χωρίς επι[*536]τυχία, στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο κ. Μιτσίδης, εκ μέρους της εφεσίβλητης, υποστήριξε κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης και το αποτέλεσμα ως αναπόφευκτο.
Βοηθητική για την επίλυση των εγειρομένων θεμάτων είναι η πρόσφατη απόφασή μας στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246 στην οποία εξετάσαμε το νομικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσονται συμβάσεις ενοικιαγοράς, και τις συνέπειες που ενέχει η διάρρηξή τους. Κατ’ αρχήν, διαπιστώσαμε ότι η μη καταβολή των προβλεπόμενων από τη σύμβαση ενοικιαγοράς δόσεων ενοικίου παρέχει στον εκμισθωτή δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιές της. Στην προκείμενη περίπτωση, η Σύμβαση παρείχε τέτοιο δικαίωμα, οπόταν ο εκμισθωτής εδικαιούτο να προβεί σε τερματισμό της, όπως και έπραξε.
Άμα τω τερματισμώ της σύμβασης, ο εκμισθωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων, ανάλογο προς τη ζημία που υφίσταται. Ποία είναι η ζημία που μπορεί να διεκδικήσει διαγράφεται στο απόσπασμα από την προαναφερθείσα απόφαση που ακολουθεί:-
«Αυτή ποικίλλει, ανάλογα με τα επακόλουθα του τερματισμού. Εάν επιστραφεί το αντικείμενο της μίσθωσης, η ζημία περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ολικού τιμήματος της ενοικιαγοράς και, αφετέρου, της αξίας του αντικειμένου της μίσθωσης κατά το χρόνο της επιστροφής, που συνήθως παίρνει τη μορφή του τιμήματος της διάθεσής του. Στην περίπτωση μη επιστροφής του αντικειμένου της ενοικιαγοράς, ο εκμισθωτής δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς την αξία του αντικειμένου το οποίο κατακρατεί ή οικειοποιείται ο μισθωτής. Τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης (detinue) και της παράνομης οικειοποίησης (conversion) διαγράφουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πλαίσιο διεκδίκησης αποζημιώσεων για τη ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αξία των απολεσθέντων αντικειμένων θεωρείται ίση προς τη συμφωνηθείσα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αξία των αντικειμένων.»
Όπου ο μισθωτής παραλείπει να επιστρέψει το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, το μέτρο των αποζημιώσεων, ως εξηγείται, είναι το συνολικό ποσό το οποίο είναι πληρωτέο βάσει της σύμβασης ενοικιαγοράς μείον το ποσό των δόσεων που έχουν καταβληθεί. Εξηγείται, όμως, σε άλλο σημείο της απόφασης, ότι η ζημία του εκμισθωτή αποτιμάται ως ίση προς την απώλεια την οποία υφίσταται [*537]από τη ζημιογόνο πράξη του μισθωτή.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως ήταν παραδεκτό, οι πρώτες εννέα δόσεις δεν καταβλήθηκαν, οπόταν ο εκμισθωτής είχε συμβατικό δικαίωμα ανάκτησής τους. Η συμφωνία τερματίστηκε σύννομα και το αντικείμενο της ενοικιαγοράς κατακρατήθηκε από το μισθωτή (detinue). Η αποζημίωση, την οποία δικαιούται, είναι ανάλογη με τη ζημία που υφίσταται, ίση προς την ενοικιαγοραστική αξία του αυτοκινήτου. Το γεγονός ότι οι θεραπείες δεν προσδιορίστηκαν στην απαίτηση και δε δομήθηκαν με αυτή την τάξη δεν αποτελεί κώλυμα στην παροχή τους, εφόσον δικαιολογούνται από τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την απαίτηση – (βλ. Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400).
Οι αποζημιώσεις, στο αστικό αδίκημα της κατακράτησης, καθορίζονται κατά το χρόνο της διάπραξής του, γεγονός που ενέχει επιπτώσεις στον προσδιορισμό των αποζημιώσεων κατά τούτο. Η ζημία του εκμισθωτή καθορίζεται σε ημερομηνία πρότερη της αποπληρωμής της αξίας του αυτοκινήτου, γεγονός που δικαιολογεί ανάλογη μείωση του αποδιδόμενου σ’ αυτό ποσού, εφόσον πιστώνεται με τα χρήματα τα οποία δικαιούται σε ημερομηνία πρότερη εκείνης κατά την οποία θα του καταβάλλονταν.
Δικαιώματα Ενοικιαγοράς – Τόκος:
Το Άρθρο 3 του περί Τόκου Νόμου ρητά προβλέπει ότι απαγορεύεται η χρέωση τόκου πέραν του 9% ετησίως, για τη χρήση χρηματικού κεφαλαίου ή για την εκπλήρωση υποχρέωσης. Αποκλείεται, τοιουτοτρόπως, η χρέωση, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα ή μανδύα, ποσού πέραν του 9% για τη χρήση του κεφαλαίου που δανείζει ο πιστωτής. Αυτό σημαίνει ότι, στην υποθετική περίπτωση δανεισμού ποσού £100,00, δεν είναι παραδεκτή η χρέωση τόκου πέραν του 9% κατ’ έτος, για όσο χρόνο διαρκεί ο δανεισμός. Η χρέωση τόκου είναι επιτρεπτή μόνο για το κεφάλαιο που δανείζεται κάποιος και όχι για τους καρπούς του, δηλαδή τον οφειλόμενο τόκο. Τι συνιστά τόκο προσδιορίζεται στο Άρθρο 2 του Νόμου. Σ’ αυτό δεν περιλαμβάνονται, ή, ακριβέστερα, από τον ορισμό του ρητά εξαιρούνται «... ενοίκια και δικαιώματα ενοικιαγοράς, έξοδα, επιβαρύνσεις ή δαπάνες».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσθήκη που έγινε, στην προκείμενη περίπτωση, του ποσού των £1.440,00 στην καθορισθείσα κατά το χρόνο της σύναψης της ενοικιαγοράς αξία του αυτοκινήτου συνιστούσε, ως διαγράφεται στην ίδια τη Σύμβαση, δικαιώματα ενοικιαγοράς και, επομένως, αυτή δεν υπόκειτο στις διατάξεις [*538]του Νόμου.
Το γεγονός ότι ο περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμος του 1966, (Ν. 32/66), δεν κάνει πρόνοια για τη χρέωση δικαιωμάτων ενοικιαγοράς, αφήνει αμετάβλητη τη δικαιική κατάσταση πραγμάτων. θέση με την οποία είμαστε σύμφωνοι, λαμβανομένης υπόψη της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι. Κεντρικός σκοπός του Ν. 32/66 είναι ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών προεκτάσεων συμβάσεων ενοικιαγοράς.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ως θετικό γεγονός ότι το ποσό των £1.440,00, παρά τη φαινομενική του συνάρτηση με τόκο, αντιπροσώπευε δικαιώματα ενοικιαγοράς, τα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνώρισαν ως υπαρκτά και καταβλητέα, στο πλαίσιο της Σύμβασης. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ο τόκος συναρτάται με τη χρήση χρηματικού κεφαλαίου, ενώ η ενοικιαγορά με τη διάθεση της χρήσης μη χρηματικού αντικειμένου. Χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2/77, σε περιπτώσεις όπου καταφαίνεται ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς υποκρύπτει δανεισμό κεφαλαίου, ο συσχετισμός αυτός δε χωρεί σε περιπτώσεις όπως στην προκείμενη υπόθεση, όπου διαπιστώνεται ότι η προσθήκη στην αξία του αντικειμένου συνιστά δικαιώματα ενοικιαγοράς και όχι μεταμφιεσμένο δανεισμό.
Εγγύηση – Εξασφάλιση:
Οι όροι της δοθείσας εγγύησης εκτείνονταν, όπως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο στο αλληλέγγυο του εγγυητή για την εκπλήρωση των καθορισμένων συμβατικών υποχρεώσεων της πρωτοοφειλέτιδος αλλά και στην εξασφάλιση του εκμισθωτή – πωλητή έναντι πάσης ζημίας, την οποία ήθελε υποστεί από πράξεις ή παραλείψεις της σε σχέση με το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, που ήταν η απόκτησή του μέσω ενοικιαγοράς. Επρόκειτο για Σύμβαση εγγύησης και εξασφάλισης, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση δεν ευσταθεί. Παρά ταύτα, δεν είναι ευκρινές από την εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση πάνω σε ποια βάση καθορίστηκε το επιδικασθέν ποσό. Για το λόγο αυτό θα καθορίσουμε επακριβώς το επιδικαζόμενο ποσό:-
(α) Ποσό ίσο προς τις μη καταβληθείσες εννέα δόσεις, με τόκο προς 9% από την ημερομηνία μη καταβολής εκάστης δόσης.
(β) Ποσό £4.446,00, που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο της αξίας του αυτοκινήτου, μειωμένο κατά ποσό ίσο προς το προσποριζόμενο από τον εκμισθωτή όφελος, από το γεγονός ότι λαμβάνει την αξία του αυτοκινήτου νωρίτερα απ’ ότι θα την έπαιρνε. Η ζημία καθορίζεται κατά το χρόνο τερματισμού της συμφωνίας και μη επιστροφής του αυτοκινήτου, δηλαδή, στο μέσο Σεπτεμβρίου 1997. Ένας πρόσφορος τρόπος καθορισμού του οφέλους που αποκτά ο εκμισθωτής παρέχεται με την αφαίρεση από το ποσό των £4.446,00 ποσού ίσου προς τα δικαιώματα ενοικιαγοράς, που ενσωματώνεται στις επόμενες 39 δόσεις, που μας δίνει ποσό £1.185,60. Τοιουτοτρόπως, το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται σε £3.260,40, πλέον τόκο προς 8% από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, ήτοι από 19 Σεπτεμβρίου, 1997.
Το ποσό των £1.900,00, το οποίο εισπράχθηκε μετά την κατάσχεση του αυτοκινήτου στις 26 Νοεμβρίου, 1998, και μεταγενέστερη πώλησή του, θα αφαιρεθεί από το χρέος, από την ημερομηνία παραλαβής του από την εφεσίβλητη.
Απόφαση ανάλογα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο