G. & L. Calibers Ltd. ν. Στέλιου Λεμεσιανού (2003) 1 ΑΑΔ 948

(2003) 1 ΑΑΔ 948

[*948]4 Ιουλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

G & L CALIBERS LTD,

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

ν.

ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΕΜΕΣΙΑΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11253)

 

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Σωματικές βλάβες — Ακρωτηριασμός δείκτη δεξιού χεριού από το ύψος της κεντρικής μεσοφαλαγγικής άρθρωσης — Ψυχολογικά προβλήματα, πόνος και ταλαιπωρία — Απαλλαγή από υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά — Δημιουργία αισθήματος (α) πόνου στο σημείο του ακρωτηριασμού κατά το άγγιγμα του κάπου με δύναμη και κατά την αλλαγή του καιρού και (β) μειονεξίας — Δυσκολία στο γράψιμο και στην εκτέλεση καθημερινών ατομικών αναγκών — Επιδικασθείσες γενικές απζημιώσεις £3.500 — Αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε £10.000.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Εργατικό ατύχημα — Μείωση ικανότητας εργασίας —Μηχανικός σε εργοστάσιο πλαστικών, ηλικίας 14 ετών, είχε υποστεί ακρωτηριασμό του δείκτη του δεξιού του χεριού με αποτέλεσμα να μη μπορεί πλέον να εργασθεί ως μηχανικός και να αντιμετωπίζει δυσκολίες στη νέα του δουλειά ως καλουπζιής — Επιδικασθείσες αποζημιώσεις £2.500 — Αυξήθηκαν κατ’ έφεση σε £7.500.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τόκος — Επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία της απόφασης επί των αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών απολαβών — Κρίθηκε δικαιολογημένη ενόψει της καθυστέρησης του ενάγοντος στην προώθηση της αγωγής.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δείχνει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων — Οι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο — Παρέχουν απλή καθοδήγηση.

[*949]Ευρήματα Δικαστηρίου — Επέμβαση Εφετείου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου — Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων ανήλικος εργάτης δεν ήταν υπεύθυνος συντρέχουσας αμέλειας αναφορικά με τον τραυματισμό του σε εργατικό ατύχημα — Το Εφετείο δεν επενέβη.

Ο εφεσίβλητος ήταν 14 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο και εργαζόταν στο εργοστάσιο κατασκευής φυσιγγίων και άλλων συναφών ειδών που διατηρούσε η εφεσείουσα. Στις 21.1.91 του ανατέθηκε από τον προϊστάμενο του – υπάλληλο της εφεσείουσας – να καθαρίσει μια μηχανή και κατά την εκτέλεση της εργασίας αυτής η μηχανή ξεκίνησε με αποτέλεσμα να του κλείσει μέσα το χέρι και να ακρωτηριαστεί ο δείκτης του δεξιού του χεριού από το ύψος της κεντρικής μεσοφαλαγγικής άρθρωσης.

Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν δύο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές για το ατύχημα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αγωγή που κινήθηκε 6½ χρόνια μετά το ατύχημα, μετά από εξέταση και αξιολόγηση της μαρτυρίας και αφού απέρριψε την εκδοχή του προϊστάμενου – μάρτυρα της εφεσείουσας – ότι πριν αναθέσει την εργασία στον εφεσίβλητο έκλεισε το γενικό διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, βρήκε ότι πολύ πιθανόν ο εφεσίβλητος να πάτησε κατά λάθος κάποιο κουμπί της μηχανής ή με το κλείσιμο της πόρτας ασφαλείας ξεκίνησε η μηχανή και επεσυνέβη το ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέρριψε πλήρη ευθύνη στην εφεσείουσα λόγω του ότι ανέθεσε σε ένα παιδί 14 ετών με μειωμένες γνώσεις και εμπειρία να καθαρίσει μια μηχανή στο επικίνδυνο αυτής μέρος καθ’ ον χρόνο η μηχανή ευρίσκετο υπό τάση και επειδή δεν εξασφάλισε αποτελεσματικό και επαρκή μηχανισμό ασφαλείας που να καθιστά αδύνατη την είσοδο του οποιουδήποτε μέρους του σώματος του ενάγοντα στον επικίνδυνο χώρο καθ’ ον χρόνο το κινητό μέρος της μηχανής θα μπορούσε να ήταν εν κινήσει.  Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αν ο εφεσίβλητος φρόντιζε να διατηρεί την πόρτα ασφαλείας ανοικτή το κινητό μέρος δεν θα ξεκινούσε αλλά και πάλι δεν υπήρχε περιθώριο απονομής συντρέχουσας ευθύνης σε ένα 14χρονο παιδί το οποίο κάτω από τις συνθήκες που εργαζόταν δεν αναμένετο να ήταν σε τέτοια εγρήγορση που να μεριμνά ώστε να διατηρείται η πόρτα ανοικτή.  Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία και ανικανότητα το ποσό των £3.500 και το ποσό των £2.500 για απώλεια μελλοντικών απολαβών καθώς και το ποσό των £209.80 ως ειδικές αποζημιώσεις. 

Κατ’ έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την ευθύνη της εφεσείουσας για αμέλεια.  Προβλήθηκε [*950]επίσης ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπόθεση του εφεσίβλητου όπως παρουσιάστηκε καλυπτόταν από τα δικόγραφα. 

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση αμφισβητώντας την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα ποσά των γενικών αποζημιώσεων για πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα και για απώλεια μελλοντικών απολαβών, τα οποία ήταν έκδηλα ανεπαρκή σύμφωνα με την αντέφεση.  Αμφισβητήθηκε επίσης με την αντέφεση ο τρόπος επιδίκασης του τόκου από το Δικαστήριο το οποίο επεδίκασε τόκο 8% επί του ποσού των £3.709,80 από την καταχώρηση της αγωγής και επί του ποσού των £2.500, από την ημέρα της απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

Έφεση

1.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από την μαρτυρία ή τα ίδια τα ευρήματα του.  Στην παρούσα περίπτωση δεν συνέτρεχε κανένας λόγος για επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Από το σύνολο της μαρτυρίας όπως την αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προέκυπτε αναντίλεκτα ότι η εφεσείουσα ενώ δεν είχε εξασφαλίσει ασφαλές σύστημα εργασίας για τον εφεσίβλητο, του ανέθεσε εργασία για την οποία είχε μειωμένη γνώση και εμπειρία με αποτέλεσμα, ενώ εργαζόταν, εντελώς απροσδόκητα, να παγιδευτεί και ακρωτηριαστεί το δάκτυλο του.  Δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του οποίου να δικαιολογείται εύρημα για συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου.

2.  Η υπόθεση του εφεσίβλητου καλυπτόταν από τα δικόγραφα.

Αντέφεση

1.  Τα επιδικασθέντα ποσά των £3.500 για πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα και £2.500 για απώλεια μελλοντικών απολαβών ήταν έκδηλα ανεπαρκή για τον εφεσίβλητο ο οποίος από την ηλικία των 14 ετών βρέθηκε με αποκομμένο τον δείκτη του δεξιού χεριού, τραύμα το οποίο του προκάλεσε ψυχολογικά προβλήματα, με μόνιμα κατάλοιπα πόνο και δυσφορία και λόγω του οποίου δεν μπόρεσε να εργαστεί ως μηχανικός μετά το ατύχημα και δυσκολεύεται στην τωρινή του εργασία σαν καλουπζιής.  Τα πιο πάνω ποσά αυξάνονται σε £10.000 και £7.500 αντίστοιχα.

[*951]

2.  Ο τρόπος επιδίκασης του τόκου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθός αφού η υπόθεση ολοκληρώθηκε 10½ έτη μετά το δυστύχημα, γεγονός για το οποίο ευθυνόταν εξ ολοκλήρου η πλευρά του εφεσίβλητου η οποία αφού καταχώρησε την αγωγή 6½ περίπου έτη μετά το δυστύχημα με κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο, στη συνέχεια καταχώρησε έκθεση απαιτήσεως 3½ έτη αργότερα και μάλιστα ύστερα από παρέμβαση του Δικαστηρίου και μετά από ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίφθηκε. Η αντέφεση επιτράπηκε.  Η εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303,

Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 13/7/01 (Αρ. Αγωγής 5546/97) με την οποία αυτή κρίθηκε ότι υπήρξε αμελής και έφερε ακέραια την ευθύνη για το ατύχημα το οποίο συνέβη σε εργάτη στο εργοστάσιό της και με την οποία επεδίκασε υπέρ αυτού γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνολικού ύψους £6.209,80 συν τόκο και αντέφεση από τον ενάγοντα αναφορικά με τις γενικές αποζημιώσεις και με τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τον τόκο.

Μ. Ιακώβου, για την Εφεσείουσα.

Α. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα (εναγόμενη) διατηρεί εργοστάσιο κατασκευής φυσιγγίων και άλλων συναφών ειδών στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών. Ο εφεσίβλητος (ενάγων) κατά τον ου[*952]σιώδη χρόνο, ήτοι την 21.1.1991, εργαζόταν ως εργάτης στο εργοστάσιο της εφεσείουσας, στο Τμήμα Πλαστικών, με μισθό £Κ30 την εβδομάδα ακαθάριστες απολαβές. Ήταν τότε ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.

Την 21.1.1991, ενώ ο εφεσίβλητος ασχολείτο με τον καθαρισμό μιας μηχανής, εργασία την οποία του είχε αναθέσει ο προϊστάμενός του Α. Κυπριανού, υπάλληλος της εφεσείουσας, είχε σοβαρό ατύχημα με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό του δείκτη του δεξιού του χεριού από το ύψος της κεντρικής μεσοφαλαγγικής άρθρωσης. Έκτοτε φέρει το δείκτη ακρωτηριασμένο.

Με αγωγή την οποία καταχώρησε 6 ½ περίπου χρόνια μετά το ατύχημα, στις 16.5.1997, ο εφεσίβλητος, αφού απέδωσε το ατύχημα σε αμέλεια της εφεσείουσας, διεκδίκησε εναντίον της γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, νόμιμο τόκο και έξοδα. Η εφεσείουσα, με την υπεράσπισή της, αρνήθηκε κάθε ευθύνη για το ατύχημα.

Προς υποστήριξη της απαίτησης έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο ίδιος ο εφεσίβλητος, ενώ προς υποστήριξη της υπεράσπισης έδωσε μαρτυρία ο Α. Κυπριανού.

Ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι είχε προσληφθεί στη υπηρεσία της εφεσείουσας τρεις μήνες πριν το ατύχημα. Η δουλειά του ήταν να αντικαθιστά τα κασόνια όταν γέμιζαν με προϊόντα, να πετά τα άχρηστα και να μεταφέρει κιβώτια. Δεν χειριζόταν ούτε είχε σχέση με τη λειτουργία των μηχανών. Ούτε είχε ποτέ καθαρίσει μηχανή. Το πρωινό της 21.1.1991 ο Α. Κυπριανού του ανέθεσε να καθαρίσει μια μηχανή του εργοστασίου. Η μηχανή ήταν σταματημένη. Δεν γνώριζε καν πώς ξεκινούσε. Ο Α. Κυπριανού άνοιξε την πόρτα ασφαλείας, του έδωσε ένα μικρό πύραυλο, και, αφού του τον άναψε, του έδειξε πώς να καθαρίσει τα υπολείμματα πλαστικού τα οποία είχε μέσα το καλούπι. Τα υπολείμματα θα έλιωναν από τη φωτιά του πύραυλου και θα έπεφταν έξω. Μετά την αποχώρηση του Α. Κυπριανού, ενώ κρατούσε το μικρό πύραυλο και είχε το δεξί του χέρι μέχρι τον αγκώνα μέσα από την πόρτα ασφαλείας και προσπαθούσε να καθαρίσει το καλούπι, σύμφωνα με τις οδηγίες του Α. Κυπριανού, σε διάστημα ενός περίπου λεπτού, η μηχανή ξεκίνησε και του έκλεισε μέσα το χέρι. Δεν αντελήφθη να πάτησε κάποιο κουμπί της μηχανής. Μετά το ατύχημα πρόσεξε ότι ο γενικός διακόπτης του ρεύματος ήταν ανοικτός. Όταν, σε μεταγενέστερο χρόνο, επισκέφθηκε το εργοστάσιο, πρόσεξε ότι είχε τοποθετηθεί επιπρόσθετος προφυλακτήρας στην πόρτα ασφαλείας της μηχανής.

[*953]Κατά την ακρόαση, δέκα χρόνια μετά το ατύχημα, ο εφεσίβλητος περιέγραψε, επίσης, τα καθημερινά του προβλήματα. Είναι δεξιόχειρας και δεν μπορεί να γράψει, δυσκολεύεται να δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του και να κουμπώσει το υποκάμισό του. Όταν αγγίζει κάπου με δύναμη αισθάνεται πόνο επειδή στο σημείο του ακρωτηριασμού το κόκκαλο είναι αμέσως κάτω από το δέρμα. Τον ίδιο πόνο αισθάνεται και όταν αλλάξει ο καιρός. Δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κυνήγι, κάτι που του αρέσει. Λόγω της εμφάνισής του αισθάνεται μειονεκτικά και νομίζει πως όλοι κοιτάζουν το κομμένο του δάκτυλο. Ο ίδιος δεν το ξεπέρασε. Μετά το δυστύχημα, και αφού για έξι μήνες ήταν με αναρρωτική άδεια, εργάστηκε για ενάμιση μήνα σε κάποιον μηχανικό στην Ανθούπολη, όμως απολύθηκε καθότι αδυνατούσε να βιδώνει βίδες. Όταν κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά κρίθηκε ως βοηθητικός λόγω της αναπηρίας του και απαλλάγηκε κάθε υπηρεσίας. Είναι ανύπανδρος. Εργάζεται σαν καλουπζιής. Έχει, όμως, δυσκολίες στην δουλειά του επειδή, αν κατά λάθος αγγίξει κάπου με το κομμένο του δάκτυλο, πονά.

Μαρτυρώντας για την εφεσείουσα ο Α. Κυπριανού, υπεύθυνος του Τμήματος Πλαστικών του εργοστασίου, αφού περιέγραψε την επίδικη μηχανή, ανέφερε ότι το πρωί της 21.1.1991, μόλις αφίχθη στη δουλειά του, πληροφορήθηκε από τους εργάτες της νυκτερινής βάρδιας ότι η μηχανή έβγαζε ελαττωματικά προϊόντα για το λόγο ότι υπολείμματα πλαστικού είχαν εισχωρήσει σε μια τρύπα του καλουπιού, πράγμα το οποίο διαπίστωσε και ο ίδιος. Τότε, αφού έκλεισε το ηλεκτρικό ρεύμα της μηχανής από το γενικό διακόπτη, ανέθεσε την εργασία του καθαρισμού της τρύπας στον εφεσίβλητο. Του εξήγησε ότι ο καθαρισμός θα γινόταν με τη χρήση μικρού πυραύλου το οποίο βγάζει φωτιά και λιώνει το άχρηστο πλαστικό. Αφού του έδωσε το πύραυλο, τον άναψε και απομακρύνθηκε λέγοντας στον εφεσίβλητο να τον φωνάξει μόλις τελειώσει για να θέσουν μαζί τη μηχανή σε λειτουργία. Μετά μία περίπου ώρα, και ενώ ασχολείτο κάπου αλλού, άκουσε τον εφεσίβλητο να φωνάζει οπότε και έτρεξε προς το μέρος του. Εκεί διαπίστωσε ότι η μηχανή είχε κλείσει με αποτέλεσμα η παλάμη του εφεσίβλητου να αιχμαλωτιστεί μεταξύ του κινητού και του ακίνητου καλουπιού, ενώ το χέρι του είχε περάσει στο χώρο μέσα από την πόρτα ασφαλείας, μέχρι τον αγκώνα. Η πόρτα ασφαλείας ήταν μισάνοιχτη. Αφού έκλεισε το ηλεκτρικό ρεύμα από το γενικό διακόπτη, μετακίνησε με τη βοήθεια συναδέλφου, με λιβεριά, το κινητό μέρος του καλουπιού, και απελευθέρωσε το χέρι του εφεσίβλητου. Ο μάρτυρας επέμεινε ότι, αφότου ο ίδιος το πρωί, πριν αναθέσει την εργασία στον εφεσίβλητο, έκλεισε το γενικό διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, δεν τον άνοιξε. Δεν μπόρεσε όμως να εξηγήσει πως το χέρι του εφεσίβλητου πέρασε μέσα από την πόρτα ασφα[*954]λείας, μέχρι και τον αγκώνα, χωρίς η μηχανή να σταματήσει και χωρίς το κινητό μέρος να ακινητοποιηθεί, έστω και αν η μηχανή ήταν υπό τάση. Πιθανολόγησε ότι ίσως ο εφεσίβλητος να ξεκίνησε μόνος του τη μηχανή, έβαλε το δάκτυλό του σε μια από τις τρύπες του καλουπιού και, όταν η μηχανή τον τραυμάτισε, από κάποιο τράνταγμά του κινήθηκε η πόρτα ασφαλείας και σταμάτησε το κινητό μέρος. Διαφορετικά, ανάφερε, το κινητό μέρος θα του έκοβε όλο το χέρι από τον καρπό. Για το πώς θα μπορούσε να βρεθεί το χέρι του εφεσίβλητου μέσα από την πόρτα ασφαλείας και το κινητό μέρος να μπορεί να κινηθεί ο μάρτυρας πιθανολόγησε ότι ίσως πέρασε το χέρι του εφεσίβλητου από το διάκενο, τούτο βέβαια με δυσκολία, χωρίς να ανοίξει αρκετά η πόρτα ασφαλείας ώστε να σταματήσει η μηχανή. Ο μάρτυρας ήταν, τέλος, βέβαιος ότι ο εφεσίβλητος είχε καθαρίσει ξανά την τρύπα του καλουπιού από τα υπολείμματα πλαστικών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισκέφθηκε το χώρο του εργοστασίου και επιθεώρησε επιτόπια την επίδικη μηχανή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, τονίζοντας ότι τόσο ο εφεσίβλητος όσο και ο Α. Κυπριανού του έκαμαν μέτρια εντύπωση ως μάρτυρες της αλήθειας, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα γεγονότων: Ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε πώς να θέσει τη μηχανή σε λειτουργία, ούτε την έθεσε υπό τάση. Η μηχανή ήταν υπό τάση ενώ ο εφεσίβλητος εργαζόταν σε αυτή. Ο Α. Κυπριανού δεν έκλεισε το ηλεκτρικό ρεύμα της μηχανής από το γενικό διακόπτη προτού δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να εργαστεί στη μηχανή. Είναι πολύ πιθανόν ο εφεσίβλητος να πάτησε κατά λάθος κάποιο κουμπί της μηχανής ή με το κλείσιμο της πόρτας ασφαλείας αυτή να ξεκίνησε. Το σύστημα ασφαλείας της μηχανής ήταν ανεπαρκές. Εχρειάζοντο πρόσθετες προφυλάξεις καθότι ο κίνδυνος ήταν οφθαλμοφανής. Ειδικότερα, το μέγεθος της πόρτας ήταν μικρότερο απ΄όσο έπρεπε. Η πόρτα έπρεπε να είναι πλατύτερη ώστε να καλύπτει κάθε πρόσβαση στον επικίνδυνο χώρο. Τούτο έγινε, αλλά μετά το ατύχημα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Α. Κυπριανού, μετά από υποδείξεις του Γραφείου Εργασίας, προστέθηκαν μέρη στην πόρτα ασφαλείας και έγινε πλατύτερη.

Ακολούθως, στηριζόμενο στα ευρήματά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα υπήρξε αμελής και έφερε αποκλειστική και ακεραία την ευθύνη για το ατύχημα. Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως εξής:

“Προκύπτει λοιπόν πως οι εναγόμενοι υπήρξαν αμελείς και πα[*955]ρέβησαν τα καθήκοντα τους σε δύο σημεία.

Πρώτον ανάθεσαν σε ένα παιδί της ηλικίας των 14 ετών με μειωμένες γνώσεις και εμπειρία να καθαρίσει μια μηχανή στο επικίνδυνο αυτής μέρος καθ΄ον χρόνο η μηχανή εβρίσκετο υπό τάση.

Δεύτερον, δεν εξασφάλισαν αποτελεσματικό και επαρκή μηχανισμό ασφαλείας που να καθιστά αδύνατη την είσοδο του οποιουδήποτε μέρους του σώματος του ενάγοντα στον επικίνδυνο χώρο καθ΄ον χρόνο το κινητό μέρος θα μπορούσε να ήταν εν κινήσει. Η πόρτα ασφαλείας δεν παρείχε πλήρη ασφάλεια. Ήταν δυνατόν καθ΄ον χρόνο ήταν ανοικτή και το κινητό μέρος ακινητοποιημένο να κλείσει μερικώς και να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός κίνησης του κινητού μέρους καθ΄ον χρόνο κάποιο χέρι ήταν έσωθεν αυτής.

Ο ενάγοντας εργαζόταν όπως του ανατέθηκε. Το να βάλει το χέρι του μέσα από την πόρτα ασφαλείας ήταν μέρος της εργασίας που του είχε ανατεθεί. Αν φρόντιζε να διατηρεί την πόρτα ασφαλείας ανοικτή το κινητό μέρος δεν θα ξεκινούσε. Υπό τας περιστάσεις, όμως βρίσκω πως δεν υπάρχει περιθώριο απονομής συντρέχουσας ευθύνης σε ένα 14 χρόνο παιδί γιατί καθώς εργαζόταν με ένα πύραυλο που έβγαζε φωτιά και έκαιγε δεν αναμένετο να ήταν σε τέτοια εγρήγορση που να μεριμνά ώστε να διατηρείται η πόρτα ανοικτή καθ΄όλη την ώρα που εργαζόταν. Ίσως να ήξερε πως κι΄αν η πόρτα αρχίσει να κλείνει θα έβρισκε το χέρι του και θα σταματούσε έτσι που να μην κλείσει τόσο ώστε να ενεργοποιηθεί η μηχανή.

Ευρίσκω ότι οι εναγόμενοι φέρουν αποκλειστική και ακεραία την ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα και τον επακόλουθο τραυματισμό και αναπηρία του ενάγοντα.”

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα £Κ3.500 και, για απώλεια μελλοντικών απολαβών, £Κ2.500. Επεδίκασε, επίσης, £Κ209,80 ως ειδικές αποζημιώσεις. Αναφορικά με τον τόκο, επεδίκασε 8% επί του ποσού των £Κ3.709,80 από την καταχώρηση της αγωγής (16.5.1997) και, επί του ποσού των £Κ2.500, από την ημέρα της απόφασης (13.7.2001).

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την ευθύνη της εφεσείουσας για αμέλεια, ενώ με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητά της αναφορικά με τις [*956]γενικές αποζημιώσεις (£Κ6.000) και τον τρόπο επιδίκασης του τόκου.

Η έφεση.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι, υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως και τα εξ αυτών συμπεράσματα, στη βάση των οποίων στοιχειοθετείται η αμέλεια της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα. Δεν συμφωνούμε. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι γνωστές. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Διεξήλθαμε με προσοχή τα διάφορα σημεία της μαρτυρίας τόσο του εφεσίβλητου όσο και του μάρτυρα της εφεσείουσας Α. Κυπριανού στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας και, εις απάντηση, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου. Δεν διαπιστώσαμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στο σύνολό της ούτε και στα συνεπακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, με επαρκή, κατά την άποψή μας, αιτιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ευρήματα γεγονότων, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως τα παραθέσαμε, και τα οποία στοιχειοθετήθηκαν με τη μαρτυρία που δόθηκε, ήταν απόλυτα δικαιολογημένα. Το ίδιο ισχύει και για τα εξ αυτών συναχθέντα συμπεράσματα.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τον κανόνα ότι το βάρος αποδείξεως της αμέλειας της εφεσείουσας ενέπιπτε επί των ώμων του εφεσίβλητου και ότι, ο τελευταίος, δεν κατόρθωσε να αποσείσει αυτό το βάρος. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Από το σύνολο της μαρτυρίας, όπως την αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυπτε, αναντίλεκτα, ότι η εφεσείουσα, ενώ δεν είχε εξασφαλίσει ασφαλές σύστημα εργασίας για τον εφεσίβλητο, του ανέθεσε εργασία για την οποία, μάλιστα, είχε μειωμένη γνώση και εμπειρία με αποτέλεσμα, ενώ εργαζόταν, εντελώς απροσδόκητα, να παγιδευτεί και ακρωτηριαστεί το δάχτυλό του.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε συντρέχουσα αμέλεια για το ατύχημα. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση του οποίου να δικαιολογείται εύρημα για συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου. Ούτε, βέβαια, για «εξ ολοκλήρου [*957]αμέλεια» όπως προβάλλεται ισχυρισμός στην υπεράσπιση της εφεσείουσας. Ο ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε έντονα στην παράγραφο 8(γ) της υπεράσπισης της εφεσείουσας, σύμφωνα με τον οποίο ο εφεσίβλητος “Ενώ έλαβε οδηγίες από τον προϊστάμενο του να καθαρίσει τα τεμάχια του “καλουπιού” του μηχανήματος για να καθαρίσουν οι οπές του μηχανήματος, αφού εξετίμησεν λανθασμένα ότι οι οπές είχαν καθαρίσει, έθεσεν σε λειτουργία το μηχάνημα, οπόταν διαπίστωσε ότι μια οπή δεν είχεν καθαρίσει και χωρίς να σταματήσει το μηχάνημα προσεπάθησε να καθαρίσει την οπή με το χέρι ή το δάκτυλο του και τραυματίστηκε”, παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτος.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπόθεση του εφεσίβλητου, όπως την παρουσίασε, καλυπτόταν από τα δικόγραφα. Και τούτο για το λόγο ότι ενώ στην έκθεση απαιτήσεως ανέφερε ότι του δόθηκε εντολή “να καθαρίσει την εν λειτουργία μηχανή παρότι τούτο ήταν άκρως επικίνδυνο” (α) στη μαρτυρία του ανέφερε καθαρά πως όταν του ανατέθηκε να καθαρίσει τη μηχανή αυτή ήταν σταματημένη, και (β) και αν ακόμη η μηχανή ήταν “υπό τάση”, τούτο δεν σημαίνει ότι ήταν υπό λειτουργία. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

“Ο συνήγορος υπερασπίσεως εισηγήθηκε κατά την αγόρευση του πως η υπόθεση του ενάγοντα όπως την επαρουσίασε δεν καλύπτεται από την δικογραφία και τις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παραβάσεις εκ του Νόμου ή Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων των εναγομένων που εκθέτει. Επικεντρώθηκε στο ότι στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά σε μηχάνημα εν λειτουργία ενώ η θέση του ενάγοντα ήταν πως επρόκειτο για μηχάνημα απλά υπό τάση. Είμαι της άποψης ότι δεν χρειάζεται να εμπλακώ σε ανάλυση του ότι εννοείται όταν λέμε ότι μια μηχανή είναι σε λειτουργία αν πρέπει να παράγει ή αρκεί να είναι ξεκινημένη ή απλά υπό τάση. Το μείζον περιέχει το ελάττον. Ο ισχυρισμός ότι ήταν σε λειτουργία κάτω από οποιανδήποτε ερμηνεία περιλαμβάνει την θέση πως ήταν υπό τάση. Η μηχανή αυτή εν πάση περιπτώσει είμαι της γνώμης ότι ελειτουργούσε. Ήταν υπό τάση, η πόμπα του λαδιού της λειτουργούσε και παρήγαγε την αναγκαία ανά πάση στιγμή πίεση, ενώ οι σόμπες της ελειτουργούσαν και διατηρούσαν λειώμενη την πλαστική πρώτη ύλη. Ότι δεν γινόταν από το σύνολο των λειτουργιών της ήταν να κινείται το κινητό της μέρος και να παράγει προϊόντα.”

[*958]Η αντέφεση.

Με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση (α) με το ποσό των £Κ3.500 το οποίο επιδικάσθηκε υπέρ του εφεσίβλητου ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα και (β) με το ποσό των £Κ2.500 το οποίο, επίσης, επιδικάσθηκε υπέρ του εφεσίβλητου για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου αμφότερα τα ποσά είναι, για τους λόγους τους οποίους επικαλείται,  έκδηλα ανεπαρκή. Η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δείχνει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση η οποία αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, τη μόνιμη αναπηρία και τη ψυχική οδύνη την οποία συνεπάγεται η περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Οι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο. Παρέχουν απλή καθοδήγηση. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303). Η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος λαμβάνεται, επίσης, σοβαρά υπόψη. Όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) στη Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, στις σελίδες 74 και 75-76:

“…οι χρηματικές αποζημιώσεις δεν αποκαθιστούν την υγεία του θύματος του αστικού αδικήματος. Γι’ αυτό, δεν αποτελούν τέτοιο μέτρο αποκατάστασης· είναι όμως το καλύτερο γνωστό μέσο αποκατάστασης. Η χρηματική αποζημίωση συναρτάται άμεσα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων, τον πόνο, την οδύνη, τη δυσχέρεια που προκαλούν (τα τραύματα) και τη διάρκειά τους. Όπου οι κακώσεις προκαλούν μόνιμη αναπηρία και δυσχέρεια στην ανθρώπινη λειτουργία, οι αποζημιώσεις αποτιμούνται με βάση τη μακροχρόνια προοπτική. Όταν, ως αποτέλεσμα των κακώσεων, μειώνεται η ικανότητα για εργασία, η αποζημίωση αντιστοιχεί προς τη ζημία η οποία κατά λογική πρόβλεψη θα προκύψει.

…………………………………………....………………………

Καθοδηγητική για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για την απώλεια της ικανότητας για εργασία από ζημία που δε συσχετίζεται με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον είναι η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στη Moeliker v. A. Reyrolle and Co Ltd [1977] 1 All ER 9, 15, 17. Η ζημία προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημίας. Το ύψος συναρ[*959]τάται μ΄όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον. Η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου δεν προσφέρεται σ΄αυτή την περίπτωση. Ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως επισημαίνεται, είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητάς του (για εργασία).”

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος μόλις 14 ετών. Εργαζόταν με μισθό £Κ30 την εβδομάδα ακαθάριστες απολαβές. Βρέθηκε με αποκομμένο το δείκτη του δεξιού χεριού, τραύμα το οποίο του προκάλεσε ψυχολογικά προβλήματα. Λόγω του τραύματός του κρίθηκε ανίκανος για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Η κατάσταση του δείκτη του προκαλεί, και θα του προκαλεί για όλη του τη ζωή, πόνο, είτε με την αλλαγή του καιρού, είτε με το άγγιγμα σκληρής επιφάνειας. Αισθάνεται μεγάλη δυσφορία στην προσπάθειά του να γράψει, ενώ δυσκολεύεται να δέσει ακόμη και τα κορδόνια των παπουτσιών του. Μετά το ατύχημα προσπάθησε να εργαστεί ως μηχανικός οχημάτων, εργασία καλά αμειβόμενη στην οποία είχε και προηγούμενη εμπειρία, όμως απολύθηκε εξαιτίας της αναπηρίας του αφού, μεταξύ άλλων, δεν μπορούσε να βιδώσει βίδες. Προσπάθησε, επίσης, να εργαστεί ως καλουπζιής, πάλι όμως με δυσκολία λόγω των πόνων τους οποίους αισθάνεται στο δάχτυλό του. Η απώλεια του δείκτη του δεξιού χεριού θα τον συνοδεύει στην υπόλοιπή του ζωή. Δεν υπάρχει, όμως, μαρτυρία η οποία να προδιαγράφει τη μελλοντική απώλεια εισοδήματός του.

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι το ποσό των £Κ3.500 το οποίο επιδικάσθηκε στον εφεσίβλητο για πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα, όπως και το ποσό των £Κ2.500 το οποίο του επιδικάσθηκε για απώλεια μελλοντικών απολαβών, είναι έκδηλα ανεπαρκές. Κρίνουμε ότι η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τον πόνο, ταλαιπωρία και ανικανότητα του εφεσίβλητου είναι το ποσό των £Κ10.000, για δε την απώλεια μελλοντικών απολαβών το ποσό των £Κ7.500.

Με την αντέφεση αμφισβητείται, επίσης, η ορθότητα του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τον τόκο. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να επιδικάσει στον εφεσίβλητο τόκο επί όλων των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα του ατυχήματος και όχι να διαχωρίσει την αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών και επιδικάσει επ΄αυτής τόκο από την ημέρα της απόφασης. Ο λόγος αυτός δεν ευ[*960]σταθεί. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η υπόθεση ολοκληρώθηκε 10 ½ έτη μετά το δυστύχημα, γεγονός για το οποίο ευθυνόταν εξ ολοκλήρου η πλευρά του εφεσίβλητου η οποία, αφού πρώτα καταχώρησε την αγωγή 6 ½ περίπου έτη μετά το δυστύχημα, με κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο (στις 16.5.1997), στη συνέχεια καταχώρησε έκθεση απαιτήσεως 3 ½ ολόκληρα έτη αργότερα (στις 23.10.2000) και, μάλιστα, ύστερα από παρέμβαση του Δικαστηρίου μετά από ειδοποίηση του Πρωτοκολλητή προς το δικηγόρο του. Η κατάσταση του εφεσίβλητου ήταν χωρίς εξελίξεις και η καθυστέρηση εντελώς αδικαιολόγητη.

Ως αποτέλεσμα:

Η έφεση απορρίπτεται.

Η αντέφεση επιτυγχάνει. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου £Κ10.000 με τόκο προς 8% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (16.5.1997) και £Κ7.500 με τόκο προς 8% από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης (13.7.2001).

Η εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα του εφεσίβλητου.

H�έφεση απορρίπτεται. Η αντέφεση επιτρέπεται. Η εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα του εφεσίβλητου.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο