Μελάς Γιώργος ν. Κυριάκου Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826

(2003) 1 ΑΑΔ 826

[*826]27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11195)

 

Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Καθορίζουν τα επίδικα θέματα ― Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα ― Σημασία της δικογραφίας στη σχετική νομολογία.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ουσιώδες θέμα της διαδικασίας όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.

Απόδειξη ― Έγγραφα ― Κατάθεση εγγράφου σαν τεκμηρίου για αναγνώριση ― Δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων στους μάρτυρες επί του περιεχομένου του ― Εφαρμοστέες αρχές.

Δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο τα δικαιώματα διαδίκου για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης είχαν επηρεασθεί δυσμενώς από την άρνηση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με το περιεχόμενο εγγράφου που είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο για αναγνώριση.

Ο εφεσείων-ενάγων, συνδιαχειριστής μπυραρίας στην Αγία Νάπα μέχρι τις 31.12.2000 με κάποιο Ν. Τζιωνή, ιδιοκτήτη του οικήματος της εν λόγω μπυραρίας, καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου απαιτώντας την καταβολή αποζημιώσεων για ισχυριζόμενη διάρρηξη προφορικής συμφωνίας η οποία είχε συνομολογηθεί τον Γενάρη του 1997 αναφορικά με τη διαχείριση της μπυραρίας.

[*827]Ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι ουδέποτε συμφώνησε με τον εφεσείοντα για τη διαχείριση της μπυραρίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.  Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας λόγους μερικοί από τους οποίους αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και άλλοι στην ορθότητα της αποδοχής ή όχι της μαρτυρίας που είχε δοθεί.  Οι λόγοι έφεσης συνοψίζονται στις πιο κάτω εισηγήσεις:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε λανθασμένα την απόφασή του για το περιεχόμενο της συμφωνίας στην εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Υ. 1 Ν. Τζιωνή.

2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί.

3) Δεν επιτράπηκε η υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με το περιεχόμενο εγγράφου που είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο για αναγνώριση.

4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εισαγωγή μαρτυρίας που αφορούσε τα τιμολόγια και τις καταστάσεις εισπράξεων της μπυραρίας.

5) Τόσο η αποδοχή όσο και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι είχαν συνάψει μια συμφωνία που ήταν διαφορετική από εκείνη που ισχυρίζεται ο εφεσείων, είναι λανθασμένο.

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι ενώ ο εφεσίβλητος στην έκθεση υπεράσπισής του προέβηκε σε μια γενική και αόριστη άρνηση της συμφωνίας η οποία επροβάλλετο στην έκθεση απαιτήσεως, στο Δικαστήριο προέβαλε ισχυρισμούς και θέσεις που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην έκθεση υπεράσπισης, τους οποίους το Δικαστήριο αποδέχθηκε και προέβηκε σε εύρημα ότι η συμφωνία είχε διαφορετικά ανταλλάγματα.

Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση μόνο στη βάση του λόγου 5, της έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι υποθέσεις αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που εγείρονται στα δικόγραφα.

2.  Η έκθεση υπεράσπισης αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενά[*828]γοντος και το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας.

3.  Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση θεμάτων που δεν καλύπτονταν από το περιεχόμενο της έκθεσης υπεράσπισης.  Στην πραγματικότητα δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσίβλητο να προβάλει τους λόγους υπεράσπισής του χωρίς να τους έχει προβάλει στην έκθεση υπεράσπισής του, πράγμα ανεπίτρεπτο στο αντιπαραθετικό μας σύστημα διεξαγωγής της δίκης.

Η έφεση έγινε αποδεκτή με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστήριο.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 875,

Σιεηττάνη ν. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 11130, ημερ. 13.9.2000,

Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 2 A.A.Δ. 529,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,

Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,

Παφίτης κ.ά. ν. Κουκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154,

Ayia Napa Nissi Development Ltd κ.ά. ν. Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549,

Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα (1996) 1 Α.Α.Δ. 530,

Βοσκού κ.ά. ν. Ζήνωνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 695,

Christodoulou v. Sofroniou (1987) 1 C.L.R. 441.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 21/9/01 (Αρ. Αγωγής 137/98) με την οποία απορρίφθηκε απαίτηση που είχε εναντίον του [*829]εφεσιβλήτου αναφορικά με τη διαχείριση της μπυραρίας Nick’s Bar στην Αγία Νάπα.

Γ. Πιττάτζιης, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Χ”Γιάννης με Μ. Μουαΐμη, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση που είχε εναντίον του εφεσιβλήτου αναφορικά με τη διαχείριση της μπυραρίας Nick’s Bar στην Αγία Νάπα.

(α)  Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα που παρουσιάσθηκαν προκύπτει ότι ο Νικόλας Τζιωνής (Μ.Υ.1) ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στην Αγία Νάπα. Μέρος της πιο πάνω περιουσίας αποτελούσε η μπυραρία Nick’s Bar που διαχειριζόταν ο ίδιος, όπως επίσης και δύο άλλα καταστήματα που εφάπτονταν της πιο πάνω μπυραρίας που τα είχε ενοικιάσει για 10 χρόνια από τις 8/2/1986 στο Γιώργο Μελά (εφεσείοντα), ο οποίος τα χρησιμοποιούσε ως καταστήματα πώλησης γυναικείων ενδυμάτων. Σε κάποιο στάδιο ο Νικόλας Τζιωνής συμφώνησε προφορικά με τον εφεσείοντα να ενώσουν τα πιο πάνω καταστήματα με την κατεδάφιση των ενδιάμεσων τοίχων για να επιτευχθεί η επέκταση της μπυραρίας Nick’s Bar, πράγμα που έγινε. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω προφορικής συμφωνίας, στις 8/3/1993 ο εφεσείων και ο Νικόλας Τζιωνής υπέγραψαν έγγραφη συμφωνία (Τεκμήριο 1) σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων θα συνδιαχειριζόταν τη μπυραρία μαζί με το Νικόλα Τζιωνή μέχρι τις 31/12/2000 καταβάλλοντας το ποσό των £200 ενώ θα έπαιρνε το 30% από τις ακαθάριστες εισπράξεις της μπυραρίας. Η πιο πάνω συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή. Γύρω στο τέλος του 1996 ή αρχές του 1997 εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Κυριάκος Κυριάκου (εφεσίβλητος), που ανέλαβε τη διαχείριση της μπυραρίας Nick’s Bar μαζί με το Γιώργο Μακλόκλα (Μ.Ε.1), που άλλαξαν την ονομασία της Nick’s Bar σε Bedrock Inn. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσίβλητος ανέλαβε τη διαχείριση της μπυραρίας αποτελούν και το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι συμφώνησε με το Νικόλα Τζιωνή όπως,

(i)  Ο εφεσίβλητος αναλάβει τη διαχείριση της μπυραρίας μέχρι [*830]τις 31/3/2002,

(ii) Ο εφεσίβλητος θα προέβαινε σε ξεχωριστή συμφωνία με το Νικόλα Τζιωνή για το ύψος του ενοικίου,

(iii)        Ο εφεσίβλητος θα έπαιρνε από τον εφεσείοντα 5% από τις ακαθάριστες εισπράξεις μέχρι τις 31/3/2002  και

(iv)        Η πιο πάνω προφορική συμφωνία θα ενσωματωνόταν σε μια γραπτή συμφωνία.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε τη συμφωνία και αφού παράλαβε κατοχή της μπυραρίας άρχισε να την λειτουργεί από τον Ιούνιο του 1997. Προς τούτο ο εφεσίβλητος αφού κατέβαλε στον εφεσείοντα τα ποσοστά των εισπράξεων για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο του 1997, ακολούθως δήλωσε στον εφεσείοντα ότι δεν είχε πρόθεση να του καταβάλει οποιοδήποτε άλλο ποσό και δεν θα υπέγραφε τη γραπτή συμφωνία. Έτσι με την αγωγή που καταχώρησε εναντίον του εφεσιβλήτου ο εφεσείων απαίτησε την καταβολή αποζημιώσεων για την ισχυριζόμενη διάρρηξη της προφορικής συμφωνίας του Γενάρη του 1997.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε συμφώνησε με τον εφεσείοντα για τη διαχείριση της μπυραρίας και ούτε του κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί και από τις δύο πλευρές αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή του εφεσείοντος.

(β)  Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Μερικοί από τους λόγους αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί και άλλοι στην ορθότητα της αποδοχής ή όχι της μαρτυρίας που είχε δοθεί. Θα προβούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης που συνοψίζονται στις πιο κάτω πέντε βασικές εισηγήσεις:

(i)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε λανθασμένα την απόφαση του για το περιεχόμενο της συμφωνίας στην εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η νέα συμφωνία έγινε σε συνάντηση στην οποία παρευρίσκονταν ο εφεσείων, ο εφεσίβλητος, ο [*831]Λίνος Μελάς (Μ.Ε.3) και ο Γιώργος Μακλόκλας (Μ.Ε.1), στην απουσία του Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή. Ο εφεσείων διερωτάται πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή, που αφού δεν ήταν παρών στη συνάντηση που έγινε, η μαρτυρία του ήταν εξ ακοής μαρτυρία.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Από την αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που δόθηκε εκ μέρους του εφεσείοντος η εκδοχή που πρόβαλαν ο Μ.Ε.1 (Γ. Μακλόκλας) και Μ.Ε.3 (Λίνος Μελάς) δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Χαρακτηριστικά το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 (Γιώργου Μακλόκλα) σημειώνοντας ότι,

“Η όλη εικόνα του μάρτυρα κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο, αλλά και η ποιότητα της μαρτυρίας του, μου έδωσαν καθαρά την εντύπωση προσώπου που κατέθετε όχι την αλήθεια, αλλά με μόνο σκοπό να δημιουργήσει προβλήματα στον πρώην συνεργάτη του, τον εναγόμενο. Η μαρτυρία του ήταν μολυσμένη από την εχθρότητα που καλύπτει πλέον τις μεταξύ τους σχέσεις και με πυξίδα αυτό το γεγονός προσαρμοσμένη ανάλογα. Σαν τέτοια απορρίπτεται.”

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 Λίνου Μελά για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι,

“Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Μ.Ε. 3 δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Τα όσα ανέφερε σε σχέση με την ύπαρξη, τις συνθήκες και το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας, που αποτελεί τη βάση της αγωγής, δεν είναι τίποτε άλλο από κατασκευάσματα, στην προσπάθεια του να θεμελιώσει απαίτηση προς όφελος του αδελφού του και εναντίον του εναγομένου.”

Αναφορικά με το Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία του είχε συνοχή, ήταν σταθερή χωρίς αντιφάσεις και την αποδέχθηκε στο σύνολο της.

Με βάση την πιο πάνω προσέγγιση και ιδιαίτερα με την απόρριψη της εκδοχής του Μ.Ε.1 και Μ.Ε. 3 και την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή ως προς το ποια πρόσωπα ήταν παρόντα στη συνάντηση, η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα ήταν εξ ακοής μαρτυρία, καθίσταται ανεδαφική.

[*832]

(ii)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε σε ασήμαντες και φυσιολογικές αντιφάσεις και διαφορές στη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντος και προέβηκε στην απόρριψη των θέσεων του, ενώ αντίθετα δέχθηκε εσφαλμένα τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Προς τούτο έγινε συγκεκριμένη αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων του εφεσείοντος που υποστηρίζουν τη θέση ότι οι διαφορές στις καταθέσεις τους ήταν ασήμαντες και επουσιώδεις, σε αντίθεση με τις διαφορές που παρατηρούνται στη μαρτυρία των μαρτύρων της υπεράσπισης, που έπρεπε να οδηγήσουν στην απόρριψη της εκδοχής τους.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί σε μια ολόκληρη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας που δίνεται πρωτόδικα και η εξαγωγή συμπερασμάτων αποτελούν ευθύνη και καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευκαιρία να δει και να εκτιμήσει τους μάρτυρες ενώ δίνουν μαρτυρία. (Βλ. Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 875, Σιεηττάνη ν. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση 11130 της 13/9/2000). Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd. (1993) 2 Α.Α.Δ. 529), όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107).

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει δοθεί και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντος και να αποδεχθεί την εκδοχή του εφεσιβλήτου. Προς τούτο έχει προβεί σε μια ανάλυση της μαρτυρίας των μαρτύρων του εφεσείοντος και του εφεσιβλήτου και έχει αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους έχει δεχθεί την εκδοχή του εφεσιβλήτου. Έχουμε εξετάσει τις συγκεκριμένες διαφορές που μας έχουν υποδειχθεί αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος για επέμβαση. Οι διαφορές που έχουν επισημανθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος δεν συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ήταν ουσιώδους μορφής που θα δικαιολογούσαν μια διαφορετική πρωτόδικη προσέγγιση. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

[*833](iii)        Δεν επετράπηκε η υποβολή ερωτήσεων αναφορικά με το περιεχόμενο εγγράφου που είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο 1 για αναγνώριση.

Σε κάποιο στάδιο της κύριας εξέτασης του Μ.Ε.2 Ανδρέα Τάκκα κατατέθηκε ως τεκμήριο “A” για αναγνώριση η έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 8/3/93 που υπογράφτηκε μεταξύ του Μ.Ε.7 Γεώργιου Μελά (με την ιδιότητα του ενοικιαστή) και του Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή (με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη). Μετά την κατάθεση του εγγράφου σαν τεκμηρίου “A” για αναγνώριση, σε ερώτηση που υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ως προς το περιεχόμενο της παραγράφου 8 του εγγράφου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε την απάντηση εκ μέρους του Μ.Ε.2 Ανδρέα Τάκκα γιατί το έγγραφο δεν είχε κατατεθεί ως τεκμήριο. Η σχετική ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν η ακόλουθη:

“Η ερώτηση όπως τίθεται δεν μπορεί να επιτραπεί. Η κατάθεση εγγράφου για αναγνώριση γίνεται ακριβώς και μόνο γι’ αυτό το λόγο, για αναγνώριση, για να παρουσιαστεί από επόμενο μάρτυρα, να αναγνωριστεί και να κατατεθεί, εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις σαν τεκμήριο κανονικό στο Δικαστήριο. Αλλά η αναφορά στο συγκεκριμένο έγγραφο κάτω από τον τρόπο που επιχειρεί να θέσει ο κ. Πιττάτζης στην ουσία έχει σαν αποτέλεσμα την παροχή μαρτυρίας σε σχέση με έγγραφο το οποίο δεν είναι κατατεθειμένο ως τεκμήριο στο Δικαστήριο για τη στήριξη μαρτυρίας με βάση τις πρόνοιες αυτού του εγγράφου. Η ερώτηση μπορεί να τεθεί αν θέλει ο κ. Πιττάτζης διαφορετικά, κάτω όμως από αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπορεί να τεθεί.”

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Η κατάθεση ενός εγγράφου σαν τεκμηρίου για αναγνώριση γίνεται όταν δεν μπορεί να κατατεθεί κανονικά στα πρώτα στάδια της ακροαματικής διαδικασίας από το πρόσωπο που το υπέγραψε ή το είχε στην κατοχή του, για να δοθεί η ευχέρεια στους μάρτυρες να ερωτηθούν για το περιεχόμενο του. Η μαρτυρία αυτή καταγράφεται αλλά παραμένει ανενεργή, μέχρις ότου υπάρξει αναγνώριση και κατάθεση του εγγράφου από το πρόσωπο που το υπέγραψε ή το είχε στην κατοχή του για να καταστεί πλέον κανονικό τεκμήριο και η μαρτυρία που έχει προκύψει από τις απαντήσεις που έχουν δοθεί ως προς το περιεχόμενό του, να καταστεί ενεργή.

Το έγγραφο αυτό αναγνωρίστηκε και κατατέθηκε μετά από τον εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της κύριας του εξέτασης και αφού έγινε τεκμήριο 1, ακολούθως δόθηκε επεξηγηματική μαρτυρία ως [*834]προς το περιεχόμενο του.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο τα δικαιώματα του εφεσείοντος για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης έχουν επηρεασθεί δυσμενώς, σε βαθμό που του αποστερήθηκε η ευχέρεια να παρουσιάσει την υπόθεση του. Μια προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας που έχει δοθεί δεν υποστηρίζει την πιο πάνω θέση. Ο Μ.Ε.2 Ανδρέας Τάκκας ήταν λογιστής και υπάλληλος της εταιρείας που ανήκε στο Μ.Ε.3 Λίνο Μελά. Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 Ανδρέα Τάκκα ότι δεχόταν πληρωμές από το Μ.Υ.1 Νικόλα Τζιωνή προς όφελος του εφεσείοντος με βάση τις πρόνοιες του τεκμηρίου 1 έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ακολούθως μετά τη μετατροπή του τεκμηρίου “A” για αναγνώριση σε τεκμήριο 1, δόθηκε η κατάλληλη μαρτυρία από τον εφεσείοντα που το είχε υπογράψει σαν ενοικιαστής αναφορικά με τους διάφορους όρους που περιείχε. Έπεται ότι η ενδιάμεση απόφαση να μην επιτραπεί να δοθεί προφορική μαρτυρία από ένα τρίτο πρόσωπο ως προς το περιεχόμενο του εγγράφου προτού αυτό καταστεί τεκμήριο, δεν έχει επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη αφού το έγγραφο έγινε αργότερα τεκμήριο και δόθηκε προς τούτο επεξηγηματική μαρτυρία από τον ίδιο τον εφεσείοντα.

(iv) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εισαγωγή μαρτυρίας που αφορούσε τα τιμολόγια και τις καταστάσεις εισπράξεων της μπυραρίας, τη μαρτυρία του Λειτουργού του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας αναφορικά με τις εισπράξεις της μπυραρίας και κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τη ζημιά του.

Όλοι οι πιο πάνω λόγοι θα αποκτούσαν σημασία αν γινόταν αποδεκτή η έφεση του εφεσείοντος. Επειδή ήδη έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη της απαίτησης του εφεσείοντος ήταν ορθή, η εξέταση των πιο πάνω θεμάτων αποκτά ακαδημαϊκή σημασία και η εξέταση τους σε αυτό το στάδιο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας δεν κρίνεται σκόπιμη.

(v)  Τόσο η αποδοχή όσο και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι διάδικοι είχαν συνάψει μια συμφωνία που ήταν διαφορετική από εκείνη που ισχυρίζεται ο εφεσείων, είναι λανθασμένο.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι σύμφωνα με τα όσα προβάλλει στην Έκθεση Απαίτησης του, συνήψε μια συμφωνία με τον εφεσίβλητο, ο οποίος προέβηκε σε μια γενική και αόριστη άρνηση ότι δεν έλαβε [*835]χώρα τέτοια συμφωνία στην Έκθεση Υπεράσπισης του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η υπεράσπιση δεν μπορεί να προβάλλει ισχυρισμούς και θέσεις που δεν συμπεριλαμβάνονται στην Έκθεση Υπεράσπισης και στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί την εκδοχή του εφεσιβλήτου και να προβεί σε εύρημα ότι η συμφωνία είχε διαφορετικά ανταλλάγματα.

Είναι ορθό ότι η Έκθεση Υπεράσπισης του εφεσιβλήτου ήταν μια απλή άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντος, όπως αυτοί καθορίσθηκαν στην Έκθεση Απαίτησης του. Ο εφεσίβλητος θα έπρεπε, εκτός από τη γενική άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντος, να προβάλει και τις δικές του θέσεις. Η σημασία της δικογραφίας τονίσθηκε στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πική μέσα στα πιο κάτω πλαίσια.

“Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανέφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134), κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.”

(Βλ. επίσης Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836 και Παφίτης και Άλλοι ν. Κουκουρή και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154).

Η ίδια γραμμή υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ayia Napa Nissi Development Ltd και Άλλοι ν. Χρίστου Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549, όπου τονίσθηκε ότι,

“Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των επίδικων θεμάτων, όπως φαίνονται με το κλείσιμο των εγγράφων προτάσεων, ή με την τροποποίηση τους πριν το τέλος της δίκης. Οι υποθέσεις [*836]αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που εγείρονται στα δικόγραφα. (Βλ. Eleni Panayiotou Iordanou v. Polycarpos Neophytou Anyftos (1959-1960) 24 C.L.R. 97, Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd. (1971) 1 C.L.R. 134, HjiPavlou v. Jinaro Terra (1982) 1 C.L.R. 433 και Demeco Co. v. Beckhoff (1988) 1 C.L.R. 82).”

Η Έκθεση Υπεράσπισης αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντος (βλ. Κυριακή Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα (1996) 1 Α.Α.Δ. 530) και το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας (βλ. Βοσκού κ.ά. ν. Ζήνωνος (2003) 1 Α.Α.Δ. 695).

Στην παρούσα περίπτωση έχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην εξέταση των επίδικων θεμάτων όπως αυτά καθορίζονταν από τη σχετική δικογραφία, αλλά προχώρησε στην εξέταση και θεμάτων που δεν καλύπτονταν από το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης κατά παράβαση των πιο πάνω αρχών που έχουμε αναφέρει. Στην πραγματικότητα δόθηκε η ευκαιρία στον εφεσίβλητο να προβάλει τους λόγους της υπεράσπισης του χωρίς να τους έχει προβάλει στην Έκθεση Υπεράσπισης του, πράγμα ανεπίτρεπτο στο αντιπαραθετικό μας σύστημα διεξαγωγής της δίκης. (Βλ. Christodoulou v. Sofroniou (1987) 1 C.L.R. 441). Άνκαι στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία εκτός δικογράφων φαίνεται ότι είχε δοθεί χωρίς να εγερθεί ένσταση και ο εφεσείων θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, κρίνουμε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκαν πάνω σε μαρτυρία που δεν έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος του εφεσιβλήτου. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστήριο.

Η�έφεση επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος του εφεσίβλητου. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο