(2003) 1 ΑΑΔ 1176
[*1176]16 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ
ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΒΟΥΡΟΥ, ΓΙΑ
ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Α. ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.7.2003 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1056/1994 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
(Αίτηση Αρ. 70/2003)
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Διάταγμα εκδοθέν με αίτηση ex parte με το οποίο ακυρώθηκε προηγούμενο διάταγμα ex parte για αναστολή εκτελέσεως απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας — Ακυρώθηκε με Certiorari επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να προβεί στην έκδοσή του.
Αποφάσεις και Διατάγματα — Διατάγματα ex parte — Δημιουργία τεράστιου προβλήματος από την ευκολία με την οποία εκδίδονται — Μόνο σε πραγματικά πολύ κατεπείγουσες υποθέσεις που δεν παρέχεται χρόνος πρέπει τα Δικαστήρια να εκδίδουν τέτοια διατάγματα — Εξουσία Δικαστηρίου για ακύρωση προηγούμενου διατάγματος το οποίο το ίδιο Δικαστήριο είχε εκδώσει με αίτηση ex parte — Πρέπει να ασκείται με τη μέγιστη δυνατή φειδώ.
Στις 16.7.2003 ο αιτητής στην παρούσα διαδικασία ενάγων στην αγωγή 1056/94 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξασφάλισε κατόπιν μονομερούς αιτήσεως διάταγμα αναστολής εκτελέσεως της απόφασης η οποία είχε εκδοθεί εναντίον του και προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία εναγόμενου στην αγωγή. Το [*1177]διάταγμα αυτό ορίστηκε επιστρεπτέο στις 9.9.2003. Στις 22.7.2003 το Δικαστήριο μετά από μονομερή αίτηση του καθ’ ου η αίτηση ακύρωσε το διάταγμα της 16.7.2003. Το διάταγμα αυτό ορίσθηκε επιστρεπτέο στις 31.7.2003 και επαναορίστηκε στις 11.8.2003.
Με αίτηση που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατόπιν άδειας, ο αιτητής ζήτησε ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε στις 22.7.2003. Οι λόγοι που προέβαλε είναι ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει το διάταγμα αυτό με το οποίο ακυρώνετο το προηγούμενο διάταγμα εφόσον το αίτημα ενώπιόν του είχε γίνει ex parte και δεν συνέτρεχαν οποιεσδήποτε περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την άσκηση τέτοιας εξουσίας εκ μέρους του Δικαστηρίου.
Ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση εισηγήθηκε ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου επείγουσες περιστάσεις και έτυχαν επίκλησης εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείτο η κατ’ εξαίρεση άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα σύμφωνα με το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η επιδίωξη του Άρθρου 9 φαίνεται να είναι μάλλον η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το οποίο να μην επηρεάζει την τελική έκβαση μιας κατάστασης αλλά να παραμένει σε ισχύ όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3 για τόσο χρόνο όσος είναι αναγκαίος ώστε να επιδοθεί και όποια πρόσωπα επηρεάζονται από αυτό να έχουν τη δυνατότητα να εμφανισθούν ενώπιον του δικαστηρίου και να ενστούν σε αυτό.
2. Λόγω της Δ.48, θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά και λόγω των ευρύτερων διαστάσεων του πράγματος, η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την ακύρωση προηγούμενου διατάγματος το οποίο το ίδιο Δικαστήριο είχε εκδώσει με αίτηση ex parte, πρέπει να ασκείται με τη μέγιστη δυνατή φειδώ και υπό άκρως εξαιρετικές περιστάσεις. Εάν υπάρχει τέτοια εξουσία στο Δικαστήριο, η εξουσία αυτή δεν μπορεί να ασκείται σε αναφορά με τις περιστάσεις που έχουν τεθεί στην αίτηση του καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία για ακύρωση του πρώτου διατάγματος, ούτε ως προς το κατεπείγον του θέματος ούτε ως προς την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, που να δικαιολογούν την άσκηση τέτοιας εξουσίας.
Η αίτηση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
[*1178]
Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή-ενάγοντα στην αγωγή 1056/94 του Ε.Δ. Λευκωσίας προς ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερoμηνίας 22/7/03 με την οποία ενέκρινε την αίτηση του καθ’ ου η αίτηση-εναγόμενου στην αγωγή και εξέδωσε το διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της εναντίον του εκδοθείσας απόφασης ημερομηνίας 16/7/03.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.
Σ. Δράκος, για τον Καθ’ ου η αίτηση.
Εx Tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 6.8.2003 εδόθη άδεια για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari ώστε να επιδιώκεται η ακύρωση διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εξεδόθη στις 22.7.2003 στην αγωγή 1056/94.
Με την απόφαση εκείνη ακυρώθηκε διάταγμα του δικαστηρίου που είχε εκδοθεί στις 16.7.2003 με το οποίο εδόθη αναστολή εκτελέσεως της απόφασης η οποία είχε εκδοθεί προς όφελος του Καθ΄ου η Αίτηση στην παρούσα διαδικασία, εναγόμενου στην αγωγή, και εναντίον του Αιτητή στην παρούσα διαδικασία, ενάγοντα στην αγωγή. Το διάταγμα αυτό ορίσθηκε επιστρεπτέο στις 31.7.2003 και αντιλαμβάνομαι ότι επαναορίσθηκε στις 11.8.2003.
Το αρχικό διάταγμα το οποίο ακυρώθηκε είχε εκδοθεί στις 16.7.2003 κατόπιν μονομερούς αιτήσεως του Αιτητή στην παρούσα διαδικασία και με αυτό εζητείτο η αναστολή εκτελέσεως της απόφασης που είχε εκδοθεί στην αγωγή με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή με έξοδα εναντίον του Αιτητή. Το διάταγμα εκείνο είχε ορισθεί ως επιστρεπτέο στις 9.9.2003.
Πριν από εκείνη την ημερομηνία και συγκεκριμένα στις 22.7.2003 ήταν που ο Καθ΄ου η Αίτηση στην παρούσα διαδικασία αποτάθηκε στο δικαστήριο με αίτηση ex parte με την οποία επεδίωξε την ακύρωση του διατάγματος για αναστολή εκτελέσεως της απόφασης που είχε εκδοθεί στις 16.7.2003. Το Δικαστήριο ενέκρινε [*1179]την αίτηση και εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα, είναι δε η απόφαση αυτή στο επίκεντρο της σημερινής Αιτήσεως.
Η βάση των εισηγήσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Αιτητή είναι ότι το δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει το διάταγμα αυτό με το οποίο ακυρώνετο προηγούμενο διάταγμα εφόσον το αίτημα ενώπιον του είχε γίνει ex parte και δεν συνέτρεχαν οποιεσδήποτε περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την άσκηση τέτοιας εξουσίας εκ μέρους του δικαστηρίου. Η ορθή διαδικασία θα ήταν, σύμφωνα με τις εισηγήσεις αυτές, να υποβληθεί ένσταση στα πλαίσια της διαδικασίας που είχε ήδη προκαθορισθεί με τον ορισμό του εκδοθέντος διατάγματος για αναστολή εκτελέσεως της απόφασης ή να υποβάλλετο αίτημα με αίτηση δια κλήσεως. Εάν δε, εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης, εκρίνετο ότι η ημερομηνία που είχε ορίσει το δικαστήριο για ακρόαση της υπόθεσης τις 9.9.2003 εκρίνετο ως πολύ απομακρυσμένη, αυτό θα μπορούσε να ήταν το αντικείμενο κατάλληλης διαδικασίας περιλαμβανομένης αιτήσεως για έκδοση προνομιακού διατάγματος αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενεργήσει έξω από τα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κάτι το οποίο δεν έγινε.
Εν τω μεταξύ, πρόσθετα προς την αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, ο Αιτητής καταχώρησε και ένσταση στο διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί από το δικαστήριο στις 22.7.2003 επεξηγώντας στην ένορκη του δήλωση ότι αυτό έγινε εξ ανάγκης εφόσον η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 11.8.2003.
Θίγω το θέμα αυτό για να πω απλώς ότι ενδεχομένως να ελέγετο ότι υπάρχει θέμα άλλων διαδικασιών που θα μπορούσαν να είχαν ακολουθηθεί, περιλαμβανομένης της ένστασης στο διάταγμα εκείνο. Το θέμα αυτό όμως δεν ήταν επίδικο στην παρούσα διαδικασία, ούτε είναι απλό θέμα που να μπορούσα, επιλαμβανόμενος ο ίδιος αυτού, να πω, με τα δεδομένα που είναι ενώπιον μου, ότι η παρούσα αίτηση είναι αδικαιολόγητη για το λόγο εκείνο. Εξάλλου αυτό περιλαμβάνετο και στην εξέταση του θέματος όταν εδόθη η άδεια για καταχώρηση της παρούσας αιτήσεως. Θα ήθελα όμως να παρατηρήσω στο πλαίσιο αυτό ότι δεν βλέπω ιδιαίτερους λόγους που να συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να ασκηθεί ενόψει άλλων διαδικασιών που θα μπορούσαν να είχαν ακολουθηθεί.
Προχωρώ στην ουσία του αιτήματος για να επαναλάβω ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επικεντρώθησαν στην εξουσία την οποία είχε το δικαστήριο να εκδώσει ex parte διάταγμα με το οποίο να ακυ[*1180]ρώνει προηγούμενο διάταγμα το οποίο το ίδιο είχε εκδώσει ex parte και όρισε επιστρεπτέο.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης εισηγήθηκε ότι τέτοια εξουσία το δικαστηριο δεν έχει ή εν πάση περιπτώσει η εξουσία του να εκδώσει τέτοιο διάταγμα πρέπει να περιορίζεται σε πολύ ειδικές περιστάσεις όπου να συντρέχει και το κατ΄επείγον του πράγματος σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κεφ. 6 στο οποίο φαίνεται να εβασίσθη η απόφαση και όχι στη συνήθη περίπτωση όπως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η προκειμένη. Υποδεικνύει μάλιστα ότι δεν υπήρξε καν επίκληση επειγουσών συνθηκών ή εξαιρετικών περιστάσεων και τόνισε ότι, μετά ιδιαίτερα από τη θέσπιση του Συντάγματος, τα δικαστήρια πρέπει να είναι ακόμα πιο προσεκτικά όταν εκδίδουν διατάγματα ex parte ούτως ώστε να μην παραβιάζεται, παρά μόνο σε πραγματικά άξιες περιπτώσεις, η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης ότι πρέπει να ακούονται και οι δύο πλευρές πριν το δικαστήριο αποφανθεί επί οποιουδήποτε θέματος. Παρατήρησε επίσης ότι πολλά από όσα λέγονται στην ένσταση στην παρούσα αίτηση αφορούν όχι τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αλλά την ουσία της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και επομένως δεν είναι σχετικά με το εξεταζόμενο εδώ θέμα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Καθ΄ου η Αίτηση εισηγήθηκε ότι και επείγουσες περιστάσεις τέθησαν ενώπιον του δικαστηρίου και εξαιρετικές περιστάσεις έτυχαν επίκλησης ώστε να δικαιολογείτο η κατ΄εξαίρεση άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κεφ. 6. Εξάλλου, όπως είπε, και το γεγονός ότι το ίδιο το αίτημα του Αιτητή ήταν νόμω αβάσιμο και θα έπρεπε να είχε απορριφθεί εξ αρχής χωρίς να δοθεί το αιτηθέν διάταγμα αναστολής συνιστά τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την άσκηση εξαιρετικής εξουσίας. Πέραν της ανάγκης προσηλώσεως και στην αρχή της ισότητας η οποία εξυπακούει ότι εφόσον ο Αιτητής είχε εξασφαλίσει διάταγμα ex parte θα έπρεπε να δικαιούται και ο Καθ΄ου η Αίτηση να εξασφαλίζει τέτοιο διάταγμα.
Το θέμα αυτό έχει απασχολήσει τη νομολογία στο παρελθόν και αναφέρομαι βεβαίως στην υπόθεση In the matter of application by Julia Hadjisoteriou (1986) 1 C.L.R. 429. Απεφασίσθη στην υπόθεση αυτή ότι, όπως αναφέρεται στη σελ. 439, η Δ.48 θ.8(4) δεν δίδει ευχέρεια να αποταθεί κανείς για ακύρωση προηγούμενου διατάγματος ex parte παρά μόνο δια κλήσεως. Όπως ανάφερε ο δικαστής Α. Λοΐζου, ο οποίος εξέδωσε την απόφαση:
[*1181]“Order 48, rule 8(1) prescribes the applications which may be made ex parte and in none of those enumerated an application to set aside or vary an order made ex parte is provided as capable of being made ex parte. On the contrary order 48, rule 8(4) provides that the person affected by an Order made ex parte may apply by summons. In other words, a distinction is made of the means by which an applicant desiring to have an order made ex parte set aside will apply, namely the means of summons. Moreover in Order 48, rule 8(3) it is provided that the Court of Judge dealing with an application made ex parte may direct that it be made by summons with notice to such persons as the Court or Judge may think fit.”
Γίνεται ακολούθως αναφορά στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 δια να εξεταστεί το ενδεχόμενο εκδόσεως διατάγματος ex parte σύμφωνα με αυτό.
Το δικαστήριο στην υπόθεση Hadjisoteriou άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν κατάλληλες περιπτώσεις για τις οποίες θα μπορούσε να εκδώσει διάταγμα ex parte με το οποίο να ακυρώνεται προηγούμενο διάταγμα ex parte. Οι περιπτώσεις αυτές δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση εκείνη και έτσι το θέμα δεν απασχόλησε περαιτέρω το δικαστήρο. Έγινε όμως η εισήγηση, όπως ανάφερα, στην προκειμένη περίπτωση ότι η παρούσα είναι κατάλληλη περίπτωση στην οποία ορθά ασκήθηκε η εξουσία του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κεφ. 6. Ο κ. Δράκος με παρέπεμψε μάλιστα στο πρακτικό του δικαστηρίου ημερ. 22.7.2003 στο οποίο το δικαστήριο αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δικαιολογείτο η έκδοση του αιτηθέντος διατάγματος που περιλαμβάνει, όπως είπε, τόσο το επείγον του πράγματος όσο και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης όπως είχαν τεθεί στην αίτηση.
Με αφετηρία το άρθρο 9, διερωτώμαι κατά πόσο το άρθρο αυτό μπορεί να έχει ποτέ εφαρμογή όσον αφορά την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται προηγούμενο διάταγμα. Η επιδίωξη του άρθρου 9 φαίνεται να είναι μάλλον η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το οποίο να μην επηρεάζει την τελική έκβαση μιας κατάστασης αλλά να παραμένει σε ισχύ όπως αναφέρεται την παράγραφο 3 για τόσο χρόνο όσος είναι αναγκαίος ώστε να επιδοθεί και όποια πρόσωπα επηρεάζονται από αυτό να έχουν τη δυνατότητα να εμφανισθούν ενώπιον του δικαστηρίου και να ενστούν σε αυτό. Αυτό δεν εξετάστηκε στη Hadjisoteriou, όμως ένα διάταγμα το οποίο εκδίδεται με εμβέλεια την ακύρωση άλλου διατάγματος, δεν συνιστά διάταγμα το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα ένστασης σε [*1182]αυτό με την έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 9 εφόσον από τη στιγμή που εκδίδεται εξαφανίζει το διάταγμα το οποίο προϋπήρχε και έτσι δεν έχει καν νόημα ούτε η προηγούμενη διαταγή του δικαστηρίου ως προς το επιστρεπτέο του αρχικού διατάγματος ούτε και η επόμενη διαταγή του δικαστηρίου ότι το διάταγμα ορίζεται επιστρεπτέο για να παρέχει τη δυνατότητα ενστάσεως σε αυτό. Στη συνήθη περίπτωση διατάγματος ενδιάμεσου με την ορθή έννοια της λέξεως, ο καθ΄ου το διάταγμα έχει τη δυνατότητα εμφανίσεως και πραγματικής ένστασης στη συνέχιση του διατάγματος. Διάταγμα όμως το οποίο ακυρώνει προηγούμενο διάταγμα δεν φαίνεται να έχει αυτό το χαρακτήρα.
Πέραν τούτου όμως, είναι η άποψη μου ότι όχι μόνο λόγω της Δ.48 θ. 8(4) αλλά και λόγω των ευρύτερων διαστάσεων του πράγματος, η οποιαδήποτε εξουσία του δικαστηρίου, και συμφυής αν μπορούσε να πει κανείς, να διατάξει την ακύρωση προηγούμενου διατάγματος το οποίο το ίδιο το δικαστήριο είχε εκδώσει με αίτηση ex parte, πρέπει να ασκείται με τη μέγιστη δυνατή φειδώ και υπό άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, ακόμα πιο εξαιρετικές από εκείνες που δικαιολογούν την αρχική έκδοση διατάγματος ex parte. Και ο λόγος είναι ότι με την έκδοση του αρχικού διατάγματος ex parte, κατά παρέκκλιση των επιταγών της φυσικής δικαιοσύνης, έχει ήδη προσδιοριστεί μια πορεία της υπόθεσης με τον ορισμό του διατάγματος εκείνου ως επιστρεπτέου σε μελλοντική ημερομηνία που καθορίζει τα δικονομικά πλαίσια στα οποία θα κινηθεί η ακρόαση του πράγματος. Η παρέμβαση και μεσολάβηση με πρωτοβουλία του άλλου μέρους ώστε να εκδοθεί διάταγμα ακυρώνων το ήδη εκδοθέν διάταγμα ανατρέπει όχι μόνο την καθορισθείσα διαδικασία εκείνη αλλά και την ανάγκη τήρησης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης που ήδη εξυπακούεται μέσα στον ορισμό του πρώτου διατάγματος ώστε να μπορέσουν να ακουστούν και τα δύο μέρη και το δικαστήριο να αποφασίσει οριστικά επί του θέματος. Επιδιώκεται δηλαδή να παραμεριστεί εντελώς η δυνατότητα του άλλου μέρους να ακουστεί εφόσον, όπως υπέδειξα και προηγουμένως σε άλλο πλαίσιο, το δεύτερο διάταγμα ακυρώνει το πρώτο. Εάν υπάρχει τέτοια εξουσία στο δικαστήριο, η εξουσία αυτή δεν μπορεί να ασκείται σε αναφορά με τις περιστάσεις που έχουν τεθεί στην αίτηση του Καθ΄ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία για ακύρωση του πρώτου διατάγματος, ούτε ως προς το κατ΄επείγον του θέματος ούτε ως προς την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, που να δικαιολογούν την άσκηση τέτοιας εξουσίας.
Το δικαστήριο εδώ πολύ γενικά αναφέρεται σε αυτά τα ιδιαίτερα περιστατικά και στο κατ΄ επείγον. Αλλά και εν πάση περιπτώσει, εξετάζοντας τα όσα αναφέρονται στην αίτηση, δεν βλέπω πώς θα [*1183]μπορούσα να θεωρήσω άλλως παρά ότι πόρρω απέχουν οι περιστάσεις αυτές από του να καταδεικνύουν τέτοια κατ΄επείγουσα ανάγκη και τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες που να δικαιολογούν την άσκηση της άκρως εξαιρετικής φύσεως εξουσίας που θα μπορούσε να είχε το δικαστήριο σε τέτοιες περιπτώσεις. Εξάλλου, πολλά από όσα λέγονται στην αίτηση όπως και στην παρούσα ένσταση αφορούν την ουσία της υπόθεσης, και δεν είναι δια το δικαστήριο αυτό βεβαίως, ούτε ήταν για το επαρχιακό δικαστήριο εξετάζοντας την αίτηση για ακύρωση του διατάγματος, να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, πράγμα που θα έπρεπε να εξετάσει όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στην ημερομηνία που το ίδιο είχε καθορίσει. Ούτε λοιπόν αυτό αλλά ούτε και ο άλλος λόγος τον οποίο το ίδιο το δικαστήριο έδωσε, ότι δηλαδή δεν είχε υπάρξει πλήρης αποκάλυψη στοιχείων, ήταν καλός λόγος για άσκηση τέτοιας δικαιοδοσίας. Η πλήρης αποκάλυψη ή όχι εξετάζεται στο στάδιο στο οποίο είναι επιστρεπτέο το διάταγμα όταν θα ακουστούν και οι δύο πλευρές και θα έχει το δικαστήριο πλήρη γνώση και των γεγονότων εκείνων τα οποία ενδεχομένως να είναι σημαντικά για να αποκαλυφθούν αλλά και των απόψεων των μερών ως προς το σχολιασμό των γεγονότων εκείνων και της σημασίας τους.
Εδώ λοιπόν το επαρχιακό δικαστήριο δεν είχε εξουσία στην παρούσα υπόθεση να προβεί στη διαταγή στην οποίο προέβη. Όμως δεν μπορώ να αφήσω την υπόθεση χωρίς να παρατηρήσω και κάτι άλλο. Ότι το πρόβλημα το οποίο δημιουργείται από την ευκολία με την οποία εκδίδονται διατάγματα ex parte αρχικά είναι τεράστιο. Και περιπλέκει τις υποθέσεις οι οποίες έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων με τρόπο αχρείαστο. Η αρχική έκδοση διατάγματος ex parte για αναστολή εκτελέσεως της απόφασης που εδόθη οδήγησε σε σωρεία άλλων περιπλοκών όπως έχουν εξηγηθεί, στην αίτηση για ακύρωση εκείνου του διατάγματος και στην παρούσα διαδικασία. Δεν αποφαίνομαι αν αυτή ήταν η πρέπουσα περίπτωση εκδόσεως διατάγματος ex parte για αναστολή εκτελέσεως, όμως δεν μπορώ παρά να επαναλάβω τη νομολογιακή αρχή ότι μόνο σε πραγματικά πολύ κατεπείγουσες υποθέσεις που δεν παρέχεται χρόνος πρέπει τα δικαστήρια να εκδίδουν διατάγματα ex parte. Η έκδοση διατάγματος ex parte δεν είναι η συνήθης διαδικασία αλλά η κατά παρέκκλιση διαδικασία από πάγιους θεμελιακούς κανόνες και δικονομικούς θεσμούς. Και οδηγεί, εφόσον δεν ασκείται ορθά, στις καθυστερήσεις και όλων των ειδών τις αχρείαστες περιπλοκές των υποθέσεων.
Δεν θα υπάρξει διαταγή για έξοδα στην παρούσα αίτηση η οποία επιτρέπεται και ακυρώνεται το διάταγμα το οποίο εξεδόθη στις 22.7.2003.
[*1184]
Η αίτηση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο