Χριστοδουλίδης Αριστόδημος (Αρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 797

(2003) 1 ΑΑΔ 797

[*797]19 Ιουνίου, 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 3, 6, 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/64, ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 144

ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ (ΑΡ. 1) ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 33, 35, 53(4), 152 ΚΑΙ 158

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3, 5 ΤΟΥ Ν. 14/60

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 7.3.2001

ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 32706/2000.

(Αίτηση Αρ. 50/03)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αιτητής, του οποίου μέρος της ποινής είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη, καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, με στόχο την αποφυλάκισή του, επικαλούμενος τις σχετικές διατάξεις του περί Φυλακών Νόμου του 1996, για περαιτέρω μείωση της ποινής του.

Ο αιτητής, ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4½ ετών από 7.3.2001, έτυχε προεδρικής χάρης για αναστολή της ποινής του κατά 13 μήνες και 15 ημέρες με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της ποινής του να ανέρχεται σε 3 χρόνια, 4 μήνες και 15 ημέρες.

Ο αιτητής κατ’ επίκληση των Άρθρων 10, 12(1)(2)(5) και του Πίνακα του Παραρτήματος Α του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν. 62(1)/96), ο Νόμος, ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχε απολυθεί στις 16.5.2003 και ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του είναι παράνομη.

Αποφασίστηκε ότι:

[*798]

1.  Η ημερομηνία απόλυσης του αιτητή, πρέπει να θεωρείται ότι είναι η 22.7.04.

2.  Το κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση της ποινής με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 12(5) του Νόμου είναι ζήτημα που θα πρέπει να κριθεί αφού εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής φυλάκισης των 3 ετών, 4 μηνών και 15 ημερών, μείον 8 ημέρες για κάθε μήνα του συνόλου της πιο πάνω χρονικής περιόδου ήτοι, 10 μήνες και 24 ημέρες. Αυτό σημαίνει ότι ο αιτητής, μέχρι το τέλος Αυγούστου 2003 θα εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής συνυπολογιζομένης της μείωσης του Άρθρου 12(5) του Νόμου και τότε μόνο θα κριθεί από το Διευθυντή των Φυλακών κατά πόσο πληρούνται όντως οι προϋποθέσεις του Άρθρου 12 του Νόμου για να κριθεί τελικά κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται να απολυθεί ή θα συνεχιστεί η κράτησή του.

3.  Η θέση του αιτητή ότι η μείωση της ποινής πρέπει να υπολογιστεί επί του συνόλου της επιβληθείσας ποινής των 4½ χρόνων είναι εσφαλμένη.  Το κριτήριο για τη μείωση είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατουμένου, η οποία θα κριθεί με βάση τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αίτηση.

Αίτηση από τον αιτητή ο οποίος κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές από τις 7.3.2001 όπου εκτίει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 1/2 χρόνων δυνάμει απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση με αριθμό 32706/2000 για έκδοση εντάλματος Certiorari με σκοπό την άμεση απελευθέρωση του.

Σ. Αγγελίδης και Γ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Μαππουρίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές από τις 7.3.2001 όπου εκτίει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4½ χρόνων δυνάμει απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση με αριθμό 32706/2000.

[*799]Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με στόχο την άμεση απελευθέρωσή του.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την ευκαιρία της εγκατάστασής του στο προεδρικό αξίωμα, ενασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 53.4 του Συντάγματος  και με τη σύμφωνη γνώμη του Αν. Γενικού Εισαγγελέα στις 3.3.2003, ανέστειλε το 1/4 της ποινής ορισμένων κατηγοριών καταδίκων που εξέτιαν ποινές φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές. Η αναστολή των ποινών των κυπρίων καταδίκων ήταν για περίοδο τριών ετών από την ημέρα της αποφυλάκισής τους και διαλάμβανε τον ακόλουθο όρο:

«1.  Αναστέλλονται οι ποινές των Κυπρίων καταδίκων για περίοδο τριών ετών από την ημέρα αποφυλακίσεως τους. Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής οποιοσδήποτε κατάδικος διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι’ αυτό είτε μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου των 3 ετών σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εις τρόπον ώστε, μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής, ο κατάδικος να εκτίσει, εν συνεχεία, το υπόλοιπο της δυνάμει του παρόντος Εντάλματος ανασταλείσας ποινής.

     Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την εκπνοή της περιόδου αναστολής δεν θα εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου κατά του κατάδικου για αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλακίσεως, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής μειώνεται κατά τρόπο ώστε ο κατάδικος να μην επανέλθει στη φυλακή. Περαιτέρω και εάν κατά την εν λόγω εκπνοή εκκρεμεί τέτοια διαδικασία εναντίον του κατάδικου, η αναστολή θα συνεχίζεται μέχρι εκδόσεως τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως, οπότε, εν περιπτώσει αθωώσεως η μη επιβολής ποινής φυλακίσεως, το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής μειώνεται κατά τρόπο ώστε ο κατάδικος να μην επανέλθει στη φυλακή, ενώ εν περιπτώσει καταδίκης και επιβολής ποινής φυλακίσεως, θα ισχύουν όσα ανωτέρω αναφέρονται περί ενεργοποιήσεως της ανασταλείσας ποινής.»

Η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης του αιτητή αντιστοιχεί με χρονική περίοδο 13 μηνών και 15 ημερών. Επομένως, το υπόλοιπο της μη ανασταλείσας ποινής φυλάκισης είναι 3 χρόνια, 4 μήνες και 15 ημέρες.

Ο αιτητής, κατ’ επίκληση των άρθρων 10, 12(1)(2)(5) και του Πίνακα του Παραρτήματος Α του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν. 62(1)/96 στο εξής «ο Νόμος») και με αναφορά στην επιστολή του Διευθυντή των Φυλακών ημερ. 6.6.2003 προς το δικηγόρο του ισχυρίζεται ότι έπρεπε να είχε απολυθεί στις 16.5.2003 και ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του είναι παράνομη. Αντίθετη είναι η άποψη του καθ’ ου η αίτηση ο οποίος, υποστηρίζει ότι ο αιτητής κρατείται νόμιμα στις Κεντρικές Φυλακές όπου εξακολουθεί να εκτίει τη μη ανασταλείσα ποινή φυλάκισης που δεν έχει ακόμα εκπνεύσει.

Το άρθρο 9(1) του Νόμου προβλέπει:

«9.-(1) Κανένας κρατούμενος ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης δεν απολύεται από τις Φυλακές πριν από την έκτιση της ποινής του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του Άρθρου 53 του Συντάγματος ή οποιοδήποτε άλλο ισχύοντα νόμο.»

Το άρθρο 12(1)(2)(5) του Νόμου προβλέπει:

«12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κρατούμενος ο οποίος εκτίει ποινή φυλάκισης εξασφαλίζει μείωση της ποινής του, αν επιδείξει καλή διαγωγή και εργατικότητα εκτός αν του έχει επιβληθεί η ποινή της δια βίου φυλάκισης.

(2) Η ποινή του κρατούμενου μειώνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή και η μείωση υπολογίζεται σύμφωνα με τον Πίνακα που εκτίθεται στο Παράρτημα Α, ανάλογα με τον αριθμό των προηγούμενων περιόδων ποινής φυλάκισης με τις οποίες αυτός βαρύνεται. Για κάθε μήνα φυλάκισης, όπως εκτίθεται στην πρώτη στήλη του Πίνακα, η ποινή μειώνεται κατά την αντίστοιχη περίοδο που εκτίθεται στη δεύτερη στήλη, ανάλογα με την περίπτωση:

Νοείται ότι η μείωση αυτή υπολογίζεται σωρευτικά πάνω στο σύνολο της ποινής του κρατουμένου εφαρμοζομένων των μειώσεων που εκτίθενται στη δεύτερη στήλη για κάθε περίοδο φυλάκισης που εκτίθεται στην πρώτη στήλη μέσα στα όρια της οποίας εμπίπτει το αντίστοιχο μέρος της ποινής του κρατουμένου.

[*801](3)...................................................................................................

(4) ..................................................................................................

(5) Η απόφαση για τη μείωση της ποινής, όπως και η έκταση της μείωσης αυτής για κάθε κρατούμενο δε λαμβάνεται, παρά μόνο όταν κρατούμενος εκτίσει ολόκληρο το μέρος της ποινής, για το οποίο δε δύναται να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση της ποινής δυνάμει του παρόντος άρθρου.»

Καθώς έχει αναφερθεί, η αναστολή κατά το 1/4 της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, επέφερε ανάλογη μείωση της ποινής που ο αιτητής θα ήταν υποχρεωμένος να εκτίσει στις Κεντρικές Φυλακές. Η εν λόγω μείωση με την κατάλληλη μαθηματική πράξη υπολογίζεται στους 13 μήνες και 15 ημέρες. Αφαιρουμένης της εν λόγω χρονικής περιόδου από το σύνολο της επιβληθείσας ποινής, η διάρκεια της ποινής φυλάκισης μειώνεται στα 3 χρόνια, 4 μήνες και 15 ημέρες οπότε, η ημερομηνία απόλυσης του αιτητή, εκτός λάθους, πρέπει να θεωρείται ότι είναι η 22.7.04.

Το κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση της ποινής με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 12(5) του Νόμου είναι ζήτημα που θα πρέπει να κριθεί αφού εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής φυλάκισης των 3 ετών, 4 μηνών και 15 ημερών, μείον 8 ημέρες για κάθε μήνα του συνόλου της πιο πάνω χρονικής περιόδου ήτοι, 10 μήνες και 24 ημέρες. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι μέχρι το τέλος Αυγούστου 2003 ο αιτητής θα εκτίσει το σύνολο της μη ανασταλείσας ποινής συνυπολογιζομένης της μείωσης του άρθρου 12(5) του Νόμου και τότε μόνο θα κριθεί από το Διευθυντή των Φυλακών κατά πόσο πληρούνται όντως οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 του Νόμου για να κριθεί τελικά κατά πόσο ο αιτητής θα δικαιούται απόλυσης από τις Κεντρικές Φυλακές ή θα συνεχιστεί η κράτησή του.

Η εισήγηση από πλευράς αιτητή ότι η μείωση της ποινής πρέπει να υπολογιστεί επί του συνόλου της επιβληθείσας ποινής των 4½ χρόνων είναι εσφαλμένη. Το κριτήριο για τη μείωση είναι η καλή διαγωγή και εργατικότητα του κρατουμένου. Η συνύπαρξη των δύο στοιχείων είναι ζήτημα πραγματικό η εξέταση του οποίου δεν μπορεί να γίνει αόριστα και αφηρημένα αλλά ανάλογα και με βάση τη συμπεριφορά κλπ του κρατούμενου καθόλη τη διάρκεια της πραγματικής κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές. Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση του αιτητή τότε στον υπολογισμό για τη μείωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί το μέρος της ποινής που δεν θα εκτίσει ο κρατούμενος λόγω της αναστολής.

[*802]

Η αίτηση απορρίπτεται.

Η αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο