Μικρού Αντωνία και Άλλοι ν. Meridian Hotels Ltd (Aeneas Hotel) (2003) 1 ΑΑΔ 1320

(2003) 1 ΑΑΔ 1320

[*1320]6 Οκτωβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

v.

MERIDIAN HOTELS LTD (AENEAS HOTEL),

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11527)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Αξίωση για αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό απασχολήσεως και απόλυση εργοδοτουμένων άνευ προειδοποιήσεως — Επέμβαση εργοδοτουμένων στην εργασία (business) των εργοδοτών μέσα από τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης — Κατά πόσο οι εργοδοτούμενοι μπορούσαν να τύχουν της προστασίας των Άρθρων 40 και 41 του περί Συντεχνιών Νόμου 71/65 και του Άρθρου 6 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67.

Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών — Εγκαθίδρυση και δικαιοδοσία Εργατικού Δικαστηρίου —  Ο περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμος του 1967 (Ν. 8/67) — Κατά πόσο ο εν λόγω Νόμος θέτει οποιοδήποτε περιορισμό στα νομικά ζητήματα τα οποία μπορεί να επιλύσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος — Τερματισμός απασχολήσεως — Σε απολύσεις εργαζομένων το βάρος αποδείξεως του δικαιολογημένου της ενέργειας φέρουν οι εργοδότες — Άρθρο 6(1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67.

Οι εφεσείοντες, οι οποίοι εργάζονταν στο ξενοδοχείο των εφεσιβλήτων στην Αγία Νάπα, ήγειραν αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων για παράνομο τερματισμό, πληρωμή αντί προειδοποίησης και διάφορα άλλα ωφελήματα βάσει συλλογικής σύμβασης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τερματισμός της υπηρεσίας των εφεσειόντων ήταν δικαιολογημένος επειδή είχαν λάβει μέρος σε [*1321]γενική συνέλευση του προσωπικού του ξενοδοχείου στην οποία εγκρίθηκε από τους παρευρισκομένους υπαλλήλους η αποστολή επιστολής προς τον Λειτουργό Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας με στοιχεία που δυσφήμιζαν και υποβάθμιζαν το ξενοδοχείο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι θα πρέπει “οι αιτητές να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους αυτών και ότι δικαιολογημένα αποφάσισαν, με τη γενική συνέλευσή τους, να τα κοινοποιήσουν.  Η επιστολή κυκλοφόρησε και διέρρευσε, εξ ου και υπήρξαν αντιδράσεις από διάφορους τουριστικούς πράκτορες σύμφωνα με κατατεθέντα τεκμήρια”.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα Άρθρα 40 και 41 του Περί Συντεχνιών Νόμου του 1965 (Ν. 71/65), στα οποία είχε αναφερθεί ο δικηγόρος των εφεσειόντων, “δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και σε καμιά περίπτωση δεν απαλλάσσουν τους αιτητές/αιτήτριες από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής πιο πάνω”.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη επιστολή ήταν δυσφημηστική, είναι εσφαλμένο. Ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε σχετικά ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν είναι σε θέση λόγω της φύσεως και της διαδικασίας που ακολουθεί να ασχολείται με θέματα όπως ο λίβελλος, που η απόδειξή τους διέπεται από αυστηρούς και εντελώς διαφορετικούς κανόνες απόδειξης.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι πράξεις των εφεσειόντων ήταν αξιόποινες και αγώγιμες και κατά συνέπεια δεν τυγχάνουν της προστασίας που παρέχουν σ’ αυτούς τα Άρθρα 40 και 41 του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967 (Ν. 24/67) και συγκεκριμένα τα Άρθρα 5(ε) και 5(στ)(ι) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες επέδειξαν διαγωγή που να τους καθιστά υποκείμενους σε απόλυση άνευ προειδοποιήσεως.  Ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι τόσο η επιστολή που ετοίμασαν οι εργοδοτούμενοι όσο και το όλο φάσμα των δραστηριοτήτων τους όπως περιγράφεται στα πραγματικά γεγονότα της  πρωτόδικης απόφασης αποτελούν συνδικαλιστικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως διαγωγή που δίνει το δικαίωμα [*1322]στον εργοδότη να τους απολύσει και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του Άρθρου 6(2)(α) και (γ) του Νόμου 24/67.

Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντος και του Γαβριηλίδη, Δ.:

1.  Ο περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμος του 1967 (Ν. 8/67) δυνάμει του οποίου εγκαθιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό στα νομικά ζητήματα τα οποία μπορεί να επιλύσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.  Η φύση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και η διαδικασία που ακολουθεί δεν το εμποδίζουν να ασχοληθεί με θέματα όπως ο λίβελλος.  Εφόσον το κατά πόσο υπάρχει λίβελλος ή όχι αποτελεί επίδικο θέμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει εξουσία να αποφανθεί επί του θέματος.  Έχοντας υπόψη την έννοια του όρου δυσφήμηση στο Άρθρο 17(1)(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

2.  Η επέμβαση στην εργασία (business) των εφεσιβλήτων έχει επιτευχθεί μέσα από τη διάπραξη αδικοπραξίας ήτοι μέσα από τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης.  Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Rookes v. Barnard, οι εφεσείοντες δεν μπορουν να τύχουν της προστασίας του Άρθρου 41 του Νόμου 71/65.

3.  Οι εφεσείοντες δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας που τους παρέχει το Άρθρο 6 του Νόμου 24/67 επειδή η μη απόδειξη της αλήθειας των δυσφημηστικών ισχυρισμών τους, καθιστά μη καλόπιστη την υποβολή του παραπόνου.

Β.  Υπό Πική, Π.:

1.  Η απόφαση του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται στην ακόλουθη πρόταση.  Εφόσον οι εργαζόμενοι, οι εφεσείοντες, δεν απέδειξαν το αληθές των δυσφημιστικών τους ισχυρισμών, οι εργοδότες, οι εφεσίβλητοι, είχαν δικαίωμα να τους απολύσουν και ορθά τους απέλυσαν. Καθίσταται πρόδηλο ότι ανετράπη το τεκμήριο που στοιχειοθετεί το Άρθρο 6(1) του Νόμου.  Προκύπτει ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στην κρίση του δυσφημιστικού ή μη του δημοσιεύματος.

2.  Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί αστικού αδικήματος προς τον [*1323]σκοπό παροχής θεραπείας.  Παρέχεται δικαιοδοσία αντιμετώπισης του ιδίου θέματος έμμεσα ή παρεμπιπτόντως.

3.  Η κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση δεν αποτελούσε, ούτε θα μπορούσε να αποτελέσει επίδικο θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Η θεώρηση του θέματος της δυσφήμισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επιφανειακή.  Κοινοποίηση του υπομνήματος σε άλλους από το Υπουργείο που έχει την ευθύνη για τον τουρισμό και το Σύνδεσμο Ξενοδόχων, δεν έγινε.

4.  Συσχετισμός του Άρθρου 40(2) του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965, Ν. 71/65 με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης απολήγει στη διαπίστωση ότι οι διατάξεις του δεν παρεμβάλλουν εμπόδιο στην έγερση αγωγής λιβέλλου από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων για δυσφήμιση.  Το εν λόγω άρθρο καθώς και το Άρθρο 41 του ιδίου νόμου, δεν υπεισέρχονται στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων της παρούσας διαδικασίας.

5.  Οι εφεσίβλητοι δεν απέσεισαν το βάρος για το δικαιολογημένο της απόλυσης των εφεσειόντων, οπόταν υπόκεινται σε αποζημιώσεις βάσει των προνοιών του νόμου για, (α) παράνομη απόλυση και (β) τερματισμό της εργοδότησής τους άνευ προειδοποιήσεως.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Rookes v. Barnard a.o. [1964] A.C. 1129 (H.L.),

Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη, Πολιτική Έφεση Αρ. 10703, ημερ. 29.11.2002,

Λουκαΐδης κ.ά. ν. Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 30/10/03, (Αρ. Αιτήσεων 884-898/99 & 900-903/99) με την οποία απορρίφθηκε αίτησή τους με την οποία ήγειραν αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων για παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών τους, πληρωμή αντί προειδοποίησης και διάφορα άλλα ωφελήματα βάσει συλλογικής σύμβασης, με βά[*1324]ση τα Άρθρα 3(1) και 9 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967, Ν.24/67 όπως τροποποιήθηκε.

Ζ. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η πρώτη απόφαση, με την οποία συμφωνεί και ο Γαβριηλίδης, Δ., θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..  Αντίθετη είναι η δική μου άποψη για τους λόγους που εξηγώ στη δική μου ξεχωριστή απόφαση.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες εργάζονταν στο ξενοδοχείο “Aeneas” στην Αγία Νάπα (το ξενοδοχείο) το οποίο ανήκει στους εφεσίβλητους.  Τον Απρίλιο του 1999 υπήρξε συμφωνία μεταξύ του  ξενοδοχείου, της ΠΑΣΥΞΕ και των συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ με βάση την οποία οι συντεχνίες αποδέχθηκαν την απόλυση 21 υπαλλήλων λόγω πλεονασμού.

 

Στις 12 Ιουλίου 1999 οι εφεσίβλητοι απέστειλαν επιστολή στο Γραφείο Εργασίας με κοινοποίηση στις συντεχνίες ΣΕΚ και ΠΕΟ με τα ονόματα των υπαλλήλων οι οποίοι, με βάση τη συμφωνία Απριλίου, θα απολύονταν λόγω πλεονασμού.  Η τελευταία ημερομηνία εργασίας τους θα ήταν η 30.9.99.  Στην επιστολή αυτή, απάντησαν οι συντεχνίες, δηλώνοντας την πλήρη διαφωνία τους και αναφέροντας ότι είναι αδιανόητο καθότι το ξενοδοχείο τους τελευταίους μήνες, προσέλαβε πέραν των 80 υπαλλήλων σε όλες τις ειδικότητες.

Η πιο πάνω επιστολή της 12ης  Ιουλίου δημιούργησε όξυνση μεταξύ των πλευρών.  Οι συντεχνίες επέμεναν, ότι δεν υπήρχε λόγος απόλυσης των 10 υπαλλήλων, παρόλο ότι συμφώνησαν προς τούτο στις 7 Απριλίου.  Κατέληξαν σε διαμεσολάβηση με το Υπουργείο Εργασίας στις 6.8.99.  Η κατάσταση που επικρατούσε δεν ικανοποιούσε τους συντεχνιακούς. Είχαν συχνές καταγγελίες από τους εργαζόμενους στο ξενοδοχείο και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισαν να γίνει γενική συνέλευση των υπαλλήλων του Ξενοδοχείου στις 26 Οκτωβρίου.  Παρόντες ήταν περίπου 90 άτομα τόσο εποχιακοί όσο και μόνιμοι.

Η κατάληξη της γενικής συνέλευσης, ήταν η έγκριση από τους παρευρισκομένους υπαλλήλους επιστολής προς τον Λειτουργό [*1325]Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας. Παραθέτουμε το κείμενο της επιστολής:

«Η Γενική Συνέλευση του προσωπικού του Ξενοδοχείου ΑΕΝΕΑS, διαπιστώνει ότι η διεύθυνση του Ξενοδοχείου ενεργεί κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις Συλλογικές Συμβάσεις, τους νόμους και τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων.

Οι διαπιστώσεις για τις προσπάθειες και ενέργειες της Διεύθυνσης είναι οι πιο κάτω:

1.   Να απολύσει πέραν του 80% του προσωπικού.

2.   Να καλεί όλους τους υπαλλήλους, έναν-έναν χωριστά να υπογράφουν προσωπικά συμβόλαια με την διεύθυνση του ξενοδοχείου κατά τρόπον που καταπατούνται βασικά δικαιώματα των εργαζομένων, απειλώντας ότι αν δεν δεχθούν θα φέρει 80 Καλαμαράδες αντί 40 που λογαριάζει να φέρει.

3.   Να απαγορεύσει στο προσωπικό να ανήκει σε Συντεχνίες.

4.   Να καταστρατηγεί τη Σύμβαση και τους Νόμους περί Ξενοδοχείων.

5.   Η Γ.Σ. καταδικάζει την ενέργεια του  ιδιοκτήτη να απολύσει όλο το προσωπικό των διαμερισμάτων που έχει στην Αγία Νάπα και Πρωταρά, με αφορμήν ότι τα εν λόγω διαμερίσματα θα ενοικιαστούν από άλλην εταιρεία.  Πληροφορίες και ενδείξεις δείχνουν ότι πάλιν ο ίδιος εργοδότης θα διαχειρίζεται τα πιο πάνω διαμερίσματα, απλώς η προσπάθεια του είναι να προσλάβει νέο προσωπικό για την νέα σαιζόν με προσωπικές συμφωνίες.

6.   Διαπιστώνει ότι το Καλοκαίρι σε συνάντηση που είχαν οι Συντεχνίες με την Διεύθυνση του Ξενοδοχείου στο Γραφείο του Λειτουργού Βιομηχανικών Σχέσεων και οι διαβεβαιώσεις της Διεύθυνσης ότι εφαρμόζει την Συλλογική Σύμβαση και τους νόμους ήταν ΚΟΥΦΙΑ ΛΟΓΙΑ.

7.   Διαπιστώνει ότι οι απολύσεις που έγιναν τον Απρίλιο-Σεπτέμβριο, ήταν αδικαιολόγητες, αφού αμέσως μετά τις απολύσεις προσλήφθηκε νέο προσωπικό.

8.   Διαπιστώνει επίσης ότι με τους μέχρι τώρα χειρισμούς της διεύθυνσης τα επίπεδα των υπηρεσιών του Ξενοδοχείου έχουν πέσει σε βαθμόν ανησυχητικό για ένα Ξενοδοχείο 5* τύπου AENEAS. Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τις αρμόδιες αρχές ότι η όλη κατάσταση στο Ξενοδοχείο δυσφημίζει το τουριστικό μας προϊόν.  Η δυσφήμιση θα είναι μεγαλύτερη εάν αφήσουμε να εφαρμοστούν οι πιο πάνω σκέψεις της εταιρείας.

[*1326]9.    Η Γ.Σ. πραγματοποιείται λίγες μέρες πριν το κλείσιμο του Ξενοδοχείου και θέλει να στείλει τα πιο πάνω μηνύματα καθώς και το μήνυμα ότι στην διάρκεια του Καλοκαιριού και μέχρι σήμερα αποχώρησαν από το Ξενοδοχείο όλα σχεδόν τα Διευθυντικά Στελέχη του Ξενοδοχείου, με συνέπεια να επηρεαστούν αρνητικά τα ψηλά επίπεδα υπηρεσιών που είχαμεν σαν AENEAS.

10. Η Γ.Σ. καλεί τον Υπουργόν Εργασίας όπως συμβάλει στην εφαρμογή των Νόμων περί Ξενοδοχείων, στην εφαρμογή της Συλλογικής Σύμβασης που υπόγραψαν Συντεχνίες και Ξενοδόχοι και με την ίδια συμμετοχή του ιδιοκτήτη του Ξενοδοχείου AENEAS, καθώς επίσης και την εφαρμογή του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων.

11. Η Γ.Σ. καλεί επίσης και τον Υπουργόν Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, για προστασία του Τουριστικού μας προϊόντος και να μην αφήσουμεν κάποιους να παίζουν ανάλογα με τις ορέξεις τους και τις διαθέσεις τους για οικονομικά οφέλη, αγνοώντας τον Τουρίστα που μας επισκέπτεται.

12. Καλούμε τον Λειτουργό της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων όπως καλέσει το συντομότερο τις δύο πλευρές για συζήτηση των πιο πάνω καταγγελιών.

Για την Γενική Συνέλευση

      Οι Προεδρεύοντες

Πανίκκος Ιεράρχης                                  Ανδρέας Κωμοδίκης

         ΠΕΟ                                                             ΣΕΚ

Κοιν.  1.   Υπουργόν Εργασίας

2.   Υπουργόν Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού

3.   ΠΑΣΥΞΕ

4.   Μ.Μ.Ε.»

Σύμφωνα με τη μαρτυρία η πιο πάνω επιστολή στάληκε σε όλους τους πιο πάνω πλην των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Οι εφεσείοντες έλαβαν μέρος στην πιο πάνω γενική συνέλευση.  Η συμμετοχή τους αποτέλεσε την αφορμή για τον τερματισμό της υπηρεσίας τους από τις 11.11.99.  Αυτό καταφαίνεται από την επιστολή απόλυσης τους, η οποία έχει ως εξής:

«Κύριε,

Με την συμμετοχή σας στη Γενική Συνέλευση του προσωπικού [*1327]του Ξενοδοχείου μας, και τη ψήφιση ή/και υιοθέτηση εκ μέρους σας ή και αρνούμενος την αποκήρυξη των αποφάσεων της Συνέλευσης, όπως έχουν διατυπωθεί στην επιστολή που εστάλει στους Υπουργούς Εργασίας, Συγκοινωνιών και Έργων, και στο ΠΑ.ΣΥ.ΞΕ. και η οποία κοινοποιήθηκε στα Μ.Μ.Ε. έχετε επιδείξει τέτοια διαγωγή η οποία καθιστά αδύνατη την συνέχιση της σχέσης εργοδότου και εργοδοτούμενου.

Με την πιο πάνω στάση ή/και συμπεριφορά σας, ψηφίζοντας ή/και υιοθετώντας ή και αρνούμενοι να δηλώσετε την διαφωνία σας προς το κείμενο των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης, όπως έχουν διατυπωθεί, στην πιο πάνω επιστολή:

(α)   Κατηγορείτε αβάσιμα και ψευδώς τους εργοδότες σας ότι παραβαίνουν τους Νόμους περί Συντεχνιών και περί Ξενοδοχείων και κατ’ επέκταση ότι διαπράττουν και ποινικά αδικήματα.

(β)   Ότι συμπεριφέρονται σαν εκβιαστές προσπαθώντας να επιβάλουν σε σας να υπογράψετε προσωπικά συμβόλαια εναντίον της θέλησης σας.

(γ)   Κατηγορείτε και ταυτόχρονα δυσφημίζετε το Ξενοδοχείο στο οποίο εργάζεστε ότι τα επίπεδα των υπηρεσιών του έχουν πέσει σε βαθμόν ανησυχητικό για Ξενοδοχείο της κατηγορίας 5 αστέρων υπονοώντας και ανικανότητα ή πλημμελή διοίκηση εκ μέρους των εργοδοτών και της διεύθυνσης του Ξενοδοχείου.

(δ)   Κατηγορείτε και δυσφημίζετε το Ξενοδοχείο στο οποίο εργάζεσθε ότι η όλη κατάσταση του δυσφημίζει το Τουριστικό προϊόν του τόπου μας.

Με τις πιο πάνω θέσεις ή/και δηλώσεις ή/και την συμπεριφορά σας, αρνούμενοι να αποκηρύξετε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, έχετε προκαλέσει και προκαλείτε ηθελημένα μεγάλη ζημιά στην εταιρεία μας, καθ’ ότι δυσφημίζετε το ξενοδοχείο στο οποίο εργάζεσθε, τους εργοδότες σας αλλά και τη διεύθυνση του Ξενοδοχείου.

Αυτή σας η συμπεριφορά είναι εντελώς απαράδεκτη και αδικαιολόγητη και δεν καθίσταται λιγότερο σοβαρή, επειδή της δίδεται η μορφή καταγγελίας-παραπόνου προς τον Λειτουργό Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου.  Αντίθετα την χειροτερεύει.

Πέραν των πιο πάνω οι δηλώσεις ή/και αποφάσεις ή/και η συ[*1328]μπεριφορά σας αρνούμενοι να δηλώσετε την διαφωνία σας, όταν ετέθη ενώπιον σας το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, αποτελούν επέμβαση ανεπίτρεπτη στον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης του Ξενοδοχείου μας, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο ακόμα πιο αδύνατη την συνέχιση της σχέσης εργοδότου και εργοδοτουμένου, έχοντας επίσης υπόψιν και την άρνηση σας να ανακαλέσετε.

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι έχετε επιδείξει τέτοιαν διαγωγή που σας καθιστά υποκείμενον σε απόλυση χωρίς προειδοποίηση.

Ως εκ τούτου απολύεσθε από σήμερα 11 Νοεμβρίου, 1999.

                                                       (Υπ.)

                                                       Από την Διεύθυνση.»

Με αίτηση τους ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) οι εφεσείοντες ήγειραν αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων για παράνομο τερματισμό, πληρωμή αντί προειδοποίησης και διάφορα άλλα ωφελήματα βάσει συλλογικής σύμβασης (βλ. άρθρα 3(1) και 9 αντίστοιχα του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν 24/67 όπως τροποποιήθηκε).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω επιστολή προς το Υπουργείο περιλαμβάνει στοιχεία τέτοια, τα οποία όντως δυσφημίζουν και υποβαθμίζουν το ξενοδοχείο.  Θα πρέπει – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – «οι αιτητές να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους αυτών και ότι δικαιολογημένα αποφάσισαν, με τη γενική συνέλευση τους, να τα κοινοποιήσουν.  Η επιστολή κυκλοφόρησε και διέρρευσε, εξ ου και υπήρξαν αντιδράσεις από διάφορους τουριστικούς πράκτορες σύμφωνα με κατατεθέντα τεκμήρια».

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

«Από όλη τη μαρτυρία, σε καμιά περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι, πράγματι, η ποιότητα των υπηρεσιών έχει υποβαθμιστεί ούτε ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων καταπατούνται ούτε  ότι καταστρατηγείται η σύμβαση και οι νόμοι περί ξενοδοχείων.  Ούτε ότι οι απολύσεις από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο ήταν αδικαιολόγητες ούτε, βεβαίως, και το πιο σημαντικό ότι το ξενοδοχείο δυσφημίζει το τουριστικό μας προϊόν και αν το αφήσουν χωρίς να διαμαρτυρηθούν, η δυσφήμιση θα είναι μεγαλύτερη αν εφαρμοσθούν οι σκέψεις της Εταιρείας, οι οποίες, κατά τους μάρτυρες, ήταν η απόλυση του προσωπικού και η αντικατάσταση με εποχιακούς.  Θα έπρεπε εφόσον τα ισχυρίζονται να τα αποδείξουν.

Από τη στιγμή που δεν αποδείχθηκαν, το γεγονός ότι έγιναν υπό το μανδύα της γενικής συνέλευσης των υπαλλήλων και/ή υπό μορφή καταγγελίας και/ή παραπόνου προς το Λειτουργό Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας, δεν απαλλάσει τους εργαζομένους από το βάρος της απόδειξης της αλήθειας των ισχυρισμών αυτών.»

Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα άρθρα 40 και 41* του Περί Συντεχνιών Νόμου του 1965 (Ν 71/65) στα οποία είχε αναφερθεί ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Έκρινε ότι «δεν  έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση και σε καμιά περίπτωση δεν απαλλάσουν τους αιτητές/αιτήτριες από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής πιο πάνω».  Είναι φανερό – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο -  «από το λεκτικό των πιο πάνω άρθρων, ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να απαλλάξει άτομα που διενεργούν πράξεις, κατόπιν συμπράξεως, κατά την προώθηση ή σχετικά με εργατική διαφορά, αν και εφόσον οι πράξεις αυτές, αν διαπράττονταν ή διενεργούνταν από ένα πρόσωπο, χωρίς οποιαδήποτε σύμπραξη, θα ήσαν νόμιμες».

«Πρόθεση του – συμπλήρωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - σε καμιά περίπτωση δεν ήταν, να δώσει προστασία στην χρησιμοποίηση μη νόμιμων μέσων ή πράξεων για προώθηση των σκοπών αυτών, σ’ αυ[*1330]τή την περίπτωση τη σύνταξη  και κοινοποίηση δυσφημιστικής επιστολής για το ξενοδοχείο των καθ’ ων η αίτηση, πράξη η οποία θα ήταν αγώγιμος αν διεπράττετο από ένα άτομο προσωπικά».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Η εταιρεία έδωσε ευκαιρία σε όλους τους υπαλλήλους, να ανακαλέσουν τους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς τους και να παραμείνουν στην υπηρεσία τους. Οι αιτητές/αιτήτριες, μαζί με κάποιους άλλους, αρνήθηκαν να ανακαλέσουν και έτσι η Εταιρεία προχώρησε στην άμεση απόλυση τους.  Οι υπόλοιποι υπέγραψαν δήλωση ανάκλησης και παρέμειναν στην υπηρεσία τους.

Καταληκτικά βρίσκουμε ότι η Εταιρεία απέδειξε ότι οι απολύσεις των αιτητών/αιτητριών ήσαν δικαιολογημένες. Οι αιτητές/αιτήτριες δεν δικαιούνται οποιανδήποτε αποζημίωση.  Κατά συνέπεια οι αιτήσεις απορρίπτονται.»

Η έφεση.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστολή που ετοίμασε η γενική συνέλευση του προσωπικού του ξενοδοχείου ήταν δυσφημιστική και εκ του λόγου τούτου και μόνο απέρριψε τις αιτήσεις των εφεσειόντων.

Ο κ. Νικολάου, εκ μέρους των εφεσειόντων, υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα αφού δέχτηκε ότι η επιστολή που ετοίμασε η γενική συνέλευση του προσωπικού του ξενοδοχείου και απέστειλε στο Υπουργείο Εργασίας ήταν δυσφημιστική, δηλαδή ότι είχε συντελεστεί το αδίκημα του λιβέλλου από τους εφεσείοντες. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Νικολάου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δεν μπορεί και δεν είναι σε θέση λόγω της φύσεως του και της διαδικασίας που ακολουθεί να ασχολείται με θέματα όπως ο λίβελλος, που η απόδειξη τους διέπεται από αυστηρούς και εντελώς διαφορετικούς κανόνες απόδειξης. Κατά συνέπεια λανθασμένα αποδέχτηκε ότι διαπράχθηκε το αδίκημα του λίβελλου και απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων γιατί αυτοί δεν απέδειξαν τα όσα διατύπωναν στην πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή.

Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει εγκαθιδρυθεί δυνά[*1331]μει του άρθρου 12(1) του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν 8/67), όπως έχει τροποποιηθεί.

Στην αποκλειστική του δικαιοδοσία υπάγεται η διάγνωση και απόφαση, ανάμεσα σ’ άλλα:

«(α)            απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος.

(β)   απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων.»

(βλ. άρθρο 12(1)(α)(β) του Νόμου).

Ο Πρόεδρος και οι Δικαστές του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών είναι μόνιμα μέλη της δικαστικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας (βλ. άρθρο 12(3)(γ) και (ε) του Νόμου).  Σύμφωνα με το άρθρο 12(11) του Νόμου το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών «χωρεί μετά πάσης λογικής ταχύτητος εις την επίλυσιν της διαφοράς συνοπτικώς, χωρίς να δεσμεύεται υφ’ οιωνδήποτε κανόνων περί αποδείξεως και εκδίδει ητιολογημένην απόφασιν». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α) του Νόμου «οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο».

Ενόψει όλων των ανωτέρω έχουμε την άποψη πως ο σχετικός Νόμος δεν θέτει οποιοδήποτε περιορισμό στα νομικά ζητήματα τα οποία μπορεί να επιλύσει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.  Αν για την επίλυση οποιουδήποτε επίδικου θέματος χρειάζεται να διατυπώσει την κρίση του επί πολύπλοκων και δύσκολων ζητημάτων δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε περιορισμό.  Μπορεί να προχωρήσει στη διατύπωση της κρίσης του με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στη Δημοκρατία.  Η φύση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και η διαδικασία που ακολουθεί δεν το εμποδίζουν από του να ασχοληθεί με θέματα όπως ο λίβελλος. Εφόσον το κατά πόσο υπάρχει λίβελλος ή όχι αποτελεί επίδικο θέμα το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει εξουσία να αποφανθεί επί του θέματος.

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε (βλ. σελ. 5, πιο πάνω) ότι «η πιο πάνω επιστολή προς το Υπουργείο περιλαμβάνει στοιχεία τέτοια που όντως δυσφημίζουν και υποβαθμίζουν το ξενοδοχείο». Έχοντας υπόψη την έννοια του όρου δυσφήμιση (βλ. άρθρο 17(1)(γ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148) σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε πως η επίδικη κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι πράξεις των εφεσειόντων ήταν αξιόποινες και αγώγιμες και κατά συνέπεια δεν τυγχάνουν της προστασίας που παρέχουν σ’ αυτούς τα άρθρα 40 και 41 του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965.

Σύμφωνα με τον κ. Νικολάου τα πιο πάνω άρθρα 40 και 41 έχουν σας βασικό σκοπό την προστασία των εργαζομένων από πράξεις ή ενέργειες οι οποίες γίνονται μέσα στα πλαίσια των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων και είναι αγώγιμες και αξιόποινες. Δηλαδή ακόμα και αν μια πράξη είναι αγώγιμη ή αξιόποινη αλλά γίνεται μέσα στα πλαίσια των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων, οι εργαζόμενοι προστατεύονται και δεν διώκονται ούτε και ενάγονται στα Δικαστήρια εξ αιτίας των δραστηριοτήτων τους αυτών.

Η ετοιμασία της επιστολής από τους εργοδοτούμενους, συμπλήρωσε ο κ. Νικολάου, έγινε μέσα στα πλαίσια της άσκησης των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια ο Περί Συντεχνιών Νόμος του 1965 τους προστατεύει από οποιαδήποτε νομικά μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν εναντίον τους εξ αιτίας του περιεχομένου της επιστολής τους.

Το λεκτικό του άρθρου 41 του Νόμου 71/65 είναι ταυτόσημο με το άρθρο 3* της Αγγλικής Trade Disputes Act, 1906.

Το τελευταίο έχει ερμηνευθεί στη θεμελιακή υπόθεση Rookes v. Barnard and Others [1964] A.C. 1129 (H.L.).  Παραθέτουμε την ερμηνεία του από τη σύνοψη της απόφασης στη σελ. 1131:

[*1333]

“That construing section 3 in the light of the facts known to Parliament when the Act of 1906 was passed, it meant that if mere interference was or could be a tort then there should be no liability where a trade dispute was involved ‘on the ground only’ of that interference (post, p. 1177); applying that to both parts of section 3 it did not protect inducement of breach of contract or interference with trade, business or employment where they were brought about by intimidation or other illegal means; accordingly, section 3 did not protect the defendants because their interference with the plaintiff’s employment was brought about by unlawful intimidation.”

Σε μετάφραση:

«Ερμηνεύοντας το άρθρο 3 υπό το φως των γεγονότων που ήταν γνωστά στο Κοινοβούλιο κατά την θέσπιση του Νόμου του 1906, εσήμαινε ότι αν η απλή επέμβαση ήταν ή μπορούσε να ήταν αδικοπραξία τότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει ευθύνη όπου αυτή συνεπαγόταν εργατική διαφορά ‘επί μόνω τω λόγω’ της επέμβασης εκείνης. εφαρμόζοντας αυτό και στα δύο μέρη του άρθρου 3 δεν προστάτευε την εξώθηση ‘εις παράβασιν συμβάσεως’ ή επέμβαση εις το επάγγελμα, εργασία ή απασχόληση όπου αυτά προκαλούνται με εκφοβισμό ή άλλα παράνομα μέσα.  Έπεται πως το άρθρο 3 δεν προστάτευε τους εναγομένους γιατί η επέμβαση τους στην απασχόληση του ενάγοντα προκλήθηκε με παράνομο εκφοβισμό.»

Η πιο πάνω περίληψη περιλαμβάνει τα όσα λέχθηκαν από τους Lord Reid, Hodson και Devlin στις σελ. 1178, 1203 και 1218 αντίστοιχα.  Τα μεταφέρουμε:

“Lord Reid (p. 1178):   In my judgment, it is clear that section 3 does not protect inducement of breach of contract where that is brought about by intimidation or other illegal means and the section must be given a similar construction with regard to interference with trade, business or employment. So, in my opinion, the section does not apply to this case because the interference here was brought about by unlawful intimidation.   I would therefore allow this appeal.”

Σε μετάφραση:

«Lord Reid (σελ. 1178):  Κατά την κρίση μου είναι καθαρό ότι [*1334]το άρθρο 3 δεν προστατεύει την εξώθηση σε παράβαση σύμβασης όπου αυτή προκαλείται με εκφοβισμό ή άλλα παράνομα μέσα και στο άρθρο πρέπει να δοθεί παρόμοια ερμηνεία σε σχέση με την επέμβαση στο επάγγελμα, εργασία ή απασχόληση.  Έτσι, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση γιατί η επέμβαση εδώ έχει προκληθεί με παράνομο εκφοβισμό.  Επομένως θα επιτρέψω την παρούσα έφεση.»    

“Lord Hodson (p. 1203):  …. section 3 affords no protection if there are threats or violence and if, as your Lordships all hold, the threat to break a contract amounts to unlawful intimidation.”

Σε μετάφραση:

«Lord Hodson (σελ. 1203):  .... το άρθρο 3 δεν προσφέρει προστασία αν υπάρχουν απειλές ή βία και αν, όπως έχετε όλοι αποφανθεί, η απειλή διάρρηξης σύμβασης ισοδυναμεί με παράνομο εκφοβισμό.»

“Lord Devlin (p. 1218):   I have therefore reached the conclusion that the true effect of section 3 is that in a trade dispute it deprives the plaintiff of any cause of action he may have on the facts for inducing a breach of contract and any cause of action he may have on the facts or in law for interference with his employment by lawful means; but that in neither case does it countenance the use of tortious means. So the appellant’s cause of action in intimidation is not barred by the statute.”

Σε μετάφραση:

«Lord Devlin (σελ. 1218): Έχω επομένως καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ορθή επίδραση του άρθρου 3 είναι ότι σε εργατική διαφορά στερεί τον ενάγοντα οποιασδήποτε αιτίας αγωγής την οποία μπορεί να έχει επί των γεγονότων για εξώθηση σε παράβαση σύμβασης και οποιασδήποτε αιτίας αγωγής την οποία μπορεί να έχει επί των γεγονότων ή κατά το Νόμο για επέμβαση στο επάγγελμα του με νόμιμα μέσα. πλην όμως και στις δύο περιπτώσεις δεν επιδοκιμάζει την χρήση μέσων αδικοπραξίας. Έτσι η αιτία αγωγής του εφεσείοντα για εκφοβισμό δεν απαγορεύεται από το Νόμο.»

Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι η επίδικη επιστολή αποτελούσε δυσφήμιση εντός της έννοιας του άρθρου 17(1)(γ) του Κεφ. 148.  Με άλλα λόγια οι εφεσείοντες είχαν διαπράξει το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης. Κρίνουμε επομένως ότι η επέμβαση στην εργασία (business) των εφεσιβλήτων έχει επιτευχθεί μέσα από τη διάπραξη αδικοπραξίας ήτοι μέσα από τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης.  Σε τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Rookes v. Barnard (πιο πάνω) δεν μπορούν να τύχουν της προστασίας του άρθρου 41 του Νόμου 71/65. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967 (Ν 24/67) και συγκεκριμένα τα άρθρα 5(ε) και 5(στ) (ι) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες επέδειξαν διαγωγή που να τους καθιστά υποκείμενους σε απόλυση άνευ προειδοποιήσεως.

Σύμφωνα με τον κ. Νικολάου η υπό κρίση διαγωγή των εργοδοτουμένων στην συγκεκριμένη αυτή περίπτωση ανάγεται μέσα στα πλαίσια της άσκησης των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων και της συμμετοχής τους σε συντεχνιακές δραστηριότητες.  Μέσα από την πρωτόδικη απόφαση – συνέχισε – προκύπτει αβίαστα το γεγονός ότι όλες οι ενέργειες οι οποίες είχαν γίνει από την πλευρά των εργοδοτουμένων έγιναν καθ’ ολοκληρία μέσα στα πλαίσια συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων εξ’ αιτίας της διαφοράς η οποία είχε προκύψει μεταξύ του εργοδότη και των εργοδοτουμένων λόγω ορισμένων προβλημάτων που αφορούσαν την εργοδότηση των εργοδοτουμένων στην εταιρεία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε στο άρθρο 6(2)(α)(γ)* του Νόμου 24/67. Υπέβαλε ότι με την επίμαχη επιστολή τους οι εφεσείοντες υπέβαλαν προς τον Λειτουργό της Υπηρεσίας Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας παράπονο για τα όσα συνέβαιναν στο ξενοδοχείο και ζητούσαν την παρέμβαση του για συ[*1336]ζήτηση των θεμάτων με τις δύο πλευρές.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση – συνέχισε ο κ. Νικολάου – «οι εργοδοτούμενοι με τις ενέργειες τους ασκούσαν το νόμιμο συνδικαλιστικό δικαίωμα τους για υποβολή παραπόνων και επίκληση της συνδρομής του Υπουργείου Εργασίας για επίλυση των διαφόρων προβλημάτων που είχαν και ως εκ τούτου η απόλυση ήταν καταχρηστική. Το δε Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε και/ή έλαβε υπόψη του την πιο πάνω πρόνοια του Νόμου η οποία απαγορεύει τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτουμένων όταν συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες ή υποβάλλουν παράπονα καλή τη πίστει».

Τόσο η επιστολή που ετοίμασαν οι εργοδοτούμενοι όσο και όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους όπως περιγράφεται στα πραγματικά γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης – κατέληξε ο κ. Νικολάου – αποτελούν συνδικαλιστικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως διαγωγή που δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να τους απολύσει και εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 6(2)(α) και (γ) του Νόμου 24/67.

Από το ενώπιον μας υλικό δεν προκύπτει ότι οι εφεσείοντες έχουν απολυθεί λόγω της συντεχνιακής ιδιότητας τους.  Δεν τυγχάνει επομένως εφαρμογής το άρθρο 6(2)(α) του Νόμου 24/67.  Επικαλούνται, επίσης, το άρθρο 6(2)(γ) του Νόμου 24/67.  Έχουμε την άποψη πως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του το άρθρο αυτό παρέχει προστασία σε τρεις περιπτώσεις.  Αυτές είναι:

(α) Η καλόπιστη υποβολή παραπόνου από εργοδοτούμενο.

(β) Η συμμετοχή εργοδοτούμενου σε διαδικασία εναντίον εργοδότη η οποία συνεπάγεται ισχυριζόμενη παραβίαση αστικής και ποινικής φύσεως νόμων ή κανονισμών.

(γ) Η προσφυγή σε αρμόδια διοικητική αρχή.

Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι η επίδικη συμπεριφορά των εφεσειόντων συνιστά υποβολή παραπόνου.  Δεν συνιστά συμμετοχή σε διαδικασία ή προσφυγή σε αρμόδια διοικητική αρχή.   Πλην όμως το άρθρο 6(2) (γ) υπαγορεύει ότι η υποβολή παραπόνου πρέπει να είναι καλόπιστη.

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι [*1337]εφεσείοντες είχαν δυσφημίσει τους εφεσείοντες.  Προκειμένου περί δυσφημίσεως «η δημοσίευση δυσφημιστικού δημοσιεύματος δεν θεωρείται ότι έγινε καλή τη πίστει από πρόσωπο εντός της έννοιας του εδαφίου (1) του άρθρου 21 αν καταδειχθεί ότι το δημοσίευμα ήταν αναληθές και αυτός δεν πίστευε αυτό ως αληθές» (βλ. άρθρο 21(2) (α) του Κεφ. 148).  Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες έπρεπε να αποδείξουν την αλήθεια των δυσφημιστικών ισχυρισμών τους και από τη στιγμή που δεν τους απέδειξαν το γεγονός ότι έγιναν υπό μορφή «καταγγελίας ή παραπόνου δεν απαλλάσει τους εργαζομένους από το βάρος της απόδειξης της αλήθειας των ισχυρισμών αυτών».  Έχουμε την άποψη πως η μη απόδειξη του αληθούς των σχετικών ισχυρισμών καθιστά μη καλόπιστη την υποβολή του παραπόνου.  Αφαιρεί, επομένως, την προστασία που παρέχεται στους εφεσείοντες από το άρθρο 6 του Νόμου 24/67.  Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με το αιτιολογικό ότι οι αιτητές και οι αιτήτριες προέβησαν σε δυσφημιστικές δηλώσεις για την ξενοδοχειακή μονάδα στην οποία εργάζονταν - ξενοδοχείο «ΑΕΝΕΑS» - Αγία Νάπα, τις οποίες αρνήθηκαν να αποσύρουν, οι εργοδότες τους απέλυσαν συνοπτικά και χωρίς προειδοποίηση.

Οι απολυθέντες προσέφυγαν στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αξιώνοντας αποζημιώσεις για τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησής τους και την άνευ προειδοποιήσεως απόλυσή τους, κατ’ επίκληση των προνοιών - (Άρθρα 3(1) και 9) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν.24/67 και τροποποιήσεις) – εφεξής ο Νόμος.   Σε απολύσεις εργαζομένων το βάρος απόδειξης του δικαιολογημένου της ενέργειας φέρουν οι εργοδότες. Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Άρθρου 6(1) του Νόμου ως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εναπόκειται στους εργοδότες να ανατρέψουν το μαχητό τεκμήριο του αδικαιολόγητου της απόλυσης των εργαζομένων ως προβλέπει το Άρθρο 6(1)· άλλως η απόλυση τεκμαίρεται παράνομη. 

Τον Απρίλιο του 1999, οι συντεχνίες ΠΕΟ και ΣΕΚ, στις οποίες ανήκε το προσωπικό του ξενοδοχείου «ΑΕΝΕΑS», συμφώνησαν με τους εργοδότες για την αναγκαιότητα του τερματισμού των υπηρεσιών είκοσι-ενός μελών του προσωπικού λόγω πλεονασμού. Στις 12 Ιουλίου 1999, οι εργοδότες απέστειλαν ειδοποιήσεις στο επηρεαζόμενο προσωπικό, γνωστοποιώντας τους τον τερματισμό της απασχό[*1338]λησης τους από 30 Σεπτεμβρίου 1999. Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν μέσω των συντεχνιών τους αμφισβητούντες το δικαιολογημένο του μέτρου, διατυπώνοντας εκτός από το συγκεκριμένο,  και άλλα παράπονα κατά των εργοδοτών τους.  Η συνέλευση των μελών του προσωπικού που συγκάλεσαν οι συντεχνίες, στην οποία πήραν μέρος ενενήντα εργαζόμενοι, αποφάσισε όπως θέσει τα παράπονα υπόψη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εργασίας, με αίτημα τη διαμεσολάβησή της προς άρση της εκτροπής από τα εργατικά θέσμια.  Αποφασίστηκε προς τούτο η υποβολή, στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, των παραπόνων τους μαζί με αίτημα για τη διαμεσολάβησή της προς θεραπεία της υφιστάμενης κατάστασης  και παράλληλα της κοινοποίησή τους, (α) στον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, (β) στην Επαγγελματική Οργάνωση των Ξενοδόχων, ΠΑΣΥΞΕ, και (γ) στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.  Τελικά με απόφαση των συντεχνιών η επιστολή κοινοποιήθηκε μόνο στους πρώτους δύο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι παρόλο που διέρρευσε η επιστολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν αποδείχθηκε, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν οι εργαζόμενοι ή οι συντεχνίες τους.

 

Στην επιστολή των εργαζομένων διατυπώνεται σωρεία παραπόνων εναντίον των εργοδοτών όπως η προσπάθεια εκ μέρους τους να παρακάμψουν τις συντεχνίες και να συνομολογήσουν προσωπικές συμβάσεις με το προσωπικό·  απολύσεις προσωπικού με το πρόσχημα του πλεονασμού και αντικατάστασή του με νέο προσωπικό.  Η θέση που προβάλλεται στην επιστολή και η οποία ενόχλησε ιδιαίτερα τους εργοδότες· είναι εκείνη που διατυπώνεται στην παράγραφο 8, η οποία έχει ως ακολούθως:

«Διαπιστώνει επίσης ότι με τους  μέχρι τώρα χειρισμούς της διεύθυνσης τα επίπεδα των υπηρεσιών του Ξενοδοχείου έχουν πέσει σε βαθμόν ανησυχητικό για ένα Ξενοδοχείο 5 αστέρων τύπου ΑΕΝΕΑS. Κρούομεν τον κώδωνα του κινδύνου προς τις αρμόδιες αρχές ότι η όλη κατάσταση στο Ξενοδοχείο δυσφημίζει το τουριστικό μας προϊόν. Η δυσφήμιση θα είναι μεγαλύτερη εάν αφήσουμε να εφαρμοστούν οι πιο πάνω σκέψεις της εταιρείας.»

Οι εργοδότες αντέδρασαν με οργή στην επιστολή και κάλεσαν τους εργοδοτούμενους να αποκηρύξουν το δυσφημιστικό της περιεχόμενο, προπάντων τον ισχυρισμό ότι λειτουργούν κατά τρόπο που δυσφημίζει το τουριστικό προϊόν.  Το αίτημα των εργοδοτών εξέτασε έκτακτη γενική συνέλευση του προσωπικού την οποία συγκάλεσαν οι συντεχνίες όπου μετείχαν εξήντα-ένα μέλη [*1339]του.  Τριάντα-πέντε από αυτούς συμφώνησαν στην αποκήρυξη της επιστολής, όχι όμως οι είκοσι έξη  αιτητές και αιτήτριες, τους οποίους οι εργοδότες απέλυσαν άνευ ετέρου.

Το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία εκ μέρους των εργοδοτών, από τον υπεύθυνο του λογιστηρίου και εκ μέρους των εργαζομένων, από τους εκπροσώπους των συντεχνιών τους και δύο μέλη του προσωπικού, τη βοηθό του γενικού διευθυντή και τον αρχικηπουρό.  Το Δικαστήριο κάμνει μόνο ακροθιγή αναφορά στη μαρτυρία τους.  Η μαρτυρία του διευθυντή του λογιστηρίου δεν εξειδικεύεται ούτε γίνεται οποιαδήποτε διαπίστωση κατά πόσο αυτή τείνει να υποστηρίξει το δικαιολογημένο των απολύσεων.  Εξαιρετικά συνοπτική είναι επίσης και η αναφορά στη μαρτυρία που κατατέθηκε εκ μέρους των εργαζομένων.  Η μαρτυρία της ιδιαιτέρας του διευθυντή, το μέρος που μνημονεύεται, αξιολογείται περιθωριακά.  Μετά την περιορισμένη αυτή αναφορά στη μαρτυρία το Δικαστήριο προέβη στην εξής διαπίστωση:

«Από όλη τη μαρτυρία, σε καμιά περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι, πράγματι, η ποιότητα των υπηρεσιών έχει υποβαθμιστεί ούτε ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων καταπατούνται ούτε ότι καταστρατηγείται η σύμβαση και οι νόμοι περί ξενοδοχείων.»

Η διαπίστωση του Δικαστηρίου έρχεται ευθέως σε αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρου 6(1) του Νόμου  που μεταθέτει το βάρος της απόδειξης για το δικαιολογημένο των απολύσεων  από τον εργοδότη στους εργαζομένους.

Στη συνέχεια το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι εργαζόμενοι-εφεσείοντες, δεν απέδειξαν την ορθότητα των δυσφημιστικών τους ισχυρισμών κατά των εργοδοτών.  Τίθεται ευθέως και πάλιν θέμα μετάθεσης του βάρους της απόδειξης, εφόσον εναπόκειται στους εργοδότες να αποδείξουν το δικαιολογημένο της απόλυσης και όχι στους εργαζόμενους το αβάσιμο των απολύσεων τους.  Κατ’ ακολουθία το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί των εργοδοτουμένων ήσαν όντως δυσφημιστικοί. Τούτου δοθέντος, εφόσον οι απολυθέντες δεν απέδειξαν το αληθές των ισχυρισμών τους, η απόλυση τους κρίθηκε δικαιολογημένη.  Εμφανώς το Δικαστήριο αναφέρεται στην αλήθεια του δημοσιεύματος που αποτελεί υπεράσπιση σε αγωγή λίβελου.  (Βλ. Άρθρο 19 του Κεφ. 48 - και τις πρόσφατες αποφάσεις, Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Ανδρέα Αλωνεύτη – Πολιτική Έφεση αρ. 10703 – 29.11.2002·  Λουκαΐδης κ.ά. ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ. κ.ά. (2003) 1 [*1340]Α.Α.Δ. 22.)

Η απόφαση του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται στην ακόλουθη πρόταση. Εφόσον οι εργαζόμενοι, οι εφεσείοντες, δεν απέδειξαν το αληθές των δυσφημιστικών τους ισχυρισμών, οι εργοδότες, οι εφεσίβλητοι, είχαν δικαίωμα να τους απολύσουν και ορθά τους απέλυσαν. Καθίσταται πρόδηλο ότι ανετράπη το τεκμήριο που στοιχειοθετεί το άρθρο 6(1) του Νόμου.  Προκύπτει ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στην κρίση του δυσφημιστικού ή μή του δημοσιεύματος.

Το επόμενο ερώτημα αφορά το παραδεκτό της εξέτασης του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Η απάντηση είναι αρνητική.  Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στην επίλυση των εργατικών διαφορών που καθορίζει το άρθρο 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν.8/67 όπως έχει τροποποιηθεί.  Αδιαμφισβήτητο είναι ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί αστικού αδικήματος προς τον σκοπό παροχής θεραπείας.  Παρέχεται δικαιοδοσία αντιμετώπισης του ιδίου θέματος έμμεσα ή παρεμπιπτόντως; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από αρνητική.

Υπάρχει όμως και μία άλλη οπτική γωνία από την οποία αντικρίζεται το ζήτημα.  Εάν οι εφεσίβλητοι ενάγουν τους εφεσείοντες στο Επαρχιακό Δικαστήριο για δυσφήμιση θα θεωρηθεί το θέμα δεδικασμένο;  Αρκεί να τεθεί το ερώτημα για να καταστεί πρόδηλη η αρνητική απάντηση.  Από την άλλη, απόφαση του δικαστηρίου ότι οι δηλώσεις δεν είναι δυσφημιστικές, θα άφηνε αμετάβλητο το αποτέλεσμα της παρούσας υπόθεσης.  Η κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση δεν αποτελούσε, ούτε θα μπορούσε να αποτελέσει επίδικο θέμα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.  Αλλά και το αντίθετο αν γινόταν δεκτό, θα μπορούσε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρηθεί συμπερασματική για την ύπαρξη δυσφήμισης;  Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να προστρέξουμε στις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που διέπουν τα της στοιχειοθέτησης του αδικήματος της δυσφήμισης.  Το Άρθρο 21 του Κεφ. 148 προβλέπει ότι δημοσίευμα είναι προνομιούχο εφόσον γίνεται καλή τη πίστει και απευθύνεται μεταξύ άλλων σε πρόσωπο που έχει κοινωνικό καθήκον να λάβει γνώση του περιεχομένου του.  Δεν θα επαναλάβουμε το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να αποφανθούμε επί του θέματος.  Το αναφέρουμε για να υπογραμμίσουμε πόσο επιφανειακή ήταν η θεώρηση του θέματος της δυσφήμισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Κοινοποίηση του υπομνήματος  σε άλλους από το Υπουργείο που έχει [*1341]την ευθύνη για τον τουρισμό και το Σύνδεσμο των Ξενοδόχων, δεν έγινε.

Η άλλη διάσταση του θέματος είναι ότι η επιστολή στάληκε από τους εκπροσώπους των συντεχνιών εκ μέρους ενενήντα μελών του προσωπικού και όχι από τους αιτητές. Ούτε σ’ αυτή την πτυχή του θέματος δεν έστρεψε την προσοχή του το Δικαστήριο.

Τέλος πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η απόλυση δεν έγινε λόγω της δυσφήμισης, αλλά λόγω της άρνησης των εφεσειόντων να αποσύρουν τους ισχυρισμούς τους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο εκδηλωθείσας εργατικής διαφοράς.  Ως προς την ευρύτητα του όρου «εργατική διαφορά», χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην πρόσφατη αγγλική απόφαση στην P. v. Nasuwt [2003] 1 All E.R. 993 (HL). 

To Άρθρο 40(2) του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965, Ν.71/65,  καθιστά τη συνένωση των εργαζομένων  για την προώθηση εργατικής διαφοράς μη αγώγιμη, εκ του γεγονότος της σύμπραξης.   Δεν απαλλάττει όμως τους εμπλεκόμενους προσωπικής ευθύνης, εάν η πράξη συνιστά αστικό αδίκημα. Συσχετισμός του άρθρου 40(2) με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης απολήγει στη διαπίστωση ότι οι διατάξεις του δεν παρεμβάλλουν εμπόδιο στην έγερση αγωγής λιβέλλου από τους εφεσίβλητους εναντίον των εφεσειόντων για δυσφήμιση.  Η ρύθμιση του άρθρου 41 του ιδίου νόμου σχετίζεται αποκλειστικά με πράξεις που  κατατείνουν στη διάρρηξη σύμβασης εργασίας ή επέμβαση στο δικαίωμα ελεύθερης διάθεσης εργασίας ή κεφαλαίου. Τοιουτοτρόπως κανένα από τα δύο άρθρα δεν υπεισέρχεται στην επίλυση των επιδίκων θεμάτων της παρούσας διαδικασίας. 

Η διαλεκτική περί τα επίδικα θέματα επιβάλλει αναφορά και στις διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου, που αναγνωρίζει δικαίωμα στον εργοδότη να απολύει μέλος του προσωπικού για συμπεριφορά αντινομική προς τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρεται σ’ αυτή την πρόνοια του νόμου. Ερωτάται κατά πόσο η προβολή ανυπόστατων ισχυρισμών από τους εργοδοτούμενους στο πλαίσιο εργατικής διαφοράς αποτελεί λόγο απόλυσης. Αν η απάντηση ήταν θετική, η διαδικασία επίλυσης εργατικών διαφορών θα έχανε τη θέση της στο πλαίσιο των εργατικών σχέσεων.  Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις των εργοδοτών.

Εάν οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί, έστω και στο πλαίσιο εργατικής διαφοράς, πλήττουν τα αστικά δικαιώματα του εργοδότη, η [*1342]προστασία τους έγκειται, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης, στην έγερση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Καταλήγω ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέσεισαν το βάρος για το δικαιολογημένο της απόλυσης των εφεσειόντων, οπόταν υπόκεινται σε αποζημιώσεις βάση των προνοιών του νόμου για, (α) παράνομη απόλυση, και (β) τερματισμό της εργοδότησής τους άνευ προειδοποιήσεως.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στον καθορισμό των αποζημιώσεων αυτών ως η ισχύουσα πρακτική, γεγονός που καθιστά αναγκαία την παραπομπή του θέματος στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να το πράξει.  Στοιχεία σχετικά με την αποζημίωση των εφεσειόντων δεν παρέχονται στην απόφαση.  Αν υπήρχαν, η παραπομπή ίσως να καθίστατο αχρείαστη.

Για τους λόγους που έχω εκθέσει  θα επέτρεπα την έφεση και θα διέτασσα την παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών προς καθορισμό των αποζημιώσεων.

Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου έχει διάφορη άποψη κατατείνουσα στην απόρριψη της έφεσης για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Καλλή, Δ., που σηματοδοτεί και το αποτέλεσμα της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο