Alpha Bank Ltd ν. Γαλάτειας Χαραλάμπους Στεφάνου (2003) 1 ΑΑΔ 1101

(2003) 1 ΑΑΔ 1101

[*1101]16 Ιουλίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ALPHA BANK LIMITED,

Εφεσείοντες,

v.

ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11365)

 

Πολιτική Δικονομία — Παραμερισμός απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της εναγομένης για μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης — Η εναγόμενη πέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση — Η επιείκεια με την οποία αντιμετωπίστηκε η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, δεν υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Τράπεζες — Εγγύηση — Υποχρέωση τράπεζας ή πιστωτικού οργανισμού προς εγγυητές, δυνάμει του δικαίου της επιείκειας, για προειδοποίηση και προστασία των συμφερόντων των εγγυητών όπου η σχέση τους με τον πρωτοφειλέτη δεν είναι εμπορική.

Στις 11.10.2000 η εφεσείουσα - ενάγουσα τράπεζα είχε εξασφαλίσει απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης - εναγομένης λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης στην αγωγή που κίνησε εναντίον της.  Με την εν λόγω αγωγή η εφεσείουσα ήγειρε αξιώσεις απορρέουσες απο συμβάσεις δανείου / χρηματικών διευκολύνσεων προς την εταιρεία ΕΜS Limited με εγγυητές τους διευθυντές της εταιρείας και την εφεσίβλητη, υπάλληλο της εταιρείας, η οποία προς εξασφάλιση του δανείου, υποθήκευσε ακίνητη περιουσία της.  Μετά την απόφαση εκδόθηκε και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης που η εφεσίβλητη παραχώρησε προς όφελος της εφεσείουσας.

Στις 4.12.2001 η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Στην ένορκη δήλωσή της υποστήριξε ότι θεωρούσε τους διευθυντές της εταιρείας ως τους κατ’ ουσίαν εργοδότες της και τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι αυτοί την [*1102]διαβεβαίωσαν ότι δεν θα είχε οποιεσδήποτε συνέπειες όταν εγγυήθηκε την εταιρεία και υποθήκευσε την περιουσία της και επίσης ότι δεν είχε νομική συμβουλή κατά την υπογραφή της σύμβασης υποθήκης και των εγγράφων εγγύησης ούτε της εξηγήθηκαν οι κίνδυνοι που αναλάμβανε.

Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι δεν είχε νομική συμβουλή και ότι δεν της εξηγήθηκαν οι κίνδυνοι που αναλάμβανε, δεν αμφισβητήθηκαν.

Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση προβάλλοντας την γνησιότητα της αξίωσής τους και την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η τράπεζα έχει υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της επιείκειας να προειδοποιήσει και να προστατεύσει τα συμφέροντα του εγγυητή όπου η σχέση του με τον πρωτοφειλέτη δεν είναι εμπορική. Το Δικαστήριο στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας και αφού θεώρησε επαρκείς τις εξηγήσεις της εφεσίβλητης αναφορικά με την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, αποδέχθηκε την αίτηση και εξέδωσε την υπό κρίση  απόφαση παραμερισμού.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.  Το θέμα του χρόνου της καθυστέρησης αντιμετωπίστηκε με αρκετή επιείκεια η οποία ωστόσο δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Φυλακτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204,

Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2118,

ΣΠΕ Παλλουριώτισσας ν. Αρτέμη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1762,

Bush κ.ά. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342,

Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Κυριακίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 601,

[*1103]

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ιακώβου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 457,

Εταιρεία Βοθροκαθαριστών Λεμεσού “Βόθροτεξ” Λτδ ν. Φαντάκη (2001) 1 Α.Α.Δ. 339,

Kourbatova v. G. Roussos Leisure Industries Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 345,

F.P.P. Fish Processing Ltd v. Nicolaou Aqua Culture Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 2054,

Χριστοφόρου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 86,

Χ”Νικολάου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1179,

Γιωργαλλίδης ν. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου και Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101,

Royal Bank of Scotland v. Etridge (Νo.2) [2001] 4 All E.R. 440,

Barclays Bank PLC v. O’Brian [1993] 4 All E.R. 417,

Credit Lyonnais Bank Netherland NV v. Burch [1997] 1 All E.R. 144.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα Τράπεζα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που δόθηκε στις 15/4/02 (Αρ. Αγωγής 2812/00) με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση της εναγόμενης-εγγυήτριας για παραμερισμό της εκδοθείσας στις 11/10/00 απόφασης εναντίον της και υπέρ της ενάγουσας για το ποσό του ενυπόθηκου δανείου καθώς και διατάγματος εκποίησης ακίνητης περιουσίας της.

Ε. Κορακίδης και Ε. Κωνσταντινίδου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Πουργουρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

[*1104]

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, παραχώρησαν δάνειο/χρηματικές διευκολύνσεις στην EMS Limited με εγγυητές τους διευθυντές της εταιρείας Μελάνθη Μελανθίου και Ευθύμιο Ιωαννίδη καθώς και την εφεσίβλητη, υπάλληλο της εταιρείας η οποία, προς εξασφάλιση του δανείου, υποθήκευσε ακίνητη περιουσία της.

Στις 18.9.2000 επιδόθηκε στην εφεσίβλητη κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο. Η αγωγή στρεφόταν εναντίον της EMS Limited και των εγγυητών της και αφορούσε αξιώσεις απορρέουσες από τις αντίστοιχες συμβάσεις δυνάμει των οποίων παραχωρήθηκε το προαναφερόμενο δάνειο. Η εφεσίβλητη παρέλειψε να καταχωρίσει σημείωμα εμφανίσεως και στις 11.10.2000, εκδόθηκε ερήμην απόφαση εναντίον της και υπέρ των εφεσειόντων για ποσό £52.554,60 με τόκο προς 8% ετησίως από 1.10.1999 μέχρι 4.6.2000 και τόκο προς 9% ετησίως από 5.6.2000 μέχρις εξοφλήσεως πλέον έξοδα. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα εκποίησης της υποθήκης υπ΄ αριθμ. Υ948/99 που η εφεσίβλητη παραχώρησε προς όφελος των εφεσειόντων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι έχει ήδη εκδοθεί πρωτοδίκως απόφαση εναντίον της εταιρείας και του διευθυντή της Ευθύμιου Ιωαννίδη ενώ η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση αναφορικά με τον Μελάνθη Μελανθίου (εναγόμενο 2).

Η εφεσίβλητη με αίτηση ημερ. 4.12.2001 ζήτησε τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, η εφεσίβλητη ανέφερε ότι κατά το χρόνο παραχώρησης της υποθήκης, θεωρούσε τους διευθυντές της εταιρείας ως τους κατ΄ ουσίαν εργοδότες της, και τους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι αποδέχθηκε να εγγυηθεί την εταιρεία και να υποθηκεύσει την περιουσία της αφού πήρε  ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις από τους  διευθυντές ότι δεν θα αντιμετώπιζε οποιεσδήποτε συνέπειες. Περί τα μέσα Φεβρουαρίου 1999 οι διευθυντές της εταιρείας της πρότειναν να συστήσουν νέα εταιρεία στην οποία θα είχε αυτή το 25% του μετοχικού κεφαλαίου. Η πρόταση δεν υλοποιήθηκε και η εφεσίβλητη θεωρεί ότι αποτέλεσε τέχνασμα των διευθυντών της εταιρείας για να την πείσουν να παραχωρήσει την υποθήκη.

Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι αμέσως μετά την επίδοση (11.10.00) του κλητηρίου εντάλματος, συνάντησε τον Μελάνθη Μελανθίου (εναγόμενο 2) ο οποίος τη διαβεβαίωσε ότι θα διευθετούσε ο ίδιος τις καθυστερημένες δόσεις προς τους εφεσείοντες και ότι θα σταματούσε η αγωγή εναντίον της. Και ενώ ήταν πλέον ήσυχη πως δεν θα προχωρούσε η αγωγή εναντίον της, στις 4.9.2001 πήρε επιστολή από το Κτηματολόγιο Πάφου με την οποία πληροφορήθηκε ότι το Κτηματολόγιο, προχωρούσε στην εκποίηση της υποθήκης. Τηλεφώνησε αμέσως στο διευθυντή Μελανθίου από τον οποίο ζήτησε να την απαλλάξει από όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι των εφεσειόντων ως εγγυήτρια. Ο Μελανθίου της υποσχέθηκε ότι μέσα σε 15 ημέρες θα εύρισκε νέο εγγυητή και θα την απάλλασσε από τις υποχρεώσεις της. Το χρονικό διάστημα των 15 ημερών πέρασε χωρίς να προκύψει θετικό αποτέλεσμα. Ενόψει τούτου, στις 20.9.01 ανέθεσε την υπόθεση σε δικηγόρο. Η αίτηση παραμερισμού, καταχωρήθηκε, καθώς έχει προαναφερθεί, στις 4.12.01. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε πως κατά την υπογραφή της σύμβασης υποθήκης και των εγγράφων εγγύησης δεν είχε νομική συμβουλή ούτε της εξηγήθηκαν οι κίνδυνοι που αναλάμβανε. Τέλος, ανέφερε πως δεν θα παραχωρούσε ποτέ την υποθήκη, αν γνώριζε ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να πωλήσουν την περιουσία της προτού πωλήσουν τα εμπορεύματα και το εξοπλισμό της εταιρείας.

Δύο ήταν οι λόγοι ένστασης των εφεσειόντων στην αίτηση για παραμερισμό:

(α)  ότι η αξίωση τους κατά της εφεσίβλητης είναι γνήσια, αληθινή και τεκμηριωμένη και ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε υπεράσπιση.

(β)  η εφεσίβλητη υπήρξε  ένοχη  ασύγγνωστης  αμέλειας  και καθυστέρησης στην υποβολή της αίτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία* η οποία διέπει το θέμα, προσπάθησε να εξισορροπήσει τους πιο κάτω βασικούς παράγοντες:

(α)  την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος [*1106]ενός διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, και

(β)  την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων και την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων.

Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι δεν έτυχε νομικής συμβουλής ούτε της εξηγήθηκαν οι κίνδυνοι που αναλάμβανε κατά το χρόνο της υπογραφής των εγγράφων, εξετάστηκε πρωτοδίκως με αναφορά στις αρχές του δικαίου της επιείκειας που το Δικαστήριο θεώρησε ότι κατ’ ουσίαν επικαλέστηκε η εφεσίβλητη. Κρίθηκε πως όταν μια τράπεζα ή πιστωτικός οργανισμός ζητά εγγύηση από κάποιο πρόσωπο σε μη εμπορική υπόθεση (non commercial case), η εν λόγω τράπεζα κλπ τίθεται ταυτόχρονα σε εγρήγορση (put on inquiry) και έχει υποχρέωση δυνάμει του δικαίου της επιείκειας να προειδοποιήσει και να προστατεύσει τα συμφέροντα του εγγυητή όπου η σχέση του με τον πρωτοφειλέτη δεν είναι εμπορική. Βλ. Royal Bank of Scotland v. Etridge (No. 2) [2001] 4 All E.R. 440, Barclays Bank PLC v. O’ Brian [1993] 4 All ER 417 και Credit Lyonnais Bank Netherland NV v. Burch [1997] 1 All E.R. 144.

Προφανώς, επειδή δεν υπήρξε κατ’ ουσίαν αμφισβήτηση του ισχυρισμού της εφεσίβλητης ότι δεν της είχαν εξηγηθεί οι κίνδυνοι που αναλάμβανε και δεν είχε νομική συμβουλή κατά το χρόνο υπογραφής των εγγράφων, το Δικαστήριο, υπό το φως των αρχών του δικαίου της επιείκειας (ανωτέρω), έκρινε πως η εφεσίβλητη είχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Και αφού θεώρησε ως επαρκείς τις εξηγήσεις και δικαιολογίες που έδωσε η εφεσίβλητη αναφορικά με την καθυστέρηση, αποδέχθηκε την αίτηση και εξέδωσε την υπό κρίση απόφαση παραμερισμού.

Εξετάσαμε την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εκατέρωθεν στα πλαίσια της έφεσης. Δεν έχουμε διαπιστώσει βάσιμο λόγο ο οποίος θα δικαιολογούσε παρέμβαση προς ανατροπή της διαπίστωσης ότι η εφεσίβλητη πέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Οι νομικές αυθεντίες που άπτονται του θέματος παρέχουν για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας το απαιτούμενο έρεισμα ώστε η διαπίστωση να θεωρείται ορθή υπό τις περιστάσεις. Καθόσον αφορά το ζήτημα του χρόνου της καθυστέρησης είναι φανερό ότι αυτό αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με αρκετή επιείκεια η οποία ωστόσο δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας. Θεωρούμε πως η περίπτωση δεν είναι η πλέον κατάλληλη που θα μπορούσε το θέμα της καθυστέρησης να υπερφαλαγγίσει το δικαίωμα του διάδικου να ακουστεί όταν διαπι[*1107]στώνεται δικαστικά ότι ο εν λόγω διάδικος έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο