"Ο Φιλελεύθερος Λτδ." και Άλλοι ν. Ανδρέα Σοφοκλέους (2003) 1 ΑΑΔ 549

(2003) 1 ΑΑΔ 549

[*549]21 Απριλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΕΤΑΙΡΕΙΑ «Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΤΔ»,

2. «ΠΑΠΥΡΟΣ» ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ

    ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΥΠΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11372)

 

Αστικά αδικήματα ― Λίβελλος ― Δυσφήμηση ― Δημοσίευμα σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας, με το οποίο αποδιδόταν στον ενάγοντα η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας – Προβολή της υπεράσπισης του δικαίου σχολιασμού ― Δυνατότητα επιτυχίας της ― Προϋποθέσεις.

Δεδικασμένο ― Απόφαση Δικαστηρίου η οποία εκδίδεται μετά την ακρόαση της υπόθεσης ή εκ συμφώνου, δημιουργεί δεδικασμένο το οποίο αποσβένει το αγώγιμο δικαίωμα και συναρτά μετά ταύτα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.

Δικαστική απόφαση ― Απόφαση εκδιδόμενη εκ συμφώνου ― Έχει την ίδια ισχύ όπως και η απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση.

Η συγγραφέας του βιβλίου "The 1974 Crisis in The New York Times: An Evaluative Content Analysis" ενήγαγε τον Α. Σοφοκλέους για κλοπή της πνευματικής της ιδιοκτησίας με την αναπαραγωγή μέρους της εργασίας της σε δικό του σύγγραμμα, εμφανίζοντας το ως δικό του πνευματικό έργο.  Η αγωγή συμβιβάστηκε με την έκδοση διατάγματος εκ συμφώνου με το οποίο εμποδίζετο η κυκλοφορία, πώληση ή διάθεση του βιβλίου του εναγομένου «.....χωρίς να γίνονται παραπομπές σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα της ενάγουσας "The 1974 Crisis in the New York Times: An evaluative content analysis", οι οποίες δεν υπάρχουν στην παρούσα έκδοση του βιβλίου του εναγομένου 1».

[*550]

Το περιοδικό «Σελίδες», το οποίο ανήκει στην πρώτη εφεσείουσα και διανέμεται από τη δεύτερη εφεσείουσα, δημοσίευσε κάτω από τον τίτλο «Πνευματική Κλοπή», το αποτέλεσμα της δίκης συσχετίζοντας το με το επίδικο θέμα της αγωγής, μαζί με επικριτικά σχόλια.

Ο Α. Σοφοκλέους, ενήγαγε τις εφεσείουσες για δυσφήμηση αξιώνοντας αποζημιώσεις εναντίον τους.  Οι εφεσείουσες αρνήθηκαν αφενός ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημηστικό ή ότι τα επικριτικά σχόλια αναφέρονταν στον εφεσίβλητο και πρόβαλαν τις υπερασπίσεις του προνομίου υπό όρους «qualified privilege» και του δικαίου σχολιασμού, υποστηρίζοντας ότι το πραγματολογικό βάθρο του δημοσιεύματος ανταποκρινόταν στην αλήθεια και ότι τα σχόλια ήταν δίκαια και εύλογα.  Το Δικαστήριο έκρινε τις εφεσείουσες υπόλογες για δυσφήμηση και τις καταδίκασε σε £5.000 αποζημιώσεις.

Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την απόφαση.  Το κρίσιμο ερώτημα ήταν κατά πόσο το αντικείμενο του σχολιασμού, δηλαδή η δικαστική απόφαση, παριστάνετο αληθώς στο δημοσίευμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι έτσι θα είχαν τα πράγματα εάν το διάταγμα αποτελούσε απόρροια δικαστικής κρίσης και όχι εκ συμφώνου απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση ή εκ συμφώνου, επενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο και έχει τις ίδιες συνέπειες και σε υποθέσεις λιβέλλου.

2.  Ο τίτλος του δημοσιεύματος που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής λιβέλλου του εφεσίβλητου «Πνευματική Κλοπή, αντανακλά το αποτέλεσμα της αγωγής το οποίο εξηγείται στις σωστές διαστάσεις στο κείμενο του.  Τα σχόλια που ακολουθούν είναι τόσο δίκαια όσο και εύλογα.  Εφόσον το αντικείμενο του σχολιασμού ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, το πεδίο κριτικής είναι ευρύ, όπως άλλωστε επιβάλλει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου της έκφρασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290,

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη, Πολιτική Έφεση [*551]Αρ. 10703, ημερ. 29.11.2002,

Theori a.o. v. Djioni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,

Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742,

Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 26/2/02 (Αρ. Αγωγής 11497/98) με την οποία έκρινε αυτούς ως υπόλογους για δυσφήμηση του ενάγοντος σε δημοσίευμα στο περιοδικό ‘σελίδες’ ιδιοκτησίας των εναγομένων 1, το οποίο διανέμεται από τους εναγόμενους 2.

Αλ. Λυκούργου, για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μάγος, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: H Στέλλα ΧατζηΚωστή Πιερή, η συγγραφέας του βιβλίου «The 1974 Crisis in The New York Times:  An Evaluative Content Analysis», ενήγαγε τον Ανδρέα Σοφοκλέους, τον εφεσίβλητο, για κλοπή της πνευματικής της ιδιοκτησίας με την αναπαραγωγή μέρους της εργασίας της στο δικό του σύγγραμμα «ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ. Η κυπριακή κρίση του 1974 και η εφημερίδα The new York Times», εμφανίζοντας το ως δικό του πνευματικό έργο.  Η κα. Πιερή  αξίωσε τόσο εναντίον του όσο και εναντίον των εκδοτών του βιβλίου αποζημιώσεις και διάταγμα που να απαγορεύει την κυκλοφορία του βιβλίου.

Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε την απαίτηση και η υπόθεση προχώρησε σε δίκη.  Όπως σημειώνει στην απόφασή του το πρωτόδικο δικαστήριο η αγωγή συνεβιβάσθη, σε προχωρημένο στάδιο της δίκης με [*552]την έκδοση κοινή συναινέση των διαδίκων, του ακόλουθου διατάγματος:

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ τους εναγομένους ή/και κάθε ένα από αυτούς ξεχωριστά ή/και μέσω υπαλλήλων ή/και μέσω αντιπροσώπων ή  και άλλως από του να κυκλοφορούν, πωλούν διαθέτουν προς πώληση, διανέμουν ή άλλως εμπορεύονται το βιβλίο του εναγομένου 1 “ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΗ”.  Η κυπριακή κρίση του 1974 και η εφημερίδα The New York Times”, χωρίς να γίνονται παραπομπές σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα της ενάγουσας “The 1974 Crisis in The New York Times: An evaluative content analysis”, οι οποίες παραπομπές δεν υπάρχουν στην παρούσα έκδοση του βιβλίου του εναγομένου 1.»

Το πρακτικό του δικαστηρίου στο οποίο καταγράφεται η συμφωνία των μερών έχει ως ακολούθως:

«κ. Μάγος:  Η υπόθεση έχει διευθετηθεί εξώδικα και αποδέχομαι την έκδοση Διατάγματος εναντίον των εναγομένων ως το κείμενο που παρουσιάζουμε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο.

Κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της.

Αιμιλιανίδης και Χρυσοστομίδου:

Συμφωνούμε.

Δικαστήριο:  Εκ συμφώνου εκδίδεται Διάταγμα ως το κείμενο που και οι δυό πλευρές καταθέτουν στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμ. Χ.

Καμιά διαταγή για έξοδα.»

Το περιοδικό «Σελίδες», το οποίο ανήκει στην εταιρεία «Ο Φιλελεύθερος Λτδ», την πρώτη εφεσείουσα, και διανέμεται από την «Πάπυρος», Εταιρεία Κεντρικής Διανομής Τύπου Λτδ., τη δεύτερη εφεσείουσα, δημοσίευσε κάτω από τον τίτλο «Πνευματική Κλοπή», το αποτέλεσμα της δίκης το οποίο συσχετίζει με το επίδικο θέμα της αγωγής μαζί και επικριτικά σχόλια, ότι παρήλθε η εποχή που οι μεγάλοι και οι ισχυροί μπορούσαν με ασφάλεια να σφετερίζονται την πνευματική εργασία άλλων.  Παράλληλα επαινείται η κα. Πιερή για το σθένος της να προσφύγει στο δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων της.  Παραθέτουμε, όπως και το δικάσαν δικαστήριο, το δημοσίευμα:

[*553]

«Πνευματική Κλοπή

Αυτό που ακολουθεί δεν αποτελεί πληροφορία του παρασκηνίου, αλλά μάλλον του προσκηνίου και ο Ψιθυριστής επέλεξε να την αναπαράγει διότι πρόκειται για μια αδικία, που αφορά την πνευματική εργασία μιας νεαρής επιστήμονος και η οποία θεραπεύθηκε, σ΄ ένα τόπο που δεν γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων φαινομένων συχνά. Πρόκειται για την αγωγή της κ. Στέλλας Χατζηκωστή-Πιερή εναντίον του πρώην διευθυντή του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών Ανδρέα Σοφοκλέους και της εκδοτικής εταιρείας (Intercollege Press) που εξέδωσε το βιβλίο του τελευταίου “Τύπος και Εξάρτηση:  Η Κυπριακή Κρίση του 1974 και η εφημερίδα New York Times”.  Το Δικαστήριο λοιπόν εξέδωσε μόνιμο απαγορευτικό διάταγμα εναντίον του κ. Σοφοκλέους διότι, ούτε λίγο ούτε  πολύ   “δανείστηκε”  όχι μόνο την ιδέα για το βιβλίο του, αλλά και πολύ μεγάλο μέρος της έρευνας από το σύγγραμμα της ενάγουσας “The 1974 Crisis in the New York Times: An Evaluative Content Analysis” και φαίνεται ξέχασε να κάνει έστω και μια παραπομπή στην εργασία της κα. Χ”Κωστή-Πιερή.  Η δικαστική αυτή απόφαση στέλνει ξεκάθαρα πλέον το μήνυμα ότι, πέρασε ανεπιστρεπτί ο κυπριακός μεσαίωνας κατά τον οποίο ισχυρά δημόσια πρόσωπα της κυπριακής κοινωνίας εκμεταλλεύονταν την πνευματική εργασία όχι τόσο ισχυρών, αλλά ιδιαίτερα αξιόλογων επιστημόνων.  Η διαφορά είναι ότι η κ. Χ”Κωστή-Πιερή είχε την τόλμη να διεκδικήσει το δίκαιό της και τα κατάφερε.»

Ο Ανδρέας Σοφοκλέους, ενήγαγε τις εφεσείουσες για δυσφήμιση αξιώνοντας αποζημιώσεις εναντίον τους. Αυτές αρνήθηκαν αφενός ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή ότι τα επικριτικά σχόλια αναφέρονται στον εφεσείοντα και πρόβαλαν, αφετέρου, τις υπερασπίσεις του προνομίου υπό όρους «qualified privilege» και του δίκαιου σχολιασμού, υποστηρίζοντας ότι το πραγματολογικό βάθρο του δημοσιεύματος ανταποκρινόταν στην αλήθεια και ότι τα σχόλια ήταν δίκαια και εύλογα. 

Ο εφεσίβλητος ήταν ο μόνος μάρτυρας ουσίας που κατέθεσε για την υπόθεσή του.  Αναφέρθηκε στα πολλά του ακαδημαϊκά προσόντα, στο συγγραφικό του έργο και στην σταδιοδρομία του στο δημόσιο· στη δημόσια παιδεία, αρχικά και μεταγενέστερα στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, του οποίου υπήρξε διευθυντής μεταξύ 1991-1995, πριν την αφυπηρέτησή του.  Μετά την αφυπηρέτησή του συνέχισε να εργάζεται ως καθηγητής – ερευνητής στο εκπαι[*554]δευτικό ίδρυμα Intercollege στον τομέα της επικοινωνίας/δημοσιογραφίας. Θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι το δημοσίευμα αποτελεί δυσφήμιση, για τον ίδιο πρόδηλη από το κείμενο του δημοσιεύματος. 

Για τις εφεσείουσες κατέθεσε μόνο ένας μάρτυρας, ο κ. Κατσαμπάς του οποίου η μαρτυρία περιορίστηκε στη διαφώτιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι δημοσιογράφοι στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», η οποία επίσης ανήκει, ως φαίνεται, στην εφεσείουσα 1. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλυση του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης υπό το φως της νομολογίας. Παραπέμποντας στην Tassos Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd. and Others (1963) 2 C.L.R. 290, υπέδειξε ότι το κατά πόσο ένα δημοσίευμα έχει δυσφημιστικό χαρακτήρα όπως και το κατά πόσο αυτό συνιστά δυσφήμιση για τον ενάγοντα κρίνεται από το δικαστήριο. Το κείμενο του δημοσιεύματος αποτελεί τον οδηγό και για τα δύο θέματα.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι παρά την αποδοχή του ενάγοντος ως αξιόπιστου μάρτυρα, δεν ήταν σύμφωνο με την ερμηνεία που ο ίδιος έδωσε σε λέξεις ή φράσεις του δημοσιεύματος.  Απέδωσε στο δημοσίευμα την ερμηνεία που ενέχει η συνήθης σημασία της ορολογίας που χρησιμοποιείται. Η προσέγγισή του είναι ορθή.  Στο ερώτημα αν το δημοσίευμα ενείχε δυσφημιστική σημασία για τον εφεσίβλητο, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Ο εφεσίβλητος φέρεται να προέβη σε ιδιοποίηση της πνευματικής εργασίας τρίτου σφετεριζόμενος το πνευματικό έργο άλλου το οποίο πρόβαλε ως δικό του.  Πρόκειται για λογοκλοπή η οποία προκαλεί την αποστροφή όσο και η κλοπή αντικειμένων αν όχι περισσότερο.

Το δημοσίευμα αναφέρεται στον εφεσίβλητο και με τα σχόλια του κακίζει την ηθικά και κοινωνικά απαράδεκτη πράξη του.  Το ερώτημα το οποίο έθεσε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο το δυσφημιστικό δημοσίευμα εδικαιολογείτο από τα γεγονότα που το στοιχειοθετούσαν.  Απάντησε ότι το δημοσίευμα θα ήταν απρόσβλητο αν αποκαλυπτόταν όλη η αλήθεια σε σχέση με το δικαστικό διάταγμα που αποτέλεσε τη βάση και την αφετηρία για τα δυσμενή σχόλια που διατυπώθηκαν. Το αιτιολογικό του Δικαστηρίου σ’ αυτό το θέμα περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:

«Γίνεται αναφορά στο διάταγμα, Τεκμήριο 1, πλην όμως παρατίθεται η μισή αλήθεια γι’ αυτό.  Αποσιωπείται το γεγονός ότι το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε εκ συμφώνου.  Το διά[*555]ταγμα, Τεκμήριο 1,  δεν αναπαράγεται αυτούσιο όπως αυτό εκδόθηκε.  Ο συγγραφέας του κειμένου καταλήγει στο συμπέρασμα και θεωρεί σαν γεγονός κάτι το οποίο ήταν η δική του άποψη.»

Αποδέχεται το Δικαστήριο, ότι η κριτική η οποία ασκείται στο συγγραφέα του έργου (εφεσίβλητο), «Τύπος και Εξάρτηση:  Η Κυπριακή Κρίση του 1974, κι η Εφημερίδα New York Times», θα ήταν δικαία εάν το υπόβαθρο του, δηλαδή η δικαστική απόφαση που σχολιάζεται ανταποκρινόταν στην αλήθεια του πράγματος.  Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι η κριτική η οποία γίνεται:

«.... θα μπορούσε  να ήταν μια καλόπιστη κριτική εάν το διάταγμα, Τεκμήριο 1, εκδίδετο μετά από ακρόαση της υπόθεσης και το Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η κα Χ”Κωστή-Πιερή αδικήθηκε από τον ενάγοντα και ότι θα έπρεπε να θεραπευθεί η αδικία με την έκδοση του διατάγματος, Τεκμήριο 1. Οτιδήποτε όμως γράφτηκε σε σχέση με τον ενάγοντα γύρω από το θέμα αναιρεί τον χαρακτήρα του εύλογου σχολίου.  Το γεγονός και μόνο ότι αποδίδεται στον ενάγοντα η διάπραξη του αδικήματος της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς να υφίσταται κάτι τέτοιο ήταν αρκετό για να αφαιρέσει από τον χαρακτήρα του σχολίου το ‘εύλογο’ και ‘δίκαιο’.»

Το Δικαστήριο έκρινε τους εφεσείοντες υπόλογους για δυσφήμιση και τους καταδίκασε σε £5,000 αποζημιώσεις.

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση για σειρά λόγων μεταξύ των οποίων και για λόγους που αναφέρονται στο αληθές ή μη του βάθρου του δημοσιεύματος και στο χαρακτήρα και στην υπόσταση της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται εκ συμφώνου.  Συμφωνούμε κατά πρώτο με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι εάν τα γεγονότα σχετικά με το διάταγμα, που αποτελεί τη βάση του δημοσιεύματος, παριστάνονται σωστά, η επίκριση η οποία γίνεται είναι δίκαιη και εύλογη.

Σε πρόσφατη απόφασή μας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ., κ.ά. ν. Ανδρέα Αλωνεύτη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10703 – 29.11.2002, εξετάσαμε σε έκταση το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, τη συνάρτησή του προς το Σύνταγμα και το εύρος το οποίο αναγνωρίζεται στο σχολιασμό πραγμάτων που ενδιαφέρουν το κοινό, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικές αποφάσεις.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο το αντικείμενο του σχολιασμού, δηλαδή η δικαστική απόφαση παριστάνεται αληθώς στο [*556]δημοσίευμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγει, ότι έτσι θα είχαν τα πράγματα εάν το διάταγμα αποτελούσε απόρροια της δικαστικής κρίσης και όχι εκ συμφώνου απόφαση.  Δεν εξηγεί πού έγκειται η διαφορά μεταξύ των δύο.

Σε εκατέρα των περιπτώσεων η δικαστική απόφαση ενέχει τις ίδιες συνέπειες και υποδηλώνει τα ίδια πράγματα. Ο συναινών στην έκδοση δικαστικής απόφασης ή διατάγματος αναγνωρίζει το βάσιμο της αγωγής και το δικαιολογημένο της θεραπείας η οποία επιζητείται.  Και στις δύο περιπτώσεις, απόφαση δικαστηρίου η οποία εκδίδεται μετά την ακρόαση της υπόθεσης ή εκ συμφώνου, δημιουργεί δεδικασμένο το οποίο αποσβένει το αγώγιμο δικαίωμα και συναρτά μετά ταύτα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση.  Αποσβένεται το αγώγιμο δικαίωμα διότι απορροφάται από την εκδιδόμενη απόφαση.  Η εξαφάνιση επέρχεται λόγω της συνάρτησης της απόφασης ή του διατάγματος που εκδίδεται με το επίδικο θέμα της αγωγής, στην προκείμενη περίπτωση της λογοκλοπής στην οποία προέβη ο εφεσίβλητος από το σύγγραμμα της κας Πιερή.

Ως εξηγείται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander Eighth Ed. Παράγραφος 1175,  αναπαράγοντας το λόγο της αγγλικής νομολογίας επί του θέματος και σε υποθέσεις λιβέλου, απόφαση η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση ή εκ συμφώνου επενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο και έχει τις ίδιες συνέπειες. Αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος ο συμβιβασμός της υπόθεσής του έχοντας ο ίδιος τον κυρίαρχο λόγο για τον πλέον πρόσφορο τρόπο προστασίας των δικαιωμάτων του.  Ως αναφέρεται:

«… whether he pursues his litigation to judgment, or settles it, he may in either case be seeking no more than the way he thinks best in the circumstances to protect his reputation.»

Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

«...Κατά πόσο ο ενάγων προχωρεί με τη διαδικασία μέχρι το τέλος ή προβαίνει σε συμβιβασμό της υπόθεσής του σε εκατέρα των περιπτώσεων δεν επιζητεί τίποτε περισσότερο από τον τρόπο που θεωρεί καλύτερο υπό τις συνθήκες να προστατεύσει τη φήμη του.»

Τα ίδια ισχύουν και σε κάθε άλλο πεδίο του δικαίου.  Μακρά είναι η νομολογία που διαφωτίζει ως προς το δεδικασμένο και τι εξυπακούει απόφαση ή διάταγμα του δικαστηρίου.  (Βλ. μεταξύ άλλων [*557]Theori and Another v. Djioni and Another (1984) 1 C.L.R. 296· Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742· Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389·  Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, και στο πεδίο του διοικητικού δικαίου Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054.  H Αγγλική νομολογία αναλύεται στο σύγγραμμα Spencer Bower and Turner “The Doctrine of Res Judicata” 2nd Ed. para. 41, et seq, και para. 189, et seq.

Στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα το οποίο εκδόθηκε στην αγωγή της κας. Πιερή, εξυπακούει ότι ο εφεσίβλητος προέβη σε κλοπή της πνευματικής της εργασίας την οποία παρουσίασε ως δική του στο σύγγραμμά του, η κυκλοφορία του οποίου ως είχε, απαγορεύτηκε.

Ο τίτλος του δημοσιεύματος που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής λιβέλου του εφεσίβλητου «Πνευματική Κλοπή», αντανακλά το αποτέλεσμα της αγωγής το οποίο εξηγείται στις σωστές διαστάσεις στο κείμενο του.  Τα σχόλια που ακολουθούν είναι τόσο δίκαια όσο και εύλογα.  Όπως υποδείξαμε στην απόφασή μας στην Αλωνεύτης (ανωτέρω). εφόσον το αντικείμενο του σχολιασμού ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ευρύ είναι το πεδίο κριτικής, όπως άλλωστε επιβάλλει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου της έκφρασης.

Διαπίστωσή μας είναι, ότι το πραγματολογικό βάθρο του δημοσιεύματος είναι αληθές και ο σχολιασμός του εύλογος και δίκαιος.  Οι διαπιστώσεις αυτές ανατρέπουν τη βάση της πρωτόδικης απόφασης  και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο