Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co. Ltd και Άλλου (2003) 1 ΑΑΔ 722

(2003) 1 ΑΑΔ 722

[*722]30 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΠΑΛΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

ν.

NICOSIA PALACE HOTEL CO LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

ν.

           

ΛΩΡΗ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

Τριτοδιαδίκου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10838)

 

Εταιρείες ― Σύμβαση μεταξύ εταιρείας και τρίτου προσώπου ― Κατά πόσο η εταιρεία, για να αποφύγει την εις βάρος της εκτέλεση της σύμβασης, μπορεί να ισχυρισθεί ότι η σύμβαση ήταν ultra vires των κανονισμών της, επειδή, κατά τη σύναψη της, η εταιρεία είχε παραβεί εσωτερικό κανονισμό της ― Αρχή που διαμορφώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Royal British Bank v. Turquard ― Υιοθετήθηκε αργότερα σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων.

Εταιρείες ― Συμβάσεις που συνάπτονται καθ’ υπέρβαση των σκοπών εταιρείας (ultra vires) και κατά παράβαση των εσωτερικών κανονισμών εταιρείας από αξιωματούχους της ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την δεσμευτικότητα τους ― Η υιοθέτηση του δόγματος ultra vires στοχεύει στην διασφάλιση των συμφερόντων των επενδυτών και των πιστωτών.

Η εφεσίβλητη ενοικίασε ένα ακίνητο στο κέντρο της Λευκωσίας σε κάποιο Α. Χριστοφή, αφού ο τελευταίος παρουσίασε εγγυητική επιστολή από την εφεσείουσα εταιρεία με την οποία η εφεσείουσα εταιρεία εγγυάτο την πληρωμή των ενοικίων από τον εν λόγω ενοικιαστή μέχρι ποσού £7.000. Λόγω καθυστέρησης καταβολής των [*723]ενοικίων η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή και πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον του Α. Χριστοφή για ποσό μεγαλύτερο της εγγυητικής.  Η εφεσίβλητη ζήτησε από την εφεσείουσα εταιρεία την καταβολή του ποσού των £7.000 της εγγύησης και όταν η τελευταία παρέλειψε να το καταβάλει η εφεσίβλητη καταχώρησε την παρούσα αγωγή.  Η εφεσείουσα εταιρεία πρόβαλε ως υπεράσπιση ότι η εκδοθείσα εγγυητική εκδόθηκε κατά παράβαση των σκοπών και των Σχετικών της Κανονισμών και κατ’ επέκταση δεν υποχρεούτο να καταβάλει το ποσό της εγγύησης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υπογραφή και έκδοση της εγγυητικής επιστολής ήταν έγκυρη και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας για £7.000, πλέον τόκους και έξοδα.

Η εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίσθηκε κατ’ έφεση ότι η εγγύηση που είχε δοθεί από τον τότε Γραμματέα της Λώρη Ηρακλέους προς τον Α. Χριστοφή ήταν παράτυπη γιατί (i) η εγγύηση ήταν ultra vires των σκοπών της εφεσείουσας και (ii) o Α. Χριστοφή δεν είχε κατατεθειμένο ανάλογο ποσό ή εξασφάλιση σύμφωνα με τις πρόνοιες ειδικού κανονισμού της εφεσείουσας εταιρείας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το δόγμα ultra vires περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή συναλλαγή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας (memorandum of association). Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα ουδεμία μαρτυρία προσήγαγε για να αποδείξει ότι η εγγύηση είχε εκδοθεί κατά παράβαση του Νόμου και των σκοπών της εταιρείας.

2.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τότε Γραμματέας της εφεσείουσας εταιρείας εξέδωσε την επίδικη εγγυητική επιστολή κατά παράβαση ειδικού κανονισμού της, είναι ορθό.  Όμως η ενέργεια αυτή του Γραμματέα δεσμεύει την εφεσείουσα εταιρεία αφού εμπίπτει μέσα στα συνήθη πλαίσια των εργασιών της και μέσα στη σφαίρα εκτέλεσης των καθηκόντων του Γραμματέα, που οδηγούν στην εφαρμογή του κανόνα όπως αυτός έχει διαμορφωθεί με την απόφαση στην υπόθεση Royal British Bank v. Turquand.  Οι συναλλασσόμενοι με εταιρεία δεν υποχρεούνται να διερευνούν και να βεβαιώνονται ότι οι εσωτερικές διαδικασίες έχουν ακολουθηθεί κανονικά. Αντίθετα μπορούν να βασισθούν στον κανόνα ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα.

3.  Η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι η σχετική εγγύηση είχε δοθεί σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς [*724]της εφεσείουσας εταιρείας. Η υιοθέτηση τέτοιας ενέργειας θα ανέτρεπε το ισοζύγιο των εμπορικών δραστηριοτήτων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας εταιρείας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ashbury Railway Carriage and Iron Co. v. Riche [1875] L.R. 7 H.L. 653,

Mahoney v. East Holyford Mining Co. [1875] L.R. 7 H.L. 869,

Sinclair v. Brougham [1914] A.C. 398,

Royal British Bank v. Turquand [1856] E and B 327 [1843-1860] All E.R. Rep. 435,

Morris v. Kanssen [1946] 1 All E.R. 586,

Rolled Steel Products (Holdings) Ltd v. British Steel Corporation a.o. [1985] 3 All E.R. 52,

Howard v. Patent Ivory Co. [1888] 38 Ch. D. 156,

Ruben v. Great Fingall Consolidated [1906] A.C. 439,

Underwood (A.L.) Ltd v. Bank of Liverpool and Martins Ltd [1924] 1 K.B. 775,

Garrand v. James [1925] 1 Ch. 616.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 24/4/00 (Αρ. Αγωγής 1739/93) εναντίον της και υπέρ της ενάγουσας για ποσό £7.000 το οποίο αντιπροσώπευε εγγύηση την οποία έδωσε η εναγομένη για την πληρωμή από τον ενοικιαστή των ενοικίων του σε ακίνητο της ενάγουσας.

Π. Κυπριανού για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.

[*725]Δ. Μιχαηλίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσιβλήτους-Ενάγοντες.

Ουδεμία εμφάνιση για τον Τριτοδιάδικο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής  Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή εγείρεται προς εξέταση ένα ενδιαφέρον θέμα του εταιρικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα εξετάζεται κατά πόσο στην περίπτωση σύναψης μιας συμφωνίας μεταξύ μιας εταιρείας και ενός τρίτου προσώπου, η μη συμμόρφωση από την εταιρεία προς τις πρόνοιες του εσωτερικού κανονισμού της, της παρέχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί ότι η συμφωνία είναι καθ’ υπέρβαση παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης (ultra vires) των κανονισμών της εταιρείας για να αποφύγει την εκτέλεση της συμφωνίας σε βάρος της.

(α)  Τα γεγονότα.

Η Nicosia Palace Hotel Ltd (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως “η εφεσίβλητη”) ήταν ιδιοκτήτρια του ακίνητου γνωστού σαν “Nicosia Palace Hotel”, που βρίσκεται στην οδό Κωστάκη Παντελίδη στη Λευκωσία. Η πιο πάνω εφεσίβλητη ενοικίασε το πιο πάνω ακίνητο το 1984 σε κάποιο Αντωνάκη Χριστοφή, αφού ο τελευταίος παρουσίασε εγγυητική επιστολή από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως “η εφεσείουσα”), με την οποία η εφεσείουσα εγγυάτο την πληρωμή των ενοικίων από τον Αντωνάκη Χριστοφή μέχρι ποσού £7.000. Λόγω καθυστέρησης καταβολής των σχετικών ενοικίων η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή και πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον του Αντωνάκη Χριστοφή για ποσό μεγαλύτερο της εγγυητικής. Η εφεσίβλητη ζήτησε από την εφεσείουσα την καταβολή του ποσού των £7.000 της εγγύησης και όταν η τελευταία παρέλειψε να το καταβάλει η εφεσίβλητη καταχώρησε την παρούσα αγωγή. Η εφεσείουσα πρόβαλε ως υπεράσπιση πρωτόδικα ότι η εκδοθείσα εγγυητική εκδόθηκε κατά παράβαση των σκοπών και των σχετικών Κανονισμών της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας και κατ’ επέκταση δεν είχε υποχρέωση καταβολής του ποσού της εγγύησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η υπογραφή και έκδοση της εγγυητικής επιστολής ήταν έγκυρη και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για £7.000, πλέον τόκους και έξοδα.

(β)  Η έφεση.

[*726]Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι η εγγύηση που είχε δοθεί από τον τότε Γραμματέα της εφεσείουσας Λώρη Ηρακλέους προς τον Αντωνάκη Χριστοφή ήταν παράτυπη, γιατί (i) η εγγύηση ήταν ultra vires των σκοπών της εφεσείουσας και (ii) ο Αντωνάκης Χριστοφή δεν είχε κατατεθειμένο ανάλογο ποσό ή εξασφάλιση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2(1) του Ειδικού Κανονισμού της ΣΠΕ Παλλουριώτισσας. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι αφού οι Ειδικοί Κανονισμοί της ΣΠΕ προσφέρονταν προς ελευθέρα εξέταση (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18 του σχετικού Νόμου), η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να διαπιστώσει κατά πόσο η επίδικη εγγυητική είχε εκδοθεί κανονικά.

Η έφεση εγείρει τα δύο πιο κάτω σοβαρά ερωτήματα προς εξέταση:

(i) Η εγγύηση που δόθηκε ήταν καθ’ υπέρβαση (ultra vires) των σκοπών της εταιρείας;

(ii)   Αν όχι, η έκδοση της εγγύησης από τον Πρώτο Γραμματέα της εφεσείουσας κατά παράβαση του εσωτερικού κανονισμού, δεσμεύει την εφεσείουσα;

(i) Συμφωνία καθ’ υπέρβαση παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης (ultra vires).

Σύμφωνα με το δόγμα ultra vires, όταν εκτελείται μια πράξη ή συναλλαγή που άνκαι αφ’ εαυτής είναι νόμιμη αλλά όμως δεν τυγχάνει εξουσιοδότησης από το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας (memorandum of association), τότε η πράξη είναι ultra vires, δηλαδή εκτός των σκοπών της εταιρείας και συνεπώς άκυρη. (Βλέπε Charlesworth and Cain “Company Law” 11th Edition, σ. 76).

Όπως σημειώνεται στο σύγγραμμα “Halsbury’s Laws of England”, Τρίτη Έκδοση, Τόμος 6,

                                         

“The term «ultra vires» and its proper sense denotes some act or transaction on the part of a corporation which, although not unlawful or contrary to public policy if done by an individual, is yet beyond the legitimate powers of the corporation as defined by the statute under which it is formed, or the statutes which are applicable to it, or by its charter or memorandum of association.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

[*727]

“Ο όρος «ultra vires» στη σωστή του έννοια υποδηλεί κάποια πράξη ή συναλλαγή εκ μέρους μιας εταιρείας η οποία, άνκαι δεν είναι παράνομη ή ενάντια στη δημόσια τάξη αν εκτελείτο από ένα ιδιώτη, είναι εκτός των νομίμων εξουσιών της εταιρείας όπως αυτές περιγράφονται σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις με τις οποίες έχει συσταθεί, ή τους νόμους που εφαρμόζονται σχετικά με την εταιρεία, ή με το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας.”

Σύμφωνα με το σύγγραμμα “Chitty on Contracts”, 23η Έκδοση, Τόμος Ι,

“The powers of a corporation, whether sole or aggregate, created by statute, are confined to those given expressly or by reasonable inference by the statute concerned. If the subject-matter of a contract made by such a corporation is outside the scope of its constitution as defined by the statute, the contract is ultra vires and void.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Οι σκοποί μιας εταιρείας, με ένα ή πολλούς μετόχους, που έχει συσταθεί διά νόμου, περιορίζονται σε εκείνους που αναφέρονται ρητά ή εξυπακούονται λογικά από το σχετικό συστατικό νόμο. Αν το αντικείμενο μιας συμφωνίας που έχει συναφθεί από μια τέτοια εταιρεία βρίσκεται εκτός των σκοπών του καταστατικού της όπως αυτό καθορίζεται διά νόμου, η συμφωνία είναι εκτός παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης και άκυρη.”

Επιπρόσθετα σύμφωνα με το σύγγραμμα του J. Beatson “Anson’s Law of Contract”, 27η Έκδοση, σελ. 226,

“The contractual capacity of a corporation incorporated by statute is limited by the fact that any act done by the corporation outside its statutory powers is, at common law, ultra vires and void.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Η ικανότητα μιας εταιρείας που έχει συσταθεί διά νόμου να συνάπτει συμφωνίες περιορίζεται από το γεγονός ότι οποιαδήποτε πράξη γίνεται καθ’ υπέρβαση των νομοθετικών εξουσιών [*728]της, θεωρείται στο κοινοδίκαιο ότι έγινε καθ’ υπέρβαση παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης και άκυρη.”

Το δόγμα δεν πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται αυστηρά και δεν συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι άμεσα συνδεδεμένο ή επακόλουθο των σκοπών της εταιρείας, όπως αυτοί καθορίζονται στο ιδρυτικό της έγγραφο. Όταν π.χ. η εταιρεία ιδρύεται “για να αγοράζει, πωλεί και εμπορεύεται άνθρακα” μπορεί, μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω δραστηριοτήτων, να εργοδοτεί υπαλλήλους, να ανοίγει καταστήματα, να αγοράζει και πωλεί φορτηγά, να υπογράφει συναλλαγματικές, να δανείζεται με εγγυήσεις, να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς και να καταβάλλει συντάξεις στους υπαλλήλους της. Άνκαι οι πιο πάνω δραστηριότητες δεν αναφέρονται ρητά στο καταστατικό της εταιρείας, ενούτοις δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν υπέρβαση παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης (ultra vires) του ιδρυτικού εγγράφου αλλά αντίθετα μέσα στα πλαίσια των εξουσιών ενός οργάνου (intra vires). (Βλ. Ashbury Railway Carriage and Iron Co. v. Riche [1875] L.R. 7 H.L. 653)

Ο σκοπός της υιοθέτησης του δόγματος ήταν αφενός,

(α)   Η προστασία επενδυτών για να γνωρίζουν για ποιούς σκοπούς διοχετεύονται τα χρήματα που επενδύουν  και αφετέρου

(β)   Η προστασία των πιστωτών της εταιρείας για να γνωρίζουν ότι τα κεφάλαια της εταιρείας δεν θα διασκορπίζονται σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις.

Όπως έχει θέσει το θέμα της διασφάλισης των συμφερόντων των επενδυτών και των πιστωτών, ο σκοπός του δόγματος ultra vires είναι σύμφωνα με τον Καθηγητή Gower,

“That an investor in a gold mining company did not find himself holding shares in a fried-fish shop, and (to give) those who allowed credit to a limited company some assurance that its assets would not be dissipated in unauthorized enterprises.”  (Βλ. Palmers “Company Law”  21η Έκδοση, σ. 73)

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Ότι ένας επενδυτής σε μια εταιρεία που ασχολείται με την ανεύρεση χρυσού δεν θα ανακαλύψει ότι κατέχει μετοχές σε ένα κατάστημα που πωλεί ψάρι και πατάτες και να δώσει σε [*729]εκείνους που δίνουν πίστωση σε μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης κάποια διαβεβαίωση ότι τα κεφάλαια της δεν θα διασκορπισθούν σε μη εξουσιοδοτημένες επιχειρήσεις.”

Μια εταιρεία δεν δεσμεύεται από μια συμφωνία που είναι ultra vires των σκοπών της εταιρείας και δεν μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεση της. Ταυτόχρονα πρόσωπα που συναλλάττονται με μια εταιρεία άνκαι μπορεί να μην έχουν πραγματική γνώση (actual notice) των σκοπών της εταιρείας αφού δεν έχουν επιθεωρήσει το ιδρυτικό της έγγραφο (memorandum of association), εντούτοις μπορεί να χρεωθούν με εξυπακουόμενη γνώση (constructive notice), αφού οι σκοποί της εταιρείας (όπως και άλλα εταιρικά έγγραφα) καταχωρούνται στο γραφείο του Εφόρου Εταιρειών και μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επιθεώρησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου (βλ. Mahoney v. East Holyford Mining Co. [1875] L.R. 7 H.L. 869). Έπεται ότι μια συμφωνία για την παράδοση συγκεκριμένων εμπορευμάτων ή για τη δανειοδότηση μιας άλλης εταιρείας που είναι ultra vires των σκοπών της εταιρείας, δεν παρέχει δικαίωμα καταχώρισης αγωγής για την αξία των εμπορευμάτων ή επιστροφή του δανεισθέντος ποσού (βλ. Sinclair v. Brougham [1914] A.C. 398). 

Το μειονέκτημα της μη ύπαρξης προστασίας για ένα πρόσωπο που συναλλαττόταν με μια εταιρεία όταν οι σκοποί του ιδρυτικού της εγγράφου είχαν ένα στενό περιοριστικό χαρακτήρα, εξαλείφθηκε με την έγκριση του Νόμου The European Communities Act 1972. Σύμφωνα με το Άρθρο 9 του πιο πάνω Νόμου, μια συμφωνία που συνάπτεται με μια εταιρεία που είναι ultra vires θα μπορεί να εκτελεσθεί, αν η συμφωνία ήταν το αποτέλεσμα απόφασης που λήφθηκε από τους διευθυντές της εταιρείας, εκτός αν αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που συναλλαττόταν με την εταιρεία ενεργούσε με κακή πίστη.

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το δόγμα ultra vires περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συμφωνία ή η συναλλαγή έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς του ιδρυτικού εγγράφου της εταιρείας (memorandum of association). Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα, άνκαι έχει εισηγηθεί ότι η εγγύηση εκδόθηκε κατά παράβαση του Νόμου και των σκοπών της εταιρείας, εντούτοις ουδεμία μαρτυρία προσήγαγε προς τούτο πρωτόδικα και το θέμα δεν προωθήθηκε στην έφεση. Έτσι ο λόγος αυτός της έφεσης δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

(ii)   Η εγγυητική εκδόθηκε από το Γραμματέα της εταιρείας καθ’ υπέρβαση εσωτερικών κανονισμών.

[*730]Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του Γραμματέα της εφεσείουσας περιγράφονται στο σχέδιο υπηρεσίας, που καθορίζει ότι ο Γραμματέας,

“είναι το εκτελεστικό όργανο της εταιρείας και ενεργεί σύμφωνα με τις εκάστοτε οδηγίες/αποφάσεις της Επιτροπείας και τις πρόνοιες της περί Συνεργατικών Εταιρειών Νομοθεσίας. Προϊσταται του προσωπικού της εταιρείας και είναι υπεύθυνος για την οργάνωση, διοίκηση, συντονισμό και προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της εταιρείας.”

Το Άρθρο 2(1) των Ειδικών Κανονισμών της εφεσείουσας προνοεί ότι μέσα στους σκοπούς της εταιρείας συμπεριλαμβάνεται η προαγωγή των οικονομικών συμφερόντων των μελών της, ιδιαίτερα δε

“(i) η παροχή εγγυήσεων εις μέλη δια την διεξαγωγή των εργασιών των μετά τρίτων, ως εξής:

Ι)    Εις μέλη καταθέτας της Εταιρείας οι οποίοι θα δεσμεύουν ως ασφάλεια ισόποσες καταθέσεις των εις την εταιρεία.

ΙΙ)   Εις μέλη τα οποία θα προσφέρουν επαρκή ενυπόθηκον ασφάλειαν. Αι τοιαύται όμως εγγυήσεις δεν δύναται να είναι πέραν των £10.000 δι’ έκαστον ενδιαφερόμενον μέλος.

ΙΙΙ)  Θα εισπράττονται σχετικά δικαιώματα καθοριζόμενα από την Επιτροπείαν.”

Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η σχετική εγγύηση δεν είναι έγκυρη γιατί δόθηκε κατ’ αντίθεση προς τους Ειδικούς Κανονισμούς της ΣΠΕ Παλλουριώτισσας. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη θα έπρεπε να εξετάσει αν η σχετική εγγύηση είχε εκδοθεί νόμιμα, αφού θα μπορούσε να λάβει γνώση του περιεχομένου των Ειδικών Κανονισμών σύμφωνα με το Άρθρο 18 του Νόμου 22/85 που προνοεί ότι,

“Εκάστη εγγεγραμμένη εταιρεία θα τηρή εις την εγγεγραμένην διεύθυνσιν της αντίγραφο του παρόντος Νόμου, των θεσμών, των ειδικών κανονισμών της και του καταλόγου των μελών της ελεύθερα προς εξέτασιν, αντί πληρωμής δικαιωμάτων κατά πάντα εύλογον χρόνον.”

[*731]

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να εξετάσει πριν την έκδοση της εγγύησης κατά πόσο η εφεσείουσα έχει συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των εσωτερικών κανονισμών της.

Η απάντηση είναι ότι όταν ένας διευθυντής ή αξιωματούχος μιας εταιρείας που διορίζεται νόμιμα ενεργεί καθ’ υπέρβαση των εξουσιών που του παρέχονται, η εταιρεία δεσμεύεται από τις πράξεις του, σύμφωνα με την απόφαση Royal British Bank v. Turquand [1856] E and B 327 [1843-1860] All E.R. Rep. 435). Στην πιο πάνω υπόθεση μια εταιρεία υπέγραψε μια εγγύηση που έφερε τη σφραγίδα της εταιρείας και την υπογραφή δύο διευθυντών. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του καταχωρημένου εγγράφου (registered deed of settlement) που αντιστοιχούσε προς το περιεχόμενο του καταστατικού (articles of association), οι διευθυντές θα μπορούσαν να δανεισθούν με εγγύηση τέτοια ποσά που θα εγκρίνονταν σε συνεδρία με σύνηθες ψήφισμα (ordinary resolution). Ουδεμία συνεδρία συγκλήθηκε και ουδεμία απόφαση λήφθηκε για τη σύναψη οποιουδήποτε δανείου. Αποφασίστηκε ότι η εγγύηση ήταν δεσμευτική για την εταιρεία, αφού οι δανειστές είχαν το δικαίωμα να συμπεράνουν ότι είχε ληφθεί σχετική απόφαση για τη σύναψη του δανείου. Η απόφαση Turquand υιοθετήθηκε αργότερα σε μεγάλο άλλο αριθμό υποθέσεων όπως στην Morris v. Kanssen [1946] 1 All E.R. 586 και στην Rolled Steel Products (Holdings) Ltd. ν. British Steel Corporation and others [1985] 3 All E.R. 52 στην οποία εξετάστηκε η διαφορά μιας συμφωνίας που συνάπτεται καθ’ υπέρβαση των σκοπών της εταιρείας (ultra vires) και της υπέρβαση των εσωτερικών κανονισμών από αξιωματούχους της εταιρείας.

Η υιοθέτηση του δόγματος βασίζεται στην κοινή λογική που στοχεύει στην προώθηση των εμπορικών συναλλαγών. Η ανάπτυξη των εμπορικών δοσοληψιών με εταιρείες θα ήταν τρομερά δύσκολη αν ένα πρόσωπο που είχε πρόθεση να συμβληθεί με μια εταιρεία θα έπρεπε να βεβαιώνεται ότι οι αξιωματούχοι της εταιρείας με τους οποίους συναλλαττόταν είχαν πραγματική εξουσία προς τούτο. Το δόγμα δεν είναι μόνο πρακτικό αλλά και δίκαιο. Ο μεγάλος αριθμός των πιστωτών μιας εταιρείας δεν πρέπει να χάνει το δικαίωμα να εισπράξει το λαβείν του, γιατί μια εταιρεία ισχυρίζεται ότι ένας συγκεκριμένος αξιωματούχος ενήργησε κατά παράβαση εξουσίας ενεργώντας σε αντίθεση με κάποιο εσωτερικό κανονισμό.

Ο πιο πάνω κανόνας που αποτελεί μια βασική πτυχή του εταιρικού δικαίου, δεν εφαρμόζεται όταν

[*732]

(1)   Το πρόσωπο που συναλλάττεται με την εταιρεία γνωρίζει ότι οι εσωτερικοί κανονισμοί έχουν καταστρατηγηθεί (Howard v. Patent Ivory Co. [1888] 38 Ch. D. 156),

(2)   Το έγγραφο είναι προϊόν πλαστογραφίας (Ruben v. Great Fingall Consolidated [1906] A.C. 439),

(3)   Το πρόσωπο που συναλλάττεται με την εταιρεία είχε κάποια προειδοποίηση να προβεί στις δέουσες ενέργειες και παρέλειψε να το πράξει (Underwood (A.L.) Ltd v. Bank of Liverpool and Martins Ltd [1924] 1 K.B. 775),  και

(4)   Το πρόσωπο που συναλλάττεται με την εταιρεία δεν έχει επιθεωρήσει τα δημόσια έγγραφα της εταιρείας (που συμπεριλαμβάνουν το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της εταιρείας (memorandum and articles of association), τα συνήθη και έκτακτα ψηφίσματα (special and extraordinary resolutions), τον κατάλογο των διευθυντών (particulars of directors) και τον κατάλογο επιβαρύνσεων (register of charges).

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η σχετική ανάληψη της εγγυητικής υποχρέωσης εκ μέρους της είναι άκυρη, γιατί κατά τον ουσιώδη χρόνο το πρόσωπο προς όφελος του οποίου δόθηκε η σχετική εγγύηση δεν είχε κατατεθειμένο στο όνομα του ανάλογο ποσό ή εξασφάλιση. Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τότε Γραμματέας της εφεσίβλητης εξέδωσε την επίδικη εγγυητική επιστολή κατά παράβαση του Ειδικού άρθρου 2(1) των Ειδικών Κανονισμών της εφεσίβλητης, είναι ορθό. Όμως η ενέργεια αυτή του Γραμματέα δεσμεύει την εφεσείουσα αφού εμπίπτει μέσα στα συνήθη πλαίσια των εργασιών της εφεσείουσας και μέσα στη σφαίρα της εκτέλεσης των καθηκόντων του Γραμματέα που οδηγούν στην εφαρμογή του κανόνα όπως αυτός έχει διαμορφωθεί με την απόφαση Royal British Bank v. Turquand. Ένα πρόσωπο που συναλλάττεται με μια εταιρεία δεν έχει υποχρέωση να διερευνά και να βεβαιώνεται ότι οι εσωτερικές διαδικασίες έχουν ακολουθηθεί κανονικά. Αντίθετα μπορεί να βασισθεί στον κανόνα ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα. (Omnia praesumuntur rite et solemniter esse acta). (Βλ. Palmers “Company Law” 21η Έκδοση, σελ. 245). Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Lord Simons στην υπόθεση Morris v. Kanssen [1946] 1 All E.R. 586 (592),

[*733]     “…… persons contracting with a company and dealing in good faith may assume that acts within its constitution and powers have been properly and duly performed and are not bound to inquire whether acts of internal management have been regular.”

(Βλ. επίσης Garrand v. James [1925] 1 Ch. 616).

Σε ελεύθερη μετάφραση,

   “….. πρόσωπα που συμβάλλονται με μια εταιρεία που ενεργούν με καλή πίστη μπορούν να υποθέσουν ότι πράξεις που τυγχάνουν εξουσιοδότησης από τους κανονισμούς και τις εξουσίες της εταιρείας έχουν εκτελεσθεί σωστά και δεν είναι υπόχρεοι να εξετάσουν κατά πόσο πράξεις εσωτερικής διοίκησης είναι κανονικές.”

Η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι η σχετική εγγύηση δόθηκε σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς της εφεσείουσας. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας ενέργειας θα ανέτρεπε το ισοζύγιο των εμπορικών δραστηριοτήτων. Όπως έχει πει ο Δικαστής Lord Simons στην υπόθεση Morris v. Kanssen [1946] 1 All E.R. 586 (592),

“The wheels of business will not go smoothly round unless it may be assumed that  that is in order which appears to be in order.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Οι τροχοί του εμπορίου δεν θα γυρίζουν ομαλά εκτός αν υποτεθεί ότι βρίσκεται σε τάξη, αυτό που θα έπρεπε να ήταν σε τάξη.”

Η δυνατότητα που είχε δοθεί στο Γραμματέα να προβαίνει στην έκδοση τέτοιων εγγυήσεων, παρείχε το δικαίωμα στην εφεσίβλητη να υποθέσει ότι η εγγύηση είχε δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες των εσωτερικών κανονισμών. Δεν έχει προσφερθεί οποιουδήποτε είδους μαρτυρία που δεν θα επέτρεπε την εφαρμογή του κανόνα σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που έχουν καθιερωθεί νομολογιακά.

Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος [*734]της εφεσείουσας εταιρείας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο