Μυλωνάς Μάριος ν. Κατερίνας Μυλωνά (Αρ. 2) (2003) 1 ΑΑΔ 688

(2003) 1 ΑΑΔ 688

[*688]29 Μαΐου, 2003

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΥΛΩΝΑ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Έφεση Αρ. 155)

 

Παραγραφή ― Κατά πόσο παραγεγραμμένο δικαίωμα μπορεί να αναβιώσει εάν αυτό αποτελεί το αντικείμενο ανταπαίτησης και όχι απαίτησης ― Άρθρο 9 του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15.

Παραγραφή ― Καθιέρωση χρονικών πλαισίων για την άσκηση δικαιώματος επί ποινή παραγραφής ― Δεν προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

Ο σύζυγος, ο αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία και εφεσείων στην παρούσα έφεση, ήγειρε την προτεραία της εκπνοής της περιόδου των δύο ετών από τη διάλυση του γάμου του με την εφεσίβλητη, αξίωση εναντίον της η οποία εστηρίζετο στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), (ο Νόμος).  Η εφεσίβλητη καταχώρησε ανταπαίτηση μετά την παρέλευση των δύο ετών από τη λύση του γάμου.  Ήταν αναμφισβήτητο ότι το επικαλούμενο δικαίωμα είχε παραγραφεί.  Το ερώτημα το οποίο τέθηκε και εξετάστηκε πρωτόδικα ήταν κατά πόσο το γεγονός ότι η απαίτηση που υποβλήθηκε υπό μορφή ανταπαίτησης σε διαδικασία που ήγειρε ο αιτητής, άμβλυνε τις συνέπειες της παραγραφής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παρά την παραγραφή του δικαιώματος το οποίο αποτελούσε τη βάση της ανταπαίτησης, η προβολή του καθίστατο παραδεκτή κάτω από τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15, οι οποίες προβλέπουν ότι η ανταπαίτηση θεωρείται ως αρξαμένη κατά το χρόνο έγερσης της απαίτησης. 

[*689]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφαρμογή του Άρθρου 9 περιορίζεται σε απαιτήσεις που διέπονται από τις διατάξεις του Κεφ. 15 και με τις οποίες ταυτίζονται οι σκοποί του. Το Άρθρο 9 του Κεφ. 15, έχει ως πρότυπο το Άρθρο 28 του Αγγλικού περί Παραγραφής Νόμου του 1939, οι πρόνοιες του οποίου τυγχάνουν εφαρμογής μόνο σε απαιτήσεις, η παραγραφή των οποίων διέπεται από τον περί Παραγραφής Νόμο του 1939.

2.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 9 του Κεφ. 15, περιορίζουν τον ανεξάρτητο, κατά τα δικονομικά ειωθότα, χαρακτήρα της ανταπαίτησης η οποία επενεργεί ως ανταγωγή.

3.  Η πλασματική μετατόπιση του χρόνου έγερσης της ανταπαίτησης τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε ανταπαίτηση, η παραγραφή της οποίας διέπεται από το Κεφ. 15.  Αποτελεί εξαίρεση του δικονομικού κανόνα που θεωρεί κατά πάντα την ανταπαίτηση ως ανεξάρτητη αγωγή.

4.  Το δικαίωμα που παρέχει το Άρθρο 14 του Νόμου παρασχέθηκε έξω και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Κεφ. 15, όπως και η προθεσμία για την άσκησή του. Το δικαίωμα της εφεσίβλητης ασκήθηκε έξω από την καθορισμένη περίοδο που καθορίζει το Άρθρο 15(α) του Νόμου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αγωγής εφόσον παρεγράφη.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε ως ανεδαφική.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Malachtou v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 543,

Pilavachi & Co. Ltd v. International Chemical Company Ltd (1965) 1 C.L.R. 97,

L.S.A. Packers & Forwarders Ltd v. Φράγκου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 392,

Lowe v. Bentley, T.L.R. Vol. XLIV, 1927-28 σελ. 388,

Γιωργαλλάς ν. Χ”Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060,

Φοινικαρίδου ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 1744.

[*690]

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 25/2/02 (Αρ. Αγωγής 4/00) με την οποία έγινε δεκτή η καταχώριση εκ μέρους της πρώην συζύγου του ανταπαίτησης στην απαίτηση του εναντίον της βάσει των διατάξεων του Άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91).

Δ. Ιεροδιακόνου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η έκβαση της έφεσης εξαρτάται από την απάντηση στο ακόλουθο νομικό κατά βάση, ερώτημα. Μπορεί παραγεγραμμένο δικαίωμα να αναβιώσει εάν αυτό αποτελεί το αντικείμενο ανταπαίτησης και όχι απαίτησης;  Το Οικογενειακό Δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση στο τιθέμενο θέμα υπό το φως των διατάξεων του άρθρου 9 του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15. Το ζήτημα κρίθηκε προδικαστικά μετά από ένσταση του εφεσείοντος (αιτητή), στο παραδεκτό της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης (καθ’ ης η αίτηση), βασισμένης σε παραγραφέν δικαίωμα. 

Το υπόβαθρο της διαφοράς: Οι διάδικοι συζεύκτηκαν το 1986.  Ο γάμος τους  διαλύθηκε στις 4.2.1998.  Το άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) - ο Νόμος, παρέχει δικαίωμα σε εκάτερο των συζύγων μετά τη διάλυση του γάμου να αξιώσει μερίδιο από την αύξηση, επελθούσα κατά τη διάρκεια του γάμου, της περιουσίας του άλλου ανάλογα με τη συνεισφορά του στη κτήση της.  Το δικαίωμα αυτό παραγράφεται σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του επόμενου άρθρου του Νόμου, άρθρο 15(α), δύο χρόνια μετά τη λύση του γάμου.

Ο σύζυγος, ο αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία και εφεσείων ενώπιον μας, ήγειρε την προτεραία της εκπνοής της περιόδου των δύο ετών αξίωση κατά της πρώην συζύγου του, ερειδόμενη στις διατάξεις του άρθρου 14 του Νόμου.

Η σύζυγος υπέβαλε υπεράσπιση και πρόβαλε παράλληλα ανταπαίτηση όμοιας φύσεως με εκείνη του αιτητή εκπηγάζουσα από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Νόμου.  Η υπεράσπιση και ανταπαίτηση υποβλήθηκαν μετά την παρέλευση δύο ετών από τη διάλυση του γάμου.  Αναμφισβήτητο είναι ότι το επικαλούμενο δικαίωμα είχε παραγραφεί.  Το ερώτημα το οποίο τέθηκε και εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν κατά πόσο το γεγονός ότι η απαίτηση που υποβλήθηκε υπό μορφή ανταπαίτησης σε διαδικασία που ήγειρε ο αιτητής, άμβλυνε τις συνέπειες της παραγραφής. 

Προκαταρκτικά της επίλυσης του επίδικου θέματος το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος του 1964 (Ν.57/64), δεν τυγχάνει εφαρμογής σε απαιτήσεις εδραιωμένες στις διατάξεις του άρθρου 14 του Νόμου. Η εμβέλεια της αναστολής περιορίζεται, όπως ρητά προβλέπεται, σε δικαιώματα που προκύπτουν ή παρέχονται από τη νομοθεσία η οποία ίσχυε κατά το χρόνο θέσπισης του Ν. 57/64, δηλαδή στις 30 Οκτωβρίου, 1964*.  Το δικαίωμα το οποίο επικαλούνται οι διάδικοι εκατέρωθεν στοιχειοθετήθηκε το 1991 με τη θέσπιση του Νόμου. Άλλη διαπίστωση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι ο Ν.57/64 δεν ανέστειλε αυτόν τούτο τον περί Παραγραφής Νόμο, - Κεφ. 15, αλλά την περίοδο παραγραφής  των αγώγιμων δικαιωμάτων που πραγματεύεται. Ορθά κρίθηκε ότι ο Ν. 57/64 δεν εξοστράκισε το  Κεφ. 15  από τις δέλτους της νομοθεσίας. 

Η άλλη προκαταρκτική διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η ανταπαίτηση συνιστά κατά τα δικονομικά θέσμια ανεξάρτητη αγωγή, ως άλλωστε αποφασίστηκε στη Pilavachi & Co. Ltd. v. International Chemical Company Ltd (1965) 1 C.L.R. 97 στην οποία παραπέμπει, είναι και πάλιν πέραν αμφισβήτησης.  Δεν εξετάστηκε ούτε αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης κατά πόσο παρέχεται δικονομικά η δυνατότητα έγερσης ανταπαίτησης στην υπεράσπιση του ατόμου προς ον η αίτηση, θέμα**, το οποίο δεν θα μας απασχολήσει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παρά την παραγραφή του δικαιώματος το οποίο αποτελούσε τη βάση της ανταπαίτησης, η προβολή του καθίστατο παραδεκτή κάτω από τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί Παραγραφής Νόμου - Κεφ. 15, οι οποίες προβλέπουν ότι η ανταπαίτηση θεωρείται ως αρξαμένη κατά το χρόνο έγερσης της απαίτησης.  Κατ’ ακολουθία και η ανταπαίτηση θεωρήθηκε ως καταχωρηθείσα την ημέρα που καταχωρήθηκε η απαίτηση (αίτηση), την 3.2.2000, δηλαδή πριν την παραγραφή της.  

Το άρθρο 9 του Κεφ. 15 προβλέπει:

«For the purposes of this Law, any claim by way of counter-claim shall be deemed to be a separate action and to have been commenced on the same date as the action in which the counter-claim is pleaded.»

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

«Για τους σκοπούς αυτού του Νόμου οποιαδήποτε απαίτηση υπό μορφή ανταπαίτησης θα θεωρείται ως ξεχωριστή αγωγή εγερθείσα την ίδια ημερομηνία ως η αγωγή στην οποία προβάλλεται η ανταπαίτηση.» 

Εάν κριθεί ότι οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Κεφ. 15 τυγχάνουν εφαρμογής σε απαιτήσεις βάσει του άρθρου 14 του Νόμου η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ευσταθεί. Η υπόθεση όμως στην οποία βασίζεται είναι επισφαλής.  Η εφαρμογή του άρθρου 9 περιορίζεται σε απαιτήσεις που διέπονται από τις διατάξεις του Κεφ. 15  και με τις οποίες ταυτίζονται οι σκοποί του. Το άρθρο 9 του Κεφ. 15, έχει ως πρότυπο το  άρθρο 28 του Αγγλικού περί Παραγραφής Νόμου του 1939*.  Ως ερμηνεύτηκε οι πρόνοιες του τυγχάνουν εφαρμογής μόνο σε απαιτήσεις, η παραγραφή των οποίων διέπεται από τον περί Παραγραφής Νόμο του 1939. (Βλ. Halsbury’s Laws of England, Third Ed. Vol. 24, σελ. 184, 190, 191.)  

Οι πρόνοιες του άρθρου 9 του Κεφ. 15, περιορίζουν τον ανεξάρτητο, κατά τα δικονομικά ειωθότα, χαρακτήρα της ανταπαίτησης, η οποία επενεργεί ως ανταγωγή. (Βλ. Δ.19, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.) Η απόφαση στη Lowe v. Bentley, T.L.R.  Vol. XLIV, 1927-28 σελ. 388, παρέχει το στίγμα του γενικού κανόνα· ορίζει ότι ο χρόνος έγερσης της ανταπαίτησης για σκοπούς παραγραφής είναι η ημερομηνία έγερσής της και όχι οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία.

[*693]Η πλασματική μετατόπιση του χρόνου έγερσης της ανταπαίτησης τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε ανταπαίτηση, η παραγραφή της οποίας διέπεται από το Κεφ. 15.  Αποτελεί εξαίρεση του δικονομικού κανόνα που θεωρεί κατά πάντα την ανταπαίτηση ως ανεξάρτητη αγωγή.  Όπως και κάθε άλλη εξαίρεση κανόνα η εφαρμογή της περιορίζεται αυστηρά στο πλαίσιο που τη στοιχειοθετεί. 

Η καθιέρωση χρονικών πλαισίων για την άσκηση δικαιώματος επί ποινή παραγραφής, δεν προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος όπως αποφασίστηκε στη Γιωργαλλάς ν. Χ”Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060 (απόφαση πλήρους Ολομέλειας). Η καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιώματος ως αναφέρεται, είναι παραδεχτή εφόσον ο χρόνος που τάσσεται δεν είναι ασφυκτικός σε βαθμό που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος. (Βλ. επίσης Φοινικαρίδου ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 1744 (απόφασης πλήρους Ολομέλειας). 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το εύλογο του χρόνου για την άσκηση του δικαιώματος που παρέχει το άρθρο 14 του Νόμου.  Το δικαίωμα αυτό παρασχέθηκε έξω και ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Κεφ. 15, όπως και η προθεσμία για την άσκησή του.  Το δικαίωμα της εφεσίβλητης ασκήθηκε έξω από την καθορισμένη περίοδο που τάσσει το άρθρο 15(α) του Νόμου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αγωγής εφόσον παρεγράφη. 

Πριν περατώσουμε την απόφασή μας πρέπει να σχολιάσουμε μια πτυχή της πρωτόδικης απόφασης την οποία θεωρούμε απαράδεκτη.  Στο εισαγωγικό μέρος της απόφασής του το Δικαστήριο ψέγει τον εφεσείοντα για την καθυστέρηση να εγείρει την απαίτησή του, γεγονός που το αποδίδει σε υστεροβουλία εκ μέρους του, πηγάζουσα από τη διάθεση να προκαταλάβει το ενδεχόμενο έγερσης ανάλογης απαίτησης από την εφεσίβλητη.

Καταρχή ο χρόνος άσκησης δικαιώματος μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο Νόμος δεν αποτελεί επίδικο θέμα της δίκης.  Το αντίθετο θα μείωνε τη δραστικότητα του δικαιώματος.  Ό,τι γίνεται δικαιωματικά φέρει τη σφραγίδα του Δικαίου.  Ο χρόνος άσκησης δικαιώματος θα μπορούσε να καταστεί κρίσιμο ζήτημα μόνο όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την προβολή κωλύματος (estoppel) κατά το δίκαιο της επιείκειας.

Κατά δεύτερο λόγο, ανεξάρτητο από τον πρώτο, οι διάδικοι δεν κρίνονται χωρίς να ακουστούν.

[*694]

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η ανταπαίτηση απορρίπτεται ως ανεδαφική.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα κατ’ έφεση και πρωτοδίκως. Η�ανταπαίτηση απορρίπτεται ως ανεδαφική.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο