Τσιακλίδης Ηλίας Μιχαήλ ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1031

(2003) 1 ΑΑΔ 1031

[*1031]14 Ιουλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΗΛΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΙΑΚΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 11326)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Καταχώρηση τριών αγωγών, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, οι οποίες αφορούσαν σε τρία τραπεζικά διαφορετικά δάνεια τα οποία είχαν δοθεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες — Κατά πόσο, η καταχώρηση υπό τις περιστάσεις, τριών αγωγών, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Δεδικασμένο — Κατά πόσο προέκυπτε δεδικασμένο από απόφαση σε άλλη αγωγή μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που αν εφαρμοζόταν στην κρινόμενη υπόθεση θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της επίδικης αγωγής.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων — Διάταγμα πώλησης ενυποθήκων κτημάτων — Δικαιοδοσία έκδοσης — Κατά πόσο τέτοια δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα ή το Δικαστήριο όπου βρίσκονται τα ενυπόθηκα κτήματα — Επιφύλαξη που εισήχθη στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/60) με το Άρθρο 2 του Τροποποιητικού Νόμου 102(Ι)/92.

Τόκος — Ανατοκισμός — Έξοδα χρέωσης έρευνας και μελέτης από τράπεζα — Κατά πόσο συνιστούν ανατοκισμό.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον απόφασης που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος βάσει ενυπόθηκου δανείου για το ποσό των £79.621,58 πλέον τόκους και διάταγμα για πώληση των ενυποθήκων κτημάτων.  Με την έφεση υποστηρίχτηκε ότι υπήρχε δεδικασμένο από την απόφαση σε άλλη αγωγή στην οποία είχε επίσης εκδοθεί διάταγμα για πώληση των [*1032]ίδιων κτημάτων, αφού είχαν καταχωρηθεί τρεις αγωγές από την εφεσίβλητη εναντίον του εφεσείοντος την ίδια ημερομηνία οι οποίες αν και αφορούσαν διαφορετικά ποσά, αφορούσαν τα ίδια κτήματα με βάση τις ίδιες υποθήκες και συνεπώς οι τρεις αγωγές που είχαν καταχωρηθεί σχετίζονταν με το ίδιο δάνειο. Περαιτέρω υποστηρίχτηκε ότι λόγω της καταχώρησης των τριών αγωγών δημιουργήθηκε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου το οποίο όφειλε να απορρίψει την αγωγή αντικείμενο της έφεσης. Επί της ουσίας υποστηρίχτηκε ότι η επιταγή για £57.937,00 που εξέδωσε η εφεσίβλητη προς όφελος του εφεσείοντος, δεν αποδείχτηκε ότι συνδεόταν με το επίμαχο δάνειο αφού έφερε ημερομηνία προγενέστερη του δανείου, και επίσης ότι δικαιοδοσία είχε το Δικαστήριο όπου βρίσκονταν τα ενυπόθηκα κτήματα και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εφεσίβλητη παρουσίασε αδιάσειστη μαρτυρία πως οι τρεις αγωγές αφορούσαν τρία διαφορετικά δάνεια τα οποία δόθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες και δεν υπήρχε κατάχρηση της διαδικασίας.  Αλλά και αν, θεωρητικά, διαπιστωνόταν κατάχρηση της διαδικασίας δεν θα έπρεπε να απορριφθεί οποιαδήποτε αγωγή αλλά να δοθούν κατάλληλες οδηγίες για άρση της.

2.  Βάσει της μαρτυρίας είχε αποδειχθεί ότι η επιταγή ήταν μέρος του επίμαχου δανείου.

3.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είχε δικαιοδοσία λόγω του Άρθρου 2 του τροποποιητικού Νόμου 102(Ι)/92 που εισήγαγε σχετική επιφύλαξη στον Περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/60).

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 31/1/02 (Αρ. Αγωγής 1196/98) με την οποία επεδίκασε υπέρ της ενάγουσας Τράπεζας και εναντίον του εναγόμενου ποσό £79.621,58 πλέον τόκο και διέταξε την πώληση των ενυπόθηκων κτημάτων, βάσει ενυπόθηκου δανείου της ενάγουσας προς τον εναγόμενο.

Κ. Χ”Ιωάννου, για τον Eφεσείοντα.

Στ. Πολυβίου, για την Eφεσίβλητη.

[*1033]

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στις 31.1.02 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας και εναντίον του εφεσείοντα για ποσό £79.621,58, πλέον τόκο 9% από 22.12.97 επί ποσού £71.386,37 μέχρι εξοφλήσεως.  Εξέδωσε επίσης διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων κτημάτων, που περιγράφονταν στην αγωγή, δεδομένου ότι η συναλλαγή μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντα εναγόμενου βασιζόταν σε ενυπόθηκο δάνειο, που η πρώτη παραχώρησε στο δεύτερο.

Η πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει 42 σελίδες, στις οποίες γίνεται συζήτηση όλων των ζητημάτων που ήγειρε ο εφεσείων και που επανέλαβε ενώπιον μας.  Να πούμε αμέσως πως όλοι οι ισχυρισμοί στους οποίους βασίστηκε η υπεράσπιση του εφεσείοντα, είτε αυτοί αφορούν νομικά ζητήματα ή πραγματικά γεγονότα, ήσαν εξ’ αρχής αβάσιμοι, γι’ αυτό και η δική μας απόφαση θα είναι σύντομη.

Υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως προκύπτει δεδικασμένο από την απόφαση σε άλλη αγωγή, την 1194/98, που εφαρμοζόμενο στην υπό κρίση υπόθεση θα έπρεπε να οδηγήσει στην απόρριψη της επίδικης αγωγής.  Το ζήτημα προκύπτει από τα εξής αδιαμφισβήτητα γεγονότα.  Η εφεσίβλητη καταχώρισε στις 5.2.98 τρεις αγωγές εναντίον του εφεσείοντα,  τις 1194/98, 1195/98 και 1196/98, η τελευταία είναι αυτή που μας αφορά.  Στην 1194/98 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση ως η απαίτηση και διάταγμα πώλησης των κτημάτων του εφεσείοντα.  Στην 1195/98 έχει ήδη εκδοθεί απόφαση.  Παράλληλα με την εισήγηση περί δεδικασμένου, διατείνεται επίσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως με την πολλαπλότητα των αγωγών, δημιουργήθηκε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου, το οποίο και ως τούτου όφειλε να απορρίψει την αγωγή που εξετάζουμε.  Τρίτη εμπλεκόμενη θέση είναι πως, μολονότι και οι τρεις αγωγές αφορούσαν διαφορετικά ποσά, εντούτοις το αξιούμενο διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων κτημάτων είχε σχέση με τα ίδια κτήματα και με βάση τις ίδιες υποθήκες. Αντιλαμβανόμασε να εννοεί ο δικηγόρος, με την πιο πάνω αναφορά, πως και οι τρεις αγωγές σχετίζονταν με το ίδιο δάνειο.

Η εφεσίβλητη παρουσίασε ικανοποιητική, θα λέγαμε αδιάσειστη και αδιαφιλονίκητη μαρτυρία, πως οι τρεις αγωγές αφορούσαν σε τρία διαφορετικά δάνεια τα οποία και δόθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες.  Η καταχώριση υπό τις περιστάσεις, τριών αγωγών δεν συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου, η [*1034]οποία και αν, θεωρητικά, διαπιστωνόταν, δεν θα οδηγούσε ασφαλώς σε απόρριψη της όποιας αγωγής αλλά στην έκδοση κατάλληλων οδηγιών για να αρθεί η διαδικαστική κατάχρηση.  Να σημειώσουμε πως ο ίδιος ο εφεσείων δεν προέβη σε κανένα διάβημα ενώπιον του Δικαστηρίου για τη συνένωση των τριών αγωγών, αν έκρινε πως με τέτοια συνένωση η διαδικασία θα λειτουργούσε προς το συμφέρον του, και το ευρύτερο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.

Επί της ουσίας της υπόθεσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε ισχυρισμούς που συνδέονταν με το αποδεκτό της μαρτυρίας που παρουσίασε η εφεσίβλητη για να αποδείξει τη δανειοδότηση προς τον εφεσείοντα και την εκκρεμότητα του υπολοίπου.  Το πιο σοβαρό του επιχείρημα του ήταν πως η επιταγή για £57.937,00 που εξέδωσε η τράπεζα προς όφελος του εφεσείοντα έφερε ημερομηνία προγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης για το ενυπόθηκε δάνειο.  Επομένως, καταλήγει η εισήγηση, δεν αποδείκτηκε πως αυτή η επιταγή συνδέεται με το επίμαχο δάνειο.  Μάρτυρας της εφεσίβλητης ανέφερε πως η επιταγή εκδόθηκε πριν από την υπογραφή της σύμβασης μετά από παράκληση του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος καθώς είπε, χρειαζόταν τα χρήματα αμέσως για κτηματική συναλλαγή στην οποία εμπλεκόταν.  (Ο εφεσείων είναι κτηματομεσίτης).  Το υπόλοιπο ποσό του δανείου £30.000 κατατέθηκε σε τρεχούμενο λογαριασμό του.  Βεβαίως και χωρίς την εξήγηση αυτή η σχετική εισήγηση του δικηγόρου δεν οδηγούσε πουθενά.  Η επιταγή εκδόθηκε από την εφεσίβλητη και εισπράχθηκε από τον εφεσείοντα.  Αποδείκτηκε δε πως ήταν μέρος του επίμαχου δανείου.

Άλλη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν πως χρεώθηκε παρανόμως με ανατοκισμό και διάφορα ποσά τα οποία η τράπεζα αποκαλεί έξοδα έρευνας και μελέτης  Το πρωτόδικο Δικαστήριο τον δικαίωσε πάνω σ΄αυτό το ζήτημα, αφαιρώντας από το ποσό που η εφεσίβλητη αξίωνε το ποσό που το ίδιο θεώρησε πως αποτελούσε ανατοκισμό. Σ’ αυτό περιλαμβάνονταν και τα έξοδα μελέτης και έρευνας της εφεσίβλητης που το ίδιο το Δικαστήριο θέωρησε ως ανατοκισμό, κρίνοντας πως η εφεσίβλητη εδικαιούτο να επιβαρύνει το υπόλοιπο του χρέους μόνο με τον επιτρεπόμενο ή συμφωνηθέντα τόκο. Η εφεσίβλητη αποδέχεται την απόφαση του Δικαστηρίου, εξ΄ου και δεν καταχώρισε αντέφεση πάνω σ΄αυτό το ζήτημα. 

Τέλος, και σε ό,τι αφορά την εισήγηση που έγινε εδώ, ότι δηλαδή δικαιοδοσία είχε το Δικαστήριο όπου βρίσκονται τα ενυπόθηκα κτήματα, και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αυτή ανατρέπεται ενόψει της επιφύλαξης που εισήχθη στον περί Δικαστηρίων Νό[*1035]μο, αρ.14/60, με το άρθρο 2 του τροποποιητικού νόμου 102(I)/92, που προφανώς διέλαθε της προσοχής του συνήγορου.

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο