Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ανδρέα Προδρόμου (2003) 1 ΑΑΔ 600

(2003) 1 ΑΑΔ 600

[*600]8 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11085)

 

Ασφάλιση ― Ασφαλιστικό συμβόλαιο ― Πότε ασφαλιστικό συμβόλαιο είναι εξ υπαρχής άκυρο λόγω απόκρυψης στοιχείων.

Ο εφεσίβλητος-ενάγων καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης για αποζημίωση του αυτοκινήτου του που καταστράφηκε ολοσχερώς σε τροχαίο ατύχημα στις 10.4.1993, ενώ οδηγείτο από το γιό του.  Η εφεσείουσα πρόβαλε ότι το ασφαλιστήριο ήταν εξ υπαρχής άκυρο διότι ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, με ενσωμάτωση τους μάλιστα στο συμβόλαιο βάσει όρου που καθιστούσε την απόλυτη αλήθεια προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ασφάλισης.

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι προέκυπτε από το περιεχόμενο της πρότασης ασυνέπεια μεταξύ της δήλωσης ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αγοράσει το αυτοκίνητο μεταχειρισμένο, όταν το αγόρασε το 1992 ενώ το αυτοκίνητο ενεγράφη το 1989, έχοντας το μάλιστα αγοράσει σε τιμή που προδήλως δεν μπορούσε να ήταν η τιμή καινούργιου.  Επομένως, αν το καινούργιο ή μεταχειρισμένο ή κατ’ επέκταση εισηγμένο μεταχειρισμένο, είχαν για την εφεσείουσα σημασία, η εφεσείουσα όφειλε να το διερευνήσει.  Το γεγονός ότι δεν το έπραξε σήμαινε αποποίηση του σχετικού δικαιώματός της.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αρχή περί εξ υπαρχής άκυρου συμβολαίου θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όπου πριν την έγκριση της πρότασης για ασφάλιση, υπήρξε τέτοια απόκρυψη στοιχείων την οποία η ασφαλιστική εταιρεία δεν είχε ευκαιρία να εντοπίσει.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

[*601]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ιστορικό του αυτοκινήτου δημιουργούσε από μόνο του ερωτηματικά τα οποία η εφεσείουσα θα έπρεπε να διερευνήσει οπότε εύκολα και γρήγορα θα είχε πλήρη και σαφή εικόνα. Όμως δεν το έπραξε.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε το θέμα ορθά και δεν διαπιστώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 18/4/00 (Αρ. Αγωγής 7473/94) με την οποία αποδέχτηκε την αγωγή του ενάγοντα για υποχρέωση αποζημίωσής του από την εναγόμενη λόγω ολοσχερούς καταστροφής του αυτοκινήτου του αφού έκρινε ότι το μεταξύ τους ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν έγκυρο.

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Αδάμου για Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στην αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον της εφεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας απασχόλησε ως κεντρικό επίδικο θέμα η εγκυρότητα του μεταξύ τους συμβολαίου ασφάλισης, ημερ. 15 Δεκεμβρίου 1992, το οποίο αφορούσε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, υπ΄ αρ. εγγραφής WG 020.  Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν έγκυρο.

Το αυτοκίνητο, μάρκας BMW με κινητήρα 2000 κυβ. εκ., εισήχθη στην Κύπρο μεταχειρισμένο το Φεβουάριο του 1989 και αγοράστηκε από τον εφεσίβλητο τον Ιούλιο του 1992.  Στις 15 Δεκεμβρίου 1992 ο εφεσίβλητος, συνοδευόμενος από το γιο του επισκέφθηκαν ασφαλιστικό πράκτορα – ή «παραγωγό» όπως επίσης αποκαλείται - [*602]της εφεσείουσας για απόκτηση, από τους δύο, περιεκτικής ασφαλιστικής κάλυψης. Ο πράκτορας συμπλήρωσε έντυπο πρότασης το οποίο ο εφεσίβλητος υπέγραψε χωρίς να ελέγξει.  Παρόλον που δεν γνώριζε προηγουμένως τον πράκτορα, ο εφεσίβλητος δεν είχε λόγο να υποψιαστεί ότι δεν είχαν αποτυπωθεί αληθώς ή επακριβώς όλα τα στοιχεία.  Τα οποία πάντως δόθηκαν στον πράκτορα με απαντήσεις σε σχετικές ερωτήσεις και με το πιστοποιητικό εγγραφής του αυτοκινήτου το οποίο του διατέθηκε.

Εκ των υστέρων όμως φάνηκε πως υπήρξαν πλημμέλειες. Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «5.4 Έχει οποιοδήποτε όχημα αγοραστεί ή εισαχθεί μεταχειρισμένο; ......ΝΑΙ/ΟΧΙ» διαγράφηκε το ΝΑΙ με αποτέλεσμα την αρνητική απάντηση.  Ενώ, όπως άλλωστε φαινόταν και στο πιστοποιητικό εγγραφής, το αυτοκίνητο αγοράστηκε μεταχειρισμένο και μάλιστα εισήχθη μεταχειρισμένο. Σε άλλες ερωτήσεις καταγράφηκαν ως απαντήσεις, που ήταν εν προκειμένω ορθές, ότι ο εφεσίβλητος κατείχε όχημα ως ιδιοκτήτης μόνο από το 1992.  Προέκυπτε λοιπόν ότι το WG 020 ο εφεσίβλητος το απέκτησε το 1992.  Εζητείτο ως στοιχείο το έτος κατασκευής του οχήματος αλλά δεν καταγράφηκε. 

Εξετάζοντας την πρόταση, ο διευθυντής της εφεσείουσας σημείωσε ο ίδιος στο σχετικό μέρος το έτος 1989 ως το έτος κατασκευής του οχήματος, καθοδηγούμενος προφανώς από τον αριθμό εγγραφής ενώ, όπως φαινόταν από το πιστοποιητικό εγγραφής, επρόκειτο για όχημα του 1980. Άλλο στοιχείο που δεν δόθηκε ήταν η ημερομηνία αγοράς. Ως «Αξία Οχήματος» δηλώθηκε το ποσό των £5.000=, ποσό το οποίο προδήλως ο οποιοσδήποτε με ακόμα και ελάχιστη γνώση σε αυτά τα θέματα, δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ως την αξία ενός τέτοιου καινούργιου αυτοκινήτου. Και όμως ο διευθυντής της εφεσείουσας, ασφαλιστής με πείρα μερικών δεκαετιών,  κατέθεσε πως δεν γνώριζε αφού δεν ήταν ειδικός για τις τιμές αυτοκινήτων.  Το Δικαστήριο δεν τον θεώρησε αξιόπιστο. Σε σχέση με την ίδια πτυχή αναφέρουμε παρενθετικά και την παρατήρηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι ο ασφαλιζόμενος μπορεί να ζητήσει κάλυψη μικρότερη της πραγματικής αξίας του αντικειμένου, για να υποδείξουμε με εκτίμηση πως η ερώτηση στο έντυπο πρότασης του οχήματος αφορούσε στην αξία του οχήματος και όχι στο ύψος της ασφάλισης.

Πρόβλημα προέκυψε όταν, κατόπιν τροχαίου ατυχήματος που συνέβη στις 10 Απριλίου 1993 ενώ το αυτοκίνητο οδηγείτο από τον γιο του εφεσίβλητου, το αυτοκίνητο καταστράφηκε ολοσχερώς και η εφεσείουσα κλήθηκε να αποζημιώσει τον εφεσίβλητο.  Προέβαλε τό[*603]τε ζήτημα εγκυρότητας του ασφαλιστηρίου και αρνήθηκε να πληρώσει.  Στην αγωγή του εφεσίβλητου για αποζημίωση, η εφεσείουσα προέβαλε ότι το ασφαλιστήριο ήταν εξ υπαρχής άκυρο διότι ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, με ενσωμάτωση τους μάλιστα στο συμβόλαιο βάσει όρου που καθιστούσε την απόλυτη αλήθεια ως προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ασφάλισης. 

Η εν λόγω θέση της εφεσείουσας είχε ως άξονα την άποψη ότι κατά τη συμπλήρωση του εντύπου  πρότασης για ασφάλιση ο πράκτορας ενεργούσε ως αντιπρόσωπος όχι της εφεσείουσας αλλά του εφεσίβλητου. Για δε τα λοιπά η εφεσείουσα υπέβαλε ότι υπό το φως των αδιαμφισβήτητων δεδομένων η  πρόταση ήταν ψευδής επειδή δηλώθηκε πως το αυτοκίνητο δεν είχε αγοραστεί ή εισαχθεί μεταχειρισμένο, και η ίδια δεν είχε λόγο να μην στηριχθεί στην πρόταση.  Ο εφεσίβλητος αντέτεινε ως προς αυτό ότι ο πράκτορας ταυτιζόταν με την ασφαλιστική εταιρεία και ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της κατά τη συμπλήρωση του εντύπου της πρότασης, με αποτέλεσμα η δική του γνώση να ήταν και δική της.

Το Δικαστήριο δέχθηκε την άποψη της εφεσείουσας ότι ο πράκτορας ενεργούσε εκ μέρους του εφεσίβλητου, στον οποίο επομένως αποδίδοντο τα όσα μεμπτά περιέχοντο στην πρόταση.  Προσεγγίζοντας το εν λόγω θέμα το Δικαστήριο ακολούθησε ό,τι θεώρησε ως νομικό κανόνα που έθετε η νομολογία, Αγγλική και δική μας, αναφορικά με τη νομική σχέση μεταξύ ασφαλιστικής εταιρείας, πράκτορα και ασφαλιζομένου.  Κατά τη γνώμη μας το θέμα είναι όχι νομικό αλλά πραγματικό.  Οι επί του θέματος Αγγλικές και άλλες αποφάσεις εκφράζουν πάνω απ’ όλα, ως προς αυτό, τις κοινωνικο-οικονομικές αντιλήψεις της εποχής τους και όχι μέτρο λογικότητας με αυτόματη κατ’ αναλογίαν εφαρμογή.  Πρόκειται λοιπόν για θέμα που εξετάζεται υπό το φως γενικότερα των συνθηκών που επικρατούν στην κάθε χώρα και συγκεκριμένα του τρόπου με τον οποίο, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους με ασφαλιστική εταιρεία, οι πράκτορες αυτοί εμφανίζονται προς το κοινό.  Οι δε ασφαλιστικές εταιρείες δεν μπορεί να μην γνωρίζουν ποια είναι η κατάσταση πραγμάτων στον τόπο μας. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως ο πράκτορας σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργεί οπωσδήποτε ως αντιπρόσωπος του υποβάλλοντος την πρόταση.  Δεν θα επεκταθούμε όμως αφού αυτή η πτυχή δεν έχει τεθεί ενώπιόν μας.

Το Δικαστήριο επεσήμανε πάντως πως εν προκειμένω προέκυπτε από το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης ασυνέπεια μεταξύ της δήλωσης ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αγοράσει το αυτοκίνητο μεταχει[*604]ρισμένο, όταν το αγόρασε το 1992 ενώ  το αυτοκίνητο ενεγράφη το 1989 έχοντας το μάλιστα αγοράσει σε τιμή που προδήλως δεν μπορούσε να ήταν η τιμή καινούργιου. Κατέληξε, επομένως,  ότι αν το καινούργιο ή μεταχειρισμένο ή κατ’ επέκταση το εισηγμένο μεταχειρισμένο είχαν για την εφεσείουσα σημασία, η εφεσείουσα όφειλε να διερευνούσε αυτή την πτυχή και το ότι δεν το έπραξε σήμαινε αποποίηση του σχετικού δικαιώματός της.  Ανέφερε καταληκτικά τα εξής:

«Δεν μου διαφεύγει ότι η νομολογία επιβάλλει αυστηρό καθήκον αποκάλυψης στον αιτητή που ζητά να ασφαλιστεί.  Είμαι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή αυτή.  Όμως, από την άλλη, οι ασφαλιστικές εταιρείες που δέχονται τέτοιες αιτήσεις, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν την αρχή αυτή, ως ασπίδα ή δικαιολογία για οποιαδήποτε αδράνειά τους, (εσκεμμένη ή μη) για να εντοπίσουν τα πραγματικά στοιχεία, όπου οι αιτήσεις που δέχονται περιέχουν στοιχεία ή παραλήψεις που εύλογα θα πρέπει να τις θορυβήσουν. ..........................................................................

................................................. το κρίσιμο σημείο για την συγκεκριμένη υπόθεση που έχω ενώπιόν μου είναι η γνώση που απέκτησε ο διευθυντής της Εναγόμενης εταιρείας κατά την ώρα της αξιολόγησης της αίτησης. ακόμα η γνώση που όφειλε με δική του έρευνα να αποκτήσει αναφορικά με τα στοιχεία του σχετικού αυτοκινήτου κατά την ώρα της αξιολόγησης της αίτησης και πριν την έγκρισή της.  Γιατί κατά την άποψη μου, η αρχή περί εξ΄ υπαρχής άκυρου συμβολαίου θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όπου πριν την έγκριση της πρότασης για ασφάλιση, υπήρξε τέτοια απόκρυψη στοιχείων την οποία η ασφαλιστική εταιρεία δεν είχε ευκαιρία να εντοπίσει.»

Υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας πως το κατά πόσο το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο ή μεταχειρισμένο αποτελούσε μόνο το ένα σκέλος της δήλωσης στην παράγραφο 5.4 της πρότασης και αν η πρόταση παρείχε λόγο για διερεύνηση σε σχέση με εκείνο, δεν ίσχυε εντούτοις το ίδιο για το σκέλος που αφορούσε το αν το αυτοκίνητο εισήχθη μεταχειρισμένο, που ήταν και το κρίσιμο. 

Η ουσία όμως του ζητήματος είναι, καθώς μας φαίνεται, το ότι σε σχέση με το ιστορικό του αυτοκινήτου εδημιουργείτο από την ίδια την πρόταση ερωτηματικό. Και αν γενικότερα σε σχέση με το ιστορικό η εφεσείουσα απέδιδε σημασία, θα έπρεπε να το διερευνούσε οπότε εύκολα και γρήγορα – το πιστοποιητικό εγγραφής ο εφεσίβλητος το είχε ήδη διαθέσει στον πράκτορα – θα είχε πλήρη και σαφή εικόνα.  Αλλά δεν το ηθέλησε.  Δεν διαπιστώνουμε νομικό σφάλ[*605]μα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσήγγισε το ζήτημα ούτε και θεωρούμε ότι το συμπέρασμα στο οποίο ήχθη ήταν εν προκειμένω ανέφικτο ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή  μας.

Η συνήγορος της εφεσείουσας συζήτησε και θέμα που αφορά στο ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης.  Ωστόσο, λόγος έφεσης δεν διατυπώθηκε σε σχέση με τέτοιο θέμα και επομένως δεν μπορεί να μας απασχολήσει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

      

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο