Ευαγγελίδης Ευάγγελoς ν. Aegeas Navigation Limited και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 1293

(2003) 1 ΑΑΔ 1293

[*1293]30 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

Ενάγων,

ν.

1.  AEGEAS NAVIGATION LIMITED,

2.  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΤΖΙΟΒΑΝΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εναγομένων.

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 166/2001)

 

Πολιτική Δικονομία ― Διόρθωση γραμματικού λάθους σε απόφαση ή διάταγμα σύμφωνα με τη Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Είναι η προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του Δικαστηρίου ― Γραμματικά λάθη προκύπτουν οποτεδήποτε το Δικαστήριο παραλείπει ή αποτυγχάνει να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στις εμφανείς προθέσεις του ― Η αίτηση του εφεσείοντος δεν αφορούσε διόρθωση γραμματικού λάθους στην παρούσα υπόθεση.

Ναυτοδικείο ― Δικονομία Ναυτοδικείου ― Αίτηση για τροποποίηση ή διόρθωση εκδοθείσας απόφασης ― Κανονισμός 159 των Διαδικαστικών Κανονισμών Ναυτοδικείου του 1893.

Λέξεις και Φράσεις ― “Γραμματικό λάθος” στη Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Είναι λάθος στη διατύπωση και όχι στον προσδιορισμό της ουσίας της πρότασης.

Τόκος ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την επιδίκαση τόκου δυνάμει του Άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 επί αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος.

Στις 23.5.2002 ο ενάγων-αιτητής εξασφάλισε απόφαση για ποσό £5.513,88 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.  Το ποσό επιδικάστηκε ως αποζημιώσεις λόγω τραυματισμού του υπαιτιότητι των εναγομένων 1, κατά την εργασία του στο λιμάνι Λεμεσού.

[*1294]Με αίτηση του που θεμελιώνεται ουσιαστικά στον Κανονισμό 159 των Διαδικαστικών Κανονισμών Ναυτοδικείου του 1893, ο αιτητής ζητά την τροποποίηση της απόφασης του Ναυτοδικείου, ούτως ώστε η αναφορά σε νόμιμο τόκο να αντικατασταθεί με τόκο προς 8% ετησίως από 28.12.1999 μέχρι εξόφλησης. Ο αιτητής στηρίζει την αίτησή του στην υπόθεση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αναφέρθηκε σε νόμιμο τόκο, αντί στον τόκο που προβλέπεται στο Άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο Κανονισμός 159 των Διαδικαστικών Κανονισμών Ναυτοδικείου του 1893 παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή διόρθωσης οποιασδήποτε απόφασης.  Σύμφωνα με τη Διαταγή 25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται η δυνατότητα διόρθωσης γραμματικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαία παράλειψη σε δικαστικές αποφάσεις ή διατάγματα.

2.  Το αντικείμενο της Δ.25, θ.6 καθώς και της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου για διόρθωση λαθών σε δικαστικές αποφάσεις είναι η προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του Δικαστηρίου.

3.  Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση είναι σαφής ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο και συνεπώς δεν υπάρχει γραμματικό λάθος. Ουσιαστικά επιδιώκεται όχι η διόρθωση γραμματικού λάθους, παράλειψης ή τυχαίας διολίσθησης στη διατύπωση της απόφασης, αλλά η διόρθωση κατ’ ισχυρισμόν νομικού σφάλματος το οποίο κατά τον αιτητή διαφαίνεται στην απόφαση.  Αξιώνεται ουσιαστικά, η αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, πράγμα ανέφικτο.

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179,

Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043,

Koumi v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1519,

E. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Insurance (1989) 1(Ε) A.A.Δ. 664,

[*1295]Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 302.

Αγωγή Ναυτοδικείου.

Αίτηση από τον ενάγοντα ο οποίος τραυματίστηκε υπαιτιότητι των εναγομένων 1, ενώ εργαζόταν σε πλοίο το οποίο ναυλοχούσε στο λιμάνι Λεμεσού και υπέρ του οποίου εκδόθηκε απόφαση για αποζημιώσεις σιτς 23/5/02 για τροποποίηση της απόφασης όσον αφορά το νόμιμο τόκο.

Λ. Γεωργίου για Στ. Στυλιανού, για τον Ενάγοντα-Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 23.5.2002 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα-αιτητή για ποσό £5.513,88, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Το ποσό επιδικάστηκε ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, μια και ο ενάγων είχε τραυματιστεί υπαιτιότητι των εναγομένων 1, ενώ εργαζόταν σε πλοίο που ναυλοχούσε στο λιμάνι Λεμεσού.

Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται η τροποποίηση της απόφασης που εκδόθηκε, ούτως ώστε η αναφορά σε νόμιμο τόκο να αντικατασταθεί με τόκο προς 8% ετησίως από 28.12.1999 μέχρι εξόφλησης.

Η αίτηση βασίζεται ουσιαστικά στον Κανονισμό 159 των Διαδικαστικών Κανονισμών Ναυτοδικείου του 1893, ο οποίος προβλέπει ότι το Δικαστήριο, τη αιτήσει οιουδήποτε διαδίκου, δύναται να τροποποιήσει ή διορθώσει οποιανδήποτε εκδοθείσα απόφαση. Ο αιτητής στηρίζει, αντιλαμβάνομαι, την αίτησή του στην υπόθεση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αναφέρτηκε σε νόμιμο τόκο, αντί στον τόκο όπως προβλέπεται στο άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Το άρθρο 58Α προβλέπει ότι τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, όπως έχει τροποποιηθεί, σε οποιαδήποτε διαδικασία για είσπραξη αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος, το δικαστήριο επιδικάζει, εκτός αν είναι ικανοποιημένο ότι συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι, τόκο ύψους 8% ετησίως, αναφορικά με ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί για ολόκληρη ή για μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας καταχώρησης της [*1296]αγωγής.

Πουθενά στο φάκελο της υπόθεσης, ούτε και οτιδήποτε στο κείμενο της απόφασης δημιουργεί την πεποίθηση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο με διαφορετικό επιτόκιο από ό,τι αναφέρεται. Βέβαια δεν αναφέρονται οποιοιδήποτε λόγοι για τη μη εφαρμογή του άρθρου 58 Α, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στον υπολογισμό του τόκου.

Σύμφωνα με το άρθρο 33(2) του Νόμου 14/60, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, Ν.102(Ι)/96, κάθε απόφαση θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής. Ο τόκος αυτός είναι ο νόμιμος τόκος. Αυτό τον τόκο είχε προφανώς πρόθεση να επιδικάσει το Δικαστήριο και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διόρθωσης λάθους.

Ο Κανονισμός 159 παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή διόρθωσης οποιασδήποτε απόφασης. Σύμφωνα με τη Διαταγή 25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται η δυνατότητα διόρθωσης γραμματικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαία παράλειψη σε δικαστικές αποφάσεις ή διατάγματα. Στην υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179 προσδιορίστηκε ότι αντικείμενο της Δ.25, θ.6 καθώς και της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου για διόρθωση λαθών σε δικαστικές αποφάσεις είναι η προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του δικαστηρίου. Γραμματικό λάθος είναι λάθος στη διατύπωση και όχι στον προσδιορισμό της ουσίας της πρότασης (Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1043). Όπως επίσης επισημαίνεται, γραμματικά λάθη προκύπτουν οποτεδήποτε το δικαστήριο παραλείπει ή αποτυγχάνει να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στις εμφανείς προθέσεις του (βλέπε επίσης Koumi v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1519 και Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Insurance (1989) 1 A.A.Δ. (Ε) 664).

Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση είναι σαφής ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο και συνεπώς δεν υπάρχει γραμματικό λάθος. Ουσιαστικά επιδιώκεται όχι η διόρθωση γραμματικού λάθους, παράλειψης ή τυχαίας διολίσθησης στη διατύπωση της απόφασης, αλλά η διόρθωση κατ’ ισχυρισμόν νομικού σφάλματος το οποίο κατά τον αιτητή διαφαίνεται στην απόφαση. Αξιώνεται ουσιαστικά, όπως και στην περίπτωση Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, ανωτέρω, η αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, πράγ[*1297]μα ανέφικτο. Ακόμα κι’ αν υποτεθεί ότι βρισκόμαστε ενώπιον νομικού σφάλματος η διόρθωσή του δεν είναι δυνατή με την παρούσα διαδικασία (βλέπε Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 302).

Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η�αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

(Αίτηση αρ. 87/2003)

 26  Σεπτεμβρίου, 2003

 

                                                   [ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

                                               

 

 Αναφορικά με το Άρθρο 154.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33 του 1964,

-και-

Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Γεωργίου και της Ροδούλλας Ταπακούδη  από την Πέγεια της επαρχίας Πάφου  για έκδοση άδειας υποβολής αίτησης για έκδοση Προνομιακού Διατάγματος CERTIORARI,

-και-

Αναφορικά με τα άρθρα 15, 16 και  35 του Συντάγματος, τα άρθρα 27 και 28 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το άρθρο 29(3)(α)(β) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου.

-και-

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστή Πάφου έντιμου κου Ματθαίου Μάνθος ημερ. 22.5.2003 να εκδώσει ένταλμα ερεύνης όσον αφορά την οικία των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

- και -

 Αναφορικά με την έγγραφη δήλωση και/ή όρκο και/ή αίτηση του Αστυφύλακα 2655 κου Δ. Ταπακούδη την οποία ο Επαρχιακός Δικαστής Πάφου έντιμος κος Ματθαίου Μάνθος θεώρησε ικανοποιητική και επί της οποίας δέχθηκε το αίτημα του για έκδοση εντάλματος ερεύνης της οικίας των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

―――――――――

Χ. Φωτίου, για τους αιτητές.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Με την παρούσα αίτηση τους οι αιτητές ζητούν την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari.

Οι αιτητές συγκεκριμένα ζητούν: 

     «(Α) ΄Αδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Διατάγματος και/ή Εντάλματος της φύσης CERTIORARI, για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο του φακέλου της υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και/ή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου να εκδώσει την 22/5/03 ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, με το οποίο οι αιτητές θα ζητούν:

         (α) Διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου ημερ. 22/5/03 να εκδώσει ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν οι αιτητές κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, άκυρη και/ή παράνομη και/ή αναιτιολόγητη και/ή αντισυνταγματική και/ή η έκδοσή της στηρίχθηκε επί ανύπαρκτης και/ή ψευδούς μαρτυρίας και/ή η έκδοσή της έλαβε χώρα χωρίς το Δικαστήριο να έχει τέτοια δικαιοδοσία.»

            Οι αιτητές προβάλλουν οκτώ νομικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίζονται ότι δικαιολογούν την παροχή άδειας για καταχώρηση της αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari.    Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου  ο δικηγόρος των αιτητών απέσυρε τους τελευταίους πέντε λόγους, επέμενε όμως για τους τρεις πρώτους  λόγους.   Οι δύο πρώτοι λόγοι  αφορούν το ίδιο θέμα, ήτοι την ανεπάρκεια της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού παρουσιασθείσας ένορκης μαρτυρίας του αστυνομικού, ο δε τρίτος λόγος ότι το ένταλμα έρευνας είναι αναιτιολόγητο κατά παράβαση  του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται στις ένορκες δηλώσεις των αιτητών που συνοδεύουν την αίτηση καθώς και τα πρακτικά του Δικαστηρίου που επισυνάπτονται σ΄  αυτή και έχουν σχέση με τους εναπομείναντες πιο πάνω τρεις νομικούς λόγους, έχουν ως εξής:

         Περί ώρα 21.15 της 22.5.2003 ο αστυνομικός 2655 Δ. Ταπακούδης της Υ.Κ.Α.Ν. Πάφου κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού Πάφου  Μ. Ματθαίου ότι κατέχει μαρτυρία από πρόσωπο που κατέθεσε προσωπικά στην υπηρεσία του  ότι στην  οικία που διαμένουν οι  αιτητές στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5 στην Πέγεια και στα οχήματα που χρησιμοποιούν, φυλάττονται παράνομα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄, δηλαδή χάπια ecstasy, κοκαϊνη, κάνναβη και χασίς, τα οποία χρησιμοποιούν οι ίδιοι και προμηθεύουν και σε άλλα άτομα.    Ζήτησε, ως εκ τούτου, ένταλμα ερεύνης της οικίας και των οχημάτων των αιτητών με βάση το άρθρο 29(3)(α)(β)  του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977.

            Ο Επαρχιακός Δικαστής, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας αφού ικανοποιήθηκε ότι η ενώπιον του μαρτυρία δικαιολογούσε την έκδοσή του.

            Από την ένορκη δήλωση των αιτητών, προκύπτει ότι το ένταλμα ερεύνης εκτελέστηκε τις επόμενες δύο ή τρεις μέρες από την έκδοσή του, με αποτέλεσμα την ανεύρεση ξηρικής  ύλης που πιστεύεται ότι ήταν ναρκωτική ουσία απαγορευμένη από το νόμο, με συνέπεια τη σύλληψη των αιτητών και την κράτηση τους δυνάμει δικαστικού διατάγματος.    Ο δικηγόρος των αιτητών δήλωσε κατά τη διαδικασία ότι οι αιτητές αφέθησαν,  μετά την εκπνοή του δικαστικού διατάγματος προσωποκράτησης ελεύθεροι, αφού κατηγορήθησαν γραπτώς.

            Είναι ο βασικός ισχυρισμός των αιτητών ότι η ένορκη μαρτυρία του αστυνομικού ήταν ανεπαρκής γιατί δεν εξειδίκευσε τη μαρτυρία την οποία επικαλέστηκε.   Συνεπεία τούτου, ο Επαρχιακός Δικαστής άσκησε πλημμελώς τη διακριτική του εξουσία αφού βασίσθηκε σε ανεπαρκή μαρτυρία χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση του εντάλματος κατά παράβαση του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με παρέπεμψε στην υπόθεση Χαράλαμπος Σιακαλλής αρ. αίτησης 19/2001 ημερ. 14.3.2001.   Η απόφαση όμως αυτή που ήταν μονομερούς Δικαστηρίου και πρωτόδικη, ανατράπηκε από την Πλήρη Ολομέλεια με την απόφαση Σιακαλλή  ΠΟΛ. ΕΦ. 11045 ημερ. 17.4.2002.   Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε από την Ολομέλεια για άλλους λόγους και όχι για το λόγο που προβάλλεται στην παρούσα αίτηση.   Εν πάσει όμως περιπτώσει δεν είμαι υποχρεωμένος να ακολουθήσω το λόγο της πρωτόδικης απόφασης διατηρώντας τις επιφυλάξεις μου ως προς το σκεπτικό της.

            Είναι δεδομένο από τη νομολογία ότι η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari (Βλέπε:  In  Re Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207 και  Ιn Re Σύνδεσμος για τη Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

            Το ένταλμα Certiorari έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ότι το Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και τηρεί τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου (Βλέπε Ιn re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).   Κατά κανόνα το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητάς της.

            Το ένταλμα έρευνας εκδίδεται με βάση  αίτηση με την οποία αξιώνεται άδεια του Δικαστηρίου για είσοδο και έρευνα υποστατικών και κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων διάπραξης αδικήματος.   Η αίτηση γίνεται με ένορκη δήλωση, σκοπός της οποίας είναι να τεθούν ενώπιον του Δικαστή τα γεγονότα και οι περιστάσεις που τείνουν να δείξουν ότι τα αντικείμενα των οποίων σκοπείται η κατάσχεση και που σχετίζονται με εγκληματικήν δραστηριότητα, βρίσκονται στα συγκεκριμένα υποστατικά.    Αποτελεί βασικήν αρχή ότι ο Δικαστής, και όχι η Αστυνομία αποφασίζει κατά πόσο υπάρχει η βάση για την έκδοση του εντάλματος.

            Στην παρούσα περίπτωση ο αστυνομικός Δ. Ταπακούδης κατέθεσε ενόρκως ότι υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι στην οικία των αιτητών φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες.   Στην απόφαση Μάριος Φωτίου κ.ά. Αίτηση Αρ. 32/2003 ημερ. 13.6.2003  ο Νικολαϊδης Δ. ανέφερε και τα εξής με τα οποία συμφωνώ:

       «Δεν κρίνω απαραίτητη την αναγραφή στην ένορκη δήλωση λεπτομερώς της μαρτυρίας ή της πηγής της, ιδιαίτερα, λαμβανομένου υπόψιν ότι το ένταλμα έρευνας ζητείται σε ένα πολύ προκαταρκτικό στάδιο της διερεύνησης του αδικήματος.   Από το ένταλμα που υπογράφει ο Επαρχιακός Δικαστής, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του αιτητή φυλάσσονταν ναρκωτικά.»

Τα γεγονότα στην υπόθεση Φωτίου (πιο πάνω) είναι ακριβώς τα ίδια με τα γεγονότα της παρούσας αίτησης.  Το αποτέλεσμα στην υπόθεση εκείνη ήταν η απόρριψη της αίτησης, γιατί κρίθηκε ότι το ένταλμα ήταν αιτιολογημένο ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού και αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία (Βλέπε Αναφορικά με  το Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043).

            Είναι γεγονός ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογείται εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στον τόπο που θα ερευνηθεί.   Δεν είναι αρκετή η αόριστη και υποθετική υποψία.

            Στην παρούσα υπόθεση ο Δικαστής, που είναι και ο αρμόδιος να αποφασίσει, έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, η  έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν δικαιολογημένη.   Οι απαγορευμένες ουσίες συνδέθηκαν άμεσα με τα υποστατικά των αιτητών.

            Η έκδοση του εντάλματος έρευνας κρίνεται ως αιτιολογημένη, αφού το Δικαστήριο, ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού Δ. Ταπακούδη, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογην υποψία, βασισμένη σε μαρτυρία, ότι στα υποστατικά των αιτητών φυλάσσονται απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες.

            Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                              (Υπ.)      Μ.  Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΣ

(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 166/2001)

30 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑ_ΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

Ενάγων,

ΚΑΙ

1.  AEGEAS NAVIGATION LIMITED,

2.  ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΤΖΙΟΒΑΝΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εναγόμενοι.

__________

Αίτηση ημερ. 7.7.2003 για τροποποίηση της απόφασης.

Λ. Γεωργίου (κα) για Στ. Στυλιανού, για τον Ενάγοντα-Αιτητή.

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στις 23.5.2002 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του ενάγοντα-αιτητή για ποσό £5.513,88, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Το ποσό επιδικάστηκε ως γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, μια και ο ενάγων είχε τραυματιστεί υπαιτιότητι των εναγομένων 1, ενώ εργαζόταν σε πλοίο που ναυλοχούσε στο λιμάνι Λεμεσού.

Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται η τροποποίηση της απόφασης που εκδόθηκε, ούτως ώστε η αναφορά σε νόμιμο τόκο να αντικατασταθεί με τόκο προς 8% ετησίως από 28.12.1999 μέχρι εξόφλησης.

Η αίτηση βασίζεται ουσιαστικά στον Κανονισμό 159 των Διαδικαστικών Κανονισμών Ναυτοδικείου του 1893, ο οποίος προβλέπει ότι το Δικαστήριο, τη αιτήσει οιουδήποτε διαδίκου, δύναται να τροποποιήσει ή διορθώσει οποιανδήποτε εκδοθείσα απόφαση. Ο αιτητής στηρίζει, αντιλαμβάνομαι, την αίτησή του στην υπόθεση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αναφέρτηκε σε νόμιμο τόκο, αντί στον τόκο όπως προβλέπεται στο άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

Το άρθρο 58Α προβλέπει ότι τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60, όπως έχει τροποποιηθεί, σε οποιαδήποτε διαδικασία για είσπραξη αποζημιώσεων για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος, το δικαστήριο επιδικάζει, εκτός αν είναι ικανοποιημένο ότι συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι, τόκο ύψους 8% ετησίως, αναφορικά με ολόκληρο ή μέρος του ποσού των αποζημιώσεων που έχουν επιδικαστεί για ολόκληρη ή για μέρος της περιόδου μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα και της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής.

Πουθενά στο φάκελο της υπόθεσης, ούτε και οτιδήποτε στο κείμενο της απόφασης δημιουργεί την πεποίθηση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε τόκο με διαφορετικό επιτόκιο από ό,τι αναφέρεται. Βέβαια δεν αναφέρονται οποιοιδήποτε λόγοι για τη μη εφαρμογή του άρθρου 58 Α, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στον υπολογισμό του τόκου.

Σύμφωνα με το άρθρο 33(2) του Νόμου 14/60, όπως τροποποιήθηκε με τον περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, Ν.102(Ι)/96, κάθε απόφαση θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής. Ο τόκος αυτός είναι ο νόμιμος τόκος. Αυτό τον τόκο είχε προφανώς πρόθεση να επιδικάσει το Δικαστήριο και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διόρθωσης λάθους.

Ο Κανονισμός 159 παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή διόρθωσης οποιασδήποτε απόφασης. Σύμφωνα με τη Διαταγή 25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται η δυνατότητα διόρθωσης γραμματικών λαθών ή λαθών που προκύπτουν από τυχαία παράλειψη σε δικαστικές αποφάσεις ή διατάγματα. Στην υπόθεση Σιβιτανίδης ν. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179 προσδιορίστηκε ότι αντικείμενο της Δ.25, θ.6 καθώς και της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου για διόρθωση λαθών σε δικαστικές αποφάσεις είναι η προσαρμογή ατελούς κειμένου στην έκδηλη κατά τα άλλα πρόθεση του δικαστηρίου. Γραμματικό λάθος είναι λάθος στη διατύπωση και όχι στον προσδιορισμό της ουσίας της πρότασης (Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, Π.Ε. 8957, ημερ. 9.7.1999). ΄Οπως επίσης επισημαίνεται, γραμματικά λάθη προκύπτουν οποτεδήποτε το δικαστήριο παραλείπει ή αποτυγχάνει να δώσει σωστή λεκτική έκφραση στις εμφανείς προθέσεις του (βλέπε επίσης Koumi v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1519 και Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Compass Insurance (1989)1 A.A.Δ. (Ε) 664).

Στην παρούσα περίπτωση η απόφαση είναι σαφής ως προς την πρόθεση του Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο και συνεπώς δεν υπάρχει γραμματικό λάθος. Ουσιαστικά επιδιώκεται όχι η διόρθωση γραμματικού λάθους, παράλειψης ή τυχαίας διολίσθησης στη διατύπωση της απόφασης, αλλά η διόρθωση κατ΄ ισχυρισμόν νομικού σφάλματος το οποίο κατά τον αιτητή διαφαίνεται στην απόφαση. Αξιώνεται ουσιαστικά, όπως και στην περίπτωση Γεωργίου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ, ανωτέρω, η αναθεώρηση προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, πράγμα ανέφικτο. Ακόμα κι΄ αν υποτεθεί ότι βρισκόμαστε ενώπιον νομικού σφάλματος η διόρθωσή του δεν είναι δυνατή με την παρούσα διαδικασία (βλέπε Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Λτδ κ.α., (1997) 1 Α.Α.Δ. 302).

Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

(Αίτηση αρ. 87/2003)

 26  Σεπτεμβρίου, 2003

 

                                                   [ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

                                               

 

 Αναφορικά με το Άρθρο 154.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33 του 1964,

-και-

Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Γεωργίου και της Ροδούλλας Ταπακούδη  από την Πέγεια της επαρχίας Πάφου  για έκδοση άδειας υποβολής αίτησης για έκδοση Προνομιακού Διατάγματος CERTIORARI,

-και-

Αναφορικά με τα άρθρα 15, 16 και  35 του Συντάγματος, τα άρθρα 27 και 28 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το άρθρο 29(3)(α)(β) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου.

-και-

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστή Πάφου έντιμου κου Ματθαίου Μάνθος ημερ. 22.5.2003 να εκδώσει ένταλμα ερεύνης όσον αφορά την οικία των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

- και -

 Αναφορικά με την έγγραφη δήλωση και/ή όρκο και/ή αίτηση του Αστυφύλακα 2655 κου Δ. Ταπακούδη την οποία ο Επαρχιακός Δικαστής Πάφου έντιμος κος Ματθαίου Μάνθος θεώρησε ικανοποιητική και επί της οποίας δέχθηκε το αίτημα του για έκδοση εντάλματος ερεύνης της οικίας των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

―――――――――

Χ. Φωτίου, για τους αιτητές.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Με την παρούσα αίτηση τους οι αιτητές ζητούν την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari.

Οι αιτητές συγκεκριμένα ζητούν: 

     «(Α) ΄Αδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Διατάγματος και/ή Εντάλματος της φύσης CERTIORARI, για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο του φακέλου της υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και/ή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου να εκδώσει την 22/5/03 ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, με το οποίο οι αιτητές θα ζητούν:

         (α) Διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου ημερ. 22/5/03 να εκδώσει ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν οι αιτητές κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, άκυρη και/ή παράνομη και/ή αναιτιολόγητη και/ή αντισυνταγματική και/ή η έκδοσή της στηρίχθηκε επί ανύπαρκτης και/ή ψευδούς μαρτυρίας και/ή η έκδοσή της έλαβε χώρα χωρίς το Δικαστήριο να έχει τέτοια δικαιοδοσία.»

            Οι αιτητές προβάλλουν οκτώ νομικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίζονται ότι δικαιολογούν την παροχή άδειας για καταχώρηση της αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari.    Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου  ο δικηγόρος των αιτητών απέσυρε τους τελευταίους πέντε λόγους, επέμενε όμως για τους τρεις πρώτους  λόγους.   Οι δύο πρώτοι λόγοι  αφορούν το ίδιο θέμα, ήτοι την ανεπάρκεια της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού παρουσιασθείσας ένορκης μαρτυρίας του αστυνομικού, ο δε τρίτος λόγος ότι το ένταλμα έρευνας είναι αναιτιολόγητο κατά παράβαση  του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται στις ένορκες δηλώσεις των αιτητών που συνοδεύουν την αίτηση καθώς και τα πρακτικά του Δικαστηρίου που επισυνάπτονται σ΄  αυτή και έχουν σχέση με τους εναπομείναντες πιο πάνω τρεις νομικούς λόγους, έχουν ως εξής:

         Περί ώρα 21.15 της 22.5.2003 ο αστυνομικός 2655 Δ. Ταπακούδης της Υ.Κ.Α.Ν. Πάφου κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού Πάφου  Μ. Ματθαίου ότι κατέχει μαρτυρία από πρόσωπο που κατέθεσε προσωπικά στην υπηρεσία του  ότι στην  οικία που διαμένουν οι  αιτητές στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5 στην Πέγεια και στα οχήματα που χρησιμοποιούν, φυλάττονται παράνομα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄, δηλαδή χάπια ecstasy, κοκαϊνη, κάνναβη και χασίς, τα οποία χρησιμοποιούν οι ίδιοι και προμηθεύουν και σε άλλα άτομα.    Ζήτησε, ως εκ τούτου, ένταλμα ερεύνης της οικίας και των οχημάτων των αιτητών με βάση το άρθρο 29(3)(α)(β)  του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977.

            Ο Επαρχιακός Δικαστής, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας αφού ικανοποιήθηκε ότι η ενώπιον του μαρτυρία δικαιολογούσε την έκδοσή του.

            Από την ένορκη δήλωση των αιτητών, προκύπτει ότι το ένταλμα ερεύνης εκτελέστηκε τις επόμενες δύο ή τρεις μέρες από την έκδοσή του, με αποτέλεσμα την ανεύρεση ξηρικής  ύλης που πιστεύεται ότι ήταν ναρκωτική ουσία απαγορευμένη από το νόμο, με συνέπεια τη σύλληψη των αιτητών και την κράτηση τους δυνάμει δικαστικού διατάγματος.    Ο δικηγόρος των αιτητών δήλωσε κατά τη διαδικασία ότι οι αιτητές αφέθησαν,  μετά την εκπνοή του δικαστικού διατάγματος προσωποκράτησης ελεύθεροι, αφού κατηγορήθησαν γραπτώς.

            Είναι ο βασικός ισχυρισμός των αιτητών ότι η ένορκη μαρτυρία του αστυνομικού ήταν ανεπαρκής γιατί δεν εξειδίκευσε τη μαρτυρία την οποία επικαλέστηκε.   Συνεπεία τούτου, ο Επαρχιακός Δικαστής άσκησε πλημμελώς τη διακριτική του εξουσία αφού βασίσθηκε σε ανεπαρκή μαρτυρία χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση του εντάλματος κατά παράβαση του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με παρέπεμψε στην υπόθεση Χαράλαμπος Σιακαλλής αρ. αίτησης 19/2001 ημερ. 14.3.2001.   Η απόφαση όμως αυτή που ήταν μονομερούς Δικαστηρίου και πρωτόδικη, ανατράπηκε από την Πλήρη Ολομέλεια με την απόφαση Σιακαλλή  ΠΟΛ. ΕΦ. 11045 ημερ. 17.4.2002.   Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε από την Ολομέλεια για άλλους λόγους και όχι για το λόγο που προβάλλεται στην παρούσα αίτηση.   Εν πάσει όμως περιπτώσει δεν είμαι υποχρεωμένος να ακολουθήσω το λόγο της πρωτόδικης απόφασης διατηρώντας τις επιφυλάξεις μου ως προς το σκεπτικό της.

            Είναι δεδομένο από τη νομολογία ότι η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari (Βλέπε:  In  Re Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207 και  Ιn Re Σύνδεσμος για τη Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

            Το ένταλμα Certiorari έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ότι το Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και τηρεί τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου (Βλέπε Ιn re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).   Κατά κανόνα το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητάς της.

            Το ένταλμα έρευνας εκδίδεται με βάση  αίτηση με την οποία αξιώνεται άδεια του Δικαστηρίου για είσοδο και έρευνα υποστατικών και κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων διάπραξης αδικήματος.   Η αίτηση γίνεται με ένορκη δήλωση, σκοπός της οποίας είναι να τεθούν ενώπιον του Δικαστή τα γεγονότα και οι περιστάσεις που τείνουν να δείξουν ότι τα αντικείμενα των οποίων σκοπείται η κατάσχεση και που σχετίζονται με εγκληματικήν δραστηριότητα, βρίσκονται στα συγκεκριμένα υποστατικά.    Αποτελεί βασικήν αρχή ότι ο Δικαστής, και όχι η Αστυνομία αποφασίζει κατά πόσο υπάρχει η βάση για την έκδοση του εντάλματος.

            Στην παρούσα περίπτωση ο αστυνομικός Δ. Ταπακούδης κατέθεσε ενόρκως ότι υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι στην οικία των αιτητών φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες.   Στην απόφαση Μάριος Φωτίου κ.ά. Αίτηση Αρ. 32/2003 ημερ. 13.6.2003  ο Νικολαϊδης Δ. ανέφερε και τα εξής με τα οποία συμφωνώ:

       «Δεν κρίνω απαραίτητη την αναγραφή στην ένορκη δήλωση λεπτομερώς της μαρτυρίας ή της πηγής της, ιδιαίτερα, λαμβανομένου υπόψιν ότι το ένταλμα έρευνας ζητείται σε ένα πολύ προκαταρκτικό στάδιο της διερεύνησης του αδικήματος.   Από το ένταλμα που υπογράφει ο Επαρχιακός Δικαστής, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του αιτητή φυλάσσονταν ναρκωτικά.»

Τα γεγονότα στην υπόθεση Φωτίου (πιο πάνω) είναι ακριβώς τα ίδια με τα γεγονότα της παρούσας αίτησης.  Το αποτέλεσμα στην υπόθεση εκείνη ήταν η απόρριψη της αίτησης, γιατί κρίθηκε ότι το ένταλμα ήταν αιτιολογημένο ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού και αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία (Βλέπε Αναφορικά με  το Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043).

            Είναι γεγονός ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογείται εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στον τόπο που θα ερευνηθεί.   Δεν είναι αρκετή η αόριστη και υποθετική υποψία.

            Στην παρούσα υπόθεση ο Δικαστής, που είναι και ο αρμόδιος να αποφασίσει, έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, η  έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν δικαιολογημένη.   Οι απαγορευμένες ουσίες συνδέθηκαν άμεσα με τα υποστατικά των αιτητών.

            Η έκδοση του εντάλματος έρευνας κρίνεται ως αιτιολογημένη, αφού το Δικαστήριο, ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού Δ. Ταπακούδη, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογην υποψία, βασισμένη σε μαρτυρία, ότι στα υποστατικά των αιτητών φυλάσσονται απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες.

            Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                              (Υπ.)      Μ.  Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΣ

(Αίτηση αρ. 87/2003)

 26  Σεπτεμβρίου, 2003

 

                                                   [ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

                                               

 

 Αναφορικά με το Άρθρο 154.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33 του 1964,

-και-

Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Γεωργίου και της Ροδούλλας Ταπακούδη  από την Πέγεια της επαρχίας Πάφου  για έκδοση άδειας υποβολής αίτησης για έκδοση Προνομιακού Διατάγματος CERTIORARI,

-και-

Αναφορικά με τα άρθρα 15, 16 και  35 του Συντάγματος, τα άρθρα 27 και 28 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και το άρθρο 29(3)(α)(β) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου.

-και-

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστή Πάφου έντιμου κου Ματθαίου Μάνθος ημερ. 22.5.2003 να εκδώσει ένταλμα ερεύνης όσον αφορά την οικία των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

- και -

 Αναφορικά με την έγγραφη δήλωση και/ή όρκο και/ή αίτηση του Αστυφύλακα 2655 κου Δ. Ταπακούδη την οποία ο Επαρχιακός Δικαστής Πάφου έντιμος κος Ματθαίου Μάνθος θεώρησε ικανοποιητική και επί της οποίας δέχθηκε το αίτημα του για έκδοση εντάλματος ερεύνης της οικίας των κου Παναγιώτη Γεωργίου και της κας Ροδούλας Ταπακούδη το οποίο κείται στην Πέγεια στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5, στην Πάφο και των υποστατικών και οχημάτων τους.

―――――――――

Χ. Φωτίου, για τους αιτητές.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Με την παρούσα αίτηση τους οι αιτητές ζητούν την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari.

Οι αιτητές συγκεκριμένα ζητούν: 

     «(Α) ΄Αδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Διατάγματος και/ή Εντάλματος της φύσης CERTIORARI, για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο του φακέλου της υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και/ή της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστή, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου να εκδώσει την 22/5/03 ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, με το οποίο οι αιτητές θα ζητούν:

         (α) Διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έντιμου κου Ματθαίου Μάνθου ημερ. 22/5/03 να εκδώσει ένταλμα έρευνας της οικίας των αιτητών και των υποστατικών και οχημάτων που χρησιμοποιούσαν οι αιτητές κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, άκυρη και/ή παράνομη και/ή αναιτιολόγητη και/ή αντισυνταγματική και/ή η έκδοσή της στηρίχθηκε επί ανύπαρκτης και/ή ψευδούς μαρτυρίας και/ή η έκδοσή της έλαβε χώρα χωρίς το Δικαστήριο να έχει τέτοια δικαιοδοσία.»

            Οι αιτητές προβάλλουν οκτώ νομικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίζονται ότι δικαιολογούν την παροχή άδειας για καταχώρηση της αίτησης για έκδοση του προνομιακού εντάλματος Certiorari.    Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου  ο δικηγόρος των αιτητών απέσυρε τους τελευταίους πέντε λόγους, επέμενε όμως για τους τρεις πρώτους  λόγους.   Οι δύο πρώτοι λόγοι  αφορούν το ίδιο θέμα, ήτοι την ανεπάρκεια της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού παρουσιασθείσας ένορκης μαρτυρίας του αστυνομικού, ο δε τρίτος λόγος ότι το ένταλμα έρευνας είναι αναιτιολόγητο κατά παράβαση  του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται στις ένορκες δηλώσεις των αιτητών που συνοδεύουν την αίτηση καθώς και τα πρακτικά του Δικαστηρίου που επισυνάπτονται σ΄  αυτή και έχουν σχέση με τους εναπομείναντες πιο πάνω τρεις νομικούς λόγους, έχουν ως εξής:

         Περί ώρα 21.15 της 22.5.2003 ο αστυνομικός 2655 Δ. Ταπακούδης της Υ.Κ.Α.Ν. Πάφου κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού Πάφου  Μ. Ματθαίου ότι κατέχει μαρτυρία από πρόσωπο που κατέθεσε προσωπικά στην υπηρεσία του  ότι στην  οικία που διαμένουν οι  αιτητές στην οδό Ζαρωμένης αρ. 5 στην Πέγεια και στα οχήματα που χρησιμοποιούν, φυλάττονται παράνομα ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α΄ και Β΄, δηλαδή χάπια ecstasy, κοκαϊνη, κάνναβη και χασίς, τα οποία χρησιμοποιούν οι ίδιοι και προμηθεύουν και σε άλλα άτομα.    Ζήτησε, ως εκ τούτου, ένταλμα ερεύνης της οικίας και των οχημάτων των αιτητών με βάση το άρθρο 29(3)(α)(β)  του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/1977.

            Ο Επαρχιακός Δικαστής, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας αφού ικανοποιήθηκε ότι η ενώπιον του μαρτυρία δικαιολογούσε την έκδοσή του.

            Από την ένορκη δήλωση των αιτητών, προκύπτει ότι το ένταλμα ερεύνης εκτελέστηκε τις επόμενες δύο ή τρεις μέρες από την έκδοσή του, με αποτέλεσμα την ανεύρεση ξηρικής  ύλης που πιστεύεται ότι ήταν ναρκωτική ουσία απαγορευμένη από το νόμο, με συνέπεια τη σύλληψη των αιτητών και την κράτηση τους δυνάμει δικαστικού διατάγματος.    Ο δικηγόρος των αιτητών δήλωσε κατά τη διαδικασία ότι οι αιτητές αφέθησαν,  μετά την εκπνοή του δικαστικού διατάγματος προσωποκράτησης ελεύθεροι, αφού κατηγορήθησαν γραπτώς.

            Είναι ο βασικός ισχυρισμός των αιτητών ότι η ένορκη μαρτυρία του αστυνομικού ήταν ανεπαρκής γιατί δεν εξειδίκευσε τη μαρτυρία την οποία επικαλέστηκε.   Συνεπεία τούτου, ο Επαρχιακός Δικαστής άσκησε πλημμελώς τη διακριτική του εξουσία αφού βασίσθηκε σε ανεπαρκή μαρτυρία χωρίς την αναγκαία αιτιολόγηση του εντάλματος κατά παράβαση του άρθρου 16.2 του Συντάγματος.

            Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών με παρέπεμψε στην υπόθεση Χαράλαμπος Σιακαλλής αρ. αίτησης 19/2001 ημερ. 14.3.2001.   Η απόφαση όμως αυτή που ήταν μονομερούς Δικαστηρίου και πρωτόδικη, ανατράπηκε από την Πλήρη Ολομέλεια με την απόφαση Σιακαλλή  ΠΟΛ. ΕΦ. 11045 ημερ. 17.4.2002.   Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε από την Ολομέλεια για άλλους λόγους και όχι για το λόγο που προβάλλεται στην παρούσα αίτηση.   Εν πάσει όμως περιπτώσει δεν είμαι υποχρεωμένος να ακολουθήσω το λόγο της πρωτόδικης απόφασης διατηρώντας τις επιφυλάξεις μου ως προς το σκεπτικό της.

            Είναι δεδομένο από τη νομολογία ότι η νομιμότητα του εντάλματος έρευνας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari (Βλέπε:  In  Re Πολυκάρπου (1991) 1 ΑΑΔ 207 και  Ιn Re Σύνδεσμος για τη Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 ΑΑΔ 1014).

            Το ένταλμα Certiorari έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση ότι το Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και τηρεί τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου (Βλέπε Ιn re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).   Κατά κανόνα το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητάς της.

            Το ένταλμα έρευνας εκδίδεται με βάση  αίτηση με την οποία αξιώνεται άδεια του Δικαστηρίου για είσοδο και έρευνα υποστατικών και κατάσχεση αποδεικτικών στοιχείων διάπραξης αδικήματος.   Η αίτηση γίνεται με ένορκη δήλωση, σκοπός της οποίας είναι να τεθούν ενώπιον του Δικαστή τα γεγονότα και οι περιστάσεις που τείνουν να δείξουν ότι τα αντικείμενα των οποίων σκοπείται η κατάσχεση και που σχετίζονται με εγκληματικήν δραστηριότητα, βρίσκονται στα συγκεκριμένα υποστατικά.    Αποτελεί βασικήν αρχή ότι ο Δικαστής, και όχι η Αστυνομία αποφασίζει κατά πόσο υπάρχει η βάση για την έκδοση του εντάλματος.

            Στην παρούσα περίπτωση ο αστυνομικός Δ. Ταπακούδης κατέθεσε ενόρκως ότι υπήρχε συγκεκριμένη μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία ότι στην οικία των αιτητών φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες.   Στην απόφαση Μάριος Φωτίου κ.ά. Αίτηση Αρ. 32/2003 ημερ. 13.6.2003  ο Νικολαϊδης Δ. ανέφερε και τα εξής με τα οποία συμφωνώ:

       «Δεν κρίνω απαραίτητη την αναγραφή στην ένορκη δήλωση λεπτομερώς της μαρτυρίας ή της πηγής της, ιδιαίτερα, λαμβανομένου υπόψιν ότι το ένταλμα έρευνας ζητείται σε ένα πολύ προκαταρκτικό στάδιο της διερεύνησης του αδικήματος.   Από το ένταλμα που υπογράφει ο Επαρχιακός Δικαστής, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία του αιτητή φυλάσσονταν ναρκωτικά.»

Τα γεγονότα στην υπόθεση Φωτίου (πιο πάνω) είναι ακριβώς τα ίδια με τα γεγονότα της παρούσας αίτησης.  Το αποτέλεσμα στην υπόθεση εκείνη ήταν η απόρριψη της αίτησης, γιατί κρίθηκε ότι το ένταλμα ήταν αιτιολογημένο ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού και αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία (Βλέπε Αναφορικά με  το Ροδοθέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1043).

            Είναι γεγονός ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια που να δικαιολογείται εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονται στον τόπο που θα ερευνηθεί.   Δεν είναι αρκετή η αόριστη και υποθετική υποψία.

            Στην παρούσα υπόθεση ο Δικαστής, που είναι και ο αρμόδιος να αποφασίσει, έκρινε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, η  έκδοση του εντάλματος έρευνας ήταν δικαιολογημένη.   Οι απαγορευμένες ουσίες συνδέθηκαν άμεσα με τα υποστατικά των αιτητών.

            Η έκδοση του εντάλματος έρευνας κρίνεται ως αιτιολογημένη, αφού το Δικαστήριο, ενόψει της μαρτυρίας του αστυνομικού Δ. Ταπακούδη, ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογην υποψία, βασισμένη σε μαρτυρία, ότι στα υποστατικά των αιτητών φυλάσσονται απαγορευμένες ναρκωτικές ουσίες.

            Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                              (Υπ.)      Μ.  Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο