C.T. Tobacco Limited ν. Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 853

(2003) 1 ΑΑΔ 853

[*853]27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

C.T. TOBACCO LIMITED,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

1. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ.,

2. ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

3. ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

4. ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΛΑΤΖΗ,

5. HELLENIC DISTRIBUTION AGENCY (CYPRUS) LTD.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11133)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα ― Ένορκες δηλώσεις ― Διαταγή 39, θεσμός 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας – Επιτρέπει σε ένορκες δηλώσεις που επισυνάπτονται σε ενδιάμεσες αιτήσεις για επείγουσα έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας τόσο αναφορικά με ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται από τον αιτητή όσο και αναφορικά με αυτές που καταχωρούνται από τον καθ’ ου η αίτηση.

Αρχή της ισότητας των όπλων ― Προσωρινά διατάγματα τα οποία εκδίδονται με μονομερή αίτηση (ex parte application) ― Η μη παροχή ευχέρειας στον καθ’ ου η αίτηση να συμπεριλάβει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση εξ ακοής μαρτυρία, ευχέρεια που παρέχεται στον αιτητή δυνάμει της Διαταγής 39 θεσμός 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και θα κατέληγε σε αδικία για τον καθ’ ου η αίτηση.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα ― Λίβελλος – Εφαρμοστέες αρχές ως προς την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με τη δημοσίευση δυσφημιστικού κειμένου, οι οποίες προκύπτουν από την Αγγλική νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικά διατάγματα εκδοθέντα ex [*854]parte ― Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων σε εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο.

Μαρτυρία ― Αντιφάσεις ― Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν επηρεάζουν την ορθότητα της απόφασης.

Αποφάσεις και Διατάγματα ― Προσωρινά διατάγματα εκδοθέντα ex parte ― Δεν εδικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο επιζητείτο η ίδια θεραπεία με την αγωγή.

Έξοδα ― Αποτέλεσμα της δίκης ― Έξοδα, ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.

Η εφεσείουσα καταχώρησε στις 12.6.2001 αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξιώνοντας αποζημιώσεις για δύο κατ’ ισχυρισμό δυσφημήσεις που είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Πολίτης» όπως επίσης και διάταγμα με το οποίο θα απαγορευόταν στους εφεσίβλητους να συνεχίσουν ή να επαναλάβουν τη δημοσίευση δυσφημηστικού περιεχομένου αναφορικά με τις εργασίες της εφεσείουσας, που θα υπονοούσαν ότι η εφεσείουσα ενεχόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων.

Η εφεσείουσα εξασφάλισε στις 13.6.2001 την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσίβλητους η δημοσίευση λιβέλλου ή δυσφήμησης που θα υποδήλωνε τη διεξαγωγή εκ μέρους της λαθρεμπορίου τσιγάρων ή την εμπλοκή της σ’ αυτό.  Το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 26.6.2001.  Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ένσταση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανκαι βρήκε ότι ετύγχαναν εφαρμογής τα τρία κριτήρια που καθορίζονται στο Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αποφάνθηκε ότι μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας δεν θα έπρεπε να εγκρίνει τη συνέχιση του διατάγματος και προχώρησε στην ακύρωσή του.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση και οι εφεσίβλητοι αντέφεση.

Έφεση

Λόγοι έφεσης:

1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Δ.39, θ. 2 επιτρέπει ότι οι ένορκες δηλώσεις του καθ’ ου η αίτηση μπορεί να περιέχουν και εξ ακοής μαρτυρία.

[*855]2)      Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας τη μη συνέχιση του ενδιάμεσου διατάγματος, παρερμηνεύοντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν η υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου είχε πιθανότητα επιτυχίας.

4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι επιζητείται εκ των προτέρων η λογοκρισία του τύπου, που είναι ένα πολύ εξαιρετικό μέτρο.

5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένη απόφαση.

6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε το γεγονός ότι απεδείχθη κακή πίστη (malice) εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

7) Το σκεπτικό της απόφασης ότι το κλητήριο ένταλμα περιέχει την ίδια θεραπεία με το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα είναι εσφαλμένο.

8) Η απόφαση για τα έξοδα είναι εσφαλμένη.

Αντέφεση

Με την αντέφεση οι εφεσίβλητοι ζητούν την ακύρωση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε ορισμένα θέματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι πρόνοιες της Δ.39, θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν περιορίζουν την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας μόνο στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ μέρους του αιτητή αλλά συμπεριλαμβάνουν και εκείνες που καταχωρούνται από τον καθ’ ου η αίτηση.  Η αυστηρή περιοριστική ερμηνεία των λέξεων «ενδιάμεσες αιτήσεις» θα κατέληγε σε αδικία για τον καθ’ ου η αίτηση και σε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο Νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του.

2.  Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία μόνο σε εξαιρετικές περιπτώ[*856]σεις υπάρχει η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η δημοσίευση δυσφημιστικού κειμένου. Τέτοιο διάταγμα μπορεί να εκδοθεί μόνο όταν,

α) Η δήλωση είναι αναμφίβολα δυσφημιστική,

β) Δεν υπάρχουν λόγοι που θα οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η δήλωση μπορεί να είναι αληθής,

γ)  Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να πετύχει,

δ) Υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης ή δημοσίευσης της δυσφήμησης.

Στην παρούσα υπόθεση η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.  Τόσο η εξέταση των προϋποθέσεων για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για τη συνέχιση ή όχι του διατάγματος, όπως και η ερμηνεία της σχετικής νομολογίας έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια, σε βαθμό που δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπεράσπιση του δικαίου σχολίου περιορίζεται σε θέματα δημόσιου συμφέροντος και για να επιτύχει θα πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος.  Ακολούθως το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι εκ πρώτης όψεως τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημηστικά, αποφάσισε να περιοριστεί σ’ αυτή τη διαπίστωση και να μην επεκταθεί σε θέματα που πιθανό να επηρέαζαν την αξιοπιστία των μαρτύρων σ’ εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο. Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

4.  Το αιτούμενο διάταγμα δεν αποτελούσε λογοκρισία αλλά μέτρο προστασίας μέσα στα συνταγματικά πλαίσια του Άρθρου 19 του Συντάγματος.

5.  Οι αντιφάσεις που έχουν υποδειχθεί είναι επουσιώδεις και δεν επηρεάζουν την ορθότητα της απόφασης.

6.  Το Δικαστήριο δεν μπορούσε στο στάδιο της έκδοσης ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος να προβεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των προσώπων που είχαν αντεξετασθεί, για να καταλήξει σε εύρημα ότι ήταν αναξιόπιστοι. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν λανθασμένη αφού θα οδηγούσε σε διαπιστώσεις αξιοπιστίας και θα προαποφάσιζε την εγκυρότητα της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου.

7.  Έστω και αν υπήρξαν περιπτώσεις που εκδόθηκαν προσωρινά διατάγματα που επιζητούσαν την ίδια θεραπεία με την αγωγή, εντού[*857]τοις στην παρούσα περίπτωση δεν δικαιολογείται κάτι τέτοιο.

8.  Δεν έχουν προβληθεί λόγοι για παράκαμψη του γενικού κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.

     Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης ως προς τους λόγους έφεσης η αντέφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718,

Thoma v. Luxemburg, Apl. No. 38432/97, dated 29/3/2001 (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),

Tammer v. Estonia, Apl. No. 41205, dated 6/2/2001 (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),

Fressoz and Roire v. France, Apl. 29183/95, dated 21/1/99 (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),

Schering Chemicals Ltd v. Falkman Ltd a.o. [1981] 2 All E.R. 321,

Harakas a.o. v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd a.o. [1982] 2 All E.R. 701,

Coulson v. Coulson [1887] 3 TLR 846,

The Exclusive Brethren case [1980] 3 All E.R. 161,

Michael v. Brevinos Ltd (1969) 1 C.L.R. 578.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/7/01 (Αρ. Αγωγής 5668/01) με την οποία αποφάνθηκε ότι δεν θα έπρεπε να επιτρέψει τη συνέχιση του προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορεύετο στους εναγόμενους η δημοσίευση λιβέλλου ή δυσφήμησης κατά των εναγόντων και προχώρησε στην ακύρωση του εκδοθέντος δια[*858]τάγματος.

Αντέφεση από τους εναγομένους σχετικά με την ορθότητα ορισμένων ευρημάτων της πρωτόδικης απόφασης.

Λ. Παπαφιλίππου με Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Βορκάς με K. Γεωργίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ακύρωσης ενδιάμεσου διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσιβλήτους η δημοσίευση λιβέλλου που θα υποδήλωνε ότι η εφεσείουσα διεξήγαγε ή εμπλεκόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων.

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Η εφεσείουσα καταχώρησε στις 12/6/2001 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσιβλήτων την υπ’ αρ. 5668/2001 αγωγή με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις για δύο κατ’ ισχυρισμό δυσφημήσεις που είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα “Πολίτης” στις 6 και 8/6/2001, όπως επίσης και διάταγμα με το οποίο θα απαγορευόταν στους πιο πάνω να συνεχίσουν ή να επαναλάβουν τη δημοσίευση δυσφημιστικού περιεχομένου αναφορικά με τις εργασίες της εφεσείουσας, που θα υπονοούσαν ότι η εφεσείουσα ενεχόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων.

Την επομένη της καταχώρισης της αγωγής η εφεσείουσα καταχώρησε μονομερή αίτηση (ex parte application) και πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσιβλήτους η δημοσίευση λιβέλλου ή δυσφήμησης που θα υποδήλωνε ότι η εφεσείουσα διεξήγαγε ή εμπλεκόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων. Το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο στις 26/6/2001. Μετά την καταχώριση της ένστασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει στις 26/6/2001 αν το διάταγμα θα παρέμενε σε ισχύ ή όχι. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αντεξετάσθηκαν οι Αντώνης Ζαπίτης (που είχε καταχωρίσει ένορκη δήλωση με την ιδιότητα του Οικονομικού Διευθυντή της εφεσείουσας), όπως επίσης και ο εναγόμενος 2 Γιάννης Παπαδόπουλος (Διευθυντής της εταιρείας ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ, που εξέδιδε την εφη[*859]μερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ) και ο εναγόμενος 4 Μανώλης Καλατζής (υπάλληλος και συντάκτης της εφεσίβλητης εταιρείας).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άνκαι βρήκε ότι ετύγχαναν εφαρμογής τα τρία κριτήρια που καθορίζονται στο Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, αποφάνθηκε ότι μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας δεν θα έπρεπε να εγκρίνει τη συνέχιση του διατάγματος και προχώρησε στην ακύρωση του.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί με 14 λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Ταυτόχρονα οι εφεσίβλητοι με τέσσερις λόγους προσβάλλουν με αντέφεση την ορθότητα ορισμένων ευρημάτων της πρωτόδικης απόφασης.

Επειδή μερικοί από τους λόγους έφεσης και αντέφεσης περιέχονται και/ή καλύπτονται από άλλους λόγους, θα προχωρήσουμε να τους εξετάσουμε κάτω από τις πιο κάτω υποδιαιρέσεις:

(1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Δ.39, θ. 2 επιτρέπει ότι οι ένορκες δηλώσεις του καθ’ου η αίτηση μπορεί να περιέχουν και εξ ακοής μαρτυρία.

Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η Δ.39, θ. 2 άνκαι επιτρέπει κάτω από ορισμένους όρους την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ μέρους του αιτητή, εντούτοις δεν επιτρέπει την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας και στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται στην ένσταση του καθ’ου η αίτηση. Και τούτο γιατί η ερμηνεία της λέξης “application” (αίτηση) της Διαταγής 39, θεσμός 2, δεν μπορεί να συμπεριλάβει και τη λέξη “opposition” (ένσταση) του καθ’ου η αίτηση. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης η εφεσείουσα επικαλείται την τροποποίηση που έχει γίνει στην Αγγλία όπου οι αρχικές πρόνοιες της Διαταγής 38, θεσμός 3,  πάνω στις οποίες βασίστηκε η δική μας Διαταγή 39, θεσμός 2, έχουν τροποποιηθεί.

Η Αγγλική Διαταγή 38, θεσμός 3 προνοούσε ότι,

“Affidavits shall be confined to such facts as the witness is able of his own knowledge to prove................... Provided that in interlocutory proceedings or with leave under Order XXX, r. 2, or Order XXXVII, V. 1, an affidavit may contain statements or information and belief, with the sources and grounds thereof.”

[*860]

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Οι ένορκες δηλώσεις θα πρέπει να περιορίζονται σε τέτοια γεγονότα που ο μάρτυς θα μπορεί να αποδείξει με βάση τη δική του γνώση................... Νοουμένου ότι σε ενδιάμεσες διαδικασίες ή κατόπιν άδειας σύμφωνα με τη Διαταγή XXX, θ. 2, ή Διαταγή XXXVII, θ. 1, μια ένορκη δήλωση μπορεί να περιέχει δηλώσεις ή πληροφορίες και πίστη, με τις πηγές και τους λόγους περί τούτου.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πιο πάνω τροποποίηση της Αγγλικής Διαταγής που επέτρεψε την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας και σε ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται στην ένσταση, δεν υιοθετήθηκε στην Κύπρο και έτσι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εξ ακοής μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή σε ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται στην ένσταση, δεν είναι ορθή. Ως αποτέλεσμα της λανθασμένης αποδοχής μιας τέτοιας μαρτυρίας, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ανακύπτουν γεγονότα και/ή θέσεις που δυνατό να συνιστούν την υπεράσπιση του αληθούς δημοσιεύματος και/ή έντιμου σχολίου είναι εξίσου λανθασμένες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εισήγηση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί θα οδηγούσε σε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων που διασφαλίζεται μέσα στα πλαίσια της δίκαιης δίκης με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχει κυρωθεί με το Νόμο 39/62.

Η Διαταγή 39, θεσμός 2 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ότι,

“Affidavits shall be confined to such facts as the witness is able of his own knowledge to prove, but on interlocutory applications an affidavit may contain statements of information and belief, with the sources and grounds thereof.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται σε τέτοια γεγονότα που ο μάρτυς είναι ικανός να αποδείξει από δική του γνώση αλλά σε ενδιάμεσες αιτήσεις μια ένορκη δήλωση μπο[*861]ρεί να περιέχει δηλώσεις πληροφοριών και πίστης με τις πηγές και τους λόγους περί τούτου.”

Από τις πιο πάνω πρόνοιες φαίνεται ότι η Διαταγή 39, θεσμός 2 επιτρέπει σε ένορκες δηλώσεις που επισυνάπτονται σε ενδιάμεσες αιτήσεις την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας, έστω και αν το πρόσωπο που προβαίνει στην ένορκη δήλωση δεν έχει προσωπική γνώση, νοουμένου ότι αποκαλύπτει την πηγή από την οποία έχει αντλήσει τις σχετικές πληροφορίες.

Το αποδεκτό της εξ ακοής μαρτυρίας σε ενδιάμεσες διαδικασίες που αφορούν την επείγουσα έκδοση προσωρινών διαταγμάτων βασίζεται στην ανάγκη παροχής σε ένα αιτητή της ευχέρειας να στοιχειοθετήσει την απαίτηση του εύκολα και γρήγορα, χωρίς την αυστηρή προσκόλληση στους κανόνες που εφαρμόζονται στο δίκαιο της απόδειξης. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Cross and Tapper On Evidence, 8η Έκδοση, σελ. 6,

“Interlocutory applications often have to be heard urgently without recourse to the full panoply of evidential rules, often admitting hearsay, and even when such an application is treated as the trial of the action still the more relaxed rules to the admission of hearsay will be applied (Rose v. Information Services Ltd [1987] FSR 254).”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Ενδιάμεσες αιτήσεις συχνά πρέπει να εξετάζονται επειγόντως χωρίς καταφυγή στην πλήρη πανοπλία των κανόνων απόδειξης, με συχνή αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας και ακόμα όταν μια τέτοια αίτηση θεωρείται σαν η εκδίκαση της κύριας αγωγής εφαρμόζονται ακόμα οι πιο χαλαρωμένοι κανόνες που επιτρέπουν την αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας.”

Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι οι ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται στην ένσταση του καθ’ου η αίτηση δεν μπορούν να περιέχουν εξ ακοής μαρτυρία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι πρόνοιες της Διαταγής 39, θεσμός 2 δεν περιορίζουν την παράθεση εξ ακοής μαρτυρίας μόνο στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ μέρους του αιτητή. Οι λέξεις “ενδιάμεσες αιτήσεις” δεν αναφέρονται αποκλειστικά στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται από τον αιτητή αλλά συμπεριλαμβάνουν και εκείνες που καταχωρούνται από τον καθ’ου η αίτηση. Η αυστηρή περιοριστική ερμηνεία των λέξεων “ενδιάμεσες αιτήσεις” θα κατέληγε σε αδικία για [*862]τον καθ’ου η αίτηση. Και τούτο γιατί η παροχή ευχέρειας σε ένα αιτητή να συμπεριλαμβάνει στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση του εξ ακοής μαρτυρία μέσα στα πλαίσια της επείγουσας φύσης της αίτησης, δεν πρέπει να επενεργεί δυσμενώς για τον αντίδικό του, στερώντας του την ευχέρεια να αντικρούσει τις θέσεις του αιτητή πάνω σε ίση βάση. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Καλλή στην έφεση Αναφορικά με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για Certiorari (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718,

“Η αρχής της ισότητας των όπλων αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο Νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του. Η ευκαιρία πρέπει να είναι ίση ανάμεσα στους διαδίκους και να περιορίζεται μόνο από το καθήκον του δικαστηρίου να αποτρέψει υπερβολική παράταση ή καθυστέρηση της διαδικασίας.”

(2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο άνκαι αποφάσισε ότι εφαρμόζονταν τα τρία κριτήρια του Άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60, λανθασμένα εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια διατάσσοντας τη μη συνέχιση του ενδιάμεσου διατάγματος, παρερμηνεύοντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να εξετάσει αν υπήρχε θέμα δημόσιου συμφέροντος σαν βάση της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου παραπλανήθηκε και λανθασμένα εξέτασε το θέμα ως θέμα επιλογής μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού ενδιαφέροντος, καταλήγοντας σε άρνηση επικύρωσης του προσωρινού διατάγματος. Η εφεσείουσα σημειώνει ότι οι εφεσίβλητοι εφόσον πρόβαλαν ως υπερασπίσεις ότι τα δημοσιεύματα ήταν αληθή, έντιμα σχόλια, προνομιούχα και δεν αφορούσαν επιζήμια ψευδολογία (άρνηση δηλαδή ότι είναι λιβελογραφήματα), δεν μπορούσε να γίνει επίκληση της σχετικής νομολογίας που αναφέρεται στην επίδικη απόφαση.

Επιπρόσθετα η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η έκθεση του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ), πάνω στην οποία βασίζεται η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων, δεν συνιστά μαρτυρία που μπορεί να γίνει αποδεκτή και έτσι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να αποδείξουν την υπεράσπιση τους. Τονίσθηκε επίσης ότι υπήρξε εσκεμμένη παραποίηση του πορίσματος ΣΔΟΕ, αφού ενώ στο κεί[*863]μενο του πορίσματος χρησιμοποιείται η ουδέτερη φράση “και μετά επαναπροωθούντο”, σε μια από τις δημοσιεύσεις χρησιμοποιείται η φράση “και μετά τα επαναπροωθούσαν”. Αυτό εξυπακούει ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να αποδείξουν την υπεράσπιση τους, αφού το πόρισμα δεν αναφέρει ότι η εφεσείουσα ήταν αυτή που επαναπροωθούσε τα λαθραία τσιγάρα.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τις αποφάσεις Thoma v. Luxemburg (Apl. No. 38432/97 της 29/3/2001) και Case of Tammer v. Estonia (Apl. No. 41205 της 6/2/2001) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αναφορικά με την απόφαση Thoma v. Luxemburg υποβλήθηκε ότι η ιδιότητα των αιτητών ως δημοσίων υπαλλήλων καθιστούσε τα δημοσιεύματα σαν θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, ενώ το Δικαστήριο παρέθεσε σε σύνοψη την υπόθεση Case of Tammer v. Estonia χωρίς να την συγκρίνει με την Thoma v. Luxemburg.

Οι εισηγήσεις της εφεσείουσας δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού βρήκε ότι είχαν ικανοποιηθεί τα τρία κριτήρια του Άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60, προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) δικαιολογούσε την παραμονή του διατάγματος σε ισχύ. Προς τούτο αφού σημείωσε ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις προχώρησε στην ανάλυση της Κυπριακής και Αγγλικής νομολογίας, όπως επίσης και εκείνης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στις αποφάσεις Fressoz and Roire v. France (Apl. 29183/95 της 21/1/99), Thomas v. Luxemburg (Apl. 38432/97 της 29/3/2001) και Case of Tammer v. Estonia (Apl. 41205/98 της 6/2/2001). Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι πιο πάνω αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφορούσαν τελικές αποφάσεις πολιτικής και ποινικής φύσης και δεν εξέταζαν τις προεκτάσεις έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, ιδιαίτερα δε την εκ των προτέρων λογοκρισία του τύπου η οποία θα πρέπει να αποφεύγεται αφού σύμφωνα με το σύγγραμμα Harris, Ο’ Boyle and Warbrick “Law of the European Convention on Human Rights” (σ. 386-7) μια τέτοια διαδικασία δεν πρέπει να τυγχάνει επιδοκιμασίας.

Στην Αγγλική απόφαση Schering Chemicals Ltd v. Falkman Ltd and others [1981] 2 All ER 321 ο Λόρδος Denning τόνισε μεταξύ άλλων ότι,

“In all but the most exceptional cases we will not grant an interim injunction to restrain the publication of a libel. Such an [*864]exceptional case was instanced by Jessel MR. It was a Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501 at 508 ……. an atrocious libel wholly unjustified and inflicting the most serious injury of the plaintiff. Except in such a case we never grant an interim injunction.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις θα εκδίδουμε διάταγμα για να εμποδίσουμε τη δημοσίευση δυσφημιστικού κειμένου. Μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση υποδείχθηκε από το Δικαστή Jessel MR. Ήταν η υπόθεση Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v. Beall [1882] 20 Ch. D. 501 στη σελίδα 508 ……. ένα στυγερό δυσφημιστικό κείμενο τελείως αδικαιολόγητο επιφέροντας την πιο σοβαρή βλάβη στον ενάγοντα. Εκτός από μια τέτοια περίπτωση ουδέποτε θα εκδώσουμε ένα απαγορευτικό διάταγμα.”

Μέσα στα ίδια πλαίσια ο Lord Denning επανέλαβε στην υπόθεση Harakas and others v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd and another [1982] 2 All E.R. 701, 703, την αρχή ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα Δικαστήρια θα εκδώσουν ένα απαγορευτικό διάταγμα, τονίζοντας ότι,

“This case raises a matter of principle which must be observed. This court never grants an injunction in respect of libel when it is said by the defendant that the words are true and that he is going to justify them. So also, when an occasion is protected by qualified privilege, this court never grants an injunction to restrain a slander or libel, to prevent a person from exercising that privilege, unless it is shown that what the defendant proposes to say is known by him to be untrue so that it is clearly malicious. So long as he proposes to say what he honestly believes to be true, no injunction should be granted against him. That was made clear in Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co v Beall [1882] 20 Ch D 501.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Αυτή η υπόθεση εγείρει μια αρχή που πρέπει να τηρείται. Αυτό το δικαστήριο ουδέποτε εκδίδει ένα απαγορευτικό διάταγμα αναφορικά με ένα λίβελλο όταν ο εναγόμενος λέει ότι οι λέξεις ανταποκρίνονται προς την αλήθεια και ότι θα τις δικαιολογήσει. Έτσι επίσης, όταν μια περίπτωση καλύπτεται με [*865]προνόμιο υπό αίρεση, αυτό το δικαστήριο ουδέποτε εκδίδει ένα απαγορευτικό διάταγμα για να εμποδίσει μια δυσφήμηση ή ένα λίβελλο, να εμποδίσει ένα πρόσωπο να εξασκήσει αυτό το προνόμιο, εκτός αν φαίνεται ότι αυτό που θέλει να πει ο εναγόμενος γνωρίζει ότι είναι ψευδές έτσι που να είναι καθαρά κακόπιστο. Εφόσον προτίθεται να αναφέρει ότι πιστεύει έντιμα ότι είναι αληθές, δεν θα εκδοθεί εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα. Αυτό έχει γίνει καθαρό στην υπόθεση Quartz Hill Consolidated Gold Mining Co. v Beall [1882] 20 Ch D 501.

Ο ευαίσθητος χαρακτήρας ενός προσωρινού διατάγματος προϋποθέτει ότι η έκδοση του, σύμφωνα με το Δικαστή Lord Esher M.R. στην υπόθεση Coulson v. Coulson [1887] 3 TLR 846, θα γίνεται μόνο στις πιο καθαρές περιπτώσεις. Όπως έχει επίσης τονίσει ο Δικαστής Lord Scarman στην υπόθεση The Exclusive Brethren case [1980] 3 All E.R. 161, 183,

“.. the prior restraint of publication, though occasionally necessary in serious cases, is a drastic interference with freedom of speech and should only be ordered where there is a substantial risk of grave injustice. I understand the test of ‘pressing social need’ as being exactly that.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Η προηγούμενη απαγόρευση της δημοσίευσης, άνκαι είναι αναγκαία σε σοβαρές υποθέσεις, αποτελεί μια δραστική επέμβαση στην ελευθερία του λόγου και θα πρέπει να εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει ένας ουσιαστικός κίνδυνος σοβαρής αδικίας. Αντιλαμβάνομαι τον όρο ‘πιεστική κοινωνική ανάγκη’ να σημαίνει ακριβώς αυτό.”

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ένα δικαστήριο θα προβεί στην έκδοση ενός παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος μόνο όταν,

(1) Η δήλωση είναι αναμφίβολα δυσφημιστική,

(2) Δεν υπάρχουν λόγοι που θα οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η δήλωση μπορεί να είναι αληθής,

(3) Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να πετύχει,

(4) Υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης ή δημοσίευσης της [*866]δυσφήμησης (βλ. Gatley “On Libel and Slander” 9η  Έκδοση, σελ. 634).

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση που έχει υποβληθεί και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Τόσο η εξέταση των προϋποθέσεων για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για τη συνέχιση ή όχι του διατάγματος, όπως και η ερμηνεία της σχετικής νομολογίας έγινε μέσα στα ορθά πλαίσια, σε βαθμό που δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.

(3)       Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν η υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου είχε πιθανότητα επιτυχίας.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι για να επιτύχει η υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου (fair comment) οι εφεσίβλητοι θα έπρεπε να αποδείξουν

(i)  Ότι οι επίδικες φράσεις ή λέξεις συνιστούν σχόλια και όχι δηλώσεις γεγονότων,

(ii) Ότι υπάρχει πραγματική βάση για τα σχόλια, και

(iii)  Ότι τα σχόλια αφορούν ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος.

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το δίκαιο σχόλιο προϋποθέτει την ύπαρξη αληθινών γεγονότων (που στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι τα δημοσίευσαν παραποιημένα) και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν τα επίδικα γεγονότα αποτελούσαν δίκαια ή κακόπιστα σχόλια.

Η εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Εξετάζοντας το κριτήριο της ορατής πιθανότητας επιτυχίας το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την υπεράσπιση του δίκαιου σχολίου, σημειώνοντας ότι η υπεράσπιση αυτή περιορίζεται σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος και για να επιτύχει θα πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότος, προσθέτοντας ότι αν το σχόλιο βασίζεται σε γεγονότα που περιέχονται στη δήλωση, ο εναγόμενος θα πρέπει να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του. Ακολούθως το Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι εκ πρώτης όψεως τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, αποφάσισε όπως περιοριστεί σε αυτή τη διαπίστωση και να μην επεκταθεί σε θέματα που πιθανό να επηρέαζαν την αξιοπιστία των μαρτύρων σε εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο. Η πιο πάνω προσέγγιση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. [*867]Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της υπεράσπισης του δίκαιου σχολίου και πολύ σωστά απέφυγε να επεκταθεί στα θέματα της αξιοπιστίας των μαρτύρων σε εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο.

(4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι επιζητείται εκ των προτέρων η λογοκρισία του τύπου, που είναι ένα πολύ εξαιρετικό μέτρο.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι επιζητείτο η εκ των προτέρων λογοκρισία των εφεσιβλήτων. Αντίθετα το διάταγμα δεν επεδίωκε τη λογοκρισία ή τη φίμωση την εφεσιβλήτων, αλλά την απαγόρευση δημοσίευσης λιβέλου που θα υποδήλωνε ή θα υπονοούσε ότι η εφεσείουσα εμπλεκόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων. Το αιτούμενο διάταγμα δεν αποτελούσε λογοκρισία αλλά μέτρο προστασίας μέσα στα συνταγματικά πλαίσια του Άρθρου 19 του Συντάγματος.

Είναι ορθό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει σε ένα μέρος της απόφασης του ότι “στη δική μας υπόθεση ουσιαστικά ζητείται η εκ των προτέρων λογοκρισία του τύπου, κάτι που πρέπει να είναι πολύ εξαιρετικό μέτρο.” Η χρησιμοποίηση της έκφρασης “εκ των προτέρων λογοκρισία του τύπου” δεν αποτελεί διαπίστωση αλλά περιγραφή της εικόνας των γεγονότων. Η ίδια έκφραση παρατηρείται στο σύγγραμμα Harris, Ο’ Boyle and Warbrick “Law of the European Convention on Human Rights”, όπου στη σελίδα 386 σημειώνεται ότι,

“Pre-publication censorship is particularly to be deprecated because it prevents the transmission of information and ideas to those who wish to receive them and thus to make their own minds up about them and because it thwarts the self-expression justification which stands behind the right.”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Η εκ των προτέρων λογοκρισία πρέπει να αποδοκιμάζεται ιδιαίτερα γιατί παρεμποδίζει τη μετάδοση πληροφοριών και ιδεών σε εκείνους που επιθυμούν να τις δεχθούν και να σχηματίσουν τις δικές τους απόψεις γι’ αυτές και γιατί εμποδίζει το δικαίωμα της έκφρασης της αλήθειας που υπάρχει πίσω από το δίκαιο.”

(5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένη απόφαση.

[*868]Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η επίδικη απόφαση περιέχει αντιφάσεις που την καθιστούν λανθασμένη. Πιο συγκεκριμένα έχει υποδειχθεί μεταξύ άλλων ότι ενώ το Δικαστήριο συγκρίνει το “χρηματικό επηρεασμό” του κοινού με τη “χρηματική ζημιά” της εφεσείουσας, σε βαθμό που η ζημιά αυτή να μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, εντούτοις σε άλλο μέρος της απόφασης δέχεται ότι οι ζημιές δεν μπορούν να υπολογισθούν και να καλυφθούν με χρηματικές αποζημιώσεις. Επίσης ενώ έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά “και είναι θέμα αν θα επιτύχουν οι προβαλλόμενες υπερασπίσεις”, σε άλλο μέρος της απόφασης αποφαίνεται “ότι εκ πρώτης όψεως βλέπουμε ότι η ουσία των δημοσιευμάτων ότι διεξάγεται έρευνα που εμπλέκει και την ενάγουσα εταιρεία είναι θέματα που εμπεριέχονται στο εν λόγω πόρισμα”, πράγμα που είναι λανθασμένο.

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχουν τέτοιες αντιφάσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Οι αντιφάσεις που έχουν υποδειχθεί είναι επουσιώδεις και δεν επηρεάζουν την ορθότητα της απόφασης.

(6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε το γεγονός ότι απεδείχθη κακή πίστη (malice) εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

Η εφεσείουσα εισηγείται ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν κακόπιστα αφού επικεντρώνονταν στην ποδηγέτηση του Γενικού Εισαγγελέα για να αρχίσει ποινική δίωξη εναντίον της εφεσείουσας και όχι στην πληροφόρηση του κοινού. Τούτο αποδεικνύεται από το ότι ενώ ο Παπαδόπουλος στη μαρτυρία του ανέφερε ότι με τα δημοσιεύματα εκπλήρωνε ένα καθήκον προς το επενδυτικό κοινό εντούτοις στα δημοσιεύματα δεν περιεχόταν οποιαδήποτε προειδοποίηση και από το ότι τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα συνεχίστηκαν και μετά την καταχώριση της αγωγής και από την παραποίηση του πορίσματος του ΣΔΟΕ. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι διαφοροποιήσεις των θέσεων των Γ. Παπαδόπουλου και Μ. Καλατζή από όσα είχαν αναφέρει στις ένορκες τους δηλώσεις και τα όσα είχαν πει στο Δικαστήριο, μαζί με την παραποίηση του πορίσματος ΣΔΟΕ, έπρεπε να οδηγήσουν σε εύρημα ότι ενεργούσαν κακόπιστα.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε στο στάδιο της έκδοσης ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος να προβεί στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των προσώπων που είχαν αντεξετασθεί, για να καταλήξει σε εύρημα ότι ήταν αναξιόπιστοι. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν λανθασμένη αφού θα οδη[*869]γούσε σε διαπιστώσεις αξιοπιστίας και θα προαποφάσιζε την εγκυρότητα της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου.

(7)       Το σκεπτικό της απόφασης ότι το κλητήριο ένταλμα περιέχει την ίδια θεραπεία με το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα είναι λανθασμένο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι θα έπρεπε να λάβει υπόψη ότι είναι ανεπιθύμητο να ζητείται με την αίτηση για προσωρινό διάταγμα ουσιαστικά η ίδια θεραπεία με εκείνη που επιζητείται με την κύρια αγωγή (βλ. Michael v. Brevinos Ltd (1969) 1 C.L.R. 578), αποφάσισε να ακυρώσει το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί αφού έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων “ότι ουσιαστικά ζητείται η ίδια θεραπεία του διατάγματος και στην κυρίως αγωγή”.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η νομοθεσία και η νομολογία δεν απαγορεύουν την επιδίωξη της ίδιας θεραπείας, άνκαι η ορθή νομική θέση είναι ότι μια τέτοια επιδίωξη είναι λανθασμένη. Εν πάση περιπτώσει προβλήθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση το λεκτικό του ενδιάμεσου διατάγματος διαφέρει από τη θεραπεία που επιζητείται με το κλητήριο ένταλμα. Έστω και αν υπήρξαν περιπτώσεις που εκδόθηκαν προσωρινά διατάγματα που επιζητούσαν την ίδια θεραπεία με την αγωγή, εντούτοις στην παρούσα περίπτωση δεν δικαιολογείται κάτι τέτοιο.

(8) Η απόφαση για τα έξοδα είναι λανθασμένη.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα έξοδα θα είναι έξοδα στην κύρια αγωγή αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 είναι λανθασμένη, αφού (i) το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η αιτήτρια ικανοποίησε και τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 και (ii) γιατί με την άρση του ενδιάμεσου διατάγματος η εφεσείουσα έχει αφεθεί έρμαιο δυσφήμησης από τους εφεσιβλήτους.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα μας έπειθαν να αποκλίνουμε από τον κανόνα και η εισήγηση απορρίπτεται.

(δ)  Η αντέφεση.

Με την αντέφεση που έχουν καταχωρήσει οι εφεσίβλητοι ζητούν την ακύρωση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε ορισμένα θέματα. Πιο συγκεκριμένα οι εφεσείοντες ισχυρίζο[*870]νται ότι,

(1)            Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να αποκαλύψει όλα τα γεγονότα, σε βαθμό που ο λόγος αυτός από μόνος του θα οδηγούσε στην ακύρωση του διατάγματος,

(2)            Λανθασμένα προέβηκε στην έκδοση του διατάγματος στην απουσία των εφεσιβλήτων, αφού βασίστηκε μόνο στη μονομερή αίτηση της εφεσείουσας,

(3)            Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι είχαν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, επειδή δεν ανατράπηκαν οι σχετικοί ισχυρισμοί του Α. Ζαπίτη, και

(4)            Λανθασμένα αποφάσισε ότι τα έξοδα θα ήταν έξοδα στην κυρίως αγωγή αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον των εφεσιβλήτων, αφού η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων δεν συνηγορούσε καθόλου στην απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Ενόψει της κατάληξης μας ως προς τους λόγους έφεσης η αντέφεση καθίσταται χωρίς αντικείμενο και η εξέταση των λόγων που προβάλλονται θα είχε ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον.

Αναφορικά με το διάταγμα για τα έξοδα έχουμε ήδη προαποφασίσει ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν σωστή και δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχει λόγος για τη διαφοροποίηση του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο