Στυλιανού Λούκας ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1234

(2003) 1 ΑΑΔ 1234

[*1234]29 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΥΚΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΣΚΥΡΑ ΛΙΜΑ ΛΤΔ.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10782)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για επαναφορά αγωγής η οποία είχε απορριφθεί μετά την απόρριψη αιτήματος του δικηγόρου που εκπροσωπούσε το δικηγόρο του ενάγοντος για αναβολή της ακρόασης επειδή ο δικηγόρος ο οποίος χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση αδυνατούσε να παραστεί λόγω άλλων υποχρεώσεων — Η αίτηση βασίστηκε στη Δ.33, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα διαδίκου να ακουστεί — Άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος — Θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας.

Δικηγόροι — Οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους έτσι ώστε να αποφεύγεται ο ταυτόχρονος ορισμός δύο αγωγών για ακρόαση την ίδια μέρα και ώρα.

Ο εφεσείων-ενάγων καταχώρησε αίτηση που βασιζόταν στη Δ.33, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή του και για επαναφορά της εν λόγω αγωγής. Εναντίον της απόρριψης της αίτησης επαναφοράς ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αίτηση βασίστηκε στη Δ.33, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονο[*1235]μίας η οποία δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση, αφού δεν υπήρξε παράλειψη εμφάνισης των διαδίκων κατά τη δικάσιμο.  Αντίθετα εκ μέρους του εφεσείοντος είχε εμφανιστεί δικηγόρος ο οποίος ζήτησε αναβολή της ακρόασης και ακολούθως, όταν η αίτηση για αναβολή απορρίφθηκε, δεν πρόσφερε μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών του ενάγοντος με άμεσο επακόλουθο την απόρριψη της αγωγής.

2.  Το Άρθρο 30.3 (β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής μιας ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας.

3.  Ο λόγος της απουσίας του δικηγόρου που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επαναφορά της αγωγής.  Οι δικηγόροι θα πρέπει να προγραμματίζουν ορθά τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις έτσι που να αποφεύγεται ο ταυτόχρονος ορισμός δύο αγωγών για ακρόαση την ίδια μέρα και ώρα, ιδιαίτερα όταν η μια αγωγή θα ακουστεί στο δικαστήριο μιας επαρχίας και η άλλη σε δικαστήριο άλλης επαρχίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παναγίδης κ.ά. ν. Κουρούσιη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1583,

Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 24/3/00 (Αρ. Αγωγής 4449/94) με την οποία απέρριψε την αίτηση του δικηγόρου του για επαναφορά της αγωγής του η οποία απορρίφθηκε λόγω μη ύπαρξης ικανοποιητικού λόγου για την επαναφορά.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Αθανασιάδου για Ν. Πελίδη, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

[*1236]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο Λούκας Στυλιανού (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως ο εφεσείων), ηλικίας 35 χρόνων, ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία της εταιρείας Σκύρα Λίμα Λτδ (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η εφεσίβλητη) τραυματίστηκε σε εργατικό ατύχημα και καταχώρησε την υπ’ αριθμό 4449/94 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για αποζημιώσεις. Η εκδίκαση της αγωγής ορίστηκε στις 29/11/99 για ακρόαση. Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκε εκ μέρους του κ. Λεύκου Κληρίδη η δικηγόρος κα Σάβια Γεωργίου η οποία ζήτησε αναβολή της ακρόασης γιατί ο κ. Λεύκος Κληρίδης που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση, θα έπρεπε να εμφανισθεί ενώπιον του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στη συνεχιζόμενη ακρόαση της αγωγής 8149/95 και ακολούθως θα έπρεπε να μεταβεί στο Υπουργείο Παιδείας σε πειθαρχική υπόθεση. Η αίτηση για αναβολή απορρίφθηκε. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε προς τούτο το πιο κάτω μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Δικαστήριο:- Όπως είχα παρατηρήσει και κατά την προηγούμενη ημερομηνία που ήταν ορισμένη ενώπιον μου η υπόθεση, πρόκειται για παλιά υπόθεση η οποία έχει αναβληθεί κατ’ επανάληψη. Αφού έλαβα το γεγονός αυτό υπόψη όρισα την υπόθεση στη συντομότερη ημερομηνία που ήταν δυνατό για το σκοπό εκδίκασης της. Δυστυχώς κατά την ημερομηνία εκείνη δεν είχε εμφανιστεί οποιοσδήποτε εκ μέρους του ενάγοντα ο οποίος επίσης ήταν απών. Ορίστηκε για ακρόαση σήμερα, στην παρουσία μόνο του κ. Πελίδη και δόθησαν οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή να ειδοποιήσει τον κ. Λεύκο Κληρίδη, συνήγορο του ενάγοντα, πράγμα το οποίο έγινε την ίδια μέρα, 7/10/99 ειδοποιώντας τον γραπτώς. Και αυτό επιπρόσθετα του τι είχε αναφέρει και ο κ. Πελίδης, ότι θα ειδοποιούσε και εκείνος τον κ. Κληρίδη σχετικά με την ημερομηνία η οποία δόθηκε για ακρόαση. Αντιλαμβάνομαι ο λόγος ο οποίος υποβάλλεται σήμερα για στήριξη του αιτήματος για αναβολή είναι ότι ο κ. Κληρίδης είναι απασχολημένος σε συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ότι αργότερα την ίδια μέρα θα εμφανιστεί σε πειθαρχική υπόθεση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας. Είναι φανερό ότι δεν έγινε οποιοσδήποτε προγραμματισμός από το συνήγορο του ενάγοντα όσον αφορά την υπόθεση αυτή ούτε και κατεβλήθη οποιαδήποτε προσπάθεια για να αναλάβει άλλος δικηγόρος την [*1237]υπόθεση. Ο λόγος δε που έχει δοθεί πιστεύω δεν είναι αρκετός ώστε να επιτραπεί το αίτημα για αναβολή. Προκειμένου για παλιά υπόθεση θα έπρεπε να είχαν γίνει κάποιες διευθετήσεις ώστε να μπορεί να εμφανιστεί ο συνήγορος του ενάγοντα σήμερα στο Δικαστήριο για τους σκοπούς της ακρόασης ή τέλος πάντων να είχαν γίνει κάποιες διευθετήσεις ώστε να εκπροσωπείτο σήμερα ο ενάγοντας στο Δικαστήριο για τον ίδιο σκοπό.”

Ακολούθως λόγω της αδυναμίας της δικηγόρου που είχε εμφανιστεί εκ μέρους του κ. Κληρίδη να παρουσιάσει μαρτυρία, το Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής. Στις 2/12/99 ο δικηγόρος του εφεσείοντος καταχώρησε αίτηση για επαναφορά της αγωγής, που βασίστηκε στις πρόνοιες της Δ.33, θ. 1 και 5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Με σχετική απόφαση του ημερομηνίας 24/3/2000 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απέρριψε την αίτηση, αφού αποφάνθηκε ότι η απουσία του δικηγόρου του εφεσείοντος σε ακρόαση άλλης αγωγής σε άλλο δικαστήριο, δεν συνιστούσε ικανοποιητικό λόγο που μπορούσε να δικαιολογήσει την επαναφορά της αγωγής.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης για διάφορους λόγους, που βασικά επικεντρώνονται στο επιχείρημα ότι δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στο ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντος ήταν απασχολημένος σε άλλη συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και ότι η αίτηση, που βασιζόταν στη Δ.33, θ. 1, έπρεπε να εξετασθεί με βάση τις αρχές της επιείκειας (equitable principles) και όχι με βάση νομικιστικά κριτήρια που αποστερούν από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις για τα σοβαρά τραύματα που έχει υποστεί.

Η αίτηση για την επαναφορά της αγωγής στηρίχθηκε στη Δ.33(1) και (5) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η Δ.33(1) προνοεί ότι μια αγωγή θα απορριφθεί όταν οι διάδικοι δεν εμφανίζονται κατά την ημέρα που η αγωγή είναι ορισμένη για ακρόαση. Πιο συγκεκριμένα η Δ.33, θ. 1 προνοεί ότι,

“If on the day fixed for trial the parties do not appear when the trial is called on, upon proof that they (or the party at whose instance such day was fixed) had notice, the action shall stand dismissed and shall not subsequently be heard, unless upon application to the Court, the Court orders reinstatement of the action on the ground that it is equitable so to do in the [*1238]circumstances of the case.”

Σύμφωνα με τη Δ.33, θ. 5, μια απόφαση που εκδίδεται ύστερα από παράλειψη ενός διαδίκου να εμφανιστεί, μπορεί να ακυρωθεί από το Δικαστήριο μετά από αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε 15 μέρες από την ημέρα της ακρόασης. Πιο συγκεκριμένα η Δ.33, θ. 5 προνοεί ότι,

“Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.”

Κατά τη διάρκεια της αγόρευσης του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος περιόρισε το νομικό βάθρο της αίτησης του (όπως ορθά σημειώνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο) στη Δ.33, θ. 1.

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο γιατί στην παρούσα περίπτωση δεν ισχύουν οι πρόνοιες της Δ.33, θ. 1, αφού δεν υπήρξε παράλειψη εμφάνισης των διαδίκων κατά τη δικάσιμο. Αντίθετα εκ μέρους του εφεσείοντος είχε εμφανιστεί δικηγόρος ο οποίος ζήτησε αναβολή της ακρόασης και ακολούθως, όταν η αίτηση για αναβολή απορρίφθηκε, δεν προσέφερε μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών του ενάγοντος, με άμεσο επακόλουθο την απόρριψη της αγωγής. (Βλ. Παναγίδης κ.ά. ν. Κουρούσιη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1583).

Αναφορικά με την εισήγηση ότι ένας διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται του δικαιώματος του να ακουστεί με νομικιστικά κριτήρια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αυτό που διασφαλίζεται με το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής μιας ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997,

“Το δικαίωμα του εφεσείοντα να ακουσθεί – το οποίο επικαλείται – διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμβαδίζει με το δικαίωμα της ακρόασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έχει δε νομολογηθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συ[*1239]ντάγματος, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και συγχρόνως εχέγγυο για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας της δικαστικής εξουσίας (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988).

Στον τομέα αυτό η νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αντιστοιχεί με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο σκοπός της σχετικής διασφάλισης είναι να προστατεύσει τους διάδικους από υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmuller v. Austria, Series A, Publications of the European Court of Human Rights, 1969, σελ. 40). H διασφάλιση υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της (H. v. France, Series A, 162-A, Publications of the European Court of Human Rights, παραγ. 58 (1989)).”

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη θα θέλαμε να σημειώσουμε αναφορικά με την ουσία της αίτησης ότι ο λόγος της απουσίας του δικηγόρου που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση (άλλες υποχρεώσεις ενώπιον δικαστηρίου και πειθαρχικού συμβουλίου άλλης επαρχίας), δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επαναφορά της αγωγής. Οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεων τους, έτσι που να αποφεύγεται ο ταυτόχρονος ορισμός δύο αγωγών για ακρόαση την ίδια μέρα και ώρα, ιδιαίτερα όταν η μια αγωγή θα ακουσθεί στο δικαστήριο μιας επαρχίας και η άλλη σε δικαστήριο άλλης επαρχίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο