Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2003) 1 ΑΑΔ 576

(2003) 1 ΑΑΔ 576

[*576]22 Aπριλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10948)

 

Εταιρείες ― Αποδέσμευση εταιρείας από τις επιπτώσεις εγγραφής επιβαρύνσεων ― Εξουσία Εφόρου Εταιρειών ― Άρθρο 95 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ― Κατά πόσο ασκήθηκε ορθά στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εφεσείουσας-ενάγουσας κατά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις ύψους £236.000, ποσό που ισούται με επιβαρύνσεις που είχαν εγγραφεί προς όφελος της από την εμπορική εταιρεία ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ και είχαν ακυρωθεί από την Έφορο Εταιρειών. Η εφεσείουσα είχε υποστηρίξει ότι η ακύρωση των επιβαρύνσεων ήταν το αποτέλεσμα πλημμελούς ή αμελούς ασκήσεως των εκ του νόμου καθηκόντων της Εφόρου Εταιρειών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Τελικά, το να αρκείτο ο Έφορος στο να απαιτεί όχι απλώς στοιχεία, αλλά στοιχεία επιβεβαιωμένα με ένορκη δήλωση από αξιωματούχο της εταιρείας, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που θα επέσυρε η μη αλήθεια τους ανκαι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν υπό τις περιστάσεις η καλύτερη τακτική που θα μπορούσε να ακολουθηθεί, αδυνατώ να συμπεράνω ότι αυτή ισοδυναμούσε με πλημμελή ή αμελή τρόπο άσκησης εξουσίας κυβερνητικού οργάνου, ή παράβαση νόμιμου καθήκοντος.»

 

[*577]Αποφασίστηκε ότι:

Η τελική αυτή θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Η Έφορος ενήργησε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου.  Δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Παρατηρήσεις Εφετείου:  Το Άρθρο 95 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, χρήζει τροποποίησης ούτως ώστε να παρέχεται μεγαλύτερη ασφάλεια για τους πιστωτές ως προς το εγειρόμενο θέμα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

C.L. Nye Ltd [1971] 1 Ch. 442.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα τράπεζα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 2/11/00 (Αρ. Φορολογικής Υπ. 596/99) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή της για αποζημιώσεις λόγω ακύρωσης από την Έφορο Εταιρειών των τριών πάγιων και μιας κυμαινόμενης επιβάρυνσης ως ασφάλεια για χορηγηθείσες από την ενάγουσα πιστώσεις προς εμπορική εταιρεία καθώς και της απόρριψης της υπ. αρ. 73/94 αίτησης της για επανεγραφή των επιβαρύνσεων στο Μητρώο της Εφόρου.

Α. Δικηγορόπουλος, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Ιωαννίδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εμπορική εταιρεία Λούκος Λτδ. σε αντάλλαγμα χορηγηθεισών ή χορηγηθησομένων πιστώσεων από την εφεσείουσα και σαν ασφάλεια για την πληρωμή παντός οφειλομένου ποσού συμφώνησε γραπτώς στην εγγραφή τριών πάγιων επιβαρύνσεων, ημερομηνίας 13.5.1982, 18.12.1986 και 14.5.1987 για τα ποσά των £25.000, £14.000 και £11.000 αντίστοιχα. Επί πλέον συμφώνησε για κυμαινόμενη επιβάρυνση ημερομηνίας 16.4.1983 για το ποσό των £200.000.

[*578]

Με ένορκες δηλώσεις της εταιρείας ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ. ημερομηνίας 22.3.1993 και 10.9.1993 στις οποίες επιβεβαιώνετο ότι οι δύο πάγιες επιβαρύνσεις των £25.000 και £11.000 είχαν εξοφληθεί και επίσης ότι ουδέποτε χορηγήθηκε οποιοδήποτε ποσό στην εταιρεία όσον αφορά την κυμαινόμενη επιβάρυνση των £200.000.  Η Έφορος Εταιρειών βασιζόμενη σ’ αυτές τις ακύρωσε.

Η εφεσείουσα διατείνεται ότι η εταιρεία ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ. κατά τις ημερομηνίες των ενόρκων δηλώσεων της όφειλε συνολικά ποσά που υπερέβαιναν τα ποσά των πάγιων επιβαρύνσεων και της κυμαινομένης επιβάρυνσης.

Η εφεσείουσα όταν διαπίστωσε την ακύρωση των επιβαρύνσεων από την Έφορο Εταιρειών αποτάθηκε με την Αίτηση αρ. 73/94 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αίτημα την επανεγγραφή των επιβαρύνσεων στο μητρώο επιβαρύνσεων της Εφόρου Εταιρειών δυνάμει του άρθρου 96 του περί Εταιρειών Νόμου.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε εμπεριστατωμένη απόφαση του, ημερομηνίας 28.6.1995, απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας με το αιτιολογικό ότι τέτοια εξουσία δεν παρέχεται στο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 96.

Η εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας αποζημιώσεις ύψους £236.000 πλέον τόκους ποσό που ισούται με τις ακυρωθείσες επιβαρύνσεις. Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι η ακύρωση των επιβαρύνσεων ήταν το αποτέλεσμα πλημμελούς ή αμελούς ασκήσεως των εκ του νόμου καθηκόντων της Εφόρου Εταιρειών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία πέντε μαρτύρων της εφεσείουσας-ενάγουσας Τράπεζας κατέληξε σε ευρήματα ως εξής:-

«Από το σύνολο του υλικού που έχει προσαχθεί καταλήγω στα βασικά και αναπόδραστα ευρήματα ότι:

1.  Προς τον σκοπό της διασφάλισης πληρωμής τραπεζικών πιστώσεων που είχαν δοθεί από την ενάγουσα τράπεζα προς την Εμπορική Εταιρεία ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ., η δεύτερη παρέσχε τις 3 επίδικες επιβαρύνσεις σε περιουσιακά στοιχεία της προς όφελος της τράπεζας.

2.  Ότι αυτές οι επιβαρύνσεις εγγράφηκαν στο σχετικό μητρώο [*579]από τον Έφορο Εταιρειών.

3.  Ότι οι επιβαρύνσεις αργότερα, χωρίς την συγκατάθεση ή γνώση της ενάγουσας τράπεζας ήρθησαν από τον Έφορο Εταιρειών με την προσκόμιση από την οφειλέτιδα εταιρεία στοιχείων.»

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επιλαμβάνεται εκτενώς της νομικής πλευράς του θέματος με αναφορά και στην Αγγλική νομολογία, απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε εκ μέρους της Εφόρου Εταιρειών πλημμελής ή αμελής τρόπος άσκησης εξουσίας κυβερνητικού οργάνου ή παράβαση νομίμου καθήκοντος.

Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη.  Οι τρεις πρώτοι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξετασθούν μαζί.  Ο τέταρτος λόγος προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, σχετικά με την αξία των μηχανημάτων της εταιρείας ΛΟΥΚΟΣ ΛΤΔ.

Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 95 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 λανθασμένα ως προς την ερμηνεία και έννομο αποτέλεσμα της κυμαινόμενης επιβάρυνσης και ότι λανθασμένα αποφάσισε ως προς την ευθύνη της Δημοκρατίας αναφορικά με ζημιογόνους πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων της.

Με το θέμα των επιβαρύνσεων ασχολείται το Μέρος ΙΙΙ του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Σύμφωνα με το άρθρο 90(1) επιβαρύνσεις θα είναι άκυρες όσον αφορά οποιαδήποτε διασφάλιση επί περιουσίας εταιρείας, έναντι του εκκαθαριστή ή πιστωτή της εταιρείας εκτός εάν τα προβλεπόμενα στοιχεία της επιβάρυνσης παραδοθούν στον Έφορο Εταιρειών εντός 21 ημερών από την ημερομηνία δημιουργίας της επιβάρυνσης. Υποχρέωση για υποβολή των στοιχείων την έχει η εταιρεία (άρθρο 91(4)). Η εγγραφή όμως μπορεί να γίνει και με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου προσώπου.

Το άρθρο 95 προβλέπει την εξουσία του Εφόρου να αποδεσμεύει την εταιρεία από τις επιπτώσεις της εγγραφής επιβάρυνσης.  Το άρθρο 95 έχει ως εξής:-

«95.  The registrar of companies, on evidence being given to his satisfaction with respect to any registered charge,-

[*580]

(a)   that the debt for which the charge was given has been paid or satisfied in whole or in part; or

(b)   that part of the property or undertaking charged has been released from the charge or has ceased to form part of the company’s property or undertaking,

may enter on the register a memorandum of satisfaction in whole or in part, or of the fact that part of the property or undertaking has been released from the charge or has ceased to form part of the company’s property or undertaking, as the case may be, and where he enters a memorandum of satisfaction in whole he shall, if required, furnish the company with a copy thereof.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης και την αγγλική νομολογία επί του θέματος ότι η Έφορος ενήργησε εντός των προνοιών του πιο πάνω άρθρου και της όλης φιλοσοφίας του Μέρους ΙΙΙ του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.  Συνοψίζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-

«Επισκοπώντας το περιεχόμενο ολόκληρου του Μέρους ΙΙΙ του Κεφ. 113 είναι έκδηλη η όλη προσπάθεια του νομοθέτη να επιθέτει ευθύνες, υποχρεώσεις αλλά και κυρώσεις σε εγγεγραμμένες εταιρείες σε σχέση με τη δημιουργία επιβαρύνσεων.  Στις εταιρείες αυτές είναι που εναποθέτει την ευθύνη να τον πληροφορούν περί των επιβαρύνσεων τους, να υποβάλλουν για εγγραφή τα στοιχεία τους, τα στοιχεία υποθηκών κ.λπ.  Και σ’ αυτές τις εταιρείες είναι που επιβάλλονται κυρώσεις για μη συμμόρφωση.  Το να αποδέχεται επίσης ο Έφορος στοιχεία και για αποδέσμευση από τις πρόνοιες εγγεγραμμένης επιβάρυνσης δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο ή παράνομο.  Προέρχεται εξ άλλου από το ίδιο το νομικό πρόσωπο που είχε την ευθύνη για την τακτοποίηση της εγγραφής της επιβάρυνσης και θα υφίστατο κυρώσεις αν δεν το έπραττε.»

Το άρθρο 95 είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 100 του Companies Act 1948 που ίσχυε στην Αγγλία.  Διαπιστώνεται ότι και στην Αγγλία ο Έφορος ακολουθούσε την ίδια τακτική κατά την εφαρμογή του νόμου. Στο σύγγραμμα Pennington’s Company Law, 4η  Έκδοση, σελ. 43 αναφέρονται τα εξής σε σχέση με καταχώρηση σημειώματος ικανοποίησης:-

[*581]«….. Such a memorandum will usually be entered by the Registrar on the company’s application supported by a statutory declaration made by a director and secretary, and the Registrar does not require the production of an admission or consent by the debenture holders or their trustees.»

Παρόμοια αναφορά γίνεται και στο σύγγραμμα Palmer’s Company Law (Vol. 1) [1982], παρ. 45-49.

(Βλέπε επίσης: In re C. L. Nye Ltd. [1971] 1 Ch. 442).

Πρόσωπο το οποίο δίδει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία στον Έφορο υπόκειται σε δίωξη για ψευδορκία εφόσον τα στοιχεία αυτά δίδονται ενόρκως, όπως στην παρούσα περίπτωση.  Όπως αναφέρθηκε στη Nye Ltd. (πιο πάνω) ο πιστωτής που ζημιώθηκε από τα ψευδή στοιχεία μπορεί να κινηθεί δικαστικά εναντίον του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τα εξής:-

«Τελικά, το να αρκείτο ο Έφορος στο να απαιτεί όχι απλώς στοιχεία, αλλά στοιχεία επιβεβαιωμένα με ένορκη δήλωση από αξιωματούχο της εταιρείας, με πλήρη επίγνωση των συνεπειών που θα επέσυρε η μη αλήθεια τους άνκαι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν υπό τις περιστάσεις η καλύτερη τακτική που θα μπορούσε να ακολουθηθεί, αδυνατώ να συμπεράνω ότι αυτή ισοδυναμούσε με πλημμελή ή αμελή τρόπο άσκησης εξουσίας κυβερνητικού οργάνου, η παράβαση νόμιμου καθήκοντος.»

Η τελική αυτή θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή.  Η Έφορος ενήργησε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου.  Δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αμέλεια ή παράβαση καθήκοντος.

Οι λόγοι έφεσης κρίνονται, ως εκ τούτου, ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Παρεμπιπτόντως, κρίνουμε και εμείς, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το άρθρο 95 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, χρήζει τροποποίησης ούτως ώστε να παρέχεται μεγαλύτερη ασφάλεια για τους πιστωτές, ως προς το εγειρόμενο θέμα.

Ενόψει της κατάληξης μας αυτής ο τέταρτος λόγος έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου και η οποιαδήποτε ενασχόληση μας με αυτόν θα ήταν ακαδημαϊκού περιεχομένου.

[*582]Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο