Σωκράτους Σωκράτης ν. Σπύρου Ματσούκα (2003) 1 ΑΑΔ 1036

(2003) 1 ΑΑΔ 1036

[*1036]14 Ιουλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11282)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Ίχνη φρένων — Σφάλμα πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη σημασία των ιχνών τροχοπέδησης — Αποδοχή της εκδοχής του ενάγοντος αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, η οποία αναδεικνύετο από την πραγματική μαρτυρία, εξ αντικειμένου ανέφικτη — Ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο, κατά πλειοψηφία, και έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.

Στις 17.4.1999 αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-ενάγων συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων-εναγόμενος στην οδό Προμαχώνος Ελευθερίας στη Λευκωσία. Τα δύο αυτοκίνητα εκινούντο προς την ίδια κατεύθυνση και πλησίαζαν διάβαση πεζών ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας. Η σύγκρουση έγινε κοντά στη διάβαση.  Ο δρόμος ήταν διπλής κατεύθυνσης.  Η κάθε πλευρά του δρόμου εχωρίζετο σε δύο ίσες λωρίδες. Για κάποια απόσταση πριν τη διάβαση πεζών οι λωρίδες χωρίζονταν με συνεχή άσπρη γραμμή.

Οι διάδικοι είχαν προβάλει διαφορετικές εκδοχές ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.  Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ενώ βρισκόταν σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τη διάβαση και οδηγούσε με ταχύτητα 50 χλμ.α.ω. κρατώντας την αριστερή λωρίδα τον προσπέρασε από τη δεξιά λωρίδα ένα αυτοκίνητο και λίγο μετά, στα 75 μέτρα, τον προσπέρασε από τη δεξιά το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.  Στη συνέχεια άναψε στα φώτα τροχαίας το κόκκινο.  Το πρώτο αυτοκίνητο σταμάτησε, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος ελάττωσε ταχύτητα και με απότομο ελιγμό άφησε τη δεξιά λωρίδα και πήρε την αριστερή με αποτέλεσμα το μπροστινό μέρος του δικού του αυτοκινήτου να προσκρούσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του [*1037]εφεσείοντος.

Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι και τα τρία οχήματα οδηγούντο αρχικά στη δεξιά λωρίδα, σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο.  Επειδή το προπορευόμενο σταμάτησε απότομα και επειδή η απόσταση του αυτοκινήτου του από αυτό ήταν μικρή αναγκάστηκε να πάρει την αριστερή λωρίδα όπου είχε δει ότι δεν υπήρχε κανένα όχημα. Είχε ταυτόχρονα δει από το καθρεφτάκι του ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου μπήκε και εκείνο στην αριστερή λωρίδα από πίσω του αλλά λόγω της μικρής απόστασης δεν μπόρεσε να σταματήσει έγκαιρα και επήλθε έτσι η σύγκρουση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο και αποδέχθηκε την εκδοχή του παρά το ότι η θέση και η κλίση των ιχνών τροχοπέδησης που είχε αφήσει το αυτοκίνητο που οδηγούσε απέκλειαν την εκδοχή του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε και την άποψη ότι χωρίς μαρτυρία εμπειρογνώμονα δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα από τα ίχνη τροχοπέδησης. Το Δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσίβλητος είχε 15% συντρέχουσα αμέλεια.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση και ο εφεσίβλητος αντέφεση εναντίον του καθορισμού της ευθύνης.

Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Υπό Νικολάου, Δ. συμφωνούντος  και του Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά με τη σημασία των ιχνών τροχοπέδησης και η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε αφορούσε κυρίως τη διακρίβωση ή υπολογισμό ταχύτητας από το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης και ορισμένα άλλα τεχνικά θέματα, όχι θέματα κοινής λογικής όπως στην παρούσα περίπτωση.

2.  Βάσει των ιχνών τροχοπέδησης η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν εξ αντικειμένου ανέφικτη, χωρίς αυτό να σημαίνει την αυτόματη επικράτηση της απορριφθείσας πρωτοδίκως εκδοχής του εφεσείοντος. Λόγω της έλλειψης ευρημάτων το Εφετείο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων, οπόταν η επανεκδίκαση της υπόθεσης καθίσταται αναγκαία. 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης στην έφεση, η αντέφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

[*1038]Β.  Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

1.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το καθοριστικό στοιχείο στην υπόθεση, η πορεία δηλαδή των δύο οχημάτων, παρέμενε να αποφασιστεί στη βάση της προφορικής μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του είναι ορθή, ενόψει της δήλωσης του εξεταστή της υπόθεσης πως δεν ήταν εμπειρογνώμονας, και επομένως δεν μπορούσε να εκφράσει άποψη αν τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου έδειχναν πως αυτός οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, ή καταλάμβανε κάποιο μέρος της.

2.  Οι θέσεις τις οποίες υποστήριξε ο εφεσίβλητος ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν οι ίδιες με αυτές που είχε περιγράψει στον εξεταστή της υπόθεσης, ο οποίος είχε κληθεί στη σκηνή του ατυχήματος.  Αντίθετα ο εφεσείων δεν είπε εκείνη την ώρα ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε επίσης στη δεξιά λωρίδα.  Τη θέση του για το πως έγινε το δυστύχημα ανέπτυξε στη μαρτυρία του στη δίκη, όπου μάλιστα είπε πως είδε από το καθρεφτάκι του οδηγού το όχημα του εφεσίβλητου να τον ακολουθεί από τη δεξιά στην αριστερή λωρίδα. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος είπε την αλήθεια, είναι ορθή.

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος. Διατάχθηκε επανεκδίκαση ενώπιον άλλου δικαστή. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Shakolas v. Agathangelou a.o. (1983) 1 C.L.R. 1007,

HjiGeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86,

Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 89,

Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248,

Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,

Οδυσσέως ν. Χ”Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185,

 

[*1039]Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 19/12/01 (Αρ. Αγωγής 7751/99) όσον αφορά τη διαπίστωση με την οποία αυτός κρίθηκε συνυπεύθυνος για το μεγαλύτερο ποσοστό αμέλειας με αποτέλεσμα την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος στις 17/4/99 στην οδό Προμαχώνος Ελευθερίας στη Λευκωσία.

Κ. Κνώφος, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η απόφαση της πλειοψηφίας, Νικολάου και Χατζηχαμπή, Δ.Δ., θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.  Εγώ θα δώσω διϊστάμενη απόφαση.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης  προσέγγισης  στον  καθορισμό  της ευθύνης για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος το οποίο συνέβηκε το μεσημέρι της 17 Απριλίου 1999 στην οδό Προμαχώνος Ελευθερίας στη Λευκωσία. Το αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής ΕΒΝ 095, που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο υπ΄ αρ. εγγραφής ΕΑΤ 38, που οδηγούσε ο εφεσείων.  Τα δύο αυτοκίνητα είχαν την ίδια κατεύθυνση και πλησίαζαν διάβαση πεζών η οποία ελεγχόταν από φώτα τροχαίας.  Η σύγκρουση έγινε κοντά στη διάβαση. Ο δρόμος ήταν διπλής κατεύθυνσης  με μεγάλη  νησίδα  στη  μέση.  Η  κάθε  πλευρά του δρόμου είχε ασφαλτικό οδόστρωμα πλάτους 7 μέτρων το οποίο συνέθεταν δύο ίσες λωρίδες, 3.50 μ. εκάστη.  Για κάποια  απόσταση πριν από τη διάβαση πεζών οι λωρίδες χωρίζονταν, καθώς φαίνεται, από συνεχή άσπρη γραμμή.

Η εκδοχή του εφεσιβλήτου, ο οποίος κίνησε την αγωγή στην οποία αφορά η έφεση, ήταν πως ενώ βρισκόταν σε απόσταση περίπου 100 μέτρων από τη διάβαση και οδηγούσε με ταχύτητα 50 χλμ.α.ω., κρατώντας την αριστερή λωρίδα, τον προσπέρασε από τη δεξιά λωρίδα ένα αυτοκίνητο και λίγο μετά, στα 75 μέτρα, τον προσπέρασε από τη δεξιά και δεύτερο, εκείνο του εφεσείοντος.  Στη συνέχεια άναψε στα φώτα τροχαίας το κόκκινο.  Το πρώτο αυτοκίνητο σταμάτησε εκεί. Ενώ το αυτοκίνητο του εφεσείοντος ελάττωσε ταχύτητα και με απότομο ελιγμό άλλαξε λωρίδα, δηλαδή άφησε τη δεξιά και πήρε την αριστερή στην οποία ο ίδιος (ο εφεσίβλητος δηλαδή) εξ αρχής οδηγούσε. Υπολόγισε ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντος ει[*1040]σήλθε στην αριστερή λωρίδα στα 8 μέτρα  πριν από τη διάβαση, όταν το δικό του βρισκόταν ακόμα  6 μέτρα πιο πίσω.  Ως αποτέλεσμα αυτού του ελιγμού, που έγινε σε μικρή απόσταση από τη διάβαση, το μπροστινό μέρος του δικού του αυτοκινήτου προσέκρουσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος παρόλον που ο ίδιος έπραξε ότι μπορούσε για να αποφύγει τη σύγκρουση, φρενάρωντας δυνατά και στρίβοντας λίγο το τιμόνι του στα αριστερά.  Σημειώνουμε εδώ ότι το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου άφησε, ως αποτέλεσμα του δυνατού φρεναρίσματος, ίχνη τροχοπέδησης. Αλλά στις λεπτομέρειες και τη σημασία τους, θα αναφερθούμε αργότερα.

Θα προχωρήσουμε τώρα με την εκδοχή του εφεσείοντος. Αυτός προέβαλε πως και τα τρία αυτοκίνητα που αναφέραμε οδηγούντο αρχικά στη δεξιά λωρίδα, σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, με προπορευόμενο το μη εμπλεκόμενο αυτοκίνητο το οποίο παρέμεινε μέχρι τέλους στη δεξιά λωρίδα και σταμάτησε στα κόκκινα φώτα της διάβασης.  Επειδή όμως το προπορευόμενο σταμάτησε απότομα και επειδή η απόσταση μεταξύ εκείνου και του δικού του ήταν μικρή – το μήκος δύο αυτοκινήτων – αναγκάστηκε, για να αποφύγει τη μεταξύ τους σύγκρουση, να πάρει την αριστερή λωρίδα όπου είχε δει ότι δεν υπήρχε κανένα όχημα.  Αφού λοιπόν εισήλθε στην αριστερή λωρίδα, κατάφερε και σταμάτησε στη διάβαση όπου εκείνη τη στιγμή διασταύρωναν πεζοί.  Είδε ταυτόχρονα από το εσωτερικό καθρεφτάκι ότι το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου, το οποίο προηγουμένως τον ακολουθούσε στη δεξιά λωρίδα, είχε αλλάξει και αυτό πορεία, δηλαδή άφησε τη δεξιά λωρίδα και μπήκε από πίσω του στην αριστερή αλλά ένεκα της μικρής απόστασης δεν μπόρεσε να σταματήσει έγκαιρα και επήλθε  έτσι η σύγκρουση.

Επανερχόμαστε στα ίχνη τροχοπέδησης τα οποία άφησε το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου.  Τα ίχνη των αριστερών τροχών ήταν μήκους περίπου 10 μέτρων.  Και των δεξιών, σε παράλληλη βέβαια γραμμή, κάτι λιγότερο αφού άρχιζαν 1.40 μέτρα μετά τα άλλα.  Αυτά τα δεξιά ίχνη ξεκινούσαν από τη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων.  Είναι δε προφανές πως αν ξεκινούσαν την ίδια χρονική στιγμή με τα ίχνη των αριστερών τροχών, θα βρίσκονταν μέσα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Σημαντική ήταν και η κλήση των ιχνών σε σχέση με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου την οποία απεικόνιζαν. Πήγαιναν από δεξιά προς αριστερά. Ο βαθμός της κλήσης φαίνεται από τα εξής στοιχεία. Τα αριστερά ίχνη ξεκινούσαν από σημείο που είχε απόσταση 2.90 μέτρα από την άκρη της αριστερής λωρίδας  και κατέληγαν σε σημείο που απείχε λιγότερο από 1.80 μέτρα από την ίδια άκρη.  Σε κατά μήκος απόσταση μόλις 10 μέτρων.  Αυτή λοιπόν η κλήση των ιχνών, σε συνάρτηση με τα σημεία αφετηρίας τους, κα[*1041]ταδείχνει με μαθηματική ακρίβεια πως αμέσως πιο πριν το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου οδηγείτο στη δεξιά λωρίδα και όχι, σύμφωνα με την εκδοχή του, στην αριστερή.  Παρόλον τούτο το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσίβλητο αξιόπιστο και αποδέχθηκε την εκδοχή του.  Εξέφρασε την άποψη πως χωρίς μαρτυρία εμπειρογνώμονα δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί από τα ίχνη τροχοπέδησης οποιοδήποτε συμπέρασμα ως βοήθημα.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται αυτή η πρωτόδικη άποψη.  Το Δικαστήριο παρέπεμψε προς υποστήριξη της άποψης του σε νομολογία (HjiGeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86,  Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 89, Salih v. Sofocleous (1979) 1 C.L.R. 248, Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333,  Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, Σώζος Οδυσσέως ν. Νιόβης Χ”Λουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185).  Η οποία όμως αφορούσε κυρίως τη διακρίβωση ή υπολογισμό ταχύτητας από το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης  και ορισμένα άλλα  θέματα όλα κατ’ εξοχήν τεχνικά, όχι θέματα κοινής λογικής.  Θεωρούμε επί του προκειμένου χρήσιμο το ακόλουθο απόσπασμα από τη Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, σελ. 1018:

«All the above dicta related to particular instances in which the trial Judges had turned themselves into experts in a manner unwarranted by the situation before them and, therefore, do not lead to the conclusion that a trial judge is prevented from looking at the real and other relevant evidence establishing the totality of the circumstances in which an accident has happened, and from drawing inferences and reaching conclusions as regards the existence of liability for negligence, not in the form of an expert opinion but as a matter of sheer common sense; and this is what has happened in the present case in relation to the complained of passage in the judgment of the trial Court which has been quoted above.»

Το πρωτόδικο σφάλμα αναφορικά με τη σημασία των ιχνών τροχοπέδηση είναι, κατά την αντίληψή μας, προφανές. Και είναι επομένως αχρείαστη η περαιτέρω συζήτησή του.  Πρόκειται δε για σφάλμα κρίσιμο, που εκθεμελιώνει την πρωτόδικη απόφαση και δυστυχώς καθιστά αναπόφευκτη την επανεκδίκαση γιατί δεν παραμένει υπόστρωμα ευρημάτων που να μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στην εξαγωγή συμπερασμάτων.  Το ότι η εκδοχή του εφεσιβλήτου αναδεικνύεται από την πραγματική μαρτυρία εξ αντικειμένου ανέφικτη, δεν σημαίνει την αυτόματη επικράτηση της απορριφθείσας πρωτοδίκως εκδοχής του εφεσείοντος.  Με αυτή την κατάληξη στην έφεση, [*1042]η αντέφεση – που αφορά στον καταμερισμό ευθύνης – στερείται  πλέον αντικειμένου.

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το θέμα της ευθύνης παραμερίζεται. Διατάσσουμε επανεκδίκαση ενώπιον άλλου δικαστή.  Έξοδα πρωτοδίκως και έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.  Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Διιστάμενη)

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Προσεγγίζω διαφορετικά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο και καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο οδηγούνται οι συνάδελφοι μου.

Τα γεγονότα της υπόθεσης εκτίθενται στην απόφαση των συναδέλφων μου και δεν θα τα επαναλάβω. Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως δεν είχε ενώπιον του πραγματική μαρτυρία για να βασανίσει επ΄αυτής την αξιοπιστία των δύο οδηγών.  Δεν ήταν αυθαίρετη κρίση. Ο ίδιος ο εξεταστής της υπόθεσης είπε στο Δικαστήριο πως δεν ήταν εμπειρογνώμονας, και επομένως δεν μπορούσε να εκφράσει άποψη αν τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου έδειχναν πως αυτός οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, ή καταλάμβανε κάποιο μέρος της.  Επομένως, συμφωνώ με τον πρωτόδικο δικαστή πως το καθοριστικό στοιχείο στην υπόθεση, η πορεία δηλαδή των δύο οχημάτων, παρέμενε να αποφασιστεί στη βάση της προφορικής μαρτυρίας που είχε ενώπιον του.  Αξιολογώντας αυτή τη μαρτυρία έκρινε πως ο εφεσίβλητος είπε την αλήθεια, ότι δηλαδή ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα του δρόμου ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα, απότομα εισήλθε μπροστά του στην αριστερή λωρίδα, αποκόπτοντας έτσι την πορεία του.  Ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου του αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση.  Κτύπησε με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του το πισινό του εφεσείοντα.  Αποδεχόμενο αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήργησε μόνο επί της αξιολόγησης της προσωπικότητας των δύο διαδίκων, αν ήταν δηλαδή άτομα με απόκλιση  προς την αλήθεια.  Έδωσε, κατά τη δική μου άποψη, πειστικούς λόγους, από το περιεχόμενο της μαρτυρίας.  Η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ήταν πως όταν κλήθηκε ο εξεταστής στη σκηνή του δυστυχήματος, ο εφεσίβλητος περιέγραψε σ΄αυτόν τις συνθήκες  που έγινε, αναφέροντας δηλαδή ότι ενώ οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα του δρόμου ο εφεσείων, που οδηγούσε στη δεξιά, απότομα μπήκε μπροστά του και του ανέκοψε [*1043]την πορεία.  Αντίθετα ο εφεσείων δεν είπε εκείνη την ώρα ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε επίσης στη δεξιά λωρίδα, ανέφερε τη δική του πορεία όχι όμως και αυτή του εφεσίβλητου.  Τη θέση του για το πώς έγινε το δυστύχημα  ανέπτυξε στη μαρτυρία του στη δίκη, όπου μάλιστα είπε πως είδε από το καθρεφτάκι του οδηγού το όχημα του εφεσίβλητου να τον ακολουθεί από τη δεξιά στην αριστερή λωρίδα. 

Έχω επομένως τη γνώμη πως η κρίση του δικαστηρίου πάνω στα πιο πάνω ζητήματα είναι απόλυτα ορθή.  Η δε θεωρία που ανέπτυξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στη βάση της κάποιας διαγώνιας κλίσης των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, που πράγματι άρχιζαν από τη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων, είναι θεωρία που μόνο με μαρτυρία ειδικού θα μπορούσε να προωθηθεί, και βεβαίως να αμφισβητηθεί αν παρουσιαζόταν.

Έχει καταχωριστεί αντέφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο οποίος εισηγείται πως, ενόψει των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να κριθεί συνυπεύθυνος για το δυστύχημα.  Να σημειώσω πως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσίβλητος είχε 15% συντρέχουσα αμέλεια. Ενόψει του κατά πλειοψηφία αποτελέσματος στην έφεση, δεν θεωρώ ορθό να εκφράσω οποιαδήποτε άποψη για την αντέφεση.

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου δικαστή. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο