Tουμάζου Γιανούλλα και Άλλοι ν. Ταμείου Πλεονάζοντoς Προσωπικού (2003) 1 ΑΑΔ 1078

(2003) 1 ΑΑΔ 1078

[*1078]16 Ιουλίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΟΥΛΛΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

v.

ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ΄ου η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11418)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Εύρημα Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ότι υπήρξε μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης της εργοδότριας εταιρείας σε νέα εταιρεία με την οποία είχε εξασφαλιστεί το συνεχές της απασχόλησης των εργοδοτουμένων, με αποτέλεσμα ο τερματισμός απασχόλησής τους να μην οφείλεται σε πλεονασμό — Έφεση εναντίον του πιο πάνω ευρήματος — Απορρίφθηκε, δε στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Τερματισμός απασχολήσεως — Πλεονασμός — Παράγραφος 7 του Μέρους ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67) — Εφαρμοστέες αρχές.

Οι 19 εφεσείοντες-αιτητές είχαν καταθέσει αιτήσεις εναντίον των εφεσιβλήτων με τις οποίες διεκδικούσαν πληρωμή λόγω πλεονασμού αφού όπως ισχυρίζονταν οι υπηρεσίες τους τερματίστηκαν στις 2.2.2002 από την εργοδότρια εταιρεία τους λόγω πλεονασμού.  Η θέση των εφεσιβλήτων ήταν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των εφεσειόντων δεν οφείλετο σε πλεονασμό και ότι η απασχόληση των εφεσειόντων ήταν συνεχής με την απασχόληση τους σε νέα εταιρεία που συστάθηκε. Ένορκη μαρτυρία έδωσε μόνο μια από τους εφεσείοντες ενώ οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν οποιονδήποτε μάρτυρα. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάνθηκε ότι ετύγχανε εφαρμογής η παράγραφος 7, του Μέρους ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67) και απέρριψε τις αιτήσεις των εφεσειόντων αφού έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η νέα εταιρεία είχε συσταθεί για να διασφαλιστεί το συνεχές της προσφοράς [*1079]υπηρεσιών από τους εφεσείοντες αφού κανείς από αυτούς δεν είχε εγγραφεί άνεργος κατά τον ουσιώδη χρόνο, και οι εφεσείοντες είχαν πληρωθεί ολόκληρο το μισθό για το μήνα Φεβρουάριο από τη νέα εταιρεία χωρίς καμμιά διακοπή.  Περαιτέρω, η νέα εταιρεία είχε αναλάβει τη φήμη, την πελατεία, τον κύκλο εργασιών και όλο τον εξοπλισμό της εργοδότριας εταιρείας.

Με την έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ή ερμήνευσε λανθασμένα την πιο πάνω πρόνοια του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, ότι έλαβε υπόψη του μαρτυρία η οποία ουδέποτε εμφανίσθηκε ενώπιον του και ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε συνεχής απασχόληση στο νέο εργοδότη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις σχετικές πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου και δεν έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία δεν τέθηκε ενώπιον του.

2.  Οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης παρά το ότι δεν παρουσίασαν προφορική μαρτυρία αφού το δικαστήριο κατέληξε στα νέα ευρήματα του βασιζόμενο στη μαρτυρία της μιας αιτήτριας και στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 30/5/02 (Αρ. Αγωγής 358/01 κ.ά.) η οποία απέρριψε τις αιτήσεις τους με τις οποίες διεκδικούσαν πληρωμή από το καθ’ ου η αίτηση Ταμείο, λόγω τερματισμού των υπηρεσιών τους από την εργοδότρια εταιρεία τους.

Ζ. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Χριστοφόρου, για το Εφεσίβλητο Ταμείο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

[*1080]ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Δεκαεννέα αιτητές, εφεσείοντες στην παρούσα έφεση, υπάλληλοι στην εταιρεία Royal International Insurance Holdings Ltd. κατέθεσαν αιτήσεις εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, εφεσιβλήτων, με τις οποίες διεκδικούσαν πληρωμή από το Ταμείο με τον ισχυρισμό ότι οι υπηρεσίες τους τερματίστηκαν στην πιο πάνω εταιρεία στις 2.2.2002, λόγω παύσης των εργασιών τους.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση ισχυριζόμενοι ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των αιτητών δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού και επίσης ότι η απασχόληση των αιτητών στην πιο πάνω εταιρεία ήταν συνεχής με την απασχόληση τους στη νέα εταιρεία που συστάθηκε την Crown Insurance Co. Ltd..

Οι δεκαεννέα αιτήσεις, οι οποίες είχαν το ίδιο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο συνεκδικάστηκαν δυνάμει σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.

Ενώπιον του Δικαστηρίου έδωσε ένορκη μαρτυρία η Μαρία Λοΐζου μία από τους αιτητές.  Αυτή ήταν και η μοναδική μάρτυρας για τους αιτητές, αλλά και η μοναδική για την υπόθεση αφού και οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία για την υπεράσπιση τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε σε έκταση, στην απόφαση του, τη μαρτυρία της Μαρίας Λοΐζου, την αξιολόγησε σε συνδυασμό με τα κατατεθέντα τεκμήρια.  Κατέληξε δε στα συμπεράσματα του που καταλήγουν ως εξής:-

«Έχοντας υπόψη όλο το ενώπιον μας μαρτυρικό υλικό, κρίνουμε πως στην υπό κρίση υπόθεση, η πρόθεση κρινόμενη αντικειμενικά ήταν το συνεχές της προσφοράς υπηρεσιών από τους Αιτητές στην νέα Εταιρεία, η οποία όπως είναι φανερό συνεστήθη ακριβώς για αυτό τον σκοπό.

Πιστεύουμε, πως τρανή απόδειξη αυτής της πρόθεσης, είναι και το γεγονός ότι ούτε η Αιτήτρια αλλά και κανένας από τους άλλους εργοδοτούμενους – Αιτητές, ενεγράφη ως άνεργος στον ουσιώδη χρόνο στο αρμόδιο γραφείο του Υπουργείου Εργασίας, καθώς και το γεγονός της καταβολής ολόκληρου του μισθού του μηνός Φεβρουαρίου από την νέα Εταιρεία χωρίς καμιά διακοπή, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι ετύγχανε εφαρμογής [*1081]η παράγραφος 7 του Μέρους ΙΙ του Δευτέρου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Νόμος 24/67) στην περίπτωση των εφεσειόντων. Επεσήμανε δε τους ακόλουθους λόγους, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του που έχουν ως εξής:-

«Στην προκείμενη υπό κρίση περίπτωση όπως είναι φανερό από την μαρτυρία που είχαμε ενώπιον μας και η φήμη και πελατεία καθώς και όλος ο εξοπλισμός της Εργοδότριας Εταιρείας ανελήφθησαν από την νέα, της οποίας «ιδιοκτήτης» σύμφωνα με την Αιτήτρια ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Εργοδότριας κ. Ζαχαριάδης.

Όλοι οι εργοδοτούμενοι – Αιτητές συνέχισαν να εργάζονται στην νέα Εταιρεία, η οποία σύμφωνα και πάλι με την Αιτήτρια, ανέλαβε τον κύκλο εργασιών της Εργοδότριας με αντικείμενο τις ίδιες ασφαλιστικές εργασίες όπως η Εργοδότρια και στα ίδια γραφεία στην οδό Μνασιάδου 20.

Εξάλλου, παρόλο ότι η πιο πάνω επιφύλαξη αναφέρεται ακόμα και σε μεταβίβαση τμήματος μιας επιχείρησης, σίγουρα συγκρούεται με τους απλούς κανόνες της λογικής το ότι το σύνολο των 19 εργοδοτουμένων αιτητών μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται με ένα μόνο τμήμα της επιχείρησης το οποίο μεταβιβάστηκε.

Υπό οποιεσδήποτε όμως συνθήκες, κρίνουμε πως στην υπό κρίση περίπτωση πληρούνται οι προϋποθέσεις των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου είτε ως μεταβίβασης ολόκληρης της επιχείρησης ή τμήματος της, η οποία συνοδεύτηκε και με το σύνολο των εργοδοτουμένων Αιτητών.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις των εφεσειόντων χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

Με τρεις λόγους έφεσης οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι συναφείς και θα εξετασθούν μαζί.  Ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε ή εφάρμοσε τις διατάξεις της παραγράφου 7 (πιο πάνω) σε συνδυασμό με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ίδιου Μέρους, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 203/90.

Οι σχετικοί παράγραφοι του Πίνακα έχουν ως εξής:-

«                                  Μέρος ΙΙ

[*1082]ΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΕΩΣ

7.   Το συνεχές απασχολήσεως δεν διακόπτεται λόγω οιουδήποτε των ακολούθων:

α)  ..........................................................................................................

β)  ..........................................................................................................

γ)  αλλαγής εργοδότου ως εκτίθεται εν τη επιφυλάξει της παραγράφου 3 του παρόντος Πίνακος.

δ)  .........................................................................................................

ε)  .........................................................................................................

στ) ........................................................................................................

ζ)  .........................................................................................................

η)  .........................................................................................................

θ)  .........................................................................................................

Η επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ίδιου Πίνακα αναφέρει τα εξής:

3.   Αι προηγούμεναι διατάξεις του παρόντος Πίνακος εφαρμόζονται μόνο εις απασχόλησιν παρά του αυτού εργοδότη:

Νοείται ότι όταν η επιχείρηση ή τμήμα της επιχείρησης εργοδότη μεταβιβάζεται ως έχει σε άλλο εργοδότη ................................., τότε όλες οι εβδομάδες απασχόλησης στον πρώτο εργοδότη θεωρούνται κατά τον υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης ως απασχόληση στο δεύτερο εργοδότη.»

Από το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα με βάση τα οποία απεφάνθη ότι υπήρξε συνεχής απασχόληση και προσφορά υπηρεσιών από τους εφεσείοντες στον νέο εργοδότη.  Ένεκα τούτου ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις της παραγράφου 7 του Μέρους ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου 24/67.

Είναι πάγια καθιερωμένο από τη νομολογία αλλά και τον οικείο νόμο ότι δεν είναι επιτρεπτή έφεση για ανατροπή των γεγονότων και των επ’ αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Εν πολλοίς με τους δύο λόγους έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα επί των γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πράγμα ανεπίτρεπτο, γι’ αυτό και δεν θα εξετασθούν.  Προβάλλονται όμως και δύο επί μέρους σημεία.  Το πρώτο ότι το βάρος της απόδειξης ότι υπήρξε συνεχής απασχόληση στο νέο εργοδότη το έφεραν οι εφεσίβλητοι, βάρος το οποίο και δεν απέσεισαν.  Είναι γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι [*1083]δεν παρουσίασαν καμιά προφορική μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Τούτο όμως δεν είναι καταλυτικό για την υπόθεση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, κατέληξε στα επίμαχα ευρήματα του βασιζόμενο στη μοναδική προφορική μαρτυρία που παρουσίασαν οι εφεσείοντες και στα τεκμήρια που ήσαν ενώπιον του.  Παραθέτει δε προς τούτο και αποσπάσματα από τη μαρτυρία στην απόφαση του, καθώς και γεγονότα όπως εξάγονται από τα ενώπιον του κατατεθέντα τεκμήρια.  Και τα ευρήματα αυτά δεν ανατρέπονται.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει επαρκείς λόγους για την κατάληξη του με την οποία συμφωνούμε.

Το δεύτερο σημείο αναφέρεται στην ερμηνεία του όρου «ως έχει» που απαντάται στην πιο πάνω παράγραφο 7 του Δευτέρου Πίνακα.  Παραπονούνται οι εφεσείουσες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τον όρο αυτό και κατά την εισήγηση τους υπήρξε σφάλμα εκ μέρους του στην ερμηνεία της διάταξης.  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα, ορθά ερμηνεύοντας τα γεγονότα που ήσαν ενώπιον του, ότι υπήρξε μεταβίβαση ολόκληρης της επιχείρησης, όπως αναφέρει στο απόσπασμα της απόφασης του, όπως το παραθέσαμε προηγουμένως.  Κατά συνέπεια επικροτούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επί του σημείου αυτού.

Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιον του. Ισχυρίζονται ότι επηρεάσθηκε από το γεγονός ότι ήρθε στη γνώση του, αλλά όχι νομότυπα, η σύμβαση μεταξύ των δύο εργοδοτών για την ανάληψη των εργασιών της μιας από την άλλη.  Η σύμβαση αυτή ουδέποτε κατατέθηκε νομότυπα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η θέση αυτή θα ήταν ίσως ισχυρή αν το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίαζε και ελάμβανε υπόψη το περιεχόμενο της κατά την έκδοση της απόφασης.  Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στην παρούσα υπόθεση.  Όχι μόνο αποφεύγεται επιμελώς η αναφορά στο περιεχόμενο αυτής της σύμβασης αλλά και ρητά την αποκλείει από τη σκέψη του.  Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού λέγει προηγουμένως ότι με συναίνεση των διαδίκων τέθηκε υπόψη του, πριν την ακρόαση αυτή η σύμβαση:-

«Η μη εμφάνιση όμως ως μάρτυρα του κ. Ζαχαριάδη είχε ως αποτέλεσμα να μην τεθεί η πιο πάνω συμφωνία ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση.

[*1084]Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο θα προχωρήσει στα τελικά του συμπεράσματα, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της πιο πάνω συμφωνίας και με γνώμονα μόνο το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και τα ευρήματα.»

Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο