Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ. (Βιομηχανία) και Άλλοι ν. Alpha Bank Ltd πρώην Lombard Natwest Bank Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 990

(2003) 1 ΑΑΔ 990

[*990]4 Ιουλίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.  ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ ΛΤΔ,

2.  ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΙΑΚΕΙΜ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ,

3.  ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΧΑΡ. ΑΛΩΝΕΥΤΗ ΤΟ

     ΓΕΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΤΑΛΙΑΝΟΥ,

4.  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΑΛΩΝΕΥΤΗΣ,

5.  CHARBONDED LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

ALPHA BANK LTD ΠΡΩΗΝ LOMBARD NATWEST BANK LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11204)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για διαγραφή αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας καλή και/ή εύλογη αιτία αγωγής και/ή ως επιπόλαιας (frivolous), ενοχλητικής (vexatious) και ως καταχρηστικής της διαδικασίας του Δικαστηρίου — Νομική βάση αίτησης οι πρόνοιες της Δ.27, θ 3 και της Δ.19, θ.26 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Απόρριψη αίτησης επειδή η βάση των αντιρρήσεων των αιτητών δεν ήταν προφανής από το δικόγραφο της ενάγουσας αλλά και τα γεγονότα στα οποία εβασίζετο δεν ήταν ξεκάθαρα χωρίς τη λήψη μαρτυρίας και την αξιολόγησή της.

Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες αξίωσαν από τους εφεσείοντες-εναγόμενους το ποσό των £441.454,86 και την πώληση ενυπόθηκων κτημάτων δυνάμει δανείου που παραχώρησαν οι εφεσίβλητοι εις τους εφεσείοντες 1 υπό την εγγύηση των εφεσειόντων 2, 3, 4 και 5.  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν εμφάνιση στην αγωγή και ακολούθως οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 17.5.2000. Στις 16.5.2000, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζήτησαν διάταγμα του Δικαστηρίου για διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας καλή και/ή λογική αιτία αγωγής και/ή ως επιπόλαιας (frivolous), ενοχλητικής (vexatious) και ως καταχρηστικής της διαδικασίας του Δικαστηρίου.  Η αίτηση βασιζόταν κυρίως στη Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3 [*991]των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών καθώς και σε άλλες πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, του Περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου και του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου. Στην ένορκη τους δήλωση που υποστήριζε την αίτηση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η αλλαγή ονόματος της εφεσίβλητης Τράπεζας από Lombard Natwest Bank Ltd σε ALPHA BANK LTD δεν έγινε νόμιμα αφού δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 19(1) του Περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 το οποίο προνοεί για την προηγούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, επομένως η ενάγουσα-εφεσίβλητη δεν αποτελούσε υπαρκτό νομικό πρόσωπο και δεν νομιμοποιείτο έτσι να καταχωρήσει την αγωγή. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι και αν ακόμη νόμιμα χρησιμοποιούσε η εφεσίβλητη το όνομα ALPHA BANK LTD και πάλι αυτή ενεργούσε παράνομα αφού στο μετοχικό της κεφάλαιο συμμετείχαν παράνομα και αντισυνταγματικά σε ποσοστό 75% αλλοδαπά πρόσωπα. Θέση των εφεσειόντων ήταν ότι για τους πιο πάνω λόγους οι εφεσίβλητοι δεν είχαν εξουσία ή δικαίωμα να προχωρήσουν στην εν λόγω αγωγή η οποία ήταν επιπόλαια και ενοχλητική. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να διαγραφεί η αγωγή βάσει της Δ.19, θ.26 αφού δεν ετίθετο θέμα διαγραφής κάποιου επιλήψιμου μέρους ή ζητήματος σε δικόγραφο αλλά ζητείτο διαγραφή ολόκληρης της αγωγής. Περαιτέρω δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι στο δικόγραφο της εφεσίβλητης υπήρχε κάτι σκανδαλώδες, αχρείαστο ή κάτι άλλο από αυτά που αναφέρονται στη Δ.19.  Όσον αφορά τη Δ.27, θ.3 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν η περίπτωση κατάλληλη για επίκληση της, αφού η Δ.27, θ.3 είναι κατάλληλη μόνο σε περιπτώσεις που είναι απλές, προφανείς και ξεκάθαρες.

Με την έφεση αμφισβητήθηκε η κρίση του Δικαστηρίου περί της μη εφαρμογής των πιο πάνω Κανονισμών.

Αποφασίστηκε ότι:

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν σωστή.  Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων το οποίο θα καθιστούσε δυνατή την επίλυση της επίδικης διαφοράς όπως αυτή είχε τεθεί στην αίτηση των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Williamson v. London etc. 12 Ch.D. 790,

Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119,

[*992]

Fasili a.o. v. “Sun Boat” (1984) 1 C.L.R. 679,

Hubbock & Sons v. Wilkinson [1859-9] All E.R. (Rep.) 244,

Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773,

Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D’ Escompte De Mulhouse a.o. [1925] A.C. 112.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 12/10/00 (Αρ. Αγωγής 1329/99) η οποία απέρριψε την αίτησή τους ημερομηνίας 16/5/00 για διάταγμα διαγραφής της εναντίον τους αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας καλή και λογική αιτία αγωγής.

Μ. Βορκάς, για τους Εφεσείοντες.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο που καταχωρήθηκε στις 4.2.1999 οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι) αξίωσαν από τους εφεσείοντες-εναγομένους (οι εφεσείοντες) ποσό της τάξεως των «£441.454,86 και πώληση ενυπόθηκων κτημάτων». Αιτία αγωγής ήταν δάνειο «εκ £395.000,00 το οποίο οι εφεσίβλητοι παραχώρησαν εις τους εφεσείοντες 1 υπό την εγγύηση των εφεσειόντων 2, 3, 4 και 5».  Στην έκθεση απαιτήσεως οι εφεσίβλητοι ισχυρίσθηκαν ότι είναι «Τραπεζικός Οργανισμός δεόντως εγγεγραμμένος συμφώνως των Νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας και διεξαγάγουν τραπεζικές εργασίες όλων των ειδών». Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι μέχρι τις 30.9.1998 «λειτουργούσαν με το όνομα Lombard NatWest Bank Ltd και από την 1.10.98 έχουν μετονομασθεί σε ALPHA BANK LTD».

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν εμφάνιση στις 23.2.99. Στις 23.6.99 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για συνοπτική απόφαση η οποία – τελικά – ορίστηκε για ακρόαση στις 17.5.2000.

[*993]

Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 16.5.2000 με την οποία ζήτησαν «διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να διατάσσεται η διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσας καλήν και/ή λογικήν αιτία αγωγής και/ή ως επιπόλαιας (frivolous), ενοχλητικής (vexatious) και ως καταχρηστικής της διαδικασίας του Δικαστηρίου».

Νομική βάση της αίτησης διαγραφής ήταν κυρίως οι πρόνοιες της Δ.19 θ.26 και της Δ.27 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Στο κυρίως σώμα της αίτησης παρατέθηκαν και άλλες νομοθετικές διατάξεις όπως το άρθρο 28 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, τα άρθρα 1-10 του περί Ελέγχου Συναλλάγματος Νόμου Κεφ. 199, καθώς και τα άρθρα 1-38 του  περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου του 1997 (Ν 66(Ι)/97).

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι:

(α) Η αλλαγή του ονόματος της εφεσίβλητης Τράπεζας από Lombard Natwest Bank Ltd σε ALPHA BANK LTD δεν έγινε νόμιμα, αφού δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρ. 19(1) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 το οποίο προνοεί για την προηγούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Επομένως «η φερόμενη σαν ενάγουσα δεν αποτελεί υπαρκτό νομικό πρόσωπο και δεν νομιμοποιείτο έτσι να καταχωρήσει την αγωγή».

(β) Και αν ακόμα νόμιμα χρησιμοποιείται το όνομα ALPHA BANK LTD από την ενάγουσα και πάλι αυτή ενεργούσε παράνομα κατά τον ουσιώδη χρόνο αφού στο μετοχικό της κεφάλαιο συμμετείχαν παράνομα και αντισυνταγματικά σε ποσοστό 75% αλλοδαπά πρόσωπα.

Ενόψει των ανωτέρω – ισχυρίστηκαν περαιτέρω οι εφεσείοντες – «η φερόμενη ως ενάγουσα δεν είχε καμιά εξουσία ή δικαίωμα για να προχωρήσει στην ανωτέρω αγωγή, η οποία συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, είναι δε επιπόλαιη και ενοχλητική τόσο για τους εναγομένους όσο και τη δικαστική διαδικασία».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πρόνοιες της Δ.19  θ.26 δεν προσφέρονται προς επίκληση από τους εναγομένους για προώθηση αιτήματος για διαγραφή της αγωγής, για δύο κυρίως λόγους:

«(α)            Επειδή εδώ δεν τίθεται θέμα διαγραφής κάποιου επιλήψιμου μέρους ή ζητήματος σε δικόγραφο της ενάγουσας αλλά ζητείται η [*994]διαγραφή ολόκληρης της αγωγής.

 (β) Εκείνο που καταλογίζεται εδώ στην αγωγή της ενάγουσας δεν είναι ότι ενυπάρχει σε δικόγραφο της κάτι που να είναι σκανδαλώδες, αχρείαστο ή κάτι άλλο απ’ όσα παρατίθενται στη Διαταγή.»

Ως προς τον πρώτο λόγο το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι τα μέρη τα οποία ο αιτητής επιθυμεί να διαγραφούν πρέπει να συγκεκριμενοποιούνται στην αίτηση (Williamson v. London etc. 12 Ch.D. 790).

Ως προς τον δεύτερο λόγο, σημείωσε ότι κανένας από τους προβληθέντες από τους αιτητές λόγους, τείνει να καταδείξει ότι κάποιο ή κάποια από τα θέματα που θίγονται στην οπισθογραφημένη έκθεση απαίτησης μπορούν να χαρακτηρισθούν ότι είναι, όπως αυτά που περιγράφονται στη Δ.19  θ.26 (σκανδαλώδες, μη αναγκαίο κλπ.).

Σε σχέση με την Δ.27  θ.3 το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την εφαρμογή της με παραπομπές στη σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία (Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119, 1121, Fasili and Others v. “Sun Boat” (1984) 1 C.L.R. 679, 683 και Hubbock & Sons v. Wilkinson [1895-9] All E.R. (Rep.) 244, 247).  Έκρινε ότι «η παρούσα περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για επιστράτευση των προνοιών της Δ.27  θ.3».  Υπέδειξε  ότι η επιλογή των προνοιών της Δ.27  θ.3 «είναι κατάλληλη μόνο σε περιπτώσεις που είναι απλές, προφανείς και ξεκάθαρες».

Η έφεση.

Η ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη εφαρμογής των πιο πάνω Κανονισμών έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση.  Ο κ. Βορκάς, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία (βλ. Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, 780) η Δ.27 θ.3 παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου ως και προσώπου που δε νομιμοποιείτο να καταχωρίσει αγωγή.  Επιπλέον – κατέληξε – «κάνοντας ένα βήμα παρακάτω οι εναγόμενοι αμφισβητούν και την εξουσία της Alpha Bank Ltd να κινήσει εναντίον τους την αγωγή αφού ποτέ δεν συμβλήθησαν με αυτήν (αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκθεση απαίτησης) ως επίσης η Alpha Bank Ltd δεν έχει πείσει με τις μέχρι τώρα πράξεις της για το τί τέλος πάντων είναι και ποιά η σχέση της με την Lombard Natwest Bank Ltd».

Τα όσα ανάφερε ο κ. Βορκάς περί του ορθού δικονομικού πλαισίου βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω.

Σύμφωνα με το Annual Practice 1958 σελ. 574, 575 «αν ο εναγόμενος επιθυμεί να αμφισβητήσει την εξουσία έγερσης αγωγής στο όνομα του ενάγοντα πρέπει ν’ αποταθεί για διαγραφή του ονόματος του ενάγοντα στο αρχικό στάδιο. δεν μπορεί να αμφισβητεί την εξουσία με την υπεράσπιση του, ούτε μπορεί να κάμει κάτι τέτοιο στη δίκη»*.

Η πιο πάνω αρχή έχει διατυπωθεί στην Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D’ Escompte De Mulhouse and Others [1925] A.C. 112, 130 (H.L.) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«... I do not think that it is open to the defendants to raise this question by way of defence to the action. If the defendants desired to dispute the authority of Mr. Jones to commence these proceedings in the name of the plaintiff company, their proper course was to move at an early stage of the action to have the name of the company struck out as plaintiff and so to bring the proceedings to an end.»

Σε μετάφραση:

 «.... Δεν νομίζω ότι οι εναγόμενοι μπορούσαν να εγείρουν αυτό το θέμα με την μορφή υπεράσπισης στην αγωγή.  Αν οι εναγόμενοι επιθυμούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του κ. Jones να αρχίσει αυτή τη διαδικασία στο όνομα της ενάγουσας εταιρείας η ορθή διαδικασία έγκειτο στη λήψη μέτρων στο αρχικό στάδιο της αγωγής για τη διαγραφή του ονόματος της εταιρείας ως ενάγουσας και με τον τρόπο αυτό να τερματίσουν τη διαδικασία.»

Οι θέσεις που διατυπώθηκαν στην Russian Commercial and Industrial Bank (πιο πάνω) υιοθετήθηκαν στην Lioufis and Co. Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, 780 (απόφαση Πική, Π.) στην οποία λέχθηκαν και τα εξής:

[*996]«Η Δ.27  θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση του μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου διαδίκου.

Τα στοιχεία, τα οποία ο ενάγων υποχρεούται να παραθέσει για την ταυτότητά του στον τίτλο της αγωγής, προβλεπόμενα από τη Δ.2 θ.3, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σκοπούν στον προσδιορισμό τόσο της οντότητας όσο και της ταυτότητας του ενάγοντα.  Η κίνηση του μηχανισμού για την έγερση της αγωγής προϋποθέτει την ύπαρξή του.  Με τα στοιχεία τα οποία παρέχονται, δίνεται η ευκαιρία στον εναγόμενο να ελέγξει και, εν ανάγκη, να αμφισβητήσει την οντότητα του ενάγοντα.

Όπου η ταυτότητα των διαδίκων δε διευκρινίζεται στον τίτλο της αγωγής, όπως στην περίπτωση συνεταίρων που ενάγουν με την εμπορική επωνυμία του συνεταιρισμού, οι Θεσμοί προβλέπουν μηχανισμό για τη διασαφήνιση της ταυτότητας τους (βλ. Δ.7).»

Ωστόσο το ζητούμενο στην παρούσα υπόθεση δεν είναι κατά πόσο οι εφεσείοντες έχουν κάμει χρήση του κατάλληλου δικονομικού μέτρου αλλά κατά πόσο είχε τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το απαραίτητο υπόβαθρο γεγονότων το οποίο θα καθιστούσε δυνατή την επίλυση της επίδικης διαφοράς, όπως αυτή είχε τεθεί στην αίτηση των εφεσειόντων.

Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:

«Περιπτώσεις, προσθέτω, στις οποίες το τί είναι επιλήψιμο, προβληματικό και αντιρρήσιμο, θα πρέπει να φαίνεται στο ίδιο το δικόγραφο, ή να προκύπτει από αυτό.  Δεν μπορεί κατά την άποψη μου να έχουν εφαρμογή οι πρόνοιες της Δ.27 θ.3 σε περιπτώσεις όπου  διάγνωση του εγειρόμενου σαν προβλήματος απαιτεί πολλή εξέταση, επιχειρηματολογία και περίσκεψη.   Πολύ δε λιγότερο, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι πρόνοιες αυτής της Διαταγής σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, η απόφανση επί του εγειρόμενου ζητήματος απαιτεί την λήψη μαρτυρίας είτε έγγραφης είτε προφορικής. Η νομιμοποίηση μιας νομικής οντότητας ως προς το δικαίωμα να είναι ενάγουσα, ή έστω το ερώτημα κατά πόσο η ενάγουσα θεωρείται ότι είναι υπαρκτή νόμιμα ή νομικά είναι νομικά ζητήματα.  Νομικά ζητήματα επί των οποίων η απόφανση θα εξαρτηθεί από τα  γεγονότα που τα περιβάλλουν.  Όπως δε επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, η προδικαστική εκδί[*997]καση νομικών σημείων, ακόμα και κάτω από τις πρόνοιες της Δ.27 θ.θ. 1, 2 δεν προσφέρεται εκεί όπου το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων είτε δεν υπάρχει είτε δεν αποτελείται από κοινά παραδεκτά γεγονότα (βλ. π.χ. Malachtou v. Armefti (1984) 1 C.L.R. 548, Greenock Navigation v. Tradex (1988) 1 C.L.R. 709). Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, όχι μόνο η βάση των αντιρρήσεων των εναγομένων δεν είναι προφανής από το ίδιο το δικόγραφο ή από το όνομα έστω της ενάγουσας, αλλά τα γεγονότα στα οποία βασίζεται δεν μπορούν να ξεκαθαρίσουν παρά με λήψη μαρτυρίας και με αξιολόγηση της.»

Έχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω θέσεις του Δικαστηρίου αντανακλούν τις θέσεις της νομολογίας. Περαιτέρω έχουμε την άποψη πως η  κρίση του περί της ανυπαρξίας του αναγκαίου υπόβαθρου γεγονότων βρίσκει απόλυτο έρεισμα στο ενώπιον του υλικό.  Έπεται πως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.  Κατά συνέπεια η έφεση πρέπει ν΄ απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο