Φιλίππου Αρίστη ν. Ιάκωβου Φιλίππου (2003) 1 ΑΑΔ 1343

(2003) 1 ΑΑΔ 1343

[*1343]6 Οκτωβρίου, 2003

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΙΣΤΗ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσιβλήτου -Αιτητή.

(Έφεση Αρ. 164)

 

Οικογενειακό Δικαστήριο — Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Νομοθετικό καθεστώς αναφορικά με τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό Νόμο) του 1998 (Ν.26(1)/98) — Αναγνώριση αποκλειστικής δικαιοδοσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο σε όλες τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής —Περιουσιακή διαφορά βασιζόμενη σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου — Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου — Υιοθέτηση, κατά πλειοψηφία, των αρχών που καθιερώθηκαν στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, Γρηγορίου ν. Γρηγορίου και Μιχαήλ ν. Γιάγκου.

Λέξεις και Φράσεις — “Περιουσιακές σχέσεις” στο Άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικού Νόμου) του 1998 (Ν. 26(1)/98).

Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων — Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του.

[*1344]Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Αναβολή ακρόασης — Είναι θέμα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Εφετείο — Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Άρθρου 14(3)(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, Ν. 232/91.

Η υπόθεση αυτή αφορά τις περιουσιακές σχέσεις της εφεσείουσας με τον εφεσίβλητο, πρώην σύζυγό της. Η διαφορά των διαδίκων εντοπίζεται στην κυριότητα κτήματος και τις βελτιώσεις που έγιναν σ’ αυτό με αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας του.  Το επίδικο κτήμα βρίσκεται στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού και εφέρετο να ανήκει στον παππού της εφεσείουσας, το κληρονόμησε ο πατέρας της και τα τρία αδέλφια του πατέρα της και οι κληρονόμοι αποβιώσαντος αδελφού τους.  Ο πατέρας της εφεσείουσας και τα τρία αδέλφια του ενέγραψαν τα μερίδια τους στο όνομα της εφεσείουσας.  Τον Απρίλη του 1997, όταν επήλθε διάσταση στη σχέση των συζύγων η εφεσείουσα ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του εν λόγω κτήματος.  Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου η εφεσείουσα απεκάλυψε στον εφεσίβλητο ότι είχε πρόθεση να το πωλήσει.  Ο εφεσίβλητος στις 13.11.1997 καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο αξιώνοντας:

Α. Δήλωση του δικαστηρίου ότι το κτήμα του ανήκει κατά ½ μερίδιο ως εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτης του με την καθ’ ης η αίτηση στη βάση συμφωνίας καταπιστεύματος.

Β. Διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται η καθ’ ης η αίτηση όπως του μεταβιβάσει με την από μέρους του ταυτόχρονη καταβολή του ποσού των Λ.Κ.1.507 το ½ μερίδιο του κτήματος μέσα σε 15 μέρες το αργότερο από την επίδοση σε αυτή του διατάγματος και/ή μέσα σε χρονικό διάστημα που θα καθορίσει το δικαστήριο.

Γ.  Διαζευκτικά σε σχέση με τα Α. και Β. απόφαση για ποσό άνω των Λ.Κ.25.000 και για ποσό που θα καθορίσει το Δικαστήριο ότι αντιστοιχεί στην αύξηση της αξίας του κτήματος λόγω της συνεισφοράς και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Δ. Τόκους.

Ε. Έξοδα.

Ταυτόχρονα με την αίτηση του ο εφεσίβλητος εξασφάλισε [*1345]παρεμπίπτον διάταγμα κατόπιν μονομερούς αιτήσεως με το οποίο, μεταξύ άλλων, απαγορευόταν η πώληση και μεταβίβαση του κτήματος. Αυτό εκδόθηκε στις 17.11.1997, επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 22.11.1997 και έγινε οριστικό στην απουσία της στις 28.11.1997.

Η εφεσείουσα πώλησε το κτήμα στις 8.10.1997 και προχώρησε στη μεταβίβασή του την 1.6.2001, παρά την ύπαρξη του απαγορευτικού διατάγματος της 17.11.1997.  Στις 27.2.2001 η εφεσείουσα δέκτηκε απόφαση εναντίον της για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας της 8.10.1997.

Ο εφεσίβλητος προέβαλε στην αίτησή του γεγονότα των οποίων η στοιχειοθέτηση θα απέληγε στην ύπαρξη εμπιστεύματος, η εφεσείουσα στην υπεράσπισή της ισχυρίστηκε πως “η απόκτηση και εγγραφή του ρηθέντος ακινήτου εμπίπτει στις εξαιρέσεις της σχετικής νομοθεσίας διά δικαίωμα απαίτησης μεριδίου περιουσίας η οποία απεκτήθη μετά τον γάμο των διαδίκων”. Επίσης ο εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ότι επέφερε βελτιώσεις στο κτήμα και αυξήθηκε η αξία του τουλάχιστον κατά £25.000.  Η εφεσείουσα αντέτεινε ότι η αξιοποίηση έγινε από την ίδια με δάνειο που εξασφάλισε και που “εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας.  Αποδέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οποία η αγοραία αξία του κτήματος ελευθέρου οποιασδήποτε επιβάρυνσης ήταν, κατά την 1.4.1997, £81.339.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές του δικαίου της επιείκειας και στο ότι τα εμπιστεύματα (trusts) διέπονται από τις αρχές αυτές και περαιτέρω, αφού διαπίστωσε, με αναφορά στη σχετική νομολογία ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει εξουσία βάσει των Άρθρων 11(1), 14(β) και 16(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 23/90 και του Άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, να εφαρμόσει τις αρχές του δικαίου της επιείκειας αν η απαίτηση βασίζεται σ’ αυτές, ήχθη στο συμπέρασμα, ότι, εφόσον (α) ήταν κοινή πρόθεση των διαδίκων να ήσαν από κοινού δωρεοδόχοι του κτήματος κατά ½ μερίδιο και (β) απόρροια της κοινής πρόθεσης των διαδίκων ήσαν οι δαπάνες αξιοποίησης του κτήματος από τον εφεσίβλητο, ο τελευταίος ήταν εμπιστευματοδόχος (beneficiary) του ½ μεριδίου του κτήματος στη βάση εμπιστεύματος του οποίου εμπιστευματούχος (trustee) ήταν η εφεσείουσα επ’ ονόματι της οποίας είχε εγγραφεί ολόκληρο το κτήμα.  Δέχθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε εξίσου με την εφεσείουσα στην αύξηση της αξίας του [*1346]κτήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αίτηση του εφεσίβλητου μόνο αναφορικά με τις θεραπείες “A” και “B” και αποφάνθηκε ότι δεν είχε εξουσία να εκδόσει διάταγμα στο πλαίσιο της θεραπείας “Γ”.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της αναγνώρισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος κατέστη εμπιστευματοδόχος του ½ μεριδίου του κτήματος, ενώ με την αντέφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αναφορικά με την εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της θεραπείας “Γ”.

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας ήγειρε κατά την ακρόαση της έφεσης ζήτημα δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Υποστήριξε ότι εφόσον η διαφορά αναγόταν σε εμπίστευμα, ξέφευγε των δικαιοδοτικών διατάξεων των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990-1999 (Ν.23/90, όπως τροποποιήθηκε) και των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999 (Ν.232/91, όπως τροποποιήθηκε).

Ο εφεσίβλητος κάλεσε το Δικαστήριο να ακολουθήσει την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Λογγίνου ν. Λογγίνου, στην οποία κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να αποφασίζει περί της ύπαρξης ή μη καταπιστεύματος, με το οποίο ο έτερος των συζύγων καθίσταται καταπιστευματοδόχος περιουσίας προς όφελος του άλλου.

Στο εφετήριο προβλήθηκαν δύο λόγοι έφεσης:

1.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δωρεά του κτήματος αφορούσε και τους δύο διαδίκους και όχι μόνο την εφεσείουσα, δεν υποστηρίζετο από τη μαρτυρία.

Η εφεσείουσα εισηγήθηκε ότι το “Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψεν το αμάχητο τεκμήριο του Άρθρου 14(3)(α) του Ν. 232/91 αποφασίζοντας ότι τα ευρήματα του δικαιολογούσαν ενεργοποίηση των αρχών της επιείκειας.”

2.  Η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί αίτημα της εφεσείουσας για αναβολή της ακρόασης για λόγους υγείας καθώς επίσης και η απόφαση του με την οποία είχε κηρύξει λήξασα την υπόθεση της εφεσείουσας την αποστέρησαν του δικαιώματος να ακουσθεί και να αξιολογηθεί κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας των όπλων και ειδικά της αρχής [*1347]της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Αποφασίστηκε ότι:

Α.  Υπό Γαβριηλίδη, Δ. συμφωνούντος και του Χατζηχαμπή, Δ.:

1.  Στις 17.4.2002, όταν εκδόθηκε η επίδικη απόφαση, το νομοθετικό καθεστώς αναφορικά με τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 (Ν.26(1)/98) είχε, όπως και στην απόφαση Λογγίνου ν. Λογγίνου, ως εξής:

Άρθρο 2 (τροποποίηση του Νόμου 23/90 με το Άρθρο 2 του Νόμου 26(1)/98.

Άρθρο 11(1) (τροποποίηση του Νόμου 23/90 με το Άρθρο 3 του Νόμου 26(1)/98.

Ταυτόχρονα με το Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1998 (Ν.26(1)/98), ο ορισμός “Δικαστήριο” αντικαταστάθηκε ως εξής: “Δικαστήριο” σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως 1997.

Με το Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 (Ν.58(1)/99), ο ορισμός “περιουσία” αντικαταστάθηκε (ώστε να συνάδει με τον ορισμό “περιουσιακές σχέσεις”, στο Άρθρο 2 του Νόμου 26(1)/98).

Από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις είναι πρόδηλο ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εντάξει όλες ανεξαίρετα τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής.  Επομένως η υπό εξέταση διαφορά, ως βασιζόμενη σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο και ορθά της επιλήφθηκε.

2.  Ο λόγος έφεσης 1 δεν ευσταθεί.  Δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή του ευρήματος ότι η δωρεά του κτήματος αφορούσε και τους δύο διαδίκους.  Ο εφεσίβλητος εξήγησε αναλυτικά στη μαρτυρία του γιατί η δωρεά του κτήματος αφορούσε και τους δύο διαδίκους και γιατί ενεγράφη μόνο στο [*1348]όνομα της εφεσείουσας, χωρίς μάλιστα να αντεξεταστεί για το θέμα αυτό από το δικηγόρο της εφεσείουσας.

3.  Ο λόγος έφεσης 2 δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία η αναβολή της ακρόασης ή μη είναι θέμα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εύλογα και με γνώμονα την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Αντέφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εδικαιούτο στη βάση των αρχών της επιείκειας να επιδικάσει στον εφεσίβλητο το ½ της αγοραίας αξίας του κτήματος κατά την ημερομηνία πώλησής του (8.10.1997), ήτοι το ½ των £Κ81.339, δηλαδή £40.669,50, εφόσον αυτός είχε καταστεί εμπιστευματοδόχος του ½ προϊόντος της πώλησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδικαιούτο να εκδώσει διάταγμα εις βάρος της εφεσείουσας για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου εφόσον, εξ αντικειμένου, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μετά την 1.6.2001 οπότε είχε μεταβιβάσει και/ή εγγράψει ολόκληρο το κτήμα σε τρίτο πρόσωπο.  Ούτε εδικαιούτο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εναντίον του τρίτου προσώπου ή του Διευθυντή του Κτηματολογίου αφού αυτοί δεν ήσαν διάδικοι στην υπόθεση.

Υπό Πική, Π.:

1.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, άλλων από εκείνες που υπάγονται στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91), (ο Νόμος). Ο λόγος ο οποίος παρατέθηκε για απόκλιση από τις προγενέστερες αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Βουνού ν. Βουνού και Βασιλειάδης ν. Νικολάου - αλλαγή νομοθεσίας – ήταν ανεδαφικός.

2.  Δικαιοδοσία για την επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων σε ευρύτερο στάδιο παρασχέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο για πρώτη φορά από τις διατάξεις του Ν. 26(1) του 1998, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το Άρθρο 11 του Ν. 23/90, νόμος ο οποίος αναφέρεται και στη Λογγίνου.

[*1349]3.    Η επίδικη διαφορά δεν συνιστούσε (α) αύξηση της περιουσίας της συζύγου, ούτε διεκδικήσεις του συζύγου για μερίδιο σ’ αυτή βάσει του Άρθρου 14 του Νόμου ή (β) περιουσία που κτήθηκε από αυτή για τους σκοπούς του γάμου.  Η διαφορά αφορούσε υφαρπαγή περιουσίας της συζύγου από το σύζυγο.  Η περιουσία ανήκε (ως η υπόθεση του), στο σύζυγο την οποία σφετερίστηκε η καταπιστευματοδόχος σύζυγός του.  Της διαφοράς μπορούσε να επιληφθεί μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Η αντέφεση επιτράπηκε. Το διάταγμα για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου παραμερίσθηκε. Εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ποσό £Κ40.669,50, πληρωτέο από την εφεσείουσα, με τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία πώλησης του κτήματος (8.10.1997) μέχρι εξοφλήσεως.

Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία. Η αντέφεση επιτράπηκε. Εκδόθηκε διαταγή για καταβολή των εξόδων του εφεσίβλητου από την εφεσείουσα.

Παρατήρηση Εφετείου: Το Άρθρο 14(3)(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 232/1991, δε δημιουργεί οποιοδήποτε τεκμήριο μαχητό ή αμάχητο, υπέρ ή εις βάρος οποιουδήποτε των συζύγων.  Το Άρθρο 14(3)(α) εφαρμόζεται όταν η απαίτηση μεριδίου σε περιουσία του ενός συζύγου στηρίζεται στη “συνεισφορά” του άλλου συζύγου στην απόκτηση της και όχι σε εμπίστευμα το οποίο συνεστήθη, κατά την απόκτησή της περιουσίας από τον ένα σύζυγο υπέρ του άλλου.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179,

Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168,

Βασιλειάδης ν. Νικολάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 328,

Λογγίνος ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347,

Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461,

[*1350]Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643,

Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984.

Έφεση και Aντέφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση-εφεσείουσα κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 17/4/02 (Αρ. Αίτησης 95/97) με την οποία εκδόθηκε αναγνωριστική δήλωση ότι ο αιτητής, εν διαστάσει σύζυγος της καθ’ ης η αίτηση, εδικαιούτο να εγγραφεί ιδιοκτήτης κατά 1/2 μερίδιο σε κτήμα, εγγεγραμένο επ’ ονόματι της εφεσείουσας, ως εμπιστευματοδόχος του 1/2 μεριδίου του κτήματος.

Aντέφεση από τον αιτητή-εφεσίβλητο κατά της ορθότητας της ίδιας απόφασης με την οποία κρίθηκε ότι το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας για έκδοση διατάγματος ως το διεκδικούμενο από τον αιτητή ποσό το οποίο αντιστοιχεί στην αύξηση της αξίας του ακινήτου λόγω της δικής του συνεισφοράς στην αύξηση.

Χρ. Αδάμου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Νικολάου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνούν Γαβριηλίδης, Δ., και Χατζηχαμπής, Δ., θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.. Αντίθετη είναι η δική μου απόφαση με την οποία καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το ακίνητο με Αρ. Εγγραφής 11064, Φύλλο/Σχέδιο LIV/27, Τεμάχιο 104, στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού ("το κτήμα"), έφερε αντιμέτωπους τους διαδίκους μετά την κατάρρευση της έγγαμης σχέσης τους, το 1997.

Το ιστορικό του κτήματος έχει σημασία. Το παραθέτουμε:

Το κτήμα προέκυψε από το διαχωρισμό άλλου μεγαλύτερου ακινήτου χωρίς πιστοποιητικό εγγραφής. Στα "χαρτιά του μουκτάρη" το ακίνητο εφέρετο να ανήκει στον παππού της εφεσείουσας, νεκρό κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το διαχειριζόταν ο θείος της Μιχάλης Ευθυμίου. Τα πρόσωπα τα οποία εδικαιούντο να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες ήσαν ο πατέρας της εφεσείουσας Κώστας Ευθυμίου, ο [*1351]θείος της Μιχάλης Ευθυμίου, οι θείες της Μαρία και Αντρονίκη Ευθυμίου και οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος θείου της Άριστου Ευθυμίου. Μετά την εξασφάλιση του τίτλου τα μερίδια των Κώστα Ευθυμίου, Μιχάλη Ευθυμίου, Μαρίας Ευθυμίου και Αντρονίκης Ευθυμίου ενεγράφησαν στο όνομα της εφεσείουσας, το δε μερίδιο του Άριστου Ευθυμίου στο όνομα της συζύγου του και των πέντε παιδιών τους. Το ακίνητο ήταν το Τεμάχιο 30. Το Τεμάχιο 30 διαχωρίστηκε αργότερα στα τεμάχια 104 και 105. Απόλυτος ιδιοκτήτης του 104 έγινε η εφεσείουσα, ενώ διατήρησε συμφέρον και στο 105, το οποίο όμως αποξένωσε στις 9.5.1996.

Όταν επήλθε διάσταση στη σχέση των διαδίκων τον Απρίλη του 1997, το κτήμα ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσείουσας. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου η εφεσείουσα απεκάλυψε στον εφεσίβλητο ότι είχε πρόθεση να το πωλήσει. Έτσι ο εφεσίβλητος, στις 13.11.1997, καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο αξιώνοντας:

"Α) Δήλωση του δικαστηρίου ότι το ακίνητο με στοιχεία Αρ. Εγγραφής 11064 Φύλλο/Σχέδιο LIV27 Τεμάχιο 104 που βρίσκονται στον Αγ. Αθανάσιο Λεμεσού ανήκει κατά το ½ μερίδιο στον αιτητή ως εξ’ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτη του με την καθ’ ης η αίτηση στην βάση συμφωνίας καταπιστεύματος και/ή αλλιώτικα όπως φαίνεται από τα πιο κάτω.

 Β)  Διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται η καθ΄ης η αίτηση όπως μεταβιβάσει στον αιτητή με την από μέρους του ταυτόχρονη καταβολή του ποσού των Λ.Κ.1.507 το ½ μερίδιο του πιο πάνω ακινήτου μέσα σε 15 μέρες το αργότερο από την επίδοση σε αυτή του διατάγματος και/ή μέσα σε χρονικό διάστημα που θα καθορίσει το δικαστήριο.

 Γ)  Διαζευκτικά σε σχέση με τα (α) και (β) απόφαση για ποσό άνω των Λ.Κ.25.000 και για ποσό που θα καθορίσει το Δικαστήριο ότι αντιστοιχεί στην αύξηση της αξίας του ακινήτου με στοιχεία Αρ. Εγγραφής 11064 Φύλλο/Σχέδιο LIV27 Τεμάχιο 104 λόγω της συνεισφοράς και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή αλλιώτικα όπως φαίνεται από τα πιο πάνω.

 Δ)  Τόκους.

 Ε)  Έξοδα και Φ.Π.Α. επί των εξόδων.”

Ταυτόχρονα με την αίτησή του ο εφεσίβλητος καταχώρησε και [*1352]μονομερή αίτηση. Με αυτή εξασφάλισε παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων, απαγορευόταν η πώληση και μεταβίβαση του κτήματος. Τούτο εκδόθηκε στις 17.11.1997, επιδόθηκε στην εφεσείουσα στις 22.11.1997 και έγινε οριστικό στην απουσία της στις 28.11.1997.

Η εφεσείουσα πώλησε το κτήμα στις 8.10.1997, πριν την καταχώρηση της αίτησης. Προχώρησε και στη μεταβίβασή του την 1.6.2001, παρά την ύπαρξη του απαγορευτικού διατάγματος της 17.11.1997. Πώς επιτεύχθηκε τούτο διεφάνη από την έγγραφη μαρτυρία. Η εταιρεία Κτηματικές Επιχειρήσεις Ε. Διογένους Λτδ, η οποία αγόρασε το κτήμα, κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού το αγοραπωλητήριο έγγραφο της 8.10.1997, σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτελέσις) Νόμο, Κεφ. 232. Αργότερα καταχώρησε την αγωγή 5785/2000 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της εφεσείουσας. Στις 27.2.2001 η εφεσείουσα δέχτηκε απόφαση εναντίον της για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας της 8.10.1997.

Η διαφορά των διαδίκων δεν περιορίσθηκε στην κυριότητα του κτήματος. Επεκτάθηκε και σε βελτιώσεις που έγιναν σ΄αυτό με αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας του. Έτσι, ενώ ο εφεσίβλητος προέβαλε στην αίτησή του γεγονότα των οποίων η στοιχειοθέτησή τους θ΄απέληγε στην ύπαρξη εμπιστεύματος, η εφεσείουσα στην υπεράσπισή της ισχυρίστηκε πως "η απόκτηση και εγγραφή του ρηθέντος ακινήτου εμπίπτει στις εξαιρέσεις της σχετικής νομοθεσίας δια δικαίωμα απαίτησης μεριδίου περιουσίας η οποία απεκτήθη μετά το γάμο των διαδίκων". Επίσης, ενώ ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι, λόγω των βελτιώσεων που ο ίδιος επέφερε στο κτήμα, αυτό "… αξίζει τουλάχιστον £25.000.- περισσότερο από όσα θα άξιζε αν … δεν είχε προχωρήσει στην αξιοποίησή του", η εφεσείουσα αντέτεινε ότι η αξιοποίηση έγινε από την ίδια με δάνειο που εξασφάλισε από τη Σ.Π.Ε. Μέσα Γειτονιάς και που "εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα".

Κατά την ακρόαση έδωσαν μαρτυρία για μεν τον εφεσίβλητο ο ίδιος, ο πραγματογνώμονας Γλαύκος Αγαθαγγέλου, ο Πολεοδόμος Αλέξανδρος Λαμπρίδης και ο Κτηματολογικός Υπάλληλος Ματθαίος Μικελλίδης, ενώ για την εφεσείουσα μόνο η ίδια.

Ο εφεσίβλητος ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι νυμφεύθηκε την εφεσείουσα στις 17.10.1976. Ήταν τότε 23 χρόνων. Αφού παρέθεσε το ιστορικό του κτήματος, από τον καιρό που, ως Τεμάχιο 30, ήταν, "στα χαρτιά του μουκτάρη", στο όνομα του παππού της εφε[*1353]σείουσας μέχρι την εγγραφή του στο όνομά της, ανέφερε ότι διατηρούσε άριστες σχέσεις με το Μιχάλη Ευθυμίου, θείο της εφεσείουσας και διαχειριστή του κτήματος. Ο τελευταίος για κάθε δυσκολία του αποτεινόταν κοντά του. Μια και δεν είχε παιδιά, παρότρυνε τον εφεσίβλητο να προβεί στα αναγκαία διαβήματα ώστε να εκδοθεί τίτλος στο όνομα των δικαιούχων, με την υπόσχεση ότι θα έπειθε και τα αδέλφια του να δωρίσουν το μερίδιό τους στον εφεσίβλητο και την εφεσείουσα. Πράγματι, ο εφεσίβλητος προέβη στα αναγκαία διαβήματα προς το Κτηματολόγιο με αποτέλεσμα, το 1979, όλα να είναι έτοιμα για τη μεταβίβαση του κτήματος. Όταν, όμως, πήγαν στο Κτηματολόγιο ο εφεσίβλητος δεν είχε μαζί του την ταυτότητά του. Έτσι δέχτηκε να γίνει εγγραφή του όλου στο όνομα της εφεσείουσας γιατί, όπως το έθεσε, "Δεν έβλεπα δικό μου και δικό της. Είναι για τα παιδιά μας". Τέλος του 1989, επειδή το κτήμα ήταν απροσπέλαστο, ο εφεσίβλητος διευθέτησε τη δημιουργία δρόμου, την ξεχέρσωση και ισοπέδωσή του. Ύστερα έκαμε δύο γεωτρήσεις, βρήκε νερό, το περίφραξε και το δενδροφύτευσε. Τις δαπάνες τις επωμίσθηκε ο ίδιος. Στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τη διάσταση επωμίσθηκε τις δαπάνες για λιπάσματα και φάρμακα, ενώ αφιέρωσε "αμέτρητες ώρες" εργασίας σ΄αυτό για την αξιοποίηση και συντήρησή του. Αποτίμησε το χρόνο του σε χρήμα στις £15.000. Η συμβολή του σε χρήμα, εξήγησε, ήταν από την εργασία του ως μηχανικού αυτοκινήτων και από την πώληση ενός κτήματος που του δώρισε η μητέρα του στον Άγιο Αμβρόσιο. Η εφεσείουσα είχε την αποκλειστική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών. Φροντίδα που τον άφηνε απερίσπαστο να αφιερώσει τον ελεύθερό του χρόνο στο κτήμα. Συνέχισε να φροντίζει το κτήμα και μετά τη διακοπή της συμβίωσης. Σταμάτησε μόνο όταν η εφεσείουσα του είπε, "μην πηγαίνεις και έπιασέ το άλλος". Του υποσχέθηκε £10.000 δίδοντάς του έναντι £600 σε μετρητά και εξοφλητική απόδειξη για χρέος £900.

Ο εφεσίβλητος απέρριψε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι η αξιοποίηση του κτήματος έγινε από δάνειο από τη ΣΠΕ Μέσα Γειτονιάς. Εξήγησε ότι αποφάσισαν να συνάψουν το δάνειο προκειμένου να αγοράσουν προκατασκευασμένο σπίτι, την αξία του οποίου συμφώνησε ο ίδιος στις £7.000. Έτσι εγγυήθηκε την εφεσείουσα και πήρε το δάνειο ύψους £10.000. Μετά τη σύναψη του δανείου η εφεσείουσα άλλαξε γνώμη. Ήθελε να κτίσουν στο κτήμα αντί να εγκαταστήσουν προκατασκευασμένο σπίτι. Ο εφεσίβλητος έδωσε οδηγίες σε μηχανικό και τους ετοίμασε σχέδια. Πλήρωσε £400 για το σκοπό αυτό. Όταν όμως κοστολόγησαν το σπίτι αποθαρρύνθηκαν. "Θα πωλήσεις το χωράφι και θα μείνει και χρέος γι΄αυτό το σπίτι", του είπε η εφεσείουσα. Η ιδέα του σπιτιού ναυάγησε. Αργό[*1354]τερα η εφεσείουσα ξόδεψε £5.300 από το ποσό του δανείου για αγορά του αυτοκινήτου VR120 που ενέγραψε στο όνομά της. Από το ίδιο δάνειο πλήρωσε £2.300 με £2.500 χάριν του αδελφού της που τον εγγυήθηκε για ενοικιαγορά. Από το δάνειο, κατέληξε ο εφεσίβλητος, "ούτε λίρα δεν πήγε στο ακίνητο".

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε, τέλος, ότι η εφεσείουσα του αποκάλυψε πως πώλησε το κτήμα για £100.000. Από αυτό, όμως, θάπρεπε να αποπληρώσει το ενυπόθηκο δάνειο από τη ΣΠΕ Μέσα Γειτονιάς.

Η εκτίμηση της αγοραίας αξίας του κτήματος έγινε από τον πραγματογνώμονα Γλαύκο Αγαθαγγέλου, ενώ οι μάρτυρες Αλέξανδρος Λαμπρίδης και Ματθαίος Μικελλίδης παρέθεσαν τα πολεοδομικά και κτηματολογικά δεδομένα του κτήματος, αντίστοιχα.

Κατά τη δική της μαρτυρία η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι από την πώληση του κτήματος εισέπραξε £55.000. Από το ποσό αυτό αποπλήρωσε το δάνειο από τη ΣΠΕ Μέσα Γειτονιάς το οποίο, μαζί με τους τόκους, ανήλθε στις £17.500. Πλήρωσε ακόμη £10.300 φόρους. Επέμεινε ότι η αξιοποίηση του κτήματος έγινε από την ίδια από το ποσό του δανείου. Από το ποσό του δανείου παραδέχτηκε, όμως, ότι αγόρασε και ένα αυτοκίνητο για £5.000. Χαρακτήρισε το κτήμα ως προίκα προς την ίδια. Αρνήθηκε ότι πρότεινε να δώσει στον εφεσίβλητο £10.000 και εξήγησε πως τα ποσά που του έδωσε ήταν για την ηλεκτρογεννήτρια και τουρμπίνα που ο εφεσίβλητος εγκατέστησε στο κτήμα. Ακόμη ο εφεσίβλητος είχε κάποιο χρέος στη Λαϊκή Τράπεζα, με εγγυητές την ίδια και το γιος τους. Έτσι θεώρησε "φρόνιμο", όπως είπε, να εξοφλήσει το χρέος αυτό και να του δώσει απόδειξη. Αρνήθηκε ότι συζήτησαν οτιδήποτε άλλο. "Από τις 20.4.1997 δεν ξαναμιλήσαμε μαζί", είπε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, αποδέχθηκε, για τους λόγους που εξήγησε, εκείνη του εφεσίβλητου, ενώ, για τους λόγους που, επίσης, εξήγησε, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας. Αποδέχθηκε, επίσης, τη μαρτυρία του πραγματογνώμονα Γλαύκου Αγαθαγγέλου σύμφωνα με την οποία η αγοραία αξία του κτήματος ελευθέρου οποιασδήποτε επιβάρυνσης ήταν, κατά την 1.4.1997, £81.339.

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, οι αρχές του δικαίου της επιείκειας αποτελούν μέρος του Κυπριακού δικαίου "εκτός εάν άλλη πρόβλεψη εγένετο ή θα γίνει υπό οιουδήποτε νόμου εφαρμοστέου ή γενομένου δυνάμει του Συντάγμα[*1355]τος", και ότι τα εμπιστεύματα (trusts) διέπονται από τις αρχές αυτές και, περαιτέρω, αφού διαπίστωσε, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει εξουσία, βάσει των άρθρων 11(1), 14(β) και 16(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου 23/90 και του άρθρου 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, να εφαρμόζει τις αρχές του δικαίου της επιείκειας αν η απαίτηση βασίζεται σ’ αυτές, ήχθη στο συμπέρασμα ότι, εφόσον (α) ήταν κοινή πρόθεση των διαδίκων να ήσαν από κοινού δωρεοδόχοι του κτήματος κατά ½ μερίδιο και (β) απόρροια της κοινής πρόθεσης των διαδίκων ήσαν οι ζημιογόνες για τον ίδιο ενέργειες στις οποίες προέβη, ήτοι οι δαπάνες για αξιοποίηση του τεμαχίου 30 και, ακολούθως, του τεμαχίου 104, το οποίο προέκυψε από το διαχωρισμό του, ο εφεσίβλητος ήταν εμπιστευματοδόχος (beneficiary) του ½ μεριδίου του κτήματος στη βάση εμπιστεύματος του οποίου εμπιστευματούχος (trustee) ήταν η εφεσείουσα επ΄ονόματι της οποίας είχε εγγραφεί ολόκληρο το κτήμα. Δέχθηκε, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε εξίσου με την εφεσείουσα στην αύξηση της αξίας του κτήματος.

Στη συνέχεια, στηριζόμενο στο τελικό του συμπέρασμα, και αφού διευκρίνισε ότι, κατά την αντίληψή του, στον εφεσίβλητο μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη μόνο στο πλαίσιο των θεραπειών "A" και "B" και όχι στο πλαίσιο της θεραπείας "Γ" "εφόσον η έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της θεραπείας "Γ" προϋποθέτει εξουσία του Δικαστηρίου να υπολογίζει την αξία του αντικειμένου καταπιστεύματος, που βρισκόταν στην κατοχή του καταπιστευματοδόχου και που έπαυσε να υφίσταται κατά τον χρόνο της ακρόασης και να εκδίδει απόφαση για ποσό ίσο με αυτή", εξουσία την οποία δεν έχουν "τα Κυπριακά δικαστήρια", το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με το ακόλουθο διατακτικό:

"Για όλα τα παραπάνω η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται αναγνωριστική δήλωση ότι ο Αιτητής δικαιούται να εγγραφεί ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου στο ακίνητο με Αριθμό Εγγραφής 11064, Φύλλο/Σχέδιο LIV/27, Τεμάχιο 104 στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού. Επιπρόσθετα εκδίδεται διάταγμα για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου στο όνομα του Αιτητή. Τα έξοδα επιδικάζονται, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση."

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της αναγνώρισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος κατέστη εμπιστευματοδόχος του ½ μεριδίου του κτήματος, ενώ με την αντέφεση αμφι[*1356]σβητείται η ορθότητα της ίδιας απόφασης αναφορικά με την εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της θεραπείας "Γ".

∏ ¢π∫∞π√¢√™π∞

Άνκαι στο εφετήριο δεν προβάλλεται σχετικός λόγος έφεσης, ούτε το ζήτημα συζητήθηκε πρωτόδικα, ο δικηγόρος της εφεσείουσας ήγειρε, κατά την ενώπιόν μας ακρόαση, ζήτημα δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί, όπως και επιλήφθηκε, της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Υπέβαλε συναφώς ότι, εφόσον η διαφορά αναγόταν σε εμπίστευμα, ξέφευγε των δικαιοδοτικών διατάξεων των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990-1999 (Ν. 23/90, όπως τροποποιήθηκε) και των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999 (Ν. 232/91, όπως τροποποιήθηκε). Μας παρέπεμψε σχετικά στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179 στην οποία αποφασίστηκε ότι, για τους λόγους που εξηγούνται, οι αρχές της επιείκειας δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του άρθρου 14 των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999.

Δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, θέματα δικαιοδοσίας μπορούν να εγερθούν και εξεταστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο, αποφασίσαμε να επιληφθούμε του ζητήματος. Η κατάληξή μας είναι ότι, σύμφωνα με τη νομοθεσία η οποία ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιον μας έφεσης (17.4.2002), το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία και ορθά επιλήφθηκε της διαφοράς. Τα νομολογηθέντα στην Ορφανίδης, όπως και τα νομολογηθέντα στις προηγούμενες υποθέσεις Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168 και Βασιλειάδης ν. Νικολάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 328, όπως διευκρίνισε το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στη Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347, αποφασίστηκαν κάτω από εντελώς διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς από εκείνο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εφεσιβληθείσης απόφασης στη Λογγίνου (18.2.99). Στις 17.4.2002, όταν, όπως αναφέραμε, εκδόθηκε η απόφαση η οποία αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης, το νομοθετικό καθεστώς αναφορικά με τη δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 (Ν. 26(1)/98), είχε, όπως και στην Λογγίνου, ως εξής:

Άρθρο 2 (τροποποίηση του Νόμου 23/90 με το άρθρο 2 του Νόμου 26(1)/98:

[*1357]

"΄περιουσιακές σχέσεις΄ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1998."

Άρθρο 11(1) (τροποποίηση του Νόμου 23/90 με το άρθρο 3 του Νόμου 26(1)/98):

"11(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν-

(α) …………………………………....…...............................…….

(β) ………………………………...............................……....…….

(γ) …………………………………...............................…....…….

(δ) …………………………………...............................……....….

(ε) Θέματα γονικής μέριμνας, διατροφής, αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία."

(υπογράμμιση δική μας)

Ταυτόχρονα, με το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1998 (Ν. 25(1)/98), ο ορισμός "Δικαστήριο" αντικαταστάθηκε ως εξής:

“‘Δικαστήριο’ σημαίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως 1997.”

Τέλος, με το άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 (Ν. 58(1)/99), ο ορισμός "περιουσία" αντικαταστάθηκε (ώστε να συνάδει με τον ορισμό "περιουσιακές σχέσεις", πιο πάνω) ως εξής:

“‘περιουσία’ σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου [*1358]ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.".

Από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις είναι πρόδηλο ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εντάξει όλες ανεξαίρετα τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής. (Βλ. και Λογγίνου, πιο πάνω, όπως και Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 A.A.Δ. 1461 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643. Επομένως, και η υπό εξέταση περιουσιακή διαφορά, ως βασιζόμενη σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο και ορθά της επιλήφθηκε.

Η ΕΦΕΣΗ (σύμφωνα με το εφετήριο).

Προβάλλονται δύο λόγοι έφεσης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η δωρεά του επιδίκου αφορούσε και τους δυό διαδίκους και όχι μόνο την Καθ’ ης η Αίτηση με αποτέλεσμα ο Αιτητής να δικαιούται να εγγραφεί ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 11064, Φ/ΣχLIV/27, τεμάχιο 104 στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού." Και τούτο διότι, "Ενώ δεν είχεν τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου η αναγκαία αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με το ποσοστό μεριδίου που καθένας από τους συγγενείς της Καθ΄ης η Αίτησις/Εφεσείουσας κατείχε και/ή εδικαιούτο να εγγραφεί και το οποίο μερίδιο της είχε δωρηθεί, αποφάσισεν ότι η πρόθεση όλων ανεξαιρέτως των πιο πάνω συγγενών της ήταν να δοθεί – δωρηθεί – και στους δυό διαδίκους σε ποσοστό ½ μερίδιο στον καθένα." Και, περαιτέρω, διότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψεν το αμάχητο τεκμήριο του άρθρου 14(3)(α) του Ν232/91 αποφασίζοντας ότι τα ευρήματα του δικαιολογούσαν ενεργοποίηση των αρχών της επιείκειας."

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι γνωστές.  Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία και αποδέχθηκε, κατέληξε στο εύρημα ότι η δωρεά του κτήματος αφορούσε και τους δύο διαδίκους και όχι μόνο την εφεσείουσα. Ο εφεσίβλητος εξήγησε αναλυτικά στη μαρτυρία του γιατί η δωρεά του κτήματος αφορούσε και τους δυο διαδίκους και γιατί ενεγράφη μόνο στο όνομα της εφεσείουσας, χωρίς μάλιστα να αντεξεταστεί για το θέμα αυτό από το δικηγόρο της εφεσείουσας.

Όσον αφορά την εισήγηση ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψεν το αμάχητο τεκμήριο του άρθρου 14(3)(α) του Ν232/91 αποφασίζοντας ότι τα ευρήματα του δικαιολογούσαν ενεργοποίηση των αρχών της επιείκειας.", παρατηρούμε, πρώτο, ότι το άρθρο 14(3)(α) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 232/1991, δε δημιουργεί οποιοδήποτε τεκμήριο, μαχητό ή αμάχητο, υπέρ ή εις βάρος οποιουδήποτε των συζύγων*, και, δεύτερο, ότι το άρθρο 14(3)(α) εφαρμόζεται όταν η απαίτηση μεριδίου σε περιουσία του ενός συζύγου στηρίζεται στη "συνεισφορά" του άλλου συζύγου στην απόκτησή της και όχι σε εμπίστευμα το οποίο συνεστήθη, κατά την απόκτηση της περιουσίας, από τον ένα σύζυγο υπέρ του άλλου. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος στήριξε την απαίτησή του στο ½ μερίδιο του κτήματος στο δίκαιο της επιείκειας και, ειδικότερα, στο δίκαιο το οποίο διέπει τα εμπιστεύματα. Δεν τη στήριξε στο άρθρο 14 του Νόμου 232/1991. Στο άρθρο 14 του Νόμου 232/1991 στήριξε την περαιτέρω απαίτησή του για μερίδιο στην αύξηση της αξίας του κτήματος, μετά τη σύσταση του εμπιστεύματος, λόγω της συνεισφοράς του. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία, τα Οικογενειακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να παρέχουν όλες τις θεραπείες τις οποίες οποιοσδήποτε από τους διαδίκους θα εδικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε απαίτηση η οποία στηρίζεται επί των αρχών της επιείκειας (equity) (βλ. άρθρα 11(1), 14(β) και 16(1) του Νόμου 23/1990 [*1360]και άρθρο 31 του Νόμου 14/1960), ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ΄εφαρμογή των εν λόγω αρχών, προχώρησε για να εξακριβώσει κατά πόσο, κατά τη μεταβίβαση του κτήματος στην εφεσείουσα, είχε συσταθεί εμπίστευμα υπέρ του εφεσιβλήτου και, αν ναι, σε τι αναλογία μεριδίου. (Βλ. σχετικά Λογγίνου, Γρηγορίου και Γιάγκου, πιο πάνω).

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι "Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε το αίτημα για αναβολή που έγινε από τον Δικηγόρο της Καθ΄ης η Αίτηση όταν η Καθ΄ης η αίτηση δεν ήτο παρούσα στο Δικαστήριο, δια λόγους υγείας, δια να συνεχιστεί η αντεξέταση της ήτο εσφαλμένη. Εσφαλμένη επίσης ήτο η Απόφαση του Δικαστηρίου και στο ότι κήρυξεν λήξασα την υπόθεση της Καθ΄ης η αίτηση." Και τούτο διότι: "I. Ενώ αρχικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισεν να δώσει την ευκαιρία στο Δικηγόρο της Καθ΄ης η αίτηση να παρουσιάσει τα αναγκαία Ιατρικά δικαιολογητικά αναφορικά με την υγεία της Καθ΄ης η Αίτηση μέχρι την 2.30μ.μ., εν τούτοις 2 ½ ώρες ενωρίτερα, το Δικαστήριο αποφάσισεν να επανασυνεδριάσει δια να ενημερωθεί από τον Δικηγόρο της Καθ’ ης η αίτηση ανατρέποντας μ΄αυτό τον τρόπο προηγούμενη απόφαση του. ΙΙ. Η άρνηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απέρριψε το αίτημα δια αναβολή που έγινε από τον Δικηγόρο της Καθ΄ης η αίτηση καθώς επίσης και η απόφαση του με την οποία είχε κηρύξει λήξασα την υπόθεση της Καθ΄ης η αίτηση, αποστέρησεν στην Καθ΄ης η αίτηση του δικαιώματος να ακουσθεί και να αξιολογηθεί παραβιάζοντας τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας των όπλων και ειδικά την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. ΙΙΙ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αρνούμενο την αιτούμενη αναβολή προτάσσοντας το Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Αιτητή δια ολοκλήρωση της υπόθεσης του εντός ευλόγου χρόνου παράβλεψεν ότι η υπόθεση είχε οριστεί δια, πρώτη φορά, ακρόαση στις 22/6/99 και ότι η υπόθεση είχε αναβληθεί τόσο δια λόγους που αφορούσαν τον Αιτητή, τον Δικηγόρο του Αιτητή, τον Δικηγόρο της Καθ΄ης η αίτηση, αλλά και της απουσίας του ιδίου του Δικαστή και αισθάνθηκε, λανθασμένα ότι εγίνετο προσπάθεια έμμεσης επίτευξης αναβολής με αποτέλεσμα να αποστερήσει την Καθ΄ης η αίτηση από του να ακουσθεί, ενώ τέτοια ευαισθησία δεν έδειξεν, ούτε τα ίδιο κριτήρια εφάρμοσεν από 22/6/99 και μετέπειτα."

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος.

Η αιτιολογία Ι, όπως διατυπώνεται, είναι ανακριβής για το λόγο ότι δεν αποδίδει ορθά το νόημα των όσων λέχθηκαν από το πρω[*1361]τόδικο Δικαστήριο στις 3.12.2001 στα πλαίσια αιτήματος του δικηγόρου της εφεσείουσας για αναβολή της ακρόασης. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελίδα 134), στις 9.55π.μ. το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχολιάζοντας το γεγονός ότι η πλευρά της εφεσείουσας δεν προσκόμισε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να επιβεβαιώνει τους λόγους υγείας τους οποίους επικαλέσθηκε ο δικηγόρος της για να δικαιολογήσει την απουσία της από το Δικαστήριο, και το συνεπακόλουθο αίτημά του για αναβολή της ακρόασης, αποφάσισε να δώσει χρόνο στο δικηγόρο να επικοινωνήσει με την εφεσείουσα είτε για να εξασφαλίσει και παρουσιάσει ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να επιβεβαιώνει τους λόγους υγείας της εφεσείουσας είτε για να εξασφαλίσει την παρουσία της εφεσείουσας με σκοπό τη συνέχιση της ακρόασης, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, ότι μέχρι τις 2.30μ.μ. υπήρχε αρκετός εργάσιμος χρόνος, όπως και το απόγευμα της ίδιας ημέρας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η αντεξέταση της εφεσείουσας. Αυτό προκύπτει και από τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 135 των πρακτικών, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ρητά, "Γι’ αυτό θα διακόψω τώρα και θα αναμένω το συντομότερο δυνατό από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της Καθ’ ης η Αίτηση να ενημερώσει το Δικαστήριο αναφορικά με το πότε σκοπεύει η Καθ’ ης η Αίτηση να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο". Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκοψε τη διαδικασία και, στις 12μ., επανασυνεδρίασε για να ενημερωθεί. Τότε, αντί του κ. Χρ. Αδάμου, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση και είχε εμφανιστεί προηγουμένως, εμφανίστηκε εκ μέρους του η κα Σ. Αδάμου για να πληροφορήσει το Δικαστήριο ότι ο κ. Χρ. Αδάμου ήταν απασχολημένος σε συνεχιζόμενη ακρόαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ότι υπήρξε επικοινωνία με την εφεσείουσα, ότι η εφεσείουσα δεν ήταν παρούσα στο Δικαστήριο και ότι δεν εξασφαλίστηκε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να δικαιολογεί το αίτημα αναβολής για λόγους υγείας της εφεσείουσας.

Από το ιστορικό αυτό δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέτρεψε οποιαδήποτε προηγούμενή του απόφαση. Αντίθετα, ενήργησε στα πλαίσια της απόφασης την οποία είχε πάρει στις 9.55π.μ. να διακόψει τη διαδικασία για να δώσει χρόνο στην εφεσείουσα είτε να παρουσιαστεί για συνέχιση της ακρόασης είτε για να παρουσιάσει ιατρικό πιστοποιητικό ότι δεν μπορούσε να παρουσιαστεί για λόγους υγείας.

Οι αιτιολογίες ΙΙ και ΙΙΙ δεν ευσταθούν. Μετά τη διαπίστωση ότι ο μεν κ. Χρ. Αδάμου, ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, ήταν απασχολημένος στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η δε εφεσείουσα δεν ήταν παρούσα, χωρίς να παρουσιαστεί ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να δικαιολογεί την αναβολή της ακρόασης για λόγους υγείας της εφεσείουσας, το Δικαστήριο προχώρησε ως εξής:

"Δικαστήριο: Με την προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή μου είχα διαχωρίσει τους λόγους που προβλήθηκαν για αναβολή σε δύο κατηγορίες. Δεν ενέκρινα την αναβολή για τον πρώτο λόγο που αποσκοπούσε στην απασχόληση του κ. Αδάμου σε συνεχιζόμενη ακρόαση της υπόθεσης 4308/97 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Για το δεύτερο λόγο επίσης δεν ενέκρινα το αίτημα και έδωσα ευκαιρία προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο το πρόβλημα της Καθ’ ης η αίτηση ήταν τέτοιο που απέτρεπε την παρουσία της στο Δικαστήριο. Ας σημειωθεί ότι ο κ. Αδάμου είχε αναφερθεί σε αιμορραγία ενώ η κα Αδάμου τώρα αναφέρεται σε πρόβλημα που αντιμετωπίζει λόγω όγκου στη μήτρα. Τόσο η παράλειψη του κ. Αδάμου να εμφανιστεί ενώπιόν μου, που είχε καθήκον να εμφανιστεί, όσο και η παράλειψη προσαγωγής ιατρικού πιστοποιητικού, αλλά και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα λεχθέντα από τον κ. Αδάμου και την κα Αδάμου, καθώς επίσης και η αναφορά της κ. Αδάμου ότι ο κ. Αδάμου τώρα βρίσκεται σε ακρόαση στην υπόθεση 4308/98, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η αναφορά σε ασθένεια της Καθ΄ης η αίτηση ήταν απλώς προπέτασμα καπνού προκειμένου να επιτευχθεί αναβολή για τον πρώτο λόγο που δεν ενέκρινα.

Ενόψει των πιο πάνω, κηρύσσω λήξασα την κατάθεση της Καθ’ ης η αίτηση και καλώ την κα Αδάμου όπως καλέσει τον επόμενό της μάρτυρα.

κα Αδάμου: Δεν υπάρχει επόμενος μάρτυρας.

Δικαστήριο προς κα Αδάμου: Αυτή είναι η υπόθεση για την Καθ’ ης η Αίτηση;

κα Αδάμου: Δεν υπάρχει άλλος μάρτυρας σήμερα εδώ.

Δικαστήριο: Κηρύσσεται λήξασα η υπόθεση της Καθ΄ης η Αίτηση. Κυρία Αδάμου, αγορεύσετε."

Σύμφωνα με τη νομολογία η αναβολή της ακρόασης ή μη είναι θέμα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει σε δύο μόνο περιπτώσεις. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, στη σελίδα 988:

[*1363]

"Όπου η επίλυση επίδικου θέματος επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποκλειστικός κριτής της άσκησης της εξουσίας είναι ο δικαστής στον οποίο εναποτίθεται η δικαιοδοσία. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δυο μόνο περιπτώσεις:

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκησή της εξωγενείς παράγοντες, και

(β) όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο."

Κανένας από τους λόγους αυτούς δεν συνέτρεχε στην προκείμενη περίπτωση. Υπό τις περιστάσεις, η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εύλογα και με γνώμονα την απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Η ΑΝΤΕΦΕΣΗ

Η αντέφεση στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο. Ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε εξουσία να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου στο πλαίσιο της θεραπείας "Γ" της αίτησής του, ενώ κατέληξε σε ευρήματα τα οποία δικαιολογούσαν τη χορήγηση τέτοιας θεραπείας, ήτοι την επιδίκαση αποζημιώσεως και ή χρηματικού ποσού υπέρ του εφεσιβλήτου. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσιβλήτου τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία δικαιολογούσαν την επιδίκαση αποζημιώσεως και/ή χρηματικού ποσού στο πλαίσιο της θεραπείας "Γ" της αίτησης ήταν "α. ότι ο Εφεσίβλητος ήταν δικαιούχος του ½ μεριδίου του επίδικου ακίνητου στη βάση συμφωνίας καταπιστεύματος με την Εφεσείουσα. β. ότι η αξία του επίδικου ακινήτου την 1/4/97 ήταν ΛΚ.81.339,00. γ. ότι το επίδικο ακίνητο είχε μεταβιβασθεί την 1/6/01 από την Εφεσείουσα σε τρίτο πρόσωπο ενώ εκκρεμούσε η παρούσα υπόθεση εν αγνοία του Εφεσίβλητου."

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ήταν εμπιστευματοδόχος του [*1364]½ μεριδίου του κτήματος στη βάση εμπιστεύματος το οποίο συνεστήθη κατά την απόκτηση του κτήματος, με εμπιστευματούχο την εφεσείουσα επ’ ονόματι της οποίας είχε εγγραφεί ολόκληρο το κτήμα, και, επίσης, ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε εξίσου με την εφεσείουσα στην αύξηση της αξίας του κτήματος, αυτό σήμαινε ότι η εφεσείουσα, με την πώληση του κτήματος, κατέστη, στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας, εμπιστευματούχος του ½ του προϊόντος της πώλησης, όπως το αποτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με εμπιστευματοδόχο τον εφεσίβλητο. Κατέστη, δηλαδή, εμπιστευματούχος του ½ της αγοραίας αξίας του κτήματος κατά την ημερομηνία της πώλησής του (8.10.1997), ήτοι του ½ των £Κ81.339, δηλαδή £Κ40.669,50, με εμπιστευματοδόχο τον εφεσίβλητο. Το τελευταίο αυτό ποσό εδικαιούτο, στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας, να επιδικάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέρ του εφεσίβλητου. Εκείνο το οποίο δεν εδικαιούτο ήταν να εκδώσει διάταγμα εις βάρος της εφεσείουσας για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου εφόσον, εξ αντικειμένου, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μετά την 1.6.2001 οπότε είχε μεταβιβάσει και/ή εγγράψει ολόκληρο το κτήμα σε τρίτο πρόσωπο, ήτοι την εταιρεία Κτηματικές Επιχειρήσεις Ε. Διογένους Λτδ. Ούτε, βέβαια, εδικαιούτο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εις βάρος της εταιρείας Κτηματικές Επιχειρήσεις Ε. Διογένους Λτδ ή του Διευθυντή του Κτηματολογίου αφού αυτοί, αν μη τι άλλο, δεν ήσαν διάδικοι στην υπόθεση.

Ως αποτέλεσμα:

Η έφεση απορρίπτεται.

Η αντέφεση επιτρέπεται. Το διάταγμα για μεταβίβαση και/ή εγγραφή του ½ μεριδίου του κτήματος στο όνομα του εφεσίβλητου παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ποσό £Κ40.669,50, πληρωτέο από την εφεσείουσα, με τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία πώλησης του κτήματος (8.10.1997) μέχρι εξοφλήσεως.

Η εφεσείουσα θα καταβάλει τα έξοδα του εφεσίβλητου.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Κατά την ακρόαση η εφεσείουσα αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς την οποία επέλυσε με την απόφασή του, η ορθότητα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης.  Ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Αυτονόητο είναι ότι η ύπαρξη δι[*1365]καιοδοσίας αποτελεί προϋπόθεση για την επίλυση διαφοράς η οποία τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου.

Με την αίτηση του εφεσίβλητου, του συζύγου, προβλήθηκε αξίωση εναντίον της συζύγου του (της εφεσείουσας) για τη μεταβίβαση επ’ ονόματί του, του ενός δευτέρου μεριδίου  ακινήτου το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της.  Το εν δεύτερο μερίδιο του ακινήτου ενεγράφη επ’ ονόματι της συζύγου του ως καταπιστευματοδόχου  προς όφελός του.  Αρνούμενη να το μεταβιβάσει η σύζυγος παρέβη τις υποχρεώσεις που θέτει το δίκαιο της επιείκειας στον καταπιστευματοδόχο. Σφετερίστηκε τοιουτοτρόπως την περιουσία που της δόθηκε προς όφελος του συζύγου της.  Αιτία αγωγής αποτελεί η κατάχρηση της θέσης της εφεσείουσας ως καταπιστευματοδόχου ακινήτου, που δωρήθηκε από συγγενικό της πρόσωπο στο σύζυγό της.  Είναι η θέση του συζύγου ότι η περιουσία ουδέποτε περιήλθε στην κυριότητα της συζύγου του.  Η διαφορά των διαδίκων εντοπίζεται στο κατά πόσο η σύζυγος απέκτησε την περιουσία προσωπικά ή υπό την ιδιότητα του καταπιστευματοδόχου προς όφελος του συζύγου της.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης εφόσον η διαφορά εκφεύγει του δικαιοδοτικού πλαισίου του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν.23/90), και του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/91),  (ο Νόμος).  Ο δικηγόρος της  υπέβαλε  ότι, εφόσον η διαφορά ανάγεται σε σφετερισμό περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο, το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του ζητήματος.  Μας παρέπεμψε στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη  (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, στην οποία αποφασίστηκε ότι οι αρχές της επιείκειας και ιδιαίτερα το αξίωμα, ισότητα ίσον δικαιοσύνη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση του άρθρου 14 του Νόμου, για τους λόγους που εξηγούνται σε έκταση στην απόφαση εκείνη και που μπορεί να συνοψιστούν στην ακόλουθη πρόταση.  Το άρθρο 14 του Νόμου αποτελεί αυτοτελή νομοθετική διάταξη ρυθμιστική του επιμερισμού της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε περίπτωση χωρισμού ή διάλυσης του γάμου.

Ο εφεσίβλητος κάλεσε το Δικαστήριο να ακολουθήσει την προηγούμενη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Λογγίνος ν. Λογγίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1347 στην οποία κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να αποφασίζει περί της ύπαρξης ή μη καταπιστεύματος, με το οποίο ο έτερος των συζύγων καθίσταται καταπιστευματοδόχος περιουσίας [*1366]προς όφελος του άλλου. Η απόφαση στη Λογγίνου ακολουθήθηκε στις υποθέσεις Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1461 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1643.

Στη Λογγίνου, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο, αναφέρθηκε στις  προγενέστερες αποφάσεις του ιδίου δικαστηρίου στη Βουνού ν. Βουνού (1995) 1 Α.Α.Δ. 168, και στη Βασιλειάδης ν. Νικολάου (1995)1 Α.Α.Δ. 328, που άπτονται του δικαιοδοτικού πλαισίου του Οικογενειακού Δικαστηρίου προς επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων.  Σ’ αυτές κρίθηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται εγγενούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, η περιουσιακή αυτοτέλεια  των οποίων αναγνωρίζεται  από το άρθρο 13  του Νόμου. Δικαιοδοσία να επιληφθεί περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων έχει (το Οικογενειακό Δικαστήριο) μόνο στο βαθμό και στην έκταση που αυτή του παρέχεται ρητά από το Νόμο.

Στη Λογγίνου κρίθηκε ότι ο λόγος των πιο πάνω αποφάσεων ατόνησε ενόψει της αλλαγής που επέφερε ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Τροποποιητικός Νόμος του 1996 (Ν.33(1)/96), στο βάθρο της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Βάσει του αναφερθέντος τροποποιητικού νόμου προστέθηκε στο Νόμο ο ορισμός του όρου «περιουσία». Ο όρος περιλαμβάνει «κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία  η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.».

Ο Ν.33(1)/96, δεν επέφερε οποιαδήποτε τροποποίηση στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Απλά προσδιόρισε τη σημασία του όρου «περιουσία» όπου αυτός απαντάται στο νόμο.     ερμηνευτική πρόνοια η οποία κατ’ εξοχή παρέχει το στίγμα της περιουσίας που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο επιμερισμού βάσει του άρθρου 14 του Νόμου.  Επομένως, ουδεμία αλλαγή επέφερε ο Ν.33(1)/96 στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου σχετικά με περιουσιακές διαφορές των συζύγων.  Έρεισμα για την ύπαρξη  δικαιοδοσίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο να επιλαμβάνεται περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων παρέχουν, ως αναφέρεται στη Λογγίνου και οι διατάξεις του άρθρου 16(1) του Ν. 23/90, που προβλέπουν:

«Τα Οικογενειακά δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος των περί Δικαστηρίων Νόμων.»

[*1367]Η διάταξη αυτή, ως ρητά αναφέρει το κείμενο της, έχει ως αντικείμενο την παροχή, στα Οικογενειακά Δικαστήρια, των εξουσιών  (παροχή θεραπειών) με τις οποίες περιβάλλονται τα Επαρχιακά Δικαστήρια κατά την επίλυση των διαφορών που ανάγονται στη δικαιοδοσία τους.  Δεν συμπλέκει τις δικαιοδοσίες των δύο δικαστηρίων ούτε ταυτίζει το δίκαιο που διέπει την επίλυσή τους.  Τούτο καθίσταται σαφές και από την παρεμβολή του αυτονόητου «τηρουμένων των αναλογιών».

Η δικαιοδοσία των Οικογενειακών Δικαστηρίων και το εφαρμοστέο δίκαιο προσδιορίζονται σε άλλο άρθρο του Ν.23/90, στο άρθρο 11, το οποίο προέβλεπε:

«Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα ασκούν τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.»

Η κρίσιμη ημερομηνία, για τους σκοπούς καθορισμού της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Λογγίνου ήταν η 6η Δεκεμβρίου 1996, κατά την οποία κρίθηκε ότι το Οικογενειακό και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί περιουσιακής διαφοράς αναγόμενης σε καταπίστευμα. Κατά το χρόνο εκείνο η μόνη νομοθετική διάταξη που παρείχε εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο για την επίλυση περιουσιακών διεκδικήσεων μεταξύ των συζύγων ήταν το άρθρο 14 του Ν.232/91, το πλαίσιο της οποίας έχουμε διαγράψει.

Κατά συνέπεια εσφαλμένα διαπιστώθηκε κατά τον κρίσιμο χρόνο, για τους σκοπούς της απόφασης στη Λογγίνου, ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται περιουσιακών διαφορών μεταξύ των συζύγων, άλλων από εκείνες οι οποίες υπάγονται στο άρθρο 14 του Νόμου.  Ο λόγος ο οποίος παρατέθηκε για απόκλιση από τις προγενέστερες αποφάσεις του  Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στη Βουνού και Βασιλειάδης - αλλαγή της νομοθεσίας - ήταν ανεδαφικός. 

Δικαιοδοσία για την επίλυση περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων σε ευρύτερο πεδίο παρασχέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο για πρώτη φορά από τις διατάξεις του Ν.26(1) του 1998, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το άρθρο 11 του Ν.23/90,  νόμος στον οποίο γίνεται επίσης αναφορά στη Λογγίνου.  Βάσει της νομοθετικής διάταξης που υποκατέστησε το άρθρο 11, παρέχεται  δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια να επιλαμβάνονται διαφορών [*1368]που ανάγονται στις «περιουσιακές σχέσεις των συζύγων».  Τι περιλαμβάνει ο όρος «περιουσιακές σχέσεις» προσδιορίζεται στον ίδιο τον τροποποιητικό νόμο ως  εξής:

«΄περιουσιακές σχέσεις΄ σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την προοπτική του γάμου πριν ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1998.»

Περιουσιακές σχέσεις περιορίζονται σε διαφορές που αφορούν κινητή ή ακίνητη περιουσία η οποία κτάται από εκάτερο των συζύγων πριν ή μετά το γάμο αλλά πάντα με αναφορά στην προοπτική του γάμου.  Ο όρος «προοπτική του γάμου», είναι προσδιοριστικός της περιουσίας στην οποία ανάγονται οι διαφορές πριν ή μετά το γάμο. Σύμφωνα με το Ερμηνευτικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη «προοπτική», στο πεδίο που μας αφορά σημαίνει τη «δυνατότητα για συγκεκριμένη εξέλιξη στο μέλλον».  Ο προσδιορισμός του όρου «περιουσία» για ερμηνευτικούς σκοπούς του Νόμου και ο αναπροσδιορισμός του από το Ν.58(1)/99 άφησε ανεπηρέαστο το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Οικογενειακού Δικαστηρίου αναφορικά με την επίλυση διαφορών που ανάγονται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων.  Απλά προσδιορίζει την ερμηνεία του όρου «περιουσία» όπου απαντάται στο νόμο.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω θα επιχειρήσω να απαντήσω το ερώτημα κατά πόσο η διαφορά η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Η διαφορά  της οποίας επιλήφθηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν συνιστούσε: (α) αύξηση της περιουσίας της συζύγου, ούτε διεκδικήσεις του συζύγου για μερίδιο σ’ αυτή βάσει του άρθρου 14  του νόμου, ή (β) περιουσία που κτήθηκε από αυτή για τους σκοπούς του γάμου.  Η διαφορά αφορούσε υφαρπαγή περιουσίας της συζύγου από το σύζυγο.  Η περιουσία ανήκε (ως η υπόθεση του), στο σύζυγο την οποία σφετερίστηκε η καταπιστευματοδόχος, σύζυγος του.  Της διαφοράς μπορούσε να επιληφθεί μόνο το Επαρχιακό Δικαστήριο.

Η σύζυγος παραβίασε την εντολή και τις αρχές που διέπουν το καθήκον του καταπιστευματοδόχου, οικειοποιούμενη την περιουσία του συζύγου της. Η διαφορά αυτή δεν εμπίπτει στον κύκλο των [*1369]περιουσιακών σχέσεων συζύγων που έχουν ως αντικείμενο περιουσία η οποία κτάται από εκάτερο από αυτούς για τους σκοπούς του γάμου, πριν ή μετά το γάμο.  Η διαφορά, στην προκείμενη περίπτωση, αναφέρεται στα περιουσιακά δικαιώματα εκατέρου των συζύγων, την αυτοτέλεια των οποίων καθιερώνει ρητά ο Νόμος, με τις διατάξεις του άρθρου 13. 

Αντίθετα προς την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, καταλήγω ότι η διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Για το λόγο αυτό, θα επέτρεπα την έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία. Η αντέφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται διαταγή για καταβολή των εξόδων του εφεσίβλητου από την εφεσείουσα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο