Χατζηγαβριήλ Κώστας και Άλλοι ν. Επενδυτικού Συγκροτήματος Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 606

(2003) 1 ΑΑΔ 606

[*606]8 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

1. ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,

2. ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,

3. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11409)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα ― Εκδοθέν μετά από μονομερή αίτηση ― Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Έξοδα ― Έφεση εναντίον διατάγματος εξόδων το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον επιτυχόντων διαδίκων σε διαδικασία έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος ― Τα δεδομένα της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την έκδοση οποιασδήποτε διαταγής για έξοδα.

Μετά από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο δεσμεύονταν οι μετοχές των εφεσειόντων σε δημόσιες Κυπριακές εταιρείες όπως και καθορισθείσα ακίνητη ιδιοκτησία του 1ου εφεσείοντος, ως περιουσιακών στοιχείων προς ικανοποίηση εκδοθησόμενης υπέρ της απόφασης.  Το διάταγμα έγινε οριστικό αναφορικά με το μέρος του που αφορούσε την ακίνητη ιδιοκτησία του 1ου εφεσείοντος.  Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον όλων των εφεσειόντων για το ήμισυ των εξόδων της, παρόλον που η εφεσίβλητη απέτυχε εξ ολοκλήρου στο μέρος που αφορούσε τους εφεσείοντες 2 και 3.

Με την έφεση αμφισβητείται:  (α) η διαπίστωση ότι είχε καταδειχθεί από την εφεσίβλητη το επείγον ή άλλες ειδικές περιστάσεις ως προϋπόθεση, όπως ορίζει το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, για έκδοση προσωρινού διατάγματος με μονομερή αίτηση και (β) η ορθότητα της διαταγής ως προς τα έξοδα.

[*607]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πάροδος επτά μηνών μεταξύ της δημιουργίας της κατ’ ισχυρισμό υποχρέωσης και της έγερσης της αγωγής, εδικαιολογείτο από τις θέσεις των μερών που δημιουργούσαν εύλογα την προσδοκία εξώδικης διευθέτησης, η οποία πρέπει βεβαίως να ενθαρρύνεται.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και έχοντας υπόψη τον στόχο του προσωρινού διατάγματος και την αντιπροσώπευση των εφεσειόντων από τον ίδιο συνήγορο, δεν θα έπρεπε να προβεί στην έκδοση οποιασδήποτε διαταγής για έξοδα.

Η έφεση επιτράπηκε μόνο ως προς τα έξοδα. Ουδεμία διαταγή για έξοδα είτε πρωτοδίκως είτε στην έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598,

Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχος K. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 A.A.Δ. 606.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 4/6/02 (Αρ. Αγωγής 3783/02) με την οποία, κατόπιν μονομερούς αίτησης της ενάγουσας, εκδόθηκε διάταγμα δέσμευσης της ακίνητης ιδιοκτησίας του 1ου εναγόμενου, ως περιουσιακού στοιχείου προς ικανοποίηση της υπέρ της ενάγουσας απόφασης του Δικαστηρίου και διάταγμα εναντίον όλων των εναγομένων για το ήμισυ των εξόδων της ενάγουσας.

Λ. Παπαφιλίππου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Η εφεσίβλητη αξιώνει εναντίον των εφεσειό[*608]ντων ποσό £1.700.000 πλέον τόκο. Επικαλείται ως αιτία αγωγής «γραμμάτιο συνήθους τύπου και/ή γραμμάτιο και/ή χρεωστικό  ομόλογο» ημερ. 22 Ιουνίου 2001 και πληρωτέο 30 Σεπτεμβρίου 2001, το οποίο ο 1ος εφεσείων εξέδωσε ως πρωτοφειλέτης και οι εφεσείοντες 2 και 3 υπέγραψαν ως εγγυητές αλλά παρέλειψαν να εξοφλήσουν.  Κατά την καταχώριση της αγωγής στις  23 Απριλίου 2002, η εφεσίβλητη αποτάθηκε μονομερώς για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να δεσμεύονταν γενικά οι μετοχές των εφεσειόντων σε δημόσιες Κυπριακές εταιρείες όπως και καθορισθείσα ακίνητη ιδιοκτησία του 1ου εφεσείοντος, ως περιουσιακών στοιχείων προς ικανοποίηση εκδοθεισομένης υπέρ της απόφασης.  Η μονομερής αίτηση ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο για τις 29 Απριλίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα. Ορίστηκε επιστρεπτέο σε σύντομη ημερομηνία  και, κατόπιν  ένστασης  των  εφεσειόντων, διεξήχθη ακρόαση.  Στις 4 Ιουνίου 2002 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία διαλύθηκε το μέρος του διατάγματος που αφορούσε στις μετοχές όλων των εφεσειόντων ενώ έγινε οριστικό το μέρος που αφορούσε στην ακίνητη ιδιοκτησία του 1ου εφεσείοντος. Συνάμα εκδόθηκε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον όλων των εφεσειόντων διάταγμα για το ήμισυ των εξόδων της, παρόλον που η εφεσίβλητη απέτυχε εξ ολοκλήρου στο μέρος που  αφορούσε τους εφεσείοντες 2 και 3.

Οι εφεσείοντες  πρωτοδίκως υπέβαλαν ανεπιτυχώς – και ήταν ένα από πολλά ζητήματα που απασχόλησαν - ότι δεν είχε καταδειχθεί από την εφεσίβλητη το επείγον ή άλλες ειδικές περιστάσεις ως  προϋπόθεση, όπως ορίζει το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, για έκδοση προσωρινού διατάγματος με μονομερή αίτηση.  Με την έφεση τίθεται μόνο αυτό το ζήτημα και το ζήτημα των εξόδων.

Το πρώτο ζήτημα, που αφορά στις περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, το Δικαστήριο το προσήγγισε έχοντας υπόψη την αυστηρή επ’ αυτού νομολογία στην οποία παρέπεμψε - Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598 και Ahmad Zein ν. Παράσχος Καμπανέλλας Λτδ, (2000) 1 Α.Α.Δ. 606 - με τις οποίες δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε - και εξήγησε λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους διατηρούσε την άποψη πως επρόκειτο για επείγουσα περίπτωση. Δεν διακρίναμε λόγο για επέμβαση. Σε σχέση ιδιαίτερα με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι αφού η κατ’ ισχυρισμόν υποχρέωση προέκυψε στις 30 Σεπτεμβρίου 2001 και η αγωγή κινήθηκε στις 23 Απριλίου 2002, η καθυστέρηση των σχεδόν επτά μηνών έδειχνε ότι δεν [*609]υπήρχε οτιδήποτε το επείγον, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία που συνόδευε την αίτηση, το χρέος ως λίγο πριν από την αγωγή δεν αμφισβητείτο και μάλιστα έγινε από τον 1ον εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη πρόταση σταδιακής πληρωμής αλλά στο τέλος υπήρξε εκ μέρους του υπαναχώρηση με την αποποίηση ή άρνηση ευθύνης, οπότε κινήθηκε η αγωγή. Το ότι λοιπόν δεν κινήθηκε η αγωγή νωρίτερα δικαιολογείτο από το ότι οι σχέσεις και οι αντίστοιχες τοποθετήσεις των μερών δημιουργούσαν κατά τα φαινόμενα εύλογα την προσδοκία εξώδικης διευθέτησης, η οποία πρέπει βέβαια να ενθαρρύνεται. Όταν, κατόπιν μεταβολής στη στάση του 1ου εφεσείοντος εμφανίστηκε αδιέξοδο και κατέστη αναπόφευκτη η καταχώριση της αγωγής, πρόβαλλε τότε φυσιολογικά υπαρκτός και άμεσος ο κίνδυνος αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων προς τα οποία στρεφόταν η μονομερής αίτηση για εξασφάλιση πληρωμής σε περίπτωση επιτυχίας στην αγωγή. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να επικριθεί ο χειρισμός στον οποίο προέβη το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Ως προς όμως το ζήτημα των εξόδων, συμμεριζόμαστε την άποψη των εφεσειόντων ότι ενώ λήφθηκε υπόψη η μερική επιτυχία της εφεσίβλητης στην αίτησή της δεν λήφθηκε ταυτόχρονα υπόψη αφενός η μερική επιτυχία του 1ου εφεσείοντος,  στον ίδιο μάλιστα βαθμό, και αφετέρου η ολική επιτυχία των εφεσειόντων 2 και 3. Με αυτά τα δεδομένα, και έχοντας υπόψη ότι το προσωρινό διάταγμα απέβλεπε στην ικανοποίηση απόφασης εναντίον και των τριών εφεσειόντων ανεξάρτητα από την αντίστοιχη σύνδεσή τους με το όποιο δεσμευθέν περιουσιακό στοιχείο, όπως και το ότι και οι τρεις αντιπροσωπεύονταν από τον ίδιο συνήγορο, θεωρούμε πως δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. 

Η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς τα έξοδα. Το πρωτόδικο διάταγμα εξόδων παραμερίζεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα  είτε πρωτοδίκως είτε στην έφεση. 

H�έφεση επιτρέπεται μόνο ως προς τα έξοδα. Ουδεμία διαταγή για έξοδα είτε πρωτοδίκως είτε στην έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο