Katcho Mounir και Άλλος (2003) 1 ΑΑΔ 1382

(2003) 1 ΑΑΔ 1382

[*1382]8 Οκτωβρίου, 2003

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

(Αίτηση Αρ. 66/2003)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MOUNIR KATCHO

ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ, ΚΑΤΟΧΟY ΚΑΝΑΔΙΚΟΥ

ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΒC191127, ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ

ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ, Ν. 97/70,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 31.7.2003 ΣΤΗΝ

ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ 4/2003.

________________

(Αίτηση Αρ. 67/2003)

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ MICHEL FALLAH

ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΤΟ ΛΙΒΑΝΟ, ΚΑΤΟΧΟΥ ΚΑΝΑΔΙΚΟΥ

ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ VG936182, ΓΙΑ ΤΗΝ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS,

ΚΑΙ

[*1383]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ

ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ, Ν. 97/70,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 31.7.2003 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

ΕΚΔΟΣΗΣ 3/2003.

(Αιτήσεις Αρ. 66/2003, 67/2003)

 

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Αιτήσεις για έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus για απελευθέρωση φυγοδίκων από νόμιμη κράτηση για σκοπούς έκδοσής τους — Ισχυρισμός για κατάχρηση της διαδικασίας έκδοσης, για μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Νόμου και της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας και για μη αποδεκτή μαρτυρία αναφορικά με την κράτηση των αιτητών προς έκδοση — Απόρριψη των αιτήσεων.

Φυγόδικοι — Διαδικασία έκδοσης — Φύση διαδικασίας — Συνιστά πολιτική διαδικασία — Το γεγονός αυτό δεν την εξομοιώνει όμως με αστική αγωγή, η οποία εγείρεται βάσει της Δ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε ταυτίζει τα επίδικα θέματά τους.

Φυγόδικοι — Διαδικασία έκδοσης φυγοδίκων — Τρόπος αξιολόγησης μαρτυρίας — Εφαρμοστέες αρχές.

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας — Φυγόδικοι — Διαδικασία έκδοσης — Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την εξουσία του Δικαστηρίου να μη επιτρέψει την έκδοση λόγω κατάχρησης της διαδικασίας.

Ποινικό Δίκαιο — Απόδοση ισχύος στους ποινικούς νόμους της Κύπρου για πράξεις εκτός του εδάφους της — Άρθρο 5(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Οι αιτητές, οι οποίοι εγεννήθηκαν στο Λίβανο και στη Συρία αντιστοίχως, και είναι κάτοχοι Καναδικών διαβατηρίων, ζητούν την έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus με στόχο την απελευθέρωσή τους από τη νόμιμη κράτηση στην οποία διατάχθηκαν να παραμείνουν μέχρι την έκδοσή τους στις ΗΠΑ όπου αντιμετωπίζουν κατηγορίες για τη [*1384]διάπραξη αδικημάτων τα οποία αφορούσαν συνωμοσία για εισαγωγή ψευδοεφεδρίνης και για κατασκευή μεταμφεταμίνης στις Η.Π.Α.

Οι αιτήσεις εγείρουν, μεταξύ άλλων θεμάτων και θέμα κατάχρησης της διαδικασίας έκδοσης γιατί, όπως υποστήριξαν οι αιτητές, ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύτηκε η κάθοδος και σύλληψή τους στην Κύπρο από το Λίβανο συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας έκδοσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας.  Το Δικαστήριο βασίσθηκε ιδιαιτέρως στην Αγγλική νομολογία επί του θέματος.  Ο δικηγόρος των αιτητών υποστήριξε ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα από τη νομολογία κατά το ότι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε δεν εφαρμόζονται στην Κύπρο όπου η διαδικασία έκδοσης συνιστά πολιτική διαδικασία σε αντίθεση με την Αγγλία όπου η διαδικασία έκδοσης συνιστά ποινική διαδικασία, δοθέντος ότι το κριτήριο ως προς τι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας είναι ευρύτερο στην περίπτωση πολιτικής διαδικασίας από το αντίστοιχο κριτήριο στην περίπτωση ποινικής διαδικασίας.

Επί της ουσίας των αιτήσεων για έκδοση ο δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας (ο περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικός) Νόμος του 1997, Ν. 9(ΙΙΙ/97).  Η εισήγηση εδράζεται στο Άρθρο 2.4 της Συνθήκης.  Ο δικηγόρος των αιτητών υποστήριξε ότι, καθ’ όσον η προμήθεια της ψευδοεφεδρίνης έγινε στον Καναδά, όπου ήταν νόμιμη κατά το σχετικό χρόνο, δεν ικανοποιείται η απαίτηση του Άρθρου 2.4 ότι στην περίπτωση αδικήματος διαπραχθέντος εκτός του Αιτούντος Κράτους (δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση των ΗΠΑ) πρέπει και οι νόμοι της Κύπρου να προνοούν για την τιμωρία αδικήματος διαπραχθέντος εκτός της Κύπρου υπό παρόμοιες περιστάσεις. Ο δικηγόρος παρέπεμψε σχετικά στο Άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στην υπόθεση Petrides v. The Republic.

Ο δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε επίσης ότι: (α) δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο η μαρτυρία των αιτητών ότι η πώληση της ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά ήταν νόμιμη, (β) δεν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ των κατηγοριών που προσήφθησαν στις ΗΠΑ εναντίον των αιτητών και αφ’ ενός μεν της εξουσιοδότησης προς [*1385]έναρξη της διαδικασίας έκδοσης αφετέρου δε της μαρτυρίας και (γ) η κράτηση των αιτητών προς έκδοση εβασίσθη σε μη αποδεκτή μαρτυρία (εξ ακοής μαρτυρία και μαρτυρία γνώμης, μαρτυρία παγίδευσης και μαρτυρία παράνομης παρακολούθησης συνομιλιών).

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην Αγγλία σε πολιτικές υποθέσεις διαπιστώνεται κατάχρηση της διαδικασίας όπου ο εναγόμενος πείθεται με “δόλο” να εισέλθει εντός της δικαιοδοσίας με σκοπό να του γίνει επίδοση.

Ο χαρακτηρισμός των υποθέσεων έκδοσης ως ποινικών υποθέσεων στην Αγγλία, γίνεται για σκοπούς μαρτυρίας.  Ως προς αυτές, ο κανόνας στην Αγγλία είναι ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να μη επιτρέψει την έκδοση λόγω κατάχρησης της διαδικασίας ασκείται τώρα μόνο στη βάση των ρητών προνοιών του ΄Αρθρου 11(3) του Extradiction Act 1989.  Στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου όμως, όπου αυτές ισχύουν στην Κοινοπολιτεία, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να μην διατάξει την έκδοση όπου διαπιστώνεται κατάχρηση της διαδικασίας.  Στα πλαίσια του κανόνα συνυπολογίζεται, για να διαπιστωθεί αν υπάρχει κατάχρηση, κάθε σχετική παράμετρος, όπως καταδεικνύει η υπόθεση Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 PC.

Ο γενικός κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και σε υποθέσεις έκδοσης στην Κύπρο. Το γεγονός ότι η αίτηση για την έκδοση φυγοδίκου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δεν την εξομοιώνει με αστική αγωγή, η οποία εγείρεται βάσει της Δ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε ταυτίζει τα επίδικα θέματά τους.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίσθηκε η έλευση των αιτητών στην Κύπρο δεν συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας.

2.  Το γεγονός ότι η προμήθεια της ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά δεν ήταν παράνομη, δεν ήταν σημαντικό για τους σκοπούς του Άρθρου 2.4 αφού το αδίκημα για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση δεν ήταν η πώληση ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά αλλά η συνωμοσία για εισαγωγή της και η συνωμοσία για κατασκευή μεταμφεταμίνης στις ΗΠΑ (αυτό απαντά και την εισήγηση ότι δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο η μαρτυρία των αιτητών ότι η πώληση της ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά ήταν νόμιμη).

Το ερώτημα είναι κατά πόσο συνωμοσία που γίνεται εκτός Κύπρου με σκοπό την εισαγωγή στην Κύπρο ψευδοεφεδρίνης ή την κατασκευή στην Κύπρο μεταμφεταμίνης είναι αδίκημα δυνάμει του Κυπριακού δικαίου. Η απάντηση είναι θετική ενόψει των προνοιών [*1386]του Άρθρου 5(1)(ε)(iv) του Ποινικού Κώδικα.

Το Άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα είναι άσχετο με την παρούσα υπόθεση.

3.  Οι αιτητές δεν έχουν τεκμηριώσει την εισήγηση τους αναφορικά με την ύπαρξη αναντιστοιχίας των ημερομηνιών στις κατηγορίες που προσήφθηκαν στις ΗΠΑ εναντίον των αιτητών και της εξουσιοδότησης που αναφέρεται ανωτέρω.  Πέραν τούτου, δοθέντος ότι για σκοπούς έκδοσης το ζητούμενο είναι, ως προς τη μαρτυρία, το πιθανό τεκμήριο ενοχής, η απόδειξη των κατηγοριών, αν οι αιτητές ήθελαν εκδοθεί, ενώπιον των δικαστηρίων των ΗΠΑ είναι άλλο θέμα και δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο.

4.  Οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τη δεκτότητα της μαρτυρίας.  Εξ άλλου το Κυπριακό Δικαστήριο κατά τη διαδικασία έκδοσης δεν προβαίνει σε πλήρη αξιολόγηση και κρίση της μαρτυρίας.

Οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stein v. Valkenhuysen [1857] 27 LJQ 236,

Watkins v. South American Land & Timber Co Ltd [1904] TLR 534,

R. v. Governor of Brixton Prison, ex parte Levin [1997] 3 All E.R. 259,

Schmidt v. Federal Government of Germany [1994] 3 All E.R. 65, HL,

Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 PC,

Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261.

Αιτήσεις.

Συνεκδικασθείσες αιτήσεις των αιτητών για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus προς ακύρωση των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 31/7/03 με τις οποίες διατάχθηκε η κράτηση προς το σκοπό έκδοσής τους στις Η.Π.Α. λόγω διάπραξης αδικημάτων για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση τους.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Αιτητές και στις δύο αιτήσεις.

[*1387]Μ. Ευαγγέλου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε αίτηση για έκδοση του Michel Fallah στις ΗΠΑ στα πλαίσια του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/70, διεπιστώθη ότι ικανοποιούντο οι προς έκδοση πρόνοιες του Νόμου και διετάχθη όπως ο Michel Fallah παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την έκδοση του.  Η έκδοση δεν προχώρησε όμως καθ΄όσον ο Michel Fallah υπέβαλε την ενώπιον μου αίτηση habeas corpus όπως προνοείται στο άρθρο 10 του Νόμου.  Είναι η θέση του ότι η απόφαση με την οποία διετάχθη η κράτηση του προς το σκοπό έκδοσης του πάσχει και πρέπει να παραμερισθεί.  Πανομοιότυπη αίτηση habeas corpus υπεβλήθη και από το Mounir Katcho του οποίου επίσης διετάχθη η κράτηση προς το σκοπό έκδοσης του στις ΗΠΑ σε αντίστοιχη αίτηση.  Οι δύο αιτήσεις μάλιστα συνεκδικάσθησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο και εκρίθησαν με μία απόφαση καθ΄όσον ήσαν πανομοιότυπες και τα αδικήματα για τα οποία είχε ζητηθεί η έκδοση αφορούσαν συνωμοσία στην οποία εμπλέκοντο και οι δύο.

Συγκεκριμένα, η έκδοση εζητήθη σε σχέση με τη διάπραξη δύο αδικημάτων, για τα οποία μάλιστα διατυπώθησαν κατηγορίες στις ΗΠΑ, ήτοι:

COUNT ONE

(21 U.S.C. §§ 963; 959 (a)(1), 960 (d)(3) - Conspiracy to distribute a listed chemical with intent to import, and to import a listed chemical, pseudoephedrine, knowing or having reasonable cause to believe that the chemical will be used to manufacture a controlled substance)”

 

COUNT TWO

(21 U.S.C. §§ 846, 841 (A)(1) - Conspiracy to manufacture methamphetamine)”

 

Και στις δύο συνωμοσίες εφέροντο ως εμπλεκόμενοι τόσο οι Fallah και Katcho όσο και δύο άλλα κατονομαζόμενα πρόσωπα.

Οι αιτήσεις εγείρουν σειρά θεμάτων.  Ένα από αυτά αφορά όχι τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της έκδοσης αλλά την εισήγηση ότι η έκδοση συνιστά υπό τις συνθήκες κατάχρηση της διαδικασίας.  Συ[*1388]γκεκριμένα, οι Αιτητές, οι οποίοι εγεννήθησαν στο Λίβανο και στη Συρία αντιστοίχως και είναι κάτοχοι Καναδικών διαβατηρίων, ήρθαν στην Κύπρο, όπου και συνελήφθησαν, από το Λίβανο κατόπιν πρότασης μάρτυρα, αναφερόμενου ως CD-1, ο οποίος συνεργάζετο με το Department of Justice των ΗΠΑ μέσω του πράκτορα Hall, για να συζητήσουν μαζί με τον CD-1 και τον Hall την πώληση από τους Αιτητές μεγάλης ποσότητας ψευδοεφεδρίνης.  Εδόθη μάλιστα μαρτυρία ότι μεταξύ ΗΠΑ και Λιβάνου δεν υπάρχει συμφωνία για έκδοση φυγοδίκων, προφανώς για να καταδειχθεί ότι η κάθοδος των Αιτητών στην Κύπρο είχε σκοπό τη δια δόλου εξασφάλιση της παρουσίας τους εδώ ώστε να επιδιωχθεί η έκδοση τους που δεν θα μπορούσε να γίνει στο Λίβανο.

Η εισήγηση αυτή ετέθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και το απασχόλησε σε έκταση και κατά κύριο λόγο στην απόφαση του, με την οποία απεφάνθη ότι δεν υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας.  Το Δικαστήριο βασίσθηκε ιδιαιτέρως στην Αγγλική νομολογία επί του θέματος και είναι εκεί που εστιάζεται η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου.  Ο κ. Πουργουρίδης λέγει ότι το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα από τη νομολογία κατά το ότι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε δεν έχουν εφαρμογή στην Κύπρο όπου η διαδικασία έκδοσης συνιστά πολιτική διαδικασία σε αντίθεση με την Αγγλία όπου η διαδικασία έκδοσης συνιστά ποινική διαδικασία, δοθέντος ότι το κριτήριο στην περίπτωση πολιτικής διαδικασίας ως προς το τι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας είναι ευρύτερο του αντίστοιχου κριτηρίου στην περίπτωση ποινικής διαδικασίας.

Όντως στην Αγγλία σε πολιτικές υποθέσεις διαπιστώνεται κατάχρηση της διαδικασίας όπου ο εναγόμενος πείθεται με “δόλο” να εισέλθει εντός της δικαιοδοσίας με σκοπό να του γίνει επίδοση, όπως καταδεικνύουν οι σχετικές αποφάσεις (ίδε: Stein v. Valkenhuysen [1857] 27 LJQ 236, Watkins v. South American Land & Timber Co Ltd [1904] TLR 534).  Ως προς υποθέσεις έκδοσης, χρειάζεται μια διευκρίνιση.  Ο χαρακτηρισμός τους ως ποινικών υποθέσεων γίνεται για σκοπούς μαρτυρίας (ίδε: R. v. Governor of Brixton Prison, ex parte Levin [1997] 3 All E.R. 259).  Ως προς αυτές, ο κανόνας στην Αγγλία είναι ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την έκδοση λόγω κατάχρησης της διαδικασίας ασκείται τώρα μόνο στη βάση των ρητών προνοιών του άρθρου 11(3) του Extradition Act 1989 (ίδε Schmidt v. Federal Government of Germany [1994] 3 All E.R. 65, HL).  Στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου όμως, όπου αυτές ισχύουν στην Κοινοπολιτεία, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να μην διατάξει [*1389]την έκδοση όπου διαπιστώνεται κατάχρηση της διαδικασίας.  Στα πλαίσια του κανόνα συνυπολογίζεται, για να διαπιστωθεί αν υπάρχει κατάχρηση, κάθε σχετική παράμετρος, όπως καταδεικνύει η υπόθεση Liangsiriprasert v. United States Government [1990] 2 All E.R. 866 PC (η υπόθεση αφορούσε το Hong Kong), στην οποία ανφέρθηκε ιδιαίτερα η ευπαίδευτη Δικαστής και τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με εκείνα της προκειμένης υπόθεσης.  Όπως το έθεσε ο Lord  Griffiths στις σελίδες 871-872:

“As to the suggestion that it was oppressive or an abuse of process, the short answer is that international crime has to be fought by international co-operation between law enforcement agencies.  It is notoriously difficult to apprehend those at the center of the drug trade; it is only their couriers who are usually caught. If the courts were to regard the penetration of a drug dealing organisation by the agents of a law enforcement agency and a plan to tempt the criminals into a jurisdiction from which they could be extradited as an abuse of process it would indeed be a red-letter day for the drug barons. The appellant relied on R. v. Bow Street Magistrates, ex p. Mackeson [1981] 75 Cr App R 24, but that was an entirely different case in which a British citizen wanted for fraud in England was removed from Zimbabwe-Rhodesia by unlawful means, namely by a deportation order which was in the circumstances a disguised form of extradition and which circumvented all the safeguards for an accused which are built into the extradition process.  The Divisional Court cited with approval from the judgment of Woodhouse J in R. v. Hartley [1978] 2 NZLR 199 at 216-217, in which he stressed the importance of following the correct statutory procedures for extradition, and exercised their discretion to prohibit the Bow Street magistrate committing the applicant to stand trial on charges preferred against him on his return under the deportation order: to do otherwise would have been to condone a flagrant abuse of extradition proceures (see 75 Cr App R 24 at 32-33).

In the present case the appellant and SC came to Hong Kong of their own free will to collect, as they thought, the illicit profits of their heroin trade.  They were present in Hong Kong not because of any unlawful conduct of the authorities but because of their own criminality and greed. The proper extradition procedures have been observed and their Lordships reject without hesitation that it is in the circumstances for this case oppressive or an abuse of the judicial process for the [*1390]United States government to seek their extradition.”

Ο γενικός κανόνας ανεγνωρίσθη και στην υπόθεση Schmidt στη διαζευκτική βάση του οποίου η υπόθεση απέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι χαρακτηριστική δε η παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος από την απόφαση στην υπόθεση Liangsiriprasert (σ. 78).

Φρονώ ότι ο γενικός κανόνας αυτός έχει εφαρμογή και σε υποθέσεις έκδοσης στην Κύπρο.  Ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας έκδοσης ως πολιτικής διαδικασίας για σκοπούς διαδικασίας (ίδε: Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261) δεν αναιρεί ούτε την ιδιαιτερότητα της ούτε την αναγωγή της στο γενικό κανόνα που αφορά την κατάχρηση της διαδικασίας, στην απουσία μάλιστα στον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο ιδιαίτερων προνοιών που να ρυθμίζουν και περιορίζουν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στον τομέα αυτό αντίστοιχων προς εκείνες του Extradition Act 1989.  Σημειώνω ότι στην υπόθεση Μελάς, ανωτέρω, ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση, είπε στη σ. 2266:

“Το γεγονός ότι η αίτηση για την έκδοση φυγοδίκου ανάγεται στην πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δεν την εξομοιώνει με αστική αγωγή, η οποία εγείρεται βάσει της Δ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ούτε ταυτίζει τα επίδικα θέματά τους.”

Και στη σ. 2267:

“Η διαφορά μεταξύ του επιδίκου θέματος πολιτικής αγωγής, εγειρόμενης βάσει της Δ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου, δεν αφήνει κανένα πεδίο για παραλληλισμό του αντικειμένου τους ή της διαδικασίας για την εξέτασή τους.”

Ο κ. Πουργουρίδης, εισηγούμενος μόνο ότι δεν ισχύει ο κανόνας όπως εκφράσθηκε στη Liangsiriprasert, δεν έχει αμφισβητήσει ότι, αν ισχύει ο κανόνας αυτός, δεν προκύπτει λανθασμένη εφαρμογή στα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης από την ευπαίδευτη Δικαστή.  Και εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίσθηκε η έλευση των Αιτητών στην Κύπρο δεν συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας.  Οι Αιτητές ήρθαν στην Κύπρο οικειοθελώς με δική τους απόφαση και προς το σκοπό προώθησης των συναλλαγών τους με τον CD-1 και τον Hall.  Το ότι ήρθαν με προτροπή των CD-1 και Hall για να επιδιωχθεί η έκδοση τους, στην απουσία μάλιστα συμφωνίας έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Λιβάνου, [*1391]δεν καθιστά καταχρηστική τη διαδικασία έκδοσης τους.

Επί της ουσίας των αιτήσεων για έκδοση, ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι η ευπαίδευτη Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας (ο περί της Συνθήκης έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικός) Νόμος του 1997, Ν. 9(ΙΙΙ)/97).  Το πλαίσιο που αφορά τα αδικήματα για τα οποία χωρεί έκδοση παρέχεται από το άρθρο 5(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί:

“5.-(1)  Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το αδίκημα, δι΄ο πρόσωπον τι διώκεται ή κατεδικάσθη εις Κράτος συνάψαν συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας ή εις καθωρισμένην χώραν της Κοινοπολιτείας, λογίζεται ως αδίκημα, δι΄ο δύναται να χωρήση έκδοσις, εάν-

(α)  εν μεν τη περιπτώσει αδικήματος κατά την νομοθεσίαν Κράτους, συνάψαντος συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας, προνοήται εν τη συνθήκη εκδόσεως.

....................................................................................................

(γ)  εν πάση περιπτώσει, η συνιστώσα το αδίκημα πράξις ή παράλειψις ή ισοδύναμος πράξις ή παράλειψις, θα απετέλει αδίκημα κατά την νομοθεσίαν της Δημοκρατίας εάν ελάμβανε χώραν εντός της Δημοκρατίας ή, προκειμένου περί αδικήματος υποκειμένου εις την δικαιοδοσίαν της Δημοκρατίας, και διαπραχθέντος εκτός της εδαφικής επικρατείας αυτής, εάν ελάμβανε χώραν εκτός της εδαφικής επικρατείας της Δημοκρατίας υπό αναλόγους περιστάσεις.”

 

Το άρθρο 5(3) προνοεί περαιτέρω:

“(3)  Αι εκτιθέμεναι εις το συνημμένον τω παρόντι Νόμω Παράρτημα κατηγορίαι αδικημάτων, περιλαμβάνουν εν εκάστη περιπτώσει και την απόπειραν ή συνωμοσίαν προς διάπραξιν των εν αυτώ περιγραφομένων αδικημάτων, την συνδρομήν, προτροπήν ή προαγωγήν εις την διάπραξιν των, την συνενοχήν, προ ή μετά την διάπραξιν των, ως και την παρακώλυσιν της συλλήψεως ή διώξεως των ενεχομένων εις τα τοιαύτα αδικήματα προσώπων.”

[*1392]

Το άρθρο 5(3) καλύπτει λοιπόν και τη συνωμοσία (και τα αδικήματα για τα οποία εζητήθη η έκδοση στην προκειμένη περίπτωση αφορούν συνωμοσία) για διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία χωρεί έκδοση δυνάμει του άρθρου 5(1).  Ως προς τα αδικήματα αυτά, σχετικό είναι κατά πρώτο το άρθρο 5(1)(α), εφ΄όσον υπάρχει συνθήκη έκδοσης μεταξύ ΗΠΑ και Κύπρου, το οποίο παραπέμπει στα αναφερόμενα στην εν λόγω συνθήκη αδικήματα.  Το άρθρο 2.1 της Συνθήκης ορίζει ως αδίκημα για το οποίο χωρεί έκδοση αδίκημα τιμωρούμενο με ελάχιστη ποινή φυλάκισης ενός έτους βάσει των νόμων των ΗΠΑ και της Κύπρου.  Το άρθρο 2.2 περιλαμβάνει και τη συνωμοσία για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος στα αδικήματα για τα οποία χωρεί έκδοση.  Ως προς την άλλη προϋπόθεση του άρθρου 5(1)(γ), αρκεί να φανεί ότι η συνιστώσα το αδίκημα πράξη είναι αδίκημα και δυνάμει των νόμων της Κύπρου.  Μέχρι εδώ δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι η προκειμένη περίπτωση καλύπτεται από το άρθρο 5(1)(α)(γ) καθ΄όσον η συνωμοσία διάπραξης αδικήματος σε σχέση με τα εν λόγω ναρκωτικά τιμωρείται ως αδίκημα τόσο στην Κύπρο όσο και στις ΗΠΑ (όπως προκύπτει από τη μαρτυρία ως προς το δίκαιο των ΗΠΑ) με ποινή φυλάκισης πέραν του ενός έτους.

Η εισήγηση του κ. Πουργουρίδη εδράζεται όμως στο άρθρο 2.4 της Συνθήκης, το οποίο προνοεί:

“Αν το αδίκημα διαπράχθηκε εκτός της επικράτειας του Αιτούντος Κράτους, η έκδοση χορηγείται αν οι νόμοι του Αιτουμένου Κράτους προνοούν για την τιμωρία αδικήματος που διαπράχθηκε εκτός της επικράτειάς του υπό παρόμοιες περιστάσεις.  Αν οι νόμοι του Αιτουμένου Κράτους δεν προνοούν με τον τρόπο αυτό, η εκτελεστική εξουσία του Αιτουμένου Κράτους δύναται, κατά τη διακριτική της ευχέρεια, να συγκατατεθεί για έναρξη της διαδικασία έκδοσης.”

Ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι, καθ΄όσον η προμήθεια της ψευδοεφεδρίνης έγινε στον Καναδά, όπου ήταν νόμιμη κατά το σχετικό χρόνο, δεν ικανοποιείται η απαίτηση του άρθρου 2.4 ότι στην περίπτωση αδικήματος διαπραχθέντος εκτός του Αιτούντος Κράτους (δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση των ΗΠΑ), πρέπει και οι νόμοι της Κύπρου να προνοούν για την τιμωρία αδικήματος διαπραχθέντος εκτός της Κύπρου υπό παρόμοιες περιστάσεις.  Παραπέμπει σχετικά στο άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154, το οποίο προνοεί:

“Όστις συνωμοτεί μεθ΄ετέρου να διαπράξη κακούργημα, ή [*1393]να τελέση πράξιν εν οιωδήποτε μέρει του κόσμου ήτις εάν ετελείτο εν τη Δημοκρατία θα ήτο κακούργημα, και ήτις είναι ποινικόν αδίκημα κατά τους νόμους τους ισχύοντας εν τω τόπω ένθα σκοπείται να τελεσθεί, είναι ενοχος κακουργήματος, και υπόκειται, εάν δεν προνοήται ετέρα τις ποινή, εις φυλάκισιν επτά ετών, ή, προκειμένου περί κακουργήματος επισύροντος κατ’ ανώτατον όριον ποινήν κατωτέραν της φυλακίσεως των επτά ετών, εις την τοιαύτην κατωτέραν ποινήν.”

Και παραπέμπει περαιτέρω στην υπόθεση Petrides v. The Republic (1964) C.L.R. 413, όπου καταδίκη για συνωμοσία παραχάραξης κυπριακών χαρτονομισμάτων στην Ελλάδα παραμερίσθηκε καθ΄όσον δεν απεδείχθη ότι η παραχάραξη ήταν αδίκημα βάσει του Ελληνικού δικαίου.

Φρονώ ότι η όλη εισήγηση εδράζεται σε παρερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων.  Το ζητούμενο για σκοπούς του άρθρου 2.4 δεν είναι κατά πόσο η πράξη της προμήθειας της ψευδοεφεδρίνης θα ήταν παράνομη στη χώρα όπου έγινε ώστε το γεγονός ότι η πώληση της ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά δεν ήταν παράνομη να ήταν σημαντικό, αφού το αδίκημα για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση δεν ήταν η πώληση της ψευδοεφεδρίνης αλλά η συνωμοσία για εισαγωγή της και η συνωμοσία για κατασκευή μεταμφεταμίνης στις ΗΠΑ (αυτό απαντά και άλλη εισήγηση του κ. Πουργουρίδη ότι δεν ελήφθη υπ΄όψη από το Δικαστήριο η μαρτυρία των Αιτητών ότι η πώληση της ψευδοεφεδρίνης στον Καναδά ήταν νόμιμη).  Το ζητούμενο είναι λοιπόν κατά πόσο, δοθέντος ότι το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση, δηλαδή η συνωμοσία, έγινε εκτός των ΗΠΑ, υπάρχει αντίστοιχη πρόνοια στο Κυπριακό Δίκαιο για την τιμωρία αδικήματος συνωμοσίας που γίνεται εκτός Κύπρου υπό παρόμοιες αντίστοιχες περιστάσεις.  Το ερώτημα είναι έτσι κατά πόσο συνωμοσία που γίνεται εκτός Κύπρου με σκοπό την εισαγωγή στην Κύπρο ψευδοεφεδρίνης (το πρώτο αδίκημα στις αιτήσεις) ή την κατασκευή στην Κύπρο μεταμφεταμίνης (το δεύτερο αδίκημα στις αιτήσεις), είναι αδίκημα δυνάμει του Κυπριακού δικαίου.  Η απάντηση είναι βεβαίως θετική, καθ΄όσον προνοείται στο άρθρο 5(1)(ε)(iv) του Ποινικού Κώδικα:

“5.-(1)  Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-

........................................................................................................

(ε)  σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από οποιοδήποτε πρόσωπο αν το [*1394]αδίκημα-

........................................................................................................

   (iv)  αφορά παράνομη εμπορία επικίνδυνων φαρμάκων,

......................................................................................................”

Συνωμοσία λοιπόν που γίνεται εκτός Κύπρου τιμωρείται από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/77), καθ΄όσον αφορά εμπορία ναρκωτικών.  Η πρόνοια του άρθρου 5(1)(ε)(iv) εντάσσεται έτσι στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής της άνευ συνόρων καταπολέμησης των ναρκωτικών όπως και στο πνεύμα των άλλων ειδικών περιπτώσεων του άρθρου 5(1) για τις οποίες κρίνεται ορθό να δοθεί ισχύς στους ποινικούς νόμους της Κύπρου για πράξεις εκτός του εδάφους της.

Το άρθρο 371 είναι άσχετο επί του προκειμένου. Αφορά το αντίθετο, δηλαδή συνωμοσία που γίνεται στην Κύπρο με σκοπό την τέλεση πράξης στο εξωτερικό που θα ήταν κακούργημα αν ετελείτο στην Κύπρο και είναι ποινικό αδίκημα στη χώρα όπου σκοπείται να τελεσθεί.  Είχε εφαρμογή στην υπόθεση Petrides καθ’ όσον δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η παραχάραξη των χαρτονομισμάτων που εσκοπείτο διά της συνωμοσίας ήταν ποινικό αδίκημα βάσει των νόμων της Ελλάδας όπου θα ετελείτο.

Μια άλλη εισήγηση των Αιτητών αφορά την αντιστοιχία μεταξύ των κατηγοριών που προσήφθησαν στις ΗΠΑ εναντίον των αιτητών όπως αυτές έχουν παρατεθεί και αφ΄ενός μεν της εξουσιοδότησης προς έναρξη της διαδικασίας έκδοσης αφ΄ετέρου δε της μαρτυρίας.  Συγκεκριμένα, ως προς το πρώτο, και οι δύο κατηγορίες ορίζουν ως χρόνο της συνωμοσίας το διάστημα “in or about September 2000 and continuing through the present” (οι Αιτητές κατηγορήθησαν στις 8.4.2003). Η εξουσιοδότηση όμως, λέγει ο κ. Πουργουρίδης, αναφέρεται σε συνωμοσία “κατά τα έτη 2000 μέχρι τις 15.4.2003”.  Δεν πιστεύω ότι προκύπτει οποιοδήποτε πρόβλημα.  Η εξουσιοδότηση ρητώς αναφέρεται και βασίζεται στην αίτηση που υποβλήθηκε από τις ΗΠΑ, η οποία περιλάμβανε και τις κατηγορίες με τις προαναφερθείσες χρονικές αναφορές.  Αλλά και πέραν τούτου, η μεν αναφορά “κατά τα έτη 2000” ασφαλώς περιλάμβανε το Σεπτέμβριο 2000, η δε αναφορά “μέχρι τις 15.4.2003” εκάλυπτε και την περίοδο μέχρι 8.4.2003.  Ως προς το δεύτερο, η εισήγηση είναι ότι οι ημερομηνίες που αναφέρονται στις κατηγορίες δεν ανταποκρίνονται στη μαρτυρία καθ΄όσον η μαρτυρία αποκαλύπτει όχι μια [*1395]συνεχή συνωμοσία αλλά ενδεχομένως σειρά συνωμοσιών από το Σεπτέμβριο 2002 μέχρι τον Απρίλιο 2003, με αποτέλεσμα οι κατηγορίες να πάσχουν από πολλαπλότητα, αβεβαιότητα και αναντιστοιχία.  Η μαρτυρία όμως αναφέρεται σε συνεργασία του CD-1 με τους Αιτητές από περίπου το 1999 μέχρι και τον Απρίλιο του 2003, ώστε να μην τίθεται θέμα αναντιστοιχίας των ημερομηνιών.  Είναι γεγονός ότι κατά το διάστημα εκείνο οι Αιτητές αναφέρονται στην ένορκη μαρτυρία ως συνεργασθέντες με τον CD-1 και τον Hall  δε διάφορα στάδια και σε διάφορες περιπτώσεις.  Οι λεπτομέρειες που δίδονται όμως στην πρώτη κατηγορία εξειδικεύουν τα σχετικά προς αυτή γεγονότα ώστε να μην τίθεται θέμα αβεβαιότητας ή πολλαπλότητας, ενώ ως προς τη δεύτερη κατηγορία τα αναφερόμενα στην ένορκη μαρτυρία γεγονότα διακρίνονται και προσιδιάζουν.  Πέραν τούτου, δοθέντος ότι για σκοπούς έκδοσης το ζητούμενο είναι, ως προς τη μαρτυρία, το πιθανό τεκμήριο ενοχής, η απόδειξη των κατηγοριών, αν οι Αιτητές ήθελαν εκδοθεί, ενώπιον των δικαστηρίων των ΗΠΑ είναι άλλο θέμα το οποίο και δεν μας απασχολεί.  Ακόμα και αν ετίθετο θέμα πολλαπλότητας ή αβεβαιότητας ως προς την πρώτη κατηγορία όμως, αυτό θα αφορούσε μάλλον την εκδίκαση της κατηγορίας αφού για σκοπούς έκδοσης η μαρτυρία αποκαλύπτει τουλάχιστον μια συνωμοσία στα χρονικά πλαίσια της κατηγορίας.

Είναι επίσης εισήγηση των Αιτητών ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει, σύμφωνα με το δίκαιο της Κύπρου, συνωμοσία μεταξύ των Αιτητών και των CD-1 και Hall καθ΄όσον αυτοί ενεργούσαν ως πράκτορες του Department of Justice.  Δεν τίθεται όμως θέμα εξέτασης της ουσίας τέτοιας εισήγησης.  Αρκεί να παρατηρήσω ότι η εισήγηση παραγνωρίζει το ότι οι Αιτητές δεν κατηγορούνται ότι συνωμότησαν με τους CD-1 και Hall αλλά μεταξύ τους και με άλλα δύο κατονομαζόμενα πρόσωπα.

Η τελευταία εισήγηση των Αιτητών είναι ότι η κράτηση τους προς έκδοση εβασίσθη σε μη αποδεκτή μαρτυρία συνιστάμενη σε (1) εξ ακοής μαρτυρία και μαρτυρία γνώμης, (2) μαρτυρία παγίδευσης, (3) μαρτυρία παράνομης παρακολούθησης συνομιλιών.  Η πρώτη πτυχή της εισήγησης παραγνωρίζει ότι η μαρτυρία δεν είναι η αναφορά στις ένορκες δηλώσεις στην προηγηθείσα έρευνα και στις διαπιστώσεις της όπως και στα γεγονότα που εκθέτουν αλλά η άμεση μαρτυρία των αναφερομένων και ιδιαιτέρως των CD-1 και Hall.  Αυτή δεν είναι εξ ακοής μαρτυρία ή μαρτυρία γνώμης, αρκεί δε η παρουσίαση της σε περίληψη - που στην προκειμένη περίπτωση ήταν λεπτομερέστατη.  Τούτο απαντά και την τρίτη πτυχή της εισήγησης εφ΄όσον, και αν ακόμα αγνοηθούν οι καταγραφές των τηλεφωνι[*1396]κών συνδιαλέξεων, υπάρχει πληθώρα άμεσης μαρτυρίας.  Ως προς τη δεύτερη πτυχή της εισήγησης, δεν θεωρώ ότι η όλη μαρτυρία για την εμπλοκή των CD-1 και Hall συνιστά παγίδευση που θα αναιρούσε την ποινική ευθύνη των Αιτητών, ούτε είναι για το Κυπριακό δικαστήριο, ενεργώντας στη διαδικασία έκδοσης όπως ενεργεί σε περιπτώσεις προανάκρισης, να αποφασίσει το θέμα στη βάση πλήρους αξιολόγησης και κρίσης της μαρτυρίας.

Οι Αιτήσεις καταλήγουν λοιπόν σε αποτυχία και απορρίπτονται.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο