Παπαγεωργίου Θωμάς και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 961

(2003) 1 ΑΑΔ 961

[*961]4 Ιουλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΘΩΜΑΣ ΚΤΩΡΙΔΗΣ,

3. ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι 1, 2 & 3,

ν.

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11458)

 

Συμβάσεις — Σύμβαση ενοικιαγοράς — Παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από τη σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων — Παρέχει, αφ’ εαυτής, έρεισμα για την αποκήρυξη (repudiation) της σύμβασης ενοικιαγοράς, επαγόμενη τον τερματισμό της, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιες της — Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το δικαίωμα του εκμισθωτή σε αποζημιώσεις — Ποίο το μέτρο των αποζημιώσεων σε περίπτωση παράνομης κατακράτησης των εμπορευμάτων, αντικείμενο της ενοικιαγοράς (detinue) και παράνομης οικειοποίησης (conversion) από το μισθωτή μετά τον τερματισμό της σύμβασης — Οι αρχές που εφαρμόζονται εξηγούνται με σαφήνεια στην απόφαση στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή.

Συμβάσεις — Σύμβαση ενοικιαγοράς — Κατά πόσο η σύναψη νέας σύμβασης ενοικιαγοράς μεταξύ των διαδίκων για το υπόλοιπο προηγούμενης σύμβασης ενοικιαγοράς, ήταν στην ουσία επαναχρηματοδότηση με αλλαγή των όρων αποπληρωμής της προηγούμενης σύμβασης ενοικιαγοράς ή εικονική πράξη απλού δανεισμού.

Η εφεσίβλητη-ενάγουσα εξασφάλισε με την υπ’ αριθμό 5244/98 αγωγή Ε. Δ. Λάρνακας στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 4.8.97 απόφαση εναντίον των εφεσειόντων-εναγόμενων 1, 2 και 3 για £46.229,96, πλέον τόκο προς 9% επί δέκα καθυστερημένων δόσεων, πλέον νόμιμο τόκο επί του βασικού ποσού της απόφασης, πλέον έξοδα.  Εξασφάλισε επίσης διατάγματα παράδοσης και πώλησης σε δημόσιο [*962]πλειστηριασμό των δύο λεωφορείων που ήταν τα αντικείμενα της συμφωνίας. Τα δύο λεωφορεία είχαν αποτελέσει και αντικείμενο παλαιότερης συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 31.10.94 βάσει της οποίας η εφεσίβλητη τα ενοικίασε στον εφεσείοντα 1 με την εγγύηση τεσσάρων εγγυητών. Στη συμφωνία υπήρχε και πρόνοια ότι η εφεσίβλητη, σε περίπτωση παραβάσεως, εδικαιούτο να τερματίσει τη συμφωνία και να λάβει κατοχή των λεωφορείων. Λόγω παράβασης των όρων της παλαιότερης συμφωνίας ενοικιαγοράς από τον εφεσείοντα 1 (μη πληρωμή μηνιαίων δόσεων) η εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει την αγωγή υπ’ αρ. 1546/96 Ε. Δ. Λάρνακας στην οποία εξασφάλισε ερήμην απόφαση εναντίον του εφεσείοντος 1 και των εγγυητών για το ποσό των £35.274,29 με τόκο προς 9% ετησίως από της λήξεως των καθυστερημένων δόσεων μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα, με τόκο 6% μέχρι εξοφλήσεως καθώς και διάταγμα για παράδοση και πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό των δύο λεωφορείων. Ο εφεσείων 1 δεν μπορούσε να αποπληρώνει το εξ αποφάσεως χρέος στην αγωγή υπ’ αρ. 1546/96 με κίνδυνο να χάσει την εργασία του αφού αυτά ήταν τουριστικής χρήσεως και ζήτησε την βοήθεια της εφεσίβλητης με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να προεξοφλήσει το υπόλοιπο της συμφωνίας ημερ. 31.10.94 καθώς και το εξ αποφάσεως χρέος στην αγωγή 1546/96 και στη συνέχεια να επαναχρηματοδοτήσει με νέα συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 4.8.97 τον εφεσείοντα 1 με εγγυητές τους εφεσείοντες 2 και 3 και ένα άλλο πρόσωπο. Στη νέα συμφωνία ιδιοκτήτης ήταν και πάλι η εφεσίβλητη και ενοικιαγοραστής ο εφεσείων 1 και στα πλαίσια της αυξήθηκε το ολικό οφειλόμενο ποσό σε £49.627,80, ενώ η περίοδος αποπληρωμής έγινε 60 μήνες αντί 36 μήνες που ήταν βάσει της προηγούμενης συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Περαιτέρω, με τη νέα συμφωνία μειώθηκε το ποσό της κάθε μηνιαίας δόσης.  Οι εφεσείοντες δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με την πληρωμή των μηνιαίων δόσεων βάσει της νέας συμφωνίας με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη με επιστολή της να τερματίσει τη νέα συμφωνία ενοικιαγοράς, να εγείρει την αγωγή υπ’ αρ. 5244/98 και να εξασφαλίσει απόφαση εναντίον των εφεσειόντων η οποία αναφέρεται ανωτέρω και η οποία είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Για την εφεσίβλητη έδωσε μαρτυρία ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Λογαριασμών της εφεσίβλητης και η Πρωτοκολλητής του Ε. Δ. Λάρνακας.

Με την έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη νέα συμφωνία ενοικιαγοράς ημερ. 4.8.97 ήταν έγκυρη συμφωνία επαναχρηματοδότησης ήταν λανθασμένο, αφού, μεταξύ άλλων, έγκυρη συμφωνία επαναχρηματοδότησης μπορεί να καταρτισθεί μόνο όταν η προηγούμενη συμφωνία χρηματοδότησης δεν έχει τερματισθεί. 

[*963]Προβλήθηκαν επίσης οι ισχυρισμοί ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε την αξίωση της, ήτοι το υπόλοιπο του λογαριασμού της νέας συμφωνίας και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε αποκήρυξη (repudiation) της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς και, κατά συνέπεια, δεν εδικαιούτο να υπολογίσει και να επιδικάσει ως αποζημιώσεις μισθώματα τα οποία δεν κατέστησαν πληρωτέα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Κατά το χρόνο σύναψης της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερ. 4.8.97 ιδιοκτήτρια των λεωφορείων ήταν η εφεσίβλητη αφού η ιδιοκτησία τους δεν πέρασε ποτέ στον εφεσείοντα 1.  Η εφεσίβλητη σαν ιδιοκτήτρια μπορούσε να εκμισθώσει στον εφεσείοντα 1 τα δύο λεωφορεία κατά τρόπο ο οποίος ήταν στην ουσία “επαναχρηματοδότηση με αλλαγή των όρων αποπληρωμής” και ανεξάρτητα από το ότι η αρχική συμφωνία τερματίστηκε.

2.  Η μαρτυρία του προϊστάμενου της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Λογαριασμών και το τεκμήριο που κατατέθηκε, δηλαδή πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 5Α(4)(γ) του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και η συνημμένη σ’ αυτό κατάσταση λογαριασμού, συνιστούσαν ικανοποιητικά στοιχεία ως προς το υπόλοιπο του λογαριασμού της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς.

3.  Υπήρξε αποκήρυξη (repudiation) της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επιδίκασε ως αποζημιώσεις μισθώματα που δεν κατέστησαν πληρωτέα στη βάση των αρχών που διαμορφώθηκαν στην απόφαση του Εφετείου στην  Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Νίκου Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 21/6/02 (Αρ. Αγωγής 5244/98) την οποία η ενάγουσα τράπεζα εξασφάλισε υπέρ αυτής και με την οποία ο ενάγων και οι εγγυητές του διατάχθηκαν να πληρώσουν το ποσό των καθυστερημένων δόσεων, δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, ύψους £46.229,96 πλέον τόκους και έξοδα καθώς και [*964]την παράδοση στην ενάγουσα των αντικειμένων της ενοικιαγοράς.

Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κλεάνθους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ΄αριθμό 5244/98 αγωγή Ε.Δ. Λάρνακας, η εφεσίβλητη (ενάγουσα) εξασφάλισε, στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς ημ. 4.8.1997 (Τεκμήριο Α), απόφαση εναντίον των εφεσειόντων (εναγομένων 1, 2 και 3) για £46.229,96, πλέον τόκο προς 9% επί δέκα καθυστερημένων δόσεων, πλέον νόμιμο τόκο επί του βασικού ποσού της απόφασης, από την ημέρα της απόφασης, πλέον έξοδα. Εξασφάλισε, επίσης, διατάγματα παράδοσης και πώλησης σε δημόσιο πλειστηριασμό των αντικειμένων της συμφωνίας, ήτοι δύο λεωφορείων υπ΄αριθμό εγγραφής ΤWB439 και TQP937.

Προς απόδειξη της υπόθεσής της η εφεσίβλητη είχε καλέσει δύο μάρτυρες, τον Ευάγγελο Μεστιτζή, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Λογαριασμών της εφεσίβλητης, και την Άντρη Μακρή, Πρωτοκολλητή Ε.Δ. Λάρνακας.

Οι εφεσείοντες δεν είχαν καλέσει μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα γεγονότων:

Δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς ημ. 31.10.1994 (Τεκμήριο Ζ), η εφεσίβλητη ενοικίασε στον εφεσείοντα 1, με την εγγύηση τεσσάρων εγγυητών, τα λεωφορεία TWB439 και TQP937, αντί συμφωνημένης τιμής ενοικιαγοράς εκ £35.168 πληρωτέων ως εξής: Ολόκληρο το ποσό εκ £35.168, πλέον £9.498,64 δικαιώματα ενοικιαγοράς, ήτοι σύνολο £44.666,64, διά τριάντα-έξι διαδοχικών μηνιαίων δόσεων, εκ £1.240,74 εκάστης, της πρώτης δόσεως πληρωτέας την 30.11.1994. Στη συμφωνία υπήρχε, μεταξύ άλλων, και πρόνοια ότι η εφεσίβλητη, σε περίπτωση παραβάσεως, εδικαιούτο να τερματίσει αμέσως τη συμφωνία και λάβει κατοχή των λεωφορείων. Επειδή ο εφεσείων 1, όπως και οι εγγυητές, καθυστέρησαν την πληρωμή £11.697,93, ισόποσο δέκα περίπου μηνιαίων δόσεων, η εφεσίβλητη, με ασφαλισμένη επιστολή, τερμάτισε τη συμφωνία και, ταυτόχρονα, κάλεσε τον εφεσείοντα [*965]και τους εγγυητές να πληρώσουν το οφειλόμενο υπόλοιπο και παραδώσουν στην εφεσίβλητη τα δύο λεωφορεία. Πλην, όμως, οι τελευταίοι παρέλειψαν να συμμορφωθούν με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να εγείρει την υπ΄αριθμό 1546/96 αγωγή Ε.Δ. Λάρνακας στην οποία και εξασφάλισε ερήμην απόφαση (στις 6.6.1996 - Τεκμήριο Ι) σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων και οι εγγυητές διατάχθηκαν να πληρώσουν στην εφεσίβλητη, ομού και ή κεχωρισμένως, το ποσό των £35.274,29 με τόκο προς 9% ετησίως από της λήξεως των καθυστερημένων δόσεων μέχρι εξοφλήσεως, πλέον £323,95 έξοδα, με τόκο προς 6% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως και, περαιτέρω, όπως παραδώσουν στην εφεσίβλητη τα δύο λεωφορεία για να πωληθούν με δημόσιο πλειστηριασμό, τα δε έσοδα χρησιμοποιηθούν για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων.

Δεδομένου ότι σύμφωνα με την απόφαση στην αγωγή 1546/96 ο εφεσείων 1 έπρεπε να παραδώσει τα δύο λεωφορεία στην εφεσίβλητη, με κίνδυνο να χάσει την εργασία του, λόγω του ότι αυτά ήταν τουριστικής χρήσεως, ο εφεσείων 1 ζήτησε τη βοήθεια της εφεσίβλητης για τον καταρτισμό νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς για το υπόλοιπο της προηγούμενης, ήτοι εκείνης της 31.10.1994. Η εφεσίβλητη αποδέχθηκε την εισήγηση και, αφού προεξόφλησε το υπόλοιπο της συμφωνίας της 31.10.1994, όπως και το εκ της αποφάσεως χρέος στην αγωγή 1546/96, στη συνέχεια, στις 4.8.1997, συμφώνησε την επαναχρηματοδότηση (refinancing), με νέα συμφωνία ενοικιαγοράς, του εφεσείοντα 1 με εγγυητές τους εφεσείοντες 2 και 3 και ένα άλλο πρόσωπο. Στη νέα συμφωνία ιδιοκτήτης ήταν και πάλι η εφεσίβλητη και ενοικιαγοραστής ο εφεσείων 1. Ως αποτέλεσμα της νέας συμφωνίας το ολικό οφειλόμενο ποσό αυξήθηκε σε £49.627,80, η δε περίοδος αποπληρωμής σε εξήντα μήνες, με δόση £827,13 μηνιαίως, αντί της προηγούμενης περιόδου αποπληρωμής, βάσει της συμβάσεως ενοικιαγοράς της 31.10.1994, η οποία, όπως αναφέραμε, ήταν μόνο τριάντα-έξι μήνες με δόσεις εκ £1.240,74 μηνιαίως. Οι εφεσείοντες, όμως, και πάλι δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους με αποτέλεσμα να καθυστερούν δέκα περίπου μηνιαίες δόσεις συνολικού ποσού £8.038,26. Ως εκ τούτου, η εφεσίβλητη, με επιστολή ημ. 3.9.1998, τερμάτισε και τη νέα συμφωνία ενοικιαγοράς. Ακολούθως, στις 20.11.1998, ήγειρε την αγωγή 5244/98 Ε.Δ. Λάρνακας στην οποία, μετά από ακρόαση, εξασφάλισε την απόφαση στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή και η οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη νέα συμφωνία ενοικιαγοράς της 4.8.1997 (Τεκμήριο Α) αποτελεί έγκυρη συμφωνία επαναχρηματοδότησης των δύο λεωφορείων είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι, αφ΄ης στιγμής η αρχική συμφωνία ενοικιαγοράς της 31.10.1994 (Τεκμήριο Ζ) τερματίστηκε και, περιπλέον, καταχωρήθηκε η αγωγή 1546/96 Ε.Δ. Λάρνακας και εκδόθηκε σχετική απόφαση, δεν ήταν δυνατό να καταρτισθεί έγκυρη συμφωνία επαναχρηματοδότησης των ίδιων λεωφορείων εφόσον, κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας ενοικιαγοράς της 4.8.1997, δεν υπήρχε εν ζωή η αρχική συμφωνία ενοικιαγοράς της 31.10.1994 ούτε οποιοδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει αυτής. Υπήρχε μόνο εξ αποφάσεως χρέος δυνάμει της απόφασης στην αγωγή 1546/96 Ε.Δ. Λάρνακας. Έγκυρη συμφωνία επαναχρηματοδότησης είναι νοητή μόνο όταν η προηγούμενη συμφωνία χρηματοδότησης δεν έχει τερματισθεί. Και γίνεται με σκοπό τη διαφοροποίηση των όρων πληρωμής της προηγούμενης συμφωνίας χρηματοδότησης η οποία υπήρχε εν ζωή κατά το χρόνο κατάρτισης της συμφωνίας επαναχρηματοδότησης.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Κατά το χρόνο σύναψης της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς (4.8.1997 - Τεκμήριο Α) ιδιοκτήτης των δύο λεωφορείων δεν ήταν ο εφεσείων 1. Ο εφεσείων 1 είχε παραβεί τις υποχρεώσεις του, βάσει της αρχικής συμφωνίας ενοικιαγοράς (31.10.1994 - Τεκμήριο Ζ), με αποτέλεσμα τον τερματισμό της, την έγερση αγωγής και την έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης. Ουδέποτε απέκτησε την ιδιοκτησία των δύο λεωφορείων εφόσον δεν είχε ποτέ ασκήσει το δικαίωμα αγοράς τους βάσει της αρχικής συμφωνίας ενοικιαγοράς. Γι΄αυτό, άλλωστε, το λόγο η απόφαση της 6.6.1996 (Τεκμήριο Ι) περιέλαβε και διάταγμα παράδοσης των δύο λεωφορείων από τον εφεσείοντα 1 στην εφεσίβλητη. Ιδιοκτήτρια των δύο λεωφορείων ήταν πάντοτε η εφεσίβλητη*. Επομένως, με τη νέα συμφωνία ενοικιαγοράς η εφεσίβλητη, ως ιδιοκτήτρια των δύο λεωφορείων, μπορούσε να τα εκμισθώσει, όπως και τα εκμίσθωσε, στον εφεσείοντα 1 κατά τρόπο ο οποίος, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, “ήταν στην ουσία επαναχρηματοδότηση με αλλαγή των όρων αποπληρωμής”. Και, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων στην υπεράσπισή τους ότι η νέα συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν, στην πραγματικότητα, εικονική πράξη απλού δανεισμού, αυτή ήταν καθόλα έγκυρη βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και, μάλιστα, ανεξάρτητα από το ότι η αρχική συμφωνία [*967]ενοικιαγοράς της 31.10.1994 (Τεκμήριο Ζ) τερματίστηκε και, συνεπακόλουθα, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος 1.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη, με την προσαχθείσα μαρτυρία, προφορική και έγγραφη, απέδειξε την αξίωσή της, ήτοι το υπόλοιπο του λογαριασμού της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς, είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι το Τεκμήριο Θ, ήτοι το πιστοποιητικό το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 5Α(4) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, και η συνημμένη σ΄αυτό κατάσταση λογαριασμού, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Νόμου και/ή, δεν επεξηγήθηκαν ικανοποιητικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Η μαρτυρία του Ε. Μεστιτζή, σε συνάρτηση με το Τεκμήριο Θ, συνιστούσαν ικανοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς το υπόλοιπο του λογαριασμού της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς. Το Τεκμήριο Θ κατέγραφε με σαφήνεια ότι η συνημμένη κατάσταση λογαριασμού αναπαράχθηκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή, δείχνοντας την κίνηση και το υπόλοιπο του συγκεκριμένου λογαριασμού, ότι κατά τη διάρκεια χρήσης ο υπολογιστής εχρησιμοποιείτο συστηματικά, κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών, για τη συγκέντρωση και επεξεργασία πληροφοριών σχετικά με τον ίδιο λογαριασμό, ότι λειτουργούσε κανονικά και ότι η παραγωγή και ακρίβεια της κατάστασης δεν επηρεάστηκε από οποιαδήποτε δυσλειτουργία και, τέλος, ότι οι πληροφορίες ήσαν ταυτόσημες με εκείνες που προέρχονταν από την τροφοδότηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι οι εφεσείοντες, με την υπεράσπισή τους, ούτε θέμα εκ μέρους τους εξόφλησης του λογαριασμού έθεσαν ούτε αμφισβήτησαν το υπόλοιπο του λογαριασμού ως το αξίωνε η εφεσίβλητη. Κατά δε την αντεξέταση του Ε. Μεστιτζή από το δικηγόρο των εφεσειόντων, δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα του περιεχομένου του Τεκμηρίου Θ. Το μόνο το οποίο ζητήθηκε από το μάρτυρα ήταν να διευκρινίσει την ιδιότητα του Νίκου Σοφοκλέους, ο οποίος υπέγραφε το Τεκμήριο Θ, για να δοθεί απάντηση ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος του Τμήματος Ηλεκτρονικών Υπολογιστών για το λογαριασμό των εφεσειόντων, ότι γνώριζε προσωπικά τα όσα καταγράφηκαν και κατείχε υπεύθυνη θέση για τη λειτουργία του υπολογιστή σύμφωνα με το άρθρο 5Α(4)(γ) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρξε αποκήρυξη (repudiation) της νέας συμφωνίας ενοικιαγοράς και, κατά συνέπεια, “δεν εδικαιούτο να [*968]υπολογίσει και να επιδικάσει ως αποζημιώσεις μισθώματα τα οποία δεν κατέστησαν πληρωτέα γιατί κάτι τέτοιο ήτο παράνομο και ανεφάρμοστο ως ποινική ρήτρα ή και άλλως πως”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ελληνική Τράπεζα Λτδ κ.ά. ν. Νίκου Τσαρτελλή (2003) 1 Α.Α.Δ. 246, ο Πικής, Π., εξήγησε με σαφήνεια τι δικαιούται να αξιώσει ο εκμισθωτής σε περίπτωση καταγγελίας, επαγόμενης τον τερματισμό, όπως στην προκείμενη περίπτωση, σύμβασης ενοικιαγοράς. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

“Η παράλειψη καταβολής των προβλεπομένων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων παρέχει, αφ΄εαυτής, έρεισμα για την καταγγελία της, επαγόμενη τον τερματισμό της, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιές της. Επί τούτου, ο εκμισθωτής αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεων, ανάλογο προς τη ζημία που υφίσταται. Αυτή ποικίλλει, ανάλογα με τα επακόλουθα του τερματισμού. Εάν επιστραφεί το αντικείμενο της μίσθωσης, η ζημία περιορίζεται στη διαφορά μεταξύ, αφενός, του ολικού τμήματος της ενοικιαγοράς και, αφετέρου, της αξίας του αντικειμένου της μίσθωσης κατά το χρόνο της επιστροφής, που συνήθως παίρνει τη μορφή του τμήματος της διάθεσής του. Στην περίπτωση μη επιστροφής του αντικειμένου της ενοικιαγοράς, ο εκμισθωτής δικαιούται σε αποζημιώσεις για ποσό ίσο προς την αξία του αντικειμένου το οποίο κατακρατεί ή οικειοποιείται ο μισθωτής. Τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης (detinue) και της παράνομης οικειοποίησης (conversion) διαγράφουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πλαίσιο διεκδίκησης αποζημιώσεων για τη ζημία που υφίσταται ο εκμισθωτής. Και στις δύο περιπτώσεις, η αξία των απωλεσθέντων αντικειμένων θεωρείται ίση προς τη συμφωνηθείσα στη σύμβαση ενοικιαγοράς αξία των αντικειμένων.”

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο